Το Εφετείο επιβεβαίωσε απόφαση του Πρωτοδικείου και αποφάνθηκε, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, πως η απόλυση του εργαζομένου στη διάρκεια κανονικής άδειας που μεταφέρθηκε σε συμφωνία με τον εργοδότη σε επόμενο έτος, είναι νόμιμη. Αναλύει ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος.
Για πρώτη φορά, και σε επίπεδο Εφετείου, η ελληνική δικαιοσύνη κρίνει πως είναι νόμιμη η απόλυση ενός εργαζομένου κατά τη διάρκεια κανονικής άδειας αναψυχής, δημιουργώντας νομολογιακό προηγούμενο για ένα κρίσιμο εργασιακό θέμα. Το κρίσιμο ζήτημα εν προκειμένω είναι πως η απόλυση έγινε μεν κατά τη διάρκεια άδειας αναψυχής, η οποία όμως είχε μεταφερθεί από το προηγούμενο έτος, ήταν δηλαδή υπόλοιπο αδείας από προηγούμενο χρόνο.
Όπως εξηγεί στο dikastiko.gr ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, μετά την απόφαση του Πρωτοδικείου και το Εφετείο έρχεται να χαράξει ένα νομολογιακό δεδομένο με βάση το οποίο απόλυση που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια απουσίας του εργαζομένου βάσει άκυρης συμφωνίας του με τον εργοδότη, με την οποία αποφάσιζαν από κοινού τη μεταφορά σε μεταγενέστερο χρόνο αδειών προηγούμενων ετών, είναι νόμιμη. Είναι μάλιστα η πρώτη σχετική δικαστική απόφαση.
Η περίπτωση
Η υπόθεση αφορά εργαζόμενο σε εταιρία που πήγε μαζεμένη την άδεια των ετών 2018-2019-2020 που του χρωστούσε ο εργοδότης το 2021 σε συμφωνία μαζί του. Το κομβικό σημείο της υπόθεσης ήταν ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω άδειας, ο εργαζόμενος απολύθηκε και εν συνεχεία ισχυρίστηκε ότι η απόλυσή του πρέπει να θεωρηθεί άκυρη, με δεδομένο ότι απαγορεύεται η απόλυση μισθωτού κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής.
Η μεταφορά αδείας στα επόμενα χρόνια ήταν πάντα κάτι που συνέβαινε διαρκώς στην πρακτική των εργασιακών σχέσεων. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια “άτυπη” συμφωνία μεταφοράς της άδειας παρότι κατά πάγια νομολογία, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κρίνει ότι δεν είναι επιτρεπτή η μεταφορά ετήσιας άδεια στο επόμενο έτος, χωρίς να ενδιαφέρει η μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου αντίθετη συμφωνία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η χορήγηση μίας τέτοιας άδειας δεν αποτελεί ετήσια κανονική άδεια.
Γιάννης Καρούζος: Επιτρεπτή η καταγγελία συμβάσεως εργασίας στη διάρκεια μεταφερθείσας άδειας αναψυχής από προηγούμενα έτη
“Με την πρόσφατη υπ’ αριθ. 296/2024 απόφαση του, το Μονομελές Εφετείο Πατρών έκρινε σε δεύτερο βαθμό το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα της απόλυσης εργαζομένου στον χρόνο μεταφοράς μη ληφθείσας άδειας αναψυχής του σε επόμενο έτος. Το Εφετείο συμμερίστηκε την κρίση του Πρωτοδικείου, κάνοντας μια πλήρως εμπεριστατωμένη ανάλυση και ερμηνεία του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, επιβεβαιώνοντας έτσι την νομιμότητα της καταγγελίας συμβάσεως εργασίας στον χρόνο της άκυρης μεταφοράς άδειας.
Η ετήσια άδεια αναψυχής αποσκοπεί στην ανάπαυση και ανανέωση των σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων του εργαζομένου. Λόγω της τελολογίας της, τόσο το ενωσιακό όσο και το εσωτερικό μας δίκαιο έχουν αναγάγει την άδεια αυτή σε απόλυτο δικαίωμα του εργαζομένου και ως εκ τούτου δεν τίθενται επιπλέον περιορισμοί ή ειδικές προϋποθέσεις για την λήψη της. Σε αυτήν την κατεύθυνση, όλες οι ρυθμίσεις για την άδεια αναψυχής είναι δημοσίας τάξεως και επομένως δεν χωρεί παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του ή ο περιορισμός τους με άλλον τρόπο.
Ειδικότερα, κατά το νομοθετικό πλαίσιο, η άδεια αναψυχής είναι ετήσια και πρέπει να χορηγείται μέσα στο αυτό ημερολογιακό έτος (άρθρο 4 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945) και πάντως το αργότερο μέχρι την 31η Μαρτίου του επόμενου έτους (άρθρο 61 ν. 4808/2021). Εάν δεν έχει χορηγηθεί μέχρι αυτό το χρονικό σημείο, η μη ληφθείσα άδεια μετατρέπεται σε χρηματική αποζημίωση και εάν συντρέχει υπαιτιότητα του εργοδότη, οι αντίστοιχες των ημερών αδείας αποδοχές οφείλονται διπλασιασμένες, ήτοι προσαυξημένες κατά 100%.
Δεδομένου, ότι δεν χωρεί παρέκκλιση από τις ως άνω ρυθμίσεις, προκύπτει σαφώς ότι δεν επιτρέπεται, ούτε ακόμα στην περίπτωση που συμφωνήσει ο εργαζόμενος, η μεταφορά των ημερών άδειας που δεν του χορηγήθηκαν στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη, ούτε η εκ των προτέρων μετατροπή των μη ληφθείσων ημερών άδειας σε χρηματική αξίωσή. Τυχόν αντίθετη συμφωνία είναι πλήρως άκυρη βάσει των άρθρων 174 και 180 ΑΚ.
Κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής, απαγορεύεται ρητά η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου (άρθρο 5 παρ. 6 του Α.Ν. 539/1945, άρθρο 66 παρ. 1 περ. γε ν. 4808/2021) και συνεπώς η υπ’ αυτήν την συνθήκη απόλυση του εργαζομένου είναι άκυρη και ο εργοδότης οφείλει τους αντίστοιχους μισθούς υπερημερίας.
Στην υπό κρίση υπόθεση, ο εργαζόμενος είχε υπόλοιπο ημερών αδείας για τα έτη 2018-2020 και κατόπιν συμφωνίας του με τον εργοδότη έλαβε την άδεια αυτή το 2021. Λόγω της ακυρότητας της ως άνω συμφωνίας, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, η μεταφορά της άδειας σε επόμενα έτη αναιρεί τον χαρακτήρα αυτής ως κανονική άδεια. Ο εργαζόμενος στην αγωγή του ισχυρίστηκε ότι η απόλυση του, η οποία έλαβε χώρα στο εν λόγω διάστημα της «άδειας αναψυχής», είναι άκυρη λόγω του ότι παραβιάστηκε η νομοθεσία που ρητά απαγορεύει την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας στην περίοδο της κανονικής άδειας. Το Εφετείο εξέφρασε την πλήρη συμφωνία του ως προς την ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη ως μη νόμιμης της βάσης της αγωγής, δηλαδή διαφώνησε με την ακυρότητα της καταγγελίας λόγω απόλυσης κατά την διάρκεια κανονικής άδειας. Κατέληξε, λοιπόν, πως η καταγγελία συμβάσεως εργασίας κατά τη διάστημα της μη νομίμως ληφθείσας μεταφερόμενης άδειας είναι δίχως αμφιβολία νόμιμη και έγκυρη! Με τον τρόπο αυτό, δόθηκε μια απάντηση βαρύτητας, λόγω του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας της κρίσης, στην μεταχείριση τέτοιου είδους περιπτώσεων”.