ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 28ης Νοεμβρίου 2024 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ – Άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2 – Άρθρο 10 – Κατηγορούμενος – Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία – Διενέργεια μέσω καταναγκασμού – Σκοποί πρόληψης και ανίχνευσης ποινικών αδικημάτων – Ερμηνεία της απόφασης της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία) (C‑205/21, EU:C:2023:49) – Υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας – Εκτίμηση της “απόλυτης αναγκαιότητας” της επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων – Ρόλος των αρμόδιων αρχών »
Στην υπόθεση C‑80/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) με απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Φεβρουαρίου 2023, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά
V.S.,
παρισταμένου του:
Ministerstvo na vatreshnite raboti, Glavna direktsia za borba s organiziranata prestapnost,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους I. Jarukaitis, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, Δ. Γρατσία (εισηγητή) και E. Regan, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour
γραμματέας: R. Stefanova-Kamisheva, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαρτίου 2024,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις T. Mitova και T. Tsingileva,
– η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Zs. Biró-Tóth και τον Z. Fehér,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον A. Μπουχάγιαρ, την C. Georgieva, τον H. Kranenborg και τον F. Wilman,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιουνίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ 2016, L 119, σ. 89).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά της V.S. με σκοπό τη μέσω καταναγκασμού συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων της με σκοπό την καταγραφή τους.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας 2016/680 έχει ως εξής:
«Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία είναι εκ φύσεως ιδιαίτερα ευαίσθητα σε σχέση με θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες χρήζουν ειδικής προστασίας, καθότι το πλαίσιο της επεξεργασίας τους μπορεί να δημιουργήσει σημαντικούς κινδύνους για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες. […] Η επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων θα πρέπει […] να επιτρέπεται από τον νόμο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει συμφωνήσει ρητά σε επεξεργασία που είναι ιδιαίτερα παρεμβατική για αυτό. Ωστόσο, η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων δε θα πρέπει να παρέχει αυτή καθαυτή νομική βάση για την επεξεργασία τέτοιων ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές.»
4 Το άρθρο 1 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και στόχοι», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κανόνες που αφορούν στην προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους.»
5 Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:
[…]
7) “αρμόδια αρχή”:
α) κάθε δημόσια αρχή αρμόδια για την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους· ή
β) κάθε άλλος οργανισμός ή φορέας στον οποίο το δίκαιο κράτους μέλους αναθέτει ρόλο δημόσιας αρχής και την εκτέλεση δημόσιων εξουσιών για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους·
[…]».
6 Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:
α) υποβάλλονται σε σύννομη και δίκαιη επεξεργασία·
β) συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς·
γ) είναι κατάλληλα, συναφή και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία·
[…]».
7 Το άρθρο 6 της οδηγίας 2016/680, το οποίο επιγράφεται «Διάκριση μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών υποκειμένων των δεδομένων», έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη, κατά περίπτωση και στον βαθμό του εφικτού, προβλέπουν ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας διακρίνει σαφώς μεταξύ δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διαφορετικών κατηγοριών υποκειμένων, παραδείγματος χάριν:
α) προσώπων σε σχέση με τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι διέπραξαν ή πρόκειται να διαπράξουν ποινικό αδίκημα·
[…]».
8 Κατά το άρθρο 8 της οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Νομιμότητα της επεξεργασίας»:
«1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η επεξεργασία είναι σύννομη μόνον εάν και στον βαθμό που είναι απαραίτητη για την εκτέλεση καθήκοντος που ασκείται από αρχή αρμόδια για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και βασίζεται στο δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών.
2. Το δίκαιο κράτους μέλους που ρυθμίζει την επεξεργασία στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας καθορίζει τουλάχιστον τους στόχους της επεξεργασίας, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία και τους σκοπούς της επεξεργασίας.»
9 Το άρθρο 10 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ορίζει τα εξής:
«Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων για την αποκλειστική ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου ή δεδομένων που αφορούν στην υγεία ή τη σεξουαλική ζωή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό επιτρέπονται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίες, με την επιφύλαξη των κατάλληλων διασφαλίσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων και εφόσον:
α) επιτρέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών·
β) επιβάλλονται για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου· ή
γ) η επεξεργασία αυτή αφορά σε δεδομένα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων.»
Το βουλγαρικό δίκαιο
Ο NK
10 Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του Nakazatelen kodeks (ποινικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: ΝK), τα αδικήματα τελούνται εκ προθέσεως όταν ο δράστης έχει επίγνωση της φύσης της πράξης του ή όταν επιθυμεί την επέλευση του αποτελέσματος του αδικήματος ή όταν επιτρέπει την επέλευση του αποτελέσματος αυτού. Η μεγάλη πλειονότητα των αδικημάτων που προβλέπονται στον ΝΚ είναι εκ προθέσεως τελούμενα αδικήματα.
Ο NPK
11 Το άρθρο 46, παράγραφος 1, και το άρθρο 80 του Nakazatelno-protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: NPK), προβλέπουν ότι τα ποινικά αδικήματα διώκονται είτε αυτεπαγγέλτως, ήτοι με κίνηση της διαδικασίας απαγγελίας κατηγορίας από τον εισαγγελέα, είτε κατόπιν κίνησης της διαδικασίας από την πολιτική αγωγή. Σχεδόν όλα τα προβλεπόμενα από τον NK αδικήματα διώκονται αυτεπαγγέλτως.
12 Δυνάμει του άρθρου 219, παράγραφος 1, του NPK, «όταν συγκεντρώνονται επαρκείς αποδείξεις ότι ορισμένο πρόσωπο είναι ένοχο για τη διάπραξη αξιόποινης πράξης διωκόμενης αυτεπαγγέλτως», απαγγέλλονται κατηγορίες εναντίον του προσώπου αυτού, το οποίο ενημερώνεται σχετικά. Είναι δυνατή η λήψη διαφόρων μέτρων δικονομικού καταναγκασμού εις βάρος του, στα οποία το οικείο πρόσωπο μπορεί να εναντιωθεί, παρέχοντας εξηγήσεις ή προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία.
13 Σύμφωνα με τον NPK, για τα μέτρα έρευνας που τίθενται σε εφαρμογή κατά το προκαταρκτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας, με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, και τα οποία θίγουν την ιδιωτική σφαίρα των φυσικών προσώπων, απαιτείται, κατ’ αρχήν, προηγούμενη άδεια δικαστή.
14 Στα εν λόγω μέτρα έρευνας συγκαταλέγεται, μεταξύ άλλων, η εξέταση προσώπου, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 158 του NPK. Η εξέταση αυτή αποσκοπεί, κατ’ ουσίαν, στον προσδιορισμό των φυσικών χαρακτηριστικών του προσώπου και μπορεί να περιλαμβάνει, εφόσον είναι αναγκαίο, τη λήψη φωτογραφιών και δακτυλικών αποτυπωμάτων καθώς και τη λήψη δείγματος για την κατάρτιση προφίλ DNA. Η εν λόγω εξέταση διενεργείται με τη συγκατάθεση του προσώπου. Σε περίπτωση αρνήσεως του προσώπου να υποβληθεί στην εξέταση, αυτή διενεργείται με καταναγκασμό, υπό την επιφύλαξη της προηγούμενης αδείας του δικαστή, πλην της περιπτώσεως επείγοντος, οπότε πρέπει να υποβληθεί εκ των υστέρων αίτηση δικαστικής εγκρίσεως.
15 Στο πλαίσιο αυτό, η ποινική δικογραφία διαβιβάζεται στον αρμόδιο δικαστή, ο οποίος μπορεί να εξετάσει το σύνολο των στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτήν προκειμένου να εκτιμήσει αν η αίτηση για τη χορήγηση προηγούμενης άδειας ή εκ των υστέρων έγκρισης είναι βάσιμη.
Ο ZMVR
16 Σύμφωνα με το άρθρο 6 του zakon sa Ministerstvo na vatreshnite raboti (νόμου περί του Υπουργείου Εσωτερικών) (DV αριθ. 53, της 27ης Ιουνίου 2014), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: ZMVR), το Υπουργείο Εσωτερικών ασκεί ορισμένες κύριες δραστηριότητες στις οποίες συγκαταλέγονται δραστηριότητα επιχειρησιακής έρευνας και εποπτείας, δραστηριότητες έρευνας σχετικά με αδικήματα και δραστηριότητα συλλογής πληροφοριών.
17 Σύμφωνα με το άρθρο 27 του ZMVR, τα δεδομένα που καταγράφονται από την αστυνομία δυνάμει του άρθρου 68 του εν λόγω νόμου χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς στο πλαίσιο της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολέμησης της εγκληματικότητας και της τήρησης της δημόσιας τάξης.
18 Το άρθρο 68 του ZMVR ορίζει τα εξής:
«1. Οι αστυνομικές αρχές προβαίνουν σε αστυνομική καταγραφή των προσώπων που κατηγορούνται για αυτεπαγγέλτως διωκόμενο εκ προθέσεως τελεσθέν ποινικό αδίκημα. […]
2. Η αστυνομική καταγραφή συνιστά κατηγορία επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τους όρους του παρόντος νόμου.
3. Για τον σκοπό της αστυνομικής καταγραφής, οι αστυνομικές αρχές:
1) συλλέγουν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που μνημονεύονται στο άρθρο 18 του [zakon za balgaskite lichni dokumenti (νόμου περί των βουλγαρικών εγγράφων ταυτότητας)]·
2) λαμβάνουν τα δακτυλικά αποτυπώματα των προσώπων και τα φωτογραφίζουν·
3) λαμβάνουν δείγματα για τη δημιουργία προφίλ DNA των προσώπων.
4. Η συναίνεση του προσώπου δεν απαιτείται για τη διενέργεια των πράξεων που μνημονεύονται στην παράγραφο 3, σημείο 1.
5. Τα πρόσωπα υποχρεούνται να συνεργάζονται και να μην εμποδίζουν ούτε να παρακωλύουν την άσκηση από τις αστυνομικές αρχές των πράξεων που μνημονεύονται στην παράγραφο 3. Σε περίπτωση άρνησης συνεργασίας του προσώπου, οι πράξεις που μνημονεύονται στην παράγραφο 3, σημεία 2 και 3, διενεργούνται καταναγκαστικώς κατόπιν αδείας του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται το αυτεπαγγέλτως διωκόμενο ποινικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται το πρόσωπο.
[…]»
Ο NRISPR
19 Ο naredba za reda za izvarshvane i snemane na politseyska registratsia (κανονισμός περί των όρων διενέργειας της αστυνομικής καταγραφής) (DV αριθ. 90, της 31ης Οκτωβρίου 2014), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: NRISPR), περιέχει λεπτομερείς ρυθμίσεις για τη διενέργεια της αστυνομικής καταγραφής που προβλέπει το άρθρο 68 του ZMVR.
20 Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του NRISPR, στο πρόσωπο που πρόκειται να υποβληθεί σε αστυνομική καταγραφή δίνεται προς συμπλήρωση έντυπο όπου δηλώνει αν συναινεί με τα μέτρα λήψης φωτογραφίας, δακτυλικών αποτυπωμάτων και δείγματος DNA. Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του NRISPR, σε περίπτωση μη συναίνεσης του προσώπου αυτού, η αστυνομία υποβάλλει αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο προκειμένου να επιτραπεί η μέσω καταναγκασμού εφαρμογή των μέτρων αυτών.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
21 Με διάταξη της 1ης Μαρτίου 2021, απαγγέλθηκαν εις βάρος της V.S., βάσει του άρθρου 255 και του άρθρου 321, παράγραφοι 2 και 3, του NK, κατηγορίες για συμμετοχή από κοινού με άλλα τρία πρόσωπα σε εγκληματική οργάνωση, συσταθείσα με σκοπό τον πλουτισμό, στο πλαίσιο της δραστηριότητας δύο εμπορικών εταιριών, για την τέλεση με συντονισμένη δράση, εντός της βουλγαρικής επικράτειας, εγκλημάτων απάτης ως προς τη βεβαίωση και την καταβολή φορολογικών οφειλών στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας.
22 Μετά την επίδοση της εν λόγω διάταξης περί απαγγελίας της κατηγορίας, η V.S. κλήθηκε από τις αστυνομικές αρχές, που είναι οι αρμόδιες αρχές, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 7, της οδηγίας 2016/680, να υποβληθεί στην αστυνομική καταγραφή που προβλέπεται στο άρθρο 68 του ZMVR. Στο έντυπο που της δόθηκε προς συμπλήρωση δήλωσε ότι είχε ενημερωθεί για την ύπαρξη νομικής βάσης για τη διενέργεια της αστυνομικής καταγραφής και ότι δεν συναινούσε να υποβληθεί στη συλλογή των δακτυλοσκοπικών και φωτογραφικών δεδομένων της προς τον σκοπό της καταγραφής τους, ούτε στη λήψη δείγματος για τη δημιουργία του προφίλ DNA της. Οι εν λόγω αστυνομικές αρχές δεν προέβησαν στη συλλογή και ζήτησαν από το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία) να επιτραπεί η διενέργεια της συλλογής μέσω καταναγκασμού.
23 Η αίτηση των αστυνομικών αρχών προς το εν λόγω δικαστήριο ανέφερε ότι είχαν συγκεντρωθεί επαρκείς αποδείξεις ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων, συμπεριλαμβανομένης της V.S., στο πλαίσιο της οικείας ποινικής διαδικασίας. Στην αίτηση διευκρινιζόταν ότι έχουν απαγγελθεί επισήμως κατηγορίες κατά της V.S. για την τέλεση αδικήματος προβλεπόμενου στο σημείο 2 της παραγράφου 3 του άρθρου 321 του ΝΚ, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, και ότι η V.S. αρνήθηκε να υποβληθεί στη συλλογή των δακτυλοσκοπικών και φωτογραφικών δεδομένων της προς τον σκοπό της καταγραφής τους και στη λήψη δείγματος προς τον σκοπό της δημιουργίας του προφίλ DNA της, μνημονευόταν δε η νομική βάση για τη συλλογή των δεδομένων αυτών. Τέλος, με την αίτηση ζητείτο από το εν λόγω δικαστήριο να επιτρέψει τη διενέργεια της συλλογής των δεδομένων μέσω καταναγκασμού. Στην εν λόγω αίτηση επισυνάπτονταν μόνον τα αντίγραφα της διατάξεως περί απαγγελίας κατηγορίας κατά της V.S. και του εντύπου δήλωσης που αυτή συμπλήρωσε.
24 Το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων), έχοντας αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της διαδικασίας αστυνομικής καταγραφής με το δίκαιο της Ένωσης, υπέβαλε στο Δικαστήριο, με απόφαση της 31ης Μαρτίου 2021, αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
25 Ειδικότερα, με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα το εν λόγω δικαστήριο ζητούσε, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/680 καθώς και τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία, σε περίπτωση που πρόσωπο το οποίο κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος αρνείται να συνεργαστεί αυτοβούλως στη συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων του, προς τον σκοπό της καταγραφής τους, το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο υποχρεούται να επιτρέψει την καταναγκαστική διενέργεια της συλλογής αυτής, χωρίς να έχει την εξουσία να εκτιμήσει αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι το υποκείμενο των δεδομένων τέλεσε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται [απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2023, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από την αστυνομία), C‑205/21, ECLI:EU:C:2023:49, σκέψη 77, στο εξής: «απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων Ι»].
26 Επιπλέον, με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα το εν λόγω δικαστήριο ζητούσε να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, καθώς και με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη συστηματική συλλογή, προς τον σκοπό της καταγραφής τους, βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος, χωρίς να προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή οφείλει να διαπιστώσει και να καταδείξει, αφενός, ότι η συλλογή αυτή είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των συγκεκριμένων σκοπών που επιδιώκονται και, αφετέρου, ότι δεν είναι δυνατή η επίτευξη των σκοπών αυτών με τη συλλογή μέρους μόνον των οικείων δεδομένων (απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, σκέψη 114).
27 Κατόπιν νομοθετικής τροποποιήσεως η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 27 Ιουλίου 2022, το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων) καταργήθηκε και η υπόθεση της κύριας δίκης μεταφέρθηκε από την ημερομηνία αυτή στο Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.
28 Το Δικαστήριο, στην απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων Ι (σκέψη 110 και σημείο 2 του διατακτικού), απαντώντας στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, αποφάνθηκε ότι το άρθρο 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/680 καθώς και τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι, σε περίπτωση που πρόσωπο το οποίο κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος αρνείται να συνεργαστεί αυτοβούλως στη συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων που το αφορούν προς τον σκοπό της καταγραφής τους, το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει την καταναγκαστική συλλογή των δεδομένων αυτών, χωρίς να έχει την εξουσία να εκτιμήσει αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρηθεί ότι το υποκείμενο των δεδομένων τέλεσε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται, υπό τον όρο ότι το εθνικό δίκαιο διασφαλίζει μεταγενεστέρως τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων επί των οποίων στηρίζεται η απαγγελία κατηγορίας βάσει της οποίας χορηγήθηκε η άδεια για τη διενέργεια της συλλογής των δεδομένων.
29 Στο πλαίσιο της απαντήσεως στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη συστηματική συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων κάθε προσώπου που κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος είναι, κατ’ αρχήν, αντίθετη προς την απαίτηση του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, κατά την οποία η επεξεργασία των ειδικών κατηγοριών δεδομένων που προβλέπει το άρθρο αυτό πρέπει να επιτρέπεται «μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαί[α]» (απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, σκέψη 128).
30 Όσον αφορά τις συνέπειες που όφειλε να αντλήσει το αιτούν δικαστήριο από την κρίση αυτή, το Δικαστήριο, στη σκέψη 133 της εν λόγω αποφάσεως, διευκρίνισε ότι εναπόκειτο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, είναι δυνατή η ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει το εν λόγω μέτρο καταναγκασμού κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, στο αιτούν δικαστήριο απέκειτο να εξακριβώσει αν το εθνικό δίκαιο επιτρέπει να εκτιμηθεί η «απόλυτη αναγκαιότητα» της συλλογής τόσο των βιομετρικών όσο και των γενετικών δεδομένων του υποκειμένου των δεδομένων προς τον σκοπό της καταγραφής τους. Μεταξύ άλλων, πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να μπορεί να εξακριβωθεί αν η φύση και η σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο είναι ύποπτο το υποκείμενο των δεδομένων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας της κύριας δίκης, ή αν άλλα κρίσιμα στοιχεία μπορούν να αποτελέσουν περιστάσεις ικανές να στοιχειοθετήσουν τέτοια «απόλυτη ανάγκη». Επιπλέον, πρέπει να διασφαλιστεί ότι η συλλογή των δεδομένων που αφορούν την οικογενειακή κατάσταση, συλλογή επίσης προβλεπόμενη στο πλαίσιο της αστυνομικής καταγραφής, δεν καθιστά δυνατή, αφ’ εαυτής, την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.
31 Στη σκέψη 134 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο δεν εγγυάται τέτοιον έλεγχο του μέτρου της συλλογής βιομετρικών και γενετικών δεδομένων, εναπόκειτο στο αιτούν δικαστήριο να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 απορρίπτοντας την αίτηση των αστυνομικών αρχών περί χορήγησης αδείας για την καταναγκαστική συλλογή των δεδομένων αυτών.
32 Συνακόλουθα, λαμβάνοντας υπόψη όσα εκτίθενται στις σκέψεις 116 έως 134 της αποφάσεως Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, απαντώντας στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, ότι το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, καθώς και με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη συστηματική συλλογή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων από κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος προς τον σκοπό της καταγραφής τους, χωρίς να προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή οφείλει να διαπιστώσει και να καταδείξει, αφενός, κατά πόσον η συλλογή αυτή είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση των συγκεκριμένων σκοπών που επιδιώκονται και, αφετέρου, ότι δεν είναι δυνατή η επίτευξη των σκοπών αυτών με μέτρα που συνιστούν λιγότερο σοβαρή επέμβαση στα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων (απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, σκέψη 135 και σημείο 3 του διατακτικού).
33 Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις συνέπειες που πρέπει να αντλήσει από την απάντηση του Δικαστηρίου στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, ιδίως λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου να αποφανθεί επί της αιτήσεως των αστυνομικών αρχών να τους επιτραπεί η μέσω καταναγκασμού συλλογή των επίμαχων στην κύρια δίκη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
34 Συναφώς, αφενός, εκτιμά ότι δεν μπορεί να προβεί στις εξακριβώσεις που μνημονεύονται στη σκέψη αυτή βάσει των εγγράφων που του διαβίβασαν οι εν λόγω αρχές, ήτοι της διατάξεως περί απαγγελίας κατηγορίας κατά της V.S. καθώς και του εντύπου δηλώσεως με το οποίο η V.S. αρνείται τη συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων της, τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως. Εκτιμά ότι, προς τούτο, θα έπρεπε να έχει στη διάθεσή του το σύνολο της δικογραφίας, πράγμα που θα προϋπέθετε να εφαρμόσει όχι τον ειδικό κανόνα τον οποίο προβλέπει, στο πλαίσιο της διαδικασίας της αστυνομικής καταγραφής, το άρθρο 68, παράγραφος 5, δεύτερη περίοδος, του ZMVR, αλλά τους γενικούς κανόνες του NPK που εφαρμόζονται στη χορήγηση προηγούμενης δικαστικής άδειας για τη διενέργεια μέτρων έρευνας που θίγουν την ιδιωτική σφαίρα των φυσικών προσώπων, και ειδικότερα το άρθρο 158 του κώδικα αυτού.
35 Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στις σκέψεις 100 και 101 της αποφάσεως Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη το να μην έχει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας για την καταναγκαστική συλλογή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων του κατηγορουμένου στη διάθεσή του τα αποδεικτικά στοιχεία που οδήγησαν στην απαγγελία κατηγορίας και, ως εκ τούτου, να μην έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τα στοιχεία αυτά.
36 Εντούτοις, εκτιμά ότι η κρίση αυτή στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η εκτίμηση από τον δικαστή των αποδεικτικών στοιχείων που δικαιολογούν την απαγγελία κατηγορίας, κατά το προκαταρκτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας, θα μπορούσε να παρακωλύσει τη διεξαγωγή της ποινικής έρευνας κατά τη διάρκεια της οποίας συλλέγονται τα δεδομένα αυτά.
37 Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που διέπεται από το άρθρο 158 του NPK, ο Βούλγαρος νομοθέτης προέβλεψε την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου καθώς και την κοινοποίηση της δικογραφίας της υποθέσεως στον δικαστή, αλλά ότι τούτο δεν συμβαίνει στο πλαίσιο της αστυνομικής καταγραφής. Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, η διαφοροποίηση αυτή ως προς το νομικό καθεστώς οφείλεται στο ότι, αφενός, η συλλογή των δεδομένων στο πλαίσιο της εν λόγω καταγραφής ζητείται από την αστυνομία και όχι από την εισαγγελική αρχή και ότι, αφετέρου, η συλλογή αυτή διενεργείται μόνο για ενδεχόμενη μελλοντική χρήση των εν λόγω δεδομένων, εφόσον προκύψει τέτοια ανάγκη. Αντιθέτως, η απουσία τέτοιου αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου σε μια τέτοια περίπτωση δεν έχει, κατά την άποψή του, ως σκοπό ούτε την τήρηση της μυστικότητας της ανακρίσεως ούτε τη μη παρακώλυση των μελλοντικών μέτρων έρευνας στο πλαίσιο της επίμαχης ποινικής διαδικασίας.
38 Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, πριν απαιτήσει από τις αρμόδιες αρχές τη διαβίβαση της δικογραφίας της ποινικής διαδικασίας, πρέπει το Δικαστήριο να του επιβεβαιώσει ότι η εν λόγω απαίτηση δεν έρχεται σε αντίθεση με τις σκέψεις 100 και 101 της αποφάσεως Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I ή, αντιθέτως, να εκτιμήσει το Δικαστήριο ότι οι εξακριβώσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 133 της εν λόγω αποφάσεως πρέπει να πραγματοποιούνται αποκλειστικώς και μόνον βάσει της διατάξεως περί απαγγελίας κατηγορίας σε βάρος του υποκειμένου των δεδομένων και της δηλώσεως αυτού ότι αρνείται τη συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων του.
39 Επιπλέον, σε περίπτωση που το Δικαστήριο παράσχει μια τέτοια επιβεβαίωση, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, από τη στιγμή που θα έχει στη διάθεσή του τη δικογραφία της ποινικής διαδικασίας, θα πρέπει να προβεί στην εκτίμηση του βασίμου της εν λόγω απαγγελίας κατηγορίας.
40 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πληρούται η απαίτηση να εξετάζεται η ύπαρξη “απόλυτης αναγκαιότητας” που προβλέπεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο στη σκέψη 133 της απόφασης [Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I], στην περίπτωση που η εξέταση διενεργείται, αποκλειστικά και μόνο, βάσει της διάταξης περί απαγγελίας της επίσημης κατηγορίας κατά προσώπου και βάσει της έγγραφης δήλωσής του περί μη συναίνεσης στη συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων του ή απαιτείται να έχει το δικαστήριο ενώπιόν του όλα τα στοιχεία της δικογραφίας τα οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τίθενται στη διάθεσή του σε περίπτωση αίτησης για τη χορήγηση αδείας για τη διενέργεια ερευνών που θίγουν τη νομική σφαίρα φυσικών προσώπων, όταν η αίτηση αυτή υποβάλλεται στο πλαίσιο ποινικής υπόθεσης;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, δύναται το δικαστήριο, αφού λάβει γνώση της δικογραφίας, να εξετάσει επίσης, στο πλαίσιο της εκτίμησης της ύπαρξης «απόλυτης αναγκαιότητας» κατά την έννοια του άρθρου 10, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2016/680, το κατά πόσον υφίστανται σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στο κατηγορητήριο;»
Επί του παραδεκτού της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως
41 Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη. Συναφώς, εκτιμά ότι, στην απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, το Δικαστήριο παρέσχε στο αιτούν δικαστήριο την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης από την οποία εξαρτάται η επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι τα προδικαστικά ερωτήματα στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως αυτής. Συγκεκριμένα, αφενός, στη σκέψη 133 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ελέγχου που πρέπει να διενεργήσει ο εθνικός δικαστής πριν επιτρέψει μέτρο συλλογής βιομετρικών και γενετικών δεδομένων και, ως εκ τούτου, δεν επέβαλε στο αιτούν δικαστήριο τη διενέργεια ειδικής εξακρίβωσης σε σχέση με τη συλλογή αυτή. Αφετέρου, κακώς το αιτούν δικαστήριο συνάγει από τις σκέψεις 100 και 101 της απόφασης Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I ότι το Δικαστήριο έκρινε σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης τον περιορισμένο δικαστικό έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 68, παράγραφος 5, του ZMVR και καταλήγει, ως εκ τούτου, στο συμπέρασμα ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ των σκέψεων αυτών και της σκέψης 133 της εν λόγω απόφασης.
42 Πρώτον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να απαντήσει (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth, C‑569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:871, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
43 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υποβάλλει εθνικό δικαστήριο μπορεί, συνεπώς, να απορριφθεί μόνον αν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το δικαστήριο αυτό δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ακόμη όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth, C‑569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:871, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
44 Δεύτερον, υπενθυμίζεται επίσης ότι το κύρος με το οποίο περιβάλλεται η απόφαση που εκδίδεται σε προδικαστική υπόθεση δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο που είναι αποδέκτης της αποφάσεως αυτής, αν κρίνει αναγκαίο, να απευθυνθεί εκ νέου στο Δικαστήριο πριν τάμει τη διαφορά στην κύρια δίκη. Τέτοια υποβολή νέας αίτησης μπορεί να δικαιολογείται, μεταξύ άλλων, όταν το εθνικό δικαστήριο προσκρούει σε δυσχέρειες κατανοήσεως ή εφαρμογής της αποφάσεως, όταν υποβάλλει στο Δικαστήριο νέο νομικό ερώτημα ή ακόμη όταν του υποβάλλει νέα στοιχεία εκτιμήσεως ικανά να οδηγήσουν το Δικαστήριο να απαντήσει διαφορετικά σε ήδη υποβληθέν ερώτημα (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2003, Kaba, C‑466/00, EU:C:2003:127, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 9ης Μαρτίου 2023, Pro Rauchfrei II, C‑356/22, EU:C:2023:174, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
45 Εν προκειμένω, με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με την απαίτηση δικαστικού ελέγχου της «απόλυτης αναγκαιότητας» της συλλογής βιομετρικών και γενετικών δεδομένων, κατά την έννοια του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, η οποία, κατά το αιτούν δικαστήριο, διατυπώθηκε στη σκέψη 133 της αποφάσεως Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, προκειμένου να αποφανθεί επί της αιτήσεως των βουλγαρικών αστυνομικών αρχών για τη μέσω καταναγκασμού συλλογή τέτοιων κατηγοριών δεδομένων, αιτήσεως η οποία οδήγησε ακριβώς στην υποβολή των προδικαστικών ερωτημάτων στα οποία το Δικαστήριο απάντησε με την ως άνω απόφαση. Εξ αυτού προκύπτει ότι τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα έχουν άμεση σχέση με τη διαφορά της κύριας δίκης και είναι λυσιτελή για να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να την επιλύσει.
46 Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Επιτροπής σχετικά με την προβαλλόμενη εσφαλμένη ερμηνεία, από το αιτούν δικαστήριο, των σκέψεων 100, 101 και 133 της αποφάσεως Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, η επιχειρηματολογία αυτή αφορά, στην πραγματικότητα, την ουσία των υποβληθέντων ερωτημάτων και, επομένως, δεν μπορεί, ως εκ της φύσεώς της, να έχει ως αποτέλεσμα το απαράδεκτο των ερωτημάτων [πρβλ. απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2022, Proximus (Δημόσιοι ηλεκτρονικοί κατάλογοι), C‑129/21, EU:C:2022:833, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
47 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
48 Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Επιπλέον, το Δικαστήριο ενδέχεται να χρειαστεί να λάβει υπόψη κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους δεν αναφέρθηκε ο εθνικός δικαστής με το ερώτημά του (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2024, Direktor na Glavna direktsia «Natsionalna politsia» pri MVR – Sofia, C‑118/22, EU:C:2024:97, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
49 Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 29 έως 32 της παρούσας αποφάσεως, στις σκέψεις 116 έως 135 της αποφάσεως Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να διαπιστώσουν και να καταδείξουν την «απόλυτη αναγκαιότητα» της συλλογής τόσο των βιομετρικών όσο και των γενετικών δεδομένων του υποκειμένου των δεδομένων με σκοπό την καταγραφή τους.
50 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, σημείο 7, της οδηγίας 2016/680 ορίζει την έννοια της «αρμόδιας αρχής», στην οποία εμπίπτουν οι επίμαχες στη διαφορά της κύριας δίκης αστυνομικές αρχές, ως κάθε δημόσια αρχή αρμόδια για την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους, καθώς και ως κάθε άλλο οργανισμό ή φορέα στον οποίο το δίκαιο κράτους μέλους αναθέτει ρόλο δημόσιας αρχής και την εκτέλεση δημόσιων εξουσιών για τους σκοπούς αυτούς.
51 Εξάλλου, δεδομένου ότι, στη σκέψη 135 και στο σημείο 3 του διατακτικού της αποφάσεως Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, το Δικαστήριο αναφέρθηκε, όσον αφορά την απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, στην ερμηνεία του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, καθώς και με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το υπό κρίση ερώτημα αφορά επίσης το σύνολο των διατάξεων αυτών.
52 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, καθώς και με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι, όταν εθνική νομοθεσία προβλέπει τη συστηματική συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων κάθε προσώπου το οποίο κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος προς τον σκοπό της καταγραφής τους, χωρίς να προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 7, της οδηγίας, υπέχει υποχρέωση να διαπιστώσει και να καταδείξει την απόλυτη αναγκαιότητα της συλλογής αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 10 της ίδιας οδηγίας, η τήρηση της εν λόγω υποχρεώσεως μπορεί να διασφαλιστεί από το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται η αρμόδια αρχή προς τον σκοπό της μέσω καταναγκασμού διενέργειας της συλλογής των δεδομένων, με απαίτηση, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του δικαστηρίου αυτού να τεθεί στη διάθεσή του η δικογραφία της ποινικής διαδικασίας.
53 Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680 αποτελεί ειδική διάταξη, η οποία διέπει τις επεξεργασίες ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα βιομετρικά και γενετικά δεδομένα. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η διασφάλιση αυξημένης προστασίας του υποκειμένου των δεδομένων στο μέτρο που, λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα τους και του πλαισίου εντός του οποίου υποβάλλονται σε επεξεργασία, τα συγκεκριμένα δεδομένα ενδέχεται να συνεπάγονται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας, σημαντικούς κινδύνους για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, όπως είναι το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη (αποφάσεις Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων Ι, σκέψη 116, και της 30ής Ιανουαρίου 2024, Direktor na Glavna direktsia «Natsionalna politsia» pri MVR – Sofia, C‑118/22, EU:C:2024:97, σκέψη 47).
54 Προς τούτο, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 10, η απαίτηση να επιτρέπεται η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων «μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαί[α]» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθορίζει ενισχυμένες προϋποθέσεις νομιμότητας της επεξεργασίας τέτοιων δεδομένων, υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων που απορρέουν από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, καθώς και από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/680, οι οποίες αναφέρονται μόνο στην «αναγκαιότητα» επεξεργασίας δεδομένων που εμπίπτει, εν γένει, στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας [πρβλ. αποφάσεις Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, σκέψη 117, και της 4ης Οκτωβρίου 2024, Bezirkshauptmannschaft Landeck (Απόπειρα πρόσβασης σε προσωπικά δεδομένα αποθηκευμένα σε κινητό τηλέφωνο), C‑548/21, EU:C:2024:830, σκέψη 107].
55 Συνακόλουθα, στην απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη συστηματική συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων κάθε προσώπου που κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος, χωρίς να προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή οφείλει να διαπιστώσει και να καταδείξει την «απόλυτη αναγκαιότητα» της συλλογής αυτής, σύμφωνα με την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680, είναι, κατ’ αρχήν, αντίθετη προς το εν λόγω άρθρο 10, δεδομένου ότι μια τέτοια νομοθεσία μπορεί να οδηγήσει, αδιακρίτως και γενικώς, στη συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων της πλειονότητας των προσώπων κατά των οποίων έχει απαγγελθεί κατηγορία (πρβλ. απόφαση Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, σκέψεις 128, 129 και 135).
56 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε, εντούτοις, στη σκέψη 133 της αποφάσεως Καταγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων I, ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, μεταξύ άλλων, αν, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, το εθνικό δίκαιο μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, με τον τρόπο αυτό, το Δικαστήριο κάλεσε το αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν το εθνικό δίκαιο επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 7, της οδηγίας, να εκτιμήσουν την «απόλυτη αναγκαιότητα» της συλλογής τόσο των βιομετρικών όσο και των γενετικών δεδομένων του υποκειμένου των δεδομένων προς τον σκοπό της καταγραφής τους. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο θέλησε να υπενθυμίσει στο αιτούν δικαστήριο ότι η αρχή της υπεροχής επιβάλλει στο δικαστήριο αυτό, μεταξύ άλλων, να ερμηνεύει, στο μέτρο του δυνατού, το εσωτερικό του δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, M.D. (Απαγόρευση εισόδου στην Ουγγαρία), C‑528/21, EU:C:2023:341, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Κατά συνέπεια, η εν λόγω σκέψη επισήμανε απλώς στο αιτούν δικαστήριο ότι οφείλει να εξακριβώσει αν το εθνικό δίκαιο μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι αρμόδιες για την εν λόγω επεξεργασία δεδομένων αρχές είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν την εκτίμηση στην οποία οφείλουν να προβούν δυνάμει του άρθρου 10.
57 Επομένως, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας, συγκεκριμένα στα σημεία 24 και 55 των προτάσεών του, αντιθέτως προς την παραδοχή στην οποία στηρίζονται τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, ελλείψει υποχρεώσεως της αρμόδιας βάσει του εθνικού δικαίου αρχής να προβεί στην εκτίμηση της «απόλυτης αναγκαιότητας» της επεξεργασίας την οποία πραγματοποίησε ή προτίθεται να πραγματοποιήσει, το δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται προκειμένου να αποφανθεί επί μιας τέτοιας επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην οποία προέβη η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να διασφαλίσει, αντί της αρχής αυτής, την τήρηση της υποχρεώσεως που υπέχει η εν λόγω αρχή από το άρθρο 10.
58 Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ερμηνεία του εθνικού δικαίου με την οποία το αιτούν δικαστήριο προτίθεται να εκτιμήσει το ίδιο την «απόλυτη αναγκαιότητα» της συλλογής των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων του υποκειμένου των δεδομένων δεν είναι ικανή να διασφαλίσει τη συμφωνία προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικής νομοθεσίας όπως αυτή περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι δεν παρέχει, εν πάση περιπτώσει, τη δυνατότητα να θεραπευθεί η έλλειψη υποχρεώσεως των αρμόδιων αρχών, δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, να διαπιστώσουν και να καταδείξουν την «απόλυτη αναγκαιότητα» μιας τέτοιας συλλογής.
59 Το εν λόγω συμπέρασμα ενισχύεται εξάλλου από το γεγονός ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 18, 20, 22 και 23 της παρούσας αποφάσεως, εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει ότι η συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων των κατηγορουμένων για εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος διενεργείται μέσω καταναγκασμού κατόπιν αδείας παρεχόμενης, κατ’ αίτηση των αρμόδιων αρχών, από το αρμόδιο δικαστήριο, όταν το υποκείμενο των δεδομένων δεν συγκατατίθεται στην εν λόγω συλλογή. Αντιθέτως, όπως επιβεβαίωσε η Βουλγαρική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει συγκατατεθεί στη συλλογή, δεν απαιτείται δικαστική άδεια, οπότε οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προβούν στη συλλογή βάσει της συγκαταθέσεως αυτής και μόνον.
60 Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια περίπτωση, το αρμόδιο δικαστήριο δεν είναι, εξ ορισμού, σε θέση να διασφαλίσει την έννομη προστασία των υποκειμένων των δεδομένων που έχουν εκφράσει τέτοια συγκατάθεση, ιδίως όσον αφορά τον έλεγχο της συμμόρφωσης των αρμόδιων αρχών προς την απαίτηση της απόλυτης αναγκαιότητας, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 53 έως 55 της παρούσας απόφασης.
61 Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10 της οδηγίας 2016/680, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, καθώς και με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι, όταν εθνική νομοθεσία προβλέπει τη συστηματική συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων κάθε προσώπου το οποίο κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος προς τον σκοπό της καταγραφής τους, χωρίς να προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 7, της οδηγίας, υπέχει υποχρέωση να διαπιστώσει και να καταδείξει την απόλυτη αναγκαιότητα της συλλογής αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 10 της ίδιας οδηγίας, η τήρηση της εν λόγω υποχρεώσεως δεν μπορεί να διασφαλιστεί από το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται η αρμόδια αρχή προς τον σκοπό της μέσω καταναγκασμού διενέργειας της συλλογής των δεδομένων, καθόσον η εν λόγω αρμόδια αρχή είναι εκείνη στην οποία εναπόκειται να προβεί στην απαιτούμενη δυνάμει του άρθρου 10 εκτίμηση.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
62 Δεδομένης της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
63 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, καθώς και με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας,
έχει την έννοια ότι:
όταν εθνική νομοθεσία προβλέπει τη συστηματική συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων κάθε προσώπου το οποίο κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος προς τον σκοπό της καταγραφής τους, χωρίς να προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 7, της οδηγίας, υπέχει υποχρέωση να διαπιστώσει και να καταδείξει την απόλυτη αναγκαιότητα της συλλογής αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 10 της ίδιας οδηγίας, η τήρηση της εν λόγω υποχρεώσεως δεν μπορεί να διασφαλιστεί από το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται η αρμόδια αρχή προς τον σκοπό της μέσω καταναγκασμού διενέργειας της συλλογής των δεδομένων, καθόσον η εν λόγω αρμόδια αρχή είναι εκείνη στην οποία εναπόκειται να προβεί στην απαιτούμενη δυνάμει του άρθρου 10 εκτίμηση.