Αριθμός 1381/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου – Εισηγήτρια, Μαρία Ανδρικοπούλου και Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Κ. του Α., κατοίκου Καρδίτσας. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τουντόπουλο, ο οποίος ανακάλεσε την από 23-9-2021 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Κ. του Α., κατοίκου … Καρδίτσας. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θωμά Κουκουζέλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-12-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 65/2013 και 25/2015 μη οριστικές και 2/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 81/2020 του Τριμελούς Εφετείου Λ.. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22-06-2020 αίτησή του και τους από 26-01-2021 προσθέτους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων αυτής λόγων, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση από 22-6-2020 αίτηση αναίρεσης και τους από 26-1-2021 πρόσθετους λόγους προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμ. 81/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λ. επί της εκδοθείσας κατά την αυτή διαδικασία υπ’ αριθμ. 21/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας. Με την προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγινε τυπικά δεκτή και εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η από 28-6-2018 έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος και εξαφανίσθηκε η ως άνω απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία, είχε δεχθεί εν μέρει την από 5-12-2011 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, ως ουσιαστικά βάσιμη. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή (για μικρότερο ποσό από το πρωτοβάθμιο) και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000,00) € ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 και 569 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτοί (άρθρα 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να συνεκδικασθούν (άρθρα 246 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω (άρθρα 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 597/2015).Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτή, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος-υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία απλώς διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας χωρίς να αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 910/2017, ΑΠ 1087/2014). Η πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 917/2017). Ο Άρειος Πάγος ελέγχει την επάρκεια ή μη της θεμελίωσης της αγωγής με βάση τις διακρίσεις της νομικής αοριστίας, της ποιοτικής αοριστίας και της ποσοτικής αοριστίας. Η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ. 8 και 14 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 106/2015). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη άρθρου 914 AK, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά τη διάταξη άρθρου 932 AK σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ` εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του, σε περίπτωση δε θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 AK, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση ή (και) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, δ) ζημία ή αναλόγως ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας (ΑΠ 1979/2017). Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Η παράλειψη από αμέλεια της τήρησης εκ μέρους προσώπου που ανήκει σε συγκεκριμένο επαγγελματικό κύκλο των κανόνων επιστήμης και τέχνης, που κατά κοινή αναγνώριση, είναι εφαρμοστέοι στον κύκλο αυτό, πληροί επίσης την προϋπόθεση του παρανόμου κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ και οδηγεί, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, στη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 1521/2017). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 216 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ή ψυχικής οδύνης, λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που κατά το νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά του τελευταίου, η πρόκληση από την εν λόγω συμπεριφορά ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος, ήτοι περιγραφή των ζημιών κατά το είδος, την έκταση, την αιτία και το ύψος της δαπάνης, η οποία απαιτείται για την αποκατάσταση κάθε επιμέρους ζημίας, ή την προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή της στέρησης της ελευθερίας του ενάγοντος, επιτρέποντας στο μεν δικαστήριο την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος αποζημίωσης, στο δε ζημιώσαντα εναγόμενο την άσκηση ανταπόδειξης, και, τέλος, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 93/2016, ΑΠ 1513/2014). Αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι αόριστη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 910/2017, ΑΠ 1467/2009). Ακόμη, κατά το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 “περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ, “Ο ιατρός οφείλει να παρέχει μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρώντας τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεως της υγείας των ασθενών και προστασίας των υγιών”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό εκείνες των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού προς αποζημίωση ή και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης θεμελιώνεται και εάν ο ιατρός ενεργήσει από αμέλεια, η οποία υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε Π.ση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Δηλαδή, θα πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία ο μέσος εκπρόσωπος του κύκλου του (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 1009/2013, ΑΠ 181/2011), θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιοποίνου μη επιδιωκομένου αποτελέσματος. Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, στο χώρο της ιατρικής ευθύνης γίνεται κάθε φορά αναγωγή στην ειδικότητα του κάθε ιατρού για την ανεύρεση του προτύπου επιμέλειας, το οποίο σχηματίζεται από τα κατά κοινή συνείδηση και αντικειμενική κρίση, δεοντολογικώς κρατούντα σε ορισμένη ειδικότητα ιατρού. Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι, εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας, απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια (ΑΠ 1598/2017, ΑΠ 237/2016). Αντιθέτως, ουδεμία ευθύνη φέρει ο ιατρός, αν ενήργησε σύμφωνα με τους ως άνω κανόνες (lege artis), και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεσή του τα ίδια μέσα ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός (ΑΠ 693/2020, ΑΠ 1478/2018, ΑΠ 1343/2017). Η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού ρυθμίζεται ως προς ορισμένα ζητήματα και από το άρθρο 8 του ν. 2251/1994 για την “προστασία των καταναλωτών”, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 ν. 3587/2007 που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι “ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο” (παρ. 1), ότι “ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας” (παρ. 3), ότι “ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας” (παρ. 4 εδ. α), ότι “για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητάς της, η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο πλαίσιο της υπηρεσίας, το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων” και ότι “μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα” (παρ. 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Ενόψει δε της νόθου αντικειμενικής ευθύνης, που καθιερώνεται συναφώς, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης, τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 693/2020, ΑΠ 1478/2018, ΑΠ 1598/2017, ΑΠ 1187/2017, ΑΠ 1067/2015, ΑΠ 657/2014).Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου προκύπτει, ότι ο ενάγων (αναιρεσίβλητος), προς θεμελίωση της αξίωσής του για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου (ιατρική αμέλεια), ισχυρίστηκε ότι τον Μάιο του έτους 2018 επισκέφθηκε τον εναγόμενο (αναιρεσείοντα) ιατρό χειρουργό-ουρολόγο, στο ιατρείο αυτού, λόγω προβλήματος που εμφάνισε κατά τη διάρκεια της ούρησης και συγκεκριμένα ανώδυνης αιματουρίας. Ο τελευταίος, αφού προέβη σε σειρά αναφερόμενων στην αγωγή απεικονιστικών εξετάσεων διέγνωσε ότι πάσχει από χρόνια προστατίτιδα και στένωμα ουρήθρας και του συνέστησε φαρμακευτική αγωγή. Ότι παρά τις συνεχείς εξετάσεις και τη θεραπευτική αγωγή τα συμπτώματα της αιματουρίας συνεχίζονταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα, γεγονός που ανέφερε στον εναγόμενο. Ότι στις 26-3-2009, μετά από ιατρικές εξετάσεις, στις οποίες υπεβλήθη στο Νοσοκομείο της …., διαπιστώθηκε η ύπαρξη ευμεγέθους νεοπλάσματος (καρκινώματος) και στις 3-4-3009 υπεβλήθη σε ριζική νεφρεκτομή (αριστερού νεφρού) και συνεξαίρεξη κολοβώματος ουρητήρα στο “….”….. Ότι ο εναγόμενος ενεργώντας κατά Π.ση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και του αντικειμενικώς επιβαλλομένου καθήκοντος επιμέλειας και επιδεικνύοντας βαριά αμέλεια κατά την παροχή των υπηρεσιών του δεν προέβη σε έγκαιρη και ορθή διάγνωση της νόσου από την οποία έπασχε (νεφρικό νεόπλασμα), καθόσον παρέλειψε να υποβάλει αυτόν στις αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις, αντιθέτως δε, προέβη σε εσφαλμένη διάγνωση και αντιμετώπιση της κατάστασής του, με αποτέλεσμα να υποβληθεί, λόγω της καθυστέρησης, ως προς τη διάγνωση της νόσου και τη θεραπευτική της αντιμετώπιση, σε ριζική νεφρεκτομή, ενώ παράλληλα υπήρξε υποτροπή της νόσου του με μετάσταση του καρκινώματος, με συνέπεια να υποβάλλεται τακτικά σε χημειοθεραπεία, να αδυνατεί πλέον να εργαστεί, επιπλέον δε να αντιμετωπίζει κίνδυνο ακόμη και για την ίδια τη ζωή του. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος του (με δήλωση που καταχωρήθηκε στα υπ’ αριθμ. 65/2013 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας), να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά του, το ποσό των 150.000 €, με το νόμιμο τόκο. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή, κατά το αντίστοιχο αίτημά της, είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα από το νόμο και δη από τα άρθρα 914, 297, 298, 299 και 932 ΑΚ απαιτούμενα στοιχεία και συγκεκριμένα προσδιορίζεται σαφώς η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, η επελθούσα ζημία του ενάγοντος και ο πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παραλείψεων του εναγομένου και της συγκεκριμένης ζημίας του ενάγοντος, λοιπά δε στοιχεία μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ομοίως, δεν παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αρκούμενο σε στοιχεία λιγότερα από εκείνα που οι ως άνω κανόνες απαιτούν για τη γένεση του δικαιώματος χρηματικής ικανοποίησης του ενάγοντος, ούτε παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, και, συνεπώς, ο τρίτος λόγος αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και (επικουρικά) 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Έλλειψη δε νόμιμης βάσης της απόφασης συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της Π.σης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 15/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 81/2020 απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Την άνοιξη του έτους 2008, ο ενάγων (αναιρεσίβλητος), που τότε διήγε το 52ο έτος της ηλικίας του και ασκούσε το επάγγελμα του αυτοκινητιστή-οδηγού ταξί, εμφάνισε άλγος στο ύψος της αριστερής πλάτης και σε μικρό χρονικό διάστημα απ’ αυτό παρατήρησε ότι, κατά τη διάρκεια της ούρησης, τα ούρα του περιείχαν αίμα. Θορυβημένος από το γεγονός αυτό, την 5η Μαΐου του έτους 2008, επισκέφθηκε τον εναγόμενο (αναιρεσείοντα) ιατρό Γ. Κ., χειρουργό – ουρολόγο, στο ιατρείο που διατηρούσε στην Καρδίτσα και του εξέθεσε το πρόβλημα που τον οδήγησε ν’ αναζητήσει ιατρική φροντίδα. Ο ενάγων, κατά τη λήψη του ιστορικού από τον εναγόμενο, αποδείχθηκε ότι τον ενημέρωσε για το ότι ουρούσε αίμα και ότι εμφάνιζε πόνο στην αριστερή πλευρά της πλάτης. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι τον ενημέρωσε για επώδυνη και όχι για ανώδυνη αιματουρία, που επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο έφεσης, πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, γιατί αφενός αποδείχθηκε από τη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης Ε. Κ. του Χ. και αφετέρου δε δεν αναιρέθηκε από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης. Εξάλλου, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκύπτει ότι κάθε ασθενής, όταν επισκέπτεται τον ιδιώτη ιατρό της επιλογής του, απαντά με σαφήνεια, πληρότητα και ειλικρίνεια στις ερωτήσεις που του θέτει ο ιατρός για τη λήψη του ιατρικού ιστορικού, καθόσον κατά το χρόνο εκείνο δε γνωρίζει την ιατρική διάγνωση, στην οποία θα καταλήξει ο θεράπων ιατρός του, αφού λάβει υπόψη του το ληφθέν από τον ίδιο ιατρικό ιστορικό του (ασθενούς), σε συνδυασμό με την κλινική εξέταση, στην οποία θα υποβάλλει τον ασθενή του και την εκτίμηση των ευρημάτων από τις τυχόν διαγνωστικές ή απεικονιστικές εξετάσεις που θα διενεργήσει είτε ο ίδιος είτε μετά από δική του παραπομπή ιατρός άλλης ειδικότητας.
Συνεπώς, δεν αντέχει στην κοινή λογική ο ενάγων, ο οποίος εμφάνιζε το σύμπτωμα της ανώδυνης αιματουρίας (δηλαδή το ότι κατά τη διάρκεια της χωρίς άλγος ούρησης τα ούρα του περιείχαν αίμα), να ενημέρωσε πλημμελώς τον εναγόμενο για επώδυνη αιματουρία (δηλαδή το ότι κατά τη διάρκεια της με άλγος ούρησης τα ούρα του περιείχαν αίμα). Η ως άνω κρίση ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο ιατρός υποχρεούται, για να προβεί σε ορθή διάγνωση, λαμβάνοντας το ιστορικό του ασθενούς, πρωτίστως να συγκεντρώσει όλες τις πληροφορίες τις σχετικές με τη συγκεκριμένη πάθηση που παρουσιάζει ο ασθενής, τη γενικότερη κατάσταση της υγείας του, καθώς και πληροφορίες όχι αμιγώς ιατρικές (π.χ οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδηλώθηκε το σύμπτωμα) που όμως μπορούν να φανούν ιδιαίτερα χρήσιμες στη διάγνωση ή πληροφορίες που εντάσσονται στο οικογενειακό και κληρονομικό ιστορικό του ασθενούς. Επομένως σε κάθε περίπτωση αποτελούσε υποχρέωση του εναγόμενου – ιατρού να θέσει στον ενάγοντα – ασθενή τις κατάλληλες για τον άνω σκοπό ερωτήσεις, έτσι ώστε ν’ αποσαφηνιστεί το είδος της αιματουρίας που εμφάνιζε ο ασθενής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν κρίνεται πειστικό ο ενάγων να περιέγραψε από μόνος του την κατάστασή του στον εναγόμενο με τη χρήση των λέξεων “επώδυνη (κατά τον εναγόμενο) ή ανώδυνη (κατά τον ενάγοντα) αιματουρία”, όπως οι διάδικοι ερίζουν, οι οποίες πρόδηλα αποτελούν ιατρικούς όρους που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή του συμπτώματος, δηλαδή του υποκειμενικού ενοχλήματος, της εμφάνισης αίματος στα ούρα κατά τη διάρκεια της ούρησης (επώδυνης ή ανώδυνης κατά περίπτωση). Επομένως, εάν ο ενάγων εμφάνιζε επώδυνη, όπως ισχυρίστηκε ο εναγόμενος, και όχι ανώδυνη αιματουρία, όπως κατέθεσε η μάρτυρας απόδειξης, θα έπρεπε να του είχε υποβάλλει για να καταλήξει στο χαρακτηρισμό αυτό ερωτήσεις σχετικές για το είδος της ενόχλησης, την ένταση ή τη διάρκεια του πόνου και το ακριβές σημείο του σώματος όπου εστιάζονταν ο πόνος κατά τη διάρκεια της ούρησης. Πλην όμως, τέτοια στοιχεία από τους ισχυρισμούς του εναγομένου δεν προέκυψαν, πλην του χαρακτηρισμού της αιματουρίας ως επώδυνης. Κατόπιν αυτών, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί επώδυνης αιματουρίας πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον με βάση τα ανωτέρω αποδείχθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι ο ενάγων κατά την επίσκεψή του στο ιατρείο του εναγόμενου εμφάνιζε το σύμπτωμα της ανώδυνης αιματουρίας, όπως ορθώς δέχθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβασίμων των όσων αντίθετα ισχυρίστηκε ο εναγόμενος-εκκαλών με το σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης. Η αιματουρία, ως σύμπτωμα αντιληπτό από τον ασθενή μακροσκοπικά, έχρηζε διερεύνησης καθόσον, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας Ε. Τ., χειρουργός ουρολόγος και Διευθυντής της Ουρολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου “…”, μπορούσε να ήταν ανώδυνη ή επώδυνη, ολική, μερική, διαλείπουσα ή συνεχής. Επίσης κατέθεσε ότι η αιματουρία μπορούσε να ήταν ένα πολύ σοβαρό ή αντίθετα ένα πολύ απλό σύμπτωμα και μπορούσε να οφείλονταν σε μια απλή φλεγμονή ή να ήταν και κακοήθεια. Από τα παραπάνω προέκυπτε ότι η αιματουρία, ως σύμπτωμα διαταραχής της ορθής λειτουργίας του οργανισμού, έπρεπε ν’ αντιμετωπιστεί από τον θεράποντα ιατρό με την ανεύρεση της αιτίας που την προκάλεσε και τη θεραπεία αυτής. Σύμφωνα με την κατάθεση του ως άνω ιατρού ουρολόγου, ο ασθενής έπρεπε να ελεγχθεί για κακοήθεια οπωσδήποτε στην περίπτωση που η αιματουρία συνεχίζονταν παρά τη συνεχιζόμενη θεραπεία που χορηγούσε ο ιατρός στον ασθενή, χωρίς αυτό να σήμαινε ότι όποιος προσέρχονταν σε έναν ουρολόγο με αιματουρία ότι είχε κακοήθεια. Οι διάδικοι συνομολόγησαν ότι ο εναγόμενος, μετά τη λήψη του ιστορικού, υπέβαλε τον ενάγοντα στη διαγνωστική εξέταση της ουρηθροσκόπησης- κυστεοσκόπησης για να εξετάσει το εσωτερικό της ουρήθρας και της ουροδόχου κύστης, σε κλινική (δακτυλική) εξέταση του προστάτη και σε απεικονιστική εξέταση υπερήχου. Συγκεκριμένα με την κυστεοσκόπηση ελέγχθηκαν εντός της ουροδόχου κύστης τα ουρητηρικά στόμια του ενάγοντος, δηλαδή το μέρος όπου κατέβαιναν τα ούρα από τους νεφρούς. Ο ως άνω μάρτυρας κατέθεσε ότι ο εναγόμενος, όπως ο ίδιος τον ενημέρωσε, ότι κατά τον άνω έλεγχο (των ουρητηρικών στομίων), δεν είδε να εξέρχονται αιματηρά ούρα από τους νεφρούς. Μετά την άνω διαγνωστική εξέταση της ουρηθροσκόπησης- κυστεοσκόπησης, ο εναγόμενος ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι παρουσίαζε στένωμα της ουρήθρας. Περαιτέρω, για να ελέγξει την αιματουρία διενήργησε υπερηχογράφημα. Αναφορικά με την εν λόγω απεικονιστική εξέταση (υπέρηχο) αποδείχθηκε ότι ο ιατρός (εναγόμενος) στις αρχές Μαΐου του έτους 2008, δεν είχε την άδεια εκτέλεσης υπερήχων ουρολογίας, καθόσον δεν πληρούσε τις τυπικές και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονταν από το π.δ. 228/2000 “Άδεια εκτέλεσης υπερηχογραφημάτων” (ΦΕΚ Α ? 197/12.9.2000), όπως στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το π.δ. 210/2003, (ΦΕΚ Α ? 168/2.7.2003). Με το εν λόγω νομοθέτημα προβλέπεται ότι η σχετική άδεια εκτέλεσης υπερήχων χορηγείται στους ειδικούς γιατρούς (παιδιάτρους, αγγειολόγους, γαστεντερολόγους, γυναικολόγους, μαιευτήρες, ουρολόγους κ.λ.π) οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε εξέταση των οργάνων της ειδικότητάς τους μετά από 6μηνη εκπαίδευση, μετά τη λήψη της ειδικότητας και κατόπιν εξετάσεων ενώπιον τριμελούς επιτροπής. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος είχε υποβάλει την από 15 Απριλίου 2008 αίτηση για εξέταση ενώπιον της άνω επιτροπής, εξετάστηκε επιτυχώς την 21η Μαΐου 2008 και έλαβε την 22α Ιουλίου 2008, με την 100834/22-07-2008 απόφαση του Υφυπουργού Υγείας, την άδεια εκτέλεσης υπερήχων των οργάνων της ειδικότητας της ουρολογίας (νεφρών – κύστεως – προστάτου). Από τα παραπάνω προέκυψε ότι ο εναγόμενος απέκτησε την ουσιαστική νομιμοποίηση για τη διενέργεια των υπερήχων στα όργανα της ειδικότητάς του μετά την 21-05-2008, δηλαδή μετά την επιτυχή του εξέταση ενώπιον της επιτροπής, και την τυπική νομιμοποίηση μετά την 22-07-2008, δηλαδή μετά τη λήψη της άδειας. Επομένως, στις αρχές Μαΐου του έτους 2008 (05-05-2008), όταν ο ενάγων επισκέφτηκε τον εναγόμενο και διενήργησε τον άνω υπέρηχο, ο τελευταίος δεν είχε ακόμη ούτε την ουσιαστική ούτε την τυπική νομιμοποίηση για τη διενέργεια τέτοιας απεικονιστικής εξέτασης. Παρόλα αυτά, αντί να τον παραπέμψει σε ακτινοδιαγνώστη, όπως όφειλε, διενήργησε ο ίδιος την εν λόγω εξέταση, χωρίς να διαπιστώσει κάτι ανησυχητικό. Παράλληλα, ο εναγόμενος παρέπεμψε τον ενάγοντα για μικροβιολογικές εξετάσεις (αίματος, ούρων). Κατόπιν, με βάση τα ανωτέρω, διέγνωσε ότι ο ενάγων εμφάνιζε χρόνια προστατίτιδα και στένωμα ουρήθρας και του χορήγησε σχετική φαρμακευτική αγωγή, με αντιβιοτικά ευρέως φάσματος (Topistin) και a-blocker (Xatral) για διευκόλυνση της κένωσης της ουροδόχου κύστης (ευκολότερη διούρηση). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι από τ’ αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας δεν προέκυψαν επακριβώς τα κλινικά ευρήματα των υπόλοιπων εξετάσεων με βάση τα οποία σε συνδυασμό με τις διαπιστώσεις των άνω αναφερόμενων εξετάσεων (διαγνωστικής απεικονιστικής και κλινικής), ο εναγόμενος διέγνωσε ότι ο ενάγων έπασχε, εκτός από το στένωμα ουρήθρας, που το διαπίστωσε με την κυστεοσκόπηση-ουρηθροσκόπηση, και από χρόνια προστατίτιδα. Η χρόνια προστατίτιδα είναι νόσος συνήθως φλεγμονώδους αιτιολογίας, τα βασικά συμπτώματα της οποίας είναι συχνουρία, καύσεις κατά την ούρηση, επιτακτική ούρηση, δηλαδή ο ασθενής πρέπει να πάει οπωσδήποτε να ουρήσει, σύμφωνα με όσα κατέθεσε ο άνω μάρτυρας χειρουργός ουρολόγος. Επίσης μπορεί να εμφανίζει και επώδυνη αιματουρία, ενώ η ενδεδειγμένη θεραπεία είναι μακράς διάρκειας για να έχει αποτελέσματα. Πλην όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, τέτοια συμπτώματα ουδόλως εμφάνιζε μέχρι τότε ο ενάγων, ούτε άλλωστε ο εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι κατά την επίσκεψη του ενάγοντος στο ιατρείο του τον ενημέρωσε για τέτοιου είδους ενοχλήσεις (δηλαδή συχνουρία, καύσεις κατά την ούρηση ή επιτακτική ούρηση), παρά μόνο, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά τον ισχυρισμό του εναγομένου (που ήδη απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος), ο ενάγων προσήλθε μόνο με το σύμπτωμα της επώδυνης αιματουρίας. Ο τελευταίος, μετά τη διάγνωση του θεράποντος ιατρού του, ακολούθησε πιστά τις οδηγίες του εναγομένου, και ελάμβανε τα άνω φαρμακευτικά σκευάσματα. Όμως, παρά τη λήψη αυτών, το σύμπτωμα της αιματουρίας δεν υποχώρησε, αλλά συνέχιζε να επανεμφανίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα (διαλείπουσα ανώδυνη αιματουρία). Έτσι, ο ενάγων επισκέφτηκε τον εναγόμενο και τον ενημέρωσε σχετικά. Ο εναγόμενος προέβη στις 17.07.2008 στη διενέργεια νέου υπερηχογραφήματος (U/S), χωρίς, ωστόσο, να εντοπίσει κάτι διαφορετικό σε σχέση με το πρώτο υπερηχογράφημα. Για το λόγο αυτό ενέμεινε στην αρχική του διάγνωση της χρόνιας προστατίτιδας, καθησύχασε τον ενάγοντα ότι δεν εμφάνιζε κάτι ανησυχητικό και του συνέστησε να συνεχίσει την αρχική φαρμακευτική αγωγή που του είχε χορηγήσει (βλ. το από 17.07.2008 αντίγραφο ιατρικής συνταγής -συνταγολογίου- του ενάγοντος). Ο εναγόμενος και κατά το χρόνο αυτό δεν είχε την άδεια εκτέλεσης υπερήχων, η οποία όμως εκδόθηκε λίγες ημέρες μετά (22-07-2008). Ο ενάγων, εμπιστευόμενος τον θεράποντα ιατρό του, συνέχιζε να λαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή, και συγκεκριμένα το φάρμακο Χatral (βλ. τα από 21.08.2008 και 3.10.2008 αντίγραφα ιατρικών συνταγών του ενάγοντος), πλην όμως το σύμπτωμα της ανώδυνης διαλείπουσας αιματουρίας δεν υποχωρούσε και συνέχιζε να εμφανίζεται κατά τακτά περιοδικά διαστήματα (3-4 φορές ανά μήνα). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι ο ενάγων με τη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής εμφάνισε βελτίωση γιατί μειώθηκαν δραματικά τα συμπτώματα του πόνου, της δυσουρίας και της αιματουρίας πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον μέχρι τότε ο ενάγων εμφάνιζε μόνο το σύμπτωμα της ανώδυνης αιματουρίας και κανένα άλλο, έτσι ώστε δεν μπορεί να γίνει λόγος για βελτίωση της κατάστασης και για δραματική μείωση των ήδη ανύπαρκτων συμπτωμάτων. Στις 26 Νοεμβρίου 2008, ο ενάγων ενημέρωσε εκ νέου τον εναγόμενο για την ανωτέρω εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του και την επιμονή του συμπτώματος της ανώδυνης αιματουρίας κι ο τελευταίος διενήργησε νέο υπερηχογράφημα, κατά το οποίο και πάλι δεν εντόπισε οποιοδήποτε παθολογικό εύρημα και επέμεινε και πάλι στην αρχική του γνωμάτευση, ήτοι αυτή της χρόνιας προστατίτιδας και στένωμα της ουρήθρας. Έτσι του συνταγογράφησε εκ νέου το φάρμακο xatral και επιπλέον το αντιβιοτικό tavanic (για τυχόν αντιμετώπιση βακτηριακής μόλυνσης) – (βλ. το από 26.11.2008 αντίγραφο ιατρικής συνταγής του ενάγοντος). Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο εναγόμενος στις 26-11-2008 του σύστησε εξέταση σε εξειδικευμένο κέντρο στη Θεσσαλονίκη για νέα ουρηθροσκόπηση με αναισθησία και, πυελογραφία. Ο ισχυρισμός αυτός, που προβάλλεται με το δεύτερο λόγο της έφεσης του εκκαλούντος-εναγομένου, παραπονούμενος για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, περιέχεται στις από 14-12-2012 κατατεθειμένες ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προτάσεις του και την από 17-01-2013 προσθήκη -αντίκρουση, σύμφωνα με τις οποίες του συνέστησε, να μεταβεί σε εξειδικευμένη ιδιωτική κλινική της … (την οποία δεν κατονόμασε), προκειμένου ν’ αντιμετωπιστεί το στένωμα της ουρήθρας και να υποβληθεί σε πιο εξονυχιστικό έλεγχο με κυτταρολογικές εξετάσεις (και όχι ουρηθροσκόπηση με αναισθησία όπως αναφέρει στον άνω λόγο έφεσης) και ενδοφλέβια πυελογραφία, πλην όμως ο ασθενής, αν και δεν ακολούθησε τη σύστασή του (για μετάβαση στη….), μετέβη εντούτοις κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2009 για εξέταση στο Νοσοκομείο της….. Πλην όμως, ο εναγόμενος, εφόσον δεν εντόπισε κάποιο εύρημα και ενέμεινε στην αρχική του διάγνωση, όντας βέβαιος για την ορθότητα αυτής, δεν εξηγεί γιατί το χρόνο εκείνο (26-11-2008) και όχι από τον Ιούλιο του έτους 2008, κατά την ιατρική άποψή του, χρειάζονταν νέα ουρηθροσκόπηση με αναισθησία και πυελογραφία (ή κυτταρολογικές εξετάσεις και πυελογραφία κατά τους πρωτόδικους ισχυρισμούς του), τη στιγμή που μέχρι τότε ο ενάγων συνέχιζε να εμφανίζει το ίδιο αρχικό σύμπτωμα (της ανώδυνης διαλείπουσας αιματουρίας) και τον είχε ήδη υποβάλει σε κυστεοσκόπηση-ουρηθροσκόπηση από τον μήνα Μάιο του έτους 2008, χωρίς να διαπιστώσει εκτός από το στένωμα της ουρήθρας οτιδήποτε άλλο. Περαιτέρω, είναι αντιφατικό, κατά τους ισχυρισμούς του, ο ασθενής (α) να πάσχει, με σύμπτωμα την επώδυνη αιματουρία, από χρόνια προστατίτιδα με στένωμα της ουρήθρας, δηλαδή μία ασθένεια της οποίας η ενδεδειγμένη θεραπεία είναι μακράς διάρκειας για να έχει αποτελέσματα, (β) να είχε εμφανίσει ήδη δραματική μείωση των συμπτωμάτων του πόνου, της δυσουρίας και της αιματουρίας, (γ) να μην εντοπίζει ο ίδιος (ιατρός) κάτι ανησυχητικό σε υπέρηχο και (δ) παρόλα αυτά, χωρίς υπόνοια υποκρυπτόμενης νόσου, να του συστήνει να μεταβεί για εξονυχιστικό έλεγχο, συνιστάμενο σε νέα ουρηθροσκόπηση με αναισθησία και πυελογραφία εκτός Καρδίτσας. Επιπρόσθετα δεν παρέχεται καμία εξήγηση γιατί ο ενάγων να μην ακολουθήσει τη σύστασή του, αφού από τα ανωτέρω αναφερόμενα ως ασθενής είχε μέχρι τότε επιδείξει επιμελή συμπεριφορά στα όσα του είχε υποδείξει ο εναγόμενος, τον εμπιστεύονταν ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του και τον επισκέπτονταν για τη συνέχιση της θεραπευτικής αγωγής σύμφωνα με τη διάγνωσή του. Με τα δεδομένα αυτά δεν δικαιολογείται ο μέχρι τότε επιμελής και πειθαρχημένος ασθενής αιφνίδια να επιδείξει αμελή συμπεριφορά σε βάρος της υγείας του. Επομένως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στις 26-11-2008 ο εναγόμενος σε ουδεμία σύσταση προέβη προς τον ενάγοντα για περαιτέρω διερεύνηση της κατάστασής του. Επειδή το σύμπτωμα της αιματουρίας και πάλι δεν σταματούσε, ο ενάγων επισκέφθηκε για τελευταία, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, φορά τον εναγόμενο στο ιατρείο του στις 27.01.2009, όπου ο τελευταίος τότε για πρώτη φορά του συνέστησε να μεταβούν σε ιδιωτική κλινική στη…, προκειμένου να αντιμετωπισθεί χειρουργικά το στένωμα της ουρήθρας. Παράλληλα, του συνταγογράφησε το αντιβιοτικό φάρμακο vibramycin (για θεραπεία τυχόν μικροβιακής λοίμωξης) – (βλ. την από 27.01.2009 συνταγογράφηση του εναγομένου). Μάλιστα τον ενημέρωσε ότι θα μετέβαιναν με το δικό του όχημα στη …, ότι η επέμβαση θα διαρκούσε μισή ώρα περίπου και θα κόστιζε περί τα 1.500 €, εκ των οποίων το ποσό των 1.300 € αντιστοιχούσε στην αμοιβή του. Τα παραπάνω αποδείχθηκαν από τη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης Ε. Κ. του Χ. σε συνδυασμό με όσα ο ίδιος ο ενάγων κατέθεσε και περιέχονται στα πρακτικά της 1051/6 και 19-06-2014 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, με την οποία ο εναγόμενος αθωώθηκε για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια τελεσθείσας από υπόχρεο δια παραλείψεως. Κατά το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2009 και πριν ακόμη καθοριστεί η ημερομηνία της επέμβασης στην ιδιωτική κλινική της Θεσσαλονίκης, ο ενάγων αισθάνθηκε αιφνίδια έντονο άλγος κατά την ούρηση και μεταφέρθηκε από τους οικείους του εσπευσμένα στο Γενικό Νοσοκομείο Καρδίτσας. Εκεί, ο χειρουργός – ουρολόγος Δ. Μ., που τον εξέτασε, σημείωσε ότι προσήλθε με έντονα δυσουρικά ενοχλήματα και άλγος υπογαστρίου. Ο ενάγων τον ενημέρωσε ότι βρίσκονταν περίπου ένα έτος υπό την παρακολούθηση εξωτερικού (μη νοσοκομειακού) ουρολόγου (δηλαδή του εναγομένου) και ότι ελάμβανε αγωγή για χρόνια προστατίτιδα και στένωμα ουρήθρας με επεισόδια αιματουρίας. Στο νοσοκομείο, ο ενάγων υπεβλήθη εκ νέου σε κυστεοσκόπηση – ουρηθροσκόπηση, κατά την οποία δεν διαγνώσθηκε στένωμα ουρήθρας, ενώ διαπιστώθηκε ότι οι ώσεις των (ουρητηρικών) στομίων ήταν διαυγείς. Ο εναγόμενος για το ότι δεν διαγνώσθηκε στο νοσοκομείο το στένωμα της ουρήθρας ισχυρίστηκε, με την από 17-01-2013 προσθήκη του στις άνω από 14-12-2012 πρωτόδικες προτάσεις του, ότι αυτό οφείλονταν στο ότι το στένωμα θεραπεύθηκε με τη φαρμακευτική αγωγή που του είχε ήδη χορηγήσει. Ο ισχυρισμός περί ίασης κρίνεται μη πειστικός, γιατί εάν το στένωμα της ουρήθρας θεραπεύθηκε στα τέλη του Φεβρουαρίου του έτους 2009 δεν εξηγείται ο λόγος που ο ίδιος, ένα μήνα πριν, δηλαδή στις 29 Ιανουαρίου του έτους 2009, χωρίς να υποβάλει σε νέα κυστεοσκόπηση-ουρηθροσκόπηση τον ενάγοντα, του σύστησε χειρουργική επέμβαση στη … για την αντιμετώπιση του κατόπιν σε τόσο σύντομο χρόνο μη διαγνώσιμου λόγω ίασης στενώματος της ουρήθρας. Από τα παραπάνω κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύεται ότι ο ενάγων ουδέποτε εμφάνισε στένωμα της ουρήθρας. Το ίδιο αντελήφθη και ο ενάγων και για το λόγο αυτό κλονίσθηκε σοβαρά η μέχρι τότε επιδειχθείσα εμπιστοσύνη στον εναγόμενο. Συνεπεία του κλονισμού, δεν τον επισκέφθηκε άλλη φορά, ούτε επικοινώνησε μαζί του για να τον ενημερώσει σχετικά. Περαιτέρω, στο νοσοκομείο διαγνώσθηκε ότι, κατά το χρόνο εκείνο, ο ενάγων εμφάνιζε έντονη φλεγμονή της προστατικής ουρήθρας με ψευδοθηλές και στικτές αποτιτανώσεις καθ’ όλη την επιφάνεια της προστατικής ουρήθρας μέχρι το σπερματικό λοφίδιο, ενώ ο βλεννογόνος ουρητήρας βρέθηκε χωρίς αλλοιώσεις. Επιπλέον, υπεβλήθη και σε πυελογράφημα (IVP-Intravenus Pyelography), κατά το οποίο δεν ανευρέθησαν παθολογικά ευρήματα. Έτσι του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή, διαφορετική από αυτή που ελάμβανε μέχρι τότε, και του συνεστήθη επανέλεγχος μετά από έναν μήνα. Σημειωτέον ότι κατά το χρόνο εκείνο ο ενάγων δεν υπεβλήθη σε υπερηχογράφημα. Η ως άνω φλεγμονή του προστάτη χαρακτηρίζεται ως προστατίτιδα, αλλά δεν ταυτίζεται με τη χρόνια προστατίτιδα που είχε διαγνώσει ο εναγόμενος. Κι αυτό γιατί η προστατίτιδα είναι πολύ γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η φλεγμονή του προστάτη, χωρίς να περιγράφει με λεπτομέρεια όλο το φάσμα των κλινικών εκδηλώσεων που μπορεί να συνδέονται με φλεγμονές του προστάτη (διακρινόμενες κατά τη βιβλιογραφία σε οξείες ή χρόνιες φλεγμονές – οξεία βακτηριακή προστατίτιδα, χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα, χρόνια προστατίτιδα μη βακτηριακή, ασυμπτωματική φλεγμονώδης προστατίτιδα και ανάλογα με τα αίτια σε ειδικές -φυματιώσεις, συφιλιδικές- ή σε κοινές -οφειλόμενες κυρίως στα ίδια μικρόβια που προκαλούν και τις ουρολοιμώξεις). Από τα παραπάνω καθίσταται πρόδηλο ότι τα αίτια και τα συμπτώματα της προστατίτιδας διαφέρουν ανάλογα με το είδος αυτής. Επομένως ο ισχυρισμός του εναγομένου περί ίδιας με τη δική του διάγνωσης (χρόνιας προστατίτιδας) από τον ιατρό του Νοσοκομείου … τον Φεβρουάριο του έτους 2009 πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως ορθώς δέχθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβασίμων των όσων αντίθετα ισχυρίστηκε ο εναγόμενος-εκκαλών με το σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι έναν μήνα αργότερα, στις 26.03.2009, ο ενάγων μετέβη εκ νέου στο Γενικό Νοσοκομείο …, προκειμένου να υποβληθεί στο συσταθέντα επανέλεγχο. Εκεί νοσηλεύθηκε από 26-03-2009 έως 28-03-2009 και υποβλήθηκε σε διάφορες εξετάσεις. Συγκεκριμένα, υπεβλήθη σε υπερηχογράφημα κατά το οποίο διαπιστώθηκε η εμφάνιση ευμεγέθους νεοπλάσματος στον αριστερό νεφρό και στη συνέχεια σε αξονική τομογραφία (CT) και μαγνητική τομογραφία (MRΙ) άνω, κάτω κοιλίας και οπισθοπεριτοναϊκού χώρου, καθώς και σε κυστεοσκόπηση (βλ. το από 28.03.2009 ενημερωτικό σημείωμα ασθενούς του χειρουργού – ουρολόγου Δ. Μ., Επιμελητή Β’ του Γενικού Νοσοκομείου Καρδίτσας). Ειδικότερα, το πόρισμα της αξονικής τομογραφίας κατέδειξε τα κάτωθι: “ανευρίσκεται χωροκατακτητική αλλοίωση, συμπαγούς και κυστικής υφής, εντοπιζόμενη στον χώρο μεταξύ ουράς του παγκρέατος και αριστερού νεφρού, με διαμέτρους: κεφαλουραία 8 εκ., πλάγια 12 εκ. και πρόσθιο-οπίσθια 8 εκ. Τα όρια και η παρυφή της βλάβης είναι σαφή, χωρίς αλλοίωση του περινεφρικού λίπους. Η αλλοίωση έχει ανατομική συνέχεια με την ουρά του παγκρέατος, ενώ δημιουργεί οξεία γωνία με την επαφή με τον νεφρικό φλοιό (μορφολογικά περισσότερο εκφύεται από το πάγκρεας, ενώ έχει στοιχεία επέκτασης στην νεφρική πύελο). Δεν παρατηρείται διάταση του πυελοκαλυκικού συστήματος, ούτε διάταση του αριστερού ουρητήρα. Δεξιός νεφρός: ελεύθερος. Ήπαρ, σπλην, επινεφρίδια: χωρίς αλλοίωση. Προστάτης, ουροδόχος κύστη: χωρίς αλλοίωση. Χωρίς λεμφαδενική διόγκωση” (βλ. τα από 26.03.2009 ευρήματα εξέτασης αξονικής τομογραφίας του ιατρού – ακτινοδιαγνώστη Ζ. Φ., Επιμελητή Α’ του Γενικού Νοσοκομείου …), και το πόρισμα της μαγνητικής τομογραφίας τα εξής: “ανευρίσκεται η συμπαγούς υφής αλλοίωση, η οποία εντοπίζεται στον πρόσθιο αριστερό παρανεφρικό χώρο. Η αλλοίωση εκφύεται από το παρέγχυμα του αριστερού νεφρού στην μεσότητα περίπου και επεκτείνεται προς την νεφρική πύελο και στον πρόσθιο παρανεφρικό χώρο, απωθεί την ουρά του παγκρέατος, χωρίς να την διηθεί. Η αλλοίωση έχει σαφή παρυφή, (καλώς περιγεγραμμένη), δεν αλλοιώνει την ποιότητα του σήματος του οπισθοπεριτοναϊκού χώρου. Η αλλοίωση έχει διαστάσεις: πρόσθιο-οπίσθια 6-7 εκ., κεφαλουραία 11 εκ. και πλαγιο-πλάγια 8 εκ. Παραορτικός χώρος: ελεύθερος, χωρίς ασκιτικό υγρό. Συμπέρασμα: πιθανή νεοεξεργασία αριστερού νεφρού, με επέκταση στον πρόσθιο παρανεφρικό χώρο” (βλ. τα από 27.03.2009 ευρήματα εξέτασης μαγνητικής τομογραφίας του ιατρού – ακτινοδιαγνώστη Ζ. Φ., Επιμελητή Α’ του Γενικού Νοσοκομείου …). Επιπλέον, κατά την εξέταση της κυστεοσκόπησης παρατηρήθηκαν αιματηρές ώσεις από το αριστερό ουρητηρικό στόμιο, στις οποίες έγινε καθετηριασμός και ανιούσα, χωρίς ιδιαίτερα ευρήματα. Οι ιατροί του Γενικού Νοσοκομείου …, διαπιστώνοντας το μέγεθος του νεφρικού νεοπλάσματος (περίπου 8 εκ.) συνέστησαν στον ενάγοντα να μεταβεί άμεσα σε μεγαλύτερο και πιο εξειδικευμένο νοσοκομείο για γρηγορότερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της κατάστασής του. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι το νεφρικό νεόπλασμα δεν ανευρέθη ούτε τον Φεβρουάριο του 2009, από τα καλύτερης τεχνολογίας ιατρικά μηχανήματα του Νοσοκομείου Καρδίτσας, κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, κατά την πρώτη επίσκεψη του ενάγοντος στο Νοσοκομείο Καρδίτσας δεν διενεργήθηκε καμία από τις απεικονιστικές εξετάσεις (υπερηχογράφημα, αξονική και μαγνητική τομογραφία), από τις οποίες θα μπορούσε να διαγνωστεί ο καρκίνος και όπως πιο κάτω θ’ αναφερθεί, λόγω της πληροφόρησης που είχαν από τον ενάγοντα ότι τελούσε υπό την παρακολούθηση του εναγομένου, όπως ορθώς δέχθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβασίμων των όσων αντίθετα ισχυρίστηκε ο εναγόμενος-εκκαλών με το σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων μετέβη άμεσα στο “…” Γενικό Νοσοκομείο …, όπου λόγω της κρισιμότητας της κατάστασής του υπεβλήθη, στις 03.04.2009, σε ριζική νεφρεκτομή αριστερού νεφρού από τον ιατρό Χ. Δ. (βλ. την με αριθμό πρωτ. 4183/27.04.2009 ιατρική βεβαίωση του Χ. Δ., καθηγητή ουρολογίας – Διευθυντή της Β’ Ουρολογικής Πανεπιστημιακής Κλινικής). Κατά την ιστολογική εξέταση που ακολούθησε της επεμβάσεως, διαπιστώθηκαν τα εξής: “το παρασκεύασμα της νεφρεκτομής είναι βάρους 580 γραμ. και διαστάσεων 13Χ8Χ8 εκ. Έχει συνεξαιρεθεί κολόβωμα ουρητήρα, μήκους 8 εκ. και εύρους 0,5 εκ. Στον κάτω πόλο, και στην μεσότητα του οργάνου, προβάλει όγκος μέσων διαστάσεων (μ.δ.) 8 εκ., με καστανόφαιη – πορτοκαλόφαιη οζώδη επιφάνεια διατομής και σύσταση ελαστική ή μαλθακή. Ο όγκος φαινόταν να διηθεί το περινεφρικό λίπος, χωρίς να διασπά την περιτονία του Gerotta. Στην υπόλοιπη έκταση ο νεφρός δεν παρουσιάζει ουσιώδη ιστολογικά ευρήματα”. Με βάση τα ως άνω ευρήματα, στην ιστολογική εξέταση διαγνώσθηκε τελικά πως επρόκειτο για “διαγοκυτταρικό νεφρικό καρκίνωμα συμβατικού τύπου βαθμού πυρηνικής ατυπίας (Grade) στην μεγαλύτερη έκταση II, και σε περιορισμένη III, με διήθηση του περινεφρικού λίπους (ρΤ3α). Το κολόβωμα ουρητήρα, τα μεγάλα αγγεία της πύλης και ο νεφρός κατά το υπόλοιπο μέρος του δεν παρουσιάζουν ουσιώδεις αλλοιώσεις” (βλ. την με ημερομηνία διάγνωσης 13.04.2009 ιστολογική εξέταση των ιατρών Μ. Χ. και Σ. Π. του Σ. Γενικού Νοσοκομείου). Στο σημείο αυτό πρέπει ν’ αναφερθούν ότι τα κύρια κλινικά χαρακτηριστικά (συμπτώματα) που εμφανίζει ο ασθενής με νεφρικό καρκίνωμα είναι η αιματουρία, ο οσφυϊκός πόνος και η οσφυϊκή διόγκωση. Επίσης μπορεί να εμφανίζει αρτηριακή υπέρταση, απώλεια βάρους, κόπωση, ανορεξία, πυρετό, αναιμία, ερυθροκυττάρωση, αυξημένη ταχύτητα καθίζησης ερυθρών κ.α.. Η διάγνωση, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία (…), είναι σχετικά εύκολη από τα συμπτώματα (αιματουρία) και τον απεικονιστικό έλεγχο. Στον απεικονιστικό έλεγχο περιλαμβάνεται το υπερηχογράφημα, η αξονική και μαγνητική τομογραφία και η ενδοφλέβια ουρογραφία (…). Περαιτέρω, ο εντοπισμένος καρκίνος του νεφρού αντιμετωπίζεται κατά κύριο λόγο χειρουργικά με μερική ή ριζική νεφρεκτομή. Το είδος της επέμβασης που θα προτιμηθεί εξαρτάται από το στάδιο του καρκίνου και από τη συνολική κατάσταση της υγείας του ασθενή και σκοπό έχει την απομάκρυνση του καρκινικού φορτίου. Η πρόγνωση (εξέλιξη) των ασθενών με νεφροκυτταρικό καρκίνωμα, εξαρτάται από το στάδιο κατά τη διάγνωση. Όσο πιο νωρίς στην εξέλιξη της νόσου γίνει η διάγνωση, τόσο πιο καλή είναι η πρόγνωση, ενώ στα αρχικά στάδια η νόσος εξελίσσεται αργά. Όσο μεγαλύτερο είναι το στάδιο τόσο δυσχερέστερη είναι η πρόγνωση (εξέλιξη), δυσκολότερη η ανταπόκριση στη θεραπευτική αγωγή και πιο επιθετική πρέπει να είναι η θεραπεία. Μεγαλύτερο μέγεθος σχετίζεται με μεγαλύτερη επιθετικότητα και περισσότερες πιθανότητες μετάστασης. Στο Τ1 στάδιο κατατάσσονται όγκοι μικρότεροι των επτά (7) εκατοστών και στο Τ2 στάδιο μεγαλύτεροι των επτά (7) εκατοστών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, μετά την άνω νεφρεκτομή, υποβαλλόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Καρδίτσας σε συχνούς επανελέγχους στην περιοχή του αριστερού νεφρού, με τη διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων αξονικής και μαγνητικής τομογραφίας, σε γενόμενο δε επανέλεγχο, στις 18.01.2010 διαπιστώθηκε μετεγχειρητική υπολειμματική αλλοίωση (μετάσταση) στην περιοχή της νεφρεκτομής διαστάσεων περίπου 2,5 εκ., η οποία έβαινε αυξανόμενη στους επανελέγχους που ακολούθησαν (και συγκεκριμένα 3,5 εκ. κατά τον επανέλεγχο στις 21.10.2010 και 4Χ3 εκ. κατά τον επανέλεγχο στις 04.09.2011). Σημειώνεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από την επέμβαση μέχρι και τον Αύγουστο του 2012 δεν παρατηρήθηκαν αλλοιώσεις (μεταστάσεις) σε άλλα ζωτικά όργανα του ενάγοντος λ.χ. πάγκρεας, λεμφανέδες, πνεύμονες, δεξιός νεφρός, επινεφρίδια, παρά μόνο στην περιοχή της νεφρεκτομής, χωρίς διήθηση του περινεφρικού λίπους (βλ. σχετικά τα από 21.10.2010, 27.10.2010, 14.09.2011 και 23.12.2011 ευρήματα εξετάσεων αξονικής και μαγνητικής τομογραφίας του ιατρού – ακτινοδιαγνώστη Ζ. Φ., Επιμελητή Α’ του Γενικού Νοσοκομείου Καρδίτσας). Στις 27.08.2012, κατόπιν νέας μαγνητικής τομογραφίας, ανευρέθησαν για πρώτη φορά στο ήπαρ του ενάγοντος δύο μεταστατικές εστίες διαμέτρων 31,9 χιλ. και 40,3 χιλ. και συγκεκριμένα στο κεντρικό τμήμα του (VIII) τμήματος του δεξιού ηπατικού λοβού, ενώ η ανωτέρω υπάρχουσα αλλοίωση στην περιοχή της νεφρεκτομής παρουσίαζε περαιτέρω αύξηση σε διαστάσεις, ήτοι 61,9Χ45,6 χιλ, είχε δηλαδή σχεδόν διπλασιαστεί (βλ. την από 27.08.2012 ιατρική γνωμάτευση του χειρούργου – ουρολόγου Δ. Μ., Επιμελητή Β’ του Γενικού Νοσοκομείου Καρδίτσας, με την επισυναπτόμενη σε αυτή εξέταση μαγνητικής τομογραφίας του ιατρού – ακτινοδιαγνώστη Ζ. Φ., Επιμελητή Α’ του ιδίου Νοσοκομείου). Ο ενάγων ήδη από τις 02.11.2010 και επέκεινα υποβλήθηκε σε πλείστες χημειοθεραπείες στο ογκολογικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου “Α.” προς αντιμετώπιση της υποτροπιάζουσας νόσου του, ήτοι της επανεμφάνισης του καρκίνου στην περιοχή της νεφρεκτομής και των ηπατικών μεταστάσεών του (βλ. τις από 12.01.2011, 16.11.2011, 18.09.2012, 15.11.2012 και 27.09.2017 ιατρικών βεβαιώσεων των ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Α.). Περαιτέρω, ο ενάγων, λόγω της άνω νόσου και της νεφρεκτομής, κατέστη – κρίθηκε ασφαλιστικά ανάπηρος σε ποσοστό 80% για δύο έτη από 29-04-2009 έως 30-04-2011, κατάσταση η οποία συνεχίστηκε και μετά σύμφωνα με όσα κατέθεσε η μάρτυρας απόδειξης. Από τα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ο άνω καρκινικός όγκος δεν αποτυπώθηκε στην αποσπασματική απεικόνιση (εικόνα στιγμιαίας λήψης) του υπερηχογραφήματος που προσκόμισε και επικαλέσθηκε ο ενάγων και αφορούσε το υπερηχογράφημα που διενήργησε ο εναγόμενος στις 17.07.2008. Κι αυτό γιατί η υπερηχογραφική εξέταση των νεφρών, πραγματοποιούμενη σε πραγματικό χρόνο με επιμήκεις και εγκάρσιες τομές, είναι μια δυναμική και όχι στατική εξέταση και ως εκ τούτου μόνο ο χειριστής του υπερήχου – ιατρός γνωρίζει εάν εξετάζει επαρκώς το πάσχον όργανο. Κατά συνέπεια, λόγω της είδους της απεικονιστικής εξέτασης, η εικόνα της στιγμιαίας λήψης δεν μπορούσε εξ ορισμού ν’ αποτελέσει ένα αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να καταδειχθεί η τυχόν ύπαρξη ή μη οποιουδήποτε ευρήματος. Διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα εάν είχε ανευρεθεί ο καρκινικός όγκος και ως εύρημα είχε αποτυπωθεί σε εικόνα στιγμιαίας λήψης και παρόλα αυτά ο εναγόμενος δεν το αντιλήφθηκε. Πλην όμως κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε ότι συνέβη. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχε ο καρκινικός όγκος κατά την εν λόγω χρονική στιγμή (17.07.2008), αφού περίπου οκτώ (8) μήνες αργότερα ανευρέθη στο υπερηχογράφημα του Γενικού Νοσοκομείου Καρδίτσας και μάλιστα έχοντας μεγάλες διαστάσεις, ήτοι 8 εκ. περίπου, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για όγκο που αναπτύχθηκε από ικανό χρόνο, δεδομένου μάλιστα ότι τα νεοπλάσματα του νεφρού έχουν συνήθως αργή εξέλιξη, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι το σύμπτωμα της ανώδυνης αιματουρίας που αποτελούσε ένα από τα κύρια κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου που εμφανίζει ο ασθενής με νεφρικό καρκίνωμα το εμφάνιζε ο ενάγων ήδη από το μήνα Μάιο του έτους 2008 και δεν υποχωρούσε. Επομένως, όλα τα παραπάνω κατατείνουν στο ότι στις 17-07-2008 ο ενάγων νοσούσε από καρκίνο του αριστερού νεφρού. Με δεδομένο το αρνητικό υπερηχογράφημα και με την παρουσία της ανώδυνης διαλείπουσας αιματουρίας που επέμενε ήταν κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης σκόπιμη και αναγκαία, μετά τη διενέργεια υπερηχογραφήματος χωρίς ευρήματα, η διενέργεια της αξονικής τομογραφίας. Με τον τρόπο αυτό ήταν επιβεβλημένη πλέον η διερεύνηση της υπόνοιας για υποκρυπτόμενη νόσο που προκαλούσε το σύμπτωμα της ανώδυνης αιματουρίας. Κι αυτό γιατί, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ανώδυνη αιματουρία έπρεπε ν’ αντιμετωπιστεί από τον θεράποντα ιατρό με την ανεύρεση της αιτίας που την προκαλούσε και τη θεραπεία αυτής και ότι ο ασθενής έπρεπε να ελεγχθεί για κακοήθεια οπωσδήποτε στην περίπτωση που η αιματουρία συνεχίζονταν παρά τη συνεχιζόμενη θεραπεία που χορηγούσε ο ιατρός στον ασθενή, όπως εν προκειμένω. Εξάλλου, η κατά το χρόνο εκείνο υπάρχουσα βλάβη στον αριστερό νεφρό θ’ απεικονίζονταν με τη διενέργεια της αξονικής ή και της μαγνητικής τομογραφίας, εξετάσεων των οποίων η ευαισθησία ανέρχεται σε ποσοστό 95%. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με την προσκομιζόμενη βιβλιογραφία η αξονική τομογραφία μπορεί να εντοπίσει καρκινικές αλλοιώσεις του νεφρού μεγαλύτερες ή ίσες του 1-1,5 εκ.. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος-εναγομένου που προβάλλεται με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, ότι δεν παρέπεμψε τον ενάγοντα-ασθενή για διενέργεια αξονικής τομογραφίας γιατί η σύσταση για εκτεταμένη απεικονιστική εξέταση συνιστά κακή εφαρμογή της ιατρικής επιστήμης και του ιατρικού λειτουργήματος, ελεγχόμενη πειθαρχικά, καθόσον ο ασθενής αφενός δέχεται ακτινοβολία και αφετέρου επιβαρύνεται με το σχετικό οικονομικό κόστος πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος γιατί το διακύβευμα της υγείας του ασθενούς και η ορθή διάγνωση, με σκοπό την αποσαφήνιση της κατάστασης της υγείας του, υπερτερεί έναντι των άνω προβαλλόμενων λόγων, που σκοπό έχουν ν’ αποτρέψουν την αλόγιστη και υπερβολική διενέργεια τέτοιων εξετάσεων (αναλογία μέτρου και σκοπού). Από τα παραπάνω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η επιλογή του εναγομένου μόνο στην χρήση της απεικονιστικής εξέτασης του υπερηχογραφήματος, που ουδέν κατέδειξε και η μη παραπομπή του για αξονική τομογραφία κρίνεται εσφαλμένη ως ανεπαρκής, στην περίπτωση του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της παρακολούθησής του ουδέποτε σταμάτησε το σύμπτωμα της ανώδυνης αιματουρίας, εμφανιζόμενο με περιοδική συχνότητα (διαλείπουσα αιματουρία), παρά τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής για την αντιμετώπιση της χρόνιας προστατίτιδας, στην οποία (χρόνια προστατίτιδα) εσφαλμένως απέδωσε το ανωτέρω σύμπτωμα. Από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ουδέποτε έπασχε από χρόνια προστατίτιδα, δοθέντος ότι η διάγνωση του ιατρού του νοσοκομείου Καρδίτσας, στηριζόμενη σε διαφορετική συμπτωματολογία και ευρήματα, δεν ταυτίζεται με τη διάγνωση του εναγομένου αλλά ούτε και ανέδειξε το ίδιο είδος φλεγμονής που είχε διαγνώσει ο εναγόμενος. Η ως άνω παραδοχή ενισχύεται και από το γεγονός ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, ουδόλως καταγράφηκαν στο ανωτέρω ιστορικό του ενάγοντος – ασθενούς συμπτώματα της ασθένειας αυτής, ούτε εξέταση και καλλιέργεια του προστατικού υγρού υπήρξε προκειμένου να διαπιστωθεί πράγματι η ασθένεια αυτή (βλ. προσκομιζόμενη ιατρική βιβλιογραφία …). Στο σημείο αυτό πρέπει ν’ αναφερθεί ότι η 24/18-07-2014 Έκθεση Ιατρικής Πραγματογνωμοσύνης, που διενήργησε ο Ν. Τ. του Δ., νεφρολόγος – ιατρός του Γενικού Νοσοκομείου Καρδίτσας, η 4/24-01-2014 Έκθεση Ιατρικής Πραγματογνωμοσύνης, που διενήργησε ο Κ. Π. του Α., ουρολόγος – ιατρός του Ιατρικού Συλλόγου Καρδίτσας και η 7/07-07-2017 Έκθεση Ιατρικής Πραγματογνωμοσύνης, που διενήργησε ο Α. Ο. του Μ., Επιμελητής Β’ Ε.Σ.Υ. Γ.Ν. Λ., που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν συντρέχει περίπτωση εσφαλμένου χειρισμού του εναγομένου, οφείλεται στο ότι ο κάθε πραγματογνώμονας δεν εκτίμησε ορθά το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που του τέθηκε υπόψη σχετικά με τη διάγνωση της χρόνιας προστατίτιδας και τη μη διάγνωση του καρκίνου, δεδομένου ότι οι ως άνω πραγματογνώμονες είχαν ως αφετηρία την εσφαλμένη βάση ότι ο ενάγων εμφάνιζε το σύμπτωμα της επώδυνης αιματουρίας, όπως ισχυρίζονταν ο εναγόμενος, και όχι αυτό της ανώδυνης αιματουρίας, όπως αναφέρονταν στο σκεπτικό της 65/31-07-2013 συνεκκαλούμενης μη οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθώς και ότι ο εναγόμενος πρότεινε περαιτέρω έλεγχο που ομοίως δε συνέβη. Περαιτέρω στην 24/18-07-2014 Έκθεση Ιατρικής Πραγματογνωμοσύνης του Ν. Τ., νεφρολόγου – ιατρού του Γενικού Νοσοκομείου Καρδίτσας, αναφέρεται ότι η νόσος (καρκίνος νεφρού) υπόβοσκε και διαγνώσθηκε σε προχωρημένο στάδιο, όταν ο οργανισμός “εκτίναξε” τη νόσο, ότι καμιά θεραπεία δεν μπορεί ν’ αναχαιτίσει την εμφάνιση ή την εξέλιξη της νόσου (καρκίνου του νεφρού) και ότι για τη χειρουργική επέμβαση, τη μετάσταση, την υποτροπή και τη γενικότερη ταλαιπωρία του ασθενούς υπαίτια χαρακτηρίζεται η ίδια η νόσος. Η εν λόγω γνωμοδότηση δεν κρίνεται πειστική γιατί η άνω επιστημονική άποψη του ιατρού δεν αιτιολογείται και δεν τεκμηριώνεται επαρκώς, αφού δεν εξηγεί γιατί ενώ ο ενάγων εμφάνιζε το ίδιο σύμπτωμα (ανώδυνη αιματουρία) από τον Μάιο του έτους 2008 στο μεν νοσοκομείο την πρώτη φορά υποβλήθηκε σε πυελογραφία και τη δεύτερη φορά σε υπέρηχο, αξονική και μαγνητική τομογραφία, δηλαδή σε όλες τις κατάλληλες εξετάσεις που επιτρέπουν τη διάγνωση της νόσου, ενώ ο εναγόμενος σε όλο το χρονικό διάστημα υπέβαλε τον ασθενή του μόνο σε υπέρηχο, που δεν απέδωσε ευρήματα, και δεν τον παρέπεμψε για τις υπόλοιπες απεικονιστικές εξετάσεις και ιδίως για αξονική τομογραφία, λόγω της επιμονής του συμπτώματος της ανώδυνης αιματουρίας, δεν αναφέρει και δεν αξιολογεί το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει κατά τη διάγνωση της νόσου η σταδιοποίηση αυτής, τόσο για τη χειρουργική αντιμετώπιση του ασθενούς, όσο και για την πρόγνωσή (εξέλιξη) της νόσου, στοιχείο το οποίο αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει η εκ μέρους του θεράποντος ιατρού ορθή και έγκαιρη διάγνωση της νόσου κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Περαιτέρω, από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν μπορούσε να διακρίνει τον καρκινικό όγκο με τον υπέρηχο (κατά τους μήνες Μάιο, Ιούλιο και Νοέμβριο του έτους 2008) και αυτό συνέβη από λόγους που αφορούσαν τον όγκο αυτό καθεαυτό και όχι από λόγους που άπτονταν της ικανότητάς του και που κατά τεκμήριο υπάρχει όταν ο ιατρός διαθέτει την άδεια εκτέλεσης υπερήχων. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με την 21/09-05-2014 Έκθεση Ιατρικής Πραγματογνωμοσύνης, που διενήργησε ο Θ. Π. του Γ., ακτινοδιαγνώστης – ιατρός του Ιατρικού Συλλόγου Καρδίτσας, στο ερώτημα εάν ο εν λόγω καρκίνος ήταν διαγνώσιμος κατά τη στιγμή διενέργειας του υπερηχογραφήματος, ο άνω ιατρός γνωμοδότησε ότι σαφής απάντηση δεν δύναται να υπάρξει στη βάση του μεγέθους του καρκινώματος που διαπιστώθηκε στο Νοσοκομείο της Καρδίτσας, καθώς δεν υφίσταντο τρόπος να προβλεφθεί σε ποια στιγμή στο παρελθόν θα ήταν δυνατό να απεικονισθεί στο υπερηχογράφημα, ενόψει της ανατομικής διαμόρφωσης της περιοχής. Επομένως, το γεγονός ότι ο εναγόμενος απέκτησε την άδεια εκτέλεσης υπερήχων την 22-07-2008 δεν συνδέεται αιτιωδώς με την ικανότητά του στην κατά τα άνω δυσχερή από ανατομικής άποψης απεικόνιση του καρκινώματος στον υπέρηχο. Περαιτέρω, η μη απεικόνισή του στον υπέρηχο δεν απαλλάσσει τον εναγόμενο από το ότι έπρεπε κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης να αξιολογήσει ορθώς το επιμένον επί μακρόν σύμπτωμα της ανώδυνης αιματουρίας και να παραπέμψει τον ενάγοντα για αξονική τομογραφία. Η εκκαλουμένη που ομοίως δέχθηκε την άνω ευθύνη του εναγόμενου ως ιατρού ουρολόγου, παρέθεσε ως επιμέρους αιτιολογία αυτής και το ότι “μπορούσε να εκτελεί υπερηχογραφικές εξετάσεις, αλλά ενόψει της πρόσφατης απόκτησης της άδειάς του δεν είχε την ικανότητα και την εμπειρία να αποτυπώσει ακριβέστερα τον υπερηχογραφικά ελεγχόμενο χώρο και να προβεί σε ακριβέστερη διάγνωση τυχόν βλαβών ή αλλοιώσεων τούτου”. Η ως άνω αιτιολογία, αν και εσφαλμένη κατά τα άνω, αφού άλλα ήταν κατά την εκκαλουμένη τα σφάλματα του εναγομένου για τα οποία ευθύνονταν (εσφαλμένη διάγνωση – εσφαλμένη αξιολόγηση του συμπτώματος της ανώδυνης αιματουρίας και παράλειψη διενέργειας των επιβεβλημένων εξετάσεων για τη διάγνωση της νόσου του ενάγοντος), δεν μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο έφεσης από το λόγο ότι είναι ασύμφορη ή νομικώς εσφαλμένη, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση αν μπορεί να προκληθεί βλάβη από αυτή, που συμβαίνει όταν παράγει δεδικασμένο…. Στην υπό κρίση περίπτωση ο εκκαλών-εναγόμενος ψέγει την εκκαλούμενη απόφαση με τον τρίτο λόγο της έφεσης ως προς την άνω αιτιολογία ισχυριζόμενος ότι δεν συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα. Πλην όμως ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμος γιατί η αιτιολογία της εκκαλουμένης δεν είναι αυτή που συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία του ενάγοντος, αλλά η τυχόν εσφαλμένη διάγνωση και η παράλειψη ή μη διενέργειας των επιβεβλημένων εξετάσεων για τη διάγνωση της νόσου του ενάγοντος. Επομένως, ως προς το άνω σημείο πρέπει, απορριπτόμενου του άνω λόγου της έφεσης, ν’ αντικατασταθεί κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ η αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης. Με βάση όλα τα παραπάνω, στην προκείμενη περίπτωση ο εναγόμενος, χωρίς να επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή, την οποία θα επεδείκνυε κάθε μέσος επιμελής και συνετός χειρουργός-ουρολόγος ιατρός υπό τις ίδιες συνθήκες και την οποία μπορούσε να επιδείξει με τις γνώσεις και τα μέσα που είχε στη διάθεσή του, προέβη σε πράξεις και παραλείψεις αντίθετα με τα διδάγματα και τις αρχές της ιατρικής επιστήμης, οι οποίες ήταν αντικειμενικά πρόσφορες να επηρεάσουν δυσμενώς την πορεία της εξέλιξης της υγείας του ενάγοντος. Συγκεκριμένα η αμέλεια του εναγομένου συνίσταται στο ότι αυτός: 1) δεν αξιολόγησε ορθώς, όπως όφειλε, το σύμπτωμα της ανώδυνης αιματουρίας που εμφάνιζε ο ενάγων, για το οποίο αναζήτησε την απ’ αυτόν παρεχόμενη ιατρική φροντίδα την 05 Μαΐου 2008, 2) προέβη εξ αρχής στην εσφαλμένη διάγνωση ότι ο ασθενής έπασχε από χρόνια προστατίτιδα με στένωμα ουρήθρας, από την οποία, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων ουδέποτε έπασχε, δοθέντος ότι η προστατίτιδα που εκείνος εμφάνισε στα τέλη Φεβρουαρίου του έτους 2009, στηρίζονταν σε διαφορετικά συμπτώματα που εμφανίστηκαν τότε και ουδεμία σχέση είχαν με τη διάγνωση του εναγομένου, 3) καθόλη τη διάρκεια της από τον εναγόμενο παροχής ιατρικών υπηρεσιών προς τον ενάγοντα επέμενε στην αρχική του διάγνωση, αυτή της χρόνιας προστατίτιδας με στένωμα ουρήθρας, την οποία (αν και δεν υπήρχε) ουδόλως μετέβαλε με την έννοια της υπόνοιας υποκρυπτόμενης νόσου, παρά την επιμονή του άνω συμπτώματος, 4) παρέλειψε, όπως όφειλε, να αναζητήσει την αιτία που προκαλούσε την επιμονή του συμπτώματος της ανώδυνης αιματουρίας, αποκλείοντας την κακοήθεια, με την παραπομπή του ενάγοντος στις απεικονιστικές εξετάσεις της αξονικής, μαγνητικής τομογραφίας και της ενδοφλέβιας ουρογραφίας, αρκούμενος μόνο στο υπερηχογράφημα. Αποτέλεσμα των άνω πράξεων και παραλείψεων ήταν να μην καταδειχθεί εγκαίρως, με τις άνω απεικονιστικές εξετάσεις, και μάλιστα από τις 17.07.2008 η συμπαγής βλάβη (νεόπλασμα) στον αριστερό νεφρό του ενάγοντος, η οποία ήταν ενεργός και προκαλούσε το σύμπτωμα της ανώδυνης αιματουρίας, δοθέντος ότι σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης ήταν εφικτή η απεικόνιση και η ανεύρεση του νεοπλάσματος. Αυτό συνέβη την 29-03-2009, με χρονική καθυστέρηση ένδεκα (11) μηνών σε σχέση με την εμφάνιση του συμπτώματος της ανώδυνης αιματουρίας και οκτώ (8) μηνών από τότε που όφειλε ο εναγόμενος λόγω της επιμονής του συμπτώματος να παραπέμψει τον ενάγοντα για τις άνω εξετάσεις, στις οποίες οι ιατροί του νοσοκομείου Καρδίτσας τον υπέβαλαν μόλις διαπίστωσαν την επιμονή του συμπτώματος της ανώδυνης αιματουρίας, ακολουθώντας τους ίδιους κανόνες της ιατρικής επιστήμης που ο εναγόμενος παρέλειψε ως θεράπων ιατρός του ενάγοντος να εφαρμόσει. Συνεπεία των ως άνω παραλείψεων του εναγομένου, ήταν, κατά το χρόνο που εν τέλει διαγνώσθηκε ο καρκίνος του ενάγοντος (26.03.2008), το μέγεθός του όγκου ήταν αρκετά μεγάλο (8 εκ.) και είχε προλάβει να διηθηθεί και στο περινεφρικό λίπος, ενώ εάν δεν είχε διαρρεύσει το άνω χρονικό διάστημα των οκτώ (8) μηνών και είχε διαγνωσθεί, όπως ήταν εφικτό με τα οριζόμενα στην ιατρική επιστήμη μέσα, το μέγεθος του, σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες, θα ήταν μικρότερο, δοθέντος ότι η ανάπτυξή του δεν έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα (βλ. την 29/07-10-2014 Ιατρική Γνωμοδότηση του Γρηγορίου Λέων, νόμιμα διορισθέντος τεχνικού συμβούλου του ενάγοντος). Περαιτέρω αποτέλεσμα όλων των παραπάνω (δηλαδή εσφαλμένης διάγνωσης, μη διενέργειας των κατάλληλων απεικονιστικών εξετάσεων, χρονικής καθυστέρησης) ήταν να υποβληθεί ο ενάγων εσπευσμένα σε ριζική νεφρεκτομή αριστερού νεφρού και να αποκλεισθεί ως πιθανή μέθοδος θεραπείας η ανοιχτή μερική νεφρεκτομή, η οποία αποτελεί καθιερωμένη θεραπευτική προσέγγιση για την αντιμετώπιση ασθενών με νεφροκυτταρικά καρκινώματα (RCCs) μεγίστης διαμέτρου < 4 εκ., ενώ σε κέντρα με αξιόλογη εμπειρία μπορεί να εφαρμοστεί και ακόμη και για όγκους διαμέτρου μεταξύ 4 και 7 εκ. (βλ. …). Επιπλέον, το γεγονός ότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος για την αντιμετώπιση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος, ήταν ζωτικής σημασίας γι’ αυτόν, διότι είναι ευρέως γνωστό κατά τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης ότι η όσο το δυνατόν πιο έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου οδηγεί στην αποτελεσματικότερη θεραπεία αυτού, στην απομάκρυνση του κινδύνου μεταστάσεων και περαιτέρω στην καλύτερη πρόγνωση του ασθενούς. Μάλιστα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι το νεφρικό νεόπλασμα εμφανίσθηκε και εξελίχθηκε δυσμενώς ραγδαία, μετά τον Νοέμβριο του 2008 ή ακόμη ότι και να υπήρχε δεν ήταν διαγνώσιμο ούτε στις 17.07.2008, αλλά ούτε και στις 26.11.2008, οπότε και διενεργήθηκαν από τον εναγόμενο οι σχετικές υπερηχογραφικές εξετάσεις, ενόψει αφενός όλων των προμνησθεισών ισχυρών ενδείξεων για την ύπαρξή του και δη του επαναλαμβανόμενου συμπτώματος της ανώδυνης αιματουρίας και αφετέρου του μεγέθους του, από το οποίο και συνάγεται ότι ήταν διαγνώσιμο, εφόσον διενεργούνταν οι κατάλληλες απεικονιστικές εξετάσεις. Η υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά, όπως ανωτέρω περιγράφηκε, του εναγομένου, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν αντικειμενικά πρόσφορη και ικανή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την άνω ζημία στον ενάγοντα και στη συγκεκριμένη περίπτωση την επέφερε, αφού του στέρησε, ως ασθενή, στο στάδιο της προληπτικής θεραπείας, στο ανωτέρω χρονικό διάστημα, να λάβει ικανή και αποτελεσματική ιατρική φροντίδα, κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, αναφορικά με την ορθή διάγνωση του είδους της νόσου που κλόνισε την υγεία του, ενόψει του εμφανιζόμενου λόγω της νόσου συμπτώματος, η δε παράλειψη του εναγομένου ως θεράποντος ιατρού της ορθής διάγνωσης σε συνδυασμό με το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα των οκτώ μηνών ήταν ικανή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων να προκαλέσει μια σειρά δυσμενών συνεπειών ως προς την εξέλιξη της νόσου στον ενάγοντα και πράγματι προκάλεσε, αφού κομβικό σημείο για τον καρκίνο του νεφρού είναι το στάδιο στο οποίο θα διαγνωστεί, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο τόσο με το είδος της χειρουργικής νεφρεκτομής (μερικής ή ριζικής), όσο και με την εξέλιξη της νόσου, δοθέντος ότι όσο μεγαλύτερο είναι το στάδιο τόσο δυσχερέστερη είναι η πρόγνωση (εξέλιξη), δυσκολότερη η ανταπόκριση στη θεραπευτική αγωγή, που πρέπει να είναι πιο επιθετική στη νόσο, η μεγαλύτερη επιθετικότητα της ίδιας της νόσου και οι περισσότερες πιθανότητες μετάστασης. Επομένως, το είδος (ποσοτικά και ποιοτικά) των δυσμενών συνεπειών που θα εμφανίσει ο ασθενής μετά τη διάγνωση της νόσου δεν οφείλονται στην ύπαρξη της νόσου αυτής καθεαυτής, αλλά στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά το χρόνο της διάγνωσης, έτσι ώστε ο χρόνος της διάγνωσης του ιατρού να σηματοδοτεί την μετέπειτα πορεία της υγείας του ασθενούς. Κατόπιν αυτών, οι άνω ενέργειες και παραλείψεις του εναγομένου, που ήταν απόρροια εσφαλμένου χειρισμού και Π.σης των παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης από μέρους του, συνδέονται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα ως προς την επιβάρυνση της υγείας του ενάγοντος, ο οποίος απώλεσε τις πιθανότητες επέλευσης ενός ευνοϊκού για αυτόν αποτελέσματος, αφού αυτές θα ήταν σαφώς διαφορετικές αν ο εναγόμενος είχε ενεργήσει, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης του, που όφειλε να γνωρίζει και παρέλειψε να εφαρμόσει. Η εξέλιξη της νόσου δεν αποδείχθηκε ότι θα ήταν η ίδια σε κάθε περίπτωση και ότι δεν συνδέεται με το χρόνο της διάγνωσης και τις ενέργειες του εναγομένου έτσι ώστε ο ισχυρισμός του εναγομένου περί διακοπής της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των πράξεών του και της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος, που προβάλλεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, εκθέτοντας ότι ακόμα και εάν διενεργούνταν απ’ αυτόν οι ενδεικνυόμενες ως άνω ιατρικές πράξεις δεν θα αποφεύγετο η επέμβαση της ολικής νεφρεκτομής καθώς και η σημερινή επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας του ενάγοντος (έχοντας ήδη υποβληθεί σε ένα χειρουργείο ολικής νεφρεκτομής και αντιμετωπίζοντας ήδη μεταστάσεις του καρκινώματος), να είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού αποδείχθηκε ότι εφόσον είχε ενεργήσει σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης του και υπό τη συνδρομή αυτών θα ήταν εφικτή η άμεση και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του νεφρικού νεοπλάσματος του ενάγοντος, με χειρουργική επέμβαση μερικής νεφρεκτομής, η οποία θα είχε ηπιότερες συνέπειες στην μετεγχειρητική πορεία του ασθενούς, ενώ ο κίνδυνος των μεταστάσεων ακόμη και αν παρίστατο ενεργός, θα ήταν σε κάθε περίπτωση πιο απομακρυσμένος. Επιπλέον τα ποσοστά επιβίωσης του ασθενούς θα ήταν σαφώς ικανοποιητικότερα, καθώς ακόμη και αν επιλέγονταν ως μέθοδος χειρουργικής αντιμετώπισης του νεφρικού νεοπλάσματος η ολική νεφρεκτομή, αυτή θα γινόταν τουλάχιστον 6-8 μήνες νωρίτερα. Τούτο δε είναι μεγίστης σημασίας καθώς η πορεία και η προαγωγή της νόσου (καρκίνου) εξαρτάται από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η κακοήθης εξεργασία κατά τη φάση της χειρουργικής προσέγγισης – (βλ. την από 08.01.2013 ιατροδικαστική γνωμοδότηση των ιατροδικαστών Δ. Β. και Ν. Γ., Ε. Κ. της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Α.) – [σε μικρούς όγκους σταδίου Τ1 – (διαστάσεων ? 7 εκ.) τα ποσοστά 5ετους επιβίωσης κυμαίνονται από 60-82%, ενώ σε όγκους σταδίου Τ2α -Τ3α – (διαστάσεων > 7εκ. αλλά ? 10 εκ., ο οποίος διηθεί το περινεφρικό λίπος αλλά δεν εκτείνεται πέραν της περιτονίας του Gerota), όπως στην προκείμενη περίπτωση, τα ποσοστά επιβίωσης κυμαίνονται από 15-35%]. Υπαίτιος της δυσμενούς θέσης στην οποία περιήλθε ο ενάγων, μετά τις ανωτέρω παραλείψεις του εναγομένου και εξαιτίας αυτών, τυγχάνει ο εναγόμενος, ιατρός χειρουργός – ουρολόγος, ο οποίος, κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, και δη σε τομέα που ειδικεύεται, ενήργησε αμελώς κατά τα άνω αναφερόμενα. Η Π.ση της υποχρέωσης επιμελείας του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, όπως επιτάσσει το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939, είχε ως αποτέλεσμα αρχικώς τη μη ορθή διάγνωση και αντιμετώπιση του προβλήματος και αφετέρου την επιδείνωση της υγείας του ασθενούς του. Επομένως, ευθύνεται σε αποζημίωση για την ηθική βλάβη που προκάλεσε στον ενάγοντα, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλούμενη απόφαση. Το γεγονός ότι ο εναγόμενος αθωώθηκε για την άνω πράξη (της σωματικής βλάβης από αμέλεια), δυνάμει της 1051/2014 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, δεν δεσμεύει το παρόν δικαστήριο…”. Περαιτέρω το Εφετείο έκρινε ότι από την προεκτιθέμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης και ότι το ύψος της τελευταίας, λαμβανομένων υπόψη του βαθμού του πταίσματος του εναγομένου, του είδους και της έκτασης της βλάβης της υγείας του ενάγοντος, των δυσμενών συνεπειών της, σε συνδυασμό και με τη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία, τη στενοχώρια και την απογοήτευση που δοκίμασε ο ενάγων και που θα υφίσταται και στο μέλλον, από την αφαίρεση, χωρίς τη συνδρομή αποχρώντος λόγου, ενός ζωτικού, για τον οργανισμό του οργάνου, δεδομένου ότι αυτός ήδη από το έτος 2009, σε ηλικία 53 ετών κατέστη ανίκανος για την εργασία του αυτοκινητιστή-οδηγού ταξί, και τέλος της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων μερών πρέπει να οριστεί στο ποσό των 50.000,00 €, ποσό, που κρίνεται εύλογο και δίκαιο για την αποκατάσταση της παραπάνω βλάβης του ενάγοντος (άρθρο 932 ΑΚ). Μετά ταύτα δέχθηκε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό χρηματικής ικανοποίησης στον ως άνω δικαιούχο (70.000,00 €) εκτίμησε εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό, που είχε τεθεί στην κρίση του και πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα – εφεσίβλητο, το (μικρότερο) ποσό των 50.000,00 €. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού δέχθηκε ότι υπήρξε αμελής συμπεριφορά του αναιρεσείοντος τελούσα σε αιτιώδη συνάφεια με βλαπτικό για την υγεία του αναιρεσιβλήτου αποτέλεσμα, δέχθηκε τυπικά και εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος, εξαφάνισε την απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και, αφού διακράτησε την υπόθεση σε σχέση με αυτό και δίκασε την αγωγή κατ’ ουσίαν, δέχθηκε αυτήν εν μέρει και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το μικρότερο χρηματικό ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000,00) € ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτουμένη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 914, 932, 297, 298, 330 ΑΚ, 24 του α.ν. 1565/1939 “περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, 8 του ν. 2251/1994 “για την προστασία των καταναλωτών” και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Τούτο δε, διότι το Εφετείο κατέληξε στο σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό του πόρισμα, διαλαμβάνοντας στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και κυρίως χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο σχετικά με την ουσιαστική βασιμότητα του αγωγικού ισχυρισμού, ότι η βλάβη της υγείας του αναιρεσιβλήτου και η εξ αυτής αναπηρία του οφείλεται σε αμέλεια του αναιρεσείοντος κατά την άσκηση των ιατρικών καθηκόντων του, με τις υποστηρίζουσες την κρίση αυτή ειδικότερες παραδοχές: α) ότι ο παθών αναιρεσίβλητος εμφάνισε την άνοιξη του έτους 2008 άλγος στο ύψος της αριστερής πλάτης και σε μικρό χρονικό διάστημα απ’ αυτό παρατήρησε ότι κατά τη διάρκεια της ούρησης τα ούρα του περιείχαν αίμα, β) ότι ο αναιρεσείων ιατρός χειρουργός – ουρολόγος, κατά τις επισκέψεις του αναιρεσιβλήτου για την παροχή ιατρικής φροντίδας, δεν αξιολόγησε ορθά τα συμπτώματα της ανώδυνης αιματουρίας, που ο τελευταίος εμφάνιζε, αλλά προέβη σε εσφαλμένη διάγνωση, ότι έπασχε από χρόνια προστατίτιδα με στένωμα ουρήθρας, και συνέστησε τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής για την αντιμετώπιση της, γ) ότι παρά την επιμονή των συμπτωμάτων της ανώδυνης αιματουρίας, που καθιστούσαν επιβεβλημένη την περαιτέρω διερεύνησή τους, βάσει των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και σύμφωνα με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, έτσι ώστε να προστατευθεί η υγεία του αναιρεσιβλήτου, παρέλειψε, ως μέσος συνετός ιατρός της ειδικότητάς του, να αναζητήσει την αιτία που προκαλούσε την επιμονή των συμπτωμάτων, αποκλείοντας την κακοήθεια, με την παραπομπή του ενάγοντος σε περαιτέρω απεικονιστικές εξετάσεις (αξονική, μαγνητική τομογραφία, ενδοφλέβια ουρογραφία), κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε, αρκούμενος στη χρήση της απεικονιστικής εξέτασης του υπερηχογραφήματος, δ) εάν ο αναιρεσίβλητος είχε υποβληθεί στις ανωτέρω απεικονιστικές εξετάσεις, θα διαπιστωνόταν η ακριβής αιτία των προαναφερομένων συμπτωμάτων, που ήταν στην προκειμένη περίπτωση το νεόπλασμα στον αριστερό νεφρό του και είναι βέβαιο ότι η κατάσταση της υγείας του θα ήταν πολύ διαφορετική και δεν θα είχε την προαναφερθείσα δυσμενή εξέλιξη (ριζική νεφρεκτομή αριστερού νεφρού, μεταστάσεις στην περιοχή της νεφρεκτομής, μεταστάσεις στο ήπαρ, υποβολή σε χημειοθεραπείες), η οποία οφείλεται αποκλειστικά μόνο στις προαναφερθείσες παραλείψεις του αναιρεσείοντος, που είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι επιβαρυντικές εκείνες, ως προς την υγεία του προϋποθέσεις που προοδευτικά οδήγησαν ριζική νεφρεκτομή αριστερού νεφρού και μεταστάσεις στην περιοχή της νεφρεκτομής και στο ήπαρ, αφού με την έγκαιρη διάγνωση θα ήταν εφικτή η άμεση και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του νεφρικού νεοπλάσματος, με χειρουργική επέμβαση μερικής νεφρεκτομής, η οποία θα είχε ηπιότερες συνέπειες στην μετεγχειρητική πορεία του ασθενούς, ενώ ο κίνδυνος των μεταστάσεων ακόμη και αν παρίστατο ενεργός, θα ήταν σε κάθε περίπτωση πιο απομακρυσμένος. Οι παραδοχές αυτές της προσβαλλόμενης απόφασης, περί παράλειψης σύστασης υποβολής του αναιρεσιβλήτου στις ενδεδειγμένες εν όψει των επίμονων ως άνω συμπτωμάτων απεικονιστικές εξετάσεις αρκούν για να χαρακτηρίσουν ως αμελή τη συμπεριφορά του αναιρεσείοντος κατά την άσκηση των ιατρικών του καθηκόντων υπό τις ως άνω συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις και να συνδέσουν αιτιωδώς την εν λόγω συμπεριφορά του με την επελθούσα βλάβη της υγείας του αναιρεσείοντος. Δεν ήταν δε αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης να αναφέρεται: α) ο λόγος της αιφνίδιας εμφάνισης επώδυνων συμπτωμάτων αιματουρίας κατά την επίσκεψη του αναιρεσιβλήτου στο Γενικό Νοσοκομείο Καρδίτσας τον Φεβρουάριο του έτους 2009, β) η διαφορά της φλεγμονής προστατικής ουρήθρας με αυτή της χρόνιας προστατίτιδας και σε τι διαφοροποιείται η φαρμακευτική αντιμετώπισή τους, γ) πως η διάγνωση φλεγμονώδους φύσεως στο Γενικό Νοσοκομείο Καρδίτσας τον Φεβρουάριο του έτους 2009 ουδόλως συνδέεται με την υποψία καρκίνου, ενώ η διάγνωση φλεγμονώδους φύσεως από τον αναιρεσείοντα, έπρεπε ήδη από τον Ιούλιο του έτους 2008 να είχε συνδεθεί με τον καρκίνο των νεφρών, δ) ως προς τη δυνατότητα διάγνωσης του καρκίνου με άλλες διαγνωστικές μεθόδους σε χρόνο προγενέστερο του Μαρτίου 2009 (αξονική ή μαγνητική τομογραφία) ποιο το ποσοστό ευαισθησίας των απεικονιστικών εξετάσεων υπερηχογραφίας, σε ποιο μέγεθος καρκίνου αναφέρεται το εν λόγω ποσοστό και αν το ποσοστό ευαισθησίας για τις διάφορες διαγνωστικές μεθόδους μεταβάλλεται με την πρόοδο του χρόνου. Επομένως, δεύτερος, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση της εκ πλαγίου παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 914, 297, 298, 300 ΑΚ, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος ως άνω λόγος, ως προς τις λοιπές προβαλλόμενες αιτιάσεις, ήτοι ότι η προσβαλλόμενη περιέχει αντιφάσεις, σε σχέση με τις παραδοχές της, ότι ο αναιρεσίβλητος, α) ενώ κατά το χρόνο των επισκέψεων στο ιατρείο του αναιρεσείοντος εμφάνιζε συμπτώματα ανώδυνης αιματουρίας, αίφνης, κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2009 εμφάνισε επώδυνα συμπτώματα αιματουρίας, οπότε εσπευσμένα μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Καρδίτσας, β) ότι κατά τον αμέσως προαναφερόμενο χρόνο ανέφερε μόνον επώδυνα συμπτώματα αιματουρίας και όχι ανώδυνης αιματουρίας, που είχε κατά τους τελευταίους μήνες, γ) ότι ενώ δέχεται ότι κατά την επίσκεψή του στο Γενικό Νοσοκομείο Καρδίτσας, κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2009 ο αναιρεσίβλητος εμφάνισε φλεγμονή της προστατικής ουρήθρας με ψευδοθηλές και στικτές αποτιτανώσεις καθ’ όλη την επιφάνεια της προστατικής ουρήθρας μέχρι το σπερματικό λοφίδιο και ο βλεννογόνος ουρητήρας βρέθηκε χωρίς αλλοιώσεις, στη συνέχεια δέχεται ότι η προστατίτιδα αυτή διαφέρει από την χρόνια προστατίτιδα που είχε διαγνώσει, αν και, η φλεγμονή της προστατικής ουρήθρας θεωρείται έξαρση της χρόνιας υποτροπιάζουσας προστατίτιδας, οι δε αποτιτανώσεις είναι εναποθέσεις αλάτων ασβεστίου που εντοπίζονται στις χρόνιες φλεγμονές και δημιουργούν στενώματα, είναι απαράδεκτος, διότι δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα της απόφασης αλλά αποδεικτικά επιχειρήματα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα. Με το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ τυποποιείται το τεκμήριο αθωότητας, ως βασική κατεύθυνση της ποινικής δίκης. Αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεις περιλαμβάνουν, επίσης, τόσο το άρθρο 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997, αλλά και το άρθρο 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον και στο άρθρο 71 ΚΠΔ και είναι συνέπεια της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 “για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας”, με το νόμο 4586/2019. Το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσης, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγύησης που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει όταν ασκείται αγωγή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. του ΑΚ, η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” κατά του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. ΑΚ), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδίκασης αποζημίωσης είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπραγήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιοδοσιών, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Εξάλλου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποίθησης. Επομένως το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται αποδεικτικά από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής απόφασης, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ` ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και, συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Το πολιτικό δικαστήριο, `όμως, πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι` αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο (Ολ ΑΠ 4/2020). Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, όταν το δικαστήριο του ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα απ` αυτό δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει τον κανόνα δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αν εφαρμόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Η παραβίαση δηλαδή από τη διάταξη αυτή πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (Ολ ΑΠ 4/2018, Ολ ΑΠ 6/2017, Ολ ΑΠ 7/2006). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 335, και 338 έως 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, αρκεί να καθίσταται απολύτως βέβαιο από το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίστηκαν από τους διαδίκους. Αρκεί δηλαδή η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα, πραγματογνωμοσύνη, ένορκες βεβαιώσεις κ.λπ.) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς όμως να αποκλείεται, η απόφαση του δικαστηρίου, να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους. Η Π.ση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον λόγο της αναίρεσης του άρθρου 559 αριθμ. 11 γ’ ΚΠολΔ, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, εφόσον μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 895/2011). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 12 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει ότι ιδρύεται στην τελευταία αυτή περίπτωση λόγος αναίρεσης, και όταν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη δύναμη, που δεν την είχε κατά νόμο ή αρνήθηκε να αναγνωρίσει τέτοια δύναμη σε αποδεικτικό μέσο που δεσμευτικά ορίζει ο νόμος. Τέτοια περίπτωση συντρέχει εάν το δικαστήριο της ουσίας δεν προσέδωσε στη δικαστική ομολογία ή στα δημόσια έγγραφα την αυξημένη αποδεικτική δύναμη που τους προσδίδει ο νόμος (ΑΠ 573/2018, ΑΠ 412/2011, ΑΠ 444/2009, ΑΠ 1517/2008, ΑΠ 961/2007, ΑΠ 648/1999). Αντίθετα δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός στην περίπτωση που το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, ίδιας αποδεικτικής δύναμης αποδεικτικά μέσα αποδίδει μικρότερη ή μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε κάποιο ή κάποια από αυτά ή από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί ότι έχουν, αφού τότε η εκτίμηση αφορά την ουσία των πραγμάτων και είναι συνεπώς κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 47/2020, ΑΠ 445/2019, ΑΠ 430/2016, ΑΠ 173/2016, ΑΠ 128/2014, ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 893/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πρώτο κύριο λόγο αναίρεσης και τον συναφή πρώτο πρόσθετο λόγο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και τον δεύτερο πρόσθετο λόγο, από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και πρόσβαλε το τεκμήριο αθωότητάς του, που πηγάζει από την με αριθμό 1051/2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, με την οποία αθωώθηκε αμετάκλητα για την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρ’ υποχρέου τελεσθείσα δια παραλείψεως, που ταυτίζεται απόλυτα κατά τα πραγματικά περιστατικά της με το αστικό αδίκημα, επί του οποίου θεμελιώθηκε η ευθύνη του για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης στον αναιρεσίβλητο. Ειδικότερα παραπονείται: α) ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού επαναξιολόγησε την ποινική σε βάρος του σχηματισθείσα δικογραφία και αναφέρθηκε σε πολλά σημεία της προσβαλλόμενης απόφασης σε καταθέσεις μαρτύρων και την χωρίς όρκο του αναιρεσίβλητου της ποινικής διαδικασίας, δημιουργώντας αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή του και αποδυναμώνοντας την κρίση του ποινικού δικαστηρίου (άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ), β) δεν έλαβε υπόψη του την ως άνω αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και τις παραδοχές της (άρθρο 559 αριθμ. 11γ’ ΚΠολΔ) και γ) με την κρίση του ότι ” το γεγονός ότι ο εναγόμενος αθωώθηκε για την ως άνω πράξη (της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρ’ υποχρέου τελεσθείσα δια παραλείψεως) δυνάμει της 1051/2014 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας δε δεσμεύει το παρόν δικαστήριο” δεν προσέδωσε στην αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε κάθε δε περίπτωση την ισχύ τεκμηρίου και δη ισχυρού (άρθρο 559 αριθμ. 12 ΚΠολΔ). Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης, κύριος και πρόσθετοι, είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα, ο λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο, μη εναρμονίζοντας τις πραγματικές παραδοχές του με τις παραδοχές της αμετάκλητης αθωωτικής ποινικής απόφασης, δεν παραβίασε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο, που εξετάζει το ίδιο βιοτικό συμβάν, κωλύεται να καταλήξει – μετά από αποδείξεις και αιτιολογημένα – σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί την ποινική αθώωση και να την θέσει ως αποδεικτική βάση στην απόφασή του. Και ναι μεν το πολιτικό δικαστήριο έχει υποχρέωση συνεκτίμησης των αθωωτικών αποφάσεων χάριν σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας, όμως, η υποχρέωση αυτή δεν ισοδυναμεί σε καμία περίπτωση με αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστή από την αθωωτική ποινική απόφαση. Ειδικότερα, από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε την ως άνω 1051/2014 αθωωτική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ερμηνεία της ως προς τους λόγους απαλλαγής του εναγομένου – τότε κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ούτε αποφάνθηκε άμεσα ή έμμεσα για την ποινική ενοχή του, ώστε να ανακύπτει ζήτημα αμφισβήτησης του, εκ της αθωωτικής ποινικής απόφασης παραγομένου, τεκμηρίου αθωότητάς του για την πράξη για την οποία κατηγορήθηκε και αθωώθηκε. Εξ άλλου, με την αναφορά σε καταθέσεις μαρτύρων και του παθόντος ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου δεν αμφισβητείται η αθωωτική κρίση του δικαστηρίου αυτού, αφού το Εφετείο για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα δεν εξέτασε την κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ούτε τα αποδεικτικά μέσα που αυτό έλαβε υπόψη του αλλά ούτε και χρησιμοποίησε χαρακτηρισμούς ή εκφράσεις που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αθωωτική αυτή κρίση. Απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο λόγος από τον αριθμό 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού από τις προεκτεθείσες παραδοχές της πληττόμενης απόφασης καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του την αθωωτική απόφαση και την συνεκτίμησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις, διαλαμβάνοντας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σχετικά με τους λόγους για τους οποίους συνήγαγε το αποδεικτικό του πόρισμα. Τέλος, αβάσιμος είναι και ο από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, αφού ορθά η πληττόμενη απόφαση έκρινε ότι οι αιτιολογίες της ως άνω αθωωτικής για τον αναιρεσείοντα ήδη αμετάκλητης ποινικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, ως προς την ενώπιον αυτού αχθείσα ποινική υπόθεση, δεν αποτελούν πλήρη απόδειξη για την πολιτική δίκη ως προς τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων αυτή έκρινε ότι έλαβαν χώρα, αλλά συνεκτιμώνται ελευθέρως μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Τέλος, με τον συναφή τρίτο πρόσθετο λόγο, ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση της πλημμέλειας του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, προβάλλει, ότι το Εφετείο δεν αιτιολογεί την απόκλιση της προσβαλλόμενης απόφασης από τις παραδοχές της αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου. Ο πρόσθετος αυτός λόγος αναίρεσης, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, διότι η διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ αφορά την αιτιολόγηση του πορίσματος της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι την αντίθεσή της με άλλη δικαστική απόφαση και εν προκειμένω την ποινική. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα πρέπει η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι να απορριφθούν στο σύνολό τους, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος, που ηττήθηκε (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου που κατέθεσε προτάσεις, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-6-2020 αίτηση και τους από 26-1-2021 πρόσθετους αυτής λόγους του Γ. Κ. του Α. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 81/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λ..
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης, παραβόλου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) €.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Νοεμβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Αυγούστου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1381/2022 Αξιολόγηση ιατρικής αμέλειας – Αδικοπραξία
Πηγή :