Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μη διαθεσιμότητα της δικογραφίας στο δικαστικό γραφείο δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση έφεσης, ενισχύοντας το δικαίωμα του κατηγορουμένου για ουσιαστική πρόσβαση στη δικαιοσύνη
Ημη παραμονή της δικογραφίας στο δικαστικό γραφείο κατά τις εργάσιμες ώρες, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η πρόσβαση του κατηγορουμένου σε αυτή, συνιστά εξαιρετικό και απρόβλεπτο γεγονός ανωτέρας βίας που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση έφεσης, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο. Η πρόσφατη και εξαιρετικά σημαντική κρίση του Ανώτατου Ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας ανοίγει έναν νέο ερμηνευτικό δρόμο για την έννοια της «ανωτέρας βίας», που ως στόχο έχει να διασφαλίσει το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη, όταν αυτό, δίχως την υπαιτιότητα των κατηγορουμένων, υφίσταται εμπόδια.
Εν προκειμένω, η υπόθεση ξεκίνησε όταν ένας κατηγορούμενος, καταδικασθείς για λαθρεμπορία από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας τον Οκτώβριο του 2023, ενημερώθηκε επίσημα για την καταδίκη του στις 19 Ιανουαρίου 2024 με την επίδοση αποσπάσματος της απόφασης, από την οποία ξεκίνησε η δεκαήμερη προθεσμία για την άσκηση έφεσης. Ωστόσο, λόγω της μη διαθεσιμότητας της πλήρους δικογραφίας που παρέμενε στην κατοικία δικαστικού λειτουργού, ο κατηγορούμενος και η δικηγόρος του δεν είχαν πρόσβαση σε αυτή έως τις 30 Ιανουαρίου, μία ημέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας για την νομότυπη άσκησή της, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα αυτή να κατατεθεί στις 31 Ιανουαρίου. Επομένως, από τις 19.1.2024 μέχρι τις 29.1.2024, η δικογραφία δεν ήταν διαθέσιμη, γεγονός που ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι εμπόδισε την εμπρόθεσμη άσκηση της έφεσης.
Οι δικογραφίες και τα πειστήρια πρέπει να παραμένουν κατά τις εργάσιμες ώρες στα δικαστικά γραφεία
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ωστόσο, απέρριψε την έφεση, με το επιχείρημα ότι η επίδοση του αποσπάσματος της απόφασης αρκούσε για να θέσει εγκύρως σε κίνηση την προθεσμία άσκησης έφεσης, ενώ η μη δυνατότητα του κατηγορουμένου να λάβει γνώση ολόκληρης της δικογραφίας δεν συνιστά λόγο ανωτέρας βίας.
Η υπόθεση έφτασε στον Άρειο Πάγο για να κριθεί ότι, πράγματι, η μη διαθεσιμότητα της δικογραφίας αποτελεί γεγονός ανωτέρας βίας. Αξιοποιώντας την γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, ο Άρειος Πάγος συνήγαγε ότι είναι επιτρεπτή η άσκηση του ενδίκου μέσου και μετά την πάροδο της προθεσμίας άσκησης αυτού αν συνέτρεξε λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος. Ενώ, όπως επίσης υπενθύμισε, ανωτέρα βία είναι κάθε απρόβλεπτο γεγονός, είτε αντικειμενικό, είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ακόμα και με μέτρα άκρας σύνεσης και επιμελείας, ανυπέρβλητο κώλυμα είναι το γεγονός εκείνο το οποίο δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του προσώπου που ασκεί το ένδικο μέσο και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο.
Ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει και η σκέψη του δικαστηρίου η οποία, εμπνεόμενη από το Δικαστήριο του Στρασβούργου, υπογράμμισε ότι κατά την εφαρμογή των δικονομικών κανόνων πρέπει να αποφεύγεται η υπερβολική τυπολατρία, διότι επηρεάζει και αλλοιώνει το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.
Αφού αναίρεσε την απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, ο Άρειος Πάγος παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα συζήτηση.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΑΠ (Ποιν) 1252/2024