Αριθμός 640/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο και Μαρία Πετσάλη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Χ. του Β., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σπανό και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “…” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σφυρή με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/7/2013 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 42/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 120/2019 του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24/9/2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. 120/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, η οποία δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εξαφάνισε την ερήμην αυτού εκδοθείσα απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας κατά την κύρια βάση της. Η αίτηση αναιρέσεως, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρο 577 αρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Επίσης, κατά το άρθρο 908 εδ. α` ΑΚ, ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ` αυτό. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξιώσεως είναι η ύπαρξη του πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πλουτισμού και επιβαρύνσεως, έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. Στερείται νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ` εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη. Ειδικότερα, από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι, αναγκαία προϋπόθεση για την έγερση αγωγής προς απόδοση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγομένου σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος ή επί ζημία του, είναι και το ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε από αιτία μη νόμιμη, υπό μια από τις ενδεικτικώς αναφερόμενες, στην ανωτέρω διάταξη, μορφές ελλείψεως της νομιμότητάς της. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση μη νόμιμης αιτίας, εκείνος που έκανε την παροχή για την αιτία αυτή, δικαιούται να αναζητήσει την ωφέλεια από τον λήπτη, με βάση την ανωτέρω διάταξη, εφ` όσον ισχυρισθεί και αποδείξει τα αναγκαία, κατά νόμο, στοιχεία, ήτοι: α) την περιουσιακή μετακίνηση από τη μία περιουσία στην άλλη, β) τη συγκεκριμένη αιτία της μετακινήσεως αυτής και γ) την ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 898/2023, ΑΠ 1254/2017). Έτσι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται εργασίες ή υπηρεσίες με άκυρη σύμβαση, “ο αντισυμβαλλόμενος” του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης συμβάσεως, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της ελλείψεως νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια που απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας αποδόσεως της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως, να γίνεται απλή έστω και έμμεση – (ΑΠ 408/2020), επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο διότι στην τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο, αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της συμβάσεως για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ` ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσεως της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εναγόμενο του λόγου της ακυρότητας της συμβάσεως που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος (Ολ. ΑΠ 23/2003, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 1321/2015). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν.Δ/τος 496/1974 “περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου” ορίζεται ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό ν.π.δ.δ. που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών (ήδη 2.500 ευρώ σύμφωνα με την υπ’ αρ. 2/42053/0094/02 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών) ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της συμβάσεως και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό του ΝΠΔΔ ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι` αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτελέσεως της συμβάσεως, μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (Ολ ΑΠ 862/1984, ΑΠ 898/2023, ΑΠ 457/2023, ΑΠ 431/2018). Στην περίπτωση αυτή της άκυρης συμβάσεως η παροχή, που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της συμβάσεως παρά την ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και συνεπώς μπορεί, κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αναζητηθεί αυτούσια αυτή ή η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος, την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 898/2023, ΑΠ 831/2020, ΑΠ 909/2018, ΑΠ 1358/2015). Τούτο δε διότι ο ως άνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΑΠ 898/2023, ΑΠ 160/2018). Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του αριθ. 1 του ίδιου άρθρου, προκύπτει ότι, ως απαράδεκτο, του οποίου η, παρά το νόμο, κήρυξη ή μη κήρυξη από το δικαστήριο ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως, νοείται, όχι το ουσιαστικό απαράδεκτο, αλλά εκείνο που είναι συνέπεια παραβάσεως δικονομικών διατάξεων, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς την διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη αυτή (ΑΠ 215/2023, ΑΠ 231/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο παρά το νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, την ένδικη αγωγή της, ως προς την επικουρική εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, σωρευόμενη βάση της. Από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), προκύπτει ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ιστορούσε ότι κατά το χρονικό διάστημα από Απρίλιο έως και Ιούνιο του έτους 2012, με προφορικές συμβάσεις που καταρτίστηκαν, στην …, μεταξύ αυτής και του νομίμου εκπροσώπου του εναγομένου, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ανέλαβε για λογαριασμό του τελευταίου την εκπόνηση και υλοποίηση των εξής προγραμμάτων: α) “…” αντί ποσού 15.000 ευρώ, β) “…”, αντί ποσού 10.000 ευρώ, γ) “…”, αντί ποσού 5.000 ευρώ. Ότι επιπλέον της ανατέθηκε απευθείας από τον νόμιμο εκπρόσωπο του εναγομένου και η εκπόνηση του προγράμματος “…” αντί ποσού 2.460 ευρώ. Ότι, αν και εκτέλεσε προσηκόντως όλα τα παραπάνω έργα, το εναγόμενο δεν της κατέβαλε τη συμφωνηθείσα αμοιβή συνολικού ύψους 32.460 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το παραπάνω ποσό νομιμοτόκως, ως αμοιβή “από την καταρτισθείσα άτυπη σύμβαση έργου”, άλλως με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς το εναγόμενο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερο, χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας της. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται την ακυρότητα των συμβάσεων έργου που συνήψε με το εναγόμενο, στοιχείο απαραίτητο για το ορισμένο αυτής. Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής και ειδικότερα από τη διατύπωση “το εναγόμενο οφείλει το ποσό των 32.460 ευρώ ως αμοιβή για τη μεταξύ μας καταρτισθείσα άτυπη σύμβαση έργου, άλλως όλως επικουρικώς οφείλει να καταβάλει το ως άνω ποσό κατά το άρθρο 904ΑΚ καθόσον έγινε πλουσιότερο χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία μου” προκύπτει ότι διαλαμβάνεται σ’ αυτήν επίκληση της ακυρότητας της κύριας βάσεως της αγωγής που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη σύμβαση έργου, ενόψει του ότι η επίκληση της καταρτίσεως άτυπης συμβάσεως έργου με το αναιρεσίβλητο ΝΠΔΔ και του πλουτισμού αυτού σε βάρος της περιουσίας της αναιρεσείουσας χωρίς “νόμιμη αιτία”, συνιστά αν όχι άμεση, τουλάχιστον έμμεση επίκληση της ακυρότητας της κύριας βάσεως της αγωγής από τη σύμβαση έργου, η οποία αρκούσε, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, για την παραδεκτή σώρευση της επικουρικής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό βάσεως. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το κεφάλαιο που απέρριψε την επικουρική εκ του άρθρου 904 ΑΚ βάση της αγωγής και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί το αναιρεσίβλητο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176, 183, 189 αριθμ.1, 191 αριθμ. 2 ΚΠολΔ), τα οποία πρέπει να οριστούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 281 παρ.2 Ν. 3463/2006, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 120/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου κατά το κεφάλαιο που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή.
Διατάσσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος απ’ αυτήν παραβόλου.
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Φεβρουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Απριλίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :