Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λάρισας αθώωσε δύο νεαρούς, μετά την επίσης απαλλακτική πρόταση του εισαγγελέα της έδρας που τόνισε πως οι καταγγελίες της κοπέλας δεν μπορούν να αποδειχτούν από το υλικό που έχει στη διάθεσή του το δικαστήριο.
Μια βραδινή έξοδος σε μαγαζί του Βόλου την άνοιξη του 2021 κατέληξε σε καταγγελία για βιασμό με φερόμενους δράστες δύο νεαρούς και καταγγέλλουσα μια νεαρή κοπέλα.
Ωστόσο, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λάρισας, που συνεδρίασε χθες (16/10), κατέληξε σε απαλλακτική κρίση για τους δύο νεαρούς, μετά και την επίσης απαλλακτική πρόταση του εισαγγελέα της έδρας, ο οποίος στην αγόρευση του τόνισε μεταξύ άλλων πως οι καταγγελίες της κοπέλας δεν μπορούν να αποδειχτούν από το υλικό που έχει στη διάθεσή του το δικαστήριο.
Η κατάθεση της καταγγέλλουσας
Η καταγγέλλουσα κατέθεσε ότι την επίδικη μέρα είχε βγει φίλη της και τα δύο αγόρια τα οποία είχε γνωρίσει μέσα από διαδικτυακή πλατφόρμα πριν από μερικούς μήνες. Όταν έφυγαν από το κατάστημα, οι τρεις εμπλεκόμενοι στην υπόθεση συνέχισαν τη βόλτα τους και πήγαν με το αμάξι ενός εκ των κατηγορουμένων σε κάποιο μέρος εκτός κέντρου.
Εκεί οι τρεις τους έπαιξαν διάφορα παιχνίδια, όπως «θάρρος ή αλήθεια» μέχρι τη στιγμή που ο πρώτος κατηγορούμενος ξεκίνησε να προχωρά σε πιο προσωπικές ερωτήσεις για να προβεί στη συνέχεια, όπως είπε η καταγγέλλουσα, με τη χρήση βίας στη πράξη του βιασμού, στην οποία συμμετείχε αργότερα και ο φίλος του, ο οποίος δεν χρησιμοποίησε βία, σύμφωνα με την κατάθεση της κοπέλας.
Σε ερώτηση της έδρας αν αντέδρασε, η απάντησή της ήταν πως του είπε από την αρχή να σταματήσει επισημαίνοντας πως ήταν κατανοητός ο τόνος της, ενώ στη συνέχεια της πράξης πάγωσε και δεν μπορούσε να θυμηθεί λεπτομέρειες απ’ όσα έγιναν.
Η κοπέλα κατέθεσε πως ανέφερε για πρώτη φορά το περιστατικό στην ψυχολόγο της και με την ενθάρρυνση των φίλων της προχώρησε, περίπου ένα μήνα μετά το συμβάν, στην καταγγελία.
Οι απολογίες των κατηγορούμενων
Στην απολογία τους οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν την καταγγελία, τονίζοντας πως ήταν δική της παρότρυνση να προχωρήσουν σε ερωτικές πράξεις επισημαίνοντας πως δεν υπήρξε αντίδραση σε οποιαδήποτε στιγμή και όλα έγιναν με τη συναίνεσή της.
Κατέθεσαν επίσης μεταξύ άλλων η φίλη της, ο πατέρας της, η ψυχολόγος και μια μάρτυρας υπεράσπισης η οποία μίλησε σχετικά με τον χαρακτήρα ενός εκ των δύο κατηγορουμένων.
Αθώωση κατηγορούμενων για βιασμό: Η εισαγγελική αγόρευση
Εκτός από τις μαρτυρικές καταθέσεις το δικαστήριο είχε στη διάθεση του και συνομιλίες των εμπλεκομένων πλευρών μετά το καταγγελλόμενο περιστατικό. Μια απάντηση μάλιστα της κοπέλας σε ένα από αυτά τα μηνύματα αποτέλεσε έναν από τους λόγους για να προτείνει ο εισαγγελέας την απαλλαγή του κατηγορουμένου.
Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας ξεκίνησε επισημαίνοντας πως τα συγκεκριμένα αδικήματα παραβίασης της γενετήσιας ελευθερίας χαρακτηρίζονται από μια «εν γένει αποδεικτική δυσχέρεια» η οποία συνίσταται όπως τόνισε στην «ένδεια αξιόπιστου αποδεικτικού υλικού» καθώς η πράξη τελείται συνήθως μόνο μεταξύ θύματος και δράστη.
Τόνισε πως η συγκεκριμένη υπόθεση ξεκινάει με ένα «αποδεικτικό μειονέκτημα ως προς την δυναμική των αποδείξεων» επισημαίνοντας πως ακόμα και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου που παρέπεμψε την υπόθεση στο ακροατήριο το έκανε κατά πλειοψηφία, ενώ ακόμα και η πρόταση του εισαγγελέα ήταν απαλλακτική.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη διάταξη του άρθρου 336 για το αδίκημα του βιασμού και τα στοιχεία που θεμελιώνουν την τέλεση της πράξης, όπως είναι η άσκηση σωματικής βίας, η απειλή και η απουσία συναίνεσης.
Ως προς το στοιχείο της άσκησης σωματικής βίας ανέφερε πως ο δεύτερος κατηγορούμενος είναι «εκκωφαντικά απών» προσθέτοντας πως δεν προκύπτει ούτε «ψήγμα απειλής». «Με πείθει απόλυτα η απολογία του κατηγορουμένου» ανέφερε ο εισαγγελέας και πρότεινε την αθώωσή του.
Ακολούθως στάθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο εστιάζοντας στα δύο στοιχεία που τον οδήγησαν στην απαλλακτική του πρόταση.
Συγκεκριμένα ανέφερε σχετικά με την αντίδραση της κοπέλας πως ακόμα και να ισχύει η καταγγελλομένη πράξη, η εκδήλωση της άρνησής της σταματά στην αρχή. «Αποδεικτικά δεν προέκυψε καμία άλλη αντίδρασή της απέναντι σε οποιαδήποτε πράξη ακολούθησε» τόνισε ο εισαγγελέας προσθέτοντας πως δεν «αποδείχθηκε αυτή η περιρρέουσα απειλητική κατάσταση για τη ζωή της ώστε να δεχθεί να υποστεί αυτή την τρώση του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθέριας και της αυτοδιάθεσης».
Το δεύτερο στοιχείο στο οποίο στάθηκε ο εισαγγελέας ήταν η αντίδραση της κοπέλας μετά την καταγγελλόμενη πράξη, επισημαίνοντας ότι σε μήνυμα που έστειλε στον κατηγορούμενο έγραψε τη λέξη «αγάπη».
«Προσωπικά εγώ δεν έχω ξανακούσει θύμα βιασμού να αποκαλεί το θύτη της την επόμενη μέρα “αγάπη”. Ούτε ειρωνικά ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο» ανέφερε ο εισαγγελέας τονίζοντας νωρίτερα πως, σύμφωνα και με το νόμο, ο βιασμός είναι ένα «βαρύτατα τραυματικό γεγονός».
Να σημειωθεί πως η καταγγέλλουσα είχε ερωτηθεί σχετικά από το δικαστήριο και απάντησε πως το μήνυμα το έστειλε με ειρωνική χροιά και είχε σκοπό να μη συνεχίσει τη συνομιλία με τον κατηγορούμενο.
Ο εισαγγελέας ανέφερε πως όσα είπε η κοπέλα δεν μπορούν να στηριχθούν αποδεικτικά και να ενισχύσουν το «ήδη ανεπαρκές αποδεικτικό υλικό» επισημαίνοντας μεταξύ άλλων τις αντιφάσεις στις καταθέσεις της τόσο της ίδια όσο και της φίλης του που κατέθεσε στο δικαστήριο.
Κλείνοντας ο εισαγγελέας στρεφόμενος προς τους ενόρκους και τους δικαστές τόνισε πως πρέπει να οδηγηθούν σε απαλλακτική κρίση «χωρίς καμία αμφιβολία».
Το δικαστήριο τελικά κήρυξε ομόφωνα αθώους του κατηγορουμένους για την πράξη του βιασμού από κοινού υπό την ειδικότερη έκφανση τέλεσης της πράξης της παρ.1 του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα από δράστες που ενήργησαν από κοινού.