ΔΠΛαρ Α578/2024 (Τμήμα Α΄ Μονομελές) Δικαστής: Πέτρος Φυτιλής, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Με τις διατάξεις του άρθρου 63 του Κ.Φ.Δ. θεσπίστηκε ενδικοφανής διαδικασία, η οποία σκοπεί στην επανεξέταση από την φορολογική Διοίκηση των ζητημάτων που εγείρονται από το φορολογούμενο σε σχέση με ορισμένη πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του, ώστε είτε να επιλυθεί το πρόβλημα ταχέως από την ίδια τη Διοίκηση είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος των Δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς και του ασκούμενου στο πλαίσιό της ελέγχου του διοικητικού δικαστηρίου (βλ. Σ.τ.Ε. 157/2023 επταμ., 2714-2710, 2073, 842, 716/2021, 2176-2174/2020, 2691/2019 επταμ., 1686/2019, 1485-1483/2019 επταμ., 2465/2018 επταμ.). Ειδικώς, η ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή, με την οποία εισάγονται φορολογικές διαφορές, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, εάν, είτε δεν ασκηθεί καθόλου προηγουμένως ενδικοφανής προσφυγή από τον προσφεύγοντα, είτε ασκηθεί μεν, αλλά κατά παράβαση ουσιωδών διαδικαστικών τύπων, διατεταγμένων από τις ως άνω διατάξεις, όπως είναι η προθεσμία υποβολής της. Και τούτο διότι, και στην περίπτωση αυτή, η ενδικοφανής προσφυγή είναι τυπικά απορριπτέα και, συνεπώς, αποκλείεται η κατ’ ουσίαν επανεξέταση των παραπόνων του ενδιαφερομένου εντός των κόλπων της Διοίκησης και ματαιούται ο ανωτέρω σκοπός της ενδικοφανούς διαδικασίας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 248 – 247/2019, 2443 – 2440/2018, 2057/2010, 1580/2004, 3610/1998, βλ. Δ.Εφ.Αθ. 724, 716/2022, 4257, 2420/2020). Η ρύθμιση, δε, στο άρθρο 63 του Κ.Φ.Δ., των όρων τήρησης της επίμαχης ενδικοφανούς διαδικασίας παρίσταται αρκούντως σαφής και προβλέψιμη κατά την εφαρμογή της για τον μέσο επιμελή φορολογούμενο, δεδομένης και της ανάγκης ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της κατά το δυνατόν ταχείας και αποτελεσματικής εκκαθάρισης των φορολογικών διαφορών ενώπιον των δικαστηρίων και, αφετέρου, της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας του ιδίου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 716/2021, 432/2020 επταμ., 1686/2019, 1485 – 1483/2019 επταμ). Εξ ετέρου, η κατά τα ανωτέρω τασσομένη προθεσμία για άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής είναι, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ/σίας, ανατρεπτική, με συνέπεια, η μετά την εκπνοή της ασκουμένη προσφυγή να είναι εκπρόθεσμη και για τον λόγο αυτό απορριπτέα, εκτός εάν γίνει επίκληση λόγου ανωτέρας βίας, συνεπαγομένου την αναστολή της ανατρεπτικής προθεσμίας για όσο χρόνο διαρκεί (πρβλ. Σ.τ.Ε. 512/2017, 1452/2015, 693/2014, 239/2003). Ειδικότερα, η ανωτέρα βία, μπορεί να αφορά τον ίδιο το φορολογούμενο/ενδιαφερόμενο/υπόχρεο ή το πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του, εφόσον παρουσιάστηκε σε αυτόν απρόβλεπτη και αιφνίδια ασθένεια, εξαιτίας της οποίας δεν ήταν σε θέση να προβεί σε διαδικαστική πράξη, όπως είναι η κατάθεση ενδικοφανούς προσφυγής ή να ειδοποιήσει εγκαίρως (άλλο) δικηγόρο ή τον ίδιο τον διάδικο – εντολέα του (σε περίπτωση συνδρομής ανωτέρας βίας στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου) ή νόμιμο εκπρόσωπό του για να προβεί στην ενέργεια αυτή (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2076/2022, 2357/2021, 2678, 1327/2013, 297/2010, Δ.Εφ.Αθ. 1557/2022, Δ.Εφ.Θεσ.1237/2022, Δ.Εφ.Λαρ. 190/2021). Τέλος, όταν ο νόμος τάσσει ανατρεπτική προθεσμία για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, το εμπρόθεσμο ή μη της άσκησής της, διότι το ζήτημα τούτο εμπίπτει στην αμφισβητούμενη διοικητική σχέση και συνιστά αναγκαία νόμιμη προϋπόθεση για την έκδοση θετικής πράξης υπέρ του ενδιαφερομένου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2057/2010, 3137/2006, 5563/1996).