ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Διοικητικές Κυρώσεις – Πρόστιμο λόγω παράβασης νομοθεσίας αναφορικά με την τήρηση ελάχιστων προδιαγραφών ασφάλειας και υγείας κατά τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους – Κριτήρια και μέθοδος υπολογισμού του επιβαλλόμενου προστίμου – Έλλειψη μέτρων ασφαλείας μηχανήματος στον χώρο παραγωγής επιχείρησης – Τυχόν αμελής συμπεριφορά του χειριστή δεν ασκεί επιρροή στην επιβολή του επίδικου προστίμου, διότι τα συστήματα ασφαλείας που τοποθετούνται στον εξοπλισμό εργασίας πρέπει να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση του χειριστή στην επικίνδυνη ζώνη, ακόμα κι αν αυτός επιδείξει αμέλεια κατά την εκτέλεση της εργασίας – ο εργοδότης οφείλει να θέτει στη διάθεση των εργαζομένων εξοπλισμό κατάλληλο για την εκτέλεση της εκάστοτε εργασίας, από τη χρήση του οποίου δεν θα τίθεται σε κίνδυνο η υγεία και η ασφάλειά του – Τεκμήριο αθωότητας – Δέσμευση διοικητικού δικαστηρίου από αμετάκλητη αθωωτική απόφαση – Δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αθωωτική απόφαση, διότι αποφάνθηκε, εν προκειμένω, επί επιβολής διοικητικού προστίμου για παραβατική συμπεριφορά, η οποία δεν είναι κατ’ ουσία ταυτόσημη ή έστω συναφής με εκείνην στην οποία αφορά η επικαλούμενη αθωωτική απόφαση, η οποία, άλλωστε, δεν αφορά την προσφεύγουσα ανώνυμη εταιρία αλλά φυσικά πρόσωπα – Εύλογο και προσήκον το επίδικο πρόστιμο ενόψει του είδους, της σοβαρότητας της παράβασης, σε συνδυασμό με τις συνέπειες που αυτή δύναται να επιφέρει και της έκτασης του κινδύνου που συνεπάγεται για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων – Απορρίπτει την προσφυγή
Αριθμός απόφασης: Α475/2024
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΙΒ’ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
( Μεταβατική έδρα Κατερίνης )
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Πρωτοδικείου Κατερίνης στις 6 Νοεμβρίου 2023, με δικαστή τη Βασιλική Τζουβάρα, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την Όλγα Χατζηνικολαΐδου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την προσφυγή με ημερομηνία κατάθεσης 4-12-2020 (ΠΡ2553/2020) και το δικόγραφο πρόσθετων λόγων επ΄ αυτής με ημερομηνία κατάθεσης 11-10-2023 (ΠΛ297/2023).
τ η ς ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…Α.Β.Ε.Ε.» που εδρεύει στο …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε με την από 3-11-2023 δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) του πληρεξούσιου δικηγόρου Μιχαήλ Μπίζου,
κ α τ ά τ ο υ Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται, εν προκειμένω, από την Προϊσταμένη του Τμήματος Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία (Τ.Ε.Α.Υ.Ε.) Πιερίας της Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία (Π.Δ.Ε.Α.Υ.Ε.) Μακεδονίας–Θράκης της Επιθεώρησης Εργασίας, η οποία δεν παραστάθηκε.
Το Δικαστήριο αφού μελέτησε τη δικογραφία.
Σκέφθηκε σύμφωνα με τον Νόμο.
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το με κωδικό πληρωμής 36029218995102010021 ηλεκτρονικό παράβολο).
2. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή και το δικόγραφο πρόσθετων λόγων (σχετ. η 11.787Ζ΄/12-10-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης …) ζητείται, παραδεκτώς, η ακύρωση της 319696/1-10-2020 πράξης επιβολής προστίμου της Προϊσταμένης του Τμήματος Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία (Τ.Ε.Α.Υ.Ε.) Πιερίας της Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία (Π.Δ.Ε.Α.Υ.Ε.) Μακεδονίας – Θράκης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας πρόστιμο, ποσού 11.000 ευρώ, για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 9 εδάφιο 2.13 του Παραρτήματος Ι του π.δ. 395/1994 (Α΄ 220), σχετικά με την τήρηση ελαχίστων προδιαγραφών ασφάλειας και υγείας κατά τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους.
3. Επειδή, νομίμως χωρεί η συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία του καθ’ ου η προσφυγή, το οποίο κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (βλ. το από 12-9-2022 αποδεικτικό επίδοσης της οικείας κλήσης του Π.Υ.Α.Τ. Κατερίνης … σε συνδυασμό με τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου της 6-11-2023).
4. Επειδή, ο «Κώδικας νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3850/2010 (Α΄ 84) ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Ο παρών κώδικας έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή μέτρων για την προαγωγή της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων κατά την εργασία. Προς το σκοπό αυτό, περιέχει γενικές αρχές σχετικά με την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων και την προστασία της υγείας και της ασφάλειας, την εξάλειψη των συντελεστών κινδύνου των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών, την ενημέρωση…», στο άρθρο 10 ότι: «Για να καθορισθούν οι ώρες απασχόλησης του τεχνικού ασφάλειας και του ιατρού εργασίας, καθώς και το απαιτούμενο επίπεδο γνώσεων του τεχνικού ασφαλείας, οι επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες κατατάσσονται σε κατηγορίες, των οποίων οι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας σημειώνονται με κωδικό αριθμό, με βάση τη στατιστική ταξινόμηση, από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, έτους 1980, ως ακολούθως: … ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β` Στην κατηγορία Β` υπάγονται όσες επιχειρήσεις δεν υπάγονται στις κατηγορίες Α` και Γ` του παρόντος άρθρου. …», στο άρθρο 31 ότι: «1. Ο εργοδότης οφείλει να συντηρεί τους τόπους εργασίας και να μεριμνά για την κατά το δυνατό άμεση αποκατάσταση των ελλείψεων, που έχουν σχέση με την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων. Αν από τις ελλείψεις αυτές προκαλείται άμεσος και σοβαρός κίνδυνος για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, πρέπει να διακόπτεται αμέσως η εργασία, στο σημείο που εμφανίζονται οι ελλείψεις, μέχρι την αποκατάσταση τους. 2. …», στο άρθρο 35 ότι: «1. … 2. Οι μηχανές, συσκευές και εργαλεία πρέπει να έχουν κατασκευασθεί έτσι, ώστε με την ορθή τοποθέτηση και χρήση τους να μη δημιουργούν κινδύνους για τους εργαζομένους. 3. Οι μηχανές, συσκευές και εργαλεία πρέπει να είναι κατασκευασμένα έτσι, ώστε τα κινούμενα στοιχεία τους, που είναι δυνατό να δημιουργήσουν κινδύνους για τους εργαζομένους, να μην είναι προσιτά ή να αποκλείεται τυχαία επαφή μαζί τους στο μέτρο που αυτό δεν παρακωλύει τη λειτουργία και χρήση τους. 4. Αν δεν είναι δυνατό να αποτραπεί η ύπαρξη εξωτερικών και προσιτών στους εργαζομένους περιστρεφόμενων στοιχείων ή στοιχείων μετάδοσης της κίνησης, πρέπει να λαμβάνονται ιδιαίτερα μέτρα προστασίας των εργαζομένων από αυτά. 5. …», στο άρθρο 42 ότι: «1. Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων. 2. ..3. ..4. ..5. Στο πλαίσιο των ευθυνών του ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων. 6. Ο εργοδότης υποχρεούται: α) να φροντίζει ώστε να προσαρμόζονται τα μέτρα της προηγούμενης παραγράφου ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων και να επιδιώκει τη βελτίωση των υφιστάμενων καταστάσεων, β).. γ) να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, δ) να γνωστοποιεί στους εργαζομένους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους, ε) …, στ) να εξασφαλίζει τη συντήρηση και την παρακολούθηση της ασφαλούς λειτουργίας μέσων και εγκαταστάσεων, … 7. Ο εργοδότης εφαρμόζει τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 5, βάσει των ακόλουθων γενικών αρχών πρόληψης: α) αποφυγή των κινδύνων, β) εκτίμηση των κινδύνων που δεν μπορούν να αποφευχθούν, … στ) καταπολέμηση των κινδύνων στην πηγή τους, …» και στο άρθρο 71 ότι: «1. Σε κάθε εργοδότη, κατασκευαστή, παρασκευαστή, εισαγωγέα, προμηθευτή που παραβαίνει τις διατάξεις της νομοθεσίας για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων ανεξάρτητα από τις ποινικές κυρώσεις, επιβάλλεται με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου Προϊσταμένου Κέντρου Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου ή του ελέγξαντος Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας και ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων: α) πρόστιμο για καθεμία παράβαση, από πεντακόσια ευρώ (500,00 Ε) μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000,00 Ε), β) … . 2. … . 3. Κατά την επιλογή και επιβολή των παραπάνω διοικητικών ποινών λαμβάνονται υπόψη ιδίως: α) η αμεσότητα, η σοβαρότητα και η έκταση του κινδύνου, β) η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν και ο βαθμός υπαιτιότητας. 4. Πριν από την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων μπορεί να χορηγηθεί εύλογη προθεσμία τριάντα ημερών για συμμόρφωση ή να παραταθεί μία φορά η προθεσμία έως και δέκα ημέρες, αν κριθεί ότι εκείνη που χορηγήθηκε αρχικά δεν ήταν επαρκής. 5. Ως προς τη διαδικασία επιβολής προστίμου εφαρμόζεται το άρθρο 16 παρ. 2 του ν. 2639/1998 όπως ισχύει. …». Το ως άνω άρθρο 16 παρ. 2 του ν. 2639/1998 καταργήθηκε με το άρθρο 33 παρ. 14 του ν. 3996/2011 (Α΄170), στο δε άρθρο 24 του τελευταίου ν. 3996/2011, όπως αυτό αρχικά αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 6Α του ν. 4144/2013 (Α΄ 88) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 60 παρ. 1 του ν. 4611/2019 (Α΄73), ορίζεται ότι: «1. Στον εργοδότη που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας επιβάλλεται ύστερα από προηγούμενη πρόσκληση για παροχή εξηγήσεων «Α. Πρόστιμο για καθεμία παράβαση από τριακόσια (300) ευρώ μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ με αιτιολογημένη πράξη είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης κατόπιν σχετικής εισήγησης του Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο είτε του αρμόδιου Προϊσταμένου Περιφερειακής Διεύθυνσης Επιθεώρησης κατόπιν σχετικής εισήγησης του αντίστοιχου Προϊσταμένου Τμήματος Επιθεώρησης είτε του Ειδικού Επιθεωρητή Εργασίας που διενήργησε τον έλεγχο .… 2. Για την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων συνεκτιμώνται τα εξής κριτήρια: η σοβαρότητα της παράβασης, η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων, οι παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις στο παρελθόν, ο βαθμός υπαιτιότητας, ο αριθμός των εργαζομένων, το μέγεθος της επιχείρησης, το καθεστώς απασχόλησης, ο αριθμός των εργαζομένων που θίγονται και η υπαγωγή της επιχείρησης σε μία από τις κατηγορίες του άρθρου 10 του ν. 3850/2010 (Α΄ 84). Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης κατηγοριοποιούνται οι παραβάσεις, εξειδικεύονται τα κριτήρια, καθορίζεται η μέθοδος υπολογισμού του ύψους του προστίμου και προβλέπονται περιπτώσεις στις οποίες το ύψος του προστίμου μπορεί να αναπροσαρμόζεται. …». Κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 24 παρ. 2 του ν. 3996/2011, εκδόθηκε η 29164/755/27.6.2019 (Β΄2686) απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την οποία κατηγοριοποιήθηκαν οι παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας και καθορίσθηκαν μέθοδοι υπολογισμού των επιβαλλόμενων προστίμων με τη συνεκτίμηση κριτηρίων. Ειδικότερα, στο Κεφάλαιο Β΄ της ανωτέρω υπουργικής απόφασης “Μέθοδος υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται από τους Επιθεωρητές Ασφαλείας και Υγείας στην Εργασία” ορίζεται ότι: “1. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟ-ΚΡΙΤΗΡΙΑ Τα πρόστιμα επιβάλλονται με τη συνεκτίμηση τεσσάρων (4) βασικών μεταβλητών – κριτηρίων και ενός (1) υπο-κριτηρίου. Τα βασικά κριτήρια είναι τα εξής: i) Αριθμός εργαζομένων (ΑΕ). ii) Σοβαρότητα των συνεπειών της παράβασης και έκτασης του κινδύνου (Σ). iii) Κατηγορία επιχείρησης (Κ), με βάση το άρθρο 10 του ν. 3850/2010 (ΦΕΚ 84/τ.Α`/2-6-2010) «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων» και iv) Υποτροπή της επιχείρησης (Υ). Ως υποτροπή νοείται: … Το υπο-κριτήριο είναι ο Βαθμός Συνεργασίας (ΒΣ): Για το χαρακτηρισμό του βαθμού συνεργασίας συνεκτιμώνται ιδίως: α) η τυχόν επαναλαμβανόμενη μη συμμόρφωση σε υποδείξεις – συστάσεις, β) ο βαθμός υπαιτιότητας (βαθμός ευθύνης) του εργοδότη και γ) η παρεμπόδιση του έργου του επιθεωρητή κατά την διενέργεια του ελέγχου, η μη χορήγηση στοιχείων κατά τη διάρκεια της έρευνας, κ.τ.λ. Αρχικώς καθορίζεται ένα βασικό ποσό προστίμου (ΒΠ) το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται προς τα πάνω όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι. Κάθε μια από τις τρεις (3) μεταβλητές – κριτήρια (ΑΕ, Σ και Κ) λαμβάνει πέντε (5) διακριτές τιμές σύμφωνα με τους ακόλουθους πίνακες: ΠΙΝΑΚΑΣ 1: ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ (ΑΕ) ΑΕ = Δείκτης μεταβολής αριθμού εργαζομένων ΔΕΙΚΤΕΣ … 7 ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ … 51 έως 100. ΠΙΝΑΚΑΣ 2: ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ (Σ) Σ = Δείκτης σοβαρότητας των συνεπειών της παράβασης και έκτασης κινδύνου ΔΕΙΚΤΕΣ … 3 … Σοβαρότητα των συνεπειών της παράβασης και της έκτασης κινδύνου ΥΨΗΛΗ … ΠΙΝΑΚΑΣ 3: ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ν. 3850/2010 (Κ) Κ = Δείκτης Κατηγορίας επιχείρησης Α, Β ή Γ με βάση το άρθρο 10 του ν. 3850/2010 ΔΕΙΚΤΕΣ … 3 … ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ … Κατηγορία Β … Η επιλογή των αριθμοδεικτών 1, 2 (κατηγορία Γ) και 3, 4 (κατηγορία Β) επαφίεται στην κρίση των αρμοδίων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, οργάνων λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική εικόνα της επιχείρησης σχετικά με την ασφάλεια και την υγεία. 2. ΒΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ Η εκτίμηση προστίμου είναι το γινόμενο των ακόλουθων τριών (3) μεταβλητών – κριτηρίων: ΕΠ=ΑΕ*Σ*Κ (μαθηματικός τύπος) Γινόμενο ΕΠ: ανάλογα με την υποτροπή της επιχείρησης (Υ) το ποσό του προστίμου καθορίζεται, κατά την κρίση των αρμοδίων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, οργάνων, στις αμέσως επόμενες κλίμακες (Xi+1) ή (Xi+2) του τελευταίου πίνακα υπολογισμού, λαμβάνοντας υπόψη το Βαθμό Συνεργασίας (ΒΣ). … .” Περαιτέρω, ορίζονται το ελάχιστο και μέγιστο ύψος του επιβλητέου προστίμου, με βάση την Κλίμακα στην οποία υπάγεται η διαπιστούμενη παράβαση, με βάση τον ανωτέρω μαθηματικό τύπο, ειδικώς δε για την 4η κλίμακα (“Σημαντικό”) το ελάχιστο ποσό προστίμου ορίζεται αυτό των 10.401,00 ευρώ και το μέγιστο αυτό των 20.300,00 €.
5. Επειδή, το π.δ. 395/1994 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/655/ΕΟΚ» (Φ 220 Α΄), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 1, 3 και 5 του ν. 1338/1983 (Φ 34 Α΄), ορίζει στο άρθρο 3 ότι: «1. Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας που τίθεται στη διάθεση των εργαζομένων μέσα στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση να είναι κατάλληλος για την προς εκτέλεση εργασία ή κατάλληλα προσαρμοσμένος προς το σκοπό αυτό, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίησή του. 2. Κατά την επιλογή του εξοπλισμού εργασίας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, ο εργοδότης λαμβάνει υπ’ όψη τις ειδικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά της εργασίας, τους κινδύνους που υπάρχουν στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση, ιδίως στις θέσεις εργασίας, για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους κινδύνους που ενδέχεται να προστεθούν λόγω της χρησιμοποίησης του εν λόγω εξοπλισμού εργασίας καθώς και έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφάλειας. 3. …», στο άρθρο 4 ότι: «1. [όπως η παρ. αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του π.δ. 89/1999 (Φ 94 Α΄)] Με την επιφύλαξη του άρθρου 3, ο εργοδότης οφείλει να προμηθεύεται ή/και να χρησιμοποιεί εξοπλισμό εργασίας ο οποίος: α) Εάν τίθεται για πρώτη φορά στην διάθεση των εργαζομένων στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση μετά τη δημοσίευση του παρόντος, πρέπει να ανταποκρίνεται στις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας και στις ελάχιστες προδιαγραφές που προβλέπονται στο παράρτημα I του άρθρου 8 του παρόντος, εφ’ όσον δεν υπάρχουν άλλες σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, ή ισχύουν εν μέρει. β) Εάν έχει ήδη τεθεί στη διάθεση των εργαζομένων στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση πριν τη δημοσίευση του παρόντος, πρέπει να ανταποκρίνεται στις ελάχιστες προδιαγραφές που προβλέπονται στο παράρτημα I του άρθρου 9 του παρόντος το αργότερο μέχρι και την 31/12/1996. 2. … 3. (όπως η παρ. 2 αναριθμήθηκε σε παρ. 3 και η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 2 του ανωτέρω π.δ. 89/1999) Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε, ο εξοπλισμός εργασίας, με την κατάλληλη συντήρηση, να διατηρείται σε επίπεδο τέτοιο που να ανταποκρίνεται, ανάλογα με την περίπτωση, στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 καθ’ όλη τη διάρκεια της χρησιμοποίησής του. 4. Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε κατά την χρήση των εξοπλισμών εργασίας, να επιτυγχάνεται βαθμός ασφάλειας αντίστοιχος προς τους στόχους που θέτουν οι διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ του άρθρου 9 του παρόντος διατάγματος» και στο άρθρο 9, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 6 του ως άνω π.δ. 89/1999, ότι: «Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του παρόντος τα παρακάτω παραρτήματα: α. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι: με τίτλο “Ελάχιστες προδιαγραφές που αναφέρονται στοάρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2”, β. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ: με τίτλο “Διατάξεις για τη χρησιμοποίηση των εξοπλισμών εργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 4”. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι … 2. Γενικές ελάχιστες προδιαγραφές που ισχύουν για τον εξοπλισμό εργασίας. 2.1. … 2.13. Εάν υπάρχουν κίνδυνοι λόγω επαφής με κινούμενα μηχανικά στοιχεία του εξοπλισμού εργασίας που μπορεί να προκαλέσουν ατυχήματα, πρέπει αυτά να είναι εφοδιασμένα με προφυλακτήρες ή με συστήματα που να εμποδίζουν την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες ή να σταματούν την κίνηση των επικίνδυνων στοιχείων πριν την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες. 2.14. Οι προφυλακτήρες και τα συστήματα προστασίας: 2.14.1.Πρέπει να είναι ανθεκτικής κατασκευής. 2.14.2. Δεν πρέπει να προκαλούν πρόσθετους κινδύνους. 2.14.3. Δεν πρέπει να μπορούν να παρακαμφθούν ή να αχρηστευθούν εύκολα. 2.14.4. Πρέπει να βρίσκονται σε επαρκή απόσταση από την επικίνδυνη ζώνη…,…, 2.19. Οι εργασίες συντήρησης πρέπει να μπορούν να εκτελούνται ενόσω έχει διακοπεί η λειτουργία του εξοπλισμού εργασίας. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, πρέπει, αν μπορούν, να λαμβάνονται τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα για την εκτέλεση των εργασιών αυτών ή οι εργασίες αυτές πρέπει να μπορούν να γίνονται έξω από τις επικίνδυνες ζώνες. 2.20. Το βιβλιάριο προληπτικού ελέγχου και συντήρησης κάθε εξοπλισμού που διαθέτει τέτοιο βιβλιάριο, πρέπει να τηρείται ενημερωμένο. 2.21. Κάθε εξοπλισμός εργασίας πρέπει να είναι εφοδιασμένος με σαφώς αναγνωρίσιμα συστήματα που να επιτρέπουν την απομόνωση από καθεμιά από τις πηγές παροχής ενέργειάς του. 2.22. Ο εξοπλισμός εργασίας πρέπει να φέρει τις απαραίτητες για την ασφάλεια των εργαζομένων προειδοποιητικές ενδείξεις και σημάνσεις. 2.23. Για την εκτέλεση των εργασιών παραγωγής, ρύθμισης και συντήρησης του εξοπλισμού εργασίας, οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν ασφαλή πρόσβαση και παραμονή σε όλα τα σημεία όπου χρειάζεται».
6. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 5 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), όπως η παράγραφος 2 αυτού ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016) και ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται ότι: «1…2. Τα δικαστήρια … Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης. 3. … 4. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και αυτεπαγγέλτως, εφόσον τούτο προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να δεσμευθεί το διοικητικό δικαστήριο από αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, απαιτείται κατ’ αρχήν ταυτότητα των προσώπων στα οποία αποδίδεται η παράβαση, ακόμη και εάν οι δυο διαδικασίες, η διοικητική και η ποινική, αφορούν ιδίας φύσεως αδίκημα (βλ. Ε.Δ.Δ.Α., απόφαση 6.12.2007, υπόθεση 29829/2005, Ε. Γιαννετάκης και Μεταφορική ΕΠΕ κατά Ελλάδας). Περαιτέρω, για την παραπάνω δέσμευση απαιτείται να βεβαιώνεται στην ποινική απόφαση η αντικειμενική ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης, ώστε να ανατρέπεται, κατά την πραγματική της βάση, η αιτιολογία της αντίστοιχης διοικητικής κύρωσης (πρβλ. ΣτΕ 1928/2010, 611/1995,1212/1994, βλ. ΔΕφΘεσ 1872/2022). Σε περίπτωση δε, που δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου έχει καταστεί αμετάκλητη, ή δεν συντρέχει έστω και μία εκ των ανωτέρω προϋποθέσεων, το διοικητικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που αμετακλήτως απαλλάσσει από ποινική κατηγορία συνδεόμενη, κατ’ ουσία, με το αντικείμενο της διοικητικής δίκης, πλην όμως τούτο υποχρεούται να τη συνεκτιμήσει κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του (πρβλ. ΣτΕ 175/2018, 3076/2017, 434/2017 7μ., 2403/2015, 1741/2015 Ολ.), καταλήγοντας αιτιολογημένα σε διαφορετικό συμπέρασμα (πρβλ. ΣτΕ 949/2012, 950/2012, 4161/2012 7μ., 2978/2011), συνεκτιμωμένων και των ειδικότερων νόμιμων προϋποθέσεων της οικείας διοικητικής παράβασης. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται τέτοια δέσμευση όταν η μεν απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου αφορά το νομικό πρόσωπο μίας εταιρείας, η δε απόφαση του ποινικού δικαστηρίου αφορά φυσικό πρόσωπο, το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας αυτής (πρβλ. ΣτΕ 406/2019 σκέψεις 5η και 6η, 175/2018 σκέψη 4η, 2002/2017 σκέψη 8η, 479/2017 σκέψη 7η, ΔΕφΑθ 3234/2020). Εξάλλου, το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει το τεκμήριο αθωότητας, έχει δεχθεί ότι απόφαση διοικητικού δικαστηρίου που έπεται τελικής αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για το ίδιο πρόσωπο, δεν πρέπει να την παραβλέπει και να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση, έστω και αν αυτή εχώρησε λόγω αμφιβολιών, ως “τελική” δε απόφαση, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης νομολογίας, νοείται η αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Προκειμένου να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο αθωότητας από την ανωτέρω άποψη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να δείξει ότι η ποινική διαδικασία συνδέεται κατ’ ουσίαν προς την διοικητική διαδικασία και αντίστοιχη διοικητική δίκη (βλ. ΣτΕ 175/2018). Επομένως, δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, από την ανωτέρω άποψη, σε περίπτωση κατά την οποία το διοικητικό δικαστήριο αποφαίνεται επί υπόθεσης επιβολής προστίμου για παραβατική συμπεριφορά, η οποία δεν είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημη ή, έστω, συναφής με εκείνη στην οποία αφορά η αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που επικαλείται ο ενδιαφερόμενος ως σχετική (πρβλ. ΔΕφΑθ 4083/2019 σκέψη 3). Ειδικότερα, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παραπάνω διάταξης της ΕΣΔΑ στην περίπτωση κατά την οποία η μία “ποινική” διαδικασία στρέφεται κατά νομικού προσώπου, ενώ η άλλη κατά του νόμιμου εκπροσώπου του, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ταυτότητα του προσώπου, έναντι του οποίου κινήθηκαν οι δύο διαδικασίες.
7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η προσφεύγουσα εταιρεία δραστηριοποιείται στον τομέα της παραγωγής και εμπορίας πτηνοτροφικών και ζωικών προϊόντων, διατηρώντας πτηνοσφαγείο στην Πιερία. Την 19-1-2020, στο χώρο παραγωγής της προσφεύγουσας, έλαβε χώρα εργατικό ατύχημα (με συνέπεια τον ακρωτηριασμό τριών δαχτύλων) του … του …, εργαζομένου της εταιρίας με την επωνυμία «… Ι.Κ.Ε.», στην οποία έχουν ανατεθεί με σύμβαση έργου από την προσφεύγουσα, οι εργασίες της εκφόρτωσης κλώβων, κρέμασης, σφαγής και τεμαχισμού των πουλερικών, αποστέωσης και φιλετοποίησης κρέατος στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας. Την 28-2-2020 διενεργήθηκε αυτοψία-έλεγχος στον χώρο του πτηνοσφαγείου που διατηρεί η προσφεύγουσα από επιθεωρητές του Τμήματος Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία (Τ.Ε.Α.Υ.Ε.) Πιερίας, προκειμένου να ληφθούν συμπληρωματικά στοιχεία. Κατά την ολοκλήρωση της αυτοψίας, συντάχθηκε το 626/28-2-2020 δελτίο ελέγχου των ως άνω επιθεωρητών, σύμφωνα με το οποίο διαπιστώθηκαν τα εξής: “1) Κατά την αυτοψία βρέθηκε σε λειτουργία στο χώρο της επιχείρησης σύνθετη μηχανή διαλογής-μεταφοράς και κοπής των εντοσθίων των πουλερικών. Για την κοπή των εντοσθίων, λειτουργούσε περιστρεφόμενος μεταλλικός δίσκος κοπής, έμπροσθεν του οποίου υπήρχε μεταλλικό καπάκι προστασίας για την αποφυγή προσέγγισης στην επικίνδυνη ζώνη. Όπως διαπιστώθηκε όμως κατά την αυτοψία, όταν άνοιγε το ανωτέρω καπάκι, δεν σταματούσε αυτόματα και η λειτουργία του δίσκου κοπής, με αποτέλεσμα να είναι υπαρκτός ο κίνδυνος ατυχήματος, από την προσέγγιση των εργαζομένων στην επικίνδυνη ζώνη του δίσκου κοπής (π.δ. 89/99, ν. 3850/10). 2)…». Με το ως άνω δελτίο ζητήθηκε, επίσης, η προσκόμιση των οδηγιών χρήσης της σύνθετης μηχανής κοπής, καθώς και έγγραφες εξηγήσεις της προσφεύγουσας σχετικά με τη διαπιστωθείσα παράβαση της εργατικής νομοθεσίας, εντός πέντε ημερών. Με τις 10777/18-3-2020 έγγραφες εξηγήσεις της, η προσφεύγουσα εταιρεία υποστήριξε ότι ο … δεν συνδέεται με οποιαδήποτε εργασιακή σχέση με την προσφεύγουσα, ούτε με την ανάδοχο εταιρία «…Ι.Κ.Ε.», σε κάθε περίπτωση η τελευταία είναι υπεύθυνη για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων της, ενώ δεν υπέπεσε στην αντίληψη της οποιοδήποτε εργατικό ατύχημα των εργαζομένων της την 19-1-2020. Προέβαλλε, επίσης, ότι η σύνθετη μηχανή διαλογής- μεταφοράς και κοπής των εντοσθίων των πουλερικών, κατασκευής της εταιρίας … της Ολλανδίας, αγοράστηκε, συναρμολογήθηκε και τοποθετήθηκε στο χώρο του πτηνοσφαγείου τον Αύγουστο του 2019, σύμφωνα με τις οδηγίες, υποδείξεις και προδιαγραφές του κατασκευαστή και επιπλέον φέρει σήμανση CE, όπως και ότι η διάταξη ασφαλείας σε σχέση με το μεταλλικό καπάκι προστασίας που αναφέρει το δελτίο ελέγχου δεν προβλέπεται στο εγχειρίδιο οδηγιών χρήσης του κατασκευαστή. Τέλος υποστήριξε ότι οποιαδήποτε παρέμβαση της προσφεύγουσας για την τοποθέτηση της διάταξης ασφαλείας στο μηχάνημα θα ακύρωνε την εγγύηση καλής λειτουργίας και το πιστοποιητικό CE και ότι έλαβε χώρα ενημέρωση των εργαζομένων για την ασφαλή χρήση και λειτουργία του μηχανήματος από τους τεχνικούς ασφαλείας. Κατόπιν των ως άνω διαπιστώσεων και εφόσον οι έγγραφες εξηγήσεις που παρέσχε η προσφεύγουσα δεν κρίθηκαν ικανοποιητικές, η Προϊσταμένη του Τμήματος Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία (Τ.Ε.Α.Υ.Ε.) Πιερίας του Σ.ΕΠ.Ε., υιοθετώντας την 309111/23-9-2020 Εισήγηση Επιβολής Προστίμου του Επιθεωρητή του ως άνω Τμήματος, εξέδωσε την προσβαλλόμενη 319696/1-10-2020 πράξη επιβολής προστίμου, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας πρόστιμο ύψους 11.000 ευρώ, για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 9 εδάφιο 2.13 του Παραρτήματος Ι του π.δ. 395/1994, σχετικά με την τήρηση ελαχίστων προδιαγραφών ασφάλειας και υγείας κατά τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους. Εξάλλου, όπως ρητά αναφέρεται στην ως άνω πράξη «το πρόστιμο δεν συνδέεται με τον συγκεκριμένο εργαζόμενο, ούτε και με το εργατικό ατύχημα που συνέβη την 19.01.2020. Το πρόστιμο επιβλήθηκε για την έλλειψη μέτρων ασφαλείας στη συγκεκριμένη μηχανή, η οποία βρισκόταν στο χώρο παραγωγής της επιχείρησης και λειτουργούσε για λογαριασμό της. Τα μέτρα ασφαλείας μιας μηχανής δεν εξαντλούνται μόνο σε αυτά που ορίζονται από τον κατασκευαστή, αλλά συνυπολογίζονται και συνεκτιμώνται: ο τρόπος συναρμολόγησης, εγκατάστασης, συναρμολόγησης με άλλες μηχανές, προσαρμογής στις ιδιαιτερότητες των συγκεκριμένων θέσεων και του τρόπου εργασίας κ.α. Συνεπώς, με βάση τις επιταγές της νομοθεσίας, η μηχανή θα έπρεπε να πληροί όλους τους όρους ασφαλείας και να μην επέτρεπε το άνοιγμα του προφυλακτήρα ενώ βρισκόταν σε λειτουργία, ενώ οποιαδήποτε προσαρμογή, μπορούσε να γίνει με τον κατάλληλο έλεγχο και την πιστοποίηση από αρμόδιο φορέα ή πρόσωπο». Τέλος, σύμφωνα με το φύλλο υπολογισμού του ύψους του επιβαλλόμενου προστίμου της ως άνω Εισηγήσεως του Επιθεωρητή, η οποία και υιοθετήθηκε, ο αριθμός των εργαζομένων στην επιχείρηση του προσφεύγοντος ανερχόταν σε ενενήντα πέντε (95), η δε επιχείρηση ανήκε στην κατηγορία Β και έλαβε δείκτη 4, ενώ, η σοβαρότητα της αποδιδόμενης παράβασης χαρακτηρίσθηκε ως υψηλή, χωρίς να προκύπτει σε βάρος της προσφεύγουσας υποτροπή, λόγω τέλεσης παρόμοιων παραβάσεων σε προγενέστερο χρόνο.
8. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως οι λόγοι αυτής συμπληρώνονται απ’ το νομίμως κατατεθέν ΠΛ297/11-10-2023 δικόγραφο προσθέτων λόγων και αναπτύσσονται με το κατατεθέν, την 3-11-2023, υπόμνημα, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση, άλλως, τη μεταρρύθμιση της ως άνω πράξης επιβολής προστίμου. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο προσφυγής προβάλλει ότι οι διαπιστώσεις των ελεγκτικών οργάνων του Τ.Ε.Α.Υ.Ε. αναφορικά με την έλλειψη προδιαγραφών ασφαλείας της επίμαχης σύνθετης μηχανής διαλογής-μεταφοράς και κοπής των εντοσθίων είναι εσφαλμένες και σε κάθε περίπτωση νόμω και ουσία αβάσιμες. Τούτο διότι, κατά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η επίμαχη μηχανή, κατασκευής της εταιρίας … της Ολλανδίας, αγοράστηκε, συναρμολογήθηκε και τοποθετήθηκε στο χώρο του πτηνοσφαγείου σύμφωνα με τις οδηγίες, υποδείξεις και προδιαγραφές του κατασκευαστή και, επιπλέον, φέρει σήμανση CE, κατά συνέπεια πληροί όλες τις προδιαγραφές ασφαλείας που τίθενται από τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, ισχυρίζεται ότι η έλλειψη της επικαλούμενης διάταξης ασφαλείας στη σύνθετη μηχανή, σε σχέση με το μεταλλικό καπάκι προστασίας και το ενδεχόμενο άνοιγμα αυτού, δεν καθιστούσαν τον περιστρεφόμενο μεταλλικό δίσκο κοπής, έμπροσθεν του οποίου βρίσκεται το μεταλλικό καπάκι προστασίας, επικίνδυνο για τον χειριστή της μηχανής, διότι η τελευταία διαθέτει προφυλακτήρα μπροστά από τον δίσκο κοπής. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 9 Παράρτημα Ι εδάφιο 2.13 του ΠΔ 395/1994 θέτει διαζευκτικά και όχι σωρευτικά τις σχετικές απαιτήσεις. Ως εκ τούτου, εφόσον η επίμαχη σύνθετη μηχανή είναι εφοδιασμένη με προφυλακτήρα, δεν απαιτείται επιπλέον της αποδεδειγμένης ύπαρξης αυτού, ο εξοπλισμός εργασίας να είναι εφοδιασμένος σωρευτικά και με διάταξη που να σταματά την κίνηση του περιστρεφόμενου μεταλλικού δίσκου κοπής πριν την πρόσβαση σε αυτόν. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι τυχόν άνοιγμα του προφυλακτήρα και έκθεση του εργαζομένου στην επικίνδυνη ζώνη, θα οφείλεται σε εσφαλμένο χειρισμό του εργαζομένου, αποκλειστικής του υπαιτιότητας. Επιπλέον προβάλλει ότι η διάταξη ασφαλείας σε σχέση με το μεταλλικό καπάκι προστασίας που αναφέρει το δελτίο ελέγχου δεν προβλέπεται στο εγχειρίδιο οδηγιών χρήσης του κατασκευαστή και οποιαδήποτε παρέμβαση της προσφεύγουσας για την τοποθέτηση της διάταξης ασφαλείας στο μηχάνημα θα ακύρωνε την εγγύηση καλής λειτουργίας και το πιστοποιητικό CE. Με τον δεύτερο λόγο προσφυγής, προβάλλεται έλλειψη σαφούς, πλήρους και ειδικής αιτιολογίας ή σε κάθε περίπτωση ελλιπής αιτιολογία που έχει τεθεί ως ουσιώδης τύπος της προσβαλλόμενης πράξης. Περαιτέρω με τον τρίτο λόγο προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το πρόστιμο υπολογίστηκε εσφαλμένα και σε κάθε περίπτωση είναι υπερβολικό το ύψος αυτού. Συγκεκριμένα, κατά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, το αρμόδιο όργανο έσφαλε ως προς τον χαρακτηρισμό της αποδιδόμενης παράβασης ως «Υψηλής» (και κατ’ επέκταση ο δείκτης που συνυπολογίζεται είναι το 3), ενώ υποστηρίζει ότι η παράβαση κατατάσσεται στην κατηγορία «Σημαντική» (και πρέπει να λάβει δείκτη αριθμού 2). Περαιτέρω, προβάλλεται ότι εσφαλμένα επιλέχθηκε ο δείκτης 4 της κατηγορίας Β των επιχειρήσεων του άρθρου 10 του ν. 3850/2010, ενώ, λόγω του ότι η επιχείρηση δεν ήταν υπότροπη, έπρεπε να επιλεχθεί ο χαμηλότερος δείκτης 3. Ως εκ τούτου, υποστηρίζεται ότι το πρόστιμο κατατάσσεται στην 3η Κλίμακα του σχετικού πίνακα, τα όρια του προστίμου κυμαίνονται μεταξύ 5.001 ευρώ–10.400 ευρώ και εσφαλμένα προσδιορίστηκε από την Προϊσταμένη στην 4η Κλίμακα, στο ποσό των 11.000 ευρώ. Επίσης, με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, η προσφεύγουσα εταιρεία, επικαλείται τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. καθώς και την …/2023 αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, με την οποία οι κατηγορούμενοι … και …, ιδιοκτήτης και εκπρόσωπος της προσφεύγουσας και εκπρόσωπος της επιχείρησης «… Ι.Κ.Ε.», αντίστοιχα, κηρύχθηκαν αθώοι, για το αδίκημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο (άρθρο 314 ΠΚ) και της παραβίασης της υποχρέωσης του εργοδότη να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια του εργαζομένου του (άρθρα 42 και 72 του ν. 3850/2010 σε συνδυασμό με το άρθρο 9 παρ. 1 εδάφια 2.19 έως 2.23 του ΠΔ 395/1994). Βάσει των ανωτέρω, η προσφευγουσα προβάλλει ότι συντρέχει, εν προκειμένω, υποχρέωση του διοικητικού δικαστή να απόσχει από τη διατύπωση κρίσης που να θέτει εν αμφιβόλω το αθωωτικό αποτέλεσμα της αμετακλήτως περαιωθείσας ποινικής διαδικασίας, ότι δεσμεύεται από την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, καθόσον δεν υπάρχει παράβαση των μνημονευομένων σε αυτήν διατάξεων. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων: α) έγγραφα στην αγγλική γλώσσα, τα οποία η προσφεύγουσα αναφέρει ότι είναι: το …/28.11.2018 συμβόλαιο αγοράς της επίμαχης σύνθετης μηχανής και το σχετικό εγχειρίδιο χρήσης του κατασκευαστή, τα οποία, ωστόσο, δεν δύναται να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, καθότι έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και δεν συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση στα ελληνικά, όπως απαιτείται κατ’ άρθρο 172 του Κ.Δ.Δ., β) την από 17-10-2023 δήλωση συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μηχανήματα (Οδηγία 2006/42/ΕΕ), συνταχθείσα στη αγγλική γλώσσα και συνοδευόμενη από ελληνική μετάφραση, γ) την από 17.-0-2023 δήλωση συμμόρφωσης προς την Οδηγία 2014/30/ΕΕ (Οδηγία για την Ηλεκτρομαγνητική Συμβατότητα), συνταχθείσα στη αγγλική γλώσσα και συνοδευόμενη από ελληνική μετάφραση, δ) την από 17-10-2023 δήλωση επαφής σε σχέση με τα τρόφιμα, συνταχθείσα στη αγγλική γλώσσα και συνοδευόμενη από ελληνική μετάφραση, ε) το από 1-1-2020 ιδιωτικό συμφωνητικό περί ανάθεσης έργου, μεταξύ της προσφεύγουσας και της εταιρίας «…», στ) ακριβές αντίγραφο των πρακτικών της συνεδριάσεως της 20-1-2023 και της …/2023 αποφάσεως του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, με την οποία οι κατηγορούμενοι … και …, ιδιοκτήτης και εκπρόσωπος της προσφεύγουσας και εκπρόσωπος της επιχείρησης «.. Ι.Κ.Ε.», αντίστοιχα, κηρύχθηκαν αθώοι, για το αδίκημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο (άρθρο 314 ΠΚ) και της παραβίασης της υποχρέωσης του εργοδότη να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια του εργαζομένου του (άρθρα 42 και 72 του Ν. 3850/2010 σε συνδυασμό με το άρθρο 9 παρ. 1 εδάφια 2.19 έως 2.23 του ΠΔ 395/1994), με την εξής αιτιολογία: «Το αδίκημα της πρόκλησης σωματικής βλάβης (από αμέλεια) προσβάλλει το έννομο αγαθό της σωματικής ακεραιότητας ορισμένου φυσικού προσώπου. Επομένως, αν ο φερόμενος ως παθών, δηλώσει στο ακροατήριο ότι, εν τέλει, έχει μείνει ικανοποιημένος από τα μέτρα ασφαλείας στην επιχείρηση που εργαζόταν και ότι αυτός ο ίδιος είναι ο αποκλειστικός υπαίτιος για το εργατικό ατύχημα, που προκάλεσε τη σωματική βλάβη, δεν καταλείπεται περιθώριο για την ποινική καταδίκη άλλων προσώπων, και δη των κατηγορουμένων της παρούσας δίκης. Ομοίως, αφού, κατά δήλωση του παθόντος, όλα λειτουργούσαν όπως θα έπρεπε στην επιχείρηση, δεν απομένει περιθώριο για την ποινική καταδίκη των κατηγορουμένων για αθέτηση της υποχρέωσής τους να εξασφαλίζουν τη σωματική υγεία των εργαζομένων τους», ζ) την …/06.10.2023 υπηρεσιακή βεβαίωση του Πρωτοδικείου Κατερίνης, σύμφωνα με την οποία κατά της ως άνω αθωωτικής απόφασης δεν είχαν ασκηθεί έως την προτεραία τα ένδικα μέσα της έφεσης ή της αίτησης αναίρεσης. Αντιθέτως, το καθ’ ου, με την από 11-4-2023 έκθεση των απόψεων της Προϊσταμένης του ΤΕΑΥΕ Πιερίας της Επιθεώρησης Εργασίας, ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης προσφυγής ως αβάσιμης.
9. Επειδή, ως προς τον πρώτο λόγο προσφυγής, ενόψει του υφισταμένου για τον συγκεκριμένο ένδικο εξοπλισμό εργασίας κινδύνου, ο οποίος προέρχεται από την ενδεχόμενη ανθρώπινη επαφή με τα κινούμενα μηχανικά στοιχεία του εξοπλισμού, έπρεπε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Παραρτήματος Ι, τα εν λόγω στοιχεία να είναι εφοδιασμένα είτε με προφυλακτήρες, είτε με συστήματα παρεμπόδισης της πρόσβασης στις επικίνδυνες ζώνες, είτε με συστήματα παύσης της κίνησης των επικίνδυνων στοιχείων πριν από την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες και ακόμη αυτά να είναι ανθεκτικής κατασκευής, να μην μπορούν να παρακαμφθούν ή να αχρηστευθούν εύκολα και να βρίσκονται σε επαρκή απόσταση από την επικίνδυνη ζώνη (πρβλ. ΔΕφΑθ 4083/2019). Επίσης, στην περίπτωση που διαπιστώνονται ελλείψεις στον εξοπλισμό από τις οποίες προκαλείται άμεσος και σοβαρός κίνδυνος για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, πρέπει να διακόπτεται αμέσως η εργασία, στο σημείο που εμφανίζονται οι ελλείψεις, μέχρι την αποκατάσταση τους. Εξάλλου, τα κινούμενα στοιχεία του εξοπλισμού, που είναι δυνατό να δημιουργήσουν κινδύνους για τους εργαζομένους, επιβάλλεται να μην είναι προσιτά ή να αποκλείεται τυχαία επαφή μαζί τους στο μέτρο που αυτό δεν παρακωλύει τη λειτουργία και χρήση τους. Όπως διαπιστώθηκε κατά τον έλεγχο στην επιχείρηση της προσφεύγουσας, βρέθηκε σε λειτουργία στο χώρο της επιχείρησης σύνθετη μηχανή διαλογής-μεταφοράς και κοπής των εντοσθίων των πουλερικών. Για την κοπή των εντοσθίων, λειτουργούσε περιστρεφόμενος μεταλλικός δίσκος κοπής, έμπροσθεν του οποίου υπήρχε μεταλλικό καπάκι προστασίας για την αποφυγή προσέγγισης στην επικίνδυνη ζώνη. Όπως διαπιστώθηκε, όμως, κατά την αυτοψία (βλ. το 626/28-2-2020 δελτίο ελέγχου), όταν άνοιγε το ανωτέρω καπάκι, δεν σταματούσε αυτόματα και η λειτουργία του δίσκου κοπής, με αποτέλεσμα να είναι υπαρκτός ο κίνδυνος ατυχήματος, από την προσέγγιση των εργαζομένων στην επικίνδυνη ζώνη του δίσκου κοπής. Κατά συνέπεια, υπήρχε μεν στη μηχανή προφυλακτήρας που να εμποδίζει την πρόσβαση των χεριών του χειριστή στην επικίνδυνη ζώνη περιστροφής του μεταλλικού δίσκου κοπής, εντούτοις, ήταν δυνατή η αφαίρεση αυτού από τον εργαζόμενο, χωρίς να υπάρχει σύστημα παύσης της κίνησης των επικίνδυνων στοιχείων, ήτοι διάταξη που να διακόπτει την κίνηση του μεταλλικού δίσκου κοπής πριν από την πρόσβαση των χεριών του χειριστή στην ίδια ζώνη. Ως εκ τούτου, η αποτελεσματικότητα του προφυλακτήρα ως προς την πρόσβαση στη επικίνδυνη περιοχή περιοριζόταν, καθιστώντας αναγκαία τη λήψη επιπρόσθετων ιδιαίτερων μέτρων από τον εργοδότη και τη βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, κρίνει ότι, η προσφεύγουσα υπέπεσε στην αποδοθείσα παράβαση των διατάξεων του άρθρου 9 εδάφιο 2.13 του Παραρτήματος Ι του π.δ. 395/1994, καθόσον η επίμαχη μηχανή ναι μεν έφερε προστατευτικό κάλυμμα, που εμπόδιζε την πρόσβαση σ’ αυτό των εργαζομένων, όμως το κάλυμμα αυτό, κατά το άνοιγμα του, δεν διέκοπτε την κίνηση της εν λόγω μηχανής, έτσι ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος ατυχήματος των εργαζομένων. Οι εν λόγω απαιτήσεις της ως άνω διάταξης, εφόσον δεν εξασφαλίζεται πλήρως η προστασία των εργαζομένων από τον κίνδυνο πρόσβασης στην επικίνδυνη περιοχή με την τοποθέτηση του προφυλακτήρα, δεν τίθενται αυστηρώς διαζευκτικά. Η παράβαση, δε, αυτή δεν αναιρείται από το ότι ο κατασκευαστής του εν λόγω μηχανήματος δεν είχε προσαρμόσει σ’ αυτό σύστημα παύσης της κίνησης των επικίνδυνων στοιχείων, αφού οι ως άνω διατάξεις θέτουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις ασφαλείας, οι οποίες και πρέπει να τηρούνται για χάρη της ασφάλειας των εργαζομένων, με την επιλογή εκ μέρους των εργοδοτών των κατάλληλων και σύμφωνων με τη νομοθεσία αυτή μηχανημάτων ή με την προσαρμογή σ’ αυτά των κατάλληλων προφυλακτήρων ή άλλων συστημάτων ασφαλείας, αφού οι εργοδότες είναι αυτοί που φέρουν και την σχετική ευθύνη για την τήρηση των ως άνω διατάξεων. Εξάλλου, τυχόν αμελής συμπεριφορά του χειριστή δεν ασκεί επιρροή στην επιβολή του προστίμου για παράβαση της νομοθεσίας για την ασφάλεια και την υγεία στους χώρους εργασίας, αφενός διότι τα συστήματα ασφαλείας που τοποθετούνται στον εξοπλισμό εργασίας, πρέπει να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση του χειριστή στην επικίνδυνη ζώνη σε κάθε περίπτωση, δηλαδή ακόμη κι αν αυτός επιδείξει αμέλεια κατά την εκτέλεση της εργασίας, αφετέρου διότι ο εργοδότης οφείλει να θέτει στη διάθεση των εργαζομένων εξοπλισμό κατάλληλο για την εκτέλεση της εκάστοτε εργασίας, από τη χρήση του οποίου δεν θα τίθεται σε κίνδυνο η υγεία και η ασφάλειά του. Τέλος, οι ειδικότεροι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας που αφορούν στην εκ μέρους της τήρηση των επιταγών της κείμενης νομοθεσίας σε θέματα ασφάλειας και καλής λειτουργίας των εγκαταστάσεών της, στη διαρκή ενημέρωση των εργαζομένων της σε θέματα ασφαλείας και χρήσης της επίμαχης μηχανής, όπως και ότι έφερε τις προδιαγραφές ασφαλείας του κατασκευαστή της και σήμανση CE, προβάλλονται αλυσιτελώς, διότι δεν αναιρούν τα ευρήματα του ανωτέρω ελέγχου που στοιχειοθετούν την αποδοθείσα σε βάρος της παράβαση (πρβλ. ΔΕφΘεσ 1872/2022).
10. Επειδή, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται πλημμέλεια της προσβαλλόμενης πράξης ελλείψει επαρκούς αιτιολογίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της τυπικής αιτιολογίας της πράξης, εφόσον για την τελευταία αρκεί να μνημονεύεται στο σώμα της η αποδιδόμενη παράβαση και το πρόστιμο που επιβάλλεται, ενώ από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει υποχρέωση αναγραφής επί της πράξης επιβολής προστίμου όλων των στοιχείων που δικαιολογούν την επιβολή του και μάλιστα με συνέπεια την ακυρότητα της πράξης. Κατά τα λοιπά, η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται και να περιέχεται στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (βλ. ΣτΕ 4166/2012, 3864/2004), όπως συμπληρώνεται εν προκειμένω, ιδίως, από το 626/28.02.2020 δελτίο ελέγχου, καθώς και την 309111/23.09.2020 εισήγηση του αρμόδιου επιθεωρητή με το σχετικό φύλλο υπολογισμού του εισηγούμενου προστίμου, όπου εκτίθεται αναλυτικά η συνεκτίμηση των, προβλεπόμενων από την 29164/755/27.06.2019 υπουργική απόφαση, κριτηρίων για τον υπολογισμό του (πρβλ. ΣτΕ 1085/2018, 985/2017, 669/2016). Κατά δε το μέρος που αναφέρεται στην ουσιαστική αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, ο ίδιος λόγος προβάλλεται αλυσιτελώς, καθόσον το Δικαστήριο κρίνοντας επί της προσφυγής δύναται να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου, καθώς και στην ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον προσήκοντα κανόνα δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 2928/2017, 2455/2016, 3200/2015, 1352/2013, 620/2012, 2780/2012 7μ.), αναπληρώνοντας την αιτιολογία των προσβαλλόμενων ενώπιόν τους διοικητικών πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 1818/2015, 4262/2011).
11. Επειδή, ως προς το ύψος του επιβληθέντος προστίμου (11.000 ευρώ), λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) κατά την επιμέτρησή του εφαρμόστηκε, όπως προκύπτει από το σχετικό φύλλο υπολογισμού στην 309111/23.09.2020 Εισήγηση Επιβολής Προστίμου του Επιθεωρητή …, η ισχύουσα κατά τον κρίσιμο χρόνο της τέλεσης της ένδικης παράβασης 29164/755/27.06.2019 υπουργική απόφαση, η οποία προβλέπει τη λήψη υπόψη διάφορων κριτηρίων και υπο-κριτηρίων για τον υπολογισμό του προστίμου (αριθμός εργαζόμενων, σοβαρότητα των συνεπειών της παράβασης και της έκτασης του κινδύνου, κατηγορία επιχείρησης, με βάση το άρθρο 10 του ν. 3850/2010, υποτροπή, βαθμός συνεργασίας), τα οποία είναι πρόσφορα και κατάλληλα για το σκοπό αυτό, β) η σοβαρότητα της παράβασης, η οποία, ενόψει του επισυμβάντος ατυχήματος του ακρωτηριασμού, χαρακτηρίζεται, ως «υψηλή» (τιμή δείκτη 3), γ) το απασχολούμενο προσωπικό της επιχείρησης ανέρχεται σε ενενήντα πέντε (95) άτομα (τιμή δείκτη 7), δ) η επιχείρηση ανήκει στη Β κατηγορία, κατ’ άρθρο 10 του ν. 3850/2010 και νομίμως επιλέχθηκε ο δείκτης 4, βάσει της συνολικής εικόνας της επιχείρησης και των αυξημένων κινδύνων που ενέχει για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, λόγω του όγκου και της πολυπλοκότητας του ηλεκτρομηχανολογικού της εξοπλισμού, χωρίς για την επιλογή του δείκτη αυτού να είναι απαραίτητο η επιχείρηση να είναι υπότροπη, όπως αβασίμως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ε) η επιχείρηση δεν είναι υπότροπος, στ) ο βαθμός συνεργασίας της επιχείρησης που από κανένα από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι δεν ήταν ικανοποιητικός, ζ) το πρόστιμο προσδιορίζεται βάσει του πίνακα της ως άνω υπουργικής απόφασης στην 4η κλίμακα, από 10.401 ευρώ έως 20.300 ευρώ και, εφόσον δεν συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις αναπροσαρμογής του προστίμου, το Δικαστήριο κρίνει ότι το επιβληθέν πρόστιμο νομίμως προσδιορίστηκε στο ποσό των 11.000 ευρώ, απορριπτομένων ως αβασίμων των αντίθετων ισχυρισμών της προσφεύγουσας. Τέλος, το ύψος του επιβληθέντος προστίμου (11.000 ευρώ), το οποίο πάντως, βρίσκεται κοντά στα κατώτατα νόμιμα όρια (από 10.401,00 έως € 20.300,00 €) είναι εύλογο και προσήκον, ενόψει του είδους, της σοβαρότητας της παράβασης σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα που αυτή δύναται να επιφέρει (πχ. ακρωτηριασμός) και της έκτασης του κινδύνου που συνεπάγεται για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων.
12. Επειδή, η ως άνω προσκομισθείσα με τους πρόσθετους λόγους από την προσφεύγουσα, υπ’ αριθμ…./20-1-2023 απόφαση του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης (μετά των οικείων πρακτικών), η οποία κατέστη αμετάκλητη και με την οποία οι … και … ιδιοκτήτης και εκπρόσωπος της προσφεύγουσας και εκπρόσωπος της επιχείρησης «…», αντίστοιχα, κηρύχθηκαν αμετάκλητα αθώοι, για το αδίκημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο (άρθρο 314 ΠΚ) και της παραβίασης της υποχρέωσης του εργοδότη να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια του εργαζομένου του (άρθρα 42 και 72 του ν. 3850/2010 σε συνδυασμό με το άρθρο 9 παρ. 1 εδάφια 2.19 έως 2.23 του π.δ 395/1994) για το εργατικό ατύχημα που υπέστη ο εργαζόμενος …την 19-1-2020, δεν δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην έκτη σκέψη της παρούσας, καταρχάς διότι δεν αφορά το νομικό πρόσωπο της προσφεύγουσας το οποίο αφορά η παρούσα απόφαση, αλλά φυσικά πρόσωπα και ειδικότερα τον εκπρόσωπο αυτής και τον εκπρόσωπο της επιχείρησης «….». Εξάλλου, η ως άνω αθωωτική ποινική απόφαση, αφορά στην παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 42 και 72 του ν. 3850/2010 σε συνδυασμό με το άρθρο 9 παρ. 1 εδάφια 2.19 έως 2.23 του π.δ. 395/1994, και ειδικότερα όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης αυτής, στην υποχρέωση του εργοδότη τήρησης των όρων ασφαλούς εκτέλεσης εργασιών, με τον εφοδιασμό του παθόντος με μέσα ατομικής προστασίας (γάντια), με τη γνωστοποίηση του τυχόν κινδύνου από την εκτέλεση της εργασίας του, με την παροχή κατάλληλων οδηγιών και με την τοποθέτηση του απαιτούμενου προστατευτικού καπακιού, ώστε να εμποδίζεται η πρόσβαση των χεριών του στον μεταλλικό δίσκο του μηχανήματος κοπής. Ωστόσο, η αποδιδόμενη σε βάρος της προσφεύγουσας διοικητική παράβαση, η οποία δεν επιβλήθηκε για το συγκεκριμένο εργατικό ατύχημα της 19-1-2020, αφορά στην παραβίαση του άρθρου 9 εδάφιο 2.13 του Παραρτήματος Ι του π.δ. 395/1994, σχετικά με την επικινδυνότητα του επίμαχου μηχανήματος και ειδικότερα στην παράλειψη εφοδιασμού της σύνθετης μηχανής κοπής με κατάλληλο σύστημα παύσης της κίνησης των επικίνδυνων στοιχείων, ήτοι διάταξης που να διακόπτει την κίνηση του μεταλλικού δίσκου κοπής πριν από την πρόσβαση των χεριών του χειριστή στην ίδια ζώνη. Περαιτέρω, η αθώωση των εν λόγων προσώπων, όπως προκύπτει από την απόφαση αυτή, στηρίχθηκε στη δήλωση του παθόντος ότι ο ίδιος είναι αποκλειστικά υπαίτιος για το εργατικό ατύχημα που του συνέβη, χωρίς να καταλείπεται περιθώριο για την ποινική καταδίκη άλλων προσώπων, αντιθέτως δε η αποδιδόμενη σε βάρος της προσφεύγουσας διοικητική παράβαση δεν προϋποθέτει την ύπαρξη υπαιτιότητας. Για τους ίδιους λόγους δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, καθόσον εν προκειμένω το παρόν Δικαστήριο αποφαίνεται επί υπόθεσης επιβολής προστίμου για παραβατική συμπεριφορά, η οποία δεν είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημη ή, έστω, συναφής με εκείνη στην οποία αφορά η αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, που επικαλείται η προσφεύγουσα ως σχετική (πρβλ. ΔΕφΑθ 4083/2019 σκέψη 3).
13. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, ενώ, περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του παραβόλου που καταβλήθηκε (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.), απαλλασσομένης, ωστόσο, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, της προσφεύγουσας από τα δικαστικά έξοδα του διάδικου Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την προσφυγή.
Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.
Απαλλάσσει την προσφεύγουσα από τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Θεσσαλονίκη την 14-2-2024 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού.
Η Δικαστής Η Γραμματέας