Δεν πρέπει να αφαιρεθεί ούτε το επτάμηνο από την κατάσχεση μέχρι τον πλειστηριασμό που ορίστηκε αρχικά, ούτε το δίμηνο από την νέα επίσπευση του πλειστηριασμού που δεν διενεργήθηκε
Για την εξέταση αίτησης ανατροπής αναγκαστικής κατάσχεσης κατ’ άρθρο 1019 ΚΠολΔ, το δικαστήριο έκρινε ότι από το διάστημα του ενός έτους που ορίζει η διάταξη, δεν πρέπει να αφαιρεθεί ούτε το επτάμηνο από την κατάσχεση μέχρι τον πλειστηριασμό που ορίστηκε αρχικά, ούτε το δίμηνο διάστημα από την νέα επίσπευση του πλειστηριασμού που δεν διενεργήθηκε (ΜΠΑ 5694/2024).
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, με τη διάταξη του άρθρου 1019 § 1 ΚΠολΔ, εισάγεται ο θεσμός της ανατροπής της κατάσχεσης, εφόσον ο πλειστηριασμός δεν γίνει μέσα στο καθοριζόμενο απ’ αυτήν χρονικό διάστημα. Η προθεσμία του άρθρου 1019 § 1 ΚΠολΔ αρχίζει να τρέχει από την επόμενη ημέρα της κατάσχεσης. Σκοπός του θεσμού της ανατροπής που εισάγεται με τη διάταξη αυτή, είναι η επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και η αποφυγή μακροχρόνιας δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Όταν βραδύνει η διεξαγωγή του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, το συμφέρον του οφειλέτη αλλά και η αρχή της οικονομικής αξιοποίησης των αγαθών, που διατρέχει το Δίκαιο, επιβάλλουν την αποδέσμευση του αντικειμένου της κατάσχεσης και την επανένταξή του στον κύκλο των συναλλαγών.
Περαιτέρω, με την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ εισάγονται εξαιρέσεις από το γενικό κανόνα της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου και, σύμφωνα με αυτές, στις προθεσμίες της παραγράφου 1 δεν υπολογίζονται:
α) το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 966 παρ. 3 και 4 ΚΠολΔ μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, που ορίσθηκε σύμφωνα με αυτήν,
β) ο χρόνος αναστολής εκτέλεσης, που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή επήλθε με κοινή συναίνεση επισπεύδοντας και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη, ενώ στην περίπτωση που η αναστολή έχει χορηγηθεί υπό όρους, δεν αφαιρείται το χρονικό διάστημα, που ακολούθησε την παράβαση του όρου της αναστολής, καθώς και
γ) ο χρόνος από 1 ως 31 Αυγούστου.
Οι ανωτέρω περιπτώσεις αποτελούν εξαίρεση του γενικού κανόνα των προθεσμιών της § 1 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, πλην όμως, από την διατύπωση της διάταξης δεν προκύπτει ο περιοριστικός χαρακτήρας των περιπτώσεων αυτών. Η δε εξαιρετική φύση και η περιοριστική απαρίθμηση των περιπτώσεων του άρθρου 1019 § 2 ΚΠολΔ δεν εμποδίζουν την αναλογία, καθ’ όσον ο σκοπός της καθιέρωσης των εξαιρέσεων του άρθρου αυτού, δηλαδή η αφαίρεση του χρόνου της παρεμπόδισης της προόδου της εκτελεστικής διαδικασίας, συντρέχει και σε άλλες περιπτώσεις. Επομένως, χωρεί ανάλογη εφαρμογή της διάταξης αυτής και σε άλλες περιπτώσεις, που ο δανειστής βρίσκεται σε αδυναμία (νομική ή πραγματική) συνέχισης της εκτέλεσης, για να καλυφθούν κενά.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 954 § 2 περ. ε’ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τον ν. 4842/2021, η ημέρα του πλειστηριασμού προσδιοριζόταν υποχρεωτικά επτά μήνες μετά από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά από την παρέλευση οκτώ μηνών από την ημέρα αυτή, ρύθμιση η οποία διατηρήθηκε για τα ακίνητα (άρθρο 993 § 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από τον ν. 4842/2021), ενώ ήδη τα διαστήματα αυτά μειώθηκαν για τα κινητά σε πέντε και έξι μήνες αντίστοιχα και για τα ακίνητα ισχύει, πλέον, η ρητή ειδική διάταξη του άρθρου 993 § 2 ΚΠολΔ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 76 ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται από 1-1- 2022 (άρθρο 120 ν. 4842/2021), σύμφωνα με την οποία ο πλειστηριασμός ορίζεται υποχρεωτικά σε επτά μήνες από την ημερομηνία περάτωσης της κατάσχεσης και πάντως όχι μετά την παρέλευση οκτώ μηνών από την ημερομηνία αυτή.
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 973 § 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τον ν. 4335/2015, σε περίπτωση δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού η νέα ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται υποχρεωτικά από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού εντός δύο και πάντως όχι μετά από την παρέλευση τριών μηνών από την ημέρα της δήλωσης αυτής.
Το δικαστήριο επεσήμανε πως οι ανωτέρω δύο νέες ρυθμίσεις δεν συνιστούν νέες τυπικές περιπτώσεις νομικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας από τον επισπεύδοντα δανειστή. Το κοινό γνώρισμα των εξαιρέσεων που ρητά προβλέπονται στο άρθρο 1019 § 2 ΚΠολΔ και των εξαιρέσεων που έχουν νομολογιακώς κριθεί ως τέτοιες κατ’ αναλογική εφαρμογή, με εξαίρεση του χρονικού διαστήματος των δικαστικών διακοπών από 1 έως 31 Αυγούστου, συνίσταται στην αδυναμία εκ των προτέρων πρόβλεψης από τον επισπεύδοντα δανειστή, άνευ υπαιτιότητάς του, είτε της επέλευσής τους (π.χ. άσκηση ανακοπής κατ’ άρθρο 954 ΚΠολΔ, αναστολή πλειστηριασμών λόγω εκλογών), είτε της τυχόν διάρκειάς τους (π.χ. αναστολή ατομικών καταδιωκτικών μέτρων λόγω πτώχευσης, το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 966 §§ 3 και 4 ΚΠολΔ μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, που ορίσθηκε σύμφωνα με αυτήν, ο χρόνος αναστολής εκτέλεσης, που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή επήλθε με κοινή συναίνεση επισπεύδοντας και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη), ενώ καθίσταται εμφατικός και ο σκοπός αποφυγής της εκ δόλου παρέλκυσης της διαδικασίας του πλειστηριασμού (στην περίπτωση π.χ. της εξαίρεσης της τυχόν δοθείσας εκ μέρους του επισπεύδοντας παράτασης στον οφειλέτη για την εξόφληση του χρέους του, χωρίς η συμφωνία αυτή να έχει περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου), στοιχεία που απουσιάζουν παντελώς από την περίπτωση του χρονικού διαστήματος των επτά έως οκτώ μηνών του άρθρου 993 ΚΠολΔ, καθώς το εν λόγω χρονικό διάστημα είναι ρητώς προβλεπόμενο στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και γνωστό εκ των προτέρων ως προς τη διάρκειά του.
Η μη εξαίρεση των προθεσμιών αυτών από την ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ αποτέλεσε συνειδητή επιλογή του δικονομικού νομοθέτη, ήδη κατά τη θέση σε ισχύ του ν. 4335/2015, γεγονός που επαληθεύεται με την επιλογή του, κατά τη θέσπιση και του νέου ν. 4842/2021, να μειώσει την προθεσμία του άρθρου 954 § 2 περ. ε’ ΚΠολΔ κατά δύο μήνες για τα κινητά και να τη διατηρήσει ίδια για τα ακίνητα, χωρίς να επιμηκύνει την προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ και χωρίς να εξαιρέσει ρητά την προθεσμία του άρθρου 954 § 2 περ. ε’ ΚΠολΔ από την ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, παρά τη μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4335/2015 επικράτηση στη νομολογία των δικαστηρίων της αντίθετης από την εδώ ακολουθούμενη ερμηνευτικής άποψης, με πειστικά μάλιστα επιχειρήματα.
Απόσπασμα απόφασης
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 954 § 2 περ. ε’ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τον ν. 4842/2021, η ημέρα του πλειστηριασμού προσδιοριζόταν υποχρεωτικά επτά (7) μήνες μετά από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά από την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή, ρύθμιση η οποία διατηρήθηκε για τα ακίνητα (άρθρο 993 § 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από τον ν. 4842/2021), ενώ ήδη τα διαστήματα αυτά μειώθηκαν για τα κινητά σε πέντε (5) και έξι (6) μήνες αντίστοιχα και για τα ακίνητα ισχύει πλέον η ρητή ειδική διάταξη του άρθρου 993 § 2 ΚΠολΔ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 76 ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται από 1-1- 2022 (άρθρο 120 ν. 4842/2021), σύμφωνα με την οποία ο πλειστηριασμός ορίζεται υποχρεωτικά σε επτά (7) μήνες από την ημερομηνία περάτωσης της κατάσχεσης και πάντως όχι μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημερομηνία αυτή. Δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής ρύθμισης αυτής ήταν, αφενός, η επιτάχυνση και η απλοποίηση της εκτελεστικής διαδικασίας και, αφετέρου, η τοποθέτηση του πλειστηριασμού σε τέτοιο χρονικό σημείο, κατά το οποίο θα έχουν ολοκληρωθεί σε πρώτο βαθμό οι δίκες περί την εκτέλεση και ο καθ’ ου θα έχει προβάλει τις αντιρρήσεις του. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 973 § 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο. § 2 ν. 4335/2015, σε περίπτωση δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού η νέα ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται υποχρεωτικά από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού εντός δύο (2) και πάντως όχι μετά από την παρέλευση τριών (3) μηνών από την ημέρα της δήλωσης αυτής. Οι ανωτέρω δύο νέες ρυθμίσεις, που εισάχθηκαν αρχικώς με τον ν. 4335/2015 και διατηρήθηκαν και μετά τη θέσπιση του ν. 4842/2021 με τις προαναφερόμενες τροποποιήσεις, δεν συνιστούν νέες τυπικές περιπτώσεις νομικής αδυναμίας συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας από τον επισπεύδοντα δανειστή. Το κοινό γνώρισμα των εξαιρέσεων που ρητά προβλέπονται στο άρθρο 1019 § 2 ΚΠολΔ και των εξαιρέσεων που έχουν νομολογιακώς κριθεί ως τέτοιες κατ’ αναλογική εφαρμογή της § 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, με εξαίρεση του χρονικού διαστήματος των δικαστικών διακοπών από 1 έως 31 Αυγούστου, συνίσταται στην αδυναμία εκ των προτέρων πρόβλεψης από τον επισπεύδοντα δανειστή, άνευ υπαιτιότητάς του, είτε της επέλευσής τους (π.χ. άσκηση ανακοπής κατ’ άρθρο 954 ΚΠολΔ, αναστολή πλειστηριασμών λόγω εκλογών), είτε της τυχόν διάρκειάς τους (π.χ. αναστολή ατομικών καταδιωκτικών μέτρων λόγω πτώχευσης, το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 966 §§ 3 και 4 ΚΠολΔ μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, που ορίσθηκε σύμφωνα με αυτήν, ο χρόνος αναστολής εκτέλεσης, που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή επήλθε με κοινή συναίνεση επισπεύδοντας και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη), ενώ καθίσταται εμφατικός και ο σκοπός αποφυγής της εκ δόλου παρέλκυσης της διαδικασίας του πλειστηριασμού (στην περίπτωση π.χ. της εξαίρεσης της τυχόν δοθείσας εκ μέρους του επισπεύδοντας παράτασης στον οφειλέτη για την εξόφληση του χρέους του, χωρίς η συμφωνία αυτή να έχει περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, έτσι ΕιρΧρυσουπ 5/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), στοιχεία που απουσιάζουν παντελώς από την περίπτωση του χρονικού διαστήματος των επτά (7) έως οκτώ (8) μηνών της § 2 του άρθρου 993 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4842/2021, καθώς το εν λόγω χρονικό διάστημα είναι ρητώς προβλεπόμενο στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και γνωστό εκ των προτέρων ως προς τη διάρκειά του. Προς την θέση αυτή συνηγορεί εξάλλου και ο σκοπός του θεσμού της ανατροπής που εισάγεται με την διάταξη του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, όπως ο σκοπός αυτός ανωτέρω ειδικότερα εκτίθεται. Η μη εξαίρεση των προθεσμιών αυτών από την ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ αποτέλεσε συνειδητή επιλογή του δικονομικού νομοθέτη, ήδη κατά τη θέση σε ισχύ του ν. 4335/2015, γεγονός που επαληθεύεται με την επιλογή του, κατά τη θέσπιση και του νέου ν. 4842/2021, να μειώσει την προθεσμία του άρθρου 954 § 2 περ. ε’ ΚΠολΔ κατά δύο μήνες για τα κινητά και να τη διατηρήσει ίδια για τα ακίνητα, χωρίς να επιμηκύνει την προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ και χωρίς να εξαιρέσει ρητά την προθεσμία του άρθρου 954 § 2 περ. ε’ ΚΠολΔ από την ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, παρά τη μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4335/2015 επικράτηση στη νομολογία των δικαστηρίων της αντίθετης από την εδώ ακολουθούμενη ερμηνευτικής άποψης, με πειστικά μάλιστα επιχειρήματα (βλ. π.χ. ΕιρΑΘ 817/2019, ΕιρΘεσ 249/2019, ΕιρΛαυρ 23/2019, αδημ., ΕιρΧαλκ 641/2019, ΕιρΚω 252/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΧαλανδρ 28/2018 ΝοΒ 2018. 1059, με σύμφωνο σημείωμα Χατζηιωάννου). Στην ίδια ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, ότι δηλαδή στην ενιαύσια προθεσμία αυτής συνυπολογίζονται και δεν εξαιρούνται οι προβλεπόμενες στις διατάξεις των άρθρων 954 § 2 και 993 § 2 προθεσμίες, κατατείνει και η ρύθμιση του άρθρου 966 ΚΠολΔ με την προβλεπόμενη σε αυτό διαδικασία του πλειστηριασμού, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 207 § 10 ν. 4512/2018 και την τροποποίησή της με το άρθρο 23 ν. 4549/2018, αλλά και όπως αυτό ισχύει και εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση μετά την τροποποίησή του με το ν. 4842/2021, με τους στο άρθρο αυτό προβλεπόμενους χρόνους. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται αβίαστα από την απλή άθροιση των προθεσμιών που προβλέπονται στην § 2 του παλαιού άρθρου 954 ΚΠολΔ, και των §§ 1 και 2 του παλαιού άρθρου 966 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με τις §§ 4 και 10 του ν. 4512/2018, όσο και όπως ήδη ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τους ν. 4842/2021, 4855/2021 και 4871/2021 και εφαρμόζονται εν προκειμένω, η οποία δεν υπερβαίνει την ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος πως στην ενιαύσια προθεσμία δεν συνυπολογίζονται τα διαστήματα που μεσολαβούν από την κατάθεση της εκάστοτε αίτησης προς το Δικαστήριο για μείωση του τιμήματος ή ελεύθερη εκποίηση του υπό εκπλειστηρίαση πράγματος. Ειδικότερα, από την ως άνω διάταξη του άρθρου 966 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σκοπός του νομοθέτη είναι η κατά το δυνατό συντομότερη περαίωση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και η αποφυγή συνεχών πλειστηριασμών που αποβαίνουν άκαρποι από τη μη εμφάνιση πλειοδοτών.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.