ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τον Γραμματέα Σ.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων: 1) ………..και 2) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Μέτο.
Των εφεσίβλητων: 1) Της ομάδος συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, οδού ……….., νομίμως εκπροσωπουμένης από τον διαχειριστή αυτής ……….. και 2) ………., με ΑΦΜ …….., κατοίκου ………., ατομικώς και ενεργούντος με την ως άνω ιδιότητά του, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Γεωργία Θεοδωροπούλου, με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την ιδιότητά του ως διαχειριστής της πιο πάνω αναφερόμενης πολυκατοικίας, την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2023 αγωγή του, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Οι εναγόμενοι άσκησαν ενώπιον του ιδίου, ως άνω Δικαστηρίου, την από 4-9-2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2023 ανταγωγή τους. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, αφού συνεκδίκασε την αγωγή και ανταγωγή των διαδίκων, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 362/2024 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε αυτές. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες – αντενάγοντες, με την από 2-3-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………./2024 έφεσή τους (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ……./2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους, η δε πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλην και κατά τόπον, Δικαστηρίου (άρθρα 19 και 29 ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από τους, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθέντες διαδίκους νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 6-3-2024 και εντός προθεσμίας δύο ετών από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (1-2-2024), δοθέντος ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής (άρθρα 495–499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδαφ. α΄ και παρ. 7 εδαφ. α΄ του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι των περιουσιακών διαφορών – διαφορές από τη σχέση της οροφοκτησίας (άρθρο 533, 614 επ. ΚΠολΔικ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της, καταβλήθηκε το υπ’ αριθμ. ……….. e-παράβολο, ποσού 100 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Με την από 4-9-2023 ανταγωγή τους, οι αντενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εκθέτουν ότι έχουν καταστεί νομίμως συγκύριοι εξ αδιαιρέτου και κατ’ ισομοιρία, μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος επί πολυκατοικίας κείμενης στην οδός ………., η οποία έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3741/1929. Ότι οι πρώτοι αντεναγόμενοι συνιδιοκτήτες είναι επίσης κύριοι άλλων οριζόντιων ιδιοκτησιών της ως άνω πολυκατοικίας και οι σχέσεις τους ρυθμίζονται από συμβολαιογραφικό έγγραφο Κανονισμό, νόμιμα μεταγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά. Ότι ο δεύτερος αντεναγόμενος με την ιδιότητα του διαχειριστή της πολυκατοικίας άσκησε εναντίον τους την με αριθμό κατάθεσης ……../30-6-2023 αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, με την οποία αιτείται να υποχρεωθούν να του καταβάλλουν συμμέτρως κατά την ποσοστιαία αναλογία τους το ποσό των 494,92 ευρώ για κοινόχρηστες δαπάνες και να απομακρύνουν από τον κοινόχρηστο χώρο στάθμευσης κάμερα καταγραφής, που είναι τοποθετημένη στο αυτοκίνητο τους. Ότι ο νυν διαχειριστής είχε εκλεγεί για το έτος 2020 και στα πλαίσια των καθηκόντων του υποχρεούται να προβαίνει στην επισκευή βλαβών των κοινόχρηστων χώρων που απειλούν την ασφάλεια των ενοίκων, πλην όμως όταν τον Μάιο του έτους 2020 υπέστη βλάβη η αυτόματη γκαραζόπορτα στον κοινόχρηστο χώρο στάθμευσης, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους, με τελευταία την έγγραφη όχληση την 9-9-2020, δεν προέβη λόγω του κατεπείγοντος σε αποκατάσταση της βλάβης, όπως προβλέπεται στον κανονισμό, και, ενώ αποδέχθηκε την αναγκαιότητα της σχετικής δαπάνης, εντούτοις απαίτησε να συγκεντρωθεί το ποσόν της δαπάνης από τους χρήστες του γκαράζ, με αποτέλεσμα να παραμένει ανασφάλιστη η γκαραζόπορτα και την 8-11-2020 εκλάπησαν από αγνώστους τα δύο ποδήλατά τους, συνολικής αξίας 500 ευρώ που ήταν αποθηκευμένα στον χώρο αποκλειστικής τους χρήσης. Ότι από την παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου, και με τις παραλείψεις ενεργείας του για την αποκατάσταση της βλάβης γκαραζόπορτας υπέστησαν περιουσιακή ζημία ισόποση με την αξία των κλαπέντων ποδηλάτων και ηθική βλάβη, την χρηματική ικανοποίηση της οποίας αποτιμούν σε 40 ευρώ. Ότι μετά τις κλοπές, τον Σεπτέμβριο του έτους 2020, τοποθέτησαν ομοίωμα κάμερας καταγραφής (εικονικής κάμερας), προς αποτροπή επίδοξων κλεπτών στο οπίσθιο παρμπρίζ του αυτοκινήτου τους και ενημέρωσαν εγκαίρως τον δεύτερο εναγόμενο και τους λοιπούς συνιδιοκτήτες οι οποίοι δεν αντέδρασαν, εφόσον η κάμερα δεν κατέγραφε προσωπικά δεδομένα. Ότι μετά την κλοπή των ποδηλάτων, όταν ζητήθηκαν ευθύνες από τον δεύτερο εναγόμενο για τις παραλείψεις του, εκείνος άρχισε να διαδίδει ότι η κάμερα ήταν πραγματική και γινόταν παράνομη καταγραφή προσωπικών δεδομένων. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος συνέταξε στο όνομά του και κοινοποίησε στον πρώτο αντενάγοντα την από 12-5-2021 εξώδικη διαμαρτυρία, χωρίς τη σύγκληση γενικής συνέλευσης, ώστε να τεθεί το προκύψαν ζήτημα, με την οποία του ζήτησε να παύσει να καταγράφει εντός 5 ημερών προσωπικά δεδομένα, να διαγράψει ό,τι έχει καταγραφεί και να μην καταγράφει στο μέλλον, άλλως θα απευθυνθεί στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων. Ότι με βάση τις ψευδείς διαβεβαιώσεις του δεύτερου αντεναγόμενου, ο τότε διαχειριστής ………, το έτος 2022, άσκησε αγωγή ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αιτήθηκε την αφαίρεση της κάμερας καταγραφής, ενώ κατά την εκδίκαση της υπόθεσης την 6-10-2022 αποδείχθηκε ότι επρόκειτο περί εικονικής κάμερας, την εικονικότητα της οποίας δεν αμφισβήτησε ο …………. Ότι την 19-1-2023 κατά την γενική συνέλευση δεν τέθηκε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της αφαίρεσης της κάμερας και ουδείς συνιδιοκτήτης διαμαρτυρήθηκε, ούτε δόθηκε εντολή προς τον δεύτερο αντεναγόμενο για την άσκηση της άνω αγωγής. Ότι με τους αναληθείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς περί παράνομης καταγραφής των προσωπικών δεδομένων, που αποτελεί αξιόποινη πράξη και περιέχεται στην συνεκδικαζόμενη με την ανταγωγή αγωγή, ο δεύτερος αντεναγόμενος, που διατελεί εντολοδόχος της ομάδας των συνιδιοκτητών, εν γνώσει της αναλήθειας τους από πρόθεση προσέβαλε την προσωπικότητα τους καθώς και την οικογενειακή τους γαλήνη, κατά τα αναλυτικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, ενώπιον αόριστου αριθμού προσώπων μεταξύ αυτών των ενοίκων της πολυκατοικίας, ή τρίτων που έλαβαν γνώση του δικογράφου, με αποτέλεσμα την πρόκληση της ηθικής τους βλάβης από την παραπάνω παράνομη και υπαίτια πράξη. Με βάση τα ανωτέρω και αφού παραδεκτά με τις προτάσεις τους κατ’ άρθρα 223, 294 εδ. α’, 295 παρ. 1 εδ. β’ και 297 ΚΠολΔ, έτρεψαν το σύνολο του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό και το περιόρισαν σε 3.500 ευρώ δι΄ έκαστον εξ αυτών, ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι οι αντεναγόμενοι οφείλουν να τους καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 3.500 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επί της ανταγωγής αυτής, η οποία συνεκδικάστηκε με την υπ’ αριθμ. καταθ. ……./2023 αγωγή των αντεναγομένων, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 362/2024 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την ανταγωγή όπως και την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες και ζητούν, με τους δύο λόγους της έφεσής τους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέρος που απέρριψε την ως άνω ανταγωγή, ώστε εν τέλει να γίνει δεκτή η ανταγωγή τους. Επισημαίνεται, ότι η ανταγωγή, όπως και η έφεση, απαραδέκτως στρέφεται ατομικά κατά του ………….., καθώς στο πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν διάδικος στην κύρια δίκη, επί της οποίας ασκήθηκε η ανταγωγή των ήδη εκκαλούντων και, συνεπώς, δεν δύναται να είναι διάδικος ούτε στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη, κατ’ άρθρο 517 ΚΠολΔ.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εκκαλούντες διαμαρτύρονται για την απόρριψη της ανταγωγής τους, αναφορικά με το ζήτημα της κλοπής των ποδηλάτων τους, από τον κοινόχρηστο χώρο στάθμευσης, ισχυριζόμενοι ότι η ως άνω κλοπή οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαχειριστή της πολυκατοικίας και, συνεπώς, δικαιούνται αποζημίωσης.
Από την εκτίμηση των ανωμοτί καταθέσεων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και οι οποίες (καταθέσεις) περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, καθώς και από τις υπ’ αριθμ. ……, ……/14-5-2024 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εκκαλούντων, ………. και ………….., αντίστοιχα, ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά ………, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομίμου κλήσης των αντιδίκων (βλ. υπ’ αριθμ. …. & ……..’/8-5-2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ………..), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εφεσίβλητοι, εκπροσωπούμενοι από τον διαχειριστή της πολυκατοικίας και οι εκκαλούντες, ατομικώς, είναι κύριοι οριζόντιων ιδιοκτησιών – διαμερισμάτων, που συστήθηκαν δυνάμει της υπ’ αριθμ ……./2003 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που έχει μεταγράφει νομίμως στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, ευρίσκονται δε επί εξαώροφης πολυκατοικίας, κείμενης στην οδό ……………., η οποία έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3741/1929. Συνακόλουθα, είναι συγκύριοι εξ αδιαιρέτου επί των κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών αυτής. Οι εκκαλούντες με το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου απέκτησαν την κυριότητα του διαμερίσματός τους στην παραπάνω οικοδομή, απέκτησαν και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας διακεκριμένης θέσης πάρκινγκ στο κοινόχρηστο γκαράζ της πολυκατοικίας. Εντός αυτού σταθμεύουν το αυτοκίνητό τους, αλλά, από το έτος 2011 στάθμευαν και δύο ποδήλατα ιδιοκτησίας τους. Τον Μάιο του έτους 2020, υπέστη βλάβη ο ηλεκτρικός μηχανισμός της γκαραζόπορτας, η οποία άνοιγε αυτόματα με τηλεχειριστήριο και με τον ίδιο τρόπο έκλεινε και κλείδωνε. Λόγω της βλάβης η γκαραζόπορτα άνοιγε και έκλεινε, πλέον, μόνο χειροκίνητα. Στις 8-11-2020 οι εκκαλούντες διαπίστωσαν ότι κλάπηκαν τα δύο ποδήλατα που είχαν σταθμεύσει στον εν λόγω χώρο, οι δε αλυσίδες και τα λουκέτα, με τα οποία τα είχαν ασφαλίσει, ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Ισχυρίζονται δε, ότι η κλοπή αυτή οφείλεται σε βαριά αμέλεια του διαχειριστή, ο οποίος δεν μερίμνησε άμεσα και έγκαιρα για την αποκατάσταση της βλάβης, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις προς αυτόν. Ωστόσο, οι εν λόγω ισχυρισμοί, καθώς και το σχετικό αίτημα της ανταγωγής τυγχάνουν απορριπτέα. Ειδικότερα, και αληθή υποτιθέμενα τα αναφερόμενα από τους εκκαλούντες, δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ της παράλειψης του διαχειριστή για την επισκευή του αυτόματου μηχανισμού της πόρτας του υπογείου και της παράνομης πράξης της κλοπής των ποδηλάτων. Τούτο, διότι είχε μεσολαβήσει χρονικό διάστημα έξι μηνών περίπου από την βλάβη του μηχανισμού μέχρι την κλοπή και οι εκκαλούντες, παρόλο που γνώριζαν την άνω διαμορφωθείσα κατάσταση, συνέχιζαν να σταθμεύουν στον χώρο αυτό τα ποδήλατά τους, χωρίς να λάβουν κάποιο μέτρο προφύλαξης. Επιπλέον, ο υπόγειος χώρος στάθμευσης αφορά ρητά στην στάθμευση αυτοκινήτων, σε συγκεκριμένες θέσεις και δεν αποτελεί χώρο φύλαξης λοιπών αντικειμένων, όπως των ποδηλάτων. Τέλος, προσκομίζεται από τους εφεσίβλητους, η από 15-4-2024 βεβαίωση της κατασκευάστριας εταιρείας της εν λόγω γκαραζόπορτας, στην οποία αναφέρεται «…βεβαιώνουμε ότι στη γκαραζόπορτα επί της οδού ………, υπάρχει ενσωματωμένη κλειδαριά για χειροκίνητη χρήση». Συνεπώς, πέρα των ανωτέρω, υπήρχε η δυνατότητα να μεριμνούν οι ίδιοι οι εκκαλούντες για την ασφάλιση της πόρτας του υπογείου, ενέργεια όμως στην οποια δεν προέβαιναν. Επισημαίνεται ότι η πιο πάνω βεβαίωση, η οποία προσκομίζεται το πρώτον στην παρούσα δίκη, λαμβάνεται υπόψη κατ΄ άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες διαμαρτύρονται ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τοποθετημένη στο αυτοκίνητό τους μικροκάμερα ήταν πραγματική και όχι εικονική και, συνεπώς, δεν συντρέχει περίπτωση συκοφαντικής δυσφήμισής τους.
Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι οι εκκαλούντες κατά το έτος 2020 τοποθέτησαν κάμερα, προς αποτροπή επίδοξων κλεπτών στο οπίσθιο παρμπρίζ του αυτοκινήτου τους, πλην όμως δεν ενημέρωσαν τον διαχειριστή και τους λοιπούς συνιδιοκτήτες, οι οποίοι αντέδρασαν μόλις η ενέργεια αυτή υπέπεσε στην αντίληψή τους. Ειδικότερα, ο τότε διαχειριστής …………. το έτος 2022 άσκησε την από 23-3-2022 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία αιτήθηκε την αφαίρεση της κάμερας, η οποία, ωστόσο, αγωγή απορρίφθηκε λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης. Επίσης, προέκυψε ότι την 19-1-2023, κατά την διεξαγωγή της γενικής συνέλευσης της πολυκατοικίας, δεν τέθηκε ως θέμα στην ημερήσια διάταξη η αφαίρεση της κάμερας καταγραφής, περαιτέρω δε, ουδείς συνιδιοκτήτης διαμαρτυρήθηκε, ούτε δόθηκε εντολή προς τον αντεναγόμενο για την άσκηση της αγωγής. Πλην όμως ορισμένοι από τους συνιδιοκτήτες υπέγραψαν τα από 6-4-2021 και 10-1-2022 έγγραφα, με τα οποία εντέλλουν τον διαχειριστή να ασκήσει την αγωγή για τα οφειλόμενα κοινόχρηστα και για την αφαίρεση της κάμερας. Επομένως, υπήρξε εύλογος προβληματισμός των ενοίκων σχετικά με την καταγραφή των προσωπικών δεδομένων τους από την εν λόγω κάμερα, χωρίς τη συναίνεσή τους. Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η επίδικη κάμερα είναι εικονική, ωστόσο όμως τούτο δεν αποδείχτηκε. Αναφέρουν δε ότι το βάρος απόδειξης φέρουν οι εφεσίβλητοι, καθότι είχαν ασκήσει την παραπάνω αγωγή, πλην όμως, εν προκειμένω η υπό κρίση ανταγωγή, με την οποία ζητούν ηθική βλάβη λόγω συκοφαντικής δυσφήμισής τους, ασκήθηκε από τους εκκαλούντες, οι οποίοι οφείλουν να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους, ότι πρόκειται για εικονική κάμερα κατ’ άρθρο 338 § 1 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση, από τη φύση και μόνο του εν λόγω αντικειμένου και τη θέση αυτού (στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου των εκκαλούντων), καθίσταται σαφές ότι οι εφεσίβλητοι δεν διαθέτουν την πρόσβαση σ’ αυτή ώστε να δύνανται να αποδείξουν ότι πρόκειται περί πραγματικής κάμερας καταγραφής. Αντιθέτως, οι εκκαλούντες, ως κύριοι της κάμερας, η οποία βρίσκεται στη σφαίρα ευθύνης τους, θα μπορούσαν εύκολα να προσκομίσουν μία τεχνική έκθεση πραγματογνωσοσύνης ή έστω απόδειξη αγοράς, ώστε να αποδείξουν τον ισχυρισμό που προέβαλαν με την ανταγωγή τους. Τέλος, παρόλα όσα αναφέρουν οι εκκαλούντες, καθώς και οι μάρτυρες στις αναφερόμενες ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι γνώριζαν ότι η εν λόγω κάμερα ήταν εικονική και ότι, επομένως, δεν κατέγραφε στιγμιότυπα, καθώς δεν διαθέτουν ειδικές γνώσεις προς διαπίστωση τούτου. Συνεπώς και ο δεύτερος λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε όσα και το παρόν ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο, αλλά και εκτίμησε τις αποδείξεις, με όμοια αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας (534 ΚΠολΔ) και πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, στο σύνολό της. Ακόμη, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσαν οι εκκαλούντες κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, οι εκκαλούντες πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παράβολου κατάθεσης της έφεσης, ποσού 100 ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 21-10-2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓPAMMATEAΣ