ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
4ο τμήμα
Περίληψη
Πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων με τους όρους των ν. 3156/2003 και 4154/2015. Απαίτηση εις ολόκληρον : απαιτείται η τήρηση του εγγράφου τύπου και η καταχώρηση με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 για όλους τους συνοφειλέτες, χωρίς να αρκεί μόνο για τον ένα. Στο παράρτημα που συνοδεύει την περίληψη της σύμβασης απαιτείται να έχουν καταγραφεί τα ονόματα όλων των συνοφειλετών, γιατί αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για το κύρος της σύμβασης και το ενεργό αυτής, ενόψει του ότι η καταχώρηση αυτή υπέχει θέση αναγγελίας. Από την περίληψη της σύμβασης διαχείρισης πρέπει επίσης να προκύπτει ή τουλάχιστον να συνάγεται ότι αφορά συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο δανείων. Έλλειψη στοιχείων αυτών οδηγεί σε έλλειψη νομιμοποίησης και ακυρότητα της διαταγής πληρωμής. Δέχεται έφεση ακυρώνει διαταγή πληρωμής και έναρξη εκτέλεσης.
Αριθμός απόφασης : 476/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4ο τμήμα)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε στο ακροατήριό του την ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ :1) ………. και 2) ……………., οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο του Δικηγόρο Κωνσταντίνο Αναγνωστόπουλο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και με το διακριτικό τίτλο «………….», η οποία εδρεύει στη …… Αττικής επί της …………., με Α.Φ.Μ. …….. Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών και Αρ.Γ.Ε.ΜΗ. …………, νομίμως αδειοδοτηθείσης από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθμόν 207/1/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος) ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των Διατάξεων του Ν. 4354/2015 και της υπ’ αριθμόν 118/19.5.2017 Πράξης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμόν 153/8.1.2019 Πράξη, ως διαδίκου μη δικαιούχου, εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου, αντικλήτου και διαχειρίστριας των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, …. (……………), κατά τα οριζόμενα στο από 18.06.2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων και σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, η οποία εταιρεία ειδικού σκοπού έχει νομίμως συσταθεί με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας 657099, και οι οποίες απαιτήσεις έχουν μεταβιβαστεί στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «……………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, στην προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία δυνάμει της από 30.4.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ……./30.4.2020, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Ελένη Τζήμα.
Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 31.5.2022 και με αριθ.καταθ. ……./2022 ανακοπή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 780/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Κατά της τελευταίας απόφασης οι εκκαλούντες άσκησαν την 15-04-2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023 έφεσή τους, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 15-04-2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2023 έφεση της ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων κατά της υπ` αριθ. 780/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά με την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ……………. e – παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα εξής : Η καθ’ ής η ανακοπή εκτέλεση επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεσε σε βάρος των ανακοπτόντων με την από 9-5-2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αρ. ………/2022 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Οι ανακόπτοντες με την από 31.5.2022 και με αριθ.καταθ. …………/2022 ανακοπή τους, ζήτησαν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή, κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής, ως πράξης εκτέλεσης. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες – ανακόπτοντες παραπονούνται και ζητούν να γίνουν δεκτοί οι λόγοι της ανακοπής τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ` της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2. …… 3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α` 220). ……Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντoς πιστωτικού ιδρύματος. …… 4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1…..». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1γ και δ του ίδιου ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου… δ. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 3156/2003…». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 και 2 του ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. άρθρο 10 παρ. 6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (βλ. άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. άρθρο 10 παρ. 9 του ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (βλ. άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης-ΦΕΚ Β` 1688/2003 και ήδη με την ΥΑ (ΥΑ 20783 ΦΕΚ Β 4944 202) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των ν. 4354/2015 και 3156/2003 προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους γίνεται με έγγραφο συστατικό τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου) η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β` 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β` 4944/09-11-2020 – απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Η έλλειψη κάποιου στοιχείου από τα παραπάνω τότε επάγεται ακυρότητα, όταν αφορά ουσιώδη στοιχεία από τα οποία εξατομικεύεται στον απαιτούμενο βαθμό επάρκειας η απαίτηση, τόσο από άποψη αντικειμένου (είδος απαίτησης), όσο και από άποψη υποκειμένου (πρόσωπα εκχωρητή, εκδοχέα οφειλέτη), όταν δηλαδή εξαιτίας της έλλειψης αυτής η καταχώρηση δεν είναι ικανή να παράσχει προς τους τρίτους τη δημοσιότητα για την πράξη που καταχωρίστηκε όπως τη θέλησε ο νόμος. Κατ΄αποτέλεσμα η παράλειψη της αναφοράς άλλων στοιχείων λ.χ. του τιμήματος αγοράς δεν επενεργεί στο κύρος της μεταβίβασης, καθώς δεν ματαιώνει την αρχή της δημοσιότητας και την ορθή και επαρκή πληροφόρηση των τρίτων ως προς τα αντικείμενα κι υποκείμενα της μεταβίβασης. (ΕφΑθ 3124/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ.Διαμαντόπουλος Αναγκαίο περιεχόμενο των κατ’ άρθρο 925 § 1 ΚΠολΔ νομιμοποιητικών εγγράφων επί ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σε ΕΔΑΔΠ στο πλαίσιο του ν. 4354/2015 ή κατόπιν τιτλοποίησης απαιτήσεων του ν. 3156/2003 [Γνωμοδότηση] σε Ερανισμοί & Ανταποδόσεις Θέμιδος, τόμ. 5, 2023). Περαιτέρω από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 455, 158, 460-462 του Α.Κ. προκύπτει ότι με τη σύμβαση της εκχωρήσεως ο δανειστής, ήτοι ο εκχωρητής μεταβιβάζει στον εκδοχέα την ενοχική απαίτηση του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Ο εκδοχέας αποκτά δικαίωμα επί της απαίτησης έναντι του οφειλέτη από την αναγγελία της εκχώρησης στον οφειλέτη που γίνεται, είτε από τον ίδιο τον εκδοχέα, είτε και από τον εκχωρητή (Α.Π. 201/2003 Ελλ.Δ/νη 45.750). Περαιτέρω, οι ενοχές των δύο ή παραπάνω συνοφειλετών είναι αυτοτελείς ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή τους, και καθεμιά υπόκειται σε γεγονότα υποκειμενικά, δηλαδή εκείνα που ενεργούν μόνο σε βάρος του συνοφειλέτη στο πρόσωπο του οποίου επήλθαν (άρθρο 486 του ΑΚ) και σε γεγονότα αντικειμενικά, δηλαδή, εκείνα που ενεργούν προς όφελος όλων των συνοφειλετών, αν και επήλθαν στο πρόσωπο ενός μόνο από αυτούς (άρθρα 483-485 του ΑΚ). Ο δανειστής έχει το δικαίωμα να εκχωρήσει την απαίτησή του κατά του ενός συνοφειλέτη, ενώ διατηρεί την απαίτηση κατά του άλλου. Σε περίπτωση αμφιβολίας ισχύει ο ερμηνευτικός κανόνας ότι εκχωρείται η απαίτηση εναντίον όλων των συνοφειλετών, εκτός αν προκύπτει αντίθετη βούληση του δανειστή. Εκχωρητής και εκδοχέας δεν καθίστανται δανειστές εις ολόκληρον, αφού ο καθένας συνδέεται με διαφορετικό οφειλέτη. Σε περίπτωση εκχώρησης της απαίτησης εναντίον όλων των συνοφειλετών, η αναγγελία αυτής πρέπει να γίνει στον καθένα από τους συνοφειλέτες, προκειμένου να έχει έναντι αυτών έννομες συνέπειες, ο δε οφειλέτης στον οποίο δεν έλαβε χώρα αναγγελία καλώς καταβάλει στον εκχωρητή, καταβολή που επιφέρει απόσβεση της ενοχής και απαλλάσσει και τους λοιπούς (Καράσης στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλο, άρθρα 483- 484 αρ. 11, Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ άρθρο 486, αρ.13). Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή να αποδεικνύεται με δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα. Από τα έγγραφα πρέπει να προκύπτουν το οφειλόμενο ποσό, το ύψος της σχετικής αξίωσης, το ληξιπρόθεσμο και η αιτία της οφειλής, καθώς και τα πρόσωπα του δικαιούχου και οφειλέτη (ΑΠ 355/1999 ΕλλΔνη 40.1535). Εάν τα ανωτέρω δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 του ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997 ΕΕμπΔ 1999.30, ΑΠ 1102/2008, ΑΠ 1480/2007 ΧρΙΔ 2008.437, ΑΠ 901/2006 ΕλλΔνη 2009.125, ΑΠ 737/2006, ΑΠ 665/2006).
Στην προκείμενη περίπτωση οι ανακόπτοντες στον δεύτερο λόγο και τρίτο λόγο της έφεσής τους επαναφέρουν τον έκτο λόγο της ανακοπής τους στον οποίο ισχυρίστηκαν ότι η καθ΄ής η ανακοπή στερείτο ενεργητικής νομιμοποίησης, καθώς δεν αποδεικνυόταν η μεταβίβαση σ΄αυτήν της επίδικης απαίτησης, διότι στο σχετικό παράρτημα της σύμβασης : α) δεν προσδιοριζόταν το ύψος της μεταβιβαζόμενης απαίτησης, β) ο αριθμός λογαριασμού ήταν διαφορετικός γ) δεν αναγραφόταν το ονοματεπώνυμο της δεύτερης ανακόπτουσας. Συναφώς (πρώτος λόγος έφεσης – 3ος λόγος ανακοπής) η καθ΄ής η ανακοπή δεν επέδωσε στην αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωμής ολόκληρες τις συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης, αλλά μόνο αποσπάσματα αυτών και λόγω αυτής της έλλειψης δεν αποδεικνυόταν η νομιμοποίησή της και ιδίως ότι στη σύμβαση διαχείρισης περιλαμβάνεται και η απαίτηση κατά των ανακοπτόντων, και η δικαστική επιδίωξη αυτής (τρίτος λόγος έφεσης – έβδομος λόγος ανακοπής).
Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, έγγραφα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ως προς την βασιμότητα των άνω λόγων της έφεσης : Με αίτηση της καθ΄ής η ανακοπή εκδόθηκε η με αρ. …./2022 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς με την οποία οι ανακόπτοντες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ΄ής, ο καθένας εις ολόκληρον το ποσό των 124.674,38 €, με επιτόκιο υπερημερίας, που υπερβαίνει το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο της ενήμερης οφειλής, προερχόμενη από την με αρ. …./10.12.2007 σύμβαση χορήγησης δανείου που είχε καταρτίσει με τους ανακόπτοντες η «…….». Η αιτούσα επικαλέσθηκε τα εξής έγγραφα για την νομιμοποίησή της :α) Την υπ’ αριθ. πρωτ. ……./17.10.2019 ανακοίνωση στοιχείων καταχώρισης της καθ’ ης – ……… στο Γ.Ε.ΜΙΙ., β) περίληψη της από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, (αριθ. πρωτ. ……/30.04.2020 τόμο …. με αριθμό … του τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών) γ) Το υπ’ αριθ. 796 αντίγραφο από το παράρτημα της παραπάνω σύμβασης πώλησης (με ίδιο αρ. πρωτ. Τόμο και αριθμό), δ) περίληψη της από 18.06.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων ( αρ. πρωτ. …/22.06.2021 τόμο … με αριθμό …. του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, ε) περίληψη της από 30.04.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (υπ’ αριθ. πρωτ. …/30.04.2020 τόμος … με αριθμό …. του δημόσιου βιβλίου που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών) και στ) ΦΕΚ 3931/01.07.2013 σχετικά με την συγχώνευση με απορρόφηση της αρχικής δανείστριας τράπεζας Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……………». Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι δυνάμει της από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, (αριθ. πρωτ. …/30.04.2020 τόμο … με αριθμό …. του τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών) η ανώνυμη Τραπεζική εταιρία «ΑΛΦΑ Τράπεζα Ανώνυμος Εταιρία» μεταβίβασε στην εδρεύουσα στο …… Ιρλανδίας εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», λόγω τιτλοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις. Επισυνάπτεται στην άνω σύμβαση, το με αρ. πρωτ. …. αντίγραφο από το παράρτημα αυτής, στη σελίδα …. του οποίου με αύξοντα αριθμό …. αναφέρονται τα στοιχεία του πρώτου ανακόπτοντος (αριθμός πελάτη ονοματεπώνυμο ΑΦΜ), ο αριθμός της δανειακής σύμβασης, η ημερομηνία υπογραφής (10.12.2007) και ο αριθμός λογαριασμού. Ο τελευταίος δεν είναι ο σωστός, καθώς δεν αντιστοιχεί στον αριθμό λογαριασμού που τηρήθηκε για τη σύμβαση, όμως όλα τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ακριβή, ώστε δεν υπάρχει αμφιβολία πρόκειται για την επίδικη απαίτηση. Ωστόσο στο άνω παράρτημα δεν αναφέρονται τα στοιχεία της δεύτερης ανακόπτουσας, η οποία είχε συμβληθεί στη σχετική σύμβαση δανείου ως συνοφειλέτρια και ήταν συνυπόχρεη εις ολόκληρον με τον πρώτο ανακόπτοντα. Σημειώνεται ότι όπως αναφέρεται στην περίληψη της άνω σύμβασης : «η παρούσα εγγραφή (εννοείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών) λογίζεται ως ανακοίνωση των επιχειρηματικών απαιτήσεων και των παρεπομένων εμπραγμάτων και ενοχικών απαιτήσεων προς όλους τους οφειλέτες και εγγυητές, των οποίων το όνομα αναγράφεται το συνημμένο παράρτημα, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.10 του ν. 3156/2003». Λόγω όμως του ότι δεν αποδεικνύεται ότι στο παράρτημα αυτής έχουν καταγραφεί και τα στοιχεία της δεύτερης ανακόπτουσας, δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα μεταβίβαση της απαίτησης και σε βάρος αυτής (η οποία ως οφειλή εις ολόκληρον είναι αυτοτελής ως προς την ύπαρξη και εξέλιξή της σε σχέση με αυτή του πρώτου ανακόπτοντος) στην άνω εταιρία ειδικού σκοπού, (Ε.Α.Α.Δ.Π) καθώς δεν έχει τηρηθεί (ως προς τη μεταβίβαση της απαίτησης αυτής) ο έγγραφος συστατικός τύπος και επιπλέον δεν έχει διενεργηθεί η καταχώρηση αυτής στο ειδικό βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου που υπέχει θέση αναγγελίας προς αυτή (άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003), όπως αναφέρεται και στην παράγραφο της περίληψης της από 30.4.2020 σύμβασης που μόλις αναφέρθηκε. Το όνομα του οφειλέτη, όπως προεκτέθηκε είναι από τα ουσιώδη στοιχεία εξατομίκευσης της απαίτησης και οφείλει να καταγράφεται στο σχετικό έντυπο της ΥΑ 161337/2003 για την τήρηση της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, του ν. 3156/2003, ώστε η έλλειψη αυτού επάγει ακυρότητα (Διαμαντόπουλος ο.π.). Και αν θεωρηθεί ότι η από 30.4.2020 σύμβαση, αναφορικά με την μεταβίβαση της απαίτησης από την επίδικη σύμβαση δανείου, έχει ως εκχώρηση, αντικειμενική ενέργεια και έναντι της συνοφειλέτριας – δεύτερης ανακόπτουσας, πάσχει ως προς αυτή από ακυρότητα λόγω μη τήρησης του έγγραφου συστατικού τύπου (αφού δεν αναφέρεται ως οφειλέτρια και αυτή) και ακόμα δεν έχει γίνει διενεργηθεί ο όρος του ενεργού της εκχώρησης αυτής, η αναγγελία σε αυτή, είτε ως πλασματική (άρθρο 10 παρ.10 του ν. 3156/2003), είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο (υπό τους όρους της ΑΚ 460), τον οποίο δεν επικαλέσθηκε η καθ΄΄ης η ανακοπή για τη έκδοση της διαταγής πληρωμής. Συνακόλουθα ο δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος και να γίνει δεκτός ο έκτος λόγος της ανακοπής ως προς το άνω σκέλος του ως ουσιαστικά βάσιμος ως προς τη δεύτερη ανακόπτουσα και να ακυρωθεί ως προς αυτή η διαταγή πληρωμής (και η επιταγή προς πληρωμή) λόγω μη απόδειξης της μεταβίβασης της απαίτησης στην εταιρία ειδικού σκοπού. Αναφορικά περαιτέρω με τον πρώτο λόγο της έφεσης (με το οποίο επαναφέρεται ο 3ος λόγος ανακοπής), σημειώνεται ότι δεν ήταν απαραίτητη η προσκόμιση με την αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωμής των πλήρων κειμένων των συμβάσεων, εφόσον η νομιμοποίηση αυτής προέκυπτε από τις περιλήψεις αυτών (οι ανακόπτοντες επικαλούνται εσφαλμένα την διάταξη του άρθρου 925 ΚΠολΔ,που δεν εφαρμόζεται αφού η καθ΄ής Ε.Δ..Δ.Π ήταν η ίδια η αιτούσα την έκδοση διαταγής πληρωμής). Η από 30.4.2020 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, καταρτίσθηκε την ίδια ημέρα με την από 30.4.2020 σύμβαση πώλησης και μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων, μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων, (με αναθέτουσα την εταιρία ειδικού σκοπού ………….. και διαχειρίστρια πλέον την ……….,), η οποία καταχωρίστηκε την ίδια ημέρα στον Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, ώστε εξάγεται ευχερώς ότι η ανάθεση της διαχείρισης αφορούσε ολόκληρο το χαρτοφυλάκιο των απαιτήσεων των δανείων (κι επομένως και το δάνειο σε βάρος του πρώτου ανακόπτοντος)που μεταβίβασε την ίδια ημέρα η άνω Τράπεζα, τη διαχείριση του οποίου ανέλαβε μάλιστα η ίδια, χωρίς να υπάρχει καμία εξαίρεση, αφού αυτή δεν αναφέρεται. Ωστόσο ακολούθησε η από 18.06.2021 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (αρ. πρωτ. …./22.06.2021 τόμο 12 με αριθμό 198 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών), που καταρτίσθηκε μεταξύ της εταιρίας ειδικού σκοπού …………… και της καθ ής. Στην περίληψη της σύμβασης όμως αυτή δεν γίνεται υπάρχει καμία εξειδίκευση για τις απαιτήσεις τη διαχείριση των οποίων αναλαμβάνει η καθ΄ής, ώστε να προκύπτει ότι είναι αυτές είναι οι ίδιες απαιτήσεις που αφορούσε η από 30.4.2020 σύμβαση διαχείρισης. Ιδίως δεν υπάρχει καμία αναφορά ότι έχει λυθεί η ως άνω προγενέστερη σύμβαση διαχείρισης, (που είχε άλλη αντισυμβαλλόμενη την …….) καθώς δεν επικαλέσθηκε η καθ΄ής έγγραφο συμφωνητικό λύσεως αυτής, (το οποίο όφειλε και αυτό να καταχωρηθεί στο οικείο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών) για να καταρτισθεί πλέον μετά η από 18.6.2021 σύμβαση ανάθεσης της ………… με την καθ΄ής. Συνακόλουθα δεν αποδεικνύεται ότι η καθ΄ής έχει αναλάβει την είσπραξη και διαχείριση του επιδίκου δανείου, ώστε δεν αποδεικνύεται η νομιμοποίησή της από τα έγγραφα που επικαλέστηκε με την αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωμής. Κατ΄επέκταση και ο άνω λόγος ανακοπής έπρεπε να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης. Παρέλκει δε η έρευνα του τελευταίου λόγου της έφεσης (τέταρτου). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της και ως προς τους άνω λόγους αυτής έσφαλε. Συνεπώς θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να γίνει εν μέριε δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί η της με αρ. ……/2022 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατ΄αποτέλεσμα και η από 9-5-2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής. Με δεδομένο δε ότι γίνεται δεκτή η έφεση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στους εκκαλούντες (άρθρο 495 § 3 εδ. στ’ ΚΠολΔ). Τέλος, σε βάρος της καθ ή ής η ανακοπή πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων, των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως, καθώς η ερμηνεία των κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στους εκκαλούντες που κατέθεσαν αυτό.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αρ. 780/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από την από 31.5.2022 και με αριθ.καταθ. …………../2022 ανακοπής.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν εν μέρει
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την με αρ. …./2022 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την από 9-5-2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ΄ής η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) €.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 7.10.2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ