Θεσσαλονίκη, 10/10/2024
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Αριθμός απόφασης: 2198
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΚΑΙ
ΝΟΜΙΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ
ΤΜΗΜΑ Α8 – ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Έχοντας υπ’ όψη:
- Τις διατάξεις :
α. του άρθρου 72 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.5104/2024 ΦΕΚ Α’ 58), εφεξής ΚΦΔ,
β. του άρθρου 10 της Δ. ΟΡΓ. Α 1125859 ΕΞ 2020/23.10.2020 Απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ (ΦΕΚ B’ 4738/26.10.2020) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
(ΑΑΔΕ)», όπως αναριθμήθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει,
γ. της ΠΟΛ.1064/12.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ (ΦΕΚ Β’ 1440/27.04.2017),
δ. την με αριθμό Α.1165/22.11.2022 απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) με θέμα «Υποβολή ενδικοφανών προσφυγών και αιτημάτων αναστολής του άρθρου 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4987/2022), αποκλειστικά ψηφιακά μέσω διαδικτύου από το δικτυακό τόπο της ΑΑΔΕ» (ΦΕΚ Β’ 6009),
- Την ΠΟΛ.1069/04.03.2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών,
- Την υπ’ αριθμ. ΔΕΔ 1126366 ΕΞ2016/30.08.2016 (Β’ 2759) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής»,
- Την από 15/05/2024 και με αριθμό πρωτοκόλλου …….. ενδικοφανή προσφυγή της …………….. …………………. ….. ………………., με ΑΦΜ …………….., συνδίκου πτώχευσης της εταιρείας με την επωνυμία «…………….. ……. A.E. – …………….. …………………. ….. ……………….» – ΑΦΜ …………….., κατά της υπ’ αριθ. ειδοποίησης ……../07.04.2024 πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου ν.4223/2013 (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) της ΑΑΔΕ έτους 2024 (αρ. δήλωσης 50……..) και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.
- Την υπ’ αριθ. ειδοποίησης ……../07.04.2024 πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου
ν.4223/2013 της ΑΑΔΕ έτους 2024 (αρ. δήλωσης 50……..), της οποίας ζητείται η ακύρωση.
- Τις απόψεις της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.
- Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α8 – Επανεξέτασης όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.
Επί της από 15/05/2024 και με αριθμό πρωτοκόλλου …….. ενδικοφανούς προσφυγής της
…………….. …………………. ….. ………………., με ΑΦΜ …………….., συνδίκου πτώχευσης της εταιρείας με την επωνυμία «…………….. ……. A.E. – …………….. …………………. ….. ……………….» – ΑΦΜ …………….., η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:
Με την υπ’ αριθ. ειδοποίησης ……../07.04.2024 πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου ν.4223/2013 της ΑΑΔΕ έτους 2024 (αρ. δήλωσης 50……..) επιβλήθηκε σε βάρος της τελούσας σε πτώχευση δυνάμει της με αριθ. ………./2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Θεσσαλονίκης ανώνυμης εταιρείας «…………….. ……. A.E. – …………….. …………………. ….. ……………….»
– ΑΦΜ …………….. κύριος φόρος 734,96€, πλέον προσαύξησης βάσει συνολικής αξίας ακίνητης περιουσίας 2.577,19€, ήτοι συνολικό ποσό ΕΝ.Φ.Ι.Α. 3.312,15€.
Η προσφεύγουσα, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά την ακύρωση ή άλλως την τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξης, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσης ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας είναι μη νόμιμη.
Επειδή, ο νόμος 4223/2013 «Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων και άλλες διατάξεις» (Α’ 287), προβλέπει στα άρθρα 1 έως 8, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Άρθρο 1. Αντικείμενο του φόρου. 1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. 2. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται στα εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης και της επιφάνειας επί του ακινήτου. […]. 3. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. ισούται: α) με τον κύριο φόρο επί του κάθε ακινήτου και την προσαύξηση επί αυτού σύμφωνα με την Ενότητα Ε΄ του άρθρου 4, εάν υποκείμενο του φόρου είναι φυσικό πρόσωπο, και β) με το άθροισμα του κύριου φόρου επί του κάθε ακινήτου και του συμπληρωματικού φόρου επί της συνολικής αξίας των δικαιωμάτων επί των ακινήτων του υποκειμένου στον φόρο, εάν υποκείμενο του φόρου είναι νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα. 4. Τα δικαιώματα επί των οποίων επιβάλλεται ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. ετησίως είναι αυτά που υπάρχουν την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, ανεξάρτητα από μεταβολές που τυχόν επέρχονται κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και ανεξάρτητα από τη μεταγραφή του τίτλου κτήσης. 5. Για τον καθορισμό του. ΕΝ.Φ.Ι.Α. λαμβάνεται υπόψη η πραγματική κατάσταση του ακινήτου. […]. Άρθρο 2. Υποκείμενο του φόρου. 1. Υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι κάθε πρόσωπο ή οντότητα του άρθρου 1, ανάλογα με το δικαίωμα και το ποσοστό του, και ειδικότερα: α) Αυτός που αποκτά δικαίωμα σε ακίνητο από οποιαδήποτε αιτία, από την ημερομηνία σύνταξης του οριστικού συμβολαίου κτήσης ή από την ημερομηνία τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται δικαίωμα ή καταδικάζεται ο δικαιοπάροχος σε δήλωση βουλήσεως. […]. 3. Ο πλήρης κύριος υποχρεούται στην καταβολή του συνολικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. που βαρύνει το ακίνητο κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του. […] 5. Ο κύριος φόρος που αναλογεί στην οίκηση και στο δικαίωμα της επιφάνειας ισούται με το φόρο που αναλογεί στην επικαρπία. Στην περίπτωση αυτή ο φόρος που αναλογεί στην πλήρη κυριότητα ισούται με το φόρο που αναλογεί στην ψιλή κυριότητα. […]. 9. Για τον φόρο επί της συνολικής αξίας ανά εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου της Ενότητας Γ και την προσαύξηση του κυρίου φόρου φυσικών προσώπων της Ενότητας Ε του άρθρου 4, καθώς και για τον συμπληρωματικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. νομικών προσώπων του άρθρου 5 εφαρμόζονται ανάλογα οι παρ. 3 έως και 8.
Άρθρο 3. Απαλλαγές από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. 1. Απαλλάσσονται από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. τα δικαιώματα στα ακίνητα που ανήκουν: […] 2. Απαλλάσσονται από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. και τα δικαιώματα στα ακίνητα για τα οποία: […] 3. Κάθε άλλη διάταξη, γενική ή ειδική, που αφορά απαλλαγές από φόρους ή τέλη, δεν εφαρμόζεται για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακίνητης Περιουσίας, με εξαίρεση τις συμβάσεις παραχώρησης του Δημοσίου που έχουν κυρωθεί με νόμο μέχρι την κατάθεση στη Βουλή του σχεδίου του παρόντος νόμου, εφόσον σε αυτές είχε προβλεφθεί η πλήρης απαλλαγή από φόρους ακίνητης περιουσίας. 4. […] 6. […] 7. […] 8. […].
Επειδή, εξάλλου, στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρονται μεταξύ άλλων, τα εξής: «Με στόχο τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας της χώρας και την εξασφάλιση των δημοσίων εσόδων, με τις προτεινόμενες διατάξεις του παρόντος νομοσχεδίου καταργείται ο φόρος στην ακίνητη περιουσία (Φ.Α.Π.) και θεσπίζεται από 1.1.2014 Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.), σε όλα τα ακίνητα της χώρας με κριτήρια την έκταση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ακινήτου. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. αποτελεί το άθροισμα του κύριου φόρου επί των ακινήτων και του συμπληρωματικού φόρου επί της συνολικής αξίας των δικαιωμάτων των ακινήτων, ο οποίος για τα φυσικά πρόσωπα επιβαρύνει μόνο την ακίνητη περιουσία άνω των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τις ήδη ψηφισθείσες διατάξεις του ν. 4152/2013 (Α’ 107) η ισχύς του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ακινήτων (Ε.Ε.Τ.Α.) που ίσχυσε για το έτος 2013, ως συνέχεια του Ε.Ε.Τ.ΗΔ.Ε. (Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Επιφανειών που ίσχυσε για τα έτη 2011 και 2012) παύει. Τα παραπάνω τέλη στα ακίνητα επιβλήθηκαν για επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος, προκειμένου να καταστεί δυνατή η άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος με κριτήριο την καθολικότητα, την αναλογικότητα και την προσφορότητα, ως το λιγότερο επαχθές μέτρο, δεδομένων των δημοσιονομικών του κράτους στη συγκεκριμένη οικονομική συγκυρία και ως επιβαλλόμενο σε περιουσία, της οποίας η πραγματική αξία εξαρτάται απολύτως από την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων της χώρας και τη σταθερή επιδίωξη για δημοσιονομική ανεξαρτησία με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων. Ο ενιαίος φόρος ιδιοκτησίας των ακινήτων στοχεύει στην καθολική φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, δηλαδή στη φορολόγηση όλων των ακινήτων που βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια, ανεξαρτήτως της ηλεκτροδότησης ή μη, διευρύνοντας καθοριστικά με τον τρόπο αυτόν τη φορολογητέα ύλη, με συνέπεια τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες σε όλη τη χώρα». Επειδή, ο εφαρμοστέος κατά τον επίδικο χρόνο κήρυξης σε πτώχευση της εν λόγω εταιρείας (2007) Πτωχευτικός Κώδικας (εφεξής «ΠτΚ»), ο οποίος κυρώθηκε με τον ν.3588/2007 (Α’ 153/10.7.2007), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο [πριν την κατάργηση του με το ν.4738/2020, Α’ 207, από 1.3.2021 δυνάμει των άρθρων 265 παρ. 1 και 208 του νόμου αυτού], όριζε στο άρθρο 1 [Σκοπός της πτώχευσης] ότι: «Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του ή με άλλο τρόπο που προβλέπεται από σχέδιο αναδιοργάνωσης και ιδίως με τη διατήρηση της επιχείρησης του», στο άρθρο 16 [Πτωχευτική Περιουσία] ότι: «1. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται. […] 5. Στην πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνεται η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Κατ’ εξαίρεση, τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, καθώς και παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώματα και αν ακόμη γεννώνται ή αναπτύσσονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, εφόσον προέρχονται από ενοχή ή κύριο δικαίωμα που υπήρχε πριν την κήρυξη της πτώχευσης.», στο άρθρο 25 [Αναστολή των ατομικών καταδιώξεων] ότι: «1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες.». Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1101/2017 7μελ., 2311, 2986/2017, 2096/2018 7μελ.), σύμφωνα με τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, οι οποίες ως οργανωμένο και αυτοτελές σύστημα κανόνων δικαίου, ρυθμίζουν κατά τρόπο αυστηρό, λεπτομερειακό και εξαντλητικό τον τρόπο αντίδρασης της έννομης τάξης στο (νομικό) γεγονός της οικονομικής πτώσης του οφειλέτη, ενόψει όχι μόνο της σημασίας του για την οικονομία αλλά και των πολλαπλών εμπλεκομένων συμφερόντων, η προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος των πτωχευτικών πιστωτών αναδεικνύεται από το νόμο σε κεντρικής σημασίας στόχο του πτωχευτικού δικαίου, αυτόν δε, μεταξύ άλλων, υπηρετούν τόσο ο κανόνας του αποχωρισμού από τον οφειλέτη της πτωχευτικής του περιουσίας και η ανάθεση της εξεύρεσης, διαφύλαξης και διατήρησης της στον σύνδικο, ενεργούντος άλλοτε κατά την κρίση του και άλλοτε σύμφωνα προς όσα αποφασίσει η ομάδα των πιστωτών ή η δικαστική αρχή, προς όφελος του συνόλου των πτωχευτικών πιστωτών, όσο και η αρχή της στέρησης του δικαιώματος ασκήσεως ατομικής διώξεως κατά του οφειλέτη, που αφορά (πλην των ανωτέρω εξαιρέσεων) όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές και, επομένως, και το Δημόσιο. Οι πτωχευτικοί πιστωτές οργανώνονται σε κοινωνία ζημίας χωρίς να μπορούν να δράσουν ελεύθερα και αυτόνομα και τα όργανα της πτώχευσης (με κύριο το σύνδικο) φροντίζουν για την κατά το δυνατόν σύμμετρη ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη (ή ενδεχομένως και μέσω της οικονομικής του επιβίωσης). Ειδικότερα, από τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι ο σύνδικος έχει δικαίωμα και ταυτόχρονα υποχρέωση να λάβει στη νομή και κατοχή του το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας (ή σε περίπτωση αρνήσεως παράδοσης αυτής από τον οφειλέτη, να προβεί και σε εκτέλεση, με βάση την απόφαση κήρυξης σε πτώχευση, κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ.), να εισπράττει απαιτήσεις, να προβαίνει σε συντηρητικές πράξεις (π.χ. διακοπή παραγραφής) και δικαστικές ενέργειες, να εγγράφει υποθήκες εκ του νόμου υπέρ της ομάδας των πιστωτών, να προβαίνει σε συμβιβασμούς και εκποιήσεις αντικειμένων υποκείμενων σε φθορά. Η δε «γενικής φύσεως αρχή» περί άρσης των ατομικών διώξεων αποκλείει, μεταξύ άλλων, την έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως ή την εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, ήτοι πράξεων που αντιστρατεύονται ευθέως τη συλλογικότητα της δράσεως που χαρακτηρίζει την πτώχευση και οδηγούν εξ ορισμού σε παρεμπόδιση του έργου και των αρμοδιοτήτων των οργάνων της πτωχευτικής διαδικασίας. Ωστόσο, στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω αρχής, σύμφωνα με το γράμμα της διάταξης του προαναφερθέντος άρθρου 25 του ΠτΚ που την προβλέπει, εμπίπτουν αποκλειστικά οι «πτωχευτικές απαιτήσεις» in abstracto (εν δυνάμει), στις οποίες συγκαταλέγονται οι οφειλές του πτωχού που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την κήρυξη της πτώχευσης (και οι φορολογικές), ανεξαρτήτως βεβαίωσης τους, η είσπραξη των οποίων μπορεί να γίνει αποκλειστικά μέσω της συλλογικής πτωχευτικής διαδικασίας, κατά την παραδοσιακή διάκριση των ειδών των χρεών του πτωχού οφειλέτη (η οποία ήδη τυποποιήθηκε και νομοθετικά στο άρθρο 96 του ήδη ισχύοντος από 1.3.2021 Πτωχευτικού Κώδικα -v. 4738/2020-) σε αντιδιαστολή προς τις οφειλές του πτωχού που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο μετά την κήρυξη της πτώχευσης και προέρχονται από τη δραστηριότητα του συνδίκου ή συνδέονται με τα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, όπως είναι οι οφειλές από ΕΝΦΙΑ που επιβάλλεται επί ακινήτων της πτωχευτικής περιουσίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως ομαδικά χρέη (άλλως ομαδικά πιστώματα) και ικανοποιούνται τόσο από την πτωχευτική όσο και από τη μεταπτωχευτική περιουσία και μάλιστα με γενικό προνόμιο κατά προτεραιότητα από το προϊόν ρευστοποίησης του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας (πρβλ. ΣτΕ 2096/2018 7μελ., σκέψη 12). Τα ομαδικά δε χρέη (ή πιστώματα) διακρίνονται και από τα μεταπτωχευτικά χρέη προς το Δημόσιο, τα οποία δημιουργούνται μεν μετά την κήρυξη της πτώχευσης (όπως τα ομαδικά), αλλά είτε γεννώνται από τη δραστηριότητα του πτωχού οφειλέτη ασχέτως με τη διαδικασία της πτώχευσης είτε γεννώνται το πρώτον με την έκδοση διαπλαστικού χαρακτήρα καταλογιστικών πράξεων (όπως επί παραδείγματι είναι τα πρόστιμα για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, πρβλ. ΣτΕ 2021/2010, ΣτΕ 2311/2017 συγκλίνουσα γνώμη στη σκέψη 11), ως εκ τούτου δε ικανοποιούνται αμιγώς από τη μεταπτωχευτική του περιουσία και κατά συνεκδοχή ομοίως δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα (ΔΠρΘεσ. 452/2022).
Επειδή, από τα στοιχεία της του φακέλου της υπόθεσης προκύπτει ότι η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….. ……. A.E. – …………….. …………………. ….. ……………….» – ΑΦΜ …………….. κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, δυνάμει της ………./2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης αυτής (ήτοι από 13.07.2007) και διορίστηκε ως οριστική σύνδικος αυτής η ……………… ……………… …. ………………., δικηγόρος Θεσσαλονίκης, κατόπιν της ………./2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας). Η εταιρεία αυτή διέθετε ακίνητη περιουσία κατά το χρόνο κήρυξης της πτώχευσης, η οποία δηλώθηκε από την προσφεύγουσα σύνδικο για λογαριασμό της εν λόγω πτωχής εταιρείας. Κατά τον κρίσιμο χρόνο (2024), η πτωχεύσασα ανώνυμη εταιρεία έχει στην κυριότητά της ένα πτωχευτικό ακίνητο και συγκεκριμένα, ένα οικόπεδο εμβαδού 3.300,00τ.μ., ευρισκόμενο στο …… ………. Βιομηχανικό Τετράγωνο της βιομηχανικής περιοχής …………. Θεσσαλονίκης, μετά του επ’ αυτού βιομηχανικό κτίριο συνολικού εμβαδού 1.142,81τ.μ. με προσδιορισθείσα αξία 468.580,06€. Βάσει της κατά τα ανωτέρω προσδιορισθείσας αξίας του εν λόγω ακινήτου, υπολογίστηκε κύριος φόρος ποσού 734,96€ και συμπληρωματικός φόρος ποσού 2.577,19€, ήτοι συνολικά ποσό φόρου 3.312,15€, δυνάμει της από 07.04.2024 και με αριθμό ειδοποίησης …….. και αρ. χρημ. καταλόγου ../….. πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου ΕΝΦΙΑ έτους 2024 του Διοικητή της ΑΑΔΕ.
Επειδή, η προσφεύγουσα ζητά την ακύρωση της υπό κρίση πράξης διοικητικού προσδιορισμού ΕΝΦΙΑ έτους 2024 ως αντιβαίνουσας στο άρθρο 25 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007). Εν τούτοις, λαμβάνοντας υπόψη α) το πεδίο εφαρμογής της άρθρου 25 του ΠτΚ για την αναστολή των ατομικών διώξεων, που καταρχήν καταλαμβάνει αποκλειστικά τα πτωχευτικά χρέη, ήτοι τα χρέη που είχαν ήδη γεννηθεί κατά το χρόνο κήρυξης της πτώχευσης και β) τη διάκριση των χρεών του πτωχού σε πτωχευτικά, μεταπτωχευτικά και ομαδικά πιστώματα, η υπό κρίση φορολογική οφειλή ΕΝΦΙΑ έτους 2024 γεννηθείσα σε χρόνο μετά την κήρυξη της πτώχευσης το 2007, αφορώσα την πτωχευτική περιουσία της εταιρείας, ήτοι την περιουσία που κατείχε όταν κηρύχθηκε σε πτώχευση, σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί πτωχευτικό χρέος, αποτελεί δε ομαδικό πίστωμα, το οποίο ικανοποιείται με γενικό προνόμιο κατά προτεραιότητα τόσο από την πτωχευτική όσο και από τη μεταπτωχευτική περιουσία από το προϊόν ρευστοποίησης του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας (πρβλ. ΣτΕ 2096/2018 7μελ., σκέψη 12).
Με βάση τα ανωτέρα, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Α π ο φ α σ ί ζ ο υ μ ε
την απόρριψη της υπ’ αριθ. πρωτ. ……../15.05.2024 ενδικοφανούς προσφυγής της …………….. …………………. ….. ………………., με ΑΦΜ: …………….., συνδίκου πτώχευσης της εταιρείας με την επωνυμία «…………….. ……. A.E. – …………….. …………………. ….. ……………….» – ΑΦΜ ………………
Οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου – καταλογιζόμενο ποσό με βάση την παρούσα απόφαση:
Ενιαίος φόρος ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) έτους 2024: 3.312,15€
Το παραπάνω ποσό βεβαιώθηκε με την υπ’ αριθμ. ειδοποίησης ……../07.04.2024 πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου ν.4223/2013 έτους 2024 (ΑΧΚ …./……) της ΑΑΔΕ.
Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στην υπόχρεη.
Ακριβές αντίγραφο ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ
Η υπάλληλος του Αυτοτελούς ΤΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Γραφείου Διοικητικής Υποστήριξης
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΟΥ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ Α8 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΖΑΧΑΡΑΚΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
Σ η μ ε ί ω σ η : Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.