ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Φορολογικές Διαφορές – Αίτημα σε Δ.Ο.Υ. για καταβολή τόκων επί επιδικασθέντων ποσών για αχρεωστήτως καταβληθέντες φόρους – Η αξίωση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων και η παρεπόμενη αξίωση καταβολής τόκων ασκείται με προσφυγή ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου χωρίς δέσμευση από τις περί προθεσμίας διατάξεις, ανεξαρτήτως εάν ο φορολογούμενος έχει πρώτα απευθυνθεί στην αρμόδια φορολογική αρχή, εκτός αν η τελευταία απέρριψε το περί επιστροφής αίτημά του με ρητή πράξη, οπότε χωρεί μόνον προσφυγή κατά της ρητής αυτής πράξεως μέσα στη νόμιμη προθεσμία από την κοινοποίησή της στο φορολογούμενο – Η ένδικη προσφυγή ασκήθηκε εκπροθέσμως – Απορρίπτει την προσφυγή
Αριθμός απόφασης: 5342/2023
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΙΒ’ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Μαρτίου 2023, με δικαστή τη Δήμητρα Παπαευθυμίου, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τον Κωνσταντίνο Δάρδα, δικαστικό υπάλληλο,
γ ι α να κρίνει την προσφυγή με ημερομηνία κατάθεσης 23-9-2021 (αρ. καταχώρησης ΠΡ2009/23-9-2021),
τ ο υ …του …κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός…), ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι εγκρίνει την άσκηση της προσφυγής,
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της αρχής αυτής, ο οποίος δεν παρέστη.
Το Δικαστήριο αφού μελέτησε την δικογραφία,
Σκέφθηκε κατά το νόμο:
1. Επειδή, με την υπό κρίση προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό αριθμό 573019168953 0918 0070 δεσμευμένο ηλεκτρονικό παράβολο), ζητείται η ακύρωση της με αριθ. 1385/4-7-2017 απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε., με την οποία απορρίφθηκε η με αριθ. πρωτ. 24759/30-3-2017 ενδικοφανής προσφυγή που άσκησε ο προσφεύγων κατά της με αριθ. 2989/15-3-2017 αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου του Τμήματος Γ’ Συμμόρφωσης και Σχέσεων με τους φορολογουμένους της Δ’ Δ.Ο.Υ Θεσσαλονίκης. Η αρνητική αυτή απάντηση εκδόθηκε επί της με αριθ. πρωτ. 2989/23-1-2017 αίτησης του προσφεύγοντος, με την οποία ο τελευταίος ζήτησε να διενεργηθεί υπολογισμός των τόκων, που αντιστοιχούν στα επιδικασθέα σε αυτόν με τις …/2013, …/2013 και …/2013 αποφάσεις του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ποσά αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων και η καταβολή τους από την ανωτέρω Δ.Ο.Υ, το ποσό των οποίων προσδιορίζεται σε 3.194,94 ευρώ.
2. Επειδή, νομίμως προχώρησε το Δικαστήριο στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του καθ’ ου η προσφυγή, το οποίο κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως για να παραστεί σε αυτήν (βλ. το από 25-1-2023 αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Σωκράτη Παντελίδη).
3. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζει στο άρθρο 63 ότι: «1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή….» και στο άρθρο 71 ότι: «1. Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου…. 4. Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αγωγή είναι απαράδεκτη αν πρόκειται για αξίωση φορολογικού εν γένει περιεχομένου…». Επειδή, όπως έχει κριθεί, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 63 παρ. 1 και 71 παρ.1 και 4 του ΚΔΔ, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (ΚΦΔ, π.δ. 331/1985, Α΄ 116) και του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4486/1965 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων» (Α΄ 131), οι οποίες, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 285 παρ. 1 του ΚΔΔ, εξακολουθούν να ισχύουν, εφόσον ο Κώδικας αυτός δεν περιέχει διάταξη περί προσδιορισμού της έννοιας της φορολογικής διαφοράς (βλ. ΣτΕ 834/2010 Ολομ., 4603/2012, 3363/2013, 2123/2015, 1941/2020), για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται κατά τον καταλογισμό φόρων, δασμών, συναφών κυρώσεων κ.λπ., συμπεριλαμβανομένων και των διαφορών που αφορούν την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων κ.λπ., ο φορολογούμενος δύναται να ασκήσει ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου μόνο το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, όχι δε και το ένδικο βοήθημα της αγωγής (βλ. ΣτΕ 2738/2022, 2123/2015, 3340/2010, 1764/1994 επταμ. κ.ά.). Επομένως, για την αποκατάσταση της ζημίας από την καταβολή φόρου κ.λπ. χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση, ο νόμος επιτρέπει την επιδίωξη επιστροφής του παρανόμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού με προσφυγή και όχι με αγωγή αποζημίωσης (ΣτΕ 1062/2006, 2950/2003). Και πριν όμως από την εισαγωγή του ως άνω Κώδικα, από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1 και 73 του ΚΦΔ και του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4486/1965, καθώς και από τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 5 του ν. 702/1977 (Α΄ 268) και των άρθρων 1 (παρ. 1 και 2 περ η΄) και 2 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), με τις οποίες το ένδικο βοήθημα της αγωγής (ασκούμενο κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 24 επ. του π.δ. 341/1978, Α΄ 71) προβλέφθηκε για άλλες κατηγορίες διοικητικών διαφορών, συνάγεται ότι για την επίλυση των ως άνω διαφορών ο φορολογούμενος μπορούσε να ασκήσει αποκλειστικώς το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων 73 και επ. του ΚΦΔ. Ειδικότερα, με τον ν. 1406/1983 δεν επεκτάθηκε η δυνατότητα άσκησης αγωγής αποζημίωσης και στις διαφορές που αφορούν την επιστροφή φόρων κ.λπ., αλλά απλώς μεταβιβάστηκε από τα πολιτικά στα διοικητικά δικαστήρια η δικαιοδοσία να κρίνουν διαφορές η επίλυση των οποίων μπορούσε να επιδιωχθεί με το ένδικο βοήθημα της αγωγής αποζημίωσης ήδη υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, πράγμα το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, δεν ίσχυε για τις διαφορές προς αποκατάσταση ζημίας από την καταβολή αχρεωστήτως φόρων κ.λπ. Εξάλλου, ούτε με το άρθρο 19 του ν. 1868/1989 (Α΄ 230), με το οποίο προβλέφθηκε η αυτοτέλεια της αγωγής σε σχέση με την προσφυγή ή άλλα ένδικα βοηθήματα, επεκτάθηκε η δυνατότητα άσκησης αγωγής στις ανωτέρω διαφορές, δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο δεν περιέχει τέτοια πρόβλεψη, αλλά απλώς ρυθμίζει ζητήματα που αφορούν τη σχέση αγωγής με την προσφυγή και άλλα ένδικα βοηθήματα στις περιπτώσεις που ήδη προβλέπεται από τον νόμο η άσκηση αγωγής (ΣτΕ 2738/2022, 3340/2010, βλ. ΣτΕ 1764/1994 επταμ., 2950/2003, 1062/2006).
4. Επειδή, με την ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 71 του ΚΔΔ, με την οποία απαγορεύεται ρητώς η άσκηση αγωγής για χρηματικές αξιώσεις «φορολογικού εν γένει περιεχομένου», θεσπίζεται εξαίρεση από τον κανόνα της παραγράφου 1 του ίδιου ως άνω άρθρου 71 σχετικά με τη δυνατότητα άσκησης αγωγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων για τις χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Κατά την έννοια δε της προαναφερθείσας παραγράφου 4, η οποία, λόγω του εξαιρετικού της χαρακτήρα, είναι στενώς ερμηνευτέα, η απαγόρευση άσκησης αγωγής αφορά μόνο τις αξιώσεις φορολογικού-τελωνειακού περιεχομένου, όπως αυτές οριοθετούνται με τις θεσπισθείσες πριν από την έναρξη της ισχύος του ΚΔΔ διατάξεις, οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, εξακολουθούν να ισχύουν (πρβ. ΣτΕ 1941/2020, 3363/2013). Ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη δεν αφορά τις αξιώσεις για την αποκατάσταση κάθε άλλης ζημίας ή τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που, κατά τους ισχυρισμούς του ζημιωθέντος, προκαλείται από παράνομη πράξη, παράλειψη ή ενέργεια των οργάνων της φορολογικής – τελωνειακής διοίκησης και δεν αποτελούν, κατά νόμο, αντικείμενο του ένδικου βοηθήματος της προσφυγής. Εξάλλου, η επίμαχη δικονομική ρύθμιση δικαιολογείται αντικειμενικά από το γεγονός ότι στις φορολογικές εν γένει διαφορές για την επίλυση των οποίων προβλέπεται η άσκηση προσφυγής περιλαμβάνονται κατά νόμο και εκείνες που αφορούν χρηματικές αξιώσεις για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, δασμών, τελών και συναφών κυρώσεων, κατά την εκδίκαση δε της προσφυγής αυτής, η οποία μπορεί να ασκηθεί αυτοτελώς ή και με σώρευση με την προσφυγή για την ακύρωση της πράξης ή παράλειψης της φορολογικής-τελωνειακής αρχής, το διοικητικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, κατόπιν ελέγχου της νομιμότητας της καταλογιστικής πράξης ή παράλειψης -με την επιφύλαξη της ύπαρξης δεδικασμένου- να επιδικάσει εντόκως (βλ. ΣτΕ 248- 249/2008 Ολομ.) το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό (ΣτΕ 2738/2022). Περαιτέρω, η υποχρέωση του Δημοσίου για καταβολή τόκων, νόμιμων ή υπερημερίας, για χρέος του, το οποίο απορρέει από την υποχρέωσή του να επιστρέψει φόρους κλπ. που έχουν καταβληθεί, είναι παρεπόμενη του πιο πάνω χρέους. Αν το χρέος αυτό απορρέει από σχέση δημόσιου δικαίου, όπως η φορολογική, η αμφισβήτηση, ως προς την παρεπόμενη αυτή υποχρέωση συνιστά διοικητική διαφορά. Συνεπώς, ο φορολογούμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων με αίτημα να του επιστραφούν οι ως άνω φόροι, ή, μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 1406/1983, με αίτημα να του καταβληθούν τόκοι για την ανωτέρω απαίτησή του. Ο φορολογούμενος επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, να σωρεύσει στην προσφυγή του τα ως άνω δύο αιτήματα (ΣτΕ Ολ. 248/2008). Επίσης, κατά την έννοια των ίδιων ως άνω διατάξεων η προσφυγή του φορολογουμένου, με την οποία ζητείται η εν λόγω επιστροφή είτε λόγω ανακλήσεως φορολογικής δηλώσεως, είτε λόγω ακυρώσεως της καταλογιστικής πράξεως της φορολογικής αρχής, μπορεί να ασκηθεί ευθέως ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, μέσα στα όρια του χρόνου παραγραφής της σχετικής αξιώσεως του φορολογουμένου, χωρίς να υφίσταται, στην περίπτωση αυτή, οποιαδήποτε δέσμευση από τις περί προθεσμίας διατάξεις του άρθρου 66 του Κ.Δ.Δ. Αν αντιθέτως ο φορολογούμενος απευθύνει το αίτημα επιστροφής του φόρου προς την αρμόδια φορολογική αρχή, η αρχή δε αυτή απορρίψει το αίτημα με ρητή πράξη της, ο φορολογούμενος οφείλει να ασκήσει την προσφυγή του κατά της εν λόγω πράξεως μέσα στην προβλεπομένη από το ως άνω άρθρ. 66 Κ.Δ.Δ. προθεσμία από την κοινοποίησή της. Επομένως, η αξίωση του φορολογουμένου για επιστροφή φόρων, τελών, εισφορών κ.λπ. που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως [και επομένως και για καταβολή τόκων λόγω της αχρεώστητης ως άνω καταβολής, η οποία είναι παρεπομένη της κυρίας αξιώσεώς του], μπορεί κατά τα προεκτεθέντα να ασκηθεί με προσφυγή απευθυνόμενη ευθέως στο αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο χωρίς δέσμευση από τις περί προθεσμίας διατάξεις, ανεξαρτήτως αν αυτός έχει πρώτα απευθυνθεί στην αρμόδια φορολογική αρχή, εκτός αν η τελευταία απέρριψε το περί επιστροφής αίτημά του με ρητή πράξη, οπότε χωρεί μόνον προσφυγή κατά της ρητής αυτής πράξεως μέσα στη νόμιμη προθεσμία από την κοινοποίησή της στο φορολογούμενο (ΣτΕ 819/1998, 4423, 4751, 5697, 4423/1996, 641/2002).
5. Επειδή, στο άρθρο 63 του ίδιου ως άνω Κώδικα ορίζονται τα εξής: «1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή. 2. Παράλειψη υπάρχει όταν η διοικητική αρχή, αν και υποχρεούται κατά νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση. Η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τυχόν τάσσει ο νόμος για την έκδοση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, της πράξης αυτής. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση (σιωπηρή άρνηση), αν από το νόμο δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης στη Διοίκηση. … 3. Στις περιπτώσεις που από το νόμο προβλέπεται, κατά της πράξης ή της παράλειψης, διοικητική προσφυγή, η οποία ασκείται, μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ενώπιον του ίδιου ή ιεραρχικώς προϊσταμένου ή άλλου ειδικώς κατεστημένου, οργάνου, και συνεπάγεται τον έλεγχο της πράξης ή της παράλειψης κατά το νόμο και την ουσία (ενδικοφανής προσφυγή), το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται για την ενδικοφανή προσφυγή. … Το κατά τις προηγούμενες περιόδους απαράδεκτο του ένδικου βοηθήματος της προσφυγής κατά πράξης ή παράλειψης κατά της οποίας προβλέπεται από το νόμο η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, δεν ισχύει αν η αρμόδια διοικητική αρχή παρέλειψε να ενημερώσει πλήρως, κατά οποιονδήποτε τρόπο, τον ενδιαφερόμενο, τόσο για την υποχρέωση, όσο και για τους όρους, άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής. 4. Αν παρέλθει η προθεσμία που τάσσει τυχόν ειδικώς ο νόμος προς έκδοση απόφασης για την ενδικοφανή προσφυγή ή, σε περίπτωση που δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, αν παρέλθει άπρακτο τρίμηνο από την άσκησή της, το ένδικο βοήθημα της προσφυγής ασκείται κατά της, τεκμαιρόμενης από τη πάροδο της προθεσμίας, απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής. 5. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 66 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία αρχίζει: Α. Σε περίπτωση ρητής πράξης: α) Για εκείνους τους οποίους αφορά: i. από την κατά νόμο επίδοσή της σε αυτούς, ή ii. σε κάθε άλλη περίπτωση, από τότε που αυτοί έλαβαν αποδεδειγμένως πλήρη γνώση του περιεχομένου της. β) Για τους τρίτους: … Β. Σε περίπτωση παράλειψης, από τη συντέλεσή της. 2.α. Εξαιρετικώς στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές εν γένει η προσφυγή ασκείται εντός τριάντα (30) ημερών και η προθεσμία για την άσκηση της αρχίζει όπως ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο. β. … [όπως η παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε με την υποπερίπτωση 2 της υποπαραγράφου ΙΓ.2 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222)]. 3. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 63 («Ειδική Διοικητική Διαδικασία- Ενδικοφανής προσφυγή») του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α΄ 170), ο οποίος εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, για τα δημόσια έσοδα που προέρχονται από τον φορο εισοδήματος, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Κώδικα αυτού, ορίζεται ότι: «1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση, ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή παρέλειψε την έκδοση της και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημα του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν ή από τη συντέλεση της παράλειψης. … [όπως η παρ. 1 ισχύει μετά την πρόσθεση λέξεων με το άρθρα 49 παρ. 1 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287) και πρώτο υποπαρ. Δ.2 περ. 14 του ν. 4254/2014 (Α΄ 85)]. 2. Η Φορολογική Διοίκηση αποστέλλει την ενδικοφανή προσφυγή του υπόχρεου, συνοδευόμενη από σχετικά έγγραφα και τις απόψεις αυτής, εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή, στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί. 3. … 5. Εντός εκατόν είκοσι (120) ημερών από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στη Φορολογική Διοίκηση, η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης εκδίδει απόφαση, την οποία κοινοποιεί στον υπόχρεο, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που έλαβε από τον υπόχρεο και τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που είναι σχετική με την υπόθεση [όπως η προθεσμία των 120 ημερών τέθηκε τελικά με το άρθρο 47 παρ. 3 του ν. 4331/2015 (Α΄ 69)]. Η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου [όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 232 παρ. 1β του ν. 4281/2014 (Α΄ 160)]. … 8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. … Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση είναι απαράδεκτη. 9. …».
6. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ο υπόχρεος σε φόρο, εφόσον αμφισβητεί πράξη ή παράλειψη της φορολογικής διοίκησης, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της υπόθεσης ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης και ήδη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών. Εξάλλου, ο Προϊστάμενος αυτός υποχρεούται να αποφανθεί επί της ενδικοφανούς προσφυγής μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εκατόν είκοσι (120) ημερών, η οποία αρχίζει, κατά τη ρητή πρόβλεψη του νόμου, από την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής στη φορολογική διοίκηση. Τέλος, προσβλητή με προσφυγή ουσίας ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου είναι η απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών που εκδίδεται επί της ενδικοφανούς προσφυγής εντός της τασσομένης με την ανωτέρω διάταξη προθεσμίας, άλλως η σιωπηρή απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής, η οποία τεκμαίρεται ότι συντελείται με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας των εκατόν είκοσι (120) ημερών εντός της οποίας οφείλει ο Προϊστάμενος αυτός να αποφασίσει, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα (πρβ. ΣτΕ 1189/2014, 3101/2008).
7. Επειδή, περαιτέρω, ούτε οι αρχές τις χρηστής διοίκησης και επιείκειας ούτε οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας επιβάλλουν τη γνωστοποίηση στον διοικούμενο, στα πλαίσια άσκησης από αυτόν ενδικοφανούς προσφυγής κατά εκδοθείσας διοικητικής πράξης της φορολογικής διοίκησης, των γενικών δικονομικών κανόνων, που θεσπίζει ο εν λόγω Κώδικας ως προς την προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ουσίας κατά διοικητικών πράξεων και τον χρόνο έναρξης αυτής (πρβλ. ΣτΕ 4582, 3715/2013, 3842/2010, 2805/2008, 3393/2005). Αντίθετα, ο διοικούμενος οφείλει να γνωρίζει τους κανόνες αυτούς, καθόσον άγνοια νόμου και μάλιστα των βασικών, πάγιων και γενικών δικονομικών κανόνων, δεν συγχωρείται (πρβ. ΣτΕ 1934/2020, 1076/2016, 4582/2013, 3715/2013, 3393/2005). Και τούτο διότι, η κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποχρέωση ενημέρωσης των διοικουμένων, με την υποκείμενη στην προσφυγή πράξη ή με τυχόν διαβιβαστικό της έγγραφο, για τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον συγκεκριμένου οργάνου και για την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η προσφυγή, αφορά μόνον την άσκηση των προβλεπομένων από ειδική διάταξη νόμου ενδικοφανών προσφυγών και όχι την άσκηση των προβλεπόμενων από τις κείμενες διατάξεις ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί των ενδικοφανών προσφυγών. (ΣτΕ 1076/2016, 3715/2013, 3281/2006, 5817/1995).
8. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 11 του Κώδικα Δικών Δημοσίου (βλ. άρθρο 11 του κ.δ/τος της 26ης Ιουνίου/10ης Ιουλίου 1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (Α’ 139), όπως το πρώτο εδάφιο αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3514/2006 (ΦΕΚ Α’ 266) και το τρίτο εδάφιου αυτού προστέθηκε με το άρθρο 25 του ν. 3610/2007 (ΦΕΚ Α’ 285), ορίζει ότι: «Σε όλες τις δίκες του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ουδεμία απολύτως τρέχει προθεσμία είτε εις βάρος του Δημοσίου είτε εις βάρος των άλλων διαδίκων, ούτε για την υπό τούτων ως τρίτων άσκηση δηλώσεων ούτε για την έγερση αγωγών, παρεμβάσεων και προσεπικλήσεων ούτε τέλος για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου ή εξέταση μαρτύρων. Κάθε προθεσμία, η οποία έχει αρχίσει προ των διακοπών, καθώς και η εξέταση των μαρτύρων αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των διακοπών. Εξαιρετικώς η προ των διακοπών αρξαμένη εξέτασις μάρτυρος δύναται να συνεχισθή και κατά τας διακοπάς μόνο αν αιτήσηται τούτο το Δημόσιον. Εξαιρετικά, προκειμένου περί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών στις Προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής ή ενδίκων μέσων ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων οριζομένων από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από πρώτης (1ης) έως τριακοστής πρώτης (31ης) του μηνός Αυγούστου.».
9. Επειδή, τέλος, με τις Κ.Υ.Α. Δ1α/ΓΠ.οικ.18176 (Β’ 864/15.3.2020), Δ1α/ΓΠ.οικ. 21159 (Β’ 1074/27.3.2020), Δ1α/ΓΠ.οικ. 24403 (Β’ 1301/11.4.2020), Δ1α/ΓΠ.οικ. 26804 (Β’ 1588/25.4.2020), Δ1α/ΓΠ.οικ. 30340 (Β’ 1857/15.5.2020), ανεστάλησαν διαδοχικά οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον, μεταξύ άλλων, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για το συνολικό χρονικό διάστημα από 16.3.2020 έως 31.5.2020, προς τον σκοπό της αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού και προστασίας της δημόσιας υγείας. Με την Δ1α/ΓΠ.οικ: 69919/2.11.2020 (Β΄ 4831/2.11.2020), επιβλήθηκε αναστολή των ανωτέρω προθεσμιών για τις Περιφερειακές Ενότητες Θεσσαλονίκης και Σερρών της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, για το χρονικό διάστημα από 3.11.2020 έως 17.11.2020. Στη συνέχεια κατά το χρονικό διάστημα από 6.11.2020 έως και 23.5.2021, ανεστάλησαν και πάλι οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον, μεταξύ άλλων, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων [βλ. σχετικά τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Δ1α/Γ.Π.οικ.71342/6.11.2020 (Β΄ 4899), Δ1α/Γ.Π.οικ.76629/ 27.11.2020 (Β΄ 5255), Δ1α/Γ.Π.οικ.78363/5.12.2020 (Β΄ 5350), Δ1α /Γ.Π.οικ.80189/12.12.2020 (Β΄ 5486), Δ1α/Γ.Π.οικ.2/2.1.2021 (Β΄ 1), Δ1α/Γ.Π.οικ.1293/8.1.2021 (Β΄ 30), Δ1α/Γ.Π.οικ.3060/15.1.2021 (Β΄ 89), Δ1α/Γ.Π.οικ.4992/22.1.2021 (Β΄ 186), Δ1α/ΓΠ.οικ.6877/29.1.2021(Β΄341), Δ1α/ΓΠ.οικ.8378/5.2.2021 (Β΄ 454), Δ1α/ΓΠ.οικ.9147/10.2.2021 (Β΄534), Δ1α/ΓΠ.οικ.10969/19.2.2021 (Β΄ 648), Δ1α/Γ.Π.οικ.12639/26.2.2021 (Β΄ 793), Δ1α/ΓΠ.οικ.13805/3.3.2021 (Β’ 843), Δ1α/ΓΠ.οικ.14453/5.3.2021 (Β΄ 895), Δ1α/Γ.Π.οικ.16320/12.3.2021 (Β΄ 996), Δ1α/Γ.Π.οικ.17698/ 19.3.2021 (Β΄ 1076/20.3.2021), Δ1α/Γ.Π.οικ.1887/26.3.2021 (Β΄ 1194), Δ1α/Γ.Π.οικ.20651/2.4.2021 (Β΄ 1308), Δ1α/Γ.Π.οικ. 22439/9.4.2021 (Β΄ 1441), Δ1α/Γ.Π.οικ.24489/16.4.2021 (Β΄ 1558), Δ1α/Γ.Π.οικ.26380/ 23.4.2021 (Β΄ 1682), Δ1α/Γ.Π.οικ.27683/29.4.2021 (Β΄ 1814), Δ1α/ Γ.Π.οικ.28503/7.5.2021 (Β΄ 1872), Δ1α/Γ.Π.οικ.29922/13.5.2021 (Β΄ 1944) σε συνδυασμό με Δ1α/Γ.Π.οικ.31950/22.5.2021 (Β΄ 2141), (βλ. ΣτΕ 2213/2021)]. Τέλος με το άρθρο 26 του ν. 4792/2021(Α΄ 54) ορίσθηκε ότι οι δικαστικές διακοπές του δικαστικού έτους 2020-2021, που λήγει στις 15 Σεπτεμβρίου 2021, αρχίζουν από την 1η Ιουλίου και λήγουν την 31η Αυγούστου 2021, η δε ρύθμιση αυτή δεν αφορά την προθεσμία της άσκησης προσφυγής επί φορολογικών διαφορών, η οποία αναστέλλεται μόνο κατά το μήνα Αύγουστο. Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία.
10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο προσφεύγων υπέβαλε από κοινού με τη σύζυγό του, στην Ι’ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, τις με αριθ. …/2007, …/2008 και …/2009 αρχικές δηλώσεις φόρου εισοδήματος, οικονομικών ετών 2007, 2008 και 2009, αντίστοιχα, στις οποίες δήλωσε ποσά, ύψους 5.984,35 ευρώ και 6.154,36 ευρώ (για το οικονομικό έτος 2007), ύψους 5.984,35 ευρώ και 6.154,36 ευρώ (για το οικονομικό έτος 2008) και ύψους 5.371,66 ευρώ και 6.154,36 ευρώ (για το οικονομικό έτος 2009), τα οποία αντιστοιχούσαν στη πάγια μηνιαία αποζημίωση για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και για συμμετοχή σε συνέδρια (άρθρο 36 παρ.2 περ. γ’ του ν.3205/2003) και στο ειδικό ερευνητικό επίδομα για την εκτέλεση μεταδιδακτορικής έρευνας και την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προώθηση των ερευνητικών προγραμμάτων (άρθρο 36 παρ.2 περ. δ’ του ν.3205/2003) που έλαβε με την ιδιότητα του κατά τα ανωτέρω έτη ως καθηγητή του Πανεπιστημίου …. Εν συνεχεία, με τις με αριθ. 15998/1-12-2009, 15999/1-12-2009 και 16000/1-12-2009 αιτήσεις προς την ανωτέρω Δ.Ο.Υ., ο προσφεύγων ζήτησε την μερική ανάκληση, των με αριθ. ../2007, …/2008 και …/2009 αρχικών δηλώσεων φόρου εισοδήματος, αντίστοιχα, λόγω νομικής πλάνης ως προς τα προαναφερόμενα ποσά, τη νέα εκκαθάριση του οφειλόμενου φόρου και την επιστροφή του αναλογούντος φόρου, που καταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε αχρεωστήτως. Με τις με αριθ. 15998/1-12-2009 και 15999/1-12-2009 αποφάσεις της Προϊσταμένης της ανωτέρω Δ.Ο.Υ. απορρίφθηκαν οι ταυτάριθμες αιτήσεις ανάκλησης, αντίστοιχα, με την αιτιολογία ότι υποβλήθηκαν μετά την παρέλευση του οικείου οικονομικού έτους, ενώ με τη με αριθ. 16000/1-12-2009 απόφαση της ίδιας Προϊσταμένης απορρίφθηκε η ταυτάριθμη αίτηση ανάκλησης με την αιτιολογία ότι η επικαλούμενη απαλλαγή δεν περιλαμβάνεται στις περιοριστικά προβλεπόμενες περιπτώσεις του άρθρου 6 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, οι οποίες δεν επιδέχονται διασταλτικής ερμηνείας. Κατά των με αριθ. 15998, 15999 και 16000/1-12-2009 απορριπτικών αποφάσεων της Προϊσταμένης της Ι’ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, ο προσφεύγων άσκησε τις από 15-12-2009 ισάριθμες προσφυγές ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με τις …/2013, …/2013 και …/2013 αποφάσεις του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα ΙΓ’) οι προσφυγές έγιναν δεκτές εν μέρει και ακυρώθηκαν οι με αριθ. 15998/1-12-2009 (με τη …/2013 δικαστική απόφαση), 15999/1-12-2009 (με τη …/2013 δικαστική απόφαση) και 16000/1-12-2009 (με τη …/2013 δικαστική απόφαση), πράξεις της Προϊσταμένης της Ι’ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος με το οποίο απορρίφθηκαν οι αιτήσεις μερικής ανάκλησης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος που είχε υποβάλει ο προσφεύγων ως προς τη μη υπαγωγή σε φόρο της πάγιας αποζημίωσης του άρθρου 36 παρ.2 περ. γ’ του ν. 3205/2003. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις αυτές, αναγνωρίστηκε ότι το εισόδημα που αντιστοιχεί στη μηνιαία πάγια αποζημίωση για τη δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και συμμετοχή σε συνέδρια του άρθρου 36 παρ. 2 περ. γ του ν. 3205/2003, οικονομικών ετών 2007, 2008 και 2009 καθαρού ποσού 5.984,35 ευρώ, 5.984,35 ευρώ και 5.371,66 ευρώ, αντίστοιχα, δεν υπόκειτο σε φόρο εισοδήματος. Ενόψει τούτων, διατάχθηκε η νέα εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος, η μεταρρύθμιση αναλόγως των οικείων εκκαθαριστικών σημειωμάτων και η επιστροφή στον προσφεύγοντα του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, που κατά τα ανωτέρω παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε αχρεωστήτως. Παράλληλα, με τις αποφάσεις αυτές δεν επιδικάστηκαν τόκοι, καθόσον δεν είχε υποβληθεί σχετικό αίτημα εκ μέρους του προσφεύγοντος. Για το λόγο αυτό, με τη 2989/23-1-2017 αίτησή του, ο προσφεύγων ζήτησε από τη Δ’ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης τη διενέργεια υπολογισμού τόκων, που αντιστοιχούσαν στα επιδικασθέντα με τις προαναφερθείσες αποφάσεις ποσά και την καταβολή του υπολογισθέντος ποσού, με ημερομηνία έναρξης αυτής την 15-9-2009. Επί της εν λόγω αίτησης, εκδόθηκε η με αριθ. πρωτ. 2989/15-3-2017 αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου του Τμήματος Συμμόρφωσης και Σχέσεων με τους Φορολογουμένους της Δ’ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, στην οποία αναγράφεται ότι στο σώμα των …/2013, …/2013 και …/2013 αποφάσεων του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα ΙΓ’) δεν αναφέρεται η έντοκη επιστροφή του τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου και συνεπώς προκύπτει ότι δεν υφίσταται πράξη ή παράλειψη της Δ.Ο.Υ προς αμφισβήτηση. Κατά της αρνητικής αυτής απάντησης, ο προσφεύγων άσκησε τη με αριθ. πρωτ. 24759/30-3-2017 ενδικοφανή προσφυγή, με την οποία ζήτησε την καταβολή των τόκων υπερημερίας, που αναλογούσαν στους αχρεωστήτως καταβληθέντες φόρους εισοδήματος ποσού 2.376,68 ευρώ (οικονομικού έτους 2007), 2.315,05 ευρώ (οικονομικού έτους 2008) και 1.964,38 ευρώ (οικονομικού έτους 2009), που του επιστράφηκαν από τη Δ.Ο.Υ. Δ’ Θεσσαλονίκης για το χρονικό διάστημα από την άσκηση της από 15-12-2009 αρχικής προσφυγής του και έως την πλήρη εξόφληση. Με την ενδικοφανή αυτή προσφυγή προέβαλε ότι η ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου 38 παρ.2 του ν. 1473/1984, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, άφηνε ακάλυπτο μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο φορολογούμενος υφίστατο μη νομίμως περιουσιακή ζημία. Με τη με αριθ. 1385/4-7-2017 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών η ενδικοφανής προσφυγή απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι η με αριθ. πρωτ. 2989/15-3-2017 αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Δ’ Θεσσαλονίκης επί του αιτήματος καταβολής τόκων στερείται εκτελεστότητας, καθόσον αποτελεί έγγραφη απάντηση πληροφοριακού χαρακτήρα, η οποία δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι του προσφεύγοντος και ως εκ τούτου προσβάλλεται απαραδέκτως. Σημειωτέον είναι ότι στο κείμενο της απόφασης αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «η αξίωση για καταβολή τόκων, αυτοτελώς, έστω και αν αφορά την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, δεν αποτελεί αξίωση «φορολογικού περιεχομένου», και επομένως μόνο με αγωγή αποζημιώσεως του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ μπορεί να ζητηθεί, σε κάθε περίπτωση πάντως μπορεί να σωρευθεί παραδεκτώς ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου με συναφή προσφυγή κατά εκτελεστής πράξης της Διοίκησης ως παρεπόμενη υποχρέωση (ΣτΕ 1501/2012, ΣΤΕ 1207/2012, ΔΕΦΑΘ5023-2013, ΣτΕ 248/2008)». Επίσης, στο τέλος του σώματος της πράξης υπάρχει η επισήμανση ότι κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της. Βασιζόμενος στην αναφορά του φορολογικού οργάνου ότι η ένδικη αξίωση δεν έχει φορολογικό χαρακτήρα και ότι δύναται να διεκδικηθεί είτε με αυτοτελές δικόγραφο της αγωγής είτε κατόπιν σώρευσης με προσφυγή στρεφόμενη κατά εκτελεστής πράξης της φορολογικής διοίκησης, ο προσφεύγων άσκησε τη με αριθ. ΑΓ…/25-8-2017 αγωγή, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί το ήδη καθ’ ου να του καταβάλει το ποσό των 1.996,45 ευρώ ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, άλλως κατ’ εφαρμογή των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Το αιτηθέν ποσό αντιστοιχούσε, κατά τους ισχυρισμούς του, στους νόμιμους τόκους, που αναλογούσαν στο ποσό των 6.565,11 ευρώ, που ισούτο με το φόρο εισοδήματος, που είχε κριθεί δικαστικώς ότι κατέβαλε αχρεωστήτως κατά τα οικονομικά έτη 2007, 2008 και 2009 και που αρνήθηκε να του καταβάλει η φορολογική αρχή. Με τη με αριθ. …/2021 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Η΄), η ανωτέρω αγωγή απορρίφθηκε ως απαραδέκτως ασκηθείσα, διότι κρίθηκε ότι η επίδικη αξίωση ήταν αμιγώς φορολογικού χαρακτήρα και ως εκ τούτου μπορούσε να ικανοποιηθεί αποκλειστικά με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής και όχι με αυτό της αγωγής. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 15-7-2021, όπως προκύπτει από το από 15-7-2021 αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Νικολάου Τσιριγώτη, σύμφωνα με το οποίο αντίγραφο της με αριθ. …/2021 απόφασης επιδόθηκε νομίμως στον πληρεξούσιο δικηγόρο του προσφεύγοντος, Συμεών Λιάνη. Εν συνεχεία, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της με αριθ. 1385/4-7-2017 απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε.
11. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, ο προσφεύγων προβάλλει ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ.2 του ν.1473/1998, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 του ν.2120/1993 και του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, σε περίπτωση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, το Δημόσιο οφείλει τόκους στον φορολογούμενο από το χρόνο άσκησης της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται το αίτημα για επιστροφή φόρου που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως. Παράλληλα, επισημαίνει ότι το αίτημα καταβολής των τόκων δύναται να σωρευθεί με το αίτημα επιστροφής φόρου σε ένα δικόγραφο προσφυγής, είτε να υποβληθεί με ξεχωριστή προσφυγή, ενώ ο χρόνος έναρξης της καταβολής των τόκων, είναι αυτός της άσκησης της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται το αίτημα για επιστροφή του φόρου, που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως. Για το λόγο αυτό, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι λαμβανομένου υπόψη ότι με τις …/2013, …/2013 και …/2013 αποφάσεις του ΙΓ’ Τμήματος Μονομελούς του παρόντος Δικαστηρίου κρίθηκε ότι τα αναφερόμενα σε αυτές ποσά δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος και ότι οι εν λόγω φόροι καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, δικαιούται να υποβάλει αυτοτελές αίτημα καταβολής των τόκων. Επίσης, διατείνεται ότι η με αριθ. πρωτ. 2989/15-3-2017 αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Δ’ Θεσσαλονίκης δεν συνιστά πληροφοριακό έγγραφο, αλλά έχει εκτελεστό χαρακτήρα, καθόσον άσκησε την αίτηση αυτή, ώστε να εκκινήσει η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής του, καθόσον ήταν ο μοναδικός τρόπος για να διεκδικήσει τους τόκους.
12. Επειδή, αντίθετα, το καθ’ ου, με την με αριθ. πρωτ. Δ.Ε.Δ. ΥΠ.ΕΠ.Ν.Υ.131262ΕΞ 2023ΕΜΠ έκθεση απόψεων του Τμήματος Β4- Νομικής Υποστήριξης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε. ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι η κρινόμενη προσφυγή είναι απαράδεκτη, διότι, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η με αριθ. πρωτ. 24759/30-3-2017 ενδικοφανής προσφυγή είναι απαράδεκτη, καθόσον, ασκήθηκε κατά της με αριθ. 2989/15-3-2017 αρνητικής απάντησης της Δ’ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, η οποία στερείται εκτελεστού χαρακτήρα. Επίσης, κατά το καθ’ ου, η κρινόμενη προσφυγή είναι απαράδεκτη και λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της, διότι η με αριθ. 1385/4-7-2017 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε. εστάλη στον προσφεύγοντα με το συνημμένο από 6-7-2017 έγγραφο και η ένδικη προσφυγή κατατέθηκε στις 23-9-2021, ήτοι σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο της προβλεπόμενης στο άρθρο 63 παρ. 2 του ν. 2717/1999 τριακονθήμερης προθεσμίας. Εξάλλου, όπως ισχυρίζεται το καθ’ ου, η ασκηθείσα αγωγή κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, συνιστά απαράδεκτο ένδικο μέσο και δεν αναστέλλει την άσκηση προθεσμίας της προσφυγής. Επιπρόσθετα, το καθ’ ου διατείνεται ότι η κρινόμενη προσφυγή είναι απορριπτέα και ως αβάσιμη, καθόσον, η αξίωση του προσφεύγοντος για την καταβολή των τόκων είχε, κατά τους ισχυρισμούς του, παραγραφεί, δεδομένου ότι ως παρεπόμενη του κύριου φόρου γεννήθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αρχικής προσφυγής στις 15-12-2009, ενώ η αίτησή του ασκήθηκε στις 23-1-2017, ήτοι μετά την πάροδο της πενταετίας από την άσκηση της προσφυγής.
13. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 (παρ. 1Β και 2 εδ. α’) του ΚΔΔ, στις φορολογικές διαφορές, εν γένει, προβλέπεται τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση προσφυγής. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των ίδιων διατάξεων με αυτές του άρθρου 63 (παρ. 3 και 4) του παραπάνω Κώδικα, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που από το νόμο προβλέπεται υποχρέωση του διοικουμένου να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή κατά πράξης ή παράλειψης φορολογικής αρχής, η παραπάνω προθεσμία αρχίζει, στην μεν περίπτωση έκδοσης ρητής πράξης από το ενδικοφανές όργανο, από την επομένη της νόμιμης επίδοσης της πράξης στον ενδιαφερόμενο ή από το χρονικό σημείο της αποδεδειγμένης πλήρους γνώσης του περιεχομένου της πράξης αυτής, στη δε περίπτωση παράλειψης του οργάνου να απαντήσει, από την συντέλεσή της (ήτοι, από την πάροδο της τυχόν οριζόμενης στις οικείες διατάξεις προθεσμίας για έκδοση απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή, σε περίπτωση που δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, από την επομένη της παρόδου άπρακτου τριμήνου από την άσκησή της). Στην ένδικη υπόθεση, ο προσφεύγων άσκησε τη με αριθ. πρωτ. 24759/30-3-2017 ενδικοφανή προσφυγή κατά της με αριθ. 2989/15-3-2017 αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου του Τμήματος Συμμόρφωσης και Σχέσεων με τους Φορολογουμένους της Δ’ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης επί της αίτησής του με το ανωτέρω αναφερθέν περιεχόμενο. Η ενδικοφανής προσφυγή απορρίφθηκε με τη με αριθ. 1385/4-7-2017 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, στο σώμα της οποίας γίνεται μνεία ότι κατά αυτής είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής εντός προθεσμίας τριάντα ημερών, σε κάθε, δέ, περίπτωση οι φορολογούμενοι οφείλουν, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην έβδομη σκέψη της παρούσας, να γνωρίζουν τις προϋποθέσεις άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων. Ο ακριβής χρόνος κοινοποίησης της πράξης αυτής στον προσφεύγοντα δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Εντούτοις, η άσκηση της από 25-8-2017 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης συνεπάγεται τη γνώση εκ μέρους του προσφεύγοντος της αρνητικής απάντησης τουλάχιστον κατά τον χρόνο αυτό. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην έβδομη σκέψη της παρούσας, η προθεσμία άσκησης της κρινόμενης προσφυγής άρχισε να τρέχει στις 1-9-2017 και έληξε στις 2-10-2027, ημέρα Δευτέρα (καθόσον η 30η και 31η ημέρα ήταν ημέρες Σάββατο και Κυριακή, αντίστοιχα), δεδομένου ότι η άσκηση της αγωγής δεν αποτελούσε λόγο διακοπής της προθεσμίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 67 του Κ.Δ.Δ.. Η κρίση περί του εκπροθέσμου της προσφυγής, δεν αναιρείται, εξάλλου, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η αναφορά στην προσβαλλόμενη πράξη περί δυνατότητας άσκησης αγωγής αποζημίωσης του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ για την ικανοποίηση της αξίωσης για καταβολή τόκων, συνιστούσε θετική ενέργεια που δημιούργησε στον προσφεύγοντα την πεποίθηση ότι όφειλε να ασκήσει το ένδικο αυτό βοήθημα και όχι προσφυγή. Και τούτο, διότι κατά την εκδοχή αυτή, η απόρριψη της παρούσας προσφυγής λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της για το χρονικό διάστημα από την άσκηση της αγωγής και έως την έκδοση της με αριθ. …/2021 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Η΄ Τμήμα), θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του φορολογουμένου. Συνεπώς, η τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής θα ξεκινούσε από την επόμενη της κοινοποίησης της με αριθ. …/2021 απόφασης στον προσφεύγοντα, με την οποία έλαβε γνώση του απαραδέκτου της ασκηθείσας αγωγής, ήτοι στις 16-7-2021, θα διέδραμε 15 ημέρες έως τις 31-7-2021 και εν συνεχεία θα αναστέλλονταν κατά το χρονικό διάστημα από 1 Αυγούστου έως 31 Αυγούστου 2021, σύμφωνα με το εφαρμοστέο άρθρο 11 εδάφιο γ’ του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, λόγω της φορολογικής φύσης της διαφοράς. Η εν λόγω προθεσμία θα συνέχιζε να τρέχει από 1-9-2021 και θα έληγε στις 15-9-2021, ημέρα Τετάρτη. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι, σε κάθε περίπτωση, η προσφυγή του προσφεύγοντος, η οποία, σύμφωνα με την σχετικώς συνταχθείσα πράξη κατάθεσης (ΠΡ 2009/23-9-2021), κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23-9-2021, ασκήθηκε, όπως βασίμως προβάλλει και το καθ’ ου, απαραδέκτως, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης αυτής, καθόσον ο προσφεύγων δεν προέβαλε ούτε απέδειξε συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας στο πρόσωπό του, η οποία εμπόδισε την εμπρόθεσμη άσκησή της εντός της, κατά τα ως άνω οριζόμενα, τριακονθήμερης προθεσμίας.
14. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί και να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.). Τέλος, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, ο προσφεύγων πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου (άρθρο 275 παρ.1 εδάφιο τελευταίο του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την κρινόμενη προσφυγή.
Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Απαλλάσσει τον προσφεύγοντα από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 29-12-2023, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΕΥΘΥΜΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΑΡΔΑΣ