ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 17ης Οκτωβρίου 2024 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστης – Εξαιρέσεις – Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ – Συμβάσεις πίστωσης οι οποίες είναι άτοκες και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις ή προβλέπουν ασήμαντες επιβαρύνσεις – Υπηρεσία προθεσμιακής πληρωμής “Αγοράστε τώρα, πληρώστε αργότερα” – Καθυστέρηση πληρωμής – Τόκοι υπερημερίας και έξοδα εξώδικης είσπραξης »
Στην υπόθεση C‑409/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) με απόφαση της 30ής Ιουνίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιουλίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
Riverty GmbH, νόμιμη διάδοχος της Arvato Finance BV,
κατά
MI
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο του τρίτου τμήματος, προεδρεύοντα του τετάρτου τμήματος, S. Rodin και O. Spineanu-Matei (εισηγήτρια), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Riverty GmbH, νόμιμη διάδοχος της Arvato Finance BV, εκπροσωπούμενη από την I. M. A. Lintel, advocate,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και M. H. S. Gijzen,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek, την S. Šindelková και τον J. Vláčil,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller, τον M. Hellmann και την J. Simon,
– η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch, την J. Schmoll και την M. Winkler-Unger,
– η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Pere,
– η Νορβηγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. H. Aarvik, M. I. R. Norum και M. S. Runde,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. Ondrůšek και την F. van Schaik,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Riverty GmbH, νόμιμης διαδόχου της Arvato Finance BV (στο εξής: Arvato), παρόχου υπηρεσίας προθεσμιακής πληρωμής, και της MI, καταναλώτριας, η οποία επέλεξε την υπηρεσία αυτή στο πλαίσιο διαδικτυακής αγοράς.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 10 και 13 της οδηγίας 2008/48 έχουν ως εξής:
«(10) Οι ορισμοί που περιέχονται στην παρούσα οδηγία καθορίζουν το εύρος της εναρμόνισης. Η υποχρέωση των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει, συνεπώς, να περιορίζεται στο πεδίο εφαρμογής της, όπως οριοθετείται από τους ορισμούς αυτούς. Ωστόσο, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, τις οικείες διατάξεις σε τομείς που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Με αυτό τον τρόπο, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να διατηρούν ή να θεσπίζουν νομοθετικές διατάξεις αντίστοιχες προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή προς ορισμένες από τις διατάξεις της σχετικά με συμβάσεις πίστωσης που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, π.χ. συμβάσεις πίστωσης που αφορούν ποσά κάτω των 200 ευρώ ή άνω των 75 000 ευρώ. […]
[…]
(13) Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να ισχύει για ορισμένα είδη συμβάσεων πίστωσης, όπως οι χρεωστικές κάρτες επί προθεσμία, κατά τους όρους των οποίων η πίστωση πρέπει να εξοφλείται εντός τριών μηνών και καταβάλλονται μόνο ασήμαντα έξοδα.»
4 Το άρθρο 2 της οδηγίας φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής» και ορίζει τα εξής:
«1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις συμβάσεις πίστωσης.
2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις:
[…]
γ) συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75 000 ευρώ·
[…]
στ) συμβάσεις πίστωσης οι οποίες είναι άτοκες και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις καθώς και συμβάσεις πίστωσης δυνάμει των οποίων η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός τριών μηνών και για τις οποίες η καταβλητέα επιβάρυνση είναι ασήμαντη·
[…]».
5 Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί»:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
[…]
γ) “σύμβαση πίστωσης”: σύμβαση δυνάμει της οποίας πιστωτικός φορέας χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει σε καταναλωτή πίστωση με τη μορφή προθεσμίας πληρωμής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης […]
[…]
ζ) “συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή”: το σύνολο των επιβαρύνσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των προμηθειών, των φόρων και των κάθε άλλου είδους αμοιβών, που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και τα οποία γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας, πλην των συμβολαιογραφικών δαπανών· τα έξοδα που αφορούν συμπληρωματικές υπηρεσίες σχετικές με τη σύμβαση πίστωσης, ιδίως τα ασφάλιστρα, περιλαμβάνονται επίσης εάν, επιπλέον, η σύναψη της σύμβασης υπηρεσίας είναι υποχρεωτική για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται·
[…]
θ) “συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο”: το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του κόστους, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2·
[…]».
6 Το άρθρο 5 της οδηγίας φέρει τον τίτλο «Παροχή πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης» και προβλέπει τα εξής:
«1. Εγκαίρως και προτού δεσμευθεί ο καταναλωτής από οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης ή σχετική προσφορά, ο πιστωτικός φορέας και, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων παρέχουν στον καταναλωτή, βάσει των πιστωτικών όρων και προϋποθέσεων που προσφέρει ο πιστωτικός φορέας και, ενδεχομένως, των προτιμήσεων που έχει εκφράσει και των πληροφοριών που έχει παράσχει ο καταναλωτής, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη σύγκριση διάφορων προσφορών προκειμένου να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, μέσω των “τυποποιημένων ευρωπαϊκών πληροφοριών καταναλωτικής πίστης” που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ. […]
Οι πληροφορίες αυτές προσδιορίζουν:
[…]
ζ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής […]
[…]
ιβ) το επιτόκιο που προβλέπεται σε περίπτωση καθυστέρησης των καταβολών καθώς και τις λεπτομέρειες για την προσαρμογή του και, ενδεχομένως, τα έξοδα σε περίπτωση μη εκτέλεσης·
[…]».
7 Το άρθρο 10 της οδηγίας 2008/48 φέρει τον τίτλο «Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση πίστωσης» και προβλέπει, στην παράγραφο 2, τα εξής:
«Η σύμβαση πίστωσης πρέπει να προσδιορίζει, με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο:
[…]
ζ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής […]
[…]
ιβ) το εφαρμοστέο επιτόκιο υπερημερίας όπως ισχύει τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης και τις ρυθμίσεις για την προσαρμογή του, και, κατά περίπτωση, τα έξοδα για αθέτηση καταβολής·
[…]».
8 Κατά το άρθρο 19 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υπολογισμός του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου»:
«1. Το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, που εξισώνει, σε ετήσια βάση, την παρούσα αξία του συνόλου των τρεχουσών ή μελλοντικών υποχρεώσεων (αναλήψεων, εξοφλήσεων και επιβαρύνσεων) που έχουν συμφωνηθεί από τον πιστωτικό φορέα και τον καταναλωτή, υπολογίζεται σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο που εκτίθεται στο μέρος Ι του παραρτήματος Ι.
2. Κατά τον υπολογισμό του συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου, προσδιορίζεται το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, χωρίς να συνυπολογίζονται τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνεται ο καταναλωτής, εφόσον έχει παραβεί οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του βάσει της σύμβασης πίστωσης, και τα επιπλέον της τιμής αγοράς έξοδα που οφείλει να πληρώσει κατά την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, είτε αγοράζει επί πιστώσει είτε τοις μετρητοίς.
Τα έξοδα για την τήρηση λογαριασμού στον οποίο εγγράφονται ταυτόχρονα καταβολές και αναλήψεις, τα έξοδα για τη χρήση μέσου πληρωμής που επιτρέπει ταυτόχρονα τη διενέργεια καταβολών και αναλήψεων καθώς και τα λοιπά έξοδα τα σχετικά με καταβολές, περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκτός εάν το άνοιγμα του λογαριασμού είναι προαιρετικό και τα έξοδα του λογαριασμού έχουν προσδιορισθεί σαφώς και αυτοτελώς στη σύμβαση πίστωσης ή οιαδήποτε άλλη σύμβαση η οποία συνάπτεται με τον καταναλωτή.
3. Ο υπολογισμός του συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου γίνεται σύμφωνα με το τεκμήριο ότι η σύμβαση πίστωσης εξακολουθεί να ισχύει για όλη τη συμφωνηθείσα διάρκειά της και ότι ο πιστωτικός φορέας και ο καταναλωτής εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τους όρους και κατά τις ημερομηνίες που έχουν καθορισθεί στη σύμβαση πίστωσης.
[…]»
9 Το άρθρο 22 της οδηγίας επιγράφεται «Εναρμόνιση και αναγκαστικός χαρακτήρας της παρούσας οδηγίας» και προβλέπει, στην παράγραφο 3, τα εξής:
«Τα κράτη μέλη μεριμνούν […] ώστε οι διατάξεις που θεσπίζουν κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να μην καταστρατηγούνται μέσω του τρόπου διατύπωσης των συμβάσεων, ιδίως με την ενσωμάτωση αναλήψεων ή συμβάσεων πίστωσης, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, σε συμβάσεις πίστωσης ο χαρακτήρας ή ο σκοπός των οποίων θα επέτρεπε την αποφυγή της εφαρμογής της.»
10 Το παράρτημα II της οδηγίας φέρει τον τίτλο «Τυποποιημένες ευρωπαϊκές πιστωτικές πληροφορίες». Το εν λόγω παράρτημα προβλέπει την υποχρέωση παροχής διάφορων πληροφοριών στον καταναλωτή όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την ταυτότητα και τα στοιχεία επαφής του πιστωτικού φορέα ή του μεσίτη πιστώσεων, τα βασικά χαρακτηριστικά του πιστωτικού προϊόντος, καθώς και το κόστος της πίστωσης και τα συναφή έξοδα. Στο τελευταίο αυτό σημείο περιλαμβάνονται τα έξοδα τα οποία οφείλει ο καταναλωτής σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής.
Το ολλανδικό δίκαιο
11 Ο Burgerlijk Wetboek (αστικός κώδικας) ορίζει στο άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχείο g, και παράγραφος 2, του βιβλίου 7:
«1. Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, νοούνται ως:
[…]
g. “συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή”: το σύνολο των επιβαρύνσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των προμηθειών, των φόρων και των κάθε άλλου είδους αμοιβών, τις οποίες καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και τα οποία γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας, πλην των συμβολαιογραφικών δαπανών· […]
[…]
2. Το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο g, περιλαμβάνει επίσης τα έξοδα που αφορούν συμπληρωματικές υπηρεσίες σχετικές με τη σύμβαση πίστωσης, ιδίως τα ασφάλιστρα, εάν η σύναψη της σύμβασης υπηρεσίας είναι υποχρεωτική για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται.»
12 Κατά το άρθρο 58, παράγραφος 2, στοιχείο e, του βιβλίου 7, του κώδικα αυτού:
«[…]
2. Ο παρών τίτλος δεν εφαρμόζεται:
[…]
e) σε συμβάσεις πίστωσης οι οποίες είναι άτοκες και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις καθώς και συμβάσεις πίστωσης δυνάμει των οποίων η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός τριών μηνών και για τις οποίες η καταβλητέα επιβάρυνση είναι ασήμαντη· […]».
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
13 Η Riverty είναι η νόμιμη διάδοχος της Arvato, η οποία λειτουργούσε με την επωνυμία AfterPay. Η AfterPay ήταν ο πάροχος της ομώνυμης υπηρεσίας προθεσμιακής πληρωμής, η οποία προσφερόταν στο πλαίσιο διαδικτυακών αγορών έναντι προμήθειας πληρωμής ύψους 1 ευρώ.
14 Σύμφωνα με τους γενικούς όρους πληρωμής που χρησιμοποιούσε η Arvato, η επιλογή της πληρωμής μέσω της εν λόγω υπηρεσίας προϋπέθετε ότι, μετά την αποδοχή του αιτήματος χρήσης της, ο έμπορος μεταβίβαζε στην AfterPay τα δικαιώματα επί του ποσού που όφειλε ο πελάτης για την πραγματοποιηθείσα μέσω διαδικτύου παραγγελία. Ο εν λόγω πελάτης μπορούσε πλέον να εξοφλήσει την οφειλή του μόνον στην AfterPay και ελάμβανε, προς τούτο, τιμολόγιο στο οποίο αναγραφόταν το οφειλόμενο ποσό, χωριστά από την παράδοση της σχετικής παραγγελίας. Η πληρωμή έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός δεκατεσσάρων ημερών από την ημερομηνία τιμολόγησης, εκτός αν είχε συμφωνηθεί εγγράφως διαφορετική προθεσμία.
15 Σε περίπτωση υπερημερίας, το οφειλόμενο ποσό ήταν αμέσως απαιτητό χωρίς να είναι αναγκαία περαιτέρω όχληση του πελάτη. Στην περίπτωση αυτή, η Arvato διατηρούσε το δικαίωμα να χρεώνει διοικητικά έξοδα, το ποσό των οποίων προσαυξανόταν με κάθε υπενθύμιση πληρωμής, μηνιαίους νόμιμους τόκους επί του οφειλόμενου ποσού και όλα τα εύλογα έξοδα στα οποία η ίδια θα υποβαλλόταν προκειμένου να επιτύχει την πληρωμή είτε δικαστικώς είτε εξωδίκως. Το ελάχιστο ποσό που χρέωνε για τα έξοδα εξώδικης είσπραξης ανερχόταν σε 40 ευρώ.
16 Στις 27 Φεβρουαρίου 2019 ή λίγο πριν από την ημερομηνία αυτή, η MI αγόρασε, ως καταναλώτρια, τρία προϊόντα από διαδικτυακό κατάστημα, συνολικού ποσού 37,97 ευρώ (στο εξής: τιμή αγοράς των προϊόντων). Στο πλαίσιο της εν λόγω αγοράς, επέλεξε ως τρόπο πληρωμής την υπηρεσία AfterPay.
17 Την ίδια ημέρα, η Arvato απέστειλε συγκεντρωτική κατάσταση πληρωμής στην ηλεκτρονική διεύθυνση που είχε παράσχει η εν λόγω καταναλώτρια για ποσό 38,97 ευρώ, το οποίο αποτελούνταν από την τιμή αγοράς των προϊόντων και την προμήθεια πληρωμής ύψους 1 ευρώ, και όρισε καταληκτική ημερομηνία πληρωμής την 13η Μαρτίου 2019. Επισήμανε επίσης ότι η μη πληρωμή εντός της εν λόγω προθεσμίας θα συνεπαγόταν αύξηση κατά 40 ευρώ του οφειλόμενου ποσού λόγω εξόδων εξώδικης είσπραξης, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εν προκειμένω ολλανδική νομοθεσία.
18 Μεταξύ της 15ης Μαρτίου και της 6ης Δεκεμβρίου 2019, η Arvato απέστειλε στην εν λόγω καταναλώτρια έξι υπενθυμίσεις πληρωμής μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Στα εν λόγω μηνύματα γινόταν μνεία της υποχρέωσης πληρωμής της τιμής αγοράς των προϊόντων και προσδιορίζονταν τα διοικητικά έξοδα που συνεπαγόταν η μη τήρηση της ως άνω υποχρέωσης, αρχικώς ποσού 9,50 ευρώ και στη συνέχεια ποσού 12,50 ευρώ. Με το τελευταίο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το οποίο απεστάλη στις 6 Δεκεμβρίου 2019, η Arvato ζητούσε από την ίδια καταναλώτρια την πληρωμή της τιμής αγοράς των προϊόντων εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή του τελευταίου μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, υπό την επιφύλαξη της χρέωσής της, σε περίπτωση μη πληρωμής, με συμπληρωματικό ποσό 40 ευρώ για έξοδα είσπραξης.
19 Η Arvato άσκησε ενώπιον του Kantonrechter te Arnhem (ειρηνοδίκη του Arnhem, Κάτω Χώρες) αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η MI να καταβάλει το ποσό των 80,20 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων υπολογιζομένων επί του ποσού των 38,97 ευρώ από τις 9 Οκτωβρίου 2020. Στη συνέχεια, η Arvato μείωσε το ζητούμενο ποσό, καθόσον παραιτήθηκε από την αμοιβή της ύψους 1 ευρώ.
20 Δυνάμει του εθνικού δικαίου, ο Kantonrechter te Arnhem (ειρηνοδίκης του Arnhem) υπέβαλε ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, πλείονα «προδικαστικά ερωτήματα». Μεταξύ των ερωτημάτων αυτών περιλαμβάνονται και ερωτήματα σχετικά με το αν οι τόκοι υπερημερίας, ήτοι οι τόκοι πλην εκείνων που αφορούν την αμοιβή για τη χορήγηση της πίστωσης, και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης που οφείλει ο καταναλωτής σε περίπτωση μη εκτέλεσης της σύμβασης πίστωσης εμπίπτουν στο κόστος της πίστωσης ή αν οι τόκοι αυτοί και οι λοιπές επιβαρύνσεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν η οικεία σύμβαση πίστωσης είναι σύμβαση «άτοκη και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις» ή σύμβαση για την οποία «η καταβλητέα επιβάρυνση είναι ασήμαντη», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48, ή ακόμη αν πρέπει να ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο της εξέτασης των ως άνω ζητημάτων, το ζήτημα αν οι εν λόγω τόκοι και επιβαρύνσεις προβλέπονται εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως καθώς και το ύψος τους σε σχέση με τα νόμιμα επίπεδα.
21 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η έννοια του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48, μεταφέρθηκε στο ολλανδικό δίκαιο, «κατά το δυνατόν αυτολεξεί», στο άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχείο g, και παράγραφος 2, του βιβλίου 7 του αστικού κώδικα. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 58, παράγραφος 2, στοιχείο e, του βιβλίου 7 του αστικού κώδικα επαναλαμβάνει το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο αφορά την εξαίρεση των «άτοκ[ων] και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις» συμβάσεων πίστωσης, καθώς και των συμβάσεων «δυνάμει των οποίων η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός τριών μηνών και για τις οποίες η καταβλητέα επιβάρυνση είναι ασήμαντη», κατά την έννοια της τελευταίας ως άνω διάταξης.
22 Απαντώντας σε ορισμένα από τα ερωτήματα που του υπέβαλε ο Kantonrechter te Arnhem (ειρηνοδίκης του Arnhem), το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι σύμβαση στο πλαίσιο της οποίας ορίζεται προθεσμία πληρωμής συνιστά σύμβαση πίστωσης εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία για τον χαρακτηρισμό αυτόν καθώς και ότι η έννοια των «άλλων επιβαρύνσεων», κατά το άρθρο 58, παράγραφος 2, στοιχείο e, του βιβλίου 7 του αστικού κώδικα, πρέπει να «συνδυάζεται» με την έννοια του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή», κατά την έννοια του άρθρου 57, παράγραφος 1, στοιχείο g, του βιβλίου 7, του κώδικα αυτού.
23 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ούτε η οδηγία 2008/48 ούτε η σχετική με την οδηγία αυτή νομολογία του Δικαστηρίου παρέχουν τη δυνατότητα να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης πρέπει να θεωρηθούν ως κόστος της πίστωσης και αν πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να καθοριστεί αν η οικεία σύμβαση είναι «άτοκ[η] και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις» σύμβαση πίστωσης ή σύμβαση πίστωσης «για τ[ην] οποί[α] η καταβλητέα επιβάρυνση είναι ασήμαντη», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας.
24 Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, το εθνικό νομικό πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης για τα οποία γίνεται λόγος στην υπόθεση της κύριας δίκης αφορούν τους τόκους και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο πιστωτικός φορέας προκειμένου να επιτύχει την εξώδικη ικανοποίηση της απαίτησής του. Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, όταν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για σκοπό που δεν αφορά την εμπορική ή επαγγελματική του δραστηριότητα, ο αστικός κώδικας προβλέπει ότι η αποζημίωση που ζητείται για έξοδα εξώδικης είσπραξης αντιστοιχεί σε ποσοστό της κύριας οφειλής και δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 40 ευρώ ούτε ανώτερη των 6 775 ευρώ.
25 Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι, όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48, η ολλανδική νομοθεσία απαγορεύει στον πιστωτικό φορέα να απαιτεί αμοιβή για την πίστωση υψηλότερη από τη μέγιστη επιτρεπόμενη από τον νόμο και ότι η μέγιστη αυτή αμοιβή περιλαμβάνει τους τόκους υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης, με αποτέλεσμα ότι ο πιστωτικός φορέας δεν μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για έξοδα εξώδικης είσπραξης τέτοιου ύψους ώστε η αμοιβή για την πίστωση να υπερβαίνει το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο.
26 Όσον αφορά, δεύτερον, τις κρίσιμες διατάξεις της οδηγίας 2008/48, το αιτούν δικαστήριο συνάγει από τον συνδυασμό του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο ιβʹ, του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, και του παραρτήματος II της οδηγίας αυτής ότι τα έξοδα που οφείλονται σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής, στα οποία εμπίπτουν οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης που ζητούνται εν προκειμένω, πρέπει να περιλαμβάνονται στο «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» κατά το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της εν λόγω οδηγίας.
27 Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, μολονότι από το άρθρο 19, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας προκύπτει ότι τα έξοδα που οφείλονται σε περίπτωση μη εκτέλεσης συμβατικής υποχρέωσης δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΣΕΠΕ), εντούτοις τούτο δεν σημαίνει ότι τα έξοδα αυτά δεν θα μπορούσαν να εμπίπτουν στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή.
28 Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι θα μπορούσε επίσης να γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω έξοδα μπορούν να περιληφθούν στο «συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή» μόνον αν από τις προϋποθέσεις χορήγησης της πίστωσης και τις λοιπές περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση μπορεί να συναχθεί ότι το απαιτητό των εξόδων αυτών αποτελεί μέρος του εμπορικού μοντέλου του πιστωτικού φορέα.
29 Όσον αφορά την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η εξαίρεση αυτή θα μπορούσε να καταστεί κενή περιεχομένου αν κρινόταν ότι οι τόκοι και οι λοιπές επιβαρύνσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή πρέπει να περιλαμβάνουν τους τόκους και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης που οφείλονται εκ του νόμου σε περίπτωση μη πληρωμής.
30 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1. Περιλαμβάνονται οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας [2008/48], και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση του κατά πόσον πρόκειται για σύμβαση πίστωσης “[η] οποί[α] είναι άτοκ[η] και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις” ή για σύμβαση πίστωσης “για [την οποία] η καταβλητέα επιβάρυνση είναι ασήμαντη”, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας για την καταναλωτική πίστη;
2. Έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα το εάν οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης οφείλονται εκ του νόμου ή έχουν συμφωνηθεί; Έχει σημασία –εφόσον πρόκειται για τόκους υπερημερίας και έξοδα εξώδικης είσπραξης που έχουν συμφωνηθεί– το εάν οι εν λόγω τόκοι και έξοδα είναι υψηλότεροι από το ποσό το οποίο, χωρίς τη συμφωνία, θα οφειλόταν εκ του νόμου;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
31 Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι από τις παρατηρήσεις της Ολλανδικής Κυβέρνησης προκύπτει ότι η οδηγία 2008/48 κατέστη εφαρμοστέα βάσει του ολλανδικού εθνικού δικαίου στις συμβάσεις πίστωσης των οποίων το συνολικό ποσό πίστωσης είναι κατώτερο των 200 ευρώ.
32 Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι, για να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εξεταστούν δύο πτυχές. Η πρώτη αφορά, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία των εννοιών «τόκοι» και «άλλες επιβαρύνσεις», οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48, καθώς και το ζήτημα αν η εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως πρόβλεψη των τόκων υπερημερίας και των εξόδων εξώδικης είσπραξης που ζητεί ο πιστωτικός φορέας σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης πληρωμής την οποία υπέχει ο καταναλωτής δυνάμει σύμβασης πίστωσης και, ενδεχομένως, το ύψος τους συνιστούν χρήσιμα κριτήρια για την ερμηνεία των ως άνω εννοιών. Η δεύτερη αφορά την ερμηνεία της έννοιας του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή» του άρθρου 3, στοιχείο ζʹ, της ίδιας οδηγίας.
33 Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο συνδέει την έννοια των «άλλων επιβαρύνσεων» του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48, με την έννοια του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή» του άρθρου 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας αυτής, δεδομένου ότι διερωτάται αν οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης εμπίπτουν είτε στη μία είτε στην άλλη έννοια.
34 Τούτου λεχθέντος, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48 συντελεί στην οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας αυτής και μπορεί, ενδεχομένως, να καταστήσει περιττή την απάντηση στο ερώτημα αν οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης εμπίπτουν στην έννοια του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή», κατά το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της εν λόγω οδηγίας.
35 Κατά συνέπεια, πρέπει, κατ’ αρχάς, να ερμηνευθεί το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48 και να εξεταστεί η κρισιμότητα του αν οι τόκοι και τα έξοδα μη εκτέλεσης προβλέπονται εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως καθώς και, ενδεχομένως, του ύψους τους για τους σκοπούς της εν λόγω ερμηνείας, πριν εξεταστεί, εν συνεχεία, αν κριθεί αναγκαίο, το περιεχόμενο της έννοιας του «συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή», κατά το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας.
Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος
36 Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού και κατά πρώτον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης που οφείλει ο καταναλωτής σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής ή μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης πληρωμής την οποία υπέχει δυνάμει σύμβασης πίστωσης εμπίπτουν στις έννοιες των «τόκων» και των «άλλων επιβαρύνσεων» της εν λόγω διάταξης. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν η εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως πρόβλεψη των ως άνω τόκων υπερημερίας και εξόδων εξώδικης είσπραξης και το γεγονός ότι, ενδεχομένως, οι εν λόγω τόκοι και τα εν λόγω έξοδα συμβατικής φύσεως υπερβαίνουν τα οφειλόμενα δυνάμει του νόμου ποσά αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για την ερμηνεία αυτή.
37 Συναφώς, διευκρινίζεται ότι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης συνιστούν, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, τόκους και έξοδα μη εκτέλεσης.
38 Κατά το άρθρο 2 παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48, οι «άτοκες και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις» συμβάσεις πίστωσης καθώς και οι συμβάσεις πίστωσης «δυνάμει των οποίων η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός τριών μηνών και για τις οποίες η καταβλητέα επιβάρυνση είναι ασήμαντη» εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.
39 Για την ερμηνεία της ως άνω διάταξης και, ειδικότερα, για την ερμηνεία των εννοιών «τόκοι» και «άλλες επιβαρύνσεις» που περιλαμβάνονται σε αυτή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, κατά πάγια νομολογία, όχι μόνον το γράμμα της διάταξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και οι στόχοι και ο σκοπός που επιδιώκει η πράξη της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2024, Inditex, C‑361/22, EU:C:2024:17, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
40 Όσον αφορά, πρώτον, το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48, παρατηρείται ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται απλώς στους «τόκους» και στις «άλλες επιβαρύνσεις», χωρίς να ορίζει τις έννοιες αυτές και χωρίς να παραπέμπει σε άλλες έννοιες που χρησιμοποιούνται επίσης στο πλαίσιο της ίδιας οδηγίας, όπως, μεταξύ άλλων, τα «έξοδα σε περίπτωση μη εκτέλεσης», τα «έξοδα σε περίπτωση καθυστέρησης των καταβολών», οι «δαπάνες», οι «προμήθειες» ή οι «φόροι».
41 Ο όρος «τόκος», υπό την κατά γράμμα έννοιά του, αναφέρεται τόσο σε παραχθέντες ή οφειλόμενους τόκους επί κεφαλαίου καταθέσεων ή δανεισθέντος κεφαλαίου όσο και στους αντισταθμιστικούς τόκους ή τους τόκους υπερημερίας και έχει, ως εκ τούτου, πολλές πιθανές σημασίες.
42 Η έννοια των «άλλων επιβαρύνσεων» αποτελεί επίσης γενική έννοια, δυνάμενη να καλύψει πλείονες κατηγορίες δαπανών και, ως εκ τούτου, έχει περιεχόμενο που ποικίλλει αναλόγως του πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιείται.
43 Πάντως, η σύγκριση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48 παρέχει ορισμένες ενδείξεις σχετικά με την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στις έννοιες των «τόκων» και των «άλλων επιβαρύνσεων» της διατάξεως αυτής. Ειδικότερα, μεταξύ των εν λόγω αποδόσεων περιλαμβάνονται και αποδόσεις οι οποίες κάνουν λόγο συνοπτικότερα μόνο για έλλειψη τόκων ή άλλων επιβαρύνσεων, όπως οι αποδόσεις στη γερμανική («zins- und gebührenfreie Kreditverträge»), στην ελληνική («συμβάσεις πίστωσης οι οποίες είναι άτοκες και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις»), στη γαλλική («contrats de crédit sans intérêt et sans autres frais») ή στην ολλανδική γλώσσα («kredietovereenkomsten zonder rente en andere kosten»). Σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις, ιδίως στις αποδόσεις στην ισπανική («los contratos de crédito concedidos libres de intereses y sin ningún otro tipo de gastos»), στην αγγλική («where the credit is granted free of interest and without any other charges»), στην κροατική («ugovore o kreditu prema kojima se kredit odobrava bez kamata i bez bilo kakvih drugih naknada»), στην ιταλική («contratti di credito che non prevedono il pagamento di interessi o altre spese») ή στη ρουμανική γλώσσα («contractele de credit în baza cărora creditul este acordat fără dobândă și fără alte costuri»), γίνεται ρητή αναφορά στο γεγονός ότι η πίστωση χορηγείται χωρίς να προβλέπονται τόκοι ή άλλες επιβαρύνσεις.
44 Από τη διατύπωση της ως άνω δεύτερης κατηγορίας γλωσσικών αποδόσεων προκύπτει ρητώς ότι το ζήτημα αν το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48 έχει εφαρμογή πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένων υπόψη των τόκων και των άλλων επιβαρύνσεων που προβλέπονταν κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης πίστωσης. Η εκ μέρους του καταναλωτή μη εκπλήρωση της υποχρέωσης πληρωμής και η διάρκεια μιας τέτοιας ενδεχόμενης μη εκπλήρωσης δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να προβλεφθούν κατά τον χρόνο εκείνο. Ως εκ τούτου, οι τόκοι και τα έξοδα μη εκτέλεσης δεν αποτελούν μέρος των «τόκων» και των «άλλων επιβαρύνσεων», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν η επιβολή και το ύψος των εν λόγω τόκων και εξόδων μη εκτέλεσης προβλέπονται από τον νόμο ή συνομολογούνται στη σύμβαση πίστωσης.
45 Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ως άνω διάταξη καθώς και από τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 2008/48.
46 Συγκεκριμένα, όσον αφορά, δεύτερον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη, παρατηρείται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2008/48, τα έξοδα σε περίπτωση μη εκτέλεσης εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ΣΕΠΕ, δεδομένου ότι ο υπολογισμός αυτός στηρίζεται στην παραδοχή ότι η σύμβαση πίστωσης θα εξακολουθήσει να ισχύει για το συμφωνηθέν χρονικό διάστημα και ότι ο πιστωτικός φορέας καθώς και ο καταναλωτής θα εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τους όρους και εντός των προθεσμιών που ορίζονται στην εν λόγω σύμβαση. Συνεπώς, πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία η συγκεκριμένη παραδοχή, προκειμένου να ερμηνευθεί το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής.
47 Τρίτον, η ερμηνεία που παρατίθεται στη σκέψη 44 της παρούσας απόφασης ανταποκρίνεται στον σκοπό του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48, ο οποίος συνίσταται, όπως και ο σκοπός των λοιπών διατάξεων του άρθρου αυτού, στην οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της ως άνω οδηγίας. Αν έπρεπε όμως να ληφθούν υπόψη οι τόκοι και τα έξοδα μη εκτέλεσης προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, η ως άνω διάταξη θα καθίστατο σε μεγάλο βαθμό κενή περιεχομένου και άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, διότι θα είχε εφαρμογή μόνο στις πολύ απίθανες περιπτώσεις στις οποίες η καθυστέρηση πληρωμής ή η μη πληρωμή δεν θα συνεπαγόταν καμία έννομη συνέπεια για τον δανειολήπτη, ήτοι ούτε την επιβολή τόκων υπερημερίας ούτε άλλων επιβαρύνσεων λόγω της μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης πληρωμής.
48 Εν προκειμένω, η Arvato αξιώνει την καταβολή της τιμής αγοράς των προϊόντων, η οποία ανέρχεται σε 37,97 ευρώ, νομιμοτόκως από τις 9 Οκτωβρίου 2024, και των εξόδων εξώδικης είσπραξης, ύψους 40 ευρώ, το ποσό των οποίων αντιστοιχεί στο κατώτερο όριο της κλίμακας ποσών που προβλέπει η ολλανδική νομοθεσία. Τέτοιοι τόκοι και τέτοια έξοδα δεν εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στις έννοιες των «τόκων» και των «άλλων επιβαρύνσεων», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48 και, επομένως, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να κριθεί αν η οικεία σύμβαση πίστωσης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.
49 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο και η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μπορεί να συναχθεί από τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η επίμαχη σύμβαση ότι το απαιτητό των εξόδων μη εκτέλεσης αποτελεί μέρος του εμπορικού μοντέλου του πιστωτικού φορέα, με αποτέλεσμα τα έξοδα αυτά να πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εξετασθεί αν έχει εφαρμογή το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48.
50 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 22, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/48, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε οι διατάξεις που θεσπίζουν προς εφαρμογή της οδηγίας αυτής να μην είναι δυνατό να καταστρατηγηθούν μέσω του τρόπου διατύπωσης των συμβάσεων (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Lexitor, C‑383/18, EU:C:2019:702, σκέψη 30).
51 Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει μήπως, στην πραγματικότητα, ο πιστωτικός φορέας αποσκοπεί στην καταστρατήγηση των υποχρεώσεων που υπέχει από την οδηγία 2008/48, αναμένοντας, ήδη από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ότι ο καταναλωτής δεν θα εκπληρώσει την υποχρέωση πληρωμής, προκειμένου να επιδιώξει οικονομικό όφελος από το απαιτητό των τόκων και των εξόδων μη εκτέλεσης. Προς τούτο, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψη της επίμαχης σύμβασης και άλλα κρίσιμα στοιχεία, όπως, μεταξύ άλλων, την εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως πρόβλεψη των τόκων και των εξόδων μη εκτέλεσης, τις προθεσμίες εντός των οποίων καθίστανται απαιτητοί οι εν λόγω τόκοι και τα εν λόγω έξοδα, καθώς και το ποσό τους.
52 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων στις οποίες ο πιστωτικός φορέας αναμένει, ήδη από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ότι ο καταναλωτής δεν θα εκπληρώσει την υποχρέωση πληρωμής, προκειμένου να επιδιώξει οικονομικό όφελος, οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης που οφείλει ο καταναλωτής σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής ή μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης πληρωμής την οποία υπέχει δυνάμει σύμβασης πίστωσης δεν εμπίπτουν στις έννοιες των «τόκων» και των «άλλων επιβαρύνσεων», κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, τούτο δε ανεξαρτήτως, κατ’ αρχήν, του ζητήματος αν οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης προβλέπονται εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως, καθώς και του γεγονότος ότι, ενδεχομένως, οι εν λόγω εκ συμβάσεως τόκοι και τα εν λόγω εκ συμβάσεως έξοδα υπερβαίνουν τα οφειλόμενα δυνάμει του νόμου ποσά.
Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
53 Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο δεύτερο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο σκέλος του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος.
Επί των δικαστικών εξόδων
54 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου,
έχει την έννοια ότι:
υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων στις οποίες ο πιστωτικός φορέας αναμένει, ήδη από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ότι ο καταναλωτής δεν θα εκπληρώσει την υποχρέωση πληρωμής, προκειμένου να επιδιώξει οικονομικό όφελος, οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης που οφείλει ο καταναλωτής σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής ή μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης πληρωμής την οποία υπέχει δυνάμει σύμβασης πίστωσης δεν εμπίπτουν στις έννοιες των «τόκων» και των «άλλων επιβαρύνσεων», κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, τούτο δε ανεξαρτήτως, κατ’ αρχήν, του ζητήματος αν οι τόκοι υπερημερίας και τα έξοδα εξώδικης είσπραξης προβλέπονται εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως, καθώς και του γεγονότος ότι, ενδεχομένως, οι εν λόγω εκ συμβάσεως τόκοι και τα εν λόγω εκ συμβάσεως έξοδα υπερβαίνουν τα οφειλόμενα δυνάμει του νόμου ποσά.
(υπογραφές)