ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της σύγκρουσης. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ`αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μείωση του ποσού της. Περαιτέρω, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στην οικογένεια δε περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενά συνδεόμενοι με τον θανατωθέντα συγγενείς αυτού, αδιάφορα αν συζούσαν με τον τελευταίο. Η συνοίκηση, όμως, λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, ενώ ουσιαστική και μάλιστα αυτονόητη προϋπόθεση επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης είναι επίσης η απόδειξη, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπέστη πραγματικά ψυχική οδύνη για την απώλεια του προσφιλούς του προσώπου, καθώς και ότι μεταξύ αυτού και του θανόντος υπήρχαν, όταν ο τελευταίος ζούσε, συναισθήματα αγάπης και στοργής.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 413/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τον Γραμματέα Σ.Τ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α΄ ΕΦΕΣΗ
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής και Αντασφαλιστικής Εταιρείας µε την επωνυµία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «…..», που εδρεύει στην ……. Αττικής (……….), με ΑΦΜ ……., όπως νόµιµα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσούτσο (µε δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., o οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λαμπράκη.
Β΄ ΕΦΕΣΗ
Των ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………. και 2) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Παύλου.
Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., o οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λαμπράκη.
O ΕΦΕΣΙΒΛΗΤOΣ στις ως άνω εφέσεις, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά των δύο πρώτων εναγόμενων- εκκαλούντων στην υπό στοιχείο Β΄ έφεση και της τρίτης εναγόμενης- εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση, την από 16-12-2021, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα, (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./16-12-2021, αγωγή.
Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 1367/28-4-2023 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. ΚΠολΔ), έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει τόσο η τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, με την κρινόμενη από 14-6-2023 (υπό στοιχείο Α΄) έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……./14-6-2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……../14-6-2023.
Επίσης την ίδια απόφαση προσβάλλουν οι πρώτοι δύο εναγόμενοι, με την κρινόμενη από 10-6-2023 (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……../14-6-2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/14-6-2023.
Οι ως άνω Α΄ και Β΄ εφέσεις, προσδιορίστηκαν αρχικά για τη δικάσιμο της 7ης-12-2023, κατά την οποία η συζήτησή τους αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ. 8 και 9.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση των εφέσεων αυτών από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας στην Α΄ έφεση, ύστερα από δήλωσή του που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, παραστάθηκαν ως ανωτέρω και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: Α) η από 14-6-2023, με Ε.Α.Κ. …/2023, έφεση και Β) η από 10-6-2023, με Ε.Α.Κ. …./2023, έφεση, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Οι ανωτέρω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 1367/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της οριζόμενης από το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα της Α΄ έφεσης και στους εκκαλούντες της Β΄ έφεσης (στον πληρεξούσιο δικηγόρο αυτών) στις 15-5-2023, (βλ. υπ΄αρ. ….. και …../15-5-2023 εκθέσεις επίδοσης, αντίστοιχα, του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………) και οι ένδικες εφέσεις κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 14-6-2023, όπως προκύπτει από τις σχετικές εκθέσεις κατάθεσής τους. Έχουν κατατεθεί δε τόσο από την εκκαλούσα της Α΄ έφεσης, όσο και από τους εκκαλούντες της Β΄ έφεσης, τα οριζόμενα από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν των προαναφερθεισών εκθέσεων κατάθεσης των δικογράφων των ως άνω εφέσεων, αντίστοιχα. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οδηγού και της ζημίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή, που, αν είχε καταβληθεί, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της σύγκρουσης. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ` αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της (άρθρο 300 ΑΚ). Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Μόνη δε η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθ` εαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του αποτελέσματος που επήλθε, ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 309/2019, ΑΠ 49/2019, ΑΠ 270/2019, ΑΠ 146/2018, ΑΠ 199/2018, ΑΠ 1754/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ: Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι, συνεπεία αδικοπραξίας, προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, την βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ΄ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.ΑΠ 10/2017, Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 847/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 103/2022, ΑΠ 747/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στην εν λόγω διάταξη (932 ΑΚ) δεν γίνεται προσδιορισμός του όρου «οικογένεια του θύματος», τα μέλη της οποίας νομιμοποιούνται να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη, ερμηνευτική δε βοήθεια παρέχουν μόνο οι διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, με τις οποίες καθορίζονται τα πρόσωπα που δικαιούνται να ζητήσουν την προστασία της προσωπικότητας του αποθανόντος προσώπου. Πάντως, κατά τη σαφή έννοια της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενά συνδεόμενοι μ’ αυτόν συγγενείς του θανατωθέντος, αδιάφορα αν συζούσαν με τον τελευταίο ή διέμεναν χωριστά (Ολ.ΑΠ 762/1992, ΠοινΧρον MB`. 665, ΑΠ 185/1999 ΕλλΔ/νη 39/837, Εφ.Αθ. 4421/2001 Χρον.Ιδιωτ.Δικ. σελ. 885, Στυλ. Πατεράκης «Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης», σελ. 306). Η συνοίκηση, όμως, λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, ενώ ουσιαστική και μάλιστα αυτονόητη προϋπόθεση επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης είναι επίσης η απόδειξη, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπέστη πραγματικά ψυχική οδύνη για την απώλεια του προσφιλούς του προσώπου, καθώς και ότι μεταξύ αυτού και του θανόντος υπήρχαν, όταν ο τελευταίος ζούσε, συναισθήματα αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό του προσώπου αυτού από την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης (Ολ.ΑΠ 21/2000 ΕλλΔ/νη 42.56, ΑΠ 345/2012, ΑΠ 528/2011, ΑΠ 260/2011, ΑΠ 937/2010, Εφ.Αιγ.(Μον). 3/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αν συντρέχουν και οι πιο πάνω προϋποθέσεις, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται ο ή η σύζυγος, οι ανιόντες, οι κατιόντες, οι αδελφοί, πεθερός – πεθερά, γαμπρός και νύφη (ΑΠ 1159/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 12 παρ. 1 Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) «Αυτοί που χρησιµοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συµπεριφορά που είναι ενδεχόµενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεµβάλλει εµπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα ή να προκαλέσει ζηµιές σε δηµόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν µε σύνεση και µε διαρκώς τεταµένη την προσοχή, να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά, στους υπερήλικες, στα άτοµα µε ειδικές ανάγκες και γενικώς στα πρόσωπα που χρειάζονται βοήθεια και να µην προκαλούν γενικά µε τη συµπεριφορά τους τρόµο, ανησυχία ή παρενόχληση στους λοιπούς χρήστες των οδών, στους παρόδιους ή στους κατοικούντες πλησίον αυτών». Ακόμη, στις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρο 19 του ως άνω νόµου προβλέπεται ότι «1. Ο οδηγός οδικού οχήµατος επιβάλλεται να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήµατός του ώστε να µπορεί σε κάθε στιγµή να εκτελεί τους απαιτούµενους χειρισµούς. 2. Ο οδηγός επιβάλλεται να ρυθµίζει την ταχύτητα του οχήµατός του λαµβάνων συνεχώς υπόψη του τις επικρατούσες συνθήκες, ιδιαίτερα δε τη διαµόρφωση του εδάφους, την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οδού, την κατάσταση και το φορτίο του οχήματός του, τις καιρικές συνθήκες και τις συνθήκες κυκλοφορίας, κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού. Υποχρεούται επίσης να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. 3. Ιδιαίτερα, ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του σε τμήματα της οδού με περιορισμένο πεδίο ορατότητας, στις στροφές, πλησίον των σχολείων, πλησίον των ισόπεδων οδικών κόμβων (…). Την αυτή επίσης υποχρέωση έχει κατά τη διέλευσή του από στενές διόδους και αν η διασταύρωσή του με άλλα οχήματα καθίσταται δυσχερής, όταν υπάρχουν ζώα επί της οδού που παρουσιάζουν σημεία ταραχής, κατά τη διέλευσή του από κατοικημένες περιοχές, αν πεζοί, που βρίσκονται στην τροχιά του, καθυστερούν να απομακρυνθούν, ως και σε κάθε άλλη ειδική περίπτωση, που επιβάλλεται μετριασμός ταχύτητας, ενώ στο άρθρο 39 παρ. 1 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι «Όλοι οι οδηγοί πρέπει να αποφεύγουν να συμπεριφέρονται με τρόπο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους πεζούς». Tέλος, σύμφωνα με το άρθρο 38 του ανωτέρω νόμου (ΚΟΚ) «1. Οι πεζοί υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τα πεζoδρόμια ή τα ειδικά γι’ αυτούς ερείσματα. Κατ’ εξαίρεση μπορούν να χρησιμοποιούν το οδόστρωμα, αφού λάβουν τις αναγκαίες προφυλάξεις (…). 2. Αν δεν είναι αδύνατη η χρησιμοποίηση των πεζoδρoμίων ή των ερεισμάτων, που προορίζονται για τους πεζούς ή δεν υπάρχουν πεζοδρόμια ή ερείσματα, οι πεζoί μπορούν να βαδίζουν στο οδόστρωμα, κατά τρόπον ώστε να μην παρεμποδίζουν την κυκλοφορία (…). 3. Οι πεζοί που χρησιμοποιούν το οδόστρωμα, υποχρεούνται να βαδίζουν αντίθετα με την κατεύθυνση της κυκλοφορίας και όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο άκρο του οδοστρώματος, εκτός αν κατ΄ αυτόν τον τρόπο κινδυνεύουν η δεν το επιτρέπουν ειδικές περιστάσεις (…). Οι πεζοί που βαδίζουν στο οδόστρωμα, αν δεν σχηματίζουν πομπή, υποχρεούνται να βαδίζουν σε απλό στοίχο, όταν το απαιτεί η ασφάλεια της κυκλοφορίας, εξαιτίας των συνθηκών ορατότητας, της πυκνότητας ή άλλων λόγων (…)».
Στην προκείμενη περίπτωση ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος στις ένδικες εφέσεις, εξέθετε στην ως άνω από 16-12-2021 αγωγή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, από υπαιτιότητα του πρώτου εναγόμενου – ήδη πρώτου εκκαλούντος στη Β΄ έφεση, οδηγού του με αριθμό κυκλοφορίας ………… ΙΧΕ αυτοκινήτου, κυριότητας της δεύτερης εναγόμενης – ήδη δεύτερης εκκαλούσας στη Β΄ έφεση, το οποίο ήταν ασφαλισμένο έναντι της πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία – ήδη εκκαλούσα στην Α΄ έφεση, προκλήθηκε τροχαίο ατύχημα, κατά τον τόπο, χρόνο και υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή, εξαιτίας του οποίου επήλθε ο θάνατος του ………, υιού του ενάγοντος. Ζητούσε δε ακολούθως, ο ενάγων, όπως παραδεκτά (με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις του), έτρεψε το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 150.000 ευρώ, νομιμοτόκως από της επομένης της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τον θάνατο του ως άνω υιού του, στο ένδικο ατύχημα, με τον οποίο τον συνέδεαν δεσμοί αγάπης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 1367/2023 (εκκαλουμένη) απόφασή του, δικάζοντας την αγωγή κατά την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. ΚΠολΔ), την έκρινε ορισμένη, καθώς περιέχει, τα απαιτούμενα από το νόμο για τη θεμελίωσή της στοιχεία, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των δύο πρώτων των εναγόμενων, τους οποίους επαναλαμβάνουν στην ένδικη (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή τους, και νόμιμη, πλην των παρεπόμενων αιτημάτων της περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής και απαγγελίας προσωπικής κράτησης εναντίον του πρώτου εναγόμενου, τα οποία, μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής, συνολικά, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, καθίστανται μη νόμιμα, καθώς συνάδουν με τον καταψηφιστικό χαρακτήρα αυτής. Ακολούθως, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 80.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο επιδικίας οι πρώτοι δύο εναγόμενοι και υπερημερίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, η τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, καθώς επίσης επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, εις βάρος των εναγόμενων, κατ΄ άρθρο 178 παρ.1 ΚΠολΔ, τα οποία όρισε στο ποσό των 2.600 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η τρίτη εναγόμενη στην εν λόγω αγωγή – εκκαλούσα στην Α΄ έφεση για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η αγωγή του αντιδίκου της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να περιορισθεί το εις βάρος της επιδικασθέν σε αυτόν ποσό.
Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης παραπονούνται οι πρώτοι δύο των εναγόμενων στην ανωτέρω αγωγή – ήδη εκκαλούντες στην κρινόμενη Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν, που ανάγονται επίσης σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή του αντιδίκου τους.
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από αυτούς φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 3-10-2021 και περί ώρα 4.50, ο …….., γεννηθείς το έτος 1998, πρώτος εναγόμενος – ήδη πρώτος εκκαλών στη Β΄ έφεση, οδηγώντας, με ταχύτητα 54 χλμ/ώρα, το με αριθμό κυκλοφορίας ……… ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας Mercedes τύπου Ε200 μαύρου χρώματος, ιδιοκτησίας της ……, δεύτερης εναγόμενης – ήδη δεύτερης εκκαλούσας στη Β΄ έφεση, το οποίο ήταν ασφαλισμένο, έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία – ήδη εκκαλούσα στην Α΄ έφεση, κινείτο επί της οδού Κλεισόβης με κατεύθυνση από τη λεωφόρο Χατζηκυριακού προς Πειραϊκή, επιστρέφοντας στην πατρική του οικία, που βρισκόταν πλησίον της περιοχής. Κατά τον ίδιο χρόνο κινείτο επί του οδοστρώµατος της ως άνω οδού πεζός, ο …….., γεννηθείς το έτος 1988 (υιός του ενάγοντος – ήδη εφεσίβλητου στις ένδικες εφέσεις και της ……….) µαζί µε τον φίλο του ……… και δη στη δεξιά, σε σχέση µε την κίνηση του οχήµατος του πρώτου εναγόμενου, άκρη του οδοστρώµατος µε οµόρροπη κατεύθυνση. Η εν λόγω οδός (Κλεισόβης) είναι ευθεία και µονής κατεύθυνσης, µε µία λωρίδα κυκλοφορίας πλάτους 12,5 µέτρων, ενώ, κατά τον επίµαχο χρόνο, το πλάτος της, λίγο πριν τον ισόπεδο οδικό κόµβο µε την οδό Θεοτόκη, περιοριζόταν σε 7,7 µέτρα από σταθµευµένα σε αµφότερες τις πλευρές της οχήµατα, αλλά και κάδους απορριμμάτων, η δε κυκλοφορία των οχηµάτων και των πεζών επ’ αυτής ήταν αραιή, το οδόστρωµα ξηρό, οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν ήταν καλές, υπήρχε επαρκής τεχνητός φωτισµός, ενόψει του ότι ήταν νύχτα, η δε ορατότητα δεν περιοριζόταν. Το ανώτατο επιτρεπόµενο όριο ταχύτητας στο σημείο εκείνο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1 του ΚΟΚ, 50 χλµ./ώρα, καθώς βρίσκεται εντός κατοικηµένης περιοχής (βλ. σχετικά με τα παραπάνω, την από 3-10-2021 Έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα, που συντάχθηκαν από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα του Α΄ Τμήματος Τροχαίας Πειραιώς). Ακόμη, στην ίδια πλευρά της οδού, ήτοι δεξιά µε κατεύθυνση από τη λεωφόρο Χατζηκυριάκου προς Πειραϊκή, όπου κινείτο ο παθών µαζί µε τον φίλο του ……….., υπήρχε στενό πεζοδρόµιο πλάτους 1,5 µέτρου, το οποίο περιορίζεται περαιτέρω από τον αστικό εξοπλισµό, τη φύτευση και σταθερή ανισόπεδη κατασκευή (βλ. σχετικά από Ιανουαρίου 2022 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης τροχαίου συμβάντος του ……., πολιτικού μηχανικού – συγκοινωνιολόγου, που διενεργήθηκε κατόπιν ανάθεσης από το παραπάνω Τμήμα Τροχαίας Πειραιώς). Όταν ο πρώτος εναγόμενος οδηγός έφθασε λίγα μέτρα από το ύψος της οδού Κλεισόβης, όπου αυτή συμβάλλεται κάθετα με την οδό Θεοτόκη, έχασε τον έλεγχο του προαναφερθέντος οχήματός του, με συνέπεια να παρασύρει τον πεζό ………. με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος αυτού (οχήματός του), ενώ ο ως άνω πεζός αφού προσέκρουσε με σφοδρότητα με το κεφάλι του, στο δεξιό μεταλλικό στύλο που βρίσκεται δεξιά του εμπρόσθιου ανεμοθώρακα (παρμπρίζ) του αυτοκινήτου, εκσφενδονίσθηκε στον αέρα και κατάληξε αρκετά μέτρα πιο κάτω στο οδόστρωμα. Τα ανωτέρω προκύπτουν τόσο από την ως άνω τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης όσο και από τα όσα καταθέτει στην από 3-10-2021 έκθεση ένορκης εξέτασής του που λήφθηκε στα πλαίσια της προανάκρισης, ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας του ατυχήματος ανωτέρω αναφερθείς ……… Εξάλλου και ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος – οδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου, παραδέχεται στις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις του, ότι έχασε στιγμιαία τον έλεγχο του οχήματός του. Η παραπάνω παραδοχή, δεν αποτελεί ομολογία ως προς την τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, όπως αυτή αναφέρει στην έφεσή της, ωστόσο συνεκτιμάται από το Δικαστήριο, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης κι η μητέρα του πρώτου εναγόμενου ………, στην από 4-10-2021 έκθεση ένορκης εξέτασής της ως μάρτυρα στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, καταθέτει ότι, σύμφωνα με όσα της μετέφερε ο γιος της, ο τελευταίος ‘’…έχασε κάπως τον έλεγχο του αυτοκινήτου και κάτι χτύπησε’’. Αμέσως μετά το ατύχημα, ο πρώτος εναγόμενος εγκατέλειψε το σημείο αυτού, στο οποίο δεν βρέθηκαν ίχνη τροχοπέδησης, συνεχίζοντας κανονικά την πορεία του με το ως άνω αυτοκίνητο προς την Πειραϊκή και κατευθύνθηκε στην πατρική του οικία. Στο σημείο του ατυχήματος κλήθηκε η Τροχαία και το Ε.Κ.Α.Β., το οποίο μετέφερε τον τραυματισθέντα ………., στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά ‘’ΤΖΑΝΕΙΟ’’, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του, ο οποίος, σύμφωνα με την (υπ΄αρ. πρωτ. 588 και 388 από 3-2-2022) ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής που διενήργησε ο ιατροδικαστής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά ………, υπήρξε απότοκος βαρέων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων, που είχε υποστεί ο παθών κατά την πρόσκρουση στο αμάξωμα του οχήματος του πρώτου εναγόμενου, συνεπεία των οποίων, ως μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε. Με βάση τα προαναφερθέντα, αποδεικνύεται ότι, η επέλευση του επίδικου ατυχήματος οφείλεται σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα τόσο του πρώτου εναγόμενου οδηγού, όσο και του θανόντος πεζού, οι οποίοι δεν επέδειξαν την επιμέλεια του μέσου συνετού, οδηγού ο πρώτος και πεζού ο δεύτερος, που όφειλαν και μπορούσαν κατά τις επικρατούσες συνθήκες να επιδείξουν, απορριπτομένων των πρωτοδίκως προταθέντων ισχυρισμών των εναγόμενων, που επαναφέρουν με τις ένδικες εφέσεις τους, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του θανόντος στην πρόκληση του ατυχήματος. Άλλωστε η άρνηση, εκ μέρους των δύο πρώτων εναγόμενων- εκκαλούντων στη Β΄ έφεση, περί της υπαιτιότητας του πρώτου εξ αυτών, έρχεται σε αντίθεση με τα όσα οι ίδιοι αναφέρουν στις πρωτόδικες προτάσεις τους. Ειδικότερα, η υπαιτιότητα (αμέλεια) του πρώτου εναγόμενου οδηγού, συνίσταται στο γεγονός ότι, όταν προσέγγισε µε το προαναφερθέν όχηµά του το σηµείο του οδοστρώµατος όπου κινείτο ο παθών -τον οποίο είχε αντιληφθεί να βαδίζει επ΄ αυτού, όπως αναφέρει στην προανακριτική του απολογία- δεν οδηγούσε µε σύνεση και µε διαρκώς τεταµένη την προσοχή (κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ.1, 19 παρ.1 και 39 του ΚΟΚ, όπως αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη), αλλά ούτε και µε την επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων παρ. 2,3 και 20 παρ. 1 του ΚΟΚ ταχύτητα, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο αυτού, κατά τα πρεκτεθέντα και να επιπέσει επί του παθόντος επιφέροντας τον θανάσιμο τραυματισμό του. Όσον αφορά ειδικότερα στην ταχύτητα με την οποία έβαινε (54 χιλ/ώρα), ήταν μεν ελάχιστα μεγαλύτερη από το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο (50 χιλ/ώρα), αλλά, λαµβάνοντας υπόψη, αφενός μεν τις επικρατούσες στην οδό συνθήκες και δη το γεγονός ότι το πλάτος του οδοστρώµατος περιοριζόταν σηµαντικά από σταθµευµένα εκατέρωθεν οχήµατα και από κάδους απορριμμάτων, αφετέρου δε ότι προσέγγιζε σε διάβαση πεζών και ισόπεδο οδικό κόµβο, θα όφειλε να την είχε µειώσει κάτω από το όριο αυτό, έτσι ώστε να είναι σε θέση να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήµατός του και να µπορεί ανά πάσα στιγµή να εκτελεί τους απαιτούµενους χειρισµούς και να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. Περαιτέρω, όμως, συνυπαιτιότητα ως προς την πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος βαρύνει και τον θανόντα, η αμέλεια του οποίου συνίσταται στο ότι βάδιζε επί του οδοστρώματος και όχι επί του πεζοδρομίου. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα ωστόσο στην ως άνω από Ιανουαρίου 2022 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης τροχαίου συμβάντος, στο σημείο του ατυχήματος, στο δυτικό πεζoδρόμιo της οδού Κλεισόβης υφίστατο, όπως προεκτέθηκε, σταθερή ανισόπεδη κατασκευή αριστερή και φύτευση δεξιά οι οποίες περιορίζουν σημαντικά το πλάτος βάδισης, ενώ επιπρόσθετα τα δέντρα περιορίζουν και το ύφος προσπέλασης με αποτέλεσμα να υποχρεώνονται οι πεζοί να κινούνται επί του οδοστρώματος και στο ανατολικό πεζοδρόμιο της οδού Κλεισόβης διακρίνονται σταθεροί στύλοι που περιορίζουν επίσης το πλάτος βάδισης. Εντούτοις, ο θανών, θα μπορούσε, έστω στα σημεία που υπάρχει δυνατότητα, να κινείται επί του πεζοδρομίου, δεδομένου ότι η βάδιση σε αυτό, τουλάχιστον για ένα άτομο, με βάση τα παραπάνω και ειδικότερα τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, ήταν μεν δυσχερής αλλά όχι αδύνατη. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν στο σημείο του ατυχήματος, δεν μπορούσε να βαδίσει επί του πεζοδρομίου, ο θανών θα έπρεπε να κινείται στο άκρο του οδοστρώματος σε απλό (μονό) στοίχο, και όχι δίπλα στον ως άνω φίλο του, (κατά παράβαση του άρθρου 38 του ΚΟΚ) λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών που επικρατούσαν, καθώς ήταν προχωρημένη νυχτερινή ώρα. Με την ενέργειά του αυτή, ήτοι να βαδίζει εντός του οδοστρώματος σε διπλό στοίχο με τον φίλο του, περιόριζε περαιτέρω το πλάτος του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα, όταν ο πρώτος εναγόμενος οδηγός έχασε στιγμιαία τον έλεγχο του οχήματός του, να επιπέσει στον παθόντα, πράγμα που θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε αποφευχθεί, αν ο τελευταίος κινείτο σε μονό στοίχο, χωρίς αυτό βέβαια να αναιρεί τη βασική ευθύνη του ως άνω οδηγού, όπως αυτή περιγράφηκε ανωτέρω. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι, το μικρό ποσοστό αλκοόλ (0,1 g/L αίματος), που ανιχνεύθηκε στον θανόντα (βλ. σχετικά την υπ΄αρ. πρωτ. …../16-12-2021 τοξικολογική έκθεση της Μονάδας Τοξικολογίας τους Εργαστηρίου Ιατροδικαστικών Επιστημών της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης), το οποίο επικαλούνται οι εκκαλούντες, δεν προέκυψε από τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, ότι επηρέασε τη συμπεριφορά του, έτσι ώστε να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση του τροχαίου ατυχήματος και των εξ αυτού θάνατό του. Ο ίδιος ο πρώτος εναγόμενος αναφέρει στην ως άνω προανακριτική απολογία του, ότι είχε δει στον μεσαίο καθρέπτη του αυτοκινήτου του έναν άνθρωπο (ενν. τον θανόντα) να περπατάει κανονικά και ήρεμα. Βάσει των όσων προεκτέθηκαν, το ποσοστό συνυπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου οδηγού στην πρόκληση του επίδικου τροχαίου ατυχήματος, προσδιορίζεται σε 70% και του θανόντος πεζού σε 30% (και όχι σε ποσοστό 85% και 15% αντίστοιχα, που μη ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), γενομένης εν μέρει δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης, κατά το ανωτέρω ποσοστό (30%), της σχετικής ένστασης των εναγόμενων περί συνυπαιτιότητας του θανόντος οδηγού (άρθρο 300 ΑΚ), η οποία επαναφέρεται από την τρίτη εναγόμενη στον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσής της και από τους δύο πρώτους εναγόμενους, στον μοναδικό λόγο, με επιμέρους σκέλη, της υπό στοιχείο Β΄ έφεσής τους, οι οποίοι (ως άνω λόγοι των εφέσεων) πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσιαστικά βάσιμοι κατά το μέρος αυτό. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι, ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, δεν σταμάτησε στον τόπο του ατυχήματος μετά από αυτό, αλλά επέστρεψε στην οικία του, περί ώρα 15.30 της επομένης του ατυχήματος ημέρας, ήτοι στις 4-10-2021, ενώ διενεργείτο ήδη αυτεπάγγελτη (αστυνομική) προανάκριση προς εξακρίβωση των συνθηκών, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το υπό κρίση οδικό τροχαίο ατύχημα και προς αποκάλυψη των στοιχείων ταυτότητας του υπαιτίου οδηγού από το Α΄ Τμήμα Τροχαίας Πειραιώς, προσήλθε αυτοβούλως στο τελευταίο και έθεσε εαυτόν στη διάθεση της προανακριτικής αρχής, δηλώνοντας ότι δεν είχε αντιληφθεί ότι παρέσυρε πεζό και ότι αρχικώς πίστεψε ότι προσέκρουσε σε κάδο απορριμμάτων. Κατά την αυτοψία που διενεργήθηκε στο εν λόγω με αριθμό κυκλοφορίας ………….. ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο βρέθηκε σταθμευμένο εντός της πυλωτής της πατρικής οικίας του πρώτου εναγόμενου, διαπιστώθηκε ότι αυτό έφερε υλικές ζημίες στην εμπρόσθια πλευρά, στην εμπρόσθια δεξιά γωνία, στη δεξιά πλευρά, στη δεξιά κολώνα του εμπρόσθιου ανεμοθώρακα και στη δεξιά πλευρά του ανεμοθώρακα (βλ. σχετικά ως άνω Έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, η οποία άρχισε να συντάσσεται από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα του Α’ Τ.Τ. Πειραιώς στις 3-10-2021 και ώρα 5.01 και ολοκληρώθηκε, μετά την ανωτέρω αυτοψία, στις 4-10-2021 και ώρα 20.05 στο γραφείο του ως άνω Τ.Τ.). Ο ισχυρισμός του πρώτου εναγόμενου οδηγού, ότι δεν αντιλήφθηκε ότι επέπεσε σε πεζό, τον οποίο επιχειρεί να ενισχύσει η μητέρα του ……….. στην προαναφερθείσα προανακριτική έκθεση εξέτασής της ως μάρτυρα, δεν κρίνεται πειστικός, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως ο ίδιος αναφέρει προνακριτικά στην από 4-10-2021 έκθεση εξέτασής του ως κατηγορουμένου – απολογία, είχε αντιληφθεί την κίνηση του παθόντος πεζού νωρίτερα, ενώ το σημείο του οχήματός του που, όπως προκύπτει από την ως άνω από Ιανουαρίου 2022 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης τροχαίου συμβάντος, ήρθε σε επαφή με το κεφάλι του πεζού, ήταν ο μεταλλικός στύλος που βρίσκεται δεξιά του εμπρόσθιου ανεμοθώρακα (παρμπρίζ), υπήρχε δε και επαρκής τεχνικός φωτισμός, οπότε είναι απίθανο να μην αντιλήφθηκε ότι τον χτύπησε. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν δεχθούμε τον ως άνω ισχυρισμό του πρώτου εναγόμενου ως αληθή, θα έπρεπε, αφού αντιλήφθηκε ότι προσέκρουσε σε κάτι, να είχε σταματήσει στο σημείο του ατυχήματος αμέσως μετά την σύγκρουση, όπως θα έπραττε κάθε μέσος συνετός οδηγός, για να ελέγξει τί ήταν αυτό στο οποίο προσέκρουσε. Θα μπορούσε δε, σε δεύτερο χρόνο, να επιστρέψει στο σημείο του ατυχήματος, όταν διαπίστωσε, φτάνοντας στην οικία του, ότι το αυτοκίνητο που οδηγούσε έφερε σημαντικές ζημίες, ή έστω να μεταβεί νωρίτερα στην Τροχαία, καθώς ο ίδιος αναφέρει επίσης προανακριτικά ότι ‘’Την ημέρα που ξημέρωνε την πέρασα στο σπίτι όπου σκεφτόμουν τι έγινε και ήμουν αγχωμένος μην είχα κάνει κάτι κακό τις πρωΐνές ώρες της 3-10-2021 στην οδό Κλεισόβης’’. Η κακή δε ψυχολογική του κατάσταση, στην οποία στην προανακριτική του απολογία, επιχειρεί ο πρώτος εναγόμενος να αποδώσει το ατύχημα, επειδή είχε χάσει πρόσφατα τον πατέρα του ………., ο οποίος σημειωτέον είχε αποβιώσει, όπως προκύπτει από τη σχετική ληξιαρχική πράξη θανάτου του, στις 10-4-2018, ήτοι 3 ½ περίπου έτη πριν το ατύχημα, δεν δύναται να δικαιολογήσει την ως άνω συμπεριφορά του (εναγόμενου) πριν και μετά από αυτό.
Εξάλλου, με το υπ΄ αρ. 905/2022 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που έχει καταστεί αμετάκλητο, ο πρώτος εναγόμενος παραπέμφθηκε για να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρο 302 ΠΚ), όσον αφορά στο θάνατο του …………. στο επίδικο ατύχημα, πράξη την οποία αποδέχθηκε με την προαναφερθείσα προανακριτική του απολογία. Με το ίδιο βούλευμα, το Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του ανωτέρω εναγόμενου για την αξιόποινη πράξη της έκθεσης από την οποία προκλήθηκε στον παθόντα θάνατος (άρθρο 306 παρ.2 στοιχ. β-1 ΠΚ) για την οποία είχε αρχικά ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη, γεγονός που οι πρώτοι δύο εναγόμενοι επικαλούνται στην υπό στοιχείο Β΄ έφεσή τους, υποστηρίζοντας ότι το Συμβούλιο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του πρώτου εναγόμενου ότι δεν είχε καταλάβει ότι είχε χτυπήσει άνθρωπο, αλλά νόμιζε ότι επέπεσε σε κάδο απορριμμάτων. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στο εν λόγω βούλευμα, αυτό κατέληξε στην κρίση να μη γίνει κατηγορία για την πράξη της κακουργηματικής έκθεσης κατά του πρώτου εναγόμενου, όχι επειδή και δεν προέκυψε ότι αυτός αντιλήφθηκε ότι επέπεσε σε πεζό με το όχημά του, αλλά επειδή ‘’ …δεν προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι η εκ µέρους του κατηγορουμένου εγκατάλειψη του τόπου ατυχήµατος αφενός κατέστησε τον παθόντα, ο οποίος βρισκόταν λόγω του αµέσως προηγούµενου τραυµατισµού του σε κατάσταση κινδύνου, αβοήθητο, ήτοι χωρίς να πιθανολογείται από αλλού η βοήθειά του, αφετέρου συνιστά αιτιώδη όρο για τον θάνατό του, καθόσον 1) ο τραυµατισµός του έλαβε χώρα παρουσία τουλάχιστον ενός ατόµου και δη του φίλου του …………., 2) δεν προέκυψαν ενδείξεις ότι η διακομιδή του παθόντος δεν διενεργήθηκε έγκαιρα και 3) όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα από μηνός Ιανουαρίου 2022 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης τροχαίου ατυχήματος, το όχημα του κατηγορουμένου κατά τη σύγκρουση ήρθε σε επαφή με το κεφάλι του θανόντος στην περιοχή του δεξιού μεταλλικού στύλου που βρίσκεται δεξιά του εμπρόσθιου ανεμοθώρακα (παρμπρίζ), υποστηρίζει την οροφή στηριζόμενος πλησίον του καλύμματος της μηχανής (καπό) και είναι μια άκαμπτη επιμήκης δοκός που συγκεντρώνει υψηλές τάσεις και ουδόλως εύκαμπτη επίπεδη επιφάνεια που κατανέμει ομαλότερα τις τάσεις, με αποτέλεσμα το πλήγμα που υπέστη ο παθών στην κεφαλή του να είναι εξαιρετικά ισχυρό και ως τέτοιο η μόνο ενεργός αιτία του θανάτου του’’. Στο ίδιο δε βούλευμα επισημαίνεται ότι ‘’…για τα ίδια (σχετιζόμενα με την εγκατάλειψη του σημείου του ατυχήματος) πραγματικά περιστατικά έχει παραγγελθεί η εξαγωγή υπηρεσιακών φωτοατιγράφων εκ της προκειμένης δικογραφίας προς διερεύνηση της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρο 43 παρ. 4 εδ. α’ Ν. 2696/1999’’. Πέραν τούτων, στην παρούσα αστική δίκη, κρίσιμο στοιχείο είναι η υπαιτιότητα του εναγόμενου οδηγού στην επέλευση του ένδικου ατυχήματος, η ύπαρξη της οποίας αποδείχθηκε σύμφωνα με τα προεκτεθέντα κατά το ανωτέρω επίσης αναφερθέν ποσοστό. Το παρόν δε Δικαστήριο κρίνει ότι τα υφιστάμενα αποδεικτικά στοιχεία είναι επαρκή για τη διαμόρφωση πλήρους δικανικής πεποίθησης σχετικά με την ένδικη υπόθεση και δεν θεωρεί ότι συντρέχει λόγος αναβολής έκδοσης οριστικής απόφασης, κατ΄ άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας, όπως αιτήθηκαν οι πρώτοι δύο εναγόμενοι – εκκαλούντες στη Β΄ έφεση με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, τις οποίες επαναφέρουν και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
Περαιτέρω προέκυψε ότι, ο θανών ………., γεννηθείς το έτος 1988, υιός του ενάγοντος – εφεσίβλητου, διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με αυτόν, με τον οποίο τον συνέδεε στενός συγγενικός δεσμός. Είναι δε αληθές, ότι ο ενάγων διαμένει μόνιμα στη Γερμανία, όπου έχει μετοικήσει από το έτος 1999, όταν ο θανών ήταν 11 ετών και ο τελευταίος συνέχισε να ζει με τη μητέρα του, με την οποία συμβίωνε μέχρι και τον θάνατό του. Ωστόσο, όλα αυτά τα χρόνια, ο θανών συνέχισε να διατηρεί επαφή με τον πατέρα του, με τον οποίο επικοινωνούσαν συχνά τηλεφωνικά, αλλά και δια ζώσης, όταν ο τελευταίος ερχόταν στην Ελλάδα. Ακόμη, ο ενάγων έστελνε κατά καιρούς στον θανόντα υιό του δώρα, ενώ το έτος 2014, κατέβαλε το αντίτιμο του αεροπορικού εισιτηρίου σε αυτόν, ως δώρο για τα γενέθλιά του, προκειμένου να τον επισκεφθεί στη Γερμανία, όπου έμεινε μαζί του για 15 ημέρες. Το γεγονός ότι ο θανών και ο πατέρας του ενάγων διέμεναν τα τελευταία 22 έτη σε διαφορετικές χώρες, το οποίο επισημαίνεται από τους εκκαλούντες των ένδικων εφέσεων, λαμβάνεται μεν υπόψη από το Δικαστήριο τούτο, κυρίως σε σχέση με το ύψος της χρηματικής ικαναποίησης που θα επιδικασθεί, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, αλλά δεν αναιρεί ότι τους συνέδεαν σχέσεις αγάπης (όπως συνάγεται και από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα κοινές φωτογραφίες τους), καθώς και ότι ο ενάγων έτρεφε για τον υιό του, ο οποίος ήταν το μοναδικό του τέκνο, αισθήματα πατρικής στοργής. Εξάλλου, το ότι, στην προαναφερθείσα ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής που διενήργησε η ιατροδικαστική υπηρεσία Πειραιά, διαπιστώνεται ότι ο θανών εμφάνισε αθηρωματοσκληρυντικές αλλοιώσεις στα στεφανιαία αγγεία της καρδιάς, δεν επηρεάζει σημαντικά την κατάσταση της υγείας του πριν το ατύχημα, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα στην Α΄ έφεση, ένεκα του οποίου επήλθε ο θάνατός του, ωστόσο λαμβάνεται επίσης υπόψη. Το Δικαστήριο, επομένως, από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων υπέστη ψυχική οδύνη, λόγω του θανάτου του προαναφερθέντος υιού του. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες του ατυχήματος, το βαθμό υπαιτιότητας του πρώτου εναγόμενου οδηγού, αλλά και το βαθμό συνυπαιτιότητας του θανόντος, όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν, την ηλικία αυτού (33 ετών), του δεσμού συγγένειας που είχε με τον ενάγοντα καθώς και την αμοιβαία μεταξύ τους αγάπη και τον ψυχικό πόνο που αυτός δοκίμασε ένεκα του θανάτου του, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών (ο πρώτος εναγόμενος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής, η δεύτερη εναγόμενη είναι συνταξιούχος, ενώ ο ενάγων ζει και εργάζεται στη Γερμανία), πλην της τρίτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, κρίνει, σύμφωνα με τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική παρηγοριά και ψυχική ανακούφισή του, το ποσό των 60.000 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι εύλογο, με βάση τις προπεριγραφείσες συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 Σ και 2, 9 παρ.2 και 10 παρ. 2 ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (Ολ.ΑΠ 6/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά τα προεκτεθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη. Πρέπει, επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτό το σχετικό αίτημα της αγωγής και ως ουσιαστικά βάσιμο για το παραπάνω ποσό και όχι για το ποσό των 80.000 ευρώ, που επιδικάσθηκε με την εκκαλουμένη, το οποίο, βάσει των ως άνω συνεκτιμωμένων στοιχείων, κρίνεται δυσανάλογα μεγάλο (δεδομένου και του ότι το παρόν Δικαστήριο δέχθηκε ότι, ο θανών είναι συνυπαίτιος του εν λόγω ατυχήματος σε μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό που κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), γενομένου εν μέρει δεκτού ως βάσιμου, του σχετικού δεύτερου και τελευταίου λόγου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους των ένδικων εφέσεων, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, αυτή (εκκαλουμένη), να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις και ως βάσιμες και κατ΄ ουσία. Αφού κρατηθεί δε η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η αγωγή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρο, υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 60.000 ευρώ. Το ποσό αυτό θα επιδικαστεί με τον νόμιμο τόκο (επιδικίας), όσον αφορά στον πρώτο και δεύτερη των εναγόμενων – εκκαλούντων στη Β΄ έφεση και με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας (και όχι επιδικίας) όσον αφορά στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία – εκκαλούσα στην Α΄ έφεση, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, προβληθέντος με πρωτόδικες προτάσεις της, αλλά και με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς πρόκειται για χρηματική απαίτηση επιδικαζόμενη κατ΄ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου (άρθρο 346 ΑΚ). Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσίβλητου στην Α΄ και Β΄ έφεση, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος των εναγόμενων – εκκαλούντων στις ως άνω ένδικες εφέσεις, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, θα διαταχθεί η απόδοση των αναφερόμενων επίσης στο διατακτικό παραβόλων των εφέσεων, στους καταθέσαντες αυτά εκκαλούντες κάθε μίας από τις ένδικες εφέσεις (άρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων: Α) την από 14-6-2023, με Ε.Α.Κ. …../2023, έφεση και Β) την από 10-6-2023, με Ε.Α.Κ. ……./2023, έφεση.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ΄ ουσία τις ως άνω εφέσεις.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 1367/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα.
Κρατεί την από 16-12-2021 και με Ε.Α.Κ. …../2021 αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας αυτή.
Δέχεται εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι, υποχρεούνται να καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, στον ενάγοντα το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, οι δύο πρώτοι εξ αυτών με τον νόμιμο τόκο επιδικίας, η δε τρίτη εξ αυτών με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, από την επομένη τηςεπίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος των εναγόμενων – εκκαλούντων των ένδικων εφέσεων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων (3.200) ευρώ.
Διατάσσει την απόδοση των παραβόλων του Δημοσίου στους καταθέσαντες αυτά εκκαλούντες των ένδικων εφέσεων αντίστοιχα, ήτοι α) του e- παραβόλου με αρ. …./2023, ποσού 100 ευρώ, στην εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α΄ (με Ε.Α.Κ …../2023) έφεσης και β) του e- παραβόλου με αρ. ……./2023, ποσού 100 ευρώ, στους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Β΄ (με Ε.Α.Κ …/2023) έφεσης.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 26 Αυτούστου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓPAMMATEAΣ