ΑΠΟΦΑΣΗ
T.V. κατά Ισπανίας της 10.10.2024 (αριθμ. προσφ. 22512/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα είναι υπήκοος Νιγηρίας που ζει στην Ισπανία. Ισχυρίστηκε ότι η έρευνα των αρχών σχετικά με την μήνυσή της για εμπορία ανθρώπων και σεξουαλική εκμετάλλευση μεταξύ 2003 και 2007 ήταν ανεπαρκής. Η ανωτέρω κατάφερε να ξεφύγει από τους φερόμενους ως διακινητές της και υπέβαλε μήνυση το 2011.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχαν ληφθεί καθόλου μέτρα κατά τα δύο πρώτα έτη της έρευνας, ότι οι ανακριτές δεν είχαν ακολουθήσει προφανείς κατευθύνσεις έρευνας και, ότι οι αποφάσεις για την υπόθεση ήταν επιφανειακές και ανεπαρκώς αιτιολογημένες.
Οι ελλείψεις αυτές έδειξαν κατάφωρη αδιαφορία και περιφρόνηση της κρατικής υποχρέωσης να διερευνώνται σοβαρές καταγγελίες εμπορίας ανθρώπων, ένα αδίκημα με καταστροφικές συνέπειες για τα θύματά του.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, ομόφωνα, παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 4 (απαγόρευση της δουλείας και καταναγκαστικής εργασίας) και καταδίκασε την Ισπανία να καταβάλει 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 12.000 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 4
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα ζει στην Ισπανία και είναι υπήκοος Νιγηρίας. Η ημερομηνία γέννησής της είναι αμφισβητούμενη και κυμαίνεται μεταξύ 1981 και 1989. Σύμφωνα με την προσφεύγουσ., μεταφέρθηκε στην Ισπανία από τη Νιγηρία το 2003, όταν ήταν 14 ετών.
Ο C., ένας οικογενειακός γνωστός, είχε προσφερθεί να την πάρει για να εργαστεί στην Ισπανία με αντάλλαγμα 70.000 ευρώ, τα οποία θα επέστρεφε από τους μισθούς που θα κέρδιζε εκεί. Δεν της είχε ανακοινωθεί η φύση της μελλοντικής της εργασίας. Ταξίδεψε στην Ισπανία μέσω Παρισιού με πλαστό διαβατήριο ενηλίκων και την συνάντησε ο C. ο οποίος την πήγε σε ένα σπίτι στο Arahal (δήμος της Σεβίλλης). Η προσφεύγουσα εξαναγκάστηκε να εργαστεί ως ιερόδουλη και παρέμεινε υπό τον έλεγχο του C. μέχρι το 2007, όταν κατάφερε να δραπετεύσει. Συνέχισε να εργάζεται ως ιερόδουλη σε διάφορες περιοχές της Ισπανίας.
Το 2010 άρχισε να λαμβάνει βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της στέγασης και της υγειονομικής περίθαλψης, από το ίδρυμα Apip-Acam, μια ΜΚΟ. Η υποστήριξη αυτή την ενθάρρυνε να καταθέσει μήνυση τον Ιούνιο του 2011.
Διατήρησε την εκδοχή της καθ’ όλη τη διάρκεια της εγχώριας διαδικασίας που ακολούθησε. Διευκρίνισε ειδικότερα ότι οι συγγενείς του C. της είχαν κάνει «τελετουργία βουντού» και την έβαλαν να υποσχεθεί ότι δεν θα καταγγείλει τον C. στην αστυνομία, αλλιώς «το βουντού θα τη σκότωνε».
Ο C. και η σύντροφός του U. την απειλούσαν και συνεχώς την παρακολουθούσαν και ο C. της είχε πάρει όλα τα χρήματα που είχε κερδίσει. Παρείχε λεπτομερή περιγραφή της υποτιθέμενης εργασίας της για αρκετούς μήνες σε ένα club, το R., στο Arahal, και αναφέρθηκε επίσης στις διαμονές της σε διάφορες περιοχές της Ισπανίας και τη σύλληψή της δύο φορές το 2005 από την αστυνομία για παραβιάσεις της μεταναστευτικής νομοθεσίας.
Οι αρχές ξεκίνησαν αμέσως επίσημη έρευνα τον Ιούνιο του 2011 και χορήγησαν στην προσφεύγουσα το καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα. Η υπόθεση μεταφέρθηκε τον Νοέμβριο του 2011 στο ανακριτικό τμήμα αριθ. 2 της Marchena, το οποίο είχε δικαιοδοσία να ασχοληθεί με την υπόθεση. Το ανακριτικό τμήμα έδωσε εντολή στην Guardia Civil να εντοπίσει το θύμα, τους φερόμενους ως δράστες – και τα ίχνη τους – και τη διεύθυνση του club R. όπου ισχυρίστηκε ότι την ανάγκαζαν να εργάζεται ως ιερόδουλη από τον δεύτερο μήνα της άφιξής της στην Ισπανία. Δύο διευθυντές του club ανακρίθηκαν τον Ιανουάριο και τον Απρίλιο του 2013. Ωστόσο, η υπόθεση απορρίφθηκε προσωρινά λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Ο εισαγγελέας άσκησε έφεση, και διατάχθηκαν περαιτέρω μέτρα. Η αστυνομία προχώρησε στην ταυτοποίηση και ανάκριση των C. και U., οι οποίοι αρνήθηκαν τις καταγγελίες της προσφεύγουσας. Επίσης, λήφθηκαν καταθέσεις από μάρτυρες εκ μέρους της U. και το δικαστήριο αποφάσισε να κάνει δεκτή, μεταξύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων, μια έκθεση του ιδρύματος Apip-Acam που συνόψιζε την ιστορία της προσφεύγουσας.
Το 2015 και στις αρχές του 2016 συντάχθηκαν δύο εκθέσεις εκτίμησης της ηλικίας. Κάθε μία από τις εκθέσεις κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα ήταν τουλάχιστον 18 ετών κατά τον χρόνο των πραγματογνωμοσυνών. Η έρευνα τερματίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2016 και παραπέμφθηκε στο δικαστήριο, και συγκεκριμένα στο Δικαστήριο της Σεβίλλης Audiencia Provincial.
Τον Ιανουάριο του 2017 η Audiencia Provincial απέρριψε προσωρινά την υπόθεση της προσφεύγουσας. Διαπίστωσε ότι, σύμφωνα με τις εκθέσεις εκτίμησης της ηλικίας, «το θύμα ήταν 6 ετών το 2003», γεγονός που καθιστά απίθανο ότι θα μπορούσε να έχει ταξιδέψει στην Ισπανία με «ενήλικο» διαβατήριο ή να εργαστεί ως ιερόδουλη, διότι «η αστυνομία παρακολουθεί την ηλικία των ιερόδουλων».
Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας ότι οι εκθέσεις εκτίμησης της ηλικίας ήταν συχνά αναξιόπιστες και ότι οι αρχές δεν είχαν λάβει υπόψη το σύνολο της κατάθεσής της, η οποία είχε παραμείνει λεπτομερής και συνεπής.
Τον Ιούνιο του 2017, το Audiencia Provincial επικύρωσε την απόφασή του να απορρίψει προσωρινά την υπόθεση. Διαπίστωσε ότι οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας ήταν ασυνεπείς: το μόνο πιθανό σενάριο για να έχει εισέλθει στην Ισπανία το 2003, όταν ήταν 6 ετών, ήταν με τους γονείς της, αλλά σύμφωνα με την ίδια είχε έρθει με διαβατήριο ενηλίκου.
Τελικά, τον Οκτώβριο του 2020 το Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη την προσφυγή amparo της προσφεύγουσας.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η προσφεύγουσα είχε προβάλει έναν βάσιμο ισχυρισμό ότι υπήρξε θύμα εμπορίας ανθρώπων και καταναγκαστικής πορνείας. Παρά κάποια αποκλίνοντα στοιχεία, οι ισχυρισμοί της ήταν λεπτομερείς και συνεπείς. Η στρατολόγησή της μέσω ενός συγγενή, με την υποτιθέμενη χρήση «βουντού» για την εγγύηση της πληρωμής του «χρέους» της και για να την αποτρέψουν από το να καταγγείλει τους διακινητές στην αστυνομία, αντιστοιχούσε στον τρόπο λειτουργίας που χρησιμοποιούν συχνά οι διακινητές στη Νιγηρία. Επίσης, δεν υπήρξε καμία αμφιβολία ότι βρισκόταν σε εξαιρετικά ευάλωτη κατάσταση μεταξύ 2003 και 2011. Οι ίδιες οι ισπανικές αρχές την θεωρούσαν σταθερά θύμα εμπορίας ανθρώπων.
Η έρευνα των αρχών ήταν, ωστόσο, ελλειπτική. Πρώτον, παρά την επίσημη έναρξη έρευνας το 2011, τα πιο βασικά βήματα – η ανάκριση των διευθυντών του club όπου η προσφεύγουσα φέρεται να είχε εξαναγκαστεί να εργαστεί – δεν είχε γίνει μέχρι το 2013. Σημαντικά βήματα για τον εντοπισμό των φερόμενων ως διακινητών είχαν γίνει μόλις το 2014, σχεδόν τρία χρόνια μετά την κατάθεση της ποινικής καταγγελίας. Είναι σαφές ότι οι αρχές δεν είχαν ενεργήσει με την απαιτούμενη επιμέλεια στο αρχικό στάδιο της έρευνας.
Δεύτερον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές απέτυχαν να ακολουθήσουν προφανείς γραμμές έρευνας, ακόμη και όταν η προσφεύγουσα είχε παράσχει λεπτομερή περιγραφή των υποτιθέμενων γεγονότων στην καταγγελία της, συμπεριλαμβανομένης της άφιξής της στην Ισπανία και της εργασίας της ως πόρνης υπό τον έλεγχο του C., και σταθερά διατηρούσε την εξιστόρησή της καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Ειδικότερα, οι αρχές δεν είχαν λάβει όλα τα εύλογα μέτρα για να διευκρινίσουν τις συνθήκες της υποτιθέμενης εργασίας της προσφεύγουσας στο club R.
Παρά τις σημαντικές αποκλίσεις σε βασικές δηλώσεις των διαχειριστών του club, ο ένας έλεγε ότι δεν ήταν club συνοδών, ενώ ο άλλος ότι ήταν, δεν τους είχαν υποβληθεί πρόσθετες ερωτήσεις. Ούτε οι δηλώσεις τους είχαν ελεγχθεί με τις δηλώσεις του C. σχετικά με την εργασία της στο club R., και δεν ήταν σαφές αν οι αρχές είχαν συλλέξει και μελετήσει άλλα στοιχεία που αφορούσαν την κατάσταση της λέσχης κατά το σχετικό χρονικό διάστημα. Δεν δόθηκε συνέχεια στους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας σχετικά με άλλα club όπου είχε εργαστεί μεταξύ του 2003 και του 2007. Ούτε οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας διασταυρώθηκαν με τα αστυνομικά αρχεία των δύο συλλήψεών της το 2005, τα οποία θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τον ισχυρισμό ότι η αστυνομία είχε κατασχέσει το διαβατήριό της και ότι ο C. της είχε δώσει νέο διαβατήριο. Σε καμία στιγμή οι ισπανικές αρχές δεν είχαν συνεργαστεί με τις γαλλικές αντίστοιχες για να διαπιστώσουν αν είχε υπάρξει καταγεγραμμένη η διέλευση της προσφεύγουσας από τη Γαλλία, όπου γίνονταν συνοριακοί έλεγχοι.
Τέλος, διαπίστωσε ότι οι αποφάσεις της Audiencia Provincial να απορρίψει προσωρινά την υπόθεση ήταν επιφανειακές και ανεπαρκώς αιτιολογημένες. Είχαν περιοριστεί σε εντυπωσιακά σύντομες, μιας παραγράφου συμπεράσματα και βασίστηκαν σε ανεξήγητες υποθέσεις όσον αφορά την ηλικία της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα ήταν ακριβώς έξι ετών το 2003, ενώ οι σχετικές ιατροδικαστικές εκθέσεις του 2015 και του 2016 ανέφεραν ότι η προσφεύγουσα ήταν τουλάχιστον 18 ετών. Δεν είχε δοθεί καμία αιτιολογία από το εθνικό δικαστήριο για την εν λόγω ερμηνεία. Συνολικά, το Audiencia Provincial είχε βασίσει τα συμπεράσματά του στις εκθέσεις εκτίμησης της ηλικίας, χωρίς να λάβει υπόψη του άλλα στοιχεία. Πράγματι, η εκτίμηση της ηλικίας δεν είχε ποτέ ελεγχθεί σε σχέση με άλλα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, γεγονός που υποδήλωνε σαφώς ότι η προσφεύγουσα είχε εκληφθεί ως ενήλικη από την αστυνομία, τους γιατρούς και τα μέλη του ιδρύματος Apip-Acam που την είχε βοηθήσει.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ελλείψεις αυτές έδειχναν κατάφωρη αδιαφορία για το καθήκον διερεύνησης των σοβαρών ισχυρισμών περί εμπορίας ανθρώπων, ενός αδικήματος με καταστροφικές συνέπειες για τα θύματά του.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 4.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41): Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ισπανία όφειλε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 12.000 ευρώ για έξοδα.