Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-76/22 | Santander Bank Polska
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο καταναλωτής κατέβαλε την προμήθεια αυτή εφάπαξ κατά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης
Στην Πολωνία, μια καταναλώτρια συνήψε ενυπόθηκη πίστωση διάρκειας 360 μηνών. Κατά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης κατέβαλε προμήθεια για τη χορήγηση του δανείου, η οποία περιλαμβανόταν στο συνολικό κόστος του δανείου.
Η καταναλώτρια αποπλήρωσε ολοσχερώς την πίστωση μετά την παρέλευση 19 μηνών. Ζήτησε από την τράπεζα να της επιστρέψει το μέρος της επίμαχης προμήθειας που αντιστοιχούσε στο εναπομένον διάστημα ισχύος της σύμβασης, ήτοι 341 μήνες. Κατόπιν της απόρριψης του αιτήματός της από την τράπεζα, η καταναλώτρια προσέφυγε στη δικαιοσύνη.
Το επιληφθέν πολωνικό δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της οδηγίας σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές οι οποίες αφορούν ακίνητα 1 και ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής ενυπόθηκης πίστωσης, θα πρέπει να επιστραφεί εν μέρει η προμήθεια για τη χορήγηση της πίστωσης αυτής. Υπογραμμίζει συναφώς ότι η τράπεζα δεν ενημέρωσε τον καταναλωτή για το αν οι επίμαχες επιβαρύνσεις συνδέονται αντικειμενικώς με τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, το πολωνικό δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού του ποσού που πρέπει να επιστραφεί στην καταναλώτρια.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο πιστωτικός φορέας που χορηγεί στεγαστικό δάνειο πρέπει να παρέχει στον καταναλωτή προσυμβατικές πληροφορίες σχετικά με την κατηγοριοποίηση των επιβαρύνσεων, με βάση το αν καταβάλλονται εφάπαξ ή όχι 2. Ελλείψει πληροφόρησης βάσει της οποίας να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν οι οικείες επιβαρύνσεις εξαρτώνται από τη διάρκεια της σύμβασης ή όχι, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιβαρύνσεις αυτές εξαρτώνται από την εν λόγω διάρκεια και μπορούν να μειωθούν σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής. Η δε τράπεζα δεν φαίνεται να παρέσχε στην καταναλώτρια τέτοια πληροφόρηση όσον αφορά την επίδικη προμήθεια. Σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει ότι και η προμήθεια αυτή εμπίπτει στο δικαίωμα του καταναλωτή για μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης.
Πράγματι, κατά το Δικαστήριο, η έλλειψη της πληροφόρησης την οποία υποχρεούται να παράσχει στον καταναλωτή ο πιστωτικός φορέας δεν μπορεί να αποβαίνει εις βάρος του καταναλωτή. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο καταναλωτής κατέβαλε μια δαπάνη εφάπαξ κατά τη σύναψη της σύμβασης δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι η δαπάνη αυτή είναι ανεξάρτητη από τη διάρκεια της σύμβασης και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να Το Δικαστήριο παρατηρεί επίσης ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού για τον καθορισμό του ποσού της μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού χρησιμοποιώντας μέθοδο που να διασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 17ης Οκτωβρίου 2024 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 2014/17/ΕΕ – Συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία – Άρθρο 25, παράγραφος 1 – Πρόωρη αποπληρωμή – Δικαίωμα του καταναλωτή σε μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης – Άρθρο 4, σημείο 13 – Έννοια του “συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή” – Επιβαρύνσεις που εξαρτώνται από τη διάρκεια της σύμβασης – Προμήθεια για τη χορήγηση της πίστωσης καταβλητέα κατά τη σύναψη της σύμβασης – Μέθοδος υπολογισμού της μείωσης »
Στην υπόθεση C‑76/22,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας‑Wola, Πολωνία) με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Φεβρουαρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης
QI
κατά
Santander Bank Polska S.A.,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύουσα του τρίτου τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του τρίτου τμήματος, N. Jääskinen (εισηγητή), M. Gavalec και N. Piçarra, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η QI, εκπροσωπούμενη από τον M. Żmuda Trzebiatowski, adwokat,
– η Santander Bank Polska S.A., εκπροσωπούμενη από τον M. Wojcieszak, adwokat,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και τη S. Żyrek,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek, τη S. Šindelková και τον J. Vláčil,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Rocchitta, avvocato dello Stato,
– η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις P. Barros da Costa, A. Cunha και L. Medeiros,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις G. Goddin και U. Małecka και τον P. Ondrůšek,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 60, σ. 34).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της QI, ως καταναλωτή, και της Santander Bank Polska S.A., σχετικά με το εύρος της μείωσης του συνολικού κόστους στεγαστικού δανείου κατόπιν της πρόωρης αποπληρωμής του από την QI.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2008/48/ΕΚ
3 Το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
[…]
ζ) “συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή”: το σύνολο των επιβαρύνσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των προμηθειών, των φόρων και των κάθε άλλου είδους αμοιβών, που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και τα οποία γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας, πλην των συμβολαιογραφικών δαπανών· τα έξοδα που αφορούν συμπληρωματικές υπηρεσίες σχετικές με τη σύμβαση πίστωσης, ιδίως τα ασφάλιστρα, περιλαμβάνονται επίσης εάν, επιπλέον, η σύναψη της σύμβασης υπηρεσίας είναι υποχρεωτική για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται·
[…]».
4 Το άρθρο 16 της οδηγίας 2008/48, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόωρη εξόφληση», προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Ο καταναλωτής δικαιούται ανά πάσα στιγμή να εκπληρώσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεών του που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης που αποτελείται από τους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης.
2. Σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης της πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογης και αντικειμενικώς αιτιολογημένης αποζημίωσης για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση της πίστωσης, υπό την προϋπόθεση ότι η πρόωρη εξόφληση πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει καθορισθεί το χρεωστικό επιτόκιο.
Η εν λόγω αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1 % του τμήματος της πίστωσης που εξοφλήθηκε πρόωρα, εφόσον το χρονικό διάστημα μεταξύ της πρόωρης εξόφλησης και της συμφωνηθείσας λήξης της σύμβασης πίστωσης υπερβαίνει το έτος. Εάν το χρονικό αυτό διάστημα δεν υπερβαίνει το έτος, η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,5 % του τμήματος της πίστωσης που εξοφλήθηκε πρόωρα.
[…]
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι:
α) ο πιστωτικός φορέας μπορεί να αξιώνει την εν λόγω αποζημίωση μόνο εφόσον το ποσό της πρόωρης εξόφλησης υπερβαίνει το όριο που ορίζει το εθνικό δίκαιο. Το όριο αυτό δεν υπερβαίνει τα 10 000 ευρώ σε οποιοδήποτε διάστημα δώδεκα μηνών·
β) ο πιστωτικός φορέας δύναται, κατ’ εξαίρεση, να απαιτεί υψηλότερη αποζημίωση εάν μπορεί να αποδείξει ότι η ζημία που υπέστη από την πρόωρη εξόφληση υπερβαίνει το ποσό που καθορίζεται κατά την παράγραφο 2.
Αν η αποζημίωση που ζητεί ο πιστωτικός φορέας υπερβαίνει την πραγματική ζημία, ο καταναλωτής δύναται να ζητεί ανάλογη μείωση.
Στην περίπτωση αυτή, η ζημία συνίσταται στη διαφορά μεταξύ του αρχικώς συμφωνηθέντος επιτοκίου με το επιτόκιο κατά το οποίο ο πιστωτικός φορέας είναι σε θέση να δανείσει στην αγορά το ποσό που εξοφλήθηκε πρόωρα, λαμβάνει δε υπόψη τον αντίκτυπο της πρόωρης εξόφλησης στα διοικητικά έξοδα.
[…]»
Η οδηγία 2014/17
5 Οι αιτιολογικές σκέψεις 15, 50 και 66 της οδηγίας 2014/17 έχουν ως εξής:
«(15) Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας για τους καταναλωτές που συνάπτουν συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα. […]
[…]
(50) Το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή θα πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των επιβαρύνσεων που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και οι οποίες είναι γνωστές στον πιστωτικό φορέα. Θα πρέπει, επομένως, να περιλαμβάνει τους τόκους, τις προμήθειες, τους φόρους, τις αμοιβές των μεσιτών πιστώσεων, τα έξοδα αποτίμησης ακίνητης περιουσίας για εγγραφή υποθήκης και οιεσδήποτε άλλες αμοιβές, εκτός από τις συμβολαιογραφικές δαπάνες, που απαιτούνται για τη χορήγηση της πίστωσης, όπως για παράδειγμα ασφάλεια ζωής, ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται, όπως για παράδειγμα ασφάλεια πυρός. […] Από το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή θα πρέπει να εξαιρούνται τα έξοδα που αυτός καταβάλλει σε συνάρτηση με την αγορά των ακινήτων ή της γης, όπως οι συνδεόμενοι φόροι και οι συμβολαιογραφικές δαπάνες ή τα έξοδα καταχώρησης στο κτηματολόγιο. […]
[…]
(66) Η δυνατότητα του καταναλωτή να εξοφλήσει την πίστωση πριν από τη λήξη της σύμβασης πίστωσης μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προώθηση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης, καθώς και να βοηθήσει στην παροχή της ευελιξίας καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης που είναι απαραίτητη για την προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Ωστόσο, υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των εθνικών γενικών αρχών και προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι καταναλωτές έχουν δυνατότητα εξόφλησης της πίστωσής τους, καθώς και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή η πρόωρη εξόφληση. Μολονότι αναγνωρίζεται η ποικιλία των μηχανισμών χρηματοδότησης ενυπόθηκων δανείων και του φάσματος διαθέσιμων προϊόντων, είναι απαραίτητο να προβλεφθούν σε επίπεδο Ένωσης ορισμένες προδιαγραφές για την πρόωρη εξόφληση των πιστώσεων, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους πριν από την ημερομηνία που έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση πίστωσης και ότι αισθάνονται εμπιστοσύνη να συγκρίνουν τιμές προκειμένου να βρουν τα προϊόντα που ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει συνεπώς να εξασφαλίσουν, είτε μέσω νομοθεσίας είτε με άλλα μέσα όπως οι συμβατικές ρήτρες, ότι οι καταναλωτές έχουν το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης του δανείου. Ωστόσο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να δύνανται να καθορίζουν τους όρους για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος. Στους όρους αυτούς είναι δυνατόν να συγκαταλέγονται χρονικοί περιορισμοί της άσκησης του δικαιώματος, διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με το είδος του χρεωστικού επιτοκίου ή περιορισμοί όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα. Εάν η πρόωρη εξόφληση πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο το χρεωστικό επιτόκιο είναι σταθερό, η άσκηση του δικαιώματος είναι δυνατόν να εξαρτάται από την ύπαρξη νόμιμου συμφέροντος από πλευράς του καταναλωτή το οποίο προσδιορίζεται από το κράτος μέλος. […] Οι όροι που θέτουν τα κράτη μέλη μπορεί να προβλέπουν ότι ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογη και αντικειμενικώς δικαιολογημένη αποζημίωση για ενδεχόμενα έξοδα που συνδέονται άμεσα με την πρόωρη αποπληρωμή της πίστωσης. Στην περίπτωση που τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο πιστωτικός φορέας δικαιούται αποζημίωση, η εν λόγω αποζημίωση θα πρέπει να είναι εύλογη και αντικειμενικώς δικαιολογημένη για ενδεχόμενα έξοδα που συνδέονται άμεσα με την πρόωρη αποπληρωμή της πίστωσης σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες για την αποζημίωση. Η αποζημίωση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει την οικονομική ζημία του πιστωτικού φορέα.»
6 Το άρθρο 1 της ως άνω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα ακόλουθα:
«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινό πλαίσιο για ορισμένες πτυχές των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τις συμβάσεις που καλύπτουν τις πιστώσεις σε καταναλωτές οι οποίες εξασφαλίζονται με υποθήκη ή με άλλο τρόπο και αφορούν ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης να πραγματοποιηθεί αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας προτού χορηγηθεί πίστωση, ως βάση για την ανάπτυξη αποδοτικών προτύπων αναδοχής σε ό,τι αφορά τα ακίνητα που προορίζονται για κατοικία στα κράτη μέλη, καθώς και για ορισμένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, μεταξύ άλλων σχετικά με την εγκατάσταση και εποπτεία των μεσιτών πιστώσεων, των εντεταλμένων αντιπροσώπων και των μη πιστωτικών ιδρυμάτων.»
7 Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
[…]
13) “Συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή”: το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο ζ) της οδηγίας [2008/48], συμπεριλαμβανομένου του κόστους αποτίμησης ακίνητης περιουσίας όταν η εν λόγω αποτίμηση είναι απαραίτητη για τη χορήγηση της πίστωσης αλλά εξαιρουμένων των τελών καταχώρησης για τη μεταβίβαση της κυριότητας της ακίνητης περιουσίας. Εξαιρούνται τυχόν επιβαρύνσεις που καταβάλλονται από τον καταναλωτή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις δεσμεύσεις που καθορίζονται στη σύμβαση πίστωσης.
[…]»
8 Το άρθρο 14 της οδηγίας 2014/17, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσυμβατικές πληροφορίες», προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων ή ο εντεταλμένος αντιπρόσωπος παρέχουν στον καταναλωτή τις εξατομικευμένες πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη σύγκριση των πιστώσεων που διατίθενται στην αγορά, την αξιολόγηση των επιπτώσεών τους και τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης:
α) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αφού ο καταναλωτής δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες για τις ανάγκες του, την οικονομική του κατάσταση και τις προτιμήσεις του σύμφωνα με το άρθρο 20, και
β) εγκαίρως, προτού ο καταναλωτής δεσμευθεί με σύμβαση ή προσφορά πίστωσης.
2. Οι εξατομικευμένες πληροφορίες της παραγράφου 1 παρέχονται, εγγράφως ή σε άλλο σταθερό μέσο, με το [τυποποιημένο ευρωπαϊκό δελτίο πληροφοριών (ESIS)], το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα II.
[…]»
9 Το άρθρο 25 της ως άνω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόωρη αποπληρωμή», ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να εκπληρώσει πλήρως ή εν μέρει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης, πριν από τη λήξη της εν λόγω σύμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, ο καταναλωτής δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης προς αυτόν, μείωση που συνίσταται στους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης.
2. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η άσκηση του δικαιώματος της παραγράφου 1 υπόκειται σε ορισμένους όρους. Στους όρους αυτούς είναι δυνατόν να συγκαταλέγονται χρονικοί περιορισμοί της άσκησης του δικαιώματος, διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με το είδος του χρεωστικού επιτοκίου ή τη στιγμή που ο καταναλωτής ασκεί το δικαίωμα ή περιορισμοί όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα.
3. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογη και αντικειμενική αποζημίωση, εφόσον αυτό δικαιολογείται, για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση αλλά δεν επιβάλλουν κυρώσεις στον καταναλωτή. Εν προκειμένω, η αποζημίωση δεν υπερβαίνει την οικονομική ζημία του πιστωτικού φορέα. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί συγκεκριμένο επίπεδο ή ότι επιτρέπεται μόνον για ορισμένο χρονικό διάστημα.
4. Όταν ένας καταναλωτής ζητεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης πριν από τη λήξη της σύμβασης, μετά την παραλαβή του σχετικού αιτήματος ο πιστωτικός φορέας παρέχει χωρίς καθυστέρηση στον καταναλωτή, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εξέταση της επιλογής αυτής. Οι πληροφορίες αυτές προσδιορίζουν τουλάχιστον ποσοτικά τις συνέπειες που θα έχει για τον καταναλωτή η εκπλήρωση των υποχρεώσεών του πριν από τη λήξη της σύμβασης και αναφέρουν σαφώς ενδεχόμενες παραδοχές που χρησιμοποιούνται. Οι παραδοχές που χρησιμοποιούνται είναι λογικές και αιτιολογημένες.
5. Σε περίπτωση που η πρόωρη αποπληρωμή πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο το χρεωστικό επιτόκιο είναι σταθερό, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η άσκηση του δικαιώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εξαρτάται από την ύπαρξη νόμιμου συμφέροντος από πλευράς καταναλωτή.»
Το πολωνικό δίκαιο
10 Το άρθρο 29 του ustawa o kredycie hipotecznym oraz o nadzorze nad pośrednikami kredytu hipotecznego i agentami (νόμου περί ενυπόθηκης πίστωσης και εποπτείας των μεσιτών και των πρακτόρων για τις ενυπόθηκες πιστώσεις), της 23ης Μαρτίου 2017 (Dz. U. 2017, θέση 819), ορίζει στην παράγραφο 1, σημείο 1, τα εξής:
«Η σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης πρέπει να ορίζει τα στοιχεία […] και τα έξοδα και τις λοιπές επιβαρύνσεις που συνδέονται με τη χορήγηση ενυπόθηκης πίστωσης, περιλαμβανομένων των σχετικών με τη διεκπεραίωση της αιτήσεως χορήγησης της πίστωσης και με την προετοιμασία και τη σύναψη της σύμβασης ενυπόθηκης πίστωσης, όπως επίσης και τους όρους τροποποίησής τους».
11 Το άρθρο 39, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:
«Σε περίπτωση πλήρους αποπληρωμής της ενυπόθηκης πίστωσης πριν από την ημερομηνία που καθορίζεται στη σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης, το συνολικό κόστος της ενυπόθηκης πίστωσης μειώνεται κατά το ποσό των τόκων και των λοιπών επιβαρύνσεων της ενυπόθηκης πίστωσης για την περίοδο που αντιστοιχεί στο εναπομένον διάστημα ισχύος της σύμβασης, ακόμη και αν ο καταναλωτής έχει καταβάλει τα εν λόγω ποσά πριν από την αποπληρωμή αυτή.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
12 Στις 15 Σεπτεμβρίου 2017 η QI συνήψε με τη δικαιοπάροχο της Santander Bank Polska σύμβαση στεγαστικής πίστωσης ύψους 106 600 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 24 600 ευρώ).
13 Η πίστωση αυτή χορηγήθηκε για περίοδο 360 μηνών και εκταμιεύθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2017. Η σύμβαση προέβλεπε προμήθεια για τη χορήγηση της εν λόγω πίστωσης, καταβλητέα κατά τη σύναψη της σύμβασης αυτής και ανερχόμενη σε 2,50 % του ποσού της πίστωσης, ήτοι 2 600 PLN (περίπου 600 ευρώ), αναγραφόταν δε ως περιλαμβανόμενη στο συνολικό κόστος της στεγαστικής πίστωσης.
14 Στις 4 Απριλίου 2019, ήτοι 19 μήνες μετά την υπογραφή της ως άνω σύμβασης, η QI αποπλήρωσε ολοσχερώς την πίστωση αυτή. Θεώρησε, επομένως, ότι η Santander Bank Polska όφειλε να της επιστρέψει την προμήθεια για τη χορήγηση της εν λόγω πίστωσης, ποσού 2 462,78 PLN (περίπου 570 ευρώ), το οποίο αντιστοιχούσε στο εναπομένον διάστημα της πίστωσης, ήτοι 341 μήνες.
15 Η QI υπέβαλε το ως άνω αίτημα επιστροφής στη Santander Bank Polska. Με έγγραφο της 20ής Ιουλίου 2020, η Santander Bank Polska απέρριψε το αίτημα αυτό και αρνήθηκε να επιστρέψει την επίμαχη προμήθεια.
16 Η QI προσέφυγε ενώπιον του Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας‑Wola, Πολωνία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού η Santander Bank Polska προβάλλει ότι η προμήθεια για τη χορήγηση ενυπόθηκης πίστωσης καταβάλλεται εφάπαξ και συνεπώς εξαιρείται από την υποχρέωση επιστροφής των καταβληθέντων ποσών, κατ’ αναλογίαν προς το εναπομένον διάστημα ισχύος της σύμβασης πίστωσης. Η Santander Bank Polska θεωρεί ότι, σε περίπτωση που υφίσταται υποχρέωση μερικής επιστροφής της ως άνω προμήθειας, το επιστρεπτέο ποσό θα πρέπει να είναι αναλογικό όχι προς τη σχέση ανάμεσα στην περίοδο που καλύπτεται από την πρόωρη αποπληρωμή και την αρχικώς συμφωνηθείσα περίοδο αποπληρωμής, αλλά προς το προσδοκώμενο κέρδος του πιστωτικού φορέα λόγω της χρήσης του δανείου από τον καταναλωτή.
17 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, αφενός, αν, υπό το πρίσμα ιδίως της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής ενυπόθηκης πίστωσης, το δικαίωμα του καταναλωτή σε μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 καταλαμβάνει και την προμήθεια για τη χορήγηση της επίμαχης πίστωσης.
18 Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί η μέθοδος υπολογισμού που πρέπει να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να καθοριστεί το ποσό της μείωσης του συνολικού κόστους της ως άνω πίστωσης. Επισημαίνει ότι ούτε από τις προμνησθείσες οδηγίες ούτε από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει με σαφήνεια ο τρόπος υπολογισμού του ποσού της μείωσης αυτής. Εντούτοις, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του ότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 κάνει λόγο για «εναπομένον διάστημα της σύμβασης», το επιστρεπτέο ποσό, κατά το δικαστήριο αυτό, πρέπει να είναι αναλογικό προς τη σχέση ανάμεσα, αφενός, στην περίοδο κατά την οποία η σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης δεν θα εκτελεστεί λόγω πρόωρης αποπληρωμής της πίστωσης και, αφετέρου, στην αρχικώς συμφωνηθείσα διάρκεια της σύμβασης αυτής.
19 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας‑Wola) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας [2014/17] να ερμηνεύεται όπως το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας [2008/48], δηλαδή υπό την έννοια ότι το δικαίωμα του καταναλωτή για μείωση του συνολικού κόστους της ενυπόθηκης πίστωσης σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής της καλύπτει όλα τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνθηκε ο καταναλωτής, περιλαμβανομένης ειδικότερα και της προμήθειας για τη χορήγηση του δανείου;
2) Έχει η προβλεπόμενη στο άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας [2014/17] υποχρέωση μείωσης του συνολικού κόστους της ενυπόθηκης πίστωσης σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής της την έννοια ότι το συνολικό κόστος της ενυπόθηκης πίστωσης πρέπει να μειωθεί αναλογικά προς τη σχέση ανάμεσα, αφενός, στη διάρκεια του χρονικού διαστήματος μεταξύ της ημερομηνίας της πρόωρης αποπληρωμής του δανείου και της ημερομηνίας που είχε αρχικώς συμφωνηθεί ως ημερομηνία αποπληρωμής και, αφετέρου, στη διάρκεια του αρχικώς συμφωνηθέντος χρονικού διαστήματος μεταξύ της ημερομηνίας εκταμίευσης του δανείου και της ημερομηνίας πλήρους αποπληρωμής του, ή πρέπει η μείωση του συνολικού κόστους της ενυπόθηκης πίστωσης να είναι ανάλογη προς τα διαφυγόντα κέρδη του δανειστή, ήτοι προς τη σχέση ανάμεσα στους τόκους που απομένουν να καταβληθούν μετά την πρόωρη αποπληρωμή του δανείου (ήτοι, τους οφειλόμενους τόκους για την περίοδο από την επομένη της πραγματικής αποπληρωμής μέχρι την αρχικώς συμφωνηθείσα ημερομηνία πλήρους αποπληρωμής) και στους τόκους που οφείλονται για το σύνολο της αρχικώς συμφωνηθείσας διάρκειας της σύμβασης πίστωσης (από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου έως τη συμφωνηθείσα ημερομηνία πλήρους αποπληρωμής του);»
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
20 Με απόφαση της 24ης Μαρτίου 2022, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ανέστειλε την υπό κρίση διαδικασία εν αναμονή της έκδοσης αποφάσεως στην υπόθεση UniCredit Bank Austria (C‑555/21).
21 Με απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2023, η απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023, UniCredit Bank Austria (C‑555/21, EU:C:2023:78), κοινοποιήθηκε στο αιτούν δικαστήριο το οποίο κλήθηκε να διευκρινίσει στο Δικαστήριο αν, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως αυτής, εμμένει στην αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
22 Με έγγραφο της 13ης Μαρτίου 2023, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Μαρτίου 2023, το αιτούν δικαστήριο δήλωσε ότι εμμένει στην αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
23 Όσον αφορά το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι το δικαίωμα του καταναλωτή σε μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης σύμβασης καταναλωτικής πίστης περιλαμβάνει άπαντα τα έξοδα των οποίων η καταβολή επιβλήθηκε στον καταναλωτή (πρβλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Lexitor, C‑383/18, EU:C:2019:702, σκέψη 36).
24 Αντιθέτως, με την απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023, UniCredit Bank Austria (C‑555/21, EU:C:2023:78, σκέψεις 27, 28 και 31), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ιδιαιτεροτήτων των συμβάσεων πίστωσης οι οποίες αφορούν ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και παρά τη σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 και του άρθρου 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17, το δικαίωμα μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης, το οποίο προβλέπεται στην τελευταία αυτή διάταξη, δεν καταλαμβάνει τις επιβαρύνσεις τις οποίες, ανεξαρτήτως της διάρκειας της σύμβασης, φέρει ο καταναλωτής, υπέρ είτε του πιστωτικού φορέα είτε τρίτου, για παροχές που έχουν ήδη εκπληρωθεί εξ ολοκλήρου κατά τον χρόνο της πρόωρης αποπληρωμής.
25 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, στο πλαίσιο σύμβασης ενυπόθηκης πίστωσης διεπόμενης από την οδηγία 2014/17, κατά πόσον προμήθεια η οποία εισπράττεται κατά τη σύναψη τέτοιας σύμβασης, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να θεωρείται ως εμπίπτουσα στην τελευταία αυτή κατηγορία επιβαρύνσεων.
26 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023, UniCredit Bank Austria (C‑555/21, EU:C:2023:78, σκέψεις 34 και 35), ο πιστωτικός φορέας οφείλει να αποδείξει αν οι επίμαχες επιβαρύνσεις καταβάλλονται περιοδικώς ή εφάπαξ. Ωστόσο, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η Santander Bank Polska δεν υπέβαλε κατηγοριοποίηση των εξόδων της ενυπόθηκης πίστωσης από την οποία να προκύπτει αν οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης επιβαρύνσεις συνδέονται αντικειμενικώς με τη χρονική διάρκεια ισχύος της σύμβασης πίστωσης. Δεδομένου ότι, ελλείψει τέτοιων πληροφοριών, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι σχετικές επιβαρύνσεις έχουν περιοδικό χαρακτήρα, διερωτάται ως προς την προσέγγιση που πρέπει να ακολουθήσει προκειμένου να διαπιστώσει αν οι επιβαρύνσεις αυτές καλύπτονται από το δικαίωμα μείωσης του συνολικού κόστους της ενυπόθηκης πίστωσης, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17.
27 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 έχει την έννοια ότι, ελλείψει πληροφόρησης εκ μέρους του πιστωτικού φορέα η οποία να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να εξακριβώσει κατά πόσον προμήθεια εισπραττόμενη κατά τη σύναψη σύμβασης ενυπόθηκης πίστωσης εμπίπτει στην κατηγορία των επιβαρύνσεων που δεν εξαρτώνται από τη διάρκεια της ως άνω σύμβασης, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει την προμήθεια αυτή ως καλυπτόμενη από το προβλεπόμενο στην ως άνω διάταξη δικαίωμα μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης.
28 Κατά πρώτον, υπογραμμίζεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέκρινε ευρύ ορισμό της έννοιας του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή», στην οποία δύνανται να εμπίπτουν οι επιβαρύνσεις (πρβλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023, UniCredit Bank Austria, C‑555/21, EU:C:2023:78, σκέψη 23).
29 Πράγματι, από το άρθρο 4, σημείο 13, της οδηγίας 2014/17, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48, προκύπτει ότι η έννοια του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή», κατά την πρώτη εκ των διατάξεων αυτών, καταλαμβάνει όλες τις επιβαρύνσεις τις οποίες οφείλει να καταβάλει ο καταναλωτής βάσει της σύμβασης πίστωσης και οι οποίες είναι γνωστές στον πιστωτικό φορέα, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών. Από τα ανωτέρω εξαιρούνται ρητώς, όπως επιβεβαιώνει η αιτιολογική σκέψη 50 της οδηγίας 2014/17, μόνον τα συμβολαιογραφικά έξοδα, τα έξοδα καταχώρισης για τη μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου, όπως τα έξοδα καταχώρισης στο κτηματολόγιο και τα τέλη μεταβίβασης, καθώς και τα έξοδα που βαρύνουν τον καταναλωτή σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων που προβλέπει η σύμβαση πίστωσης (απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023, UniCredit Bank Austria, C‑555/21, EU:C:2023:78, σκέψη 24).
30 Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο διευκρίνισε, στηριζόμενο ιδίως στις ιδιαιτερότητες των συμβάσεων πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, ότι το δικαίωμα μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17, δεν καλύπτει τις επιβαρύνσεις τις οποίες, ανεξαρτήτως της διάρκειας της σύμβασης, φέρει ο καταναλωτής, υπέρ είτε του πιστωτικού φορέα είτε τρίτου, για παροχές που έχουν ήδη εκπληρωθεί εξ ολοκλήρου κατά τον χρόνο της πρόωρης αποπληρωμής.
31 Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι, βάσει του άρθρου 1 της οδηγίας 2014/17, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψης 15, με την οδηγία αυτή καθορίζεται κοινό πλαίσιο για ορισμένες πτυχές των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τις συμβάσεις πιστώσεων για καταναλωτές οι οποίες εξασφαλίζονται με υποθήκη ή με άλλο τρόπο και αφορούν ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, προκειμένου να διασφαλίσει στους καταναλωτές υψηλό επίπεδο προστασίας (απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023, UniCredit Bank Austria, C‑555/21, EU:C:2023:78, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
32 Πλην όμως, η ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 την οποία προέκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023, UniCredit Bank Austria (C‑555/21, EU:C:2023:78), δεν συνεπάγεται ότι οι καταναλωτές στερούνται την εν λόγω προστασία.
33 Πράγματι, προς διασφάλιση της προστασίας αυτής, απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να μεριμνούν ώστε οι επιβαρύνσεις οι οποίες επιβάλλονται στον καταναλωτή ανεξαρτήτως της χρονικής διάρκειας ισχύος της σύμβασης πίστωσης να μη συνιστούν αντικειμενικώς αμοιβή του πιστωτικού φορέα για την προσωρινή χρήση του κεφαλαίου που αποτελεί αντικείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης ή για παροχές οι οποίες, κατά τον χρόνο της πρόωρης αποπληρωμής, οφείλονταν ακόμη στον καταναλωτή (απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023, UniCredit Bank Austria, C‑555/21, EU:C:2023:78, σκέψη 38).
34 Επομένως, το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρήσει, βάσει του γεγονότος και μόνον της εφάπαξ καταβολής δαπάνης από τον καταναλωτή κατά τη σύναψη της σύμβασης ενυπόθηκης πίστωσης, ότι η δαπάνη αυτή περιλαμβάνεται στις επιβαρύνσεις που δεν εξαρτώνται από τη διάρκεια της σύμβασης, οι οποίες, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να επιφέρουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης.
35 Κατά τρίτον, επισημαίνεται ότι ο πιστωτικός φορέας ή, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων ή ο εντεταλμένος αντιπρόσωπος υποχρεούνται, κατά το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2014/17, να παρέχουν στον καταναλωτή μέσω του ESIS προσυμβατικές πληροφορίες σχετικά με την κατηγοριοποίηση των επιβαρύνσεων που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής με βάση το αν καταβάλλονται εφάπαξ ή όχι. Εναπόκειται, συνεπώς, στον πιστωτικό φορέα να αποδείξει αν οι επίμαχες επιβαρύνσεις καταβάλλονται περιοδικώς ή εφάπαξ (πρβλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023, UniCredit Bank Austria, C‑555/21, EU:C:2023:78, σκέψεις 34 και 38).
36 Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η Santander Bank Polska δεν υπέβαλε κατηγοριοποίηση των εξόδων της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ενυπόθηκης πίστωσης, βάσει της οποίας να έχει το δικαστήριο αυτό τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης επιβαρύνσεις συνδέονται αντικειμενικώς με τη διάρκεια της σύμβασης ή αν οι επιβαρύνσεις αυτές είναι ανεξάρτητες από την εν λόγω διάρκεια.
37 Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ως άνω έλλειψη πληροφόρησης δεν θα αποβαίνει εις βάρος του καταναλωτή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει ότι οι οικείες επιβαρύνσεις εξαρτώνται από τη διάρκεια της σύμβασης και, κατά συνέπεια, καλύπτονται από το δικαίωμα μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης του άρθρου 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17.
38 Ως εκ τούτου, όταν ο πιστωτικός φορέας δεν έχει παράσχει τις πληροφορίες που απαιτούνται προκειμένου το εθνικό δικαστήριο να είναι σε θέση να εξακριβώσει ότι οι οικείες επιβαρύνσεις δεν συνιστούν αμοιβή του πιστωτικού φορέα για την προσωρινή χρήση του κεφαλαίου που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης ενυπόθηκης πίστωσης ή αμοιβή για παροχή η οποία, κατά τον χρόνο της πρόωρης αποπληρωμής, δεν έχει παρασχεθεί πλήρως, το δικαστήριο αυτό οφείλει, προκειμένου να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, να θεωρήσει τις επιβαρύνσεις αυτές ως συνδεόμενες με τη διάρκεια της συγκεκριμένης σύμβασης, οι οποίες καταλαμβάνονται από το δικαίωμα μείωσης του άρθρου 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17, τούτο δε ακόμη και αν οι επιβαρύνσεις αυτές καταβλήθηκαν εφάπαξ κατά τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης.
39 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 έχει την έννοια ότι, ελλείψει πληροφόρησης εκ μέρους του πιστωτικού φορέα η οποία να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να εξακριβώσει κατά πόσον προμήθεια εισπραττόμενη κατά τη σύναψη σύμβασης ενυπόθηκης πίστωσης εμπίπτει στην κατηγορία των επιβαρύνσεων που δεν εξαρτώνται από τη διάρκεια της ως άνω σύμβασης, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει την προμήθεια αυτή ως καλυπτόμενη από το προβλεπόμενο στην ως άνω διάταξη δικαίωμα μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
40 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 έχει την έννοια ότι από τη διάταξη αυτήν, η οποία προβλέπει τη μείωση του συνολικού κόστους της σύμβασης, προκύπτει συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού για τον καθορισμό του ποσού της μείωσης αυτής.
41 Συναφώς, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι ουδόλως μπορεί να συναχθεί από το γράμμα του άρθρου 25 της οδηγίας 2014/17 εν γένει, ή από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού ειδικότερα, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να προβλέψει συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού για τον καθορισμό του ποσού κατά το οποίο μειώνεται το συνολικό κόστος της ενυπόθηκης πίστωσης, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.
42 Η ως άνω διάταξη, αφενός, απλώς προβλέπει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να εκπληρώσει πλήρως ή εν μέρει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης, πριν από τη λήξη της εν λόγω σύμβασης. Αφετέρου, η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι, σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής, ο καταναλωτής δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης προς αυτόν, μείωση που συνίσταται στους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης.
43 Πλην όμως, από την παραπομπή στο «εναπομένον διάστημα της σύμβασης» δεν μπορεί να συναχθεί ότι το ποσό της μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης θα πρέπει να καθορίζεται, σε κάθε περίπτωση, βάσει μεθόδου συνισταμένης στην επιστροφή ποσού ανάλογου προς τη σχέση μεταξύ, αφενός, της περιόδου κατά την οποία η σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης δεν θα εκτελεστεί λόγω της πρόωρης αποπληρωμής και, αφετέρου, της αρχικώς συμφωνηθείσας περιόδου εκτέλεσης της σύμβασης αυτής.
44 Πράγματι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 33 των προτάσεών του, η παραπομπή στο εναπομένον διάστημα της σύμβασης αποσκοπεί αποκλειστικώς στη χρονική οριοθέτηση των στοιχείων εκείνων του κόστους τα οποία καλύπτονται από τη μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης.
45 Συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού του ποσού της μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17, δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από το άρθρο 25, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας, καθότι οι τελευταίες αυτές παράγραφοι δεν προβλέπουν κανένα κριτήριο για τον υπολογισμό της εν λόγω μείωσης.
46 Συναφώς, ενώ το άρθρο 25, παράγραφοι 2 και 5, της οδηγίας 2014/17 διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να οριοθετούν την άσκηση του δικαιώματος πρόωρης αποπληρωμής, το άρθρο 25, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής θεσπίζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν, σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής της ενυπόθηκης πίστωσης, δικαίωμα αποζημίωσης του πιστωτικού φορέα. Το δε άρθρο 25, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ειδικότερα τις πληροφορίες που υποχρεούται να παράσχει ο πιστωτικός φορέας στον καταναλωτή ώστε αυτός να είναι σε θέση να εξετάσει τη δυνατότητα πρόωρης αποπληρωμής της πίστωσης.
47 Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 25 της οδηγίας 2014/17 επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική της σκέψη 66, η οποία αναγνωρίζει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο διασφαλίζουν το δικαίωμα πρόωρης αποπληρωμής της ενυπόθηκης πίστωσης.
48 Πιο συγκεκριμένα, από την ως άνω αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι, μολονότι ο νομοθέτης της Ένωσης, λόγω των ουσιαστικών διαφορών μεταξύ των γενικών αρχών και προϋποθέσεων αποπληρωμής της πίστωσης που ισχύουν στα κράτη μέλη, έκρινε σκόπιμο να προβλεφθούν σε επίπεδο Ένωσης ορισμένοι κανόνες για την πρόωρη αποπληρωμή των ενυπόθηκων πιστώσεων, μεταξύ άλλων σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χωρεί πρόωρη αποπληρωμή, έκρινε ωστόσο ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να δύνανται να καθορίζουν τους όρους για την άσκηση του δικαιώματος τέτοιας αποπληρωμής. Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη προβλέπει συναφώς ότι στους όρους αυτούς είναι δυνατόν να συγκαταλέγονται χρονικοί περιορισμοί της άσκησης του δικαιώματος, διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με το είδος του χρεωστικού επιτοκίου ή περιορισμοί όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα.
49 Βεβαίως, η μέθοδος υπολογισμού της μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία που υπάγονται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα οποία μνημονεύονται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 66 της οδηγίας 2014/17. Εντούτοις, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως δέχθηκε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών του, ότι η μέθοδος υπολογισμού του ποσού της μείωσης συγκαταλέγεται στα στοιχεία αυτά, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της ως άνω αιτιολογικής σκέψης σε μεγάλο μέρος των γλωσσικών αποδόσεων, η απαρίθμηση των εν λόγω στοιχείων σε αυτήν είναι απλώς ενδεικτική.
50 Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι, μολονότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 δεν επιβάλλει συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού για τον προσδιορισμό του ποσού της προβλεπόμενης στη διάταξη αυτή μείωσης του συνολικού κόστους της ενυπόθηκης πίστωσης, ωστόσο, πρέπει να χρησιμοποιείται μέθοδος κατάλληλη να διασφαλίσει την εκπλήρωση του σκοπού της ως άνω οδηγίας, ο οποίος προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 15 αυτής και υπομνήσθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών στον τομέα των συμβάσεων πίστωσης για ακίνητα.
51 Εν προκειμένω, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, η πολωνική νομοθεσία δεν περιέχει διατάξεις σχετικά με τον υπολογισμό αυτόν, ούτε η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να υπολογιστεί το ποσό της μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης.
52 Σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί ως προς την κατάλληλη μέθοδο για τον καθορισμό του ποσού της μείωσης του συνολικού κόστους της ενυπόθηκης πίστωσης σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17, υπό την προϋπόθεση ότι η μέθοδος αυτή είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την εκπλήρωση του σκοπού της οδηγίας για κατοχύρωση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών.
53 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 έχει την έννοια ότι από την εν λόγω διάταξη ουδόλως προκύπτει συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού προκειμένου να καθοριστεί το ποσό της προβλεπόμενης στη διάταξη αυτή μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης.
Επί των δικαστικών εξόδων
54 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,
έχει την έννοια ότι:
ελλείψει πληροφόρησης εκ μέρους του πιστωτικού φορέα η οποία να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να εξακριβώσει κατά πόσον προμήθεια εισπραττόμενη κατά τη σύναψη σύμβασης ενυπόθηκης πίστωσης εμπίπτει στην κατηγορία των επιβαρύνσεων που δεν εξαρτώνται από τη διάρκεια της ως άνω σύμβασης, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει την προμήθεια αυτή ως καλυπτόμενη από το προβλεπόμενο στην ως άνω διάταξη δικαίωμα μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης.
2) Το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17
έχει την έννοια ότι:
από την εν λόγω διάταξη ουδόλως προκύπτει συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού προκειμένου να καθοριστεί το ποσό της προβλεπόμενης στη διάταξη αυτή μείωσης του συνολικού κόστους της πίστωσης.