Αριθμός 1167/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Βλάχου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη και Σταύρο Μάλαινο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Σ. συζ. Ι. Δ. και 2) Ι. Δ. του Μ., κατοίκων … οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αμαλία Σαραντοπούλου.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Ε. Τ. Τ. Ε. «Α., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σοφία Βρέττα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-2015 αίτηση των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 28/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 12413/2020 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 22-4-2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σταύρο Μάλαινο, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, από 22-4-2021 (υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως …/13-5-2021), αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθμ. 12413/4-9-2021 τελεσιδίκου αποφάσεως του, δικάσαντος ως Εφετείου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων επί της από 4-7-2017 (υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως …/4-7-2017) εφέσεως της αναιρεσίβλητης, κατά της υπ’ αριθμ. 28/2017 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, με την οποία έγινε δεκτή η από 10-10-2015 (υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως …/27-10-2015) αίτηση των αναιρεσειόντων, που αφορά υπόθεση του Ν. 3869/2010 “Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων”, ασκήθηκε νομοτύπως με την κατάθεση του δικογράφου αυτής στην γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. και 14 του Ν. 3.869/2010) και εμπροθέσμως (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 και 566 παρ. 1 σε συνδ. με 741 και 769 του Κ.Πολ.Δ.), ήτοι, προ πάσης επιδόσεως, εντός της διετούς προθεσμίας από την δημοσίευσή της, σύμφωνα με το άρθρο 564 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ. (όπως ισχύει για τα ένδικα μέσα, που ασκούνται μετά την 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4.335/2015).
Συνεπώς, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2, εδάφ. α’ και β’ του Ν. 3869/2010 (“Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων…”), όπως το δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 4161/2013 και ισχύει, αμέσως και χωρίς εξαιρέσεις, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ 143/Α’/14-6-2013), κατ’ άρθρον 24 αυτού, άρα και στην ερευνώμενη περίπτωση (πριν αντικατασταθεί, στην συνέχεια, με το άρθρο 1 παρ. 18 της ΥΠΟ ΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015 και, ακολούθως, με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4346/2015, του οποίου η εφαρμογή αρχίζει από 1-1-2016 και δεν καταλαμβάνει εκκρεμείς υποθέσεις, καθώς και αιτήσεις που έχουν κατατεθεί έως και 31-12-2015, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 11 αυτού), “Ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για να εξαιρεθεί, κατά πρόταση του οφειλέτη, η κύρια κατοικία του από την εκποίηση, πρέπει η κατοικία αυτή να έχει ορισμένα κρίσιμα χαρακτηριστικά και, συγκεκριμένα, θα πρέπει η αντικειμενική αξία της να μην υπερβαίνει το όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, που προβλέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν, προσαυξημένο κατά 50%. Με βάση αυτά, ο οφειλέτης θα καταβάλλει σε δόσεις συνολικό ποσό, που μπορεί να ανέρχεται, κατά το δίκαιο που ισχύει στην ερευνώμενη περίπτωση, μέχρι και το 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, μετά την πιο πάνω τροποποίησή του με τον Ν. 4161/2013, που ορίζει ρητώς για καταβολές, που ορίζονται μέχρι και στο 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, ενώ, υπό την αρχική της διατύπωση, η διάταξη του άρθρου τούτου (9 παρ. 2, εδάφ. β’ του Ν. 3869/2010) προέβλεπε ότι “Το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο”. Από το απολύτως σαφές γράμμα της διατάξεως του άρθρου 9 παρ. 2, εδάφ. α’ και β’ του Ν. 3869/2010 (“Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων…”), όπως το δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 4161/2013, που ορίζει ότι “Το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας…”, προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα, κατά τον προσδιορισμό των μηνιαίων δόσεων προς διάσωση της πρώτης κατοικίας, να καθορίζει κατά την κρίση του και μικρότερο (του 80% της αντικειμενικής αξίας) ποσό ως καταβλητέο για την διάσωση της κύριας κατοικίας, το δε εν συνεχεία ανακύπτον κενό, αναφορικώς με τα κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων καταβολών, δέον όπως καλυφθεί με ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010. Ειδικότερα, από την απολύτως σαφή γραμματική και μόνο διατύπωση της ως άνω διατάξεως, η οποία αναφέρεται “σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας” και όχι “σε συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας” συνάγεται ευθέως ότι το ποσό των απαιτήσεων που μπορεί με τον τρόπο αυτό να ικανοποιηθεί, ως αντάλλαγμα, δύναται να ανέρχεται σε ποσοστό 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας κατ’ ανώτατο ύψος και όχι κατά κατώτατο. Επομένως, το ποσό των απαιτήσεων που μπορεί με τον τρόπο αυτό να ικανοποιηθεί, ως αντάλλαγμα, δύναται να ανέρχεται και σε ποσοστό κατώτερο του 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας. Και ναι μεν, ο νόμος δεν παραθέτει, στη συνέχεια, ειδικά κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων καταβολών για το χρέος αυτό, που επιβάλλεται στον οφειλέτη ως πρόσθετο, ώστε να επωφεληθεί από την εξαίρεση της εκποιήσεως της κύριας κατοικίας, πλην, όμως, τα κριτήρια αυτά συνάγονται με συστηματική ερμηνεία από την ανάλογη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010 και είναι, ιδίως, η χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλοι λόγοι ίδιας τουλάχιστον βαρύτητας. Η από την προεκτεθείσα διάταξη προβλεπόμενη εξαίρεση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από την ρευστοποίηση, η οποία, άλλωστε, δεν παρέχεται σε όλους τους οφειλέτες, αλλά σε αυτούς που η αξία της κατοικίας τους δεν υπερβαίνει ένα όριο, κατ’ αρχάς, εκπορεύεται από την ανάγκη προστασίας του, ώστε να αποκατασταθεί γενικώς η κοινωνική συνοχή, που αποτελεί πάντοτε σκοπό του θετού δικαίου, η οποία έχει διαρραγεί, λόγω του μεγάλου αριθμού ιδιωτών οφειλετών στο κοινωνικό πεδίο των συμβατικών εννόμων σχέσεων προς πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και ειδικώς, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα σε έκαστο υπερχρεωμένο κοινωνό (φυσικό πρόσωπο), να αποτελέσει εκ νέου δυναμικό παράγοντα της οικονομικής – συναλλακτικής κοινωνίας. Δικαιολογείται, όμως, ειδικότερα από την ανάγκη προστασίας της κύριας κατοικίας του, η οποία, υπό την έννοια της οικογενειακής στέγης, ως κοινωνικό αγαθό, απολαμβάνει συνταγματικής προστασίας, κατ’ άρθρον 21 του Συντάγματος (Α.Π. 302/2022, Α.Π. 490/2021, Α.Π. 488/2021, Α.Π. 494/2020, Α.Π. 120/2020). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 560 αριθμ. 1 εδάφ. α’ του Κ.Πολ.Δ., “Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών…”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ο λόγος αναιρέσεως αυτός ιδρύεται, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση (Ολ. Α.Π. 8/2005). Με το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, με την πληττόμενη, υπ’ αριθμ. 2413/2020, απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του (άρθρ. 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος: “Η αιτούσα (ήδη πρώτη αναιρεσείουσα) έχει στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της μία οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) εξαώροφης οικοδομής του πρώτου (Α1) πάνω από το ισόγειο ορόφου υπό στοιχεία .., επιφάνειας 78τ.μ, κειμένης στο … και επί της οδού ….., καθώς και την αποθήκη του υπογείου της ιδίας οικοδομής υπό στοιχεία …, επιφάνειας 4 τ.μ. Είναι μητέρα τριών ενήλικων τέκνων, δεν εργάζεται και είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο του Ο.Α.Ε.Δ (προσκομίζεται κάρτα ανεργίας), προκειμένου να ανεύρει εργασία, εφόσον αυτό καταστεί εφικτό, δεδομένου ότι πάσχει από το αυτοάνοσο νόσημα (σύνδρομο Σιέγκρεν), το οποίο επηρεάζει σοβαρά την όρασή της και άρα και τη δυνατότητα ανεύρεσης εργασίας. Ο αιτών (ήδη δεύτερος αναιρεσείων), ηλικίας 65 ετών, είναι συνταξιούχος και λαμβάνει μηνιαίως σύνταξη από τον ΟΑΕΕ – ΤΕΒΕ ποσού 892,42 ευρώ. Το 2010 για λόγους υγείας έπαυσε την επαγγελματική του δραστηριότητα ως επαγγελματίας αυτοκινητιστής, οδηγός και ιδιοκτήτης TAXI, ενώ η σύνταξή του άρχισε να καταβάλλεται το έτος 2012. Πάσχει από στεφανιαία νόσο για την οποία και νοσηλεύτηκε στο Γενικό Νοσοκομείο “Γ.. Γ.” στις 30-11- 2010, όπου και υποβλήθηκε σε στεφανιογραφία (σύμφωνα με τις προσκομισθείσες ιατρικές βεβαιώσεις). Παρακολουθείται ιατρικά και υποβάλλεται σε εξετάσεις και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Οι αιτούντες δεν διαθέτουν άλλο εισόδημα πλην της ανωτέρω σύνταξης του αιτούντος. Εκτός δε από το προπεριγραφόμενο ακίνητο ιδιοκτησίας της αιτούσας, το οποίο αποτελεί την κύρια και μοναδική τους κατοικία, οι αιτούντες διαθέτουν και κατά ποσοστό συγκυριότητας 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος ένα αυτοκίνητο μάρκας NISSAN ALMERA έτους κυκλοφορίας 2000 και με αριθμό κυκλοφορίας …, του οποίου η εμπορική αξία ανέρχεται στο ποσό των 1000,00 ευρώ. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης και συγκεκριμένα το 2007 οι αιτούντες έλαβαν στεγαστικό δάνειο ύψους 100.000,00 ευρώ από την καθής η αίτηση, η μεν αιτούσα ως πρωτοφειλέτης, ο δε αιτών ως εγγυητής, προκειμένου να επισκευάσουν το προπεριγραφόμενο στην αίτηση ακίνητο ιδιοκτησίας της απούσας. Προς εξασφάλιση του δανείου αυτού ενεγράφη στο συγκεκριμένο ακίνητο εκ μέρους της πιστώτριας Τράπεζας (ήδη αναιρεσίβλητης) υποθήκη. Το οφειλόμενο σήμερα στην πιστώτρια ποσό ανέρχεται σε 81.022,70 ευρώ, το οποίο οι αιτούντες αδυνατούν να αποπληρώσουν. Τα εισοδήματα των αιτούντων συζύγων περιορίζονται στη σύνταξη του δεύτερου ποσού 892,42 ευρώ το μήνα, το οποίο, ωστόσο, δεν επαρκεί για την εξυπηρέτηση των ληξιπρόθεσμων δανειακών τους υποχρεώσεων, η δε αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητας και των οφειλών τους κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται να βελτιωθεί τουλάχιστο στο εγγύς μέλλον, λαμβανομένων υπόψη της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα, που είχε ως συνέπεια την μείωση των συντάξεων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και τη μεγάλη ανεργία στον ιδιωτικό τομέα, που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξεύρεση εργασίας τόσο από την αιτούσα, λαμβανομένης υπόψη και της προχωρημένης ηλικίας της, αλλά και του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει, όσο και από τον αιτούντα που πάσχει από στεφανιαία νόσο και είναι ήδη συνταξιούχος. Έτσι, συντρέχει στην περίπτωση των αιτούντων μόνιμη και διαρκής πραγματική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους προς την μοναδική τους πιστώτρια – καθής η αίτηση. Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα – καθής η αίτηση πιστώτρια υποστηρίζει ότι η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε καταχρηστικά, διότι οι αιτούντες μεταβίβασαν προς τον υιό τους χαριστικά την κυριότητα του επαγγελματικού οχήματος (TAXI) που διέθετε ο δεύτερος εξ αυτών, με αποτέλεσμα να αποστερηθούν τη μοναδική πηγή εισοδήματος τους και έτσι να μεταβληθούν τα εισοδήματα τους και να μην είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Ωστόσο ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του 281 ΑΚ, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού δεν νοείται καταχρηστική άσκηση καθαρώς διαδικαστικών πράξεων…., διότι αυτή αναφέρεται σε ιδιωτικά δικαιώματα……, σε κάθε δε περίπτωση ως μη νόμιμος, εφόσον δε γίνεται επίκληση προηγούμενης της άσκησης ένδικης αίτησης συμπεριφοράς των αιτούντων που να δημιούργησε στην εκκαλούσα την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της αυτό, την οποία μετέβαλαν εκ των υστέρων, επιχειρώντας να αποτρέψουν μια κατάσταση που έχει παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντα της εκκαλούσας….. Εξάλλου, η επιδίωξη για ρύθμιση των υπερχρεωμένων οφειλετών δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, καθόσον στόχος των διατάξεων του Ν. 3869/2010 είναι να δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία στον υπερχρεωμένο οφειλέτη προκειμένου να επανενταχθεί στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την επανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας που συνεπάγεται η εξάλειψη των χρεών που αδυνατεί να αποπληρώσει. Κατά τα λοιπά, ως προς το ουσιαστικό σκέλος του, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός κρίνεται επίσης απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς η μεταβίβαση του επαγγελματικού οχήματος δημοσίας χρήσεως TAXI μάρκας Scoda Octavia (έτους πρώτης κυκλοφορίας 2008) και της αδείας αυτού στον υιό των αιτούντων δεν έγινε χαριστικά, αλλά με αντίτιμο 2.060,00 ευρώ, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. … συμβόλαιο πώλησης αυτοκινήτου με παρακράτηση της κυριότητας της συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Ζ.-Ν.-Γ.. Η μεταβίβαση δε αυτή έλαβε χώρα όταν ο δεύτερος των αιτούντων διέκοψε αναγκαστικά τη δραστηριότητα του λόγω σοβαρών, σύμφωνα με τα ανωτέρω, προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε και όχι προκειμένου και μόνον να περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα. Περαιτέρω, με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, ορθά εκτιμώμενο κατά το ουσιαστικό του περιεχόμενο, η εκκαλούσα επανυποβάλλει ουσιαστικά την ένσταση δόλιας περιέλευσης των αιτούντων σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμής, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι οι τελευταίοι δολίως και από δική τους υπαιτιότητα περιήλθαν σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, διότι γνωρίζοντας την οικονομική τους κατάσταση και το γεγονός ότι η πρώτη αιτούσα ήταν ανέκαθεν άνεργη και δεν διέθετε δικό της εισόδημα, εντούτοις, προέβησαν σε υπέρογκο δανεισμό, συνάπτοντας δάνειο που γνώριζαν κατά το χρόνο συνάψεως της σχετικής συμβάσεως ότι αδυνατούν να αποπληρώσουν. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του, διότι δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρέωσης, της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής, που, εξάλλου, η καθής η αίτηση – εκκαλούσα δεν επικαλέσθηκε ούτε απέδειξε ότι συνέβη στη προκειμένη περίπτωση. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένες ενέργειες, με τις οποίες, οι αιτούντες να απέκρυψαν από την πιστώτριά τους την οικονομική τους κατάσταση, δεδομένου μάλιστα ότι η τελευταία είχε τη δυνατότητα να εξακριβώσει την οικονομική συμπεριφορά και τις υποχρεώσεις της απούσας ως υποψήφιας πελάτη τους και του δευτέρου ως εγγυητή αυτής. Εξάλλου, ενόψει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), η εκκαλούσα είχε κάλλιστα τη δυνατότητα να απορρίψει την αίτηση παροχής πίστωσης, καθόσον εκτός από την έρευνα των οικονομικών δυνατοτήτων τους (ελέγχου του εισοδήματός τους και των περιουσιακών τους στοιχείων) μπορούσε να διαπιστώσει και τις λοιπές δανειακές υποχρεώσεις τους σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα (που εν προκειμένω δεν υπήρχαν καθώς η εκκαλούσα είναι η μοναδική τους πιστώτριά) ή την εν γένει οικονομική τους συμπεριφορά μέσω του συστήματος “Τειρεσίας” (σύστημα οικονομικής συμπεριφοράς και σύστημα συγκέντρωσης κινδύνων), με δεδομένο μάλιστα ότι θεσπίσθηκε νομοθετικά η υποχρέωση από τα πιστωτικά ιδρύματα της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή με την υπ’αριθ.ΖΙ-699 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων “Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τη οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23.4.2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης κλπ.” (ΦΕΚ Β 917/2010). Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα δεν επικαλείται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η αιτούσα εφεσίβλητη ή ο εγγυητής σύζυγός της (δεύτερος εδώ εφεσίβλητος) γνώριζαν την αδυναμία αποπληρωμής του δανείου κατά το χρόνο ανάληψης αυτού. Ουδόλως δε αποδείχθηκε ότι αυτοί κατασπατάλησαν το ενεργητικό της περιουσίας τους ή ότι προέβησαν σε απόκρυψη εισοδημάτων ή ότι δημιούργησαν υπέρογκες οφειλές με συνεχή δανεισμό, γνωρίζοντας ότι θα βρεθούν σε αδυναμία εξόφλησής τους, αλλά αντιθέτως, τα πρώτα χρόνια του επίδικου δανεισμού οι αιτούντες είχαν ικανοποιητικό οικογενειακό εισόδημα (15.750,01 ευρώ κατά το οικονομικό έτος 2009 και 16.000,00 ευρώ κατά το οικονομικό έτος 2010, όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα), με το οποίο μπορούσαν να εξυπηρετήσουν ευχερώς τις δανειακές τους υποχρεώσεις, καλύπτοντας και τις βιοτικές ανάγκες της οικογένειάς τους, εξ ού άλλωστε και κατέβαλαν ένα σημαντικό μέρος της οφειλής, ανερχόμενο περίπου σε 20.000,00 ευρώ (ποσοστό 20%). Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι οι αιτούντες πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής τους στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, επειδή πρόκειται για φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, η οποία οφείλεται στη μείωση των εισοδημάτων τους κατά τα τελευταία έτη, ενώ αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι με τις πράξεις ή παραλείψεις τους επεδίωκαν αυτοί την αδυναμία των πληρωμών τους ή προέβλεψαν ότι οδηγούνται σε αδυναμία πληρωμών και δεν άλλαξαν συμπεριφορά, αποδεχόμενοι το αποτέλεσμα αυτό ή ότι προκάλεσαν την άγνοια της επισφάλειας στη μοναδική πιστώτριά τους καθής η αίτηση και ήδη εδώ εφεσίβλητη αποκρύπτοντας υποχρεώσεις τους και, επομένως, ο προβαλλόμενος πρώτος λόγος έφεσης της εκκαλούσας, που αναφέρεται σε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και σε υπαίτια-δόλια περιέλευση των αιτούντων σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Η εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 δεν εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από τις οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη, ο οποίος οφείλει να καταβάλλει κανονικά τις δόσεις που ορίστηκαν, παράλληλα με τις πραγματικές (και όχι μηδενικές) καταβολές της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 ή παρ. 5 ή μετά τη λήξη τους, εφόσον χορηγήθηκε σ’ αυτόν αντίστοιχη περίοδος χάριτος. Οι τελευταίες (οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους των καταβολών και της χρονικής διάρκειας της ρύθμισης του άρθρου 8 του νόμου αυτού…. Η εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας δεν είναι τελείως ανώδυνη για τον οφειλέτη, αλλά αυτός αναλαμβάνει μια πρόσθετη υποχρέωση, πέραν αυτής που του επιβάλλεται από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαστικής ρύθμισης των χρεών του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, η απαλλαγή από τα οποία είναι ανεξάρτητη από την εξυπηρέτηση του πρόσθετου χρέους για τη διάσωση της κύριας κατοικίας. Ειδικότερα, όταν το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή της προβλεπόμενης από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 ευνοϊκής ρύθμισης – εφόσον θα μπορούσε να διατάξει, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, τη ρευστοποίηση της κύριας κατοικίας- την εξαιρεί από την εκποίηση, ρυθμίζοντας στη συνέχεια την ικανοποίηση των πιστωτών, των οποίων οι απαιτήσεις ανέρχονται (μετά τροποποίησή της από το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 4161/2013) μέχρι το 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας, επιβάλλει στον οφειλέτη την πρόσθετη υποχρέωση να καταβάλει ποσό ίσο με το 80% της αξίας αυτής. Με βάση τη ρύθμιση αυτή, το Δικαστήριο καλείται, ουσιαστικά, να προβεί σε αναδιάρθρωση των υπολοίπων των χρεών του οφειλέτη, που δεν θα ικανοποιηθούν από τις καταβολές κατά το χρονικό διάστημα το οποίο θα οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 προς όλους τους πιστωτές του. Διαφορετική ερμηνεία της διάταξης αυτής, σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου το ποσό που θα οριστεί για τη διάσωση της κύριας κατοικίας με ανώτατο όριο το 80% της αντικειμενικής της αξίας, έχοντας δηλαδή τη δυνατότητα να καθορίσει το ανωτέρω ποσό σε μικρότερο ποσοστό από εκείνο του 80%, δεν είναι ορθή. Και τούτο, διότι δεν μπορεί να βρει έρεισμα στη γραμματική διατύπωση της διάταξης, αφού η φράση “σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας” αναφέρεται όχι σε δυνατότητα του Δικαστηρίου προσδιορισμού του ποσοστού εν γένει, αλλά στο ανώτατο όριο της πρόσθετης αυτής επιβάρυνσης του οφειλέτη, με την έννοια ότι, εφόσον το ύψος της οφειλής του είναι μεγαλύτερο του 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας του, θα απαλλαγεί από το πέραν του 80% ποσό της οφειλής. Αντίθετη ερμηνεία της διάταξης θα οδηγούσε αφενός σε μη ανεκτή, κατά τη σαφή νομοθετική βούληση, απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5, ακόμα και με μηδενικές καταβολές, και αφετέρου, με την παράλληλη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 και με μικρές καταβολές, δυσανάλογες της αξίας της κύριας κατοικίας του, σε ανεπίτρεπτη εν τέλει διατήρηση του περιουσιακού του αυτού στοιχείου. Ταυτόχρονα, οι πιστωτές θα στερούνταν ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη τους για την ικανοποίηση μέρους, έστω, των απαιτήσεών τους, πράγμα αντίθετο με το σκοπό του νόμου, όπως αυτός συνάγεται τόσο από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 που δίνει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να διατάξει την εκποίηση και της κύριας κατοικίας, όσο και από αυτή του άρθρου 4 παρ. 1, που επιβάλλει στον οφειλέτη την υποχρέωση στο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών, που θα υποβάλει, να λαμβάνει υπόψη, με εύλογο τρόπο, και συσχέτιση, τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών όσο και την περιουσία και τα εισοδήματά του. Εξάλλου, κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου, με αυτόν δίνεται μεν η δυνατότητα στον οφειλέτη να απαλλαγεί από τα χρέη του, εφόσον όμως δεν υφίστανται περιουσιακά στοιχεία για την ικανοποίηση των πιστωτών του, ειδικά δε επί διάσωσης της κύριας κατοικίας του, η δυνατότητα αυτή παρέχεται στον οφειλέτη υπό τους όρους και διαδικασίες, που δεν θα θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών. Τούτο σημαίνει ότι στην περίπτωση που ο οφειλέτης δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στην πρόσθετη αυτή υποχρέωση, όπως αυτή προσδιορίζεται από τη δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010, εναπόκειται στη βούλησή του η εξαίρεση ή μη της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, αφού το Δικαστήριο μπορεί να τη διατάξει μόνο μετά από αίτημά του και όχι αυτεπαγγέλτως. Εφόσον, δε, τα υπόλοιπα των χρεών του είναι μικρότερα του 80%, θα υποχρεωθεί σε καταβολές μέχρι την εξάντληση του οφειλόμενου ποσού. Συμπερασματικά, το Δικαστήριο, κατά τη σαφή νομοθετική βούληση, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, ως όριο έχει το ποσοστό του 80%, το οποίο δεν επιτρέπεται να υπερβεί και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να κατέλθει του ως άνω ορίου….. Και τούτο, διότι η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 9 Ν. 3869/2010 είναι ανεξάρτητη της προβλεπόμενης από την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 8 Ν. 3869/2010. Πράγματι, τα κριτήρια της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010 (συμβατική διάρκεια των δανείων, αξία του ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία του αιτούντος) δεν σχετίζονται με την εισοδηματική κατάσταση του οφειλέτη, καθώς, προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία του, επιβάλλεται σε αυτόν ένα πρόσθετο βάρος, ασχέτως των μηνιαίων απολαβών του, η δε ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 9 ν. 3869/2010 δεν συναρτάται με τα πάσης φύσεως εισοδήματα και τις βιοτικές ανάγκες του δανειολήπτη, όπως αντίθετα συμβαίνει με τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010. Εξάλλου, ο οφειλέτης δεν είναι υποχρεωμένος να επιλέξει τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010, αν δεν δύναται να καταβάλει τις αντίστοιχες μηνιαίες δόσεις, προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία του, και μπορεί να αρκεστεί στην εκποίηση του ανωτέρω ακινήτου του κατά την παρ. 1 του άρθρου 9 ν. 3869/2010, ώστε να απαλλαγεί από τα χρέη του. Ως εκ τούτου, τυχόν μεταβολές στην εισοδηματική του κατάσταση δεν ασκούν εν προκειμένω έννομη επιρροή…. Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όρισε τις οφειλόμενες με βάση την ανωτέρω διάταξη καταβολές (για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας των αιτούντων) στο συνολικό ποσό των 9.000 ευρώ (180 ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 50,00 ευρώ η καθεμία) που αντιστοιχεί σε ποσοστό μικρότερο από αυτό του 80% της αντικειμενικής αξίας της εξαιρούμενης από την εκποίηση κύριας κατοικίας, ήτοι σε ποσοστό 13%, λαμβάνοντας υπόψη τους ίδιους ως άνω οικονομικούς και προσωπικούς όρους που έλαβε υπόψη για τη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 και 5 του ανωτέρω νόμου, ενώ έπρεπε να ορίσει αυτές στο ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό ίσο με το 80% του συνολικού ποσού της αντικειμενικής αξίας της κύριας ως άνω κατοικίας, που ανέρχεται εν προκειμένω σε 71.385,60 ευρώ σύμφωνα με το προσκομισθέν φύλλο υπολογισμού. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος…..και ουσιαστικά βάσιμος, καθώς πράγματι οι ορισθείσες με την εκκαλουμένη απόφαση καταβολές υπολείπονται του ποσού που αντιστοιχεί εν προκειμένω στο εκ του νόμου οριζόμενο ποσοστό του 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας των αιτούντων και ως εκ τούτου οι αιτούντες δικαιούνται μεν να ενταχθούν στη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η πιο πάνω κύρια κατοικία τους, δηλαδή το διαμέρισμα που βρίσκεται στον ……και σε πολυκατοικία επί της οδού ….., του οποίου η αντικειμενική αξία ανέρχεται στο ποσό των 71.385,60 ευρώ, οι σχετικές όμως καταβολές για τη διάσωση αυτού θα πρέπει να προσδιορισθούν στο ποσό των 264,39 ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα 18 ετών (216 μηνών), ώστε να ανέλθουν συνολικά στο ποσό των 57.108,48 ευρώ που αντιστοιχεί σε ποσοστό 80% επί της αντικειμενικής αξίας του συγκεκριμένου ακινήτου (71.385,60 χ 80%), δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω ειδικότερα εκτεθέντα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα εκ του νόμου να κατέλθει του οριζόμενου στο νόμο ποσοστού του 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και να προσδιορίσει μικρού ύψους καταβολές, αφού και αυτή ακόμα η συνδρομή των όρων της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 5 του ν. 3869/2010, που εφάρμοσε, δεν ήταν δυνατό κατά νόμο να οδηγήσει σε προσδιορισμό τέτοιων μικρού ύψους καταβολών. Παράλληλα, θα πρέπει να χορηγηθεί στους αιτούντες περίοδος χάριτος, πέντε ετών, ώστε να μη συμπέσει η τελευταία αυτή ρύθμιση με την ρύθμιση των καταβολών επί πενταετία του πρώτου αιτούντος (σύμφωνα με τα οριζόμενα στην πρωτόδικη απόφαση, η οποία δεν προσβάλλεται ως προς το συγκεκριμένο της κεφάλαιο). Η καταβολή λοιπόν των δόσεων για τη διάσωση της κατοικίας των αιτούντων θα ξεκινήσει μετά τη λήξη των καταβολών του αιτούντος επί 5ετία και θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας…”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο επί της εφέσεως της αναιρεσίβλητης – καθής η αίτηση, δέχτηκε και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την από 4-7-2017 έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της πρωτόδικης υπ’ αριθμ. 28/2017 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου και αφού εξαφάνισε αυτήν, στη συνέχεια, κράτησε και δίκασε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αίτηση των ήδη αναιρεσειόντων και, αφενός μεν, ρύθμισε τα χρέη του δεύτερου αναιρεσείοντος, προσδιορίζοντας μηνιαίες καταβολές προς την πιστώτρια – αναιρεσίβλητη, ήτοι επί πενταετία ποσού πενήντα (50) ευρώ, αρχή γενομένης την 1η ημέρα του πρώτου μήνα από την κοινοποίηση προς αυτόν της πρωτόδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, αφετέρου δε, εξαίρεσε της εκποιήσεως την κύρια κατοικία των αναιρεσειόντων και επέβαλε στον αναιρεσείοντα την υποχρέωση να καταβάλει, για τη διάσωση της κύριας κατοικίας τους, το ποσό των 57.108,48 ευρώ, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 80% της αντικειμενικής αξίας αυτής, ενώ το πρωτοδίκως δικάσαν Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου είχε προσδιορίσει το ποσοστό σε 13% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας των αιτούντων για τις καταβολές για τη μερική ικανοποίηση της απαιτήσεως της πιστώτριας και ήδη αναιρεσίβλητης προς διάσωση της εν λόγω κατοικίας. Με τον πρώτο λόγο της ένδικης αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια εκ του άρθρου 560 αριθμ. 1α του Κ.Πολ.Δ., ήτοι της ευθείας παραβιάσεως του κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, με το να κρίνει ότι, προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία των αιτούντων και ήδη αναιρεσειόντων, ο δεύτερος αυτών υποχρεούται να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη ποσοστό 80% επί της αντικειμενικής αξίας του ως άνω ακινήτου, αφού, το ποσό των απαιτήσεων που μπορεί με τον τρόπο αυτό να ικανοποιηθεί, ως αντάλλαγμα, δύναται να ανέρχεται μόνο σε ποσοστό 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας και όχι σε κατώτατο ποσοστό. Έτσι που έκρινε το, ως Εφετείο, δίκασαν Πρωτοδικείο και, ειδικότερα, με το να ορίσει, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, όπως η παράγραφος 2 ίσχυε μετά την αντικατάσταση του δευτέρου εδαφίου της από την διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του Ν. 4161/2013, η οποία υπό την τελευταία της μορφή ισχύει αμέσως από της θεσπίσεώς της ακόμα και για τις υποβληθείσες πριν από τη θέσπισή της και εκκρεμείς κατά τον χρόνο αυτόν αιτήσεις, ότι το συνολικό ποσό που οφείλουν να καταβάλουν οι αιτούντες για την διάσωση του ακινήτου τους, πρέπει να είναι το ποσοστό του 80% της αντικειμενικής αξίας του, δεδομένου ότι δεν υπήρχε δυνατότητα εκ του νόμου να κατέλθει του οριζόμενου στο νόμο ποσοστού του 80% της αντικειμενικής αξίας του ως άνω ακινήτου, παραβίασε την πιο πάνω διάταξη του ουσιαστικού δικαίου και γι’ αυτό, ο από το άρθρο 560 αριθμ. 1α του Κ.Πολ.Δ., σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1α του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δ., πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως, κατά παραδοχή του προαναφερόμενου πρώτου λόγου της και να αναιρεθεί η απόφαση αυτή, που αφορά το κεφάλαιο της προσβαλλομένης αποφάσεως για καθορισμό ποσοστού επί της αντικειμενικής αξίας της πρώτης κύριας κατοικίας των αιτούντων, προκειμένου να εξαιρεθεί αυτή (πρώτη κατοικία) από την εκποίηση, ενώ παρέλκει η έρευνα του δευτέρου, από το άρθρο 560 αριθμ. 5 του Κ.Πολ.Δ., λόγου αναιρέσεως, καθόσον η αναιρετική εμβέλεια του λόγου που έγινε δεκτός στο σύνολο της πληττομένης αποφάσεως, καθιστά αλυσιτελή την εξέτασή του. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλον Δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου, που κατέθεσαν για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως (άρθρ. 495 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην προκείμενη υπόθεση μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 που ισχύει, κατ’ άρθρον 1, άρθρο ένατο, παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1-1-2016). Στην παρούσα απόφαση δεν περιλαμβάνεται διάταξη για δικαστικά έξοδα, κατά το άρθρο 746 του Κ.Πολ.Δ., έστω και αν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 3, εδάφ. β’ του Ν. 3869/2010), γιατί η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 6, εδάφ. β’ του πιο πάνω Ν. 3.869/2010, κατά το οποίο “Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται”, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (Α.Π. 1683/2022, Α.Π. 785/2022, Α.Π. 658/2022).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 12413/2020 απόφαση του, ως Εφετείου δικάσαντος, Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, ως προς το κεφάλαιο που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας και, ειδικότερα, ως προς το ποσοστό επί της αντικειμενικής αξίας της πρώτης κύριας κατοικίας των αιτούντων, που ορίσθηκε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της πιστώτριας αυτών, προκειμένου να εξαιρεθεί αυτή (κατοικία) από την εκποίηση.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο παραπάνω Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον Δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση. Και Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου, που κατέθεσαν για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Ιουλίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1167 / 2023 Αναίρεση απόφασης ρύθμισης χρεών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Προστασία της κύριας κατοικίας σύμφωνα με τον Ν. 3869/2010
Πηγή :