ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)
της 24ης Οκτωβρίου 2024 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Άρθρο 2, στοιχείο βʹ – Έννοια του “καταναλωτή” – Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου συνδεδεμένου με αλλοδαπό νόμισμα – Φυσικό πρόσωπο το οποίο απέκτησε ακίνητο οικιστικής χρήσης που προορίζεται για εκμίσθωση έναντι ανταλλάγματος »
Στην υπόθεση C‑347/23 [Zabitoń] (i),
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας, Πολωνία) με απόφαση της 8ης Μαΐου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Ιουνίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
LB,
JL
κατά
Getin Noble Bank S.A.,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),
συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis, πρόεδρο του τέταρτου τμήματος, και Z. Csehi (εισηγητή), δικαστή,
γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι LB και JL, εκπροσωπούμενοι από τον W. Budzewski, adwokat,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,
– η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. Alves, P. Barros da Costa και I. Gameiro,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την U. Małecka, την I. Rubene και τον N. Ruiz García,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).
2 Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των LB και JL, αφενός, και της Getin Noble Bank S.A., αφετέρου, σχετικά με αίτημα επιστροφής των ποσών μηνιαίων δόσεων που καταβλήθηκαν για την αποπληρωμή ενυπόθηκου δανείου συνδεδεμένου με αλλοδαπό νόμισμα.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 έχει ως εξής:
«Εκτιμώντας […] ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί αποτελεσματικότερη προστασία των καταναλωτών με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες· ότι αυτοί οι κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή· ότι, συνεπώς, εξαιρούνται από την παρούσα οδηγία οι συμβάσεις εργασίας, οι συμβάσεις που αφορούν κληρονομικά δικαιώματα, οι συμβάσεις οικογενειακού δικαίου καθώς και οι συμβάσεις που αφορούν τη σύσταση και το καταστατικό εταιρειών».
4 Το άρθρο 2 της οδηγίας 93/13 έχει ως ακολούθως:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:
[…]
β) “καταναλωτής”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες·
γ) “επαγγελματίας”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, είτε δημόσιας είτε ιδιωτικής.»
Το πολωνικό δίκαιο
5 Το άρθρο 221 του ustawa – Kodeks cywilny (νόμου περί του αστικού κώδικα), της 23ης Απριλίου 1964 (Dz. U. αριθ. 16, θέση 93), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: αστικός κώδικας), ορίζει τον «καταναλωτή» ως «κάθε φυσικό πρόσωπο που συνάπτει με επαγγελματία δικαιοπραξία η οποία δεν συνδέεται άμεσα με την οικονομική ή την επαγγελματική δραστηριότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου».
6 Κατά το άρθρο 431 του αστικού κώδικα, ο επαγγελματίας είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οργανωτική μονάδα του άρθρου 331, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα, το οποίο ασκεί ιδίω ονόματι οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα.
7 Το άρθρο 3851, παράγραφοι 1 και 2, του αστικού κώδικα ορίζει τα εξής:
«1. Οι ρήτρες σύμβασης συναφθείσας με καταναλωτή οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή εάν διαμορφώνουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και πλήττει σοβαρά τα συμφέροντά του (μη επιτρεπτές συμβατικές ρήτρες). Αυτό δεν ισχύει για τις ρήτρες που καθορίζουν τις κύριες παροχές των συμβαλλομένων μερών, ιδίως την τιμή ή την αμοιβή, εφόσον είναι διατυπωμένες με σαφήνεια.
2. Εάν μια συμβατική ρήτρα δεν είναι δεσμευτική για τον καταναλωτή σύμφωνα με την παράγραφο 1, η σύμβαση παραμένει κατά τα λοιπά δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη.»
8 Το άρθρο 3852 του αστικού κώδικα προβλέπει τα εξής:
«Το ζήτημα αν οι ρήτρες μιας σύμβασης είναι σύμφωνες με τα χρηστά ήθη εκτιμάται με βάση την κατάσταση που επικρατεί κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης αυτής, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου της, των περιστάσεων υπό τις οποίες συνήφθη καθώς και των άλλων συμβάσεων που συνδέονται με την εν λόγω σύμβαση, στην οποία περιλαμβάνονται οι υπό εκτίμηση ρήτρες.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
9 Το 2008 οι ενάγοντες της κύριας δίκης, LB και JL, ήταν σύζυγοι και κατοικούσαν στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), όπου κανείς εξ αυτών δεν ασκούσε εμπορική δραστηριότητα. Ο LB ήταν αξιωματικός της δικαστικής αστυνομίας και η JL διευθύντρια σχολείου.
10 Κατά το έτος αυτό, οι ενάγοντες της κύριας δίκης συνήψαν με τη δικαιοπάροχο της Getin Noble Bank σύμβαση ενυπόθηκου δανείου το οποίο ήταν συνδεδεμένο με το ελβετικό φράγκο (CHF), στη δε σύμβαση προβλεπόταν κυμαινόμενο επιτόκιο και αποπληρωμή του δανείου σε πολωνικά ζλότι (PLN) (στο εξής: σύμβαση ενυπόθηκου δανείου).
11 Οι ενάγοντες της κύριας δίκης συνήψαν τη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου για την αγορά ακινήτου οικιστικής χρήσης στη Βαρσοβία (Πολωνία), το οποίο προοριζόταν για εκμίσθωση έναντι ανταλλάγματος. Τα μισθώματα χρησιμοποιούνταν κυρίως για την καταβολή των μηνιαίων δόσεων αποπληρωμής του ενυπόθηκου δανείου. Οι ενάγοντες της κύριας δίκης δεν έχουν εκμισθώσει άλλα ακίνητα.
12 Προκειμένου να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους, οι ενάγοντες της κύριας δίκης χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες του JP, διαχειριστή ακινήτων, ο οποίος ασκούσε την επαγγελματική δραστηριότητά του στην Πολωνία, ενεργούσε δε ως εντολοδόχος των εναγόντων της κύριας δίκης και τους εκπροσώπησε κατά τη σύναψη της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου, της σύμβασης αγοράς και της σύμβασης εκμίσθωσης του ακινήτου καθώς και της σύμβασης παροχής υπηρεσιών στους μισθωτές.
13 Το 2019 οι ενάγοντες της κύριας δίκης είχαν εξοφλήσει πλήρως το ενυπόθηκο δάνειο και πώλησαν το εν λόγω ακίνητο.
14 Στις 27 Δεκεμβρίου 2019 οι ενάγοντες της κύριας δίκης άσκησαν αγωγή ενώπιον του Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας, Πολωνία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, με την οποία ζητούσαν την επιστροφή όλων των ποσών που είχαν καταβάλει σε εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης ενυπόθηκου δανείου. Ισχυρίζονται ότι η σύμβαση περιέχει καταχρηστικές ρήτρες οι οποίες συνεπάγονται την ακυρότητά της.
15 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι οι ρήτρες της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου που προέβλεπαν τη σύνδεση του δανείου με την τιμή του ελβετικού φράγκου –οι οποίες και καθορίζουν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης– έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα λόγω του ότι δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, δεν έχουν συνταχθεί σε σαφή και κατανοητή γλώσσα και αντίκεινται στις επιταγές της καλής πίστης, με αποτέλεσμα να επιφέρουν, εις βάρος των εναγόντων της κύριας δίκης, σημαντική ανισορροπία στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων που απορρέουν από τη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου.
16 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι ενάγοντες της κύριας δίκης μπορούν να χαρακτηριστούν ως «καταναλωτές», κατά την έννοια της οδηγίας 93/13. Σε καταφατική περίπτωση, θα είχαν εφαρμογή οι διατάξεις της οδηγίας 93/13 και, ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο θα μπορούσε να κηρύξει την ακυρότητα της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου.
17 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η εκμίσθωση ακινήτου έναντι ανταλλάγματος αποσκοπεί στην πραγματοποίηση κέρδους, όπερ αποτελεί και τον βασικό σκοπό της εκμετάλλευσης μιας επιχείρησης.
18 Ωστόσο, θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ότι, λαμβάνοντας ενυπόθηκο δάνειο για την αγορά ενός και μόνον ακινήτου προς εκμίσθωση, ο δανειολήπτης ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι δεν σχετίζονται με επαγγελματική δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, ένας τέτοιος δανειολήπτης θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως “καταναλωτής”, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13.
19 Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου εύρους της, η εν λόγω δραστηριότητα δεν αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της δραστηριότητας μιας επιχείρησης. Εξάλλου, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου οι ενάγοντες της κύριας δίκης απασχολούνταν στο πλαίσιο σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και δεν ασκούσαν το επάγγελμα του διαχειριστή ακινήτων, η εκμίσθωση ακινήτων δεν αποτελούσε για τα πρόσωπα αυτά σημαντικό επαγγελματικό στόχο ούτε και προοριζόταν να αποτελέσει την κύρια πηγή του εισοδήματός τους, αλλά συνιστούσε μια μορφή επένδυσης η οποία, αυτή καθεαυτή, δεν συνδεόταν με επιχείρηση. Τέλος, η αναγνώριση στον δανειολήπτη της ιδιότητας του “καταναλωτή” σε μια περίπτωση όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης θα ανταποκρινόταν καλύτερα στον σκοπό της οδηγίας 93/13 που συνίσταται στην προστασία των καταναλωτών από καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες.
20 Υπό τις συνθήκες αυτές το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχει το άρθρο 2, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας [93/13] την έννοια ότι φυσικό πρόσωπο το οποίο συνάπτει σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με σκοπό την εξασφάλιση κεφαλαίων για την απόκτηση ενός και μόνον ακινήτου που προορίζεται για εκμίσθωση έναντι ανταλλάγματος (buy‑to‑let) πρέπει να θεωρείται ως “καταναλωτής” κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
21 Με το προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι φυσικό πρόσωπο που συνάπτει σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με σκοπό να χρηματοδοτήσει την αγορά ενός και μόνον ακινήτου οικιστικής χρήσης, προκειμένου να το εκμισθώσει έναντι ανταλλάγματος, εμπίπτει στην έννοια του «καταναλωτή», κατά την εν λόγω διάταξη.
22 Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως αναφέρεται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, οι ενιαίοι κανόνες που αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες πρέπει να έχουν εφαρμογή, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που απαριθμούνται σε αυτή την αιτιολογική σκέψη, σε «κάθε σύμβαση» που συνάπτεται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όπως τα πρόσωπα αυτά ορίζονται στο άρθρο 2, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας [απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, YYY. (Έννοια του καταναλωτή), C‑570/21, EU:C:2023:456, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
23 Κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13, «καταναλωτής» είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η εν λόγω οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας, «επαγγελματίας» είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η ίδια οδηγία, ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, είτε δημόσιας είτε ιδιωτικής.
24 Συνεπώς, η οδηγία 93/13 ορίζει τις συμβάσεις επί των οποίων έχει εφαρμογή με γνώμονα την ιδιότητα των συμβαλλομένων, αναλόγως του αν ενεργούν ή όχι στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας [απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, YYY. (Έννοια του καταναλωτή), C‑570/21, EU:C:2023:456, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
25 Ως εκ τούτου, η ιδιότητα του οικείου προσώπου ως «καταναλωτή» πρέπει να καθορίζεται βάσει λειτουργικού κριτηρίου, το οποίο συνίσταται στην εκτίμηση περί του αν η επίμαχη συμβατική σχέση εντάσσεται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που δεν σχετίζονται με την άσκηση επαγγέλματος. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η έννοια του «καταναλωτή», κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13, έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και δεν εξαρτάται από τις συγκεκριμένες γνώσεις που ενδέχεται να έχει ο ενδιαφερόμενος, ούτε από τις πληροφορίες που αυτός πράγματι διαθέτει (απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, Lyoness Europe, C‑455/21, EU:C:2023:455, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
26 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση προς τον επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο της πληροφορήσεως, θέση η οποία τον υποχρεώνει να αποδέχεται τους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2019, Pouvin και Dijoux, C‑590/17, EU:C:2019:232, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
27 Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «καταναλωτή» κατ’ άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13 καθιστά δυνατή, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την εξασφάλιση της προστασίας που παρέχει η οδηγία αυτή σε όλα τα φυσικά πρόσωπα τα ευρισκόμενα σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία [απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, YYY. (Έννοια του καταναλωτή), C‑570/21, EU:C:2023:456, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
28 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο αναγκαστικού δικαίου χαρακτήρας των διατάξεων της οδηγίας 93/13 και οι συναφείς ειδικές απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών επιβάλλουν να προτιμάται μια ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «καταναλωτή» κατ’ άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, προκειμένου να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της τελευταίας [απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, YYY. (Έννοια του καταναλωτή), C‑570/21, EU:C:2023:456, σκέψη 38].
29 Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι, στο πλαίσιο σύμβασης δανείου συναπτόμενης με επαγγελματία, εφόσον ο συνοφειλέτης βρίσκεται, έναντι του επαγγελματία με τον οποίο έχουν υπογράψει τη σύμβαση, σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη του οφειλέτη όσον αφορά τις συμβατικές υποχρεώσεις, δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ του οφειλέτη και του συνοφειλέτη ως προς την εφαρμογή της οδηγίας 93/13 στη συγκεκριμένη σύμβαση. Συνεπώς, στο πλαίσιο μιας τέτοιας σύμβασης, το φυσικό πρόσωπο που βρίσκεται στην κατάσταση συνοφειλέτη εμπίπτει επίσης στην έννοια του «καταναλωτή» κατ’ άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13, οσάκις ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι δεν εντάσσονται στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας [πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, YYY. (Έννοια του καταναλωτή), C‑570/21, EU:C:2023:456, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
30 Κατά πάγια νομολογία, το εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς αφορώσας σύμβαση που είναι δυνατόν να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 οφείλει να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και, ιδίως, τους όρους της συμβάσεως αυτής, κατά πόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «καταναλωτής» κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας. Για τον σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, ιδίως δε τη φύση του αγαθού ή της υπηρεσίας που αποτελεί αντικείμενο της εξεταζόμενης συμβάσεως, οι οποίες δύνανται να καταδείξουν για ποιον σκοπό αποκτάται το αγαθό ή παρέχεται η υπηρεσία (απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, Lyoness Europe, C‑455/21, EU:C:2023:455, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
31 Κατά συνέπεια, όταν δύο φυσικά πρόσωπα συνάπτουν σύμβαση ενυπόθηκου δανείου προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την αγορά ακινήτου οικιστικής χρήσης, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξακριβώσει, λαμβάνοντας μεταξύ άλλων υπόψη τη φύση του αγαθού που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης, αν τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα ενήργησαν στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας ή αν ενήργησαν για σκοπούς οι οποίοι δεν σχετίζονται με τη δραστηριότητα αυτή.
32 Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης είναι φυσικά πρόσωπα τα οποία κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου απασχολούνταν ο μεν πρώτος ως αξιωματικός της δικαστικής αστυνομίας, η δε δεύτερη ως διευθύντρια σχολείου. Εξάλλου, δεν ασκούσαν κατ’ επάγγελμα καμία εμπορική δραστηριότητα στον τομέα της διαχείρισης ακινήτων. Επίσης, προκύπτει ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης συνήψαν τη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την αγορά ενός και μόνον ακινήτου οικιστικής χρήσης στη Βαρσοβία, το οποίο προοριζόταν για εκμίσθωση έναντι ανταλλάγματος, και ότι τα μισθώματα που εισέπραξαν χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την καταβολή των μηνιαίων δόσεων του δανείου. Οι ενάγοντες της κύριας δίκης δεν εκμίσθωσαν άλλα ακίνητα.
33 Επομένως, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι με τη σύναψη της επίμαχης σύμβασης ενυπόθηκου δανείου οι ενάγοντες της κύριας δίκης δεν επιδίωκαν επαγγελματικό σκοπό, αλλά πρόθεσή τους ήταν να αυξήσουν την ιδιωτική τους περιουσία, καθόσον η αγορά του ακινήτου οικιστικής χρήσης που χρηματοδότησαν με το εν λόγω δάνειο αποτελούσε γι’ αυτούς μια μορφή επένδυσης.
34 Η ανωτέρω διαπίστωση δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης είχαν την πρόθεση να εκμισθώσουν το ακίνητο οικιστικής χρήσης προκειμένου να αντλήσουν οικονομικά πλεονεκτήματα ούτε και από το γεγονός ότι για την πραγματοποίηση της αγοράς του ακινήτου και τη διαχείριση της εκμίσθωσής του χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες ειδικού.
35 Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη νομολογία, τυχόν ερμηνεία της έννοιας του «καταναλωτή», κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13, η οποία θα απέκλειε από την έννοια αυτή ένα φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο επαγγελματικής δραστηριότητας, επειδή αντλεί ορισμένα οικονομικά πλεονεκτήματα, θα παρακώλυε τη διασφάλιση της προστασίας που παρέχεται βάσει της οδηγίας στο σύνολο των φυσικών προσώπων τα οποία βρίσκονται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία και χρησιμοποιούν για μη επαγγελματικούς σκοπούς τις υπηρεσίες που αυτός προσφέρει (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, Lyoness Europe, C‑455/21, EU:C:2023:455, σκέψη 53).
36 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι φυσικό πρόσωπο που συνάπτει σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με σκοπό να χρηματοδοτήσει την αγορά ενός και μόνον ακινήτου οικιστικής χρήσης, προκειμένου να το εκμισθώσει έναντι ανταλλάγματος, εμπίπτει στην έννοια του «καταναλωτή» κατά την εν λόγω διάταξη, όταν ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Το γεγονός και μόνον ότι το εν λόγω φυσικό πρόσωπο επιδιώκει να αντλήσει εισοδήματα από τη διαχείριση του ακινήτου δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να έχει ως αποτέλεσμα να εξαιρείται το πρόσωπο αυτό από την έννοια του «καταναλωτή» κατά την εν λόγω διάταξη.
Επί των δικαστικών εξόδων
37 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές,
έχει την έννοια ότι:
φυσικό πρόσωπο που συνάπτει σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με σκοπό να χρηματοδοτήσει την αγορά ενός και μόνον ακινήτου οικιστικής χρήσης, προκειμένου να το εκμισθώσει έναντι ανταλλάγματος, εμπίπτει στην έννοια του «καταναλωτή» κατά την εν λόγω διάταξη, όταν ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Το γεγονός και μόνον ότι το εν λόγω φυσικό πρόσωπο επιδιώκει να αντλήσει εισοδήματα από τη διαχείριση του ακινήτου δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να έχει ως αποτέλεσμα να εξαιρείται το πρόσωπο αυτό από την έννοια του «καταναλωτή» κατά την εν λόγω διάταξη.
(υπογραφές)