Από τον Γιώργο Γούλα
Την καταδίκη της Ελλάδας αποφάσισε σήμερα Τρίτη 8 Οκτωβρίου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εξαιτίας των μακροχρόνιων περιορισμών στη χρήση γης των προσφευγουσών, παρά το γεγονός ότι είχαν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις υπέρ τους. Πιο συγκεκριμένα, η καταδίκη αποφασίστηκε διότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη καθώς και παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία των προσφευγουσών, αφού στην πραγματικότητα οι ιδιοκτησίες τους παρέμεναν από το 2003 «μπλοκαρισμένες».
Η υπόθεση ξεκίνησε το 1998, όταν το δημοτικό συμβούλιο Αγίας Παρασκευής προχώρησε σε τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου στην περιοχή Κοντοπεύκου. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης τροποποίησης, τα δύο οικόπεδα των προσφευγουσών, συνολικής έκτασης 500 τ.μ., επαναχαρακτηρίστηκαν ως ζώνη πρασίνου και πεζόδρομος, κάτι που εν συνεχεία επικύρωσε και η Περιφέρεια Αττικής.
Αφού άσκησαν αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας, με απόφαση που εξέδωσε το 2015, ακύρωσε την απόφαση της Περιφέρειας Αττικής. Ωστόσο, παρά τη δικαστική απόφαση, οι αρχές αρνήθηκαν να συμμορφωθούν, με αποτέλεσμα το 2018 οι προσφεύγουσες να επανέλθουν στο τριμελές συμβούλιο συμμόρφωσης του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο διέταξε τις αρμόδιες αρχές να συμμορφωθούν εντός τριών μηνών.
Παρά τη σαφή εντολή, το αρμόδιο τμήμα του δήμου Αγίας Παρασκευής συνέχισε να αρνείται να παραδώσει πιστοποιητικό χαρακτηρισμού των οικοπέδων ως οικοδομήσιμων. Σύμφωνα με το υλικό του φακέλου, αξίζει να τονιστεί ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν λάβει καμία από τις αποζημιώσεις για τον περιορισμό της χρήσης της γης τους με σκοπό την απαλλοτρίωσή της ή την αποζημίωση που τους είχε επιδικαστεί από το τριμελές συμβούλιο του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου.
Ανενεργές δικαστικές αποφάσεις παραβιάζουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι, πέραν των διαφόρων προσπαθειών απαλλοτρίωσης από τις 24 Μαρτίου 2003, η χρήση της γης των προσφευγουσών είχε περιοριστεί με τη μορφή μιας σειράς αποφάσεων, που είχαν εκδοθεί από τις τοπικές αρχές αλλά και το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Σημείωσε ότι όχι μόνο η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και οι αποφάσεις του τριμελούς συμβουλίου, που είναι αρμόδιο για την εποπτεία της εκτέλεσης των αποφάσεών του ΣτΕ, είχαν αποβεί άκαρπες. Κατ’ επέκταση, λοιπόν, οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να επιτύχουν την ακύρωση των αποφάσεων απαλλοτρίωσης σε βάρος τους, την άρση των περιορισμών στη χρήση της γης τους ή τον επαναχαρακτηρισμό της ιδιοκτησίας τους ως οικοδομήσιμης γης. Γι’ αυτόν τον λόγο, όπως κρίθηκε, παραβιάστηκε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Παράλληλα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση και του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1, καθώς οι προσφεύγουσες δεν διέθεταν αποτελεσματικό ένδικο μέσο για να επιτύχουν την άρση του περιορισμού χρήσης της γης τους. Συνεπώς, παρά τις δικαστικές αποφάσεις υπέρ των αιτουσών, οι αρχές δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις τους, αφήνοντας τα ακίνητα «μπλοκαρισμένα» για περισσότερα από 20 χρόνια.
Τέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αφού σημείωσε ότι η μη εκτέλεση των αποφάσεων υπονομεύει την ίδια τη δικαστική λειτουργία αλλά και τα δικαιώματα των πολιτών, επιδίκασε στην καθεμία το ποσό των 10.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν.