ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Φορολογία εισοδήματος –τεκμαρτό εισόδημα. To ετήσιο συνολικό ποσό της αντικειμενικής δαπά-νης, που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε., μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο, όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από την πραγματική δαπάνη του, σε κάθε περί-πτωση και όχι μόνο στις περιοριστικώς αναφερόμενες περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού. Ο φορολογούμενος φέρει το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τον λόγο εξαίρεσης από τα τεκμήρια, υποβάλλοντας τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία. Ο προσφεύγων απέδειξε ότι συνέτρεχε στο πρόσωπό του ο λόγος εξαίρεσης, δεδομένου ότι, όπως προέκυψε από τις προσκομισθείσες βεβαιώσεις του ΟΑΕΔ, ο ίδιος ήταν άνεργος κατά το επίμαχο φορολογικό έτος. Δεκτή η προσφυγή.
Αριθμός απόφασης: 100/2024
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΙΔ΄
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23 Οκτωβρίου 2023, με δικαστή την Αλεξία Πετσή, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την Ελένη Ξενιτίδου, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την προσφυγή με αριθμό κατάθεσης ΠΡ…../13-10-2021 (Ε.Α.Υ.: …………….),
τ ο υ …………. ……………. του …………., κατοίκου ……………… Θεσσαλονίκης, ο οποίος εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στο ακροατήριο και ενέκρινε την άσκηση της προσφυγής,
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής με την επωνυμία «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων» (Α.Α.Δ.Ε.), και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ), ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο αφού μελέτησε τη σχετική δικογραφία,
Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο
Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς:
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο αναλογικό παράβολο (βλ. το με κωδικό …………. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών), ζητείται παραδεκτώς, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, η ακύρωση της …../30-7-2021 απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε., με την οποία απορρίφθηκε η με αρ. πρωτ. …/10-3-2021 ενδικοφανής προσφυγή, που άσκησε ο προσφεύγων κατά της από 5-2-2021 πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος (με αριθμό χρηματικού καταλόγου …/… και ειδοποίησης …), φορολογικού έτους 2019, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …… Θεσσαλονίκης. Με την πράξη αυτή προσδιορίστηκε τεκμαρτώς το εισόδημα του προσφεύγοντος στο ποσό των 22.688 ευρώ (αντί του δηλωθέντος μηδενικού εισοδήματος) και ο αναλογών φόρος, βάσει του ως άνω τεκμαρτού εισοδήματος, υπολογίστηκε στο ποσό των 3.306,40 ευρώ.
2. Επειδή, η υπόθεση νομίμως συζητήθηκε στην παρούσα δικάσιμο παρά την απουσία του καθ’ ου Δημοσίου, το οποίο κλητεύθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως να παραστεί κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 26.06.2023 (σχετ. το από 3.4.2023 αποδεικτικό επίδοσης της κλήσης του δικαστικού επιμελητή Σωκράτη Παντελίδη), κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω διενέργειας των εθνικών βουλευτικών εκλογών της 25.06.2023, επαναπροσδιορίστηκε δε οίκοθεν, με πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου, στη δικάσιμο της 23ης.10.2023 χωρίς νέα κλήτευση των διαδίκων [άρθρο 128 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 361 του ν. 4700/2020 (Α΄ 127)].
3. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 αυτού συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές φορολογικών επιβαρύνσεων που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες επί των οικονομικών στοιχείων ή της περιουσίας, για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι συγκεκριμένα η καθολικότητα της φορολογικής επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, όπως αυτές εξειδικεύονται με τον, κατ’ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης, που μπορεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, να είναι το εισόδημα, η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές (βλ. ΣτΕ 1087/2017 Ολ, 532/2015 Ολομ., 4447/2014 επτ., 2527-2531, 3342-3349/2013 Ολομ., 1972/2012 Ολομ., 2469- 2471/2008 Ολομ., 2113/1963 Ολομ.). Ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει έναν ορισμένο μόνον κύκλο προσώπων, εφόσον πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρύθμισης (βλ. ΣτΕ 2563 – 2566/2015 Ολομ., 2527 – 2531, 3342 – 3349/2013 Ολομ., 1972/2012 Ολομ., 2469 – 2471/2008 Ολομ., 2113/1963 Ολομ.). Από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος συνάγεται επίσης ότι ο νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείο φορολογικό σύστημα, πάντοτε, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές ρυθμίσεις λαμβάνονται βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, καθώς και να φορολογεί ή να μη φορολογεί ορισμένη κατηγορία φορολογικών στοιχείων, όπως το εισόδημα, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (πρβλ. ΣτΕ 532/2015 Ολομ., 2810/2017 επταμ.).
4. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος», στο δε άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (ΦΕΚ Α 256), ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις ανωτέρω διατάξεις κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται, όμως, παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους είσπραξής τους κατ’ εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει οι σχετικές ρυθμίσεις να άγουν σε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος που καλούνται να εκπληρώσουν και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών. Ως εκ τούτου, επιβολή φορολογικής υποχρέωσης που συνιστά υπερβολικό βάρος για τα πρόσωπα που βαρύνονται με αυτήν ή κλονίζει ριζικά την οικονομική τους κατάσταση αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (βλ. ΟλΣτΕ 166/2016, 532/2015, 3342-3349/2013, 2366-2367/2013, 1972/2012, Ε.Δ.Δ.Α., απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ.15117/89, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 11036/84).
5. Επειδή, περαιτέρω, ο ισχύων Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.-ν.4172/2013, Α΄167), στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 ορίζει ότι: «1. Φορολογητέο εισόδημα είναι το εισόδημα που απομένει μετά την αφαίρεση των δαπανών που εκπίπτουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Φ.Ε. από το ακαθάριστο εισόδημα […]», στο άρθρο 30 ότι: «1. Ο φορολογούμενος που υπόκειται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων υποβάλλεται σε εναλλακτική ελάχιστη φορολογία όταν το τεκμαρτό εισόδημα του είναι υψηλότερο από το συνολικό εισόδημα του. Σε αυτή την περίπτωση στο φορολογητέο εισόδημα προστίθεται η διαφορά μεταξύ του τεκμαρτού και πραγματικού εισοδήματος και αυτή φορολογείται, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 34. 2. Το τεκμαρτό εισόδημα υπολογίζεται με βάση τις δαπάνες διαβίωσης του φορολογούμενου και των εξαρτώμενων μελών του, σύμφωνα με τα άρθρα 31 έως και 34. 3. Το συνολικό εισόδημα προσδιορίζεται ως το συνολικό ποσό του φορολογητέου εισοδήματος κατά την έννοια του άρθρου 7 που αποκτά ο φορολογούμενος και τα εξαρτώμενα μέλη του από τις τέσσερις κατηγορίες ακαθάριστων εσόδων που αναγνωρίζονται στο άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε. […]» και στο άρθρο 31 ότι: «1. Για τον προσδιορισμό του τεκμαρτού εισοδήματος του φορολογουμένου, της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα: α) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη, με βάση τα τετραγωνικά μέτρα της ιδιοκατοικούμενης ή μισθωμένης ή της δωρεάν παραχωρούμενης κύριας κατοικίας ορίζεται κλιμακωτά, για τα ογδόντα (80) πρώτα τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, με σαράντα (40) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, για τα επόμενα από ογδόντα ένα (81) μέχρι και εκατόν είκοσι (120) τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, με εξήντα πέντε (65) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, για τα επόμενα από εκατόν είκοσι ένα (121) μέχρι και διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, με εκατόν δέκα (110) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, για τα διακόσια ένα (201) έως τριακόσια (300) τετραγωνικά μέτρα κύριων χώρων αυτής, με διακόσια (200) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο και για τα πλέον των τριακοσίων (300) τετραγωνικών μέτρων κύριων χώρων αυτής, με τετρακόσια (400) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο. Για τον υπολογισμό της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης των βοηθητικών χώρων της κύριας κατοικίας ορίζεται ποσό σαράντα (40) ευρώ το τετραγωνικό μέτρο […] γ) Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ορίζεται ως εξής: αα) για τα αυτοκίνητα μέχρι χίλια διακόσια (1.200) κυβικά εκατοστά σε τέσσερις χιλιάδες (4.000) ευρώ, ββ) για αυτοκίνητα μεγαλύτερα των χιλίων διακοσίων (1.200) κυβικών εκατοστών προστίθενται εξακόσια (600) ευρώ ανά εκατό (100) κυβικά εκατοστά μέχρι τα δύο χιλιάδες (2.000) κυβικά εκατοστά, γγ) για αυτοκίνητα μεγαλύτερα των δύο χιλιάδων (2.000) κυβικών εκατοστών προστίθενται εννιακόσια (900) ευρώ ανά εκατό (100) κυβικά εκατοστά και μέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) κυβικά εκατοστά και […] Τα παραπάνω ποσά ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης από κάθε αυτοκίνητο μειώνονται ανάλογα με την παλαιότητα του, η οποία υπολογίζεται από το έτος πρώτης κυκλοφορίας του στην Ελλάδα, ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ κατά ποσοστό ως εξής: αα) Τριάντα τοις εκατό (30%) για χρονικό διάστημα πάνω από πέντε (5) και μέχρι δέκα (10) έτη. ββ) Πενήντα τοις εκατό (50%) για χρονικό διάστημα πάνω από δέκα (10) έτη. Η ετήσια αντικειμενική δαπάνη δεν εφαρμόζεται για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που διαθέτουν πιστοποιητικό αυθεντικότητας το οποίο εκδίδεται από διεθνή ή ημεδαπό φορέα που έχει αρμοδιότητα να εκδίδει τέτοιο πιστοποιητικό, καθώς και για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης τα οποία είναι ειδικά διασκευασμένα για κινητικά αναπήρους […]. 2. Το ετήσιο συνολικό ποσό της αντικειμενικής δαπάνης, που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από την πραγματική δαπάνη του φορολογουμένου και των εξαρτώμενων μελών που τον βαρύνουν, εφόσον αυτό αποδεικνύεται από τον υπόχρεο με βάση πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία. Τέτοια περιστατικά συντρέχουν ιδίως στο πρόσωπο των υπόχρεων, οι οποίοι: α) […] δ) είναι άνεργοι και δικαιούνται βοήθημα ανεργίας […] Όταν συντρέχει μία ή περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές, ο φορολογούμενος υποχρεούται να υποβάλει τα αναγκαία δικαιολογητικά για την απόδειξη των ισχυρισμών του. Η Φορολογική Διοίκηση ελέγχει την αλήθεια των ισχυρισμών και την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων του φορολογουμένου και μειώνει ανάλογα την ετήσια αντικειμενική δαπάνη, στην οποία αναφέρονται οι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά στοιχεία».
6. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος, η φορολογούμενη ύλη (εν προκειμένω, εισόδημα) δεν επιτρέπεται να είναι πλασματική, αλλά πρέπει να είναι πραγματική (βλ. ΣτΕ 2564/2015 Ολομ., 4003/2014 Ολομ., 29/2014 Ολομ.,4003/2014 Ολομ.). Εξάλλου, το σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος των φυσικών προσώπων, το οποίο θεσπίσθηκε με τις εκτεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις και αποβλέπει στη σύλληψη φορολογητέας ύλης που διαφεύγει το φόρο, στηρίζεται σε τεκμήρια των οποίων η βάση και τα συμπεράσματα ανταποκρίνονται προς τα δεδομένα της κοινής πείρας, εξ απόψεως ιδίως του ύψους των τεκμαιρομένων δαπανών και του ποσοστού συμμετοχής τους στον οικογενειακό προϋπολογισμό και, επομένως, είναι σύστημα ανεκτό από το Σύνταγμα προς εξακρίβωση της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας των φορολογουμένων και την επιβάρυνση αυτών αναλόγως των δυνάμεών τους. Συνεπώς, οι ανωτέρω διατάξεις δεν αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 4 (παρ. 1 και 5) και 78 (παρ. 1) του Συντάγματος, διότι με αυτές δεν επιβάλλεται υποχρέωση καταβολής φόρου επί πλασματικού εισοδήματος, αλλά καθιερώνεται ειδική μέθοδος εξεύρεσης του πραγματικού εισοδήματος των φορολογουμένων (πρβλ. ΣτΕ 884/2016 7μ.). Περαιτέρω, όμως, για να είναι συνταγματικώς ανεκτό το θεσπισθέν από το νόμο τεκμήριο διαβίωσης λόγω ακινήτου και επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης και για να μην αντιβαίνει στο πιο πάνω άρθρο 4 (παρ. 5) του Συντάγματος, θα πρέπει να θεωρείται ως μαχητό και όχι αμάχητο κατά την κρίση των αρμόδιων δικαστηρίων επί κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (βλ. ΣτΕ 884/2016 7μ.), υπό την έννοια ότι ο ενδιαφερόμενος θα μπορεί σε κάθε περίπτωση, και όχι μόνο στις περιοριστικώς αναφερόμενες περιπτώσεις, κατ’ άρθρο 31 παρ. 2 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, να αμφισβητήσει το προβλεπόμενο στο νόμο αντίστοιχο ποσό ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης και να προβάλλει και αποδείξει, με την υποβολή πρόσφορων αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ότι για την κρινόμενη φορολογική περίοδο δεν κατέβαλε δαπάνη ή ότι κατέβαλε ποσό δαπάνης μικρότερο από το τεκμαρτώς προσδιοριζόμενο κατά νόμο για το ακίνητο που ιδιοκατοικεί ή το αυτοκίνητο που κατέχει (βλ. ΣτΕ 1742/2013, 1973/2015).
7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Ο προσφεύγων υπέβαλε ηλεκτρονικά στη Δ.Ο.Υ. ………. Θεσσαλονίκης τη με αριθμό ………/30-8-2020 αρχική δήλωση φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2019, στην οποία δεν δήλωσε εισόδημα. Ακολούθως, εκδόθηκε η με αριθμό ειδοποίησης …/5-2-2021 και με αριθμό χρηματικού καταλόγου …/… πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2019 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …… Θεσσαλονίκης, με την οποία προσδιορίστηκε το εισόδημα του προσφεύγοντος αντικειμενικά με βάση τη συνολική ετήσια δαπάνη του, σύμφωνα με το άρθρο 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Ειδικότερα, με την πράξη αυτή η φορολογική αρχή, αφού έλαβε υπόψη της ότι ο προσφεύγων, κατά το φορολογικό έτος 2019, κατοικούσε σε ιδιόκτητη κατοικία, εμβαδού 199 τ.μ., στο …………….. Θεσσαλονίκης, και συντηρούσε και κυκλοφορούσε ένα ιδιόκτητο αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης, κυβισμού1341 κ.εκ., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2004, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δαπάνες διαβίωσής του ήταν μεγαλύτερες από το δηλωθέν μηδενικό εισόδημά του και προσδιόρισε αντικειμενικά το συνολικό φορολογητέο εισόδημά του στο ποσό των 22.688,00 ευρώ (ήτοι 17.388 ευρώ για ιδιοκατοίκηση κύριας κατοικίας + 2.300 ευρώ για επιβατικό αυτοκίνητο + 3.000 ευρώ για τεκμήριο διαβίωσης). Ενόψει αυτών, ο αναλογών φόρος εισοδήματος για το ένδικο φορολογικό έτος υπολογίσθηκε, βάσει του ανωτέρω τεκμαρτού εισοδήματος, στο ποσό των 3.306,40 ευρώ, ενώ δεν επιβλήθηκε σε βάρος του ειδική εισφορά αλληλεγγύης, λόγω ανεργίας. Κατά της ανωτέρω πράξης ο προσφεύγων άσκησε την με αρ. πρωτ. ……./10-3-2021 ενδικοφανή προσφυγή, με την οποία ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι τα τελευταία χρόνια ήταν άνεργος και στερούταν παντελώς εισοδημάτων. Η ενδικοφανής προσφυγή αυτή απορρίφθηκε ως αναπόδεικτη με την ……./30-7-2021 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε.
8. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, ο προσφεύγων ζητεί, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και της ενσωματωθείσας σε αυτήν πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι είναι μακροχρόνια άνεργος, στερείται παντελώς εισοδημάτων και ότι, ως εκ τούτου, ο τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματός του για το φορολογικό έτος 2019 και η επιβολή του αναλογούντος φόρου εισοδήματος αντίκειται τόσο στα άρθρα 4 παρ.5 και 17 του Συντάγματος όσο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Περαιτέρω, ο προσφεύγων αμφισβητεί το ετήσιο συνολικό ποσό της αντικειμενικής δαπάνης, που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε., υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι μεγαλύτερο από την πραγματική δαπάνη του, καθώς τα εισοδήματά του έχουν μειωθεί δραματικά, λόγω της γενικότερης οικονομικής κατάστασης αλλά και της μακροχρόνιας ανεργίας του. Εξάλλου, κατά τους ισχυρισμούς του, τα τρέχοντα έξοδά του καλύπτονται από τις ελάχιστες αποταμιεύσεις του, από οικονομική συνδρομή των συγγενών του και από τραπεζικά καταναλωτικά δάνεια που λαμβάνει για την αντιμετώπισή τους. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του προσκομίζει, μεταξύ άλλων, την από 25-7-2020 βεβαίωση του Οργανισμού Απασχόλησης εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), σύμφωνα με την οποία ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο ανέργων του εν λόγω Οργανισμού από 1.1.2019 έως 31.12.2019, και την από 10-7-2021 βεβαίωση του ίδιου Οργανισμού, σύμφωνα με την οποία ήταν εγγεγραμμένος στο ως άνω Μητρώο ανέργων από 15.5.2014 έως 30.6.2020 (σύνολο συνεχούς αναγνωριζόμενου διαστήματος ανεργίας 73 μήνες). Αντιθέτως, το καθ΄ ου η προσφυγή, με την από 19-6-2023 έκθεση απόψεων του Προϊσταμένου του Τμήματος Β4 – Νομικής Υποστήριξης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, υπεραμύνεται του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης και ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής ως αβάσιμης.
9. Επειδή, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις (βλ. σκέψεις 3 έως 5) και την ερμηνεία τους (βλ. σκέψη 6), το ετήσιο συνολικό ποσό της αντικειμενικής δαπάνης, που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 1 του Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013), μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από την πραγματική δαπάνη του, κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, λόγων αναφερόμενων στην προσωπική του κατάσταση, στους οποίους συγκαταλέγεται, σύμφωνα με τη ρύθμιση της περίπτωσης δ’ του άρθρου 31 παρ.2 του Κ.Φ.Ε., ότι είναι άνεργος και δικαιούται βοηθήματος ανεργίας. Για να εξαιρεθεί δε ο φορολογούμενος από το τεκμήριο της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης συντήρησης κύριας και δευτερεύουσας κατοικίας, καθώς και από την ετήσια αντικειμενική δαπάνη που προκύπτει από την κατοχή αυτοκινήτου πρέπει να αποδείξει αυτός τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον λόγο εξαίρεσης από τον κανόνα της εφαρμογής σε αυτόν των εν λόγω τεκμηρίων συνυποβάλλοντας και τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία. Στην προκείμενη περίπτωση, ο προσφεύγων απέδειξε ότι συνέτρεχε στο πρόσωπό του ο λόγος εξαίρεσης της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. από τον κανόνα της εφαρμογής σε αυτόν των ανωτέρω τεκμηρίων, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις ως άνω προσκομισθείσες βεβαιώσεις του ΟΑΕΔ, ο ίδιος ήταν άνεργος κατά το ένδικο φορολογικό έτος 2019. Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι μη νομίμως με την ένδικη πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου λήφθηκε υπόψη το τεκμήριο ιδιοκατοίκησης και κατοχής επιβατικού αυτοκινήτου για τον προσδιορισμό της συνολικής ετήσιας δαπάνης διαβίωσης του προσφεύγοντος και εν τέλει για την επιβολή σε αυτόν φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2019. Επομένως, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε., που έκρινε τα αντίθετα και απέρριψε την προαναφερόμενη ενδικοφανή προσφυγή με την προσβαλλόμενη απόφασή του έσφαλε και για το λόγο αυτό η τελευταία (απόφαση) πρέπει να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου σχετικού λόγου της προσφυγής, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής.
10. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η ενσωματωθείσα σε αυτήν πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον προσφεύγοντα του παραβόλου που κατέβαλε (άρθρο 277 παρ.9 εδ. α΄ Κ.Δ.Δ.), και, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί το καθ’ ου από τα δικαστικά του έξοδα (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε’ Κ.Δ.Δ.).
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει την ……./30-7-2021 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και την ενσωματωθείσα σε αυτήν από 5-2-2021 (με αριθμό ειδοποίησης …/5-2-2021 και χρηματικού καταλόγου …/…) πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, φορολογικού έτους 2019, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ………. Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την επιστροφή στον προσφεύγοντα του καταβληθέντος παραβόλου.
Απαλλάσσει το καθ’ ου από τα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 19-1-2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ