ΑΠΟΦΑΣΗ
Harutyun Karapetyan κατά Αρμενίας της 29.10.2024 (Προσφ. αριθ. 53081/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, Harutyun Karapetyan, είναι Αρμένιος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1957 και ζει στην Abovyan (Αρμενία).
Η υπόθεση αφορά τη διερεύνηση του θανάτου της συζύγου του προσφεύγοντος το 2011, την επομένη που είχε υποβληθεί σε υστερεκτομή. Η νεκροψία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτία θανάτου ήταν πνευμονική θρομβοεμβολή λόγω των κιρσών στα πόδια της. Οι ανακριτικές αρχές τερμάτισαν την ποινική διαδικασία το 2013, διαπιστώνοντας ιδίως ότι δεν υπήρχαν αντενδείξεις για χειρουργική επέμβαση και ότι είχαν ληφθεί εκ των προτέρων προφυλάξεις, όπως η συμπίεση των φλεβών με ελαστικούς επιδέσμους και μια αντιπηκτική ένεση. Ο προσφεύγων αμφισβήτησε ανεπιτυχώς την απόφαση στα δικαστήρια.
Επικαλούμενος το διαδικαστικό σκέλος του άρθρου 2, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η σύζυγός του πέθανε λόγω ιατρικής αμέλειας και δεν υπήρξε αποτελεσματική ποινική διαδικασία.
Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της δικογραφίας, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η ποινική διαδικασία ήταν άμεση, ανεξάρτητη, εμπεριστατωμένη και ολοκληρώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Παρά τις αρχικές ελλείψεις στο ανακριτικό στάδιο, οι εγχώριες αρχές απάντησαν επαρκώς στους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος περί ιατρικής αμέλειας και διευκρίνισαν τα γεγονότα γύρω από το θάνατο της συζύγου του. Επομένως, δεν προέκυψε ότι η ποινική διαδικασία εφαρμόστηκε αναποτελεσματικά στην παρούσα υπόθεση.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η σύζυγος του προσφεύγοντος, η οποία έπασχε από κιρσούς στα κάτω άκρα της και συνακόλουθη φλεβική ανεπάρκεια αλλά κατά τα άλλα ήταν καλά στην υγεία της, πέθανε μία ημέρα μετά την επέμβαση στη μήτρα στο νοσοκομείο λόγω πνευμονικής θρομβοεμβολής που προήλθε από την παρουσία των κιρσών. Ενόψει αυτής της αλληλουχίας γεγονότων, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο προσφεύγων είχε βάσιμες υποψίες ότι ο θάνατος της συζύγου του θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα ιατρικής αμέλειας. Επομένως, το καθήκον του εναγόμενου κράτους να διασφαλίσει την τήρηση των διαδικαστικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 2 της Σύμβασης, κατά τη διαδικασία που κινήθηκε σε σχέση με το θάνατο της συζύγου του, εμπλέκεται στην παρούσα υπόθεση (βλ. τηρουμένων των αναλογιών, Lopes de Sousa Fernandes § 222).
Ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε ότι ο θάνατος της συζύγου του προκλήθηκε εκ προθέσεως. Ούτε τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης υποδηλώνουν κάτι τέτοιο. Ως εκ τούτου, το άρθρο 2 δεν απαιτούσε κατ’ ανάγκη την παροχή ένδικου μέσου ποινικού δικαίου (βλ. Vo κατά Γαλλίας [GC], αριθ. προσφ. 53924/00, § 90, και Lopes de Sousa Fernandes, § 232).
Συναφώς, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι έχει διαπιστώσει στο παρελθόν ότι δεν υπήρχαν αποτελεσματικά αστικά ή διοικητικά/πειθαρχικά ένδικα μέσα στο αρμενικό νομικό σύστημα όσον αφορά καταγγελίες που αφορούσαν εικαζόμενη ιατρική αμέλεια (βλ. απόφαση Botoyan §§ 116-31, η οποία αφορούσε γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την καθιέρωση της δυνατότητας άσκησης αγωγής με αίτημα την αποζημίωση για ηθική βλάβη από το κράτος για παραβιάσεις ορισμένων δικαιωμάτων της Σύμβασης. Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει τίποτε που θα ωθούσε το Δικαστήριο να διαπιστώσει το αντίθετο, ιδίως δεδομένου ότι αφορά γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν από την εισαγωγή των προαναφερθεισών νομοθετικών τροποποιήσεων.
Στην προκειμένη περίπτωση, στο μέτρο που το ένδικο μέσο του ποινικού δικαίου παρασχέθηκε και ο προσφεύγων έκανε χρήση αυτού, η διαδικασία αυτή θα μπορούσε από μόνη της να ικανοποιήσει τη διαδικαστική υποχρέωση του άρθρου 2, εφόσον θεωρηθεί αποτελεσματική (βλ. Lopes de Sousa Fernandes § 232, και Scripnic κατά της Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 13.04.2021 αριθ. 63789/13, §§ 31 και 35). Το Δικαστήριο εξέτασε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθη η ποινική διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ποινική διαδικασία ήταν ουσιαστικά το μόνο μέσο που είχε στη διάθεσή του ο προσφεύγων σε σχέση με τους ισχυρισμούς του για ιατρική αμέλεια όσον αφορά την ιατρική περίθαλψη της συζύγου του.
Το Δικαστήριο παρατήρησε εξαρχής ότι ο προσφεύγων δεν προέβαλε συγκεκριμένα επιχειρήματα για να αμφισβητήσει την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των εγχώριων αρχών ή των εμπειρογνωμόνων που συμμετείχαν στην ποινική διαδικασία.
Το Δικαστήριο επισήμανε περαιτέρω ότι η αστυνομία διεξήγαγε έρευνα που άρχισε την ημέρα που πέθανε η γυναίκα του προσφεύγοντος – 23 Μαρτίου 2011 – όταν ενημερώθηκαν για τον θάνατο από το νοσοκομείο και διήρκεσε έως τις 5 Αυγούστου 2011, όταν ο ανακριτής αποφάσισε να αρνηθεί την έναρξη ποινικής διαδικασίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας διατάχθηκε αυτοψία και ιατροδικαστική εξέταση και ζητήθηκε από το ιατρικό προσωπικό του νοσοκομείου να δώσει τη δική του εξήγηση σχετικά με τα γεγονότα χωρίς να έχει την επίσημη ιδιότητα του μάρτυρα.
Έτσι, μολονότι αρχικά δεν κινήθηκε καμία ποινική διαδικασία, σε σχέση με τον θάνατο της συζύγου του προσφεύγοντος, οι αρχές δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι δεν αντέδρασαν άμεσα στην αναφορά σχετικά με τον θάνατο.
Επιπλέον, τίποτα δεν υποδηλώνει ότι υπήρξαν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην έρευνα. Πράγματι, παρά μια σειρά από ερευνητικά μέτρα που πραγματοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, αυτοψία, τρεις ιατροδικαστικές εξετάσεις από επιτροπές εμπειρογνωμόνων και αρκετές εξετάσεις εγγράφων, η διαδικασία διήρκεσε μέχρι τις 4 Μαρτίου 2013, οπότε και διακόπηκε με την απόφαση του ανακριτή της ίδιας ημερομηνίας, ο δικαστικός έλεγχος της εν λόγω απόφασης ολοκληρώθηκε στη συνέχεια στις 16 Ιανουαρίου 2014, δηλαδή σε λιγότερο από τρία έτη από την έναρξη της έρευνας. Συνεπώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές επιβολής του νόμου παρείχαν έγκαιρη απάντηση σύμφωνη με την υποχρέωση του κράτους για αμεσότητα σύμφωνα με το άρθρο 2.
Όσον αφορά τη δυνατότητα του προσφεύγοντος να συμμετάσχει αποτελεσματικά στην ποινική διαδικασία, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ελλείψει επίσημα κινηθείσας ποινικής διαδικασίας, ο προσφεύγων δεν είχε κανένα διαδικαστικό καθεστώς που να του επιτρέπει να ασκήσει τα δικαιώματά του ως θύμα-μέλος κατά τη διάρκεια μιας περιόδου άνω των πέντε μηνών. Ειδικότερα, μόλις μετά την απόφαση του εισαγγελέα να κινήσει την ποινική διαδικασία, ο προσφεύγων αναγνωρίστηκε ως νόμιμος κληρονόμος του θύματος στο πλαίσιο της κινηθείσας διαδικασίας και ακόμη και τότε η απόφαση να του αναγνωριστεί αυτό το καθεστώς ελήφθη μόλις στις 3 Οκτωβρίου 2011, δηλαδή ένα μήνα μετά την απόφαση του εισαγγελέα της 6 Σεπτεμβρίου 2011 να κινήσει τη διαδικασία.
Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να συμμετάσχει στην έρευνα για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών μετά τον θάνατο της συζύγου του, ο οποίος επήλθε στις 23 Μαρτίου 2011. Πράγματι, όπως ανέφερε η Κυβέρνηση στις παρατηρήσεις της, η έρευνα έγινε προσβάσιμη στον προσφεύγοντα μόνο μετά την κίνηση ποινικής διαδικασίας.
Μολονότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η μη συμμετοχή του προσφεύγοντος μέχρι τις 3 Οκτωβρίου 2011, δηλαδή περισσότερο από 6 μήνες μετά τον θάνατο της συζύγου του, που είχε επέλθει στις 23 Μαρτίου 2011, θα μπορούσε κατά κάποιον τρόπο να παρεμποδίσει την αποτελεσματική συμμετοχή του στη διαδικασία, ο προσφεύγων δεν διευκρίνισε πώς αυτό έθεσε σε κίνδυνο, αν όντως έθεσε, τα έννομα συμφέροντά του (βλ. a contrario, Hovhannisyan και Nazaryan κατά Αρμενία της 08.11.2022, αριθ. 2169/12 και 29887/14, §§ 106 και 172-80). Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο δεν έχει καμία βάση για να διαπιστώσει ότι η συμμετοχή του προσφεύγοντος στη διαδικασία δεν διασφαλίστηκε σε βαθμό που να είναι αναγκαίος για τη διασφάλιση των έννομων συμφερόντων του (βλ. mutatis mutandis, Hovhannisyan και Karapetyan κατά Αρμενίας της 17.10.23, αριθ. 67351/13, § 138).
Το Δικαστήριο εξέτασε το κύριο ζήτημα που ανέκυψε στην παρούσα υπόθεση, το οποίο είναι η επάρκεια και η πληρότητα της ποινικής διαδικασίας σχετικά με τις συνθήκες του θανάτου της συζύγου του προσφεύγοντος.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η απόφαση της Εισαγγελίας του Ερεβάν της 6 Σεπτεμβρίου 2011, με την οποία η τελευταία ακύρωσε την αρχική απόφαση του ανακριτή να αρνηθεί την άσκηση ποινικής δίωξης, αντιστάθμισε τις ελλείψεις, εάν υπήρχαν, της προκαταρκτικής εξέτασης για τις συνθήκες του θανάτου της συζύγου του προσφεύγοντος.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι με την απόφασή της της 6 Σεπτεμβρίου 2011 η εισαγγελία του Ερεβάν εντόπισε ορισμένες αποκλίσεις στα συμπεράσματα του ανακριτή με βάση τα πορίσματα της προκαταρκτικής εξέτασης και έδωσε λεπτομερείς οδηγίες όσον αφορά τα ζητήματα που έπρεπε να διευκρινιστούν. Τα ζητήματα αυτά περιελάμβαναν, ειδικότερα, τον προσδιορισμό της αναγκαιότητας και της καταλληλότητας της χειρουργικής επέμβασης, καθώς και τη διαμάχη γύρω από τη χορήγηση ενός αντιπηκτικού φαρμάκου με την ονομασία Fraxiparine και το σχετικό ζήτημα της πιθανολογούμενης αλλοίωσης των ιατρικών φακέλων από το ιατρικό προσωπικό του νοσοκομείου.
Κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας που ξεκίνησε στη συνέχεια, ελήφθησαν διάφορα ερευνητικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων πρόσθετων ιατροδικαστικών εξετάσεων, ιατροδικαστικών εξετάσεων εγγράφων και περαιτέρω ανάκρισης μαρτύρων για τη διευκρίνιση των εν λόγω ζητημάτων.
Έτσι, στο πλαίσιο της έρευνας που ακολούθησε την κίνηση της ποινικής διαδικασίας διατάχθηκαν δύο πρόσθετες ιατροδικαστικές εξετάσεις από επιτροπές εμπειρογνωμόνων, οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι η χειρουργική επέμβαση δεν ήταν αντενδείκνυται για την Τ. Simonyan. Ειδικότερα, η επιτροπή ιατρικών εμπειρογνωμόνων με επικεφαλής τον ιατρό G.B. δήλωσε ότι οι κιρσοί στα κάτω άκρα δεν οδηγούσαν κατ’ ανάγκη σε θρόμβωση και θρομβοεμβολή, η τελευταία από τις οποίες πιστεύεται ότι ήταν η αιτία του θανάτου της T. Simonyan, ενώ η επιτροπή ιατρικών εμπειρογνωμόνων με επικεφαλής τον ιατρό V.R. δήλωσε ότι δεν υπήρχε αντένδειξη για τη συγκεκριμένη χειρουργική επέμβαση, δεδομένου ότι οι κιρσοί δεν συνδυάζονταν με φλεβοθρόμβωση. Οι δύο αυτές ιατροδικαστικές εξετάσεις, πέραν της αρχικής, διαπίστωσαν επίσης ότι είχαν ληφθεί τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα για την πρόληψη της θρόμβωσης πριν από τη χειρουργική επέμβαση, δηλαδή η συμπίεση των φλεβών με ελαστικό επίδεσμο και η έγχυση αντιπηκτικού φαρμάκου.
Τέλος, όσον αφορά τις ιατρικές πραγματογνωμοσύνες, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, ενώ η ποινική διαδικασία στην παρούσα υπόθεση εκκρεμούσε ακόμη και λίγο περισσότερο από ένα χρόνο μετά την παράδοση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης της δεύτερης ιατροδικαστικής εξέτασης, ο γιατρός G.B., ο οποίος ήταν επικεφαλής της αρμόδιας επιτροπής ιατρικών πραγματογνωμοσυνών, έδωσε κατάθεση κατά την οποία δήλωσε ότι θεωρούσε σφάλμα να χειρουργούνται ασθενείς που έπασχαν από κιρσούς πριν από την αντιμετώπισή τους. Αυτή η δημοσίως εκφρασθείσα ιατρική γνώμη θα μπορούσε μόνο να επιδεινώσει τις υφιστάμενες υποψίες του προσφεύγοντος ότι υπήρξε ιατρικό σφάλμα κατά την ιατρική περίθαλψη της συζύγου του. Πράγματι, ο προσφεύγων υπέβαλε αμέσως την κατάθεση στον ανακριτή. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι εντός ημερών ο ανακριτής ρώτησε τον ιατρό G.B. σχετικά με τη συνέντευξη αυτή και ο τελευταίος εξήγησε ότι η γενική του δήλωση ότι οι επιπλοκές που συνδέονται με τους κιρσούς πρέπει να αντιμετωπίζονται πριν από οποιαδήποτε χειρουργική επέμβαση δεν αφορούσε την περίπτωση της Τ. Simonyan, διότι πριν από την επέμβαση δεν είχαν παρατηρηθεί επιπλοκές που είχαν σχέση με τους κιρσούς, όπως πρήξιμο, πυρετός ή ερυθρότητα, όταν εξετάστηκε στο νοσοκομείο.
Όσον αφορά τη διαφωνία γύρω από το ζήτημα της χορήγησης του αντιπηκτικού φαρμάκου, το Δικαστήριο επισήμανε τα ακόλουθα:
Όπως σημειώνεται στην απόφαση της 6 Σεπτεμβρίου 2011, υπήρχε ασυμφωνία μεταξύ των δηλώσεων του S.K., του διευθυντή του γυναικολογικού τμήματος, και του S.E., του αναισθησιολόγου εντατικής θεραπείας, οι οποίοι είχαν από κοινού πραγματοποιήσει κοινή εξέταση της T. Simonyan στις 21 Μαρτίου 2011, την ημέρα πριν από την επέμβαση, ως προς το αν είχε χορηγηθεί στην τελευταία ένεση αντιπηκτικού φαρμάκου (Fraxiparine). Αν και είναι αλήθεια ότι ο S.K. δεν εξετάστηκε εκ νέου μετά την κίνηση της ποινικής διαδικασίας, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο S.E. εξετάστηκε εκ νέου δύο φορές και επιβεβαίωσε ότι οι σχετικές ενέσεις είχαν χορηγηθεί στον T. Simonyan.
Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι ελήφθησαν ορισμένα ερευνητικά μέτρα προκειμένου να διευκρινιστούν οι αντιφάσεις μεταξύ των καταθέσεων των νοσηλευτών που ήταν υπεύθυνοι για την τήρηση των αρχείων και εκείνων που ήταν υπεύθυνοι για τη χορήγηση της φαρμακευτικής αγωγής όσον αφορά την ένεση ή τις ενέσεις του αντιπηκτικού φαρμάκου Fraxiparine που χορηγήθηκε στην T. Simonyan. Ειδικότερα, μετά την παραλαβή της έκθεσης εμπειρογνώμονα που επιβεβαίωνε την αλλαγή στο μητρώο αναισθησιολογικών φαρμάκων, η νοσηλεύτρια S.B. ερωτήθηκε περαιτέρω. Ο ανακριτής ρώτησε επιπλέον και άλλους μάρτυρες στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ των οποίων τη νοσηλεύτρια-αναισθησιολόγο A.K. και τη νοσηλεύτρια-αναισθησιολόγο A.S., οι οποίες επιβεβαίωσαν τη χορήγηση του συγκεκριμένου φαρμάκου στην T. Simonyan.
Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας δόθηκε στον προσφεύγοντα η ευκαιρία να υποβάλει ερωτήσεις στους ιατροδικαστές να εξετάσει προσωπικά τον ιατρό V.R., ο οποίος ήταν επικεφαλής της επιτροπής ιατρικών εμπειρογνωμόνων που είχε συντάξει την έκθεση εμπειρογνωμοσύνης της 17ης Ιουλίου 2012. Επιπλέον, όπως αναφέρεται ανωτέρω, μόλις έλαβε από τον προσφεύγοντα πληροφορίες σχετικά με τη συνέντευξη του ιατρού G.B. της 5ης Φεβρουαρίου 2013, ο ερευνητής ανέκρινε ταχύτατα τον τελευταίο σε σχέση με τη συνέντευξη αυτή.
Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι υποθέσεις ιατρικής αμέλειας συχνά συνεπάγονται πολύπλοκες ιατρικές διαγνώσεις και αποφάσεις οι οποίες ενδέχεται να έχουν ληφθεί υπό πίεση ή ενδεχομένως σε καταστάσεις όπου καμία ενέργεια δεν θα ήταν απαλλαγμένη από ορισμένες δυσμενείς παρενέργειες ή δεν θα εξασφάλιζε πλήρη ανάρρωση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα ανακριτικά όργανα και τελικά τα δικαστήρια, τα οποία είναι επιφορτισμένα με την ευθύνη να προσδώσουν εκ των υστέρων νομικό χαρακτηρισμό σε προηγούμενες ιατρικές αποφάσεις και θεραπευτικές αγωγές, δεν μπορούν να αναλάβουν τη θέση των ιατρικών εμπειρογνωμόνων με εμπειρία από πρώτο χέρι. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ιατρικές γνωμοδοτήσεις εμπειρογνωμόνων είναι πολύ πιθανό να έχουν κρίσιμη βαρύτητα στην αξιολόγηση από τα δικαστήρια ιδιαίτερα πολύπλοκων ζητημάτων ιατρικής αμέλειας. Κατά συνέπεια, δεδομένης της σημασίας των ιατρικών πραγματογνωμοσυνών, οι διαδικαστικές πτυχές της απόκτησης τέτοιων γνωμοδοτήσεων είναι ουσιώδεις. Οι πτυχές αυτές αφορούν, μεταξύ άλλων, την επάρκεια και την ανεξαρτησία των εμπειρογνωμόνων, τη διασφάλιση ότι οι ερωτήσεις που υποβάλλονται στους εμπειρογνώμονες καλύπτουν όλες τις ιατρικά συναφείς πτυχές της υπόθεσης και ότι οι ίδιες οι γνωμοδοτήσεις των εμπειρογνωμόνων είναι επαρκώς αιτιολογημένες.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι δεν εναπόκειται σε αυτό να εικάσει, βάσει των ιατρικών πληροφοριών που του υποβλήθηκαν, κατά πόσον τα συμπεράσματα των ιατρικών εμπειρογνωμόνων στα οποία στηρίχθηκαν οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων ήταν ορθά. Εξάλλου, εκτός από τις περιπτώσεις πρόδηλης αυθαιρεσίας ή σφάλματος, δεν είναι αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αμφισβητεί τις διαπιστώσεις των πραγματικών περιστατικών από τις εγχώριες αρχές, ιδίως όταν πρόκειται για επιστημονικές εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων, οι οποίες εξ ορισμού απαιτούν ειδικές και λεπτομερείς γνώσεις του αντικειμένου (βλ. Počkajevs κατά Λετονίας (dec.) της 21.10.2004, αριθ. προσφ. 76774/01).
Λαμβάνοντας υπόψη το υποβληθέν υλικό, συμπεριλαμβανομένων πολλών ιατρικών γνωματεύσεων που επιβεβαιώνουν ότι δεν είχε συμβεί ιατρικό σφάλμα κατά τη διάρκεια της ιατρικής περίθαλψης της συζύγου του προσφεύγοντος, καθώς και τα πολυάριθμα ανακριτικά μέτρα που ελήφθησαν για να φωτιστεί η πορεία των εν λόγω γεγονότων, το Δικαστήριο δεν βρήκε επαρκείς λόγους για να συμπεράνει ότι η ποινική διαδικασία στο εναγόμενο κράτος ήταν ανεπαρκής ή όχι επαρκώς εμπεριστατωμένη. Μολονότι οι ιατροδικαστικές γνωματεύσεις μπορεί να μην αντιμετώπισαν τα ερωτήματα που ο προσφεύγων θεωρούσε σημαντικά σε βαθμό που θα τον ικανοποιούσε, οι εθνικές εισαγγελικές αρχές θα πρέπει να έχουν μια ορισμένη διακριτική ευχέρεια όταν αποφασίζουν ποια ερωτήματα είναι σημαντικά για τη στοιχειοθέτηση της ποινικής ευθύνης. Οι ίδιες εκτιμήσεις ισχύουν όσον αφορά την απόφαση των εισαγγελικών αρχών σχετικά με το ζήτημα της πιθανής παραποίησης των ιατρικών εγγράφων.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η ποινική διαδικασία ήταν άμεση, ανεξάρτητη, εμπεριστατωμένη και ολοκληρώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Παρά τις αρχικές ελλείψεις κατά το ανακριτικό στάδιο της έρευνας, οι εγχώριες αρχές απάντησαν τελικά επαρκώς στον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι είχε σημειωθεί ιατρική αμέλεια και διευκρίνισαν τα γεγονότα γύρω από τον θάνατο της συζύγου του. Επομένως, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι η ποινική διαδικασία εφαρμόστηκε αναποτελεσματικά στην παρούσα υπόθεση.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης κατά το διαδικαστικό σκέλος του.