ΑΠΟΦΑΣΗ
Nsingi κατά Ελλάδας της 15.10.2024 (αριθμ. προσφ. 27985/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων συνελήφθη στις 6 Ιουνίου 2018 από την αστυνομία και, μετά την εξακρίβωση της ταυτότητάς του, καταχωρήθηκε στο όνομα ενός ατόμου που είχε καταδικαστεί σε οκτώ χρόνια κάθειρξη για παραβίαση του νόμου περί ναρκωτικών. Ο εισαγγελέας διέταξε να οδηγηθεί στη φυλακή για να εκτελεσθεί η επιβληθείσα ποινή.
Στις 20 Ιουνίου 2018 ο προσφεύγων προέβαλε αντιρρήσεις ζητώντας να αφεθεί ελεύθερος, αναφέροντας ότι δεν ήταν το πρόσωπο που κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε, αλλά άλλος. Διετάχθη πραγματογνωμοσύνη και η σχετική έκθεση δακτυλικών αποτυπωμάτων διαπίστωσε ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα του προσφεύγοντος ήταν διαφορετικά από αυτόν που καταδικάστηκε. Παρ’ όλα αυτά το ποινικό δικαστήριο απέρριψε τις αντιρρήσεις του και το αίτημά του για αποφυλάκιση χωρίς να παραθέσει οιαδήποτε αιτιολογία.
Στη συνέχεια ο προσφεύγων υπέβαλε νέα αίτηση. Το δικαστήριο που επελήφθη διέταξε νέα πραγματογνωμοσύνη και καταθέσεις μαρτύρων. Η δεύτερη έκθεση δακτυλικών αποτυπωμάτων επιβεβαίωσε την πρώτη, διαπιστώνοντας ότι ο καταδικασθείς ήταν διαφορετικός από τον προσφεύγοντα. Το δικαστήριο τελικά τον άφησε ελεύθερο μετά από 168 ημέρες κράτησης.
Ο προσφεύγων μετά την αποφυλάκισή του υπέβαλε αίτημα, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα ΚΠΔ για αποζημίωση για τις μέρες που κρατήθηκε παράνομα. Το αίτημα απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι η κατάστασή του δεν ενέπιπτε σε καμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 533 του τότε ισχύοντος παλαιού ΚΠΔ και ότι το άρθρο 564 του ίδιου ΚΠΔ δεν εξασφάλιζε δικαίωμα αποζημίωσης για τους κρατουμένους των οποίων οι αντιρρήσεις για την ταυτότητά τους είχαν γίνει δεκτές.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η παντελής έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου της Θεσσαλονίκης είχε σαφώς παραβιάσει την αρχή της προστασίας από την αυθαιρεσία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 § 1 της ΕΣΔΑ, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι ο προσφεύγων είχε κρατηθεί, κατά το χρόνο αυτό, δυνάμει απόφασης που επέβαλε ποινή κάθειρξης οκτώ ετών σε διαφορετικό πρόσωπο.
Το ΕΔΔΑ έκρινε επίσης ότι, το ελληνικό δικαστήριο που απέρριψε το αίτημα αποζημίωσης του προσφεύγοντος, ερμηνεύοντας το άρθρο 533 του τότε ισχύοντος πΚΠΔ με τον τρόπο που το ερμήνευσε, είχε υιοθετήσει μια υπερβολικά φορμαλιστική προσέγγιση που δεν ήταν σύμφωνη με το πνεύμα του άρθρου 5 § 5 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν είχε στη διάθεσή του κανένα ένδικο μέσο με το οποίο να επιδιώξει επανόρθωση για την ανωτέρω κράτησή του, παρά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 7 παρ. 5 του Συντάγματος, και διαπίστωσε παραβίαση και του άρθρου 5 § 5 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 8.000 ευρώ για ηθική βλάβη και τα έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 5 παρ. 1
Άρθρο 5 παρ. 5
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Yannick Nsingi, είναι υπήκοος του Κονγκό, γεννήθηκε το 1987 και ζει στη Θεσσαλονίκη. Στις 6 Ιουνίου 2018 ο προσφεύγων συνελήφθη από την αστυνομία στην Αθήνα και, μετά την εξακρίβωση της ταυτότητάς του, καταγράφηκε στο αστυνομικό τμήμα Ομονοίας με το όνομα «O.C.», το οποίο ήταν ίδιο με ενός ατόμου, το οποίο, βάσει της υπ’ αριθμ. 1551/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, καταδικάστηκε σε οκταετή κάθειρξη για παράνομη κατοχή ναρκωτικών και καταζητείτο για την εν λόγω υπόθεση.
Στις 14 Ιουνίου 2018 ο προσφεύγων προσήχθη ενώπιον του εισαγγελέα Θεσσαλονίκης, ο οποίος διέταξε να οδηγηθεί στη φυλακή, σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 1551/2017. Στις 20 Ιουνίου 2018 ο προσφεύγων υπέβαλε αντιρρήσεις, δυνάμει του άρθρου 564 του τότε ισχύοντος παλιού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), ζητώντας να αφεθεί ελεύθερος. Διαμαρτυρόμενος ότι δεν ήταν το πρόσωπο που είχε καταδικαστεί, ζήτησε να ληφθούν τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Στις 20 Ιουλίου 2018 το δικαστήριο διέταξε πραγματογνωμοσύνη και συνετάχθη έκθεση στις 02.08.2018 για τα δακτυλικά αποτυπώματα. Αυτή η έκθεση, ανέφερε ότι υπήρχε άλλο ένα άτομο στον κατάλογο των καταζητούμενων, του οποίου τα δακτυλικά αποτυπώματα είχαν ληφθεί στις 29 Σεπτεμβρίου 2011, με το ίδιο επίθετο, όνομα και ημερομηνία γέννησης, και του οποίου ο πατέρας και η μητέρα είχαν επίσης τα ίδια ονόματα. Η έκθεση διαπίστωσε ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα δεν ταίριαζαν και επομένως ανήκαν σε δύο διαφορετικά άτομα.
Το ποινικό όμως δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 6842/2018 απόφασή του στις 3 Σεπτεμβρίου 2018, απέρριψε τις αντιρρήσεις του προσφεύγοντος, χωρίς να αιτιολογήσει την απόφασή του.
Στις 8 Νοεμβρίου 2018 ο προσφεύγων υπέβαλε νέα αίτηση, ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν το πρόσωπο που είχε καταδικαστεί βάσει της απόφασης αριθ. 1551/2017. Το ποινικό δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση και διέταξε διεξαγωγή αποδείξεων με μάρτυρες και προσκόμιση εγγράφων, συμπεριλαμβανομένης μιας νέας έκθεσης δακτυλικών αποτυπωμάτων. Η νέα έκθεση, κάνοντας ρητή αναφορά στα πορίσματα της πρώτης έκθεσης, ανέφερε ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα του προσφεύγοντος, που ελήφθησαν την ίδια ημέρα, διέφεραν από εκείνα του καταδικασθέντος με την απόφαση αριθ. 1551/2017, τα οποία είχαν ληφθεί το 2011, και ότι ως εκ τούτου ανήκαν σε δύο διαφορετικά άτομα.
Σε απόφαση που εκδόθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2018 το Ποινικό Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων φυλακίστηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1551/2017 απόφασης επειδή είχε υποβληθεί σε έλεγχο ταυτότητας ενώ είχε στην κατοχή του πιστοποιητικό αίτησης για κάρτα διαμονής που έφερε το όνομα του ατόμου που είχε καταδικαστεί. Το ποινικό δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν ήταν το πρόσωπο που είχε καταδικαστεί. Κατά συνέπεια, έκανε δεκτές τις αιτιάσεις του και διέταξε την αποφυλάκισή του. Ο προσφεύγων αφέθηκε ελεύθερος δύο ημέρες αργότερα.
Στις 28 Νοεμβρίου 2018 ο προσφεύγων κατέθεσε Αίτηση αποζημίωσης στο Ποινικό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι είχε φυλακιστεί παράνομα για 168 ημέρες ως αποτέλεσμα σφάλματος κατά την καταχώριση των προσωπικών στοιχείων από τις αστυνομικές αρχές που τον είχαν συλλάβει. Κατήγγειλε επίσης ότι το Ποινικό Δικαστήριο απέρριψε τις αντιρρήσεις του.
Το Ποινικό Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του, εκτιμώντας ότι η κατάσταση του προσφεύγοντος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 533 του τότε ισχύοντος παλιού ΚΠΔ, το οποίο εξασφάλιζε δικαίωμα αποζημίωσης μόνο για τα πρόσωπα που εξαντλητικά (και όχι γενικά/ενδεικτικά) αναφέρονται σε αυτό, δηλαδή άτομα που είχαν κρατηθεί προσωρινά και στη συνέχεια αθωώθηκαν αμετάκλητα, όσοι κρατήθηκαν ως αποτέλεσμα καταδικαστικής απόφασης που στη συνέχεια εξαφανίστηκε αμετάκλητα ή, εκείνοι που είχαν καταδικαστεί, κρατηθεί και στη συνέχεια αθωώθηκαν μετά από επανάληψη της διαδικασίας ή εκείνοι που καταδικάστηκαν και κρατήθηκαν και στη συνέχεια μειώθηκε η ποινή τους σε ποινή μικρότερη της εκτιθείσας. Το δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι ο νομοθέτης δεν είχε συμπεριλάβει στο άρθρο 564 του τότε ισχύοντος π.ΚΠΔ δικαίωμα αποζημίωσης για τα άτομα που είχαν φυλακιστεί και των οποίων οι αντιρρήσεις τους είχαν γίνει δεκτές – ούτε το άρθρο 533 προέβλεπε την εφαρμογή του σε περιπτώσεις όπως αυτή του προσφεύγοντος.
Επικαλούμενος το άρθρο 5 §§ 1 και 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και την ασφάλεια/δικαιώματα αποζημίωσης), ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι είχε φυλακιστεί παράνομα από τις 6 Ιουνίου έως τις 21 Νοεμβρίου 2018, και συγκεκριμένα για 168 ημέρες, και ότι δεν ήταν σε θέση να λάβει αποζημίωση για την παράνομη φυλάκιση.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 5 § 1
Το Δικαστήριο παρατήρησε, πρώτον, ότι οι εγχώριες αρχές δεν απέδειξαν αν η κράτηση του προσφεύγοντος ήταν νόμιμη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή την ΕΣΔΑ. Επομένως, εναπόκειτο στο ίδιο το Δικαστήριο να εξακριβώσει αν η κράτησή του ήταν σύμφωνη με το άρθρο 5 § 1.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης και κατά τη στιγμή που ο προσφεύγων είχε κρατηθεί, η κράτησή του θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν νόμιμη για τους σκοπούς του άρθρου 5 § 1 (α), δεδομένου ότι είχε βασιστεί σε καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου και το ζήτημα της ταυτότητας δεν είχε ακόμη τεθεί.
Η απόφαση με την οποία το Ποινικό Δικαστήριο της Θεσσαλονίκης είχε απορρίψει τις αρχικές αντιρρήσεις του προσφεύγοντος, έθεσε, ωστόσο, ζήτημα ως προς τη νομιμότητα της κράτησής του υπό το πρίσμα του άρθρου 5 § 1 (α). Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρχε καμία αιτιολογία στην απόφαση του εγχωρίου δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, ήταν αδύνατο να γνωρίζει αν το ποινικό δικαστήριο είχε εκτιμήσει δεόντως την έκθεση δακτυλικών αποτυπωμάτων, η οποία είχε κατηγορηματικά αποδείξει ότι ο προσφεύγων που είχε καταχωρηθεί με το όνομα O.C., του οποίου τα δακτυλικά αποτυπώματα είχαν ληφθεί στις 7 Ιουνίου 2018, δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με το άτομο που καταδικάστηκε με την απόφαση αριθ. 1551/2017 και του οποίου τα δακτυλικά αποτυπώματα είχαν ληφθεί το 2011.
Η εν λόγω έκθεση δακτυλικών αποτυπωμάτων όφειλε, ωστόσο, να είχε ωθήσει το ποινικό δικαστήριο είτε να διατάξει την αποφυλάκιση του προσφεύγοντος είτε να εξετάσει πιο προσεκτικά το ζήτημα της ταυτότητάς του. Η εγκυρότητα αυτών των επιλογών είχε εξάλλου επιβεβαιωθεί αναδρομικά όταν, στις 8 Νοεμβρίου 2018, το Ποινικό Δικαστήριο είχε τότε διατάξει, πρώτον, νέα έκθεση δακτυλικών αποτυπωμάτων και, δεύτερον, να ληφθούν μαρτυρικές καταθέσεις και προσκομιστούν έγγραφα, και είχε προχωρήσει στην έκδοση απόφασης υπέρ της αποφυλάκισης του προσφεύγοντος.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παντελής έλλειψη αιτιολογίας στο Ποινικό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης στην υπ’ αριθμ. 6842/2018 απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2018 είχε σαφώς παραβιάσει την αρχή της προστασίας από την αυθαιρεσία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 § 1 της ΕΣΔΑ, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το γεγονός ότι ο προσφεύγων ήταν, κατά τον χρόνο εκείνο, κρατούμενος δυνάμει απόφασης που επέβαλε οκταετή ποινή κάθειρξης σε διαφορετικό πρόσωπο. Διαπίστωσε, κατά συνέπεια, ότι η κράτηση του προσφεύγοντος, η οποία είχε διαρκέσει έως τις 21 Νοεμβρίου 2018, είχε καταστεί παράνομη από τις 3 Σεπτεμβρίου 2018, όταν εκδόθηκε η αρχική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης.
Άρθρο 5 § 5
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η κράτηση του προσφεύγοντος δεν θα μπορούσε να αποδοθεί αποκλειστικά σε λάθος της αστυνομίας κατά την εξακρίβωση της ταυτότητάς του κατά τη σύλληψή του. Επισήμανε ότι ο προσφεύγων είχε κρατηθεί δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1551/2017 απόφασης με εντολή του εισαγγελέα, αφού υποβλήθηκε σε έλεγχο ταυτότητας έχοντας στην κατοχή του πιστοποιητικό αίτησης για έκδοση κάρτας διαμονής που έφερε το όνομα του καταδικασθέντος ατόμου. Συνεπώς, δεν είχε υπάρξει καμία αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του προσφεύγοντος κατά τον χρόνο της κράτησής του.
Ωστόσο, ο προσφεύγων είχε καταθέσει αντιρρήσεις ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, το οποίο τις απέρριψε στις 3 Σεπτεμβρίου 2018 με την υπ’ αριθμ. 6842/2018 απόφασή του. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κράτηση του προσφεύγοντος οφειλόταν αποκλειστικά στην δικαστική απόφαση.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, όπως ίσχυε η εγχώρια νομολογία, μια αγωγή που ασκείται βάσει του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα σχετικά με την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις δικαστικών οργάνων – όπως, εν προκειμένω, εκείνες του ποινικού δικαστηρίου που εξέτασε τις αρχικές αιτιάσεις του προσφεύγοντος, ήταν βέβαιο ότι θα αποτύγχανε.
Όσον αφορά το δικαίωμα αποζημίωσης που προβλέπει ο ΚΠΔ, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι το ποινικό δικαστήριο είχε απορρίψει την αίτηση του προσφεύγοντος με την αιτιολογία ότι η κατάστασή του δεν ενέπιπτε σε καμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονταν στο άρθρο 533 του τότε ισχύοντος ΚΠΔ και ότι το άρθρο 564 του ίδιου ΚΠΔ δεν εξασφάλιζε δικαίωμα αποζημίωσης για τους κρατουμένους των οποίων οι αντιρρήσεις για την ταυτότητά τους είχαν γίνει δεκτές.
Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι το άρθρο 7 § 4 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα αποζημίωσης για όλους «όσους καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν άδικα ή παράνομα την προσωπική τους ελευθερία».
Το Δικαστήριο έκρινε, επομένως, ότι, ερμηνεύοντας το άρθρο 533 του ΚΠΔ με τον τρόπο που το ερμήνευσε, το Ποινικό Δικαστήριο υιοθέτησε μια υπερβολικά φορμαλιστική προσέγγιση που δεν ήταν σύμφωνη με το πνεύμα του άρθρου 5 § 5.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν είχε στη διάθεσή του κανένα ένδικο μέσο με το οποίο μπορούσε να επιδιώξει επανόρθωση για την ανωτέρω κράτησή του και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 5 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα όφειλε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 8.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 55,80 ευρώ όσον αφορά τα έξοδα και τις δαπάνες.