ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Δεν αποδείχθηκε από τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα αποδεικτικά στοιχεία, ο ισχυρισμός του, του οποίου φέρει το βάρος απόδειξης, ότι έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα, κατά το οποίο υπέστη τραυματισμό, από υπαιτιότητα αγνώστου οδηγού ΙΧΕ αυτοκινήτου αγνώστων στοιχείων κυκλοφορίας. Συνεπώς, τυγχάνει απορριπτέα η αγωγή του κατά του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «…………..», με την οποία, βάσει του ως άνω ισχυρισμού, ζητούσε την επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 411/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τον Γραμματέα Σ.Τ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Τσαβδαρίδη (µε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «………» («…….») που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Δ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …………, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πετρόπουλο (µε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Ο ΕΚΚΑΛΩΝ – ΕΝΑΓΩΝ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά του εναγόμενου – εφεσίβλητου την από 28-8-2020 και με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./2020 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η υπ΄αρ. 2459/2022 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της ως άνω αγωγής και, κατόπιν (εκδόθηκε) από το ίδιο Δικαστήριο, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 591, 614 περ. 6 επ. ΚΠολΔ),η υπ΄αρ. 1688/2023 οριστική απόφαση, που απέρριψε την αγωγή.
Ήδη την τελευταία αυτή απόφαση προσβάλλει ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη από 10-7-2023 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./10-7-2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../14-7-2023, που προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 7-12-2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 11.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 1688/26-5-2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 591, 614 περ. 6 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία. Έχει κατατεθεί δε από τον εκκαλούντα το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο της έφεσης, όπως προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθι του δικογράφου αυτής. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 522 ΚΠολΔ).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 Α.Κ. συνάγεται ότι επί αδικοπραξίας, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του υπαιτίου και της ζημίας (Α.Π. 307/2020, Α.Π. 12/2020, Α.Π. 1652/2018, Α.Π. 1217/2018, Α.Π. 777/2018, Α.Π. 129/2017, Α.Π. 128/2017, Α.Π. 50/2016, Εφ.Αθ.(Μον). 2703/2021, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, παρ. 60, αρ. 5 επ., σελ. 594 επ., Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, τόμος II, πέμπτη έκδοση, 2019, παρ. 36, αρ. 130, σελ. 626). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας (Α.Π. 419/2018, Α.Π. 209/2018, Α.Π. 809/2017, Α.Π. 709/2017, Α.Π.379/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδης, ό.π. παρ. 60, αρ. 8, σελ. 595). Αντιστοίχως, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του οδηγού ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, πρόοφορη και ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία, την οποία και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (Ολομ. Α.Π. 18/2004 ΝοΒ 2005.61, Α.Π. 307/2020, Α.Π. 13/2020, Α.Π. 1321/2019, Α.Π. 424/2019, Α.Π. 1517/2018, Α.Π. 1035/2018, Α.Π. 1680/2017, Α.Π. 1336/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός, ό.π.).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανένας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής πεποίθησης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Αντίθετα αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος σε περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας (Α.Π. 1067/2015, Α.Π. 233/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, µε το άρθρο 19 παρ. 1 περιπτ. α του Ν. 489/1976, όπως κωδικοποιήθηκε µε το Π.Δ. 237/1986, ορίζεται ότι, το δια του άρθρου 16 του ίδιου νόµου συσταθέν νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου µε την επωνυµία «…………..», είναι υποχρεωµένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζηµιώθηκαν λόγω θανάτωσης ή σωµατικών βλαβών από αυτοκινητικά ατυχήµατα, την αποζηµίωση που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου αυτού, πλην άλλων περιπτώσεων και όταν το πρόσωπο που υπέχει την ευθύνη για το ατύχηµα παραµένει άγνωστο. Στοιχείο δηλαδή του πραγµατικού της ως άνω διάταξης, που θεµελιώνει την νοµιµοποίηση του εναγόμενου ως άνω Ν.Π.Ι.Δ., είναι στην ως άνω περίπτωση το γεγονός ότι αυτός που υπέχει ευθύνη για αποζηµίωση από αυτοκινητικό ατύχηµα παραµένει άγνωστος, ότι δηλαδή δεν είναι αντικειµενικά δυνατή η εξακρίβωση των στοιχείων της ταυτότητας αυτού, µε την καταβολή της συνηθισµένης στις συναλλαγές επιµέλειας.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων εξέθετε στην ως άνω από 28-8-2020 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι στις 19-2-2018 και περί ώρα 13.20, οδηγώντας την υπ΄αρ. κυκλοφορίας ………. δίκυκλη μοτοσικλέτα επί της οδού Πλάτωνος στην περιοχή Χαραυγή Κερατσινίου Αττικής, υπέστη τις αναφερόμενες στην αγωγή σωματικές βλάβες, εξαιτίας του ατυχήματος που έλαβε χώρα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο και κάτω από τις συνθήκες που επίσης αναφέρονται στην αγωγή. Ότι, το εν λόγω ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα οδηγού ΙΧΕ οχήματος μάρκας BMW λευκού χρώματος, ο οποίος μετά το συμβάν τον εγκατέλειψε στο σημείο του ατυχήματος, χωρίς να ειδοποιήσει την Τροχαία και χωρίς να δώσει τα στοιχεία του ίδιου και του οχήματός του. Ότι, παρά τις περιγραφόμενες στο αγωγικό δικόγραφο προσπάθειες τόσο του ενάγοντος, και της συζύγου του, όσο και της αστυνομικής αρχής, δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστεί ο ως άνω οδηγός και να γίνουν γνωστά τα στοιχεία αυτού και του αυτοκινήτου του. Ζητούσε δε ακολούθως ο ενάγων, όπως παραδεκτά μετέτρεψε συνολικά το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις του), να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. οφείλει να του καταβάλει, το ποσό των 15.032,57 ευρώ, ως αποζημίωση, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή, καθώς και το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ένεκα του εν λόγω τραυματισμού του, ήτοι το συνολικό ποσό των 65.032,57 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Το ανωτέρω Δικαστήριο εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 2459/2022 απόφαση με την οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων δεν προσκόμισε το έγγραφο ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης. Κατόπιν της προσκόμισής του, εκδόθηκε από το ίδιο Δικαστήριο, η υπ΄αρ. 1688/2023 οριστική απόφαση (εκκαλουμένη), με την οποία, δικάζοντας την αγωγή κατά την ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα, αφού έκρινε αυτήν παραδεκτή και ορισμένη, καθώς περιέχει, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από το εναγόμενο, όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωσή της, μεταξύ των οποίων και οι ενέργειες στις οποίες προέβη ο ενάγων για την ανεύρεση του άγνωστου οδηγού, ακολούθως την έκρινε νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματός της περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής, το οποίο, ενόψει της μετατροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, καθίσταται μη νόμιμο. Στη συνέχεια δε, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και επέβαλε εις βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.500 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η ενάγων- εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αγωγή του κατά του αντιδίκου του.
Ειδικότερα, ο εκκαλών παραπονείται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του για μη νόμιμη σύνθεση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επειδή αυτό συγκροτήθηκε από έμμισθη Πάρεδρο και όχι από Πρωτοδίκη ή Πρόεδρο Πρωτοδικών, γεγονός που περαιτέρω, όπως υποστηρίζει στον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης, συνιστά αδικαιολόγητη εις βάρος του μεταχείριση σε σχέση με άλλους διαδίκους με όμοιες με τη δική του υποθέσεις, που δικάζονται από τους παραπάνω δικαστές κι ως εκ τούτου αποτελεί παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ.1 Ε.Σ.Δ.Α.).
Οι παραπάνω λόγοι της έφεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 περ. Α δ’ του Ν. 4938/2022 «Αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνονται, κατά σειρά αρχαιότητας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, ως εξής … δ. ένας (1) µόνο πρωτοδίκης πολυµελούς πρωτοδικείου ή τριµελούς πληµµελειοδικείου, από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή πταισµατοδίκη της περιφέρειάς του …», και κατά την παράγραφο 2 του ιδίου ως άνω άρθρου «Οι αναπληρωτές της παρ. 1 ορίζονται µε πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο». Όπως προκύπτει δε από τα ρητώς αναφερόμενα στην αρχή της εκκαλουμένης απόφασης, το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο συγκροτήθηκε νόµιµα από τη Δικαστή Σταυρούλα Πουλουπάτη, Δικαστική Πάρεδρο, επειδή κωλύονταν οι λοιποί τακτικοί δικαστές, η οποία ορίστηκε µε την υπ΄αρ. 75/2022 απόφαση του Τριµελούς Συµβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα μη νόμιμης σύνθεσης του Δικαστηρίου, αλλά ούτε και αδικαιολόγητα άνισης, εις βάρος του ενάγοντος, μεταχείρισης σε σχέση με διαδίκους άλλων υποθέσεων και παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης, διότι είναι νόμιμη και εφαρμοζόμενη στην πράξη, σύμφωνα τις προαναφερθείσες διατάξεις, η αναπλήρωση των κωλυόμενων δικαστών από πάρεδρο. Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, νομίμως συγκροτούμενο, κατά τα προεκτεθέντα, από την ως άνω Δικαστική Πάρεδρο, εκδίκασε κατά τη δικάσιμο της 13ης-1-2023 τόσο την υπόθεση του ενάγοντος – εκκαλούντος, όσο και τις λοιπές υποθέσεις που συζητήθηκαν κατά την ως άνω δικάσιµο στο Τµήµα αυτοκινητικών διαφορών.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντος …………., που εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (το εναγόμενο δεν εξέτασε μάρτυρα) και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, της υπ΄αρ. πρωτ. κατάθεσης Δ.Σ.Π. ……… από 5-11-2021 ένορκης βεβαίωσης της ……., που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων – εκκαλών και λήφθηκε με επιμέλειά του, ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιώς …….. (Α.Μ. Δ.Σ.Π. ……….), κατόπιν προηγηθείσας νοµότυπης και εµπρόθεσµης κλήσης του αντιδίκου του, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …../2-11-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή του Εφετείου Πειραιώς, µε έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισµένα από τα οποία µνηµονεύονται ειδικότερα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης, χωρίς ωστόσο κανένα να έχει παραληφθεί για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:
Ο ενάγων υποστηρίζει, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω από 28-8-2020 (με E.A.K. …./9-10-2020) αγωγή του, ότι στις 19-2-2018 και ώρα 13.20, οδηγώντας µε κανονική ταχύτητα την υπ’ αρ. κυκλοφορίας ……….. δίκυκλη µοτοσυκλέτα, µάρκας Beνerley, επί της οδού Πλάτωνος, η οποία είναι µονής κατεύθυνσης, κινείτο από την περιοχή «Ευγένεια» προς την περιοχή «Χαραυγή» του Κερατσινίου Αττικής. Ότι, στη διασταύρωση της ως άνω οδού με την οδό Κωστή Παλαμά, ένα παράνομα σταθµευµένο (διπλοπαρκαρισμένο) όχηµα τύπου τζιπ, µάρκας BMW, χρώματος λευκού, µε άγνωστο οδηγό, ξεκίνησε ξαφνικά και ανέλεγκτα, χωρίς να ανάψει φλας, παρεµβαλλόµενο στην πορεία του ενάγοντος, ο οποίος επιχειρούσε τη στιγμή εκείνη να περάσει αριστερά αυτού. Ότι (ο ενάγων), προκειµένου να αποτρέψει την σύγκρουση με το εν λόγω όχημα, αναγκάστηκε να προβεί σε απότοµο ελιγµό προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα να εκτραπεί η µοτοσυκλέτα του, ο ίδιος δε να εκτιναχθεί στον αέρα και να καταλήξει απότοµα και µε µεγάλη δύναµη στο απέναντι πεζοδρόµιο της οδού Κωστή Παλαµά, µε συνέπεια να τραυµατιστεί σοβαρά στον δεξιό του αγκώνα και στο κεφάλι, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, ενώ ο οδηγός του τζιπ έσπευσε να εγκαταλείψει το σημείο του ατυχήματος, αφήνοντάς τον αβοήθητο, χωρίς να ειδοποιήσει την Αστυνομία και χωρίς να του δώσει τα στοιχεία του. Ωστόσο, από την εκτίμηση των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων, το παρόν Δικαστήριο, όπως και το πρωτοβάθμιο, κρίνει ότι δεν δύναται να καταλήξει σε πλήρη δικανική πεποίθηση, ότι έλαβε χώρα το ως άνω ατύχημα, τουλάχιστον υπό τις συνθήκες τις οποίες περιγράφει ο ενάγων, ήτοι με την εμπλοκή άγνωστου οδηγού, αγνώστων στοιχείων οχήματος, γεγονός για το οποίο το βάρος απόδειξης φέρει ο ίδιος (ο ενάγων). Κι αυτό διότι, καταρχήν οι ως άνω μάρτυρες, ήτοι ο ……… και η …………, που φέρονται ως αυτόπτες του ατυχήματος, τους οποίους, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, βρήκε η σύζυγός του μετά από πολύμηνη αναζήτηση, αναφέρουν πολύ διαφορετικά πραγματικά περιστατικά ως προς τις συνθήκες αυτού. Ειδικότερα, ο πρώτος εκ των ανωτέρω μαρτύρων, καταθέτει ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αντίθετα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος, ότι υπήρξε σύγκρουση των ως άνω οχημάτων (της δίκυκλης µοτοσυκλέτας του ενάγοντος και του ΙΧΕ αγνώστων στοιχείων), εξαιτίας της οποίας ο ενάγων κατέληξε σε ένα δέντρο, ενώ τα αναφερόμενα από τη δεύτερη ανωτέρω μάρτυρα στην προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωσή της, ταυτίζονται με τα ιστορούμενα στην αγωγή, δηλαδή ότι δεν υπήρξε επαφή µεταξύ των δύο οχηµάτων, αλλά ο ενάγων, προκειµένου να αποφύγει τη σύγκρουση, προέβη σε απότοµο αριστερό ελιγµό, µε αποτέλεσµα να εκτραπεί και να ‘’προσγειωθεί’’ στο απέναντι πεζοδρόµιο. Η σημαντική προαναφερθείσα διαφορά – αντίφαση, μεταξύ των δύο αυτών μαρτυρικών καταθέσεων σχετικά με ένα τόσο ουσιώδες περιστατικό ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την επικαλούμενη από τον ενάγοντα – εκκαλούντα στον πέμπτο λόγο της έφεσής του, διαφορετική θέση και οπτική γωνία που βρισκόταν καθένας από τους δύο ως άνω μάρτυρες. Δεν υφίσταται δε ομολογία περί του τραυματισμού του ενάγοντος και ειδικά στο κεφάλι, όπως αβάσιμα αυτός υποστηρίζει με τον τρίτο λόγο της έφεσης του, εκ μέρους του εναγόμενου, επειδή το τελευταίο πρόβαλε ισχυρισμό αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενάγοντος ως προς τον τραυματισμό του, άλλως συνυπαιτιότητας 95% και συντρέχοντος πταίσματος 95% ως προς τον τραυματισμό του στο κεφάλι. Ειδικότερα, το εναγόμενο αναφέρει στις πρωτόδικες προτάσεις του ότι, αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος και του τραυματισμού του είναι ο ενάγων, καθώς δεν προκύπτει η εμπλοκή οποιουδήποτε αγνώστου οχήματος, επικουρικά δε, μόνο για την περίπτωση δηλ. που το Δικαστήριο δεχθεί την υπαιτιότητα του εναγόμενου, το τελευταίο προβάλλει την ένσταση συνυπαιτιότητας αυτού (ενάγοντος). Περαιτέρω, σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβάν του ένδικου τροχαίου ατυχήματος με εμπλεκόμενο άγνωστο οδηγό, δημιουργεί και το γεγονός ότι δεν κλήθηκε η Τροχαία, η παρουσία της οποίας ήταν επιβεβληµένη, προκειµένου να διαπιστωθούν και να καταγραφούν οι συνθήκες του ατυχήµατος, συντασσόμενης σχετικής έκθεσης αυτοψίας και πρόχειρου σχεδιάγραμματος, µε την κίνηση των οχηµάτων, το σηµείο του ατυχήµατος και την τελική θέση αυτών. Ακόμη κι αν δεχθούμε ως αληθή τον ισχυρισμό του ενάγοντος, ότι δεν κάλεσε την Τροχαία διότι εκκρεμούσε εναντίον του ανεκτέλεστη η υπ΄αρ. ΒΜ …../11-2-2010 δικαστική απόφαση, με την οποία του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης, επικαλούμενος σχετικά, με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, την υπ΄αρ. ………./23-11-2021 βεβαίωση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, δεν εξηγείται το γεγονός γιατί κανένας από τους ευρισκομένους στον τόπο του ατυχήματος, δεν το έπραξε, κατά το συνήθως συμβαίνον σε παρόμοιες καταστάσεις. Σημειωτέον δε ότι, σύμφωνα με την κατάθεση του ως άνω μάρτυρα ………., κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν παρόντα στο σηµείο εκείνο, πλησίον του σούπερ µάρκετ «………», τουλάχιστον δεκαπέντε (15) άτοµα, ενώ ο ίδιος καταθέτει ότι καθόταν σε παρακείµενο εστιατόριο (με το όνομα «….») και είχε παρατηρήσει και προηγουµένως το παράνομα σταθµευµένο όχηµα. Εντούτοις, κανένας από αυτούς, παρά το γεγονός ότι έγιναν µάρτυρες τροχαίου ατυχήµατος µε τραυµατισµό προσώπου, όπως ορθά επισημαίνεται και στην εκκαλουμένη, δεν εµπόδισε την διαφυγή του αγνώστου οδηγού, δεν συγκράτησε τον αριθµό πινακίδων του οχήματός του, ή έστω µερικά ψηφία τους, δεν φωτογράφισε τον τόπο του ατυχήµατος, και κυρίως δεν κάλεσε την Τροχαία. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ζήτησε από τους παρευρισκόμενους να μην την καλέσουν, για τον προαναφερθέντα λόγο της εκκρεμούς εναντίον του δικαστικής απόφασης, έρχεται σε αντίθεση τόσο με αυτά που καταθέτει ο παραπάνω φερόµενος ως αυτόπτης µάρτυρας, ήτοι ότι ο ενάγων, αµέσως µετά το ατύχηµα, αιµορραγούσε και δεν µπορούσε να µιλήσει, όσο και με τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι εξαιτίας της κάκωσης κεφαλής που είχε υποστεί, αδυνατούσε να συγκρατήσει τον αριθµό κυκλοφορίας του οχήµατος του αγνώστου οδηγού. Εξάλλου, ο ανωτέρω μάρτυρας, ο οποίος ήταν προπονητής του γιου του ενάγοντος σε αθλητική ομάδα (δεν διευκρινίζεται το είδος του αθλήματος αυτής), αναφέρει σε ένα σημείο της κατάθεσής του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι δεν ήξερε την οικογένεια … αλλά τον γιο τους, ενώ λίγο παραπάνω είχε καταθέσει ότι «…ο κ. …… (ενάγων) ερχόταν πολλές φορές στην προπόνηση και έφερνε το παιδί του». Αν ισχύει δε το τελευταίο, απορία προκαλεί, πώς, όταν πλησίασε τον τραυματισμένο ενάγοντα, μετά το ατύχημα, δεν τον αναγνώρισε και δεν του άφησε τα στοιχεία του, αλλά, κατά τα αναφερόμενα περαιτέρω στην κατάθεσή του, κατάλαβε ότι επρόκειτο για το συμβάν στο οποίο ήταν αυτόπτης μάρτυρας, μετά από 3-4 μήνες που επανήλθε ο γιος του ενάγοντος στην προπόνηση, που εν τω μεταξύ είχε σταματήσει, και ρωτώντας τον τι κάνει ο πατέρας του, έμαθε ότι τραυματίστηκε σε τροχαίο. Προέκυψε, επίσης, ότι ο ενάγων υπέβαλε δύο µήνες µετά τον, κατά τους ισχυρισµούς του, χρόνο του ατυχήµατος, την από 18-4-2018 έγκλησή του κατ΄ αγνώστου οδηγού, για σωματική βλάβη από αμέλεια κι εγκατάλειψη, χωρίς να προτείνει με αυτήν µάρτυρες. Κατόπιν δε της ανωτέρω έγκλησης, σχηματίστηκε η µε Α.Β.Μ. …/….. ποινική δικογραφία, η οποία, όμως, µε την από 6-7-2018 πράξη της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, τέθηκε στο αρχείο αγνώστων δραστών, διότι δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισµός του φερόµενου ως δράστη. Δεν κατέστη ακόμα δυνατή η εξασφάλιση οπτικού υλικού, όπως αιτείτο ο ενάγων στην έγκλησή του, από τις κάμερες του προαναφερθέντος σούπερ μάρκετ. Ειδικότερα, η εταιρεία «……….», που το εκμεταλλευόταν, µε το από 16-5-2018 έγγραφό του διευθυντή εταιρικής ασφάλειας, απάντησε προς το Β΄ Τμήμα Τροχαίας Πειραιώς, μετά από σχετική εισαγγελική παραγγελία, ότι µέσω του εν λειτουργία κλειστού κυκλώµατος καταγραφής εικόνας (CCTV) δεν λαµβανόταν εικόνα από τον δηµόσιο, εξωτερικό του καταστήµατος χώρο, αλλά και το βιντεοληπτικό υλικό που είχε καταγραφεί κατά το χρόνο του ατυχήματος και αφορούσε τον εσωτερικό χώρο του καταστήματος, είχε ήδη καταστραφεί, αφού είχε παρέλθει ο προβλεπόμενος από την Οδηγία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα, χρόνος τήρησης των δεδομένων. Εξάλλου, στο προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα από 23-2-2018 ιατρικό εξιτήριο του Γ.Ν.Ν.Π. «Άγιος Παντελεήµων – Γ.Ν.Δ.Α. Η Αγία Βαρβάρα», προκύπτει ότι νοσηλεύθηκε στο ως άνω νοσοκομείο από τις 19-2-2018 (ημέρα του φερόμενου ατυχήματος) έως τις 23-2-2018, µε διάγνωση «κάταγµα του κάτω άκρου του βραχιόνιου οστού», ωστόσο στο εν λόγω εξιτήριο δεν αναγράφεται κάτι σχετικά με τραυματισμό του ενάγοντος λόγω αναφερόµενου τροχαίου ατυχήµατος, όπως συμβαίνει συνήθως, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας. Τέτοια αναφορά περί τροχαίου ατυχήματος δεν υπάρχει ούτε στα λοιπά ιατρικά πιστοποιητικά, που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, που αφορούν στη μετέπειτα κατάσταση της υγείας του ένεκα του τραυματισμού του (ήτοι το από 21-3-2018 εξιτήριο του Ιατρικού Κέντρου Φαλήρου, όπου αναγράφεται ως διάγνωση «άλλες μορφές οξείας οστεομυελίτιδας», τις από 30-4-2018 και 29-6-2018 ιατρικές γνωματεύσεις του Ορθοπεδικού Χειρουργού …….., την από 18-2-2020 ιατρική βεβαίωση κ.α.). Η μόνη ιατρική γνωμάτευση που γίνεται λόγος για αναφερόμενο σοβαρό τροχαίο ατύχημα είναι αυτή της ψυχιάτρου κ. ………, που διαγιγνώσκει καταθλιπτικό επεισόδιο του ενάγοντος, η οποία (γνωμάτευση) έχει ημερομηνία 26-10-2018, ήτοι 8 μήνες μετά το ατύχημα. Η δε μνεία στην εκκαλουμένη ότι, η αναφορά στην ως άνω βεβαίωση περί τροχαίου ατυχήματος, βασίζεται στα ιστορούμενα από τον ίδιο τον ενάγοντα και όχι σε αντικειμενικά ευρήματα, δεν αποτελεί αντιφατική αιτιολογία, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών με τον έβδομο λόγο της εφεσής του, σε σχέση με την αναφορά της ότι, στις προηγούμενες ιατρικές βεβαιώσεις που ο τελευταίος προσκομίζει, δεν αναγράφεται κάτι τέτοιο, πράγμα που, όπως σημειώνει ο εκκαλών, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, περιλαμβάνεται στις ιατρικές βεβαιώσεις ως διηγηματική δήλωση των παθόντων των τροχαίων ατυχημάτων και όχι ως διαβεβαίωση από αντικειμενικά ευρήματα. Σε κάθε περίπτωση, έστω κι αν κάποια ή κάποιες από τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης είναι εσφαλμένη, αυτό δεν οδηγεί σε εξαφάνισή της, εφόσον κατ΄ αποτέλεσμα η κρίση της είναι ορθή, καθώς το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο παραδεκτά αντικαθιστά την αιτιολογίες αυτές (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Περαιτέρω στο προαναφερθέν αρχικό από 23-2-2018 εξιτήριο, δεν γίνεται λόγος και για κάκωση κεφαλής και πραγµατοποίηση συρραφής τραύµατος, αν και ο ενάγων εκθέτει αγωγή του ότι εξαιτίας του περιγραφόµενου ατυχήµατος υπέστη τραύμα και στο κεφάλι στο οποίο τοποθετήθηκαν 17 ράμματα. Ο ενάγων υποστηρίζει ότι τα ράμματα αυτά αφαιρέθηκαν στις 4-4-2018, προσκοµίζει δε προς απόδειξη του ισχυρισµού του αυτού, την από 4-4-2018 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του Ιατρικού Π. Φαλήρου, όπου αναφέρεται ως αιτία πληρωµής η αφαίρεση ραμμάτων, δεν εξειδικεύεται, ωστόσο, αν επρόκειτο για ράμματα κεφαλής. Από την από 30-4-2018 δε ιατρική γνωµάτευση του Ορθοπεδικού Χειρουργού …….., δεν προκύπτει ότι ο ενάγων είχε απευθυνθεί στο ιατρικό αυτό κέντρο για την ιστορούµενη κάκωση κεφαλής, καθώς όλες οι αναλυτικά αναφερόμενες στην ανωτέρω γνωμάτευση ιατρικές πράξεις που πραγµατοποιήθηκαν, σχετίζονται με το κάταγµα του δεξιού αγκώνα αυτού. Ο ενάγων, με τον έκτο λόγο της έφεσής του, παραπονείται ότι, ενώ η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι νοσηλεύθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, από 19-2-2018 έως 23-2-2018 στο Γ.Ν.Ν.Π. «Άγιος Παντελεήµων», εντούτοις θεώρησε ότι δεν αποδείχθηκε ο τραυματισμός του στο αναφερόμενο στην αγωγή τροχαίο ατύχημα, χωρίς να περιέχει καμία αιτιολογία για την αιτία του τραυματισμού του και την εισαγωγή το στο ως άνω νοσοκομείο. Κι αυτός ο λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι το Δικαστήριο όφειλε να αιτιολογήσει, όπως και έκανε, πώς κατέληξε στην κρίση ότι δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα το επικαλούμενο από τον ενάγοντα ατύχημα και όχι που οφείλεται ο τραυματισμός του. Αποδείχθηκε μεν ότι έλαβε χώρα εισαγωγή του ενάγοντος στο νοσοκομείο στις 19-2-2018, με την ανωτέρω διάγνωση (κάταγμα του κάτω άκρου του βραχιόνιου οστού), αλλά δεν αποδείχθηκε, πέραν πάσης αμφιβολίας, κατά τα προεκτεθέντα, ότι ο τραυματισμός αυτός οφείλεται σε τροχαίο ατύχημα, ή τουλάχιστον σε τροχαίο ατύχημα, όπως περιγράφεται από τον ενάγοντα, με τη συμμετοχή δηλ. σε αυτό αγνώστου οδηγού, αγνώστων στοιχείων οχήματος. Ο τραυματισμός του ενάγοντος μπορεί να επήλθε από άλλο λόγο ή από πτώση του από τη μοτοσυκλέτα του, χωρίς την εμπλοκή όμως έτερου οχήματος. Αυτές, όμως είναι εικασίες στις οποίες εκ του περισσού προβαίνει το παρόν Δικαστήριο. Το ζήτημα είναι ότι ο ενάγων δεν απέδειξε, σύμφωνα με τα ανωτέρω, όπως είχε το βάρος να πράξει με τα προσκομιζόμενα από αυτόν αποδεικτικά στοιχεία (φέροντας και τον κίνδυνο, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, σε περίπτωση αμφιβολίας του Δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας), ότι έλαβε χώρα το αναφερόμενο στην αγωγή του συμβάν. Εφόσον λοιπόν δεν αποδείχθηκε ότι, η ως άνω αναφερθείσα σωματική του ενάγοντος βλάβη οφείλεται σε τραυματισμό του κατά το ιστορούμενο στο αγωγικό δικόγραφο τροχαίο ατύχημα με υπαίτιο άγνωστο οδηγό, δεν υφίσταται επομένως, η υποχρέωση του εναγόμενου – εφεσίβλητου Ν.Π.Ι.Δ. (………….) να αποζημιώσει τον ενάγοντα, οπότε η αγωγή του είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν, έστω με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά αντικαθιστά – συμπληρώνει κατ΄ άρθρο 534 ΚΠολΔ, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, παρά τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο εκκαλών στην έφεσή του. Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει ν΄ απορριφθεί στο σύνολό της, κατά τα προαναφερθέντα, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, να επιβληθεί εις βάρος του εκκαλούντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, και να διαταχθεί η εισαγωγή του, κατατεθέντος από τον εκκαλούντα, παραβόλου της έφεσης, στο Δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε ΚΠολΔ), κατά τα επίσης ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα. Τέλος, απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα του εκκαλούντος, που προβάλλει με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου έγγραφες προτάσεις του, περί διαγραφής, κατ΄ άρθρο 206 ΚΠολΔ, από τις από 16-5-2024 έγγραφες προτάσεις του αντιδίκου του, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, των εξής φράσεων: ‘’τυγχάνουν δε εξόχως προσβλητικοί ως προς το πρόσωπο της Δικαστού που πρωτοδίκως δίκασε την αγωγή’’ (τελευταίος στίχος πρώτης σελίδας των ως άνω προτάσεων) και ‘’ κατόπιν προφανώς λήψεως νομικής συμβουλής’’ (τελευταίος στίχος της 1ης σελίδας και 21ος στίχος της 6ης σελίδας, αντίστοιχα, των ως άνω προτάσεων). Κι αυτό διότι δεν συντρέχουν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι προς τούτο απαιτούμενες από τη διάταξη του ανωτέρω άρθρου προϋποθέσεις, καθώς οι φράσεις αυτές, αντίθετα με τα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα, ακόμη κι αν θεωρηθούν οξείες, εντούτοις δεν συνιστούν εξυβριστικές ή ανάρμοστες εκφράσεις που υπερβαίνουν τα όρια που επιβάλλει η ευπρέπεια και η καλή πίστη, ώστε να βρίσκει πεδίο εφαρμογής η παραπάνω διάταξη, η χρήση της οποίας, πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να γίνεται με φειδώ από το Δικαστήριο (βλ. και Β. Βαθρακοίλη Ερμ.ΚΠολΔ υπό το άρθρο 206, αρ.3).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την από 10-7-2023 έφεση κατά της υπ΄αρ. 1688/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει εις βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, την οποία ορίζει, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του, κατατεθέντος από τον εκκαλούντα, παραβόλου της έφεσης (e-παράβολο με αρ. …………./2023 ποσού 100 ευρώ).
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 26 Αυγούστου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓPAMMATEAΣ