Αριθμός απόφασης 732/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, εισάγονται προς εκδίκαση (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) : Α) Η από 20-12-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………/16-1-2018) έφεση της πρώτης εναγομένης, Β) η ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο από 7-5-2018 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………/7-5-2018) αντέφεση των εναγόντων, ως εν μέρει ηττηθέντων διαδίκων απάντων, κατά της υπ’αριθμ.4461/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, δεχόμενη εν μέρει την από 6-10-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./2016) αγωγή των εναγόντων, περί καταβολής μισθωμάτων, αποζημίωσης λόγω πρόωρης λύσης της μίσθωσης, αποζημίωσης χρήσης και διαφυγόντων κερδών, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της αντέφεσης [ΕφΠειρ (Ναυτ) 374/2014, ΕφΠειρ (Μον) 674/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Η έφεση, κατά το μέρος που απευθύνεται, κατά της αποβιωσάσης, ………….., της οποίας ο θάνατος είχε γνωστοποιηθεί από τον πρώτο και την τρίτη των εφεσιβλήτων, ως νομίμους κληρονόμους της, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε καταχωρηθεί στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, με αποτέλεσμα να επέλθει βιαία διακοπή της δίκης ως προς αυτήν και να επαναληφθεί αυτή στο δικό τους όνομα, τυγχάνει απαράδεκτη [ΕφΑθ 662/2018, ΕφΠειρ (Ναυτ) 56/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Κατά τα λοιπά έχει ασκηθεί νομότυπα [άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει ομοίως μετά την αντικατάστασή του από το παραπάνω άρθρο), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από την εκκαλούσα ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της (άρθρο 495 § 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 § 2 περ.Α στοιχ.β του ν.4446/22-1-2016, που εφαρμόζεται από 22-1-2017 κατ’άρθρο 45 αυτού), κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (υπ’αριθμ. ………… e-παράβολο και από 20-12-2017 βεβαίωση εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Επίσης, οι ενάγοντες άσκησαν παραδεκτά αντέφεση, με ιδιαίτερο δικόγραφο, που επιδόθηκε στους αντεφεσίβλητους στις 8-5-2018, δηλαδή τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν τη συζήτησή της (άρθρο 591 § 1 ζ΄ του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της, κατά το άρθρο ένατο αυτού), που είχε οριστεί αρχικά για τις 6-12-2018 (σχετ.οι υπ’αριθμ. … και …./8-5-2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………. αλλά και πριν την παρέλευση της προθεσμίας άσκησης εφέσεως, δηλαδή διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (9-10-2017). Έτσι, και ανεξαρτήτως του ότι ο μοναδικός λόγος της αφορά τα κεφάλαια της αποζημίωσης χρήσης και των διαφυγόντων κερδών, που δεν προσβάλλονται με την έφεση ούτε συνέχονται αναγκαστικά με αυτά [ΕφΠειρ 171/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 450/2009 ΑΧΑΝΟΜ 2010.348, Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’άρθρο) τόμος Γ΄σελ. 299, αρ.35], τυγχάνει παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί στο σύνολό της, διότι στην περίπτωση της αντέφεσης, που ισχύει ως αυτοτελής έφεση, ο αντεκκαλών μπορεί να προσβάλλει οποιοδήποτε κεφάλαιο της εκκαλουμένης και όχι μόνον αυτά που έχουν ήδη προσβληθεί με έφεσή ή συνέχονται αναγκαστικά με αυτά (Σ.Σαμουήλ «Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ», έκδ. ΣΤ, σελ. 258-259, αρ. 609). Συνεπώς, εφόσον κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο κατά την άσκησή της (υπ’αριθμ. . ……… e-παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή επίσης διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.
Οι ενάγοντες, ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους ότι δυνάμει του από 1-11-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, εκμίσθωσαν στην πρώτη εναγομένη, ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, το ειδικότερα περιγραφόμενο ακίνητο (κτήμα, περιτοιχισμένο, επιστρωμένο με γκρο-μπετόν και στεγασμένο με σιδηροκατασκευή από πάνελ), για χρονικό διάστημα έξι (6) ετών, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως συνεργείο φανοποιείας, επισκευής και βαφής αυτοκινήτων, αντί του συμφωνηθέντος μισθώματος των 975 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου (3,6 %), καταβλητέου εντός του πρώτου πενθημέρου του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και ότι την ορθή τήρηση των όρων της μίσθωσης εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης ο δεύτερος εναγόμενος, παραιτούμενος της ενστάσεως διζήσεως. Ότι αυτός υπήρξε μισθωτής του ίδιου ακινήτου το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, υπό τους αυτούς όρους και προϋποθέσεις. Ότι, κατά την κατάρτιση της σύμβασης, η μισθώτρια κατέβαλε, ως εγγύηση, το ποσό των 1.950 ευρώ, για την ακριβή τήρηση των όρων της. Ότι συνεπεία των πολεοδομικών παραβάσεων στις οποίες αμφότεροι οι εναγόμενοι είχαν προβεί εντός του μισθίου, η επιχείρηση που λειτουργούσε σε αυτό σφραγίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 και εκ νέου τον Απρίλιο του 2016. Ότι με την από 30-5-2016 εξώδικη καταγγελία της, που κοινοποιήθηκε στους ενάγοντες την επομένη ημέρα, η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε τη μίσθωση, η λύση της οποίας θα επερχόταν τρεις μήνες αργότερα, καλώντας τους παράλληλα να παραλάβουν τα κλειδιά του μισθίου στις 31-8-2016. Ότι, μετά τη σφράγιση της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης τον Απρίλιο του 2016 από τη Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιώς, προέβησαν σε σχετικό έλεγχο στις αρμόδιες υπηρεσίες, και διαπίστωσαν ότι αυτή οφείλετο στην μη τήρηση των όρων του καταλόγου των εφαρμοζόμενων προτύπων περιβαλλοντικών δεσμεύσεων, ενώ η προηγούμενη σφράγισή της οφειλόταν σε πολεοδομικές παραβάσεις, για τις οποίες οι εναγόμενοι είχαν υποβάλει, εν αγνοία τους, αίτηση νομιμοποίησής τους, με αποτέλεσμα, για τους παραπάνω λόγους, να αδυνατούν να παραλάβουν το μίσθιο και να κάνουν χρήση του, και ότι οι εναγόμενοι τους έχουν καταβάλει μισθώματα μέχρι και τον μήνα Ιούλιο 2016. Ακολούθως, και κατόπιν επιτρεπτής τροπής του αιτήματός της εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό, ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι τους οφείλουν εις ολόκληρον : α) το ποσό των 975 ευρώ, που αντιστοιχεί στο μίσθωμα Αυγούστου 2016, με τον νόμιμο τόκο από τις 6-8-2016, β) το ίδιο ποσό ως αποζημίωση λόγω της πρόωρης λύσης της μίσθωσης, με τον νόμιμο τόκο από την 1-9-2016, γ) το ποσό των 975 ευρώ για τον Σεπτέμβριο και το ίδιο ποσό για τον Οκτώβριο 2016, ως αποζημίωση χρήσης, με τον νόμιμο τόκο από τις 6-9-2016 και τις 6-10-2016 αντίστοιχα, δ) το ποσό των 5.850 ευρώ, για διαφυγόντα κέρδη που αφορούσαν το αμέσως επόμενο εξάμηνο, οπότε και αναμένετο ότι θα εκδικαστεί η αγωγή, το οποίο μετά βεβαιότητας και κατά τη συνήθη των πραγμάτων πορεία θα ελάμβαναν, από την εκμίσθωσή του προς τρίτους, καθώς και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά τους έξοδα.
Επί της αγωγής- η οποία ορθώς κρίθηκε σιωπηρώς ως ορισμένη, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις των αντεφεσιβλήτων, με τις προτάσεις που κατέθεσαν στο παρόν Δικαστήριο- εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία κρίθηκε αόριστη η αγωγή ως προς το κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών και κατά τα λοιπά, αφού απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί των εναγομένων περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος των εναγόντων, συντρέχοντος πταίσματος στην επέλευση της ζημίας τους και επιπλέον ο ισχυρισμός της πρώτης περί συμψηφισμού των ένδικων αξιώσεων με δική της ανταπαίτηση κατ’αυτών, έγινε αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, και αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν εις ολόκληρον στους ενάγοντες το ποσό των 975 ευρώ, ως μίσθωμα Αυγούστου 2016, με τον νόμιμο τόκο από τις 6-8-2016 και επιβλήθηκαν σε βάρος τους τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, που προσδιορίστηκαν στο ποσό των 200 ευρώ.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με τους λόγους της έφεσής της, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό, μετά την τυπική παραδοχή της, να γίνει αυτή δεκτή και, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή, και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα σε βάρος των εφεσιβλήτων. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων προβάλει ότι κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά τη μετατροπή των αιτημάτων της αγωγής από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, επιδίκασε υπέρ των εναγόντων τόκους υπερημερίας, για το μίσθωμα Αυγούστου 2016 από τις 6-8-2016, ενώ έπρεπε να έχει απορρίψει το αίτημα περί τοκοδοσίας, ως μη νόμιμο. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι ναι μεν, ως αγωγή η επίδοση της οποίας συνεπάγεται την υποχρέωση καταβολής δικονομικών τόκων, κατά το άρθρο 346 του ΑΚ, νοείται μόνον η καταψηφιστική, πλην όμως, με τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις, όπως εν προκειμένω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 221 § 1, 294, 295 § 1 και 297 του ΚΠολΔ, ο οποίος συνιστά μερική ανάκληση της αιτήσεως παροχής δικαστικής προστασίας και η αγωγή θεωρείται κατά τούτο σαν να μην είχε ασκηθεί, αίρονται αντιστοίχως όλες οι έννομες συνέπειες από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής ως διαδικαστικής πράξεως, ώστε να μην οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι, δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επιδόσεως ως οχλήσεως η οποία καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 του ΑΚ, δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για την επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και τον χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής (ΑΠ 1174/2001, ΕλλΔνη 2002.383, ΕφΛαρ 131/2013 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2013.338).
Επίσης, η πρώτη και ο τρίτος εφεσίβλητος, με την αντέφεσή τους, κατ’εκτίμηση του περιεχομένου της, παραπονούμενοι για πλημμελή εφαρμογή του νόμου, ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η ένδικη αγωγή. Ο μοναδικός, ωστόσο, αυτός λόγος της ελέγχεται ως μη νόμιμος. Συγκεκριμένα, οι αντεκκαλούντες διατείνονται ότι εφόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι δια της καταγγελίας μεταμελείας της πρώτης εναγομένης δεν λύθηκε η ένδικη μίσθωση στις 31-8-2016, κρίση μάλιστα για την οποία δεν της αποδίδει οποιαδήποτε πλημμέλεια, θα έπρεπε να τους επιδικάσει το αιτηθέν ποσό της αποζημίωσης χρήσης, για τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του έτους 2016, και εκείνο περί διαφυγόντων κερδών, για το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του έτους 2016 έως και τον Απρίλιο του έτους 2017, ως μισθώματα των αντίστοιχων χρονικών περιόδων. Αυτό, όμως, δεν θα ήταν επιτρεπτό αφού αποτελεί περιεχόμενο διαφορετικών αξιώσεων, στηριζόμενων επί διάφορης ιστορικής βάσης από εκείνην της αγωγής, καθώς η αποζημίωση χρήσεως και το διαφυγόν κέρδος προϋποθέτουν λύση της μίσθωσης, ενώ το μίσθωμα ενεργή μίσθωση. Ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση των προταθέντων παραδεκτώς με τις προτάσεις τους, ισχυρισμοί των αντεφεσιβλήτων, της μεν πρώτης περί μη υπερημερίας της εκ του λόγου ότι η μη παραλαβή των κλειδιών του μισθίου από τους εκμισθωτές στις 31-8-2016 αλλά και μεταγενέστερα δεν οφείλεται σε δική της αλλά αντιθέτως δική τους υπαιτιότητα, και, αμφοτέρων, περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος και συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων λόγω της παράλειψής τους να αποτρέψουν τη ζημία τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, αφού αφορούν τα μη ερευνώμενα κονδύλια της αποζημίωσης χρήσης και των διαφυγόντων κερδών.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του ΠΔ 34/1995 (άρθρα 12 του Ν. 813/1978, 3 του Ν. 2041/1992), όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 17 § 1 Ν. 3853/2010 και, ακολούθως, με το άρθρο 13 §§ 1 και 2α του Ν. 4242/2014 (το οποίο επιγράφεται ως «καταγγελία από τον μισθωτή»), αν πρόκειται για σύμβαση μίσθωσης που ρυθμίζεται από αυτό, «ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο διετίας από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα αποτελέσματά της επέρχονται μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από αυτή. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση το καταβαλλόμενο κατά τον χρόνο της καταγγελίας μίσθωμα τεσσάρων μηνών». Με τη διάταξη αυτή, που θεσπίστηκε προς προστασία του εκμισθωτή από τον κίνδυνο πρόωρης και αιφνίδιας λύσης της μίσθωσης, παρέχεται στον μισθωτή εμπορικής μίσθωσης το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση (καταγγελία μεταμέλειας), εφόσον, αφενός μεν, η μίσθωση παραμένει ενεργός και, αφετέρου, έχει παρέλθει διετία από την έναρξή της. Η καταγγελία αυτή τελεί υπό αναβλητική προθεσμία έξι μηνών και συνεπάγεται την υποχρέωση του μισθωτή να καταβάλει στον εκμισθωτή εφάπαξ αποζημίωση από τέσσερα μηνιαία μισθώματα, υπολογιζόμενα κατά τον χρόνο άσκησης της καταγγελίας (ΑΠ 357/2017, Αρμ 2017.1725, ΑΠ 161/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Το άρθρο αυτό- στο πλαίσιο των τροποποιήσεων των διατάξεων μεταξύ άλλων και της εμπορικής μίσθωσης, λόγω της διαφαινόμενης ήδη οικονομικής κρίσης όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και παγκοσμίως (ΑΠ 1444/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)- τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 § 1 του Ν. 3853/2010 και έλαβε την εξής μορφή: «Καταγγελία από τον μισθωτή. Αρθρο 43. Ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει εγγράφως τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως τα δε αποτελέσματά της επέρχονται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την γνωστοποίησή της. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση ποσό ίσο με ένα (1) μηνιαίο μίσθωμα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο της καταγγελίας της μίσθωσης». Με την τροποποίηση αυτή επήλθε σύντμηση τόσο του χρόνου που πρέπει να έχει μεσολαβήσει από την έναρξη της μισθωτικής σχέσης προκειμένου να γεννηθεί το δικαίωμα καταγγελίας (ένα έτος αντί για δύο), όσο και του χρόνου που πρέπει να μεσολαβήσει για την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της (τρεις μήνες αντί για έξι). Επίσης, η οφειλόμενη στον εκμισθωτή αποζημίωση λόγω της καταγγελίας εκ μέρους του μισθωτή περιορίσθηκε στο ισόποσο ενός μηνιαίου μισθώματος αντί του μέχρι τότε ισχύοντος των τεσσάρων. Ταυτόχρονα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προβλέφθηκε ότι το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα καταγγελίας αναγνωρίζεται υπέρ του μισθωτή ακόμη και αν έχει παραιτηθεί από αυτό σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΔ 34/1995, δηλαδή με δήλωση ή συμφωνία μεταγενέστερη της κατάρτισης της μίσθωσης (αφού παραίτηση ταυτόχρονη με την κατάρτιση της μίσθωσης είναι αυτοδικαίως άκυρη, της σχετικής διάταξης αναγνωριζόμενης ως αναγκαστικού δικαίου) (ΑΠ 1444/2018, ΑΠ 593/2017 όπ). Στη συνέχεια το άρθρο 13 § 1 εδ. α` του Ν. 4242/2014 όρισε ότι οι μισθώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΠΔ. 34/1995 και συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του (28-02-2014), διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του ΠΔ 34/1995, με την εξαίρεση των άρθρων 5-6, 16-18, 20-26, 27 § 2, 28-40, 43, 46 και 47 αυτού. Οι μισθώσεις του ανωτέρω εδαφίου ισχύουν για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, και μπορεί να λυθούν με νεότερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας (εδ. β`). Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματά της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίησή της (εδ. γ`). Επομένως, μετά το άρθρο 13 του Ν. 4242/2014 η τριετία είναι ο ελάχιστος χρόνος για τον οποίο ισχύει η μίσθωση, δεσμεύει δε τόσο τον εκμισθωτή όσο και τον μισθωτή. Οι συμβαλλόμενοι μπορεί να συμφωνήσουν διάρκεια μεγαλύτερη της τριετίας, οπότε ο σχετικός όρος είναι ισχυρός και δεσμεύει τους συμβαλλόμενους. Η διάταξη του εδ. α’ της § 1 του άρθρου 13 του Ν. 4242/2014 εξαίρεσε από την εφαρμογή των διατάξεων του ΠΔ/τος τις συναπτόμενες μετά την ισχύ του (28-02-2014) συμβάσεις μισθώσεως, αναφορικώς με την καταγγελία της συμβάσεως μισθώσεως από τον εκμισθωτή για ιδιόχρηση και ανοικοδόμηση, ιδιοκατοίκηση κ.λπ.) και επίσης εξαίρεσε από την εφαρμογή του ΠΔ τη διάταξη του άρθρου 43 αυτού περί καταγγελίας μεταμέλειας της συμβάσεως μισθώσεως από τον μισθωτή. Παρά την κατάργηση του άρθρου 43 του ΠΔ 34/1995 περί καταγγελίας μεταμέλειας της συμβάσεως μισθώσεως από τον μισθωτή, η ως άνω διάταξη του εδ. γ` της § 1 του ΠΔ 34/1995 περί του ότι η καταγγελία αυτή γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματά της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίησή της, έχει ακριβώς την ίδια διατύπωση με το εδ. β` του καταργηθέντος άρθρου 43 του ΠΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με την § 1 του άρθρου 17 του Ν. 3853/2010, με απάλειψη της προϋποθέσεως που έθετε το καταργηθέν άρθρο περί ελάχιστης χρονικής διάρκειας της μισθώσεως και με απάλειψη της υποχρεώσεως του μισθωτή να καταβάλει στον εκμισθωτή αποζημίωση. Ο Νομοθέτης όμως παρέλειψε κατά την διατύπωση της διατάξεως του εδ. γ` της § 1 του άρθρου 13 του Ν. 4242/2014 περί καταγγελίας της συμβάσεως να διαλάβει στο κείμενό της ότι η καταγγελία αυτή είναι καταγγελία του μισθωτή, όπως επιγράφεται η καταγγελία του άρθρου 43 του ΠΔ 43/1995, την διατύπωση του εδ. β` της οποίας επανέλαβε ακριβώς. Σκοπός του Νομοθέτη δεν ήταν να καταργήσει το ήδη από ετών θεσπισμένο δικαίωμα καταγγελίας μεταμέλειας της συμβάσεως μισθώσεως από τον μισθωτή, αλλά να την καταστήσει λιγότερο επαχθή γι` αυτόν, μη θέτοντας πλέον ως προϋπόθεση της καταγγελίας την ελάχιστη διάρκεια της μισθώσεως, και μην επιβάλλοντας υποχρέωση σε αυτόν να αποζημιώσει τον εκμισθωτή. Προτίμησε δε ο Νομοθέτης να καταργήσει με την § 1 εδ. α’ του Ν. 4242/2014 την αυτοτελή διάταξη του άρθρου 43 του ΠΔ34/1995, περί καταγγελίας της συμβάσεως μισθώσεως από τον μισθωτή και να την θεσπίσει εκ νέου ως εδ. γ’ της § 1 του άρθρου 13 του Ν. 4242/2014 με τις ανωτέρω διαφοροποιήσεις. Η διάταξη αυτή εναρμονίζεται με τον σκοπό του Νομοθέτη, όπως συνάγεται από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4242/2014 που είναι η προσαρμογή των εμπορικών μισθώσεων στις σύγχρονες απαιτήσεις και η παροχή μεγαλύτερης ελευθερίας στα συμβαλλόμενα μέρη στην διαμόρφωση των συμβατικών τους δεσμεύσεων. Η διάταξη του άρθρου 13 § 1 εδ. γ` δεν είναι, για το λόγο που αναφέρθηκε, νομοτεχνικά άρτια, πλην όμως δεν καθίσταται μη εφαρμόσιμη από το γεγονός ότι από την άποψη αυτή χωλαίνει (ΕφΑθ 2117/2019 ΕλλΔνη 2019.510).
Εξάλλου, το χρηματικό ποσό που δίνεται από το μισθωτή στον εκμισθωτή κατά την έναρξη της μίσθωσης και αποκαλείται στις συναλλαγές “εγγύηση” διέπεται ως προς τη λειτουργία του και ιδίως την τύχη του από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων (άρθρο 361 του ΑΚ). Είναι δυνατόν να δοθεί για εξασφάλιση του μισθώματος (ΑΠ 161/2017 αδημ., ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 236/2010 Αρμ 2010.1841)-ή ως αρραβώνας (επιβεβαιωτικός ή για κάλυψη ζημίας από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης κ.λπ.) (ΑΠ 161/2017 ό.π, ΕφΑθ 6744/2006, ΕλλΔνη 2009.256) – είτε ως ποινική ρήτρα, είτε ως συμβατική εγγυοδοσία (ΑΠ 161/2017, ΑΠ 236/2010, ΕφΑθ 6744/2006 όπ.). Συνήθως δίνεται ως εγγυοδοσία και αποτελεί ειδικότερα προκαταβολή (άρθρο 416 του ΑΚ) του ίδιου του (ενδεχόμενου) οφειλέτη μισθωτή έναντι μελλοντικού χρέους του που θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογιστεί σ’ αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας (ΑΠ 161/2017, ΕφΑθ 6744/2006, όπ). Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 404, 405, 406 και 407 του ΑΚ, προκύπτει ότι, σε περίπτωση που στην σύμβαση μισθώσεως το διδόμενο ποσό χρηματικής εγγυήσεως, για την πιστή τήρηση των όρων της συμβάσεως, έχει χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, η κατάπτωσή της υπέρ του εκμισθωτού, μπορεί να συμφωνηθεί, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα του άρθρου 406 του ΑΚ, για κάθε περίπτωση αντίστοιχης παραβιάσεως, ανεξαρτήτως άλλης ζημίας του εκμισθωτού. Η αξίωση του μισθωτού για απόδοση της εγγυοδοσίας, γίνεται ληξιπρόθεσμη, με τη λήξη της μισθώσεως και επιστρέφεται αν ο εκμισθωτής δεν έχει απαιτήσεις για μισθώματα ή αποζημίωση για ζημίες στο μίσθιο και εφ’ όσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά (ΑΠ 236/2010, Αρμ 2010.1841, ΕφΛαρ 291/2011 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012.34, ΕφΑθ 6744/2006, όπ, ΕφΑθ (Μον) 3829/2015 ΕΦΑΔ 2016.476).
Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταπόδειξης, ………. και ……….., που εξετάστηκαν ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι εκτιμώμενες ελεύθερα, κατ’άρθρο 390 του ΚΠολΔ, γνωμοδοτήσεις τρίτων προσώπων, με ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης και, συγκεκριμένα, η από 21-7-2017 και από 17-1-2017 τεχνική έκθεση του αρχιτέκτονα μηχανικού, ………., η από Νοεμβρίου 2016 τεχνική έκθεση του τοπογράφου μηχανικού, ………, η από 4-5-2012 περιβαλλοντική έκθεση μηχανικού που συνοδεύει την υπ’αριθμ. 74667/12 απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, καθώς καθώς και των υπ’αριθμ. … και …./10-5-2017 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………. και …….., αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που ελήφθησαν με επιμέλεια της πρώτης εναγομένης, καθόσον προηγήθηκε νομότυπη και εμπρόθεσμη-προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών, κατ’άρθρο 422 § 1 του ΚΠολΔ- κλήτευση των εναγόντων (σχετ. οι υπ’αριθμ. ………./5-5-2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Δυνάμει της από 1-11-2014 έγγραφης σύμβασης μισθώσεως, οι ενάγοντες, Σπύρος, Παρασκευή και – η ήδη αποβιώσασα-………., εκμίσθωσαν στην πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, για χρονικό διάστημα έξι (6) ετών, με αφετηρία την 1-11-2014, ένα ακίνητο κτήμα, κείμενο στην οδό ………. της Παλαιάς Κοκκινιάς της περιφερείας του Δήμου ΑΓ.Ι.Ρέντη, έκτασης 347,50 τμ και κατά νεώτερη καταμέτρηση του Εθνικού Κτηματολογίου 341,64 τμ, το οποίο ήταν περιτοιχισμένο, επιστρωμένο με «γκρο-μπετόν» και στεγασμένο με καινούρια σιδηροκατασκευή από πάνελ, σε επιφάνεια 190,50 τμ, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει αποκλειστικά ως συνεργείο φανοποιϊας, επισκευής και βαφής αυτοκινήτων, αντί του μηνιαίου μισθώματος των 975 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου (3,6 %), προκαταβλητέου εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε ημερολογιακού μήνα. Η μισθώτρια κατέβαλε το ποσό των 1.950 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε δύο μηνιαία μισθώματα, ως εγγύηση, για την πιστή και ακριβή τήρηση των όρων της σύμβασης, η οποία θα της αποδίδετο μετά τη λύση της μίσθωσης και την απόδοση του μισθίου, ελεύθερου και κενού. Επίσης, συμφωνήθηκε ρητώς ότι η μισθώτρια δύνατο να καταγγείλει τη μίσθωση, ένα χρόνο μετά την έναρξή της, με έγγραφό της που θα γνωστοποιούσε στους εκμισθωτές τρεις μήνες πριν την αποχώρησή της, καταβάλλοντας ταυτόχρονα ως αποζημίωση ποσό ίσο με ένα μίσθωμα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον νόμο. Έκτοτε, η μισθώτρια παρέλαβε το μίσθιο και έκανε χρήση του, για τον σκοπό που συμφωνήθηκε. Διαρκούσης της μίσθωσης, στις 31-5-2016 η πρώτη εναγομένη επέδωσε στους εκμισθωτές την από 30-5-2016 εξώδικη δήλωση-καταγγελία της (σχετ. οι υπ’αριθμ. …………΄/31-5-2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….), με την οποία επικαλούμενη επιγραμματικά πιεστικές ανάγκες λειτουργίας της επιχείρησής της, που επέβαλαν τη μεταφορά της έδρας της, δήλωσε ότι την καταγγέλλει, καλώντας τους να παραλάβουν το μίσθιο μετά την προβλεπόμενη από τον νόμο αλλά και κατά τα συμφωνηθέντα, τρίμηνη προθεσμία και συγκεκριμένα στις 31-8-2016 και να υπογραφεί το σχετικό πρωτόκολλο. Έτσι, σύμφωνα με την οικεία σκέψη, συντρεχόντων των κατά νόμο προϋποθέσεων, η καταγγελία επέφερε πράγματι τα αποτελέσματά της μετά τρίμηνο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καταλήγοντας στην κρίση ότι η καταγγελία ήταν μη νόμιμη και ως εκ τούτου δεν επέφερε τη λύση της μίσθωσης, έσφαλε ως προς την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 13 § 1 εδ. α` του Ν. 4242/2014, δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου εφέσεως κατά το οικείο σκέλος του. Αντιθέτως, ο ίδιος λόγος, κατά το σκέλος του με το οποίο γίνεται επίκληση σπουδαίου λόγου για την καταγγελία, κρίνεται απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, εφόσον η καταγγελία μεταμελείας, στην οποία προέβη η μισθώτρια επέφερε άνευ άλλων προϋποθέσεων τη λύση της μίσθωσης και, σε κάθε περίπτωση, διότι δεν αρκεί η ύπαρξη σπουδαίου λόγου αλλά θα έπρεπε να τον έχει επικαλεστεί η μισθώτρια στην εξώδικη δήλωσή της περί καταγγελίας μη αρκούσης της γενικής επίκλησης πιεστικών αναγκών της επιχείρησής της. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η πρώτη εναγομένη εξακολουθεί να οφείλει στους ενάγοντες, το μίσθωμα Αυγούστου 2016, ύψους 975 ευρώ. Το ποσό αυτό, κατά παραδοχή της παραδεκτώς προταθείσας από την πρώτη εναγομένη ένστασης συμψηφισμού, που επαναφέρεται με σχετικό λόγο της έφεσής της, υπολείπεται του ποσού της εγγύησης, το οποίο αυτή είχε καταβάλει στους ενάγοντες-εκμισθωτές, κατά τα προεκτεθέντα, «για την πιστή τήρηση των όρων του και την κάλυψη ενδεχόμενων απαιτήσεών τους από τη μίσθωση», δηλαδή ως ποινική ρήτρα, σύμφωνα με την οικεία νομική σκέψη, και δεν της επιστράφηκε κατά τη λήξη της επίδικης σύμβασης. Επομένως, η πρώτη εναγομένη ουδέν οφείλει πλέον στους ενάγοντες και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας σε διαφορετική κρίση με την αιτιολογία ότι δεν υπήρξε λύση της σύμβασης, που αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση της αξίωσης του μισθωτή προς επιστροφή της «εγγύησης», έσφαλε ως προς την ερμηνεία του νόμου και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης κατά τα άνω, ως βάσιμος και κατ’ουσίαν.
Με βάση όσα προεκτέθηκαν, εφόσον το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε σε οποιαδήποτε κρίση, ως προς τα λοιπά αποδεικτέα ζητήματα που αληθή υποτιθέμενα εμπίπτουν στη νομοτυπική μορφή των αδικημάτων της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, δεν συντρέχει περίπτωση να διαβιβαστούν αντίγραφα της προκείμενης δικογραφίας στον αρμόδιο Εισαγγελέα, προκειμένου αυτός να προβεί σε κάθε νόμιμη περαιτέρω ενέργεια, και πρέπει το σχετικό κατ’άρθρο 38 § 1 του ΚΠοινΔ, υποβληθέν με τις προτάσεις τους, αίτημα των εκκαλούντων, να απορριφθεί ως αβάσιμο.
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει : 1) Να απορριφθεί η από 7-5-2018 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ……../7-5-2018) αντέφεση των εναγόντων, 2) Να γίνει δεκτή η από 20-12-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………/16-1-2018) έφεση της πρώτης εναγομένης, και συνακόλουθα, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑθ 1404/2014, ό.π). Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί αυτή, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, ως προς την πρώτη εναγομένη. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατ’άρθρο 495 § 3 εδ.ε΄ του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του ν. 4055/2012, όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, η επιστροφή και η εισαγωγή του παραβόλου, αντίστοιχα, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε τόσο ο εκκαλών όσο και οι αντεκκαλούντες κατά την άσκησή τους, λόγω της νίκης και ήττας τους, αντίστοιχα, και, κατόπιν σχετικών αιτημάτων, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας της πρώτης εναγομένης καθώς και τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου αντεφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος των εναγόντων, λόγω της καθ’ολοκληρίαν ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, σημειούμενου ότι η πρώτη αντεφεσίβλητη-εκκαλούσα, κατέθεσε κοινές προτάσεις για την έφεση και την αντέφεση και δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερα έξοδα για την αντίκρουση της αντέφεσης, (106, 176, 183, 189 § 1 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1, 69 §1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 20-12-2017 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………../16-1-2018) έφεση της πρώτης εναγομένης και την από 7-5-2018 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………../7-5-2018) αντέφεση των εναγόντων, κατά της υπ’αριθμ. 4461/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και την αντέφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αντέφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσαν οι αντεκκαλούντες κατά την άσκηση της αντεφέσεως.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των αντεκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου αντεφεσιβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε η εκκαλούσα κατά την άσκησή της.
ΚΡΑΤΕΙ την από 6-10-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/2016) αγωγή και τη δικάζει κατ’ουσίαν.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως προς την πρώτη εναγομένη.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εφεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 16-12-2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ