Αριθμός απόφασης 507/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα K.Σ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων – εναγόντων: 1) ……… και 2) …….. 3, ως συνασκούντων τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους ………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ειρήνη Χρήστου (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Των εφεσίβλητων – εναγόμενων: 1) της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………» που εδρεύει στη …… Αττικής, οδός …….. επί αγροτεμαχίου και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., από τις οποίες η πρώτη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αθηνά Βάτου (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς) και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Παπαχρονόπουλο (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 28.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …/2019 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1422/2023 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Οι εκκαλούντες – ενάγοντες προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 16.05.2023 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/16.05.2023 και ειδικό …/16.05.2023, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/16.05.2023 και ειδικό …./16.05.2023, για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων – εναγόντων και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της δεύτερης εφεσίβλητης – εναγόμενης δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της πρώτης εφεσίβλητης – εναγόμενης αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1422/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 28.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …/2019 αγωγή των εκκαλούντων – εναγόντων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 16.05.2023 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 16.05.2023, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/16.05.2023 και ειδικό …../16.05.2023 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 03.05.2023. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – ενάγοντες το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Οι ενάγοντες στην από 28.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …/2019 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθεταν ότι η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» έχει την εκμετάλλευση θαλάσσιας παιδικής χαράς που βρίσκεται στην παραλία του Δήμου Σαλαμίνας επί της ………, ότι το ανήλικο τέκνο τους ……., το οποίο γεννήθηκε την 25.02.2008 και του οποίου τη γονική μέριμνα ασκούν από κοινού, επισκέφθηκε μαζί με την δεύτερη ενάγουσα – μητέρα του την ανωτέρω θαλάσσια παιδική χαρά την 10.08.2019 περί ώρα 16.00 μμ, και αφού καταβλήθηκε το σχετικό αντίτιμο, δύο προστηθέντες υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης παρέλαβαν το ανήλικο τέκνο και το οδήγησαν στην θαλάσσια παιδική χαρά, ενώ η δεύτερη ενάγουσα παρέμεινε με συγγενικό της πρόσωπο στην παραλία, όπου η πρώτη εναγόμενη διατηρεί επιχείρηση καφετέριας, ότι πριν την είσοδο του ανηλίκου τέκνου στην θαλάσσια παιδική χαρά, οι προστηθέντες υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης την διαβεβαίωσαν ότι ήταν δυνατή η πρόσβαση των ανηλίκων χωρίς συνοδό, καθόσον παρέμεναν υπό την εποπτεία και την φύλαξη των προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης εναγόμενης, ότι μία περίπου ώρα μετά την είσοδο του ανηλίκου τέκνου στην θαλάσσια παιδική χαρά, κατά την προσπάθειά του να ανέβει στη φουσκωτή τσουλήθρα και ενώ είχε φτάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι, δεν μπόρεσε να κρατηθεί, διότι υπήρχε μόνο ένα στήριγμα και ολόκληρη η κατασκευή παλλόταν λόγω του έντονου κυματισμού, εξαιτίας των ισχυρών ανέμων που έπνεαν στην περιοχή, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να πέσει από ύψος δύο μέτρων προς τα κάτω και αριστερά, να προσκρούσει με το δεξί του πόδι στο στρώμα δίπλα στη βάση της σκάλας, καθόσον δεν κατόρθωσε να ρίξει στη θάλασσα όλο του το σώμα, και να τραυματιστεί, και συγκεκριμένα να υποστεί κάταγμα της διάφυσης του μηριαίου οστού ΔΕ, ότι ακολούθως διακομίσθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών «Παναγιώτη & Αγλαίας Κυριακού», όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση με εξωτερική οστεοσύνθεση και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την 27.08.2019, οπότε και εξήλθε με οδηγίες και σύσταση για επανεξέταση μετά την πάροδο μηνός, ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι καθώς και ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης επέδειξαν αμελή συμπεριφορά, αφού δεν επέδειξαν την ιδιαίτερη επιμέλεια και την προσοχή που όφειλαν να επιδείξουν ως επιφορτισμένοι με το αυξημένης ευθύνης καθήκον εποπτείας και φύλαξης των ανηλίκων, κατά τη χρήση της θαλάσσιας παιδικής χαράς, και συγκεκριμένα δεν παρακολουθούσαν επισταμένως τη χρήση της φουσκωτής τσουλήθρας, ώστε τα ανήλικα να μην κινδυνεύουν να γλιστρήσουν από την ολισθηρή της επιφάνεια, να χάσουν την ισορροπία τους και να πέσουν από ύψος, ενώ παράλληλα επέτρεψαν τη χρήση της, χωρίς καμία επιτήρηση, παρότι έπνεαν ισχυροί άνεμοι και υπήρχε κυματισμός στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να εκτεθεί σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα του ανηλίκου τέκνου τους και να υποστεί σωματική κάκωση, ότι λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων, καθώς και του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης, και της μη τήρησης εκ μέρους τους των κανόνων που διέπουν την ασφαλή λειτουργία της θαλάσσιας παιδικής χαράς, το ανήλικο τέκνο τους υπέστη τον προαναφερόμενο τραυματισμό, εξαιτίας του οποίου προκλήθηκε σ’ αυτό ηθική βλάβη, λόγω του άγχους, της σωματικής ταλαιπωρίας και της στεναχώριας που αισθάνθηκε, ότι η δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……….» είχε συνάψει με την πρώτη εναγόμενη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης προς τρίτους, συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης για σωματικές βλάβες, εξαιτίας ατυχημάτων τρίτων στην περιοχή της θαλάσσιας παιδικής χαράς, δυνάμει του υπ’ αριθ. …………/2019 ασφαλιστηρίου συμβολαίου αστικής ευθύνης, ότι επικουρικώς σε περίπτωση που κριθεί ότι δικαιούχος του ασφαλίσματος τυγχάνει η πρώτη εναγόμενη, ασκούν πλαγιαστική αγωγή κατά της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 του ΚΠολΔ, παράλληλα με την ευθεία αγωγή κατά της υπόχρεης πρώτης εναγόμενης ως λήπτριας της ασφάλισης, καθόσον η τελευταία αδρανεί προς άσκηση των δικαιωμάτων της που απορρέουν από την ως άνω σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης προς τρίτους. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμού των αγωγικών αιτημάτων από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, το συνολικό ποσό των 38.700,00 ευρώ, και συγκεκριμένα (α) το συνολικό ποσό των 6.000,00 ευρώ για πλασματική αμοιβή υποκατάστατης δύναμης, ήτοι το μηνιαίο ποσό των 1.000,00 ευρώ που το ανήλικο τέκνο τους θα κατέβαλε σε τρίτους, που θα προσλάμβανε εάν οι ενάγοντες, πατέρας και μητέρα αυτού, δεν του παρείχαν τις υπηρεσίες τους για την καθημερινή περιποίηση και φροντίδα του, κατά το χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών, από την 27.08.2019 έως την 26.02.2019, που βρισκόταν σε αδυναμία να αυτοεξυπηρετηθεί, (β) το συνολικό ποσό των 1.800,00 ευρώ για δαπάνες βελτιωμένης διατροφής του ανηλίκου τέκνου τους πέραν της συνήθους, κατόπιν σύστασης των θεραπόντων ιατρών και λόγω της φύσης του τραυματισμού του και της χειρουργικής επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε, κατά το χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών, από την 27.08.2019 έως την 26.02.2019, και συγκεκριμένα το ποσό των 10 ευρώ ημερησίως επί 180 ημέρες, (γ) το συνολικό ποσό των 900,00 ευρώ για δαπάνες αγοράς υγειονομικού υλικού του ανηλίκου τέκνου τους, και ειδικότερα το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως για αγορά των αναγκαίων υγειονομικών υλικών, κατά το χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών, από την 27.08.2019 έως την 26.02.2019 και (δ) το ποσό των 30.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη το ανήλικο τέκνο τους από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης, επιφυλασσόμενοι να διεκδικήσουν, ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, επιπλέον ποσό ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, επικουρικώς να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης να καταβάλει στην πρώτη εναγόμενη το ανωτέρω συνολικό ποσό των 38.700,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να τους καταβάλει το εν λόγω ποσό, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, σωρεύοντας στο ίδιο δικόγραφο πλαγιαστική αγωγή κατά της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 του ΚΠολΔ, παράλληλα με την ευθεία αγωγή κατά της υπόχρεης πρώτης εναγόμενης ως λήπτριας της ασφάλισης, το ποσό δε αυτό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1422/2023 οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης ως προς την δεύτερη εναγόμενη κατά την κύρια βάση της, με την οποία ασκείται ευθεία αξίωση κατ’ αυτής, και αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την ευθεία αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη και την σωρευόμενη επικουρικώς πλαγιαστική αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη, στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικοπραξιών των άρθρων 297, 298, 299, 330, 340, 345, 481, 482, 914, 926, 929 και 932 του ΑΚ, των άρθρων 1 παρ. 1, 11 και 25 του Ν. 2496/1997 και των άρθρων 70, 72 και 176 του ΚΠολΔ, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, και το παρεπόμενο αίτημα της σωρευόμενης επικουρικώς πλαγιαστικής αγωγής περί καταβολής τόκων από την επίδοση αυτής, το οποίο κρίθηκε νόμιμο από την επόμενη ημέρα της καταβολής εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης, στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – ενάγοντες με την κρινόμενη από 16.05.2023 έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι, η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή/και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης για τη λήψη ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του υπαιτίου να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει (ΑΠ 655/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο τρόπος και η έκταση της αποζημίωσης, η οποία οφείλεται από αδικοπραξία (άρθρο 914 του ΑΚ), προσδιορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 297, 298 του ΑΚ, καθώς και στη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση, περιλαμβάνει εκτός των άλλων, και τα νοσήλια. Στην έννοια των νοσηλίων περιλαμβάνονται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως είναι, κατά ενδεικτική αναφορά, οι δαπάνες για αγορά φαρμάκων, αμοιβές γιατρών, παραμονής στο νοσοκομείο ή την κλινική, φυσικοθεραπείας (ιδίως στις περιπτώσεις καταγμάτων και εξαρθρώσεων), μισθώσεως αυτοκινήτου-TAXI προς μεταφορά του παθόντος σε νοσοκομείο ή για τη μετάβασή του σε εξετάσεις και παρακολούθηση, πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου είτε στην οικία του, είτε στο νοσοκομείο, λήψης βελτιωμένης τροφής, όσο τούτο επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα εν γένει έξοδα του συνοδού του, που μπορεί να είναι και στενό συγγενικό του πρόσωπο, σε περίπτωση μετακίνησής του σε άλλη πόλη, εφόσον η παρουσία του συνοδού κρίνεται αναγκαία (ΑΠ 1572/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1207/2017 ΝΟΜΟΣ), καθώς και οι πλασματικές δαπάνες του παθόντος προσώπου για τις υπηρεσίες που του προσφέρουν οι οικείοι του, σε περίπτωση αδυναμίας του προς αυτοεξυπηρέτηση (ΑΠ 80/2018 ΝΟΜΟΣ), και έτσι με κριτήριο την αναγκαιότητα ή όχι πραγματοποίησης της δαπάνης θα υποχρεωθεί ή όχι ο υπόχρεος σε αποζημίωση να καταβάλει τη συγκεκριμένη δαπάνη ως οφειλόμενη ζημία (ΑΠ 1572/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1543/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1935/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2176/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 215/2018 ΝΟΜΟΣ). Η αγωγή που έχει ως αντικείμενο αποζημίωση για τέτοιες εν γένει δαπάνες (νοσήλια), για να είναι ορισμένη πρέπει στο δικόγραφο αυτής, κατά τα άρθρα 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, να εξειδικεύονται οι επί μέρους δαπάνες κατ’ είδος, έκταση και ποσό, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής, διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 517/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 19/2021 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 του ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε και η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος υποχρεούται από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου-οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεων του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού ή αποκλειστικής νοσοκόμου, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, τα πεθερικά ή άλλοι στενοί συγγενείς, αλλά και φιλικά πρόσωπα. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις αναγκαίως αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες αυτών, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα προσλάμβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν κατέβαλε κανένα ποσό στους πιο πάνω οικείους του, οι οποίοι με υπερένταση των δυνάμεών τους και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (ΑΠ 553/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1622/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 833/2005 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το άρθρο 8 παρ. 1 έως 5 του Ν. 2251/1994 «προστασία καταναλωτών», όπως η παρ. 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 3587/2007, ορίζει ότι ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή των υπηρεσιών στον καταναλωτή (παρ. 1 εδ. α). Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο (παρ. 1 εδ. β). Από τις εν λόγω διατάξεις του άνω άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν οι υπηρεσίες εκείνες στις οποίες ο παρέχων αυτές ενεργεί κατά τρόπο ελεύθερο και ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (καταναλωτή), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να επιλέγει τα μέσα και τις μεθόδους ώστε, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και τεχνικής, να εκτελέσει υλικό έργο, να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του, η δε ευθύνη του παρέχοντος τέτοιου είδους υπηρεσίες μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική, είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από την προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ του παρέχοντος τις υπηρεσίες και του ζημιωθέντος καταναλωτή. Προϋποθέσεις δε για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι: 1) παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, 2) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται, διότι εισάγεται νόθος αντικειμενική ευθύνη (ΟλΑΠ 18/1999 ΕλλΔ 40.1290). Συνεπώς, η αδικοπρακτική ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο, ο οποίος παρέχει τις υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες, αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του. Ενόψει δε της θεσπιζόμενης νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεώς του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του, δηλαδή διαπράττοντας αδικοπραξία. Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, για να υπάρχει σχέση πρόστησης, δηλαδή χρησιμοποίηση από ένα πρόσωπο (τον προστήσαντα) ενός άλλου προσώπου (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεως ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου (προστήσαντος), πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στον δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε (ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 797/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1021/2012 ΝΟΜΟΣ). Ο προστήσας ευθύνεται αντικειμενικά προς αποζημίωση του τρίτου, ο οποίος ζημιώθηκε από αδικοπραξία που τελέστηκε από τον προστηθέντα και τελεί σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την εκτέλεση της υπό διεκπεραίωση υποθέσεως του προστήσαντος (ΑΠ 47/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1237/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 238/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχει η αγωγή για να είναι ορισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνεται και η νομική βάση, τυχόν δε μνεία περί υπαγωγής των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σε κάποια νομική διάταξη δεν δεσμεύει το δικαστήριο. Συνεπώς, ο αναγραφόμενος στην αγωγή νομικός χαρακτηρισμός της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως, στην οποία θεμελιώνεται το υποβαλλόμενο αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί σε ορθή υπαγωγή, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, αφού αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από το νομικό χαρακτηρισμό (ΑΠ 843/2000 ΕλλΔνη 2001. 160, ΕφΘεσ 792/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στην περίπτωση ασφάλισης της γενικής αστικής ευθύνης, που ρυθμίζεται από το άρθρο 25 του Ν. 2496/1997, η ασφάλιση αφορά άμεσα τους αντισυμβαλλομένους, λήπτη της ασφάλισης και ασφαλιστή και ο τρίτος, ζημιωθείς, που έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του ασφαλισμένου, δεν μπορεί να στραφεί κατά του ασφαλιστή ευθέως, παρά μόνο με πλαγιαστική αγωγή κατά το άρθρο 72 του ΚΠολΔ (ΑΠ 109/2007 ΝΟΜΟΣ), καθόσον η αξίωση αυτή δεν θεμελιώνεται στο δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης, όπως εν αντιθέσει συμβαίνει με την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία των οχημάτων, που παρέχει ευθεία από το νόμο αξίωση του ζημιωθέντος τρίτου προς αποζημίωση έναντι του ασφαλιστή κατ’ άρθρο 10 του Ν. 489/1976 (ΑΠ 166/2024 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 72 του ΚΠολΔ, επιτρέπεται στο δανειστή να ζητήσει δικαστική προστασία για λογαριασμό του, ασκώντας αυτός τα δικαιώματα του οφειλέτη του, που δε συνδέονται στενά με το πρόσωπό του, εφόσον ο τελευταίος δεν τα ασκεί. Με τη θεσμοθέτηση της πλαγιαστικής αγωγής σκοπείται η διασφάλιση της περιουσίας του οφειλέτη και συνακόλουθα, εμμέσως, η προστασία του πλαγιαστικώς ενάγοντος δανειστή, με την προσδοκία περιελεύσεως της αναζητούμενης παροχής στον οφειλέτη, από τον οποίο και μπορεί κατόπιν να ικανοποιήσει τη δική του αξίωση (ΑΠ 928/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 369/2011 ΝοΒ 2011. 2151, ΕφΑθ 327/2001 ΕλλΔνη 2003. 796, Γ. Μητσόπουλος/Κ. Κεραμεύς, γνμδ σε ΕλλΔνη 1983. 4 επ.), ζητώντας μέχρι τότε πλαγιαστικά έννομη προστασία και νομιμοποιούμενος ως μη δικαιούχος διάδικος (ΑΠ 1322/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 235/2010 ΕφΑΔ 2010. 828, Α. Ταμαμίδης, Επικουρική σώρευση ευθείας και πλαγιαστικής αγωγής κατά του ασφαλιστή, Αρμ. 1992. 434 επ.). Το αίτημα της πλαγιαστικής αγωγής συνίσταται στην καταδίκη του πλαγιαστικώς εναγομένου να καταβάλει στον αδρανούντα δικαιούχο της απαιτήσεως που ασκείται πλαγιαστικά και όχι στον ενάγοντα τρίτο (ΑΠ 1061/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1544/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4301/2006 ΔΕΕ 2007. 79). Για την άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής προϋποτίθενται: α) η συνδρομή στο πρόσωπο του πλαγιαστικώς ενάγοντος της ιδιότητας του δανειστή του δικαιούχου της απαιτήσεως που ασκείται πλαγιαστικά (ΕφΑθ 3766/2009 ΕΔΠ 2010. 259), β) η ύπαρξη περιουσιακού (μη προσωποπαγούς) δικαιώματος του οφειλέτη του ενάγοντος δανειστή κατά του πλαγιαστικώς εναγομένου τρίτου, που ασκείται με την αγωγή, το οποίο κατά το χρόνο της ασκήσεώς της πρέπει να είναι κεκτημένο και απαιτητό (ΑΠ 323/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 928/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2008 ΧρΙΔ 2008. 837, ΕφΛαρ 417/2012 Δικογραφία 2013. 30, ΕφΘεσ 3081/2005 Αρμ. 2006. 69, Γ. Διαμαντόπουλος, Πλαγιαστική άσκηση αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, κατ’ άρθρα 932-933 ΑΚ, γνμδ σε ΕφΑΔ 2013. 976 επ.), ακόμα και αν δεν είναι εξοπλισμένο με εκτελεστό τίτλο και γ) η αδράνεια του οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος ως προς την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Ειδικότερα, αδράνεια σημαίνει σκόπιμη ή αθέλητη παράλειψη του οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος να καταδιώξει το δικό του οφειλέτη – πλαγιαστικώς εναγόμενο (ΑΠ 623/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 106/2014 ΕφΑΔ 2014. 295, ΑΠ 499/2011 ΕλλΔνη 2011. 1052) είτε ανυπαίτια, οφειλόμενη δηλαδή σε αμέλεια ή αδιαφορία του ή σε οικονομική του αδυναμία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα (ΑΠ 1671/2006 ΕλλΔνη 2008. 819, ΕφΠειρ 1/2005 ΔΕΕ 2005.306), είτε ακόμα και υπαίτια, εκδηλούμενη δηλαδή με πρόθεση καταδολιεύσεως του δανειστή ή σε συμπαιγνία με τον οφειλέτη του. Κατ’ αδήριτη λογική αναγκαιότητα η αδράνεια προϋποθέτει την παρέλευση ενός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη στιγμή που ο οφειλέτης του πλαγιαστικώς ενάγοντος αποκτήσει την ιδιότητα του δανειστή του δικού του οφειλέτη, κατά του οποίου θα στραφεί πλαγιαστικά ο πρώτος. Σ’ αυτήν ακριβώς την αδράνεια που επιδεικνύει ο οφειλέτης του προς ενάσκηση του δικαιώματος του, όπως και στη δυνατότητα να ικανοποιηθεί από αυτό η δική του αξίωση, θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του μη δικαιούχου ενάγοντος στην έγερση της πλαγιαστικής αγωγής (ΑΠ 1105/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 985/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 499/2011 ΕλλΔνη 2011. 1052), το οποίο, μάλιστα, επιτελεί εν προκειμένω νομιμοποιητική λειτουργία (ΜονΕφΑθ 1029/2016 ΔΕΕ 2016. 1267), αφού αποτελεί το λόγο της νομοθετικής παροχής στον μη δικαιούχο εξουσίας δικαστικής ασκήσεως του αλλότριου δικαιώματος, που συνίσταται στην ανάγκη να λάβει αυτός αποτελεσματική έννομη προστασία. Η συγκεκριμένη αυτή λειτουργία του εννόμου συμφέροντος διαφοροποιεί στην περίπτωση της πλαγιαστικής αγωγής τον κρίσιμο χρόνο για την επίκληση και τη διαπίστωση της συνδρομής του. Πράγματι, ενώ, όπως συμβαίνει με όλες τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, το έννομο συμφέρον αρκεί να υφίσταται το βραδύτερο κατά το χρόνο της συζητήσεως, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση σε κάθε βαθμό (ΑΠ 2136/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1877/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 76/2014 ΠειρΝομ 2014. 76, ΕφΠειρ 664/2013 ΕΝαυτΔ 2013. 231, ΜονΕφΘεσ 387/2017 Αρμ. 2017. 1163), εδώ τα περιστατικά που το θεμελιώνουν πρέπει να εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, διότι θεμελιώνουν ταυτόχρονα τη διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποίησης (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, εκδ. 2006, σελ. 71). Η επίκλησή τους είναι απαραίτητη για την πληρότητα του περιεχομένου της πλαγιαστικής αγωγής και η παράλειψή τους ή η ελλιπής αναφορά τους επάγεται την απόρριψή της ως απαράδεκτης (ΑΠ 35/2013 ΕπισκΕμπΔ 2013. 341, ΑΠ 433/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 398/2007 ΝοΒ 2007. 2413). Αντιθέτως, η ύπαρξη του δικαιώματος του οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος αποτελεί, κατά την ορθότερη άποψη (ΕφΑθ 2152/1990 Δ 1991. 125, με σύμφωνες παρατηρήσεις Αθ. Κρητικού, Γ. Μητσόπουλος/Κ. Κεραμεύς, γνμδ σε ΕλλΔ/νη 1983. 11), στοιχείο της ιστορικής βάσης της πλαγιαστικής αγωγής (αναγκαίο για τη νομική της βασιμότητα), και όχι της νομιμοποίησης του μη δικαιούχου ενάγοντος, αφού συνιστά κατ’ ουσίαν το αντικείμενο της διαγνωστικής δίκης και του δεδικασμένου που πρόκειται να παραχθεί. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, ο πλαγιαστικώς εναγόμενος οφειλέτης προς αντίκρουσή της μπορεί, μεταξύ άλλων, είτε να αμφισβητήσει την ιδιότητα του φερομένου ως αδρανούντος οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος ως δικού του δανειστή, να αρνηθεί δηλαδή τη δική του υποχρέωση προς αυτόν (ΑΠ 928/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 235/2010 ΕφΑΔ 2010. 828, ΑΠ 146/2007 ΝοΒ 2008. 637), είτε να προβάλει περαιτέρω και ισχυρισμούς καταλυτικούς του δικαιώματος του οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος και δανειστή του (ΑΠ 965/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1940/2013 ΕΕμπΔ 2014. 667, ΑΠ 1000/2013 ΕΕμπΔ 2013. 895, ΑΠ 1880/2011 ΝΟΜΟΣ), ή ακόμα και να αμφισβητήσει την ιδιότητα του ενάγοντος ως δανειστή του αδρανούντος δικαιούχου δανειστή, καθόσον η τυχόν τελεσίδικη απόφαση μεταξύ του ζημιωθέντος τρίτου και του ζημιώσαντος ασφαλισμένου δεν αποτελεί δεδικασμένο για την πλαγιαστική αγωγή του ζημιωθέντος τρίτου κατά της ασφαλιστικής εταιρείας του ζημιώσαντος ασφαλισμένου, αφού δεν υπάρχει ταυτότητα προσώπων κατ’ άρθρο 324 του ΚΠολΔ (ΑΠ 965/2015 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 1017/2018 ΝΟΜΟΣ), αν δε η άμυνά του αποβεί επιτυχής η πλαγιαστική αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη. Είναι αυτονόητο ότι η κατ’ ουσίαν απόρριψη προϋποθέτει ότι τα παραγωγικά του δικαιώματος του οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος και δανειστή του πλαγιαστικώς εναγόμενου πραγματικά περιστατικά θα έχουν προβληθεί με επάρκεια και πληρότητα και θα αποτελούν περιεχόμενο νόμιμου ισχυρισμού, διότι, στην αντίθετη περίπτωση, η πλαγιαστική αγωγή θα έχει προηγουμένως απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ή ως νομικά αβάσιμη, αντίστοιχα. Πλαγιαστική αγωγή παρέχεται και στο ζημιωθέντα από πράξη άλλου, ο οποίος έχει ασφαλίσει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη του σε ασφαλιστή με σύμβαση μη υποχρεωτικής ή γενικής ασφάλισης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν 2496/1997. Η ασφάλιση της γενικής αστικής ευθύνης, αποτελεί ασφάλιση παθητικού, δηλαδή οφειλής και δη χρηματικής (Ρ. Χατζηνικολάου-Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, εκδ. 2014, αρ. 422, σελ. 251, Α. Αργυριάδης, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, εκδ. 2007, σελ. 124) και περιλαμβάνει τις δαπάνες, που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και την ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του, για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη, καλύπτει δε κυρίως επαγγελματικούς και επιχειρηματικούς κινδύνους (Ε. Τζίβα, Ο Ν. 2496/1997 και η ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης, ΕπιΔικια 2009. 107 επ.). Εν αντιθέσει δε προς την ασφάλιση της ευθύνης εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων, που ρυθμίζεται από το Ν. 489/1976 «Περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης» και εκείνης η οποία είναι υποχρεωτική εκ του νόμου (άρθρο 26 του Ν. 2496/1997), η ασφάλιση της αστικής ευθύνης είναι προαιρετική και δημιουργεί συμβατική σχέση, συνακόλουθα δε δικαιώματα και υποχρεώσεις, μόνο μεταξύ του ασφαλιστή και του αντισυμβαλλομένου του – ασφαλισμένου. Για τον λόγο αυτό ο τρίτος που ζημιώθηκε και έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του ασφαλισμένου, αν δεν προτιμά να κατάσχει κατ’ άρθρο 712 του ΚΠΔ συντηρητικά στα χέρια του ασφαλιστή σαν τρίτου την απαίτηση του ασφαλισμένου (Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. 2019 τ. ΙΙ, αρ. 2, σελ. 206), μπορεί να στραφεί κατά του ασφαλιστή μόνο πλαγιαστικά (ΑΠ 179/2014 ΕΕμπΔ 2014. 908, ΕφΠειρ 291/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕΘεσ 1039/2013 ΕπισκΕμπΔ 2013. 674, ΕφΘεσ 86/2013 ΕπισκΕμπΔ 2014. 127, ΜονΕφΑθ 1022/2017 ΔΕΕ 2017. 678, Α. Δημητριάδης, Ευθείες αξιώσεις τρίτων ζημιωθέντων κατά των ασφαλιστών αστικής ευθύνης στο πεδίο της θαλάσσιας ασφάλισης, υπό το πρίσμα των διεθνών συμβάσεων, ΕΝαυτΔ 2015. 81 επ.), δεδομένου ότι ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή παρέχεται στο ζημιωθέντα τρίτο μόνο όταν ο λήπτης της ασφάλισης του έχει εκχωρήσει την σχετική αξίωσή του με σύμβαση (ΕΘεσ 2407/2010 ΕπισκΕμπΔ 2011. 224, Ζ. Σκουλούδης, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, εκδ. 1999, σελ. 347), ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση ο ζημιωθείς τρίτος δεν συνδέεται ευθέως με την αξίωση του ασφαλισμένου από την ασφαλιστική σύμβαση (ΑΠ 109/2007 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΔωδ 111/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 624/2018 ΝΟΜΟΣ). Η αξίωση για την άσκηση της ως άνω αγωγής γεννάται, όταν ο τρίτος που ζημιώθηκε, έναντι του οποίου ευθύνεται προς αποζημίωση ο ασφαλισμένος, επιδώσει στον τελευταίο την σχετική προς αποκατάσταση της ζημίας του αγωγή, διότι μόνο έκτοτε πραγματώνεται η ασφαλιστική περίπτωση, έστω και αν δεν έχει προσδιορισθεί με δικαστική απόφαση ή με εξώδικο συμβιβασμό το μέγεθος της αξιώσεως του τρίτου, που ζημιώθηκε, και επομένως ούτε και το ποσό της αξιώσεως του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή, και έκτοτε καθίσταται δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως του ασφαλισμένου έναντι του ασφαλιστή (ΑΠ 232/2010 ΔΕΕ 2010. 1073, ΑΠ 2332/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 134/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1275/2009 ΕΕμπΔ 2010. 647, ΑΠ 1884/2005 ΕλλΔνη 2006. 451, ΕφΠειρ 197/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 664/2015 ΔΕΕ 2016. 376, ΕφΘεσ 2477/2014 ΕπισκΕΔ 2014. 90). Πριν από την επίδοση της αποζημιωτικής αγωγής δεν υφίσταται κεκτημένη αξίωση δυνάμενη να ασκηθεί πλαγίως από τον παθόντα δανειστή του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή, ενώ στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής ούτε με βάση το μηχανισμό της προληπτικής δικαστικής προστασίας του υπό αίρεση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 69 παρ. 1 περ. ε του ΚΠολΔ, διότι αυτή καλύπτει την έλλειψη του απαιτητού της αξιώσεως, που αρκεί να υπάρχει κατά τη συζήτηση της αγωγής, όχι όμως και την έλλειψη των όρων παραγωγής της, όπως εν προκειμένω (ΑΠ 4/1992 ΕλλΔνη 1993. 65, ΕφΑθ 4845/2012 ΕλλΔνη 2013. 1049). Εφόσον η άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής ακολουθεί την επίδοση της ευθείας αγωγής του παθόντος κατά του ασφαλισμένου και μεταξύ των επιδόσεων παρεμβάλλεται εύλογος χρόνος, κατά τον οποίο ο εναχθείς παραμένει αδρανής, μη προσεπικαλώντας έστω στην ανοιγείσα δίκη τον ασφαλιστή του κατ’ άρθρο 88 του ΚΠολΔ, καταφάσκεται το παραδεκτό και η νομική βασιμότητά της. Ζήτημα, όμως, ανακύπτει, στην περίπτωση της σωρεύσεως των δύο αγωγών (ευθείας και πλαγιαστικής) στο ίδιο δικόγραφο, καθόσον καθεμία από τις σωρευόμενες αγωγές έχει δική της ιστορική και νομική αιτία (ΕφΔωδ 1/2008 ΝΟΜΟΣ) και, συγκεκριμένα, η μεν ευθεία έχει ως βάση την αδικοπραξία, η δε πλαγιαστική στηρίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση (ΕφΑθ 2750/2008 ΕφΑΔ 2009. 102), κρίνονται δε χωριστά ως προς τις διαδικαστικές τους προϋποθέσεις και ως προς τη βασιμότητά τους από νομική και ουσιαστική άποψη. Το πρόβλημα εμφανίζεται διότι στην περίπτωση της σωρεύσεώς τους συμπλέκονται τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη νομιμοποίηση του πλαγιαστικώς ενάγοντος αφενός, και τη νομιμότητα του αιτήματός του αφετέρου. Πράγματι, η αδράνεια του οφειλέτη του, που προσπορίζει έννομο συμφέρον στο μη δικαιούχο ενάγοντα και τον νομιμοποιεί ταυτόχρονα στην έγερση της πλαγιαστικής αγωγής, προϋποθέτει συμπεριφορά του οφειλέτη (παράλειψη) μεταγενέστερη της παραγωγής του δικαιώματός του, την ικανοποίηση του οποίου φέρεται ότι δεν επιδιώκει. Εντούτοις, η ανυπαρξία του δικαιώματος αυτού δεν αποστερεί απλώς τον πλαγιαστικώς ενάγοντα από τη δυνατότητά του να επικαλεστεί την αδράνεια του οφειλέτη του, προκειμένου να ζητήσει έννομη προστασία έναντι του ασφαλιστή, αλλά και τη διαγνωστική δίκη από το αντικείμενό της καθιστώντας την πλαγιαστική αγωγή νομικά αβάσιμη. Για το λόγο αυτό μερίδα της νομολογίας υιοθετεί την, κατά βάση ορθή, άποψη ότι η κατάσταση της αδράνειας του ασφαλισμένου, που μπορεί να δικαιολογήσει την άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής, εμφανίζεται μόνον όταν ο παθών τρίτος περιορισθεί στην άσκηση της ευθείας αξιώσεως κατά του ασφαλισμένου, διότι αν στο δικόγραφο της αγωγής του σωρεύσει και την πλαγιαστική αγωγή κατά του ασφαλιστή, δεν προλαβαίνει να συντρέξει η προϋπόθεση της αδράνειας του οφειλέτη του και, επομένως, η πλαγιαστική αγωγή ασκείται προώρως, ενόψει του ότι δεν έχει γεννηθεί ακόμη αξίωση του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή του, ούτε έχει επακολουθήσει αδράνεια του πρώτου (ΑΠ 798/2012 ΕλλΔνη 2012. 1241, ΑΠ 381/2008 ΧρΙΔ 2008. 837, ΕφΑιγ 48/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 664/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 100/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 984/2007 ΑχαΝομ 2008. 733, ΕφΑθ 7764/2006 ΕλλΔνη 2007. 1451, ΕφΑθ 3030/2005 ΔΕΕ 2005. 1193, ΕφΘεσ 230/2002 ΕπισκΕΔ 2002. 525, με σύμφωνες παρατηρήσεις Κ. Παμπούκη, Αχ. Μπεχλιβάνη, σε Αρμ. 2005. 256 και σε Αρμ. 2006. 595, ΜονΕφΠειρ 624/2018 ΝΟΜΟΣ). Η άποψη αυτή διακρίνει τα χρονικά σημεία αφενός της παραγωγής του δικαιώματος από την ασφαλιστική σύμβαση, που θα κριθεί κατ’ ουσίαν, και αφετέρου της εμφανίσεως της ανάγκης να παρασχεθεί έννομη προστασία σε άλλο πρόσωπο, πλην του φορέα του (του ασφαλισμένου), διότι ο δικαιούχος αδρανεί, και εξασφαλίζει ότι στο δικαστήριο που θα κρίνει επί της πλαγιαστικώς ασκούμενης αξιώσεως θα εισαχθεί παραδεκτή και νόμιμη αγωγή, η δε κύρωση της πρόωρης επιδιώξεώς της (απαράδεκτο) δεν εμποδίζει την επάνοδο του ενάγοντος μετά την επίδοση της ευθείας αγωγής και την παρέλευση εύλογου χρόνου από αυτήν μέχρι την επίδοση της πλαγίας, δεδομένου ότι η απορριπτική της πρόωρα ασκηθείσας αγωγής απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο για την ουσία του δικαιώματος και εξομοιώνεται με απόφαση απορριπτική αυτής για τυπικούς λόγους (ΑΠ 91/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2153/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 601/2010 ΝοΒ 2011. 925, ΑΠ 377/2009 ΕλλΔνη 2010. 388, Π. Αρβανιτάκης, Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου, εκδ. 1995, σελ. 178). Κατ’ αποτέλεσμα οδηγεί, όμως, η άποψη αυτή σε ανεπιεική για τον ενάγοντα αποτελέσματα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συζήτηση των σωρευόμενων στο ίδιο δικόγραφο αγωγών χωρεί σε χρόνο που απέχει σημαντικά από την επίδοση του ενιαίου δικογράφου τόσο προς τον ασφαλισμένο, που προηγήθηκε, όσο και προς τον ασφαλιστή, που επακολούθησε. Κατ’ άλλη νομολογιακή άποψη, είναι δυνατή η σώρευση της ευθείας και της πλαγίας αγωγής στο ίδιο δικόγραφο, αφού τούτο δεν εμποδίζεται από διάταξη νόμου (ΑΠ 732/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 941/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 35/2013 ΕπισκΕΔ 2013. 341), χωρίς, μάλιστα, να διατηρεί ιδιαίτερη σημασία το χρονικό σημείο της επιδόσεώς του στον υπόχρεο ασφαλισμένο, αρκεί η επίδοση αυτή να έχει γίνει κατά τον χρόνο εκδικάσεως των σωρευόμενων αγωγών (ΑΠ 1061/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 69/2011 ΕπισκΕΔ 2011. 438, ΑΠ 1544/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 598/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 169/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 417/2012 Δικογραφία 2013. 30) και κατά τον ίδιο κρίσιμο χρόνο της συζήτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να υφίσταται η αδράνεια του ασφαλισμένου (ΑΠ 1776/2008 ΝΟΜΟΣ). Η άποψη αυτή θάλπει, βέβαια, την αρχή της οικονομίας της δίκης (I. Δεληκωστόπουλος, παρατηρήσεις υπό ΑΠ 798/2012 σε ΕλλΔνη 2012. 1242, Π. Βαφειάδου, παρατηρήσεις υπό ΜΠΑθ 3667/2007 σε ΕφΑΔ 2008. 467), δεν αποδίδει, όμως, βαρύτητα στη χρονική σειρά των γεγονότων που πρέπει κατά νόμο να συντρέξουν, ώστε να θεμελιωθεί το έννομο συμφέρον του πλαγιαστικώς ενάγοντος, στο βαθμό που δεν διακρίνει με σαφήνεια, παρότι τούτο έχει έννομη σημασία, ποια από τις σωρευόμενες αγωγές θα επιδοθεί πρώτη, υπονοώντας μόνον ότι απαιτείται για την συνδρομή της αδράνειας η προεπίδοση της ευθείας αγωγής. Σαφέστερη εμφανίζεται η παραλλαγή αυτής της νομολογιακής θέσης που καταφάσκει το παραδεκτό της πλαγιαστικής αγωγής στην περίπτωση που αποδεικνύεται ότι η επίδοση του ενιαίου δικογράφου, στο οποίο αυτή σωρεύθηκε με την ευθεία, προς τον ασφαλισμένο προηγήθηκε, έστω και κατ’ ελάχιστο χρόνο, της επιδόσεως προς τον ασφαλιστή (ΑΠ 531/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1535/2007 ΧρΙΔ 2008. 458, ΑΠ 1656/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 215/2005 ΝοΒ 2006. 46, ΕφΠειρ 258/2001 ΕΕμπΔ 2001. 523). Η ενδιάμεση αυτή άποψη υποτιμά την έννομη σημασία της αδράνειας για το έννομο συμφέρον και εν τέλει τη νομιμοποίηση του πλαγιαστικώς ενάγοντος, στον οποίο δεν καταλείπει τη χρονική ευχέρεια να ενεργήσει και να αποκλείσει το δανειστή του από την δυνατότητα άσκησης του δικού του δικαιώματος. Ούτε, βέβαια, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αδράνεια μπορεί να συναχθεί από μόνη την άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής, αφού στο νόμο η παράλειψη του ασφαλισμένου να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του τίθεται ως προαπαιτούμενο της πλαγιαστικής άσκησης αυτής από το μη δικαιούχο δανειστή του (ΕφΘεσ 3265/1997 ΔΕΕ 1998. 189). Παραθεωρεί, επίσης, η ίδια άποψη ότι το δικαίωμα του οφειλέτη του τελευταίου κατά του ασφαλιστή του, που κατάγεται στη δίκη, δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεσή της, ώστε να αρκεί η συνδρομή των όρων παραγωγής του κατά τη συζήτηση και όχι προγενεστέρως, κατά την άσκηση δηλαδή της πλαγιαστικής αγωγής, στο δικόγραφο της οποίας πρέπει να εκτίθεται κεκτημένο ήδη δικαίωμα, όπως προαναφέρθηκε. Άλλως, θα πρόκειται σαφώς περί ανεπίτρεπτης αγωγής υπό αίρεση. Οδηγεί, τέλος, σε ενδεχόμενα άτοπα αποτελέσματα, αναιρώντας το σκοπό που επιδιώκει να εξυπηρετήσει, ήτοι την αρχή της οικονομίας των δικαστικών ενεργειών, καθόσον, εάν μετά την προς αυτόν επίδοση της αγωγής, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύθηκε η ευθεία με την πλαγία αγωγή, και πριν τη συζήτησή της στο ακροατήριο, ο ασφαλισμένος σπεύσει να εναγάγει και ο ίδιος τον ασφαλιστή του, η αγωγή του αυτή θα συναντήσει προσωρινά το φράγμα της εκκρεμοδικίας (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, τομ. I, εκδ. 2003, αρ. 10, σελ. 318, ο ίδιος, Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη, εκδ. 1991, σελ. 263 επ., Κ. Μακρίδου, Οι σχέσεις δανειστή και οφειλέτη στην πλαγιαστική αγωγή, σε ΕλλΔνη 1983. 1172 επ., αντίθετα Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Γενικαί αρχαί και κατ’ άρθρον ερμηνεία, τομ. Ια, εκδ. 1973, άρθρο 72, σελ. 396), ενώ και η τελευταία θα απορριφθεί ως ανομιμοποίητη (ΕφΠειρ 76/2014 ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εκδ. 2007, σελ. 555), αφού θα αποδειχθεί ότι ο οφειλέτης του πλαγιαστικώς ενάγοντος δεν αδράνησε. Ταυτόχρονα και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η νομολογία σταθερά και δικαιολογημένα επιμένει στην ανάγκη αναφοράς με πληρότητα στο δικόγραφο της πλαγιαστικής αγωγής των στοιχείων που δικαιολογούν το έννομο συμφέρον του ενάγοντος στην άσκησή της και ταυτόχρονα θεμελιώνουν την εξαιρετική νομιμοποίησή του, κηρύσσοντας μάλιστα το απαράδεκτο αυτής, λόγω αοριστίας, εάν δεν τα περιέχει (ΑΠ 1807/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1430/2009 ο.π., ΑΠ 134/2009 ο.π., ΑΠ 239/2008 ο.π., ΑΠ 398/2007 ο.π., ΕφΘεσ 2044/2013 Αρμ. 2014. 1336). Το δικονομικό βάρος ασκήσεως ορισμένης αγωγής φέρει ο ενάγων ακόμα και αν, αντί να ασκήσει την ευθεία και την πλαγιαστική αγωγή με χωριστά δικόγραφα, επισπεύδοντας την επίδοση της πρώτης πριν την επίδοση της δεύτερης, προκειμένου να ζητήσει ακολούθως τη συνεκδίκασή τους, επιλέξει να σωρεύσει τις δύο αγωγές στο ίδιο δικόγραφο. Στην περίπτωση αυτή, όμως, έστω και αν θεωρηθεί ότι δεν υφίσταται νόμιμος λόγος αποκλεισμού της επίμαχης σωρεύσεως, η σκοπούμενη πληρότητα του περιεχομένου της σωρευόμενης πλαγιαστικής αγωγής, υπό την έννοια της αναφοράς στο ενιαίο δικόγραφο της ταυτόχρονης ύπαρξης ήδη κεκτημένου έναντι του ασφαλιστή του δικαιώματος του οφειλέτη του ενάγοντος (ασφαλισμένου), αφενός, και αδράνειας αυτού του τελευταίου, αφετέρου, καθίσταται αμφίβολη, με αποτέλεσμα να παραμένει η αγωγή αυτή έκθετη σε μομφές περί αοριστίας της, αφού ο ενάγων θα εκθέτει σ’ αυτήν μελλοντικά γεγονότα, δεδομένου ότι τα περιστατικά της επίδοσης της σωρευόμενης ευθείας αγωγής και της επακολουθούσας αυτήν αδράνειας του οφειλέτη του, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα θα επισυμβούν μετά την περιγραφή τους στο ενιαίο δικόγραφο. Των στοιχείων αυτών δεν αρκεί η συνδρομή κατά τη συζήτηση, δεδομένου ότι το μεν πρώτο αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της πλαγιαστικής αγωγής, το δε δεύτερο γεγονός θεμελιωτικό της κατ’ εξαίρεση νομιμοποιήσεως του ενάγοντος και όχι απλώς του εννόμου συμφέροντος του, οπότε θα αρκούσε, ως επί κάθε άλλης διαδικαστικής προϋποθέσεως, η διαπίστωση της υπάρξεώς του το πρώτον τότε (περί της θεωρητικής αμφισβητήσεως του χαρακτήρα του εννόμου συμφέροντος είτε ως διαδικαστικής προϋπόθεσης, είτε ως ουσιαστικού όρου για την παροχή έννομης προστασίας και των πρακτικών συνεπειών της επιλογής βλ. Σ. Σταμούλη, Έννομον συμφέρον και αστική δικονομική προστασία, ΝοΒ 1973. 1025 επ., Κ. Χασάπη, Το «έννομον συμφέρον» εν τη αστική δίκη, ΝοΒ 1974. 731 επ., Κ. Μακρίδου, παρατηρήσεις υπό ΕφΘεσ 8038/1981 σε Αρμ. 1982. 308 επ., ΜονΕφΠειρ 624/2018 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών με την έφεση παραπονιέται διότι η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη, και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 356/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1951/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 162/2013 ΕλλΔνη 2013. 168, ΕφΑθ 1531/2011 ΔΕΕ 2011. 936, ΕφΑθ 3289/2009 ΝΟΜΟΣ). Αντίστοιχα λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος επί έφεσης του εναγόμενου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κ.λ.π. αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΑΠ 1436/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42. 925, ΕφΠειρ 77/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4924/2012 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 20/2018 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη στηρίζεται, μεταξύ άλλων, και στις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν περιέχεται στην αγωγή η εν λόγω νομική βάση, η οποία, όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη, δεν συνιστά στοιχείο αυτής, αφού περιέχονται στο δικόγραφο όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για την θεμελίωση ευθύνης σε βάρος της πρώτης εναγόμενης ως παρέχουσας υπηρεσίες. Ειδικότερα, γίνεται μνεία στο αγωγικό δικόγραφο ότι η πρώτη εναγόμενη παρείχε ανεξάρτητες υπηρεσίες στα πλαίσια άσκησης της επαγγελματικής της δραστηριότητας, που συνίστατο στην εκμετάλλευση θαλάσσιας παιδικής χαράς στην παραλία του Δήμου Σαλαμίνας, αφού ενεργούσε κατά τρόπο ελεύθερο και ανεξάρτητο, χωρίς να υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (καταναλωτή), ανηλίκου τέκνου των εναγόντων, αλλά αντιθέτως είχε την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να επιλέγει τα μέσα και τις μεθόδους και να προσδιορίζει η ίδια τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών της, και ότι από υπαιτιότητα των προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης εναγόμενης, κατά την παροχή των υπηρεσιών αυτής στο ανήλικο τέκνο των εναγόντων, το τελευταίο υπέστη περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη. Κατόπιν τούτων, η αδικοπρακτική ευθύνη της παρέχουσας υπηρεσίες πρώτης εναγόμενης, εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο, ο οποίος παρέχει τις υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, έχοντας την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Αναφορικά με την δεύτερη εναγόμενη, η αγωγή είναι απορριπτέα ως προς αμφότερες τις σωρευόμενες βάσεις της, κύρια και επικουρική, και συγκεκριμένα ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της, με την οποία ασκείται ευθέως αξίωση των εναγόντων κατά της δεύτερης εναγόμενης, και ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά την επικουρική βάση της, με την οποία ασκείται πλαγιαστικώς αξίωση των εναγόντων κατά της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, κατ’ άρθρο 72 του ΚΠολΔ, παράλληλα με την ευθεία αγωγή κατά της υπόχρεης πρώτης εναγόμενης ως λήπτριας της ασφάλισης. Ειδικότερα, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η πρώτη εναγόμενη είχε ασφαλίσει την αστική της ευθύνη για ζημίες που θα προκληθούν σε τρίτους εξαιτίας της προαναφερόμενης επαγγελματικής δραστηριότητάς της και της εκμετάλλευσης της θαλάσσιας παιδικής χαράς, στην δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, δυνάμει του υπ’ αριθ. …../2019 ασφαλιστηρίου συμβολαίου αστικής ευθύνης, για χρονική περίοδο, στην οποία εμπίπτει το επίδικο ατύχημα (10.08.2019), οπότε, εφόσον πραγματοποιήθηκε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, η δεύτερη εναγόμενη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει το ασφάλισμα στην δικαιούχο ασφαλισμένη πρώτη εναγόμενη. Εντούτοις, οι ενάγοντες, ως ζημιωθέντες τρίτοι, δεν έχουν την δυνατότητα να ασκήσουν ευθεία αγωγή κατά της ασφαλίστριας δεύτερης εναγόμενης, αφού στην προκειμένη περίπτωση ασφάλισης της γενικής αστικής ευθύνης της πρώτης εναγόμενης, που ρυθμίζεται από το άρθρο 25 του Ν. 2496/1997, η ασφάλιση αφορά άμεσα τους αντισυμβαλλομένους, λήπτρια της ασφάλισης και ασφαλίστρια, και οι ενάγοντες ως ζημιωθέντες τρίτοι, που έχουν αξίωση αποζημίωσης κατά της ασφαλισμένης, δεν μπορούν να στραφούν κατά της ασφαλίστριας ευθέως, καθόσον η αξίωση αυτή δεν θεμελιώνεται στο δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης, όπως εν αντιθέσει συμβαίνει με την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία των οχημάτων, που παρέχεται ευθεία από το νόμο αξίωση του ζημιωθέντος τρίτου προς αποζημίωση έναντι του ασφαλιστή κατ’ άρθρο 10 του Ν. 489/1976. Οι ενάγοντες με το ίδιο δικόγραφο, παράλληλα με την ευθεία αγωγή κατά της υπόχρεης πρώτης εναγόμενης ως λήπτριας της ασφάλισης, ασκούν επικουρικώς και πλαγιαστική αγωγή κατά της ασφαλιστικής εταιρίας δεύτερης εναγόμενης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 του ΚΠολΔ, ζητώντας να αναγνωρισθεί αφενός η υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης να καταβάλει στην πρώτη εναγόμενη το συνολικό ποσό των 38.700,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, αφετέρου η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να τους καταβάλει το εν λόγω ποσό, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους. Ωστόσο, πέραν της νομικής αβασιμότητας του τελευταίου αιτήματος, καθόσον το αίτημα της πλαγιαστικής αγωγής συνίσταται στην καταδίκη του πλαγιαστικώς εναγόμενου να καταβάλει στον αδρανούντα δικαιούχο της απαίτησης, που ασκείται πλαγιαστικά, και όχι στον ενάγοντα τρίτο (βλ. ΑΠ 1061/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1544/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4301/2006 ΔΕΕ 2007. 79), η σωρευόμενη στο ένδικο δικόγραφο πλαγιαστική αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο πάσχει αοριστίας, καθόσον δεν εκτίθενται με πληρότητα τα στοιχεία για τη δικαιολόγηση του εννόμου συμφέροντος των εκκαλούντων – εναγόντων για την άσκησή της ως προς τη νομική έννοια της αδράνειας της πρώτης εναγόμενης ως λήπτριας της ασφάλισης, και συγκεκριμένα δεν εκτίθενται τα περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται με σαφήνεια το στοιχείο αυτό της αδράνειας, με αναγωγή στη γέννηση της αξίωσης της πρώτης εναγόμενης ως λήπτριας της ασφάλισης κατά της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, και συγκεκριμένα ο χρόνος, ο τρόπος και οι συνθήκες, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η αδράνεια της πρώτης εναγόμενης, επιδεικνύοντας αμέλεια, να προβεί στην καταδίωξη της πλαγιαστικώς δεύτερης εναγόμενης. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη και νόμιμη την επικουρικώς σωρευόμενη πλαγιαστική αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη, και στη συνέχεια απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, αφού οι εκκαλούντες – ενάγοντες παραπονούνται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής τους με τους συναφείς πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους της υπό κρίση έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο σύνολό της στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και τούτο έχει την εξουσία, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, να εξετάσει αυτεπάγγελτα και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, το παραδεκτό και τη νομιμότητα των αγωγικών αιτημάτων που έγιναν δεκτά ως παραδεκτά και νόμιμα πρωτοδίκως και να απορρίψει αυτά, ως αόριστα ή μη νόμιμα, δεδομένου ότι η απόφαση είναι επωφελέστερη για τους εκκαλούντες – ενάγοντες και δεν χειροτερεύει τη θέση τους, σύμφωνα με τις σκέψεις που προεκτέθηκαν. Στη συνέχεια πρέπει, γενομένης δεκτής της έφεσης κατά το μέρος της αυτό, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της και αφού το Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση και την δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η επικουρικώς σωρευόμενη πλαγιαστική αγωγή ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη – εναγόμενη, και συνακόλουθα να απορριφθεί η αγωγή ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη – εναγόμενη κατ’ αμφότερες τις σωρευόμενες βάσεις της, κύρια και επικουρική, ενώ τα δικαστικά έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των εκκαλούντων – εναγόντων και της δεύτερης εφεσίβλητης – εναγόμενης, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 300 παρ. 1 εδ. α’ του ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από τη πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στην ζημία ή την έκτασή της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την επέκταση της ζημίας του (ΑΠ 16/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 867/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 188/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1673/2013 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη εφεσίβλητη – εναγόμενη με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου επαναφέρει τον επικουρικώς προβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό της ότι το ανήλικο τέκνο των εναγόντων είναι συνυπαίτιο κατά ποσοστό 95% στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, αφού δεν επέδειξε τη δέουσα προσοχή κατά το ανέβασμα στη φουσκωτή τσουλήθρα, αντιθέτως δε ήταν απρόσεκτο και παρορμητικό, λαμβανομένης υπόψη και της κούρασης αυτού, αλλά και της έλλειψης δυνάμεων, μετά από μία ώρα παραμονής στη θαλάσσια παιδική χαρά, με αποτέλεσμα να γλιστρήσει, να χάσει την ισορροπία του και να τραυματιστεί. Ο ισχυρισμός αυτός περί συνυπαιτιότητας αποτελεί ένσταση (καταλυτική), που στηρίζεται στην αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 300 του ΑΚ.
Από την επανεκτίμηση της προσκομιζόμενης από τους εκκαλούντες – ενάγοντες υπ’ αριθ. ……../10.12.2019 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς ………. της μάρτυρος ………, η οποία λήφθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εφεσίβλητων – εναγόμενων (βλ. τις υπ’ αριθ. …../03.12.2019 και ……../04.12.2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …..), των προσκομιζόμενων από την πρώτη εφεσίβλητη – εναγόμενη υπ’ αριθ. ../05.03.2020, …/05.03.2020, …/05.03.2020 και …./05.03.2020 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας . …. των μαρτύρων ………, αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εκκαλούντων – εναγόντων (βλ. τις υπ’ αριθ. …/28.02.2020 και …./28.02.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……..), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από το έτος 2017, η πρώτη εναγόμενη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……………..» διατηρεί επιχείρηση εκμετάλλευσης θαλάσσιας παιδικής χαράς, ήτοι συστήματος θαλάσσιων μέσων αναψυχής που περιλαμβάνει φουσκωτά παιχνίδια νερού, όπως τραμπολίνο, τραμπάλα, τσουλίθρα, βουνό αναρρίχησης και άλλα, που βρίσκεται σε τμήμα αιγιαλού και παραλίας του Δήμου Σαλαμίνας επί της …….., το οποίο μισθώνει από το Ελληνικό Δημόσιο, δυνάμει του προσκομιζόμενου υπ’ αριθ. ……../14.07.2017 μισθωτηρίου συμβολαίου. Δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. πρωτ. ……… και υπ’ αριθ. αδείας ……. από 22.11.2018 άδειας εκμίσθωσης θαλάσσιων μέσων αναψυχής που εκδόθηκε από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. …………. και υπ’ αριθ. αδείας ………. από 22.07.2019 άδεια εκμίσθωσης θαλάσσιων μέσων αναψυχής, χορηγήθηκε στην πρώτη εναγόμενη άδεια εκμίσθωσης θαλάσσιων μέσων αναψυχής, στα οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, μία θαλάσσια παιδική χαρά, και ορίσθηκε ρητώς ότι η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται να τηρεί τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Λιμένα (αριθ.20) για ταχύπλοα σκάφη ΥΑ 3131/01.03.1999 (ΦΕΚ Β’ 444/1999), καθώς και τις ακόλουθες οδηγίες αναφορικά με την θαλάσσια παιδική χαρά: «1. Η ορθή εγκατάσταση των μέσων που απαρτίζουν την θαλάσσια παιδική χαρά διασφαλίζεται με αποκλειστική ευθύνη του εκμισθωτή … 4. Καθ’ όλο το χρόνο εκμίσθωσης, ο εκμισθωτής εξασφαλίζει την πρόσληψη και παραμονή στο θαλάσσιο χώρο προσοντούχου, κατά τις διατάξεις του π.δ. 31/2018. 5. Απαγορεύεται … (γ) η χρήση των μέσων από άτομα ηλικίας μικρότερης των δώδεκα (12) ετών, παρά μόνο μετά από έγγραφη συγκατάθεση του ασκούντος τη γονική μέριμνα, στην οποία δηλώνεται ότι ο ανήλικος γνωρίζει κολύμβηση, και από άτομα που δεν γνωρίζουν κολύμβηση, (δ) η λειτουργία της θαλάσσιας παιδικής χαράς όταν πνέουν άνεμοι έντασης ίσης ή μεγαλύτερης των τεσσάρων (4) μποφόρ, σύμφωνα με μετεωρολογικό σταθμό, με τον οποίο υποχρεούται να είναι εφοδιασμένος ο εκμισθωτής. 6. Ο περιορισμός αναφορικά με το όριο ηλικίας των χρηστών της θαλάσσιας παιδικής χαράς να αναγράφεται σε ειδική καλαίσθητη πινακίδα διπλής όψεως στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα, η οποία να τοποθετείται σε ευδιάκριτο σημείο στο πόστο του εκμισθωτή». Επιπλέον με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. 2133.1/27683/2015 από 09.10.2015 έγγραφο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, επικαιροποιήθηκαν οι όροι και οι προϋποθέσεις εκμίσθωσης συστήματος καινοφανών θαλάσσιων μέσων αναψυχής με τη γενική ονομασία θαλάσσια παιδική χαρά και ορίσθηκε ότι: «Προϋποθέσεις … (7) Καθ’ όλο το χρόνο εκμίσθωσης της θαλάσσιας παιδικής χαράς, ο εκμισθωτής εξασφαλίζει την πρόσληψη και παραμονή στο θαλάσσιο χώρο προσοντούχου, κατά τις διατάξεις του π.δ. 23/2000 ναυαγοσώστη. Δεν απαιτείται προς τούτο η ύπαρξη βάθρου ναυαγοσώστη και ειδικού εξοπλισμού, σύμφωνα με τα Παραρτήματα του προαναφερόμενου π.δ. Απαγορεύεται … (3) Η χρήση των μέσων που απαρτίζουν τη θαλάσσια παιδική χαρά από άτομα ηλικίας μικρότερης των δώδεκα (12) ετών, καθώς και από άτομα που δεν γνωρίζουν κολύμβηση. Για μικρότερης ηλικίας άτομα, επιτρέπεται η χρήση μετά από έγγραφη συγκατάθεση του ασκούντος τη γονική μέριμνα, στην οποία να δηλώνεται ότι ο ανήλικος γνωρίζει κολύμβηση. (4) Η λειτουργία της θαλάσσιας παιδικής χαράς όταν πνέουν άνεμοι έντασης ίσης ή μεγαλύτερης των τεσσάρων (4) μποφόρ, σύμφωνα με μετεωρολογικό σταθμό, με τον οποίο υποχρεούται να είναι εφοδιασμένος ο εκμισθωτής». Ακολούθως αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη ως παρέχουσα την υπηρεσία της θαλάσσιας παιδικής χαράς, στα πλαίσια της επαγγελματικής της δραστηριότητας, ενεργούσε κατά τρόπο ελεύθερο και ανεξάρτητο, χωρίς να υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες των αποδεκτών των υπηρεσιών (καταναλωτών), αλλά αντιθέτως είχε την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να επιλέγει τα μέσα και τις μεθόδους και να προσδιορίζει η ίδια τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών της. Συνεπώς, η πρώτη εναγόμενη εμπίπτει στους ορισμούς του άρθρου 1α περ. 2 και 8 του Ν. 2251/1994, με τους λήπτες των υπηρεσιών να φέρουν την ιδιότητα των καταναλωτών, κατ’ άρθρο 1α περ. 1 του Ν. 2251/1994, και ως εκ τούτου γεννάται ευθύνη αυτής για τυχόν ζημία των καταναλωτών και κατ’ άρθρο 8 του Ν. 2251/1994. Αποδείχθηκε επίσης ότι η πρώτη εναγόμενη είχε προσλάβει ως υπαλλήλους τον …….. και τον ……, στους οποίους είχε αναθέσει τη φύλαξη και την εποπτεία των ανηλίκων κατά τη χρήση της θαλάσσιας παιδικής χαράς, καθώς και τον …….., τον οποίο απασχολούσε ως ναυαγοσώστη, έχοντας προστήσει αυτούς στην παροχή των υπηρεσιών της, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 922 του ΑΚ, δεδομένου ότι ο ορισμός τους απέβλεπε στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών συμφερόντων της πρώτης εναγόμενης στα πλαίσια της παροχής των υπηρεσιών προς τους πελάτες της, αυτοί δε οι υπάλληλοι ενεργούσαν υπό την επίβλεψη της πρώτης εναγόμενης, ακολουθώντας τις γενικές, έστω, οδηγίες της, στο πλαίσιο της εξάρτησης ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι το ανήλικο τέκνο των εναγόντων ………., το οποίο γεννήθηκε την 25.02.2008 και του οποίου τη γονική μέριμνα ασκούν από κοινού (βλ. την προσκομιζόμενη από 03.03.2020 βεβαίωση του Τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης της Διεύθυνσης Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών), επισκέφθηκε μαζί με την δεύτερη ενάγουσα – μητέρα του την ανωτέρω θαλάσσια παιδική χαρά την 10.08.2019 περί ώρα 16.00 μμ, και αφού καταβλήθηκε το σχετικό αντίτιμο, δύο προστηθέντες υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης παρέλαβαν το ανήλικο τέκνο και το οδήγησαν στην θαλάσσια παιδική χαρά, ενώ η δεύτερη ενάγουσα παρέμεινε με την εξαδέλφη της ……….. στην παραλία, όπου η πρώτη εναγόμενη διατηρεί επιχείρηση καφετέριας. Μία περίπου ώρα μετά την είσοδο του ανηλίκου τέκνου των εναγόντων στην θαλάσσια παιδική χαρά, κατά την προσπάθειά του να ανέβει στη φουσκωτή τσουλήθρα και ενώ είχε φτάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι, δεν μπόρεσε να κρατηθεί, διότι ολόκληρη η κατασκευή παλλόταν λόγω του έντονου κυματισμού, εξαιτίας των ανέμων που έπνεαν στην περιοχή έντασης τεσσάρων (4) έως πέντε (5) μποφόρ, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να πέσει από ύψος δύο μέτρων προς τα κάτω και αριστερά, να προσκρούσει με το δεξί του πόδι στο στρώμα δίπλα στη βάση της σκάλας και να τραυματιστεί, και συγκεκριμένα να υποστεί κάταγμα της διάφυσης του μηριαίου οστού ΔΕ. Ακολούθως, το ανήλικο τέκνο των εναγόντων διακομίσθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών «Παναγιώτη & Αγλαίας Κυριακού» (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. ……./16.09.2019 έγγραφο του ΕΚΑΒ), όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση με εξωτερική οστεοσύνθεση και παρέμεινε νοσηλευόμενο στη Β’ Ορθοπεδική Κλινική μέχρι την 27.08.2019, οπότε και εξήλθε φέροντας ζεύγος βακτηρίων μασχάλης, καθόσον δεν επιτρεπόταν να φορτίζει το ΔΕ σκέλος, με οδηγίες και σύσταση για επανεξέταση μετά την πάροδο μηνός (βλ. το προσκομιζόμενο από 18.09.2019 διοικητικό εξιτήριο του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων Αθηνών «Παναγιώτη & Αγλαίας Κυριακού»). Από την 12.09.2019 το ανήλικο τέκνο παρακολουθείτο τακτικά από τους ορθοπεδικούς ιατρούς του Κέντρου Υγείας Πατησίων 1η ΥΠΕ Αττικής, ο δε ακτινολογικός έλεγχος έδειξε παραδεκτή θέση των κατεαγότων και η κλινική εξέταση έδειξε μεγάλη δυσκαμψία του δεξιού γόνατος, καθόσον το ανήλικο τέκνο βάδιζε με δυσκολία και με τη βοήθεια ζεύγους βακτηρίων μασχάλης, ενώ του συστήθηκαν πολλαπλές συνεδρίες φυσικοθεραπείας με υπέρηχους, διαθερμίες, TENS, διαδυναμικά, laser και ασκήσεις λόγω της σύγκαμψης του γόνατος, λήψη βελτιωµένης τροφής, πλούσιας σε πρωτεϊνες, καθώς και πρόσληψη τρίτου προσώπου για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών του ανηλίκου τέκνου (βλ. το προσκομιζόμενο από 07.11.2019 ιατρικό σημείωμα του …………. ιατρού ορθοπεδικού – διευθυντή ΕΣΥ του Κέντρου Υγείας Πατησίων 1η ΥΠΕ Αττικής). Επιπλέον το ανήλικο τέκνο των εναγόντων, εξαιτίας του τραυματισμού του, αδυνατούσε να παρακολουθήσει τα μαθήματα της ΣΤ’ Τάξης του ….. Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου Κερατσινίου, στο οποίο φοιτούσε, για το χρονικό διάστημα από την έναρξη του σχολικού έτους την 11.09.2019 έως και την 25.10.2019 (βλ. την προσκομιζόμενη από 20.11.2019 αναλυτική κατάσταση απουσιών). Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι το ένδικο ατύχημα και η συνακόλουθη πρόκληση σωματικής κάκωσης και βλάβης της υγείας του ανηλίκου τέκνου των εναγόντων οφείλεται στην αμελή συμπεριφορά των ανωτέρω προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης εναγόμενης, οι οποίοι δεν επέδειξαν την ιδιαίτερη επιμέλεια και την προσοχή που όφειλαν να επιδείξουν ως επιφορτισμένοι με το αυξημένης ευθύνης καθήκον εποπτείας και φύλαξης των ανηλίκων, κατά τη χρήση της θαλάσσιας παιδικής χαράς. Ειδικότερα αποδείχθηκε αφενός ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης δεν παρακολουθούσαν επισταμένως τη χρήση της φουσκωτής τσουλήθρας, ώστε τα ανήλικα να μην κινδυνεύσουν να γλιστρήσουν από την ολισθηρή της επιφάνεια, να χάσουν την ισορροπία τους και να πέσουν από ύψος, αφετέρου επέτρεψαν τη χρήση της, παρότι έπνεαν ισχυροί άνεμοι και υπήρχε κυματισμός στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να εκτεθεί σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα του ανηλίκου τέκνου των εναγόντων και να υποστεί σωματική κάκωση. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ότι έπνεαν στην περιοχή άνεμοι έντασης τεσσάρων (4) έως πέντε (5) μποφόρ, που καθιστούσαν ιδιαίτερα επικίνδυνη τη χρήση της φουσκωτής τσουλήθρας και επέβαλαν την απαγόρευση λειτουργίας της θαλάσσιας παιδικής χαράς, κατ’ εφαρμογή των προαναφερόμενων όρων και προϋποθέσεων της χορηγηθείσας στην πρώτη εναγόμενη άδειας εκμίσθωσης θαλάσσιων μέσων αναψυχής, ενισχύεται από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. 11557/03.11.2019/ΕΜΥ/Ε1 από 04.12.2019 πιστοποιητικό της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με το οποίο στην ευρύτερη περιοχή του Αιαντείου Σαλαμίνας την 10.08.2019, κατά τις απογευματινές ώρες από 15.00 και μετά, οι άνεμοι ήταν βόρειοι βορειοανατολικοί, σχεδόν μέτριοι έως μέτριοι 4-5 μποφόρ, με ριπές ισχυροί 6 μποφόρ και πιθανόν πρόσκαιρα ριπές έως πολύ ισχυροί 7 μποφόρ. Ενισχύεται επίσης από τους ισχυρισμούς της πρώτης εναγόμενης ότι την ώρα του ένδικου ατυχήματος ο υπάλληλός της ……….., τον οποίο απασχολούσε ως ναυαγοσώστη, είχε ελέγξει το ανεμόμετρο και είχε ανεβάσει κίτρινη σημαία, γεγονός που σήμαινε ότι υπήρχε σχετικός κίνδυνος και ότι η κολύμβηση γινόταν με ευθύνη των λουόμενων. Δεν αναιρείται δε από τους ισχυρισμούς της πρώτης εναγόμενης ότι εάν πράγματι έπνεαν άνεμοι έντασης τεσσάρων (4) μποφόρ, το αρμόδιο Λιμεναρχείο θα την είχε ειδοποιήσει ώστε να διακόψει τη λειτουργίας της θαλάσσιας παιδικής χαράς, δεδομένου ότι αυτό δεν προβλέπεται στους όρους και προϋποθέσεις της χορηγηθείσας στην πρώτη εναγόμενη άδειας εκμίσθωσης θαλάσσιων μέσων αναψυχής, ενώ αντιθέτως προβλέπεται ότι η ασφαλής λειτουργία και η χρήση των μέσων που απαρτίζουν την θαλάσσια παιδική χαρά διασφαλίζεται με αποκλειστική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης εκμισθώτριας και ότι η ίδια υποχρεούται να διακόψει τη λειτουργία της θαλάσσιας παιδικής χαράς όταν πνέουν άνεμοι έντασης ίσης ή μεγαλύτερης των τεσσάρων (4) μποφόρ, σύμφωνα με μετεωρολογικό σταθμό, με τον οποίο υποχρεούται να είναι εφοδιασμένη. Επιπλέον, η κρίση του Δικαστηρίου ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης δεν παρακολουθούσαν επισταμένως τη χρήση της φουσκωτής τσουλήθρας ενισχύεται και από την κατάθεση της μάρτυρος των εναγόντων ……… στην υπ’ αριθ. ……/10.12.2019 ένορκη βεβαίωση, η οποία ήταν παρούσα κατά το ένδικο ατύχημα, αφού συνόδευσε την εξαδέλφη της δεύτερη ενάγουσα στην θαλάσσια παιδική χαρά, και η οποία με σαφήνεια κατέθεσε αφενός ότι έπνεαν ισχυροί άνεμοι και ότι υπήρχε κυματισμός στη θάλασσα, αφετέρου ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης δεν επιτηρούσαν τη χρήση της φουσκωτής τσουλήθρας, ούτε έδιναν οδηγίες στα ανήλικα για τη χρήση αυτής, ώστε να μην κινδυνεύσουν. Η κατάθεση αυτή της μάρτυρος των εναγόντων επιβεβαιώνεται και από τους ισχυρισμούς της πρώτης εναγόμενης, η οποία συνομολογεί ότι την ώρα του ένδικου ατυχήματος στη φουσκωτή τσουλήθρα, απουσίαζε ο υπάλληλος της ……… και ήταν παρών μόνο ο υπάλληλός της ……….. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι εφόσον η ευθύνη της πρώτης εναγόμενης ως παρέχουσας κατά τρόπο ανεξάρτητο την υπηρεσία της θαλάσσιας παιδικής χαράς, στα πλαίσια της επαγγελματικής της δραστηριότητας, είναι νόθος αντικειμενική, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994, η ίδια φέρει το βάρος απόδειξης είτε της ανυπαρξίας παράνομης και υπαίτιας πράξης της, είτε της έλλειψης αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας του ανηλίκου τέκνου των εναγόντων με την παράνομη και υπαίτια πράξη της, είτε της συνδρομής κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης της. Στην προκειμένη δε περίπτωση η πρώτη εναγόμενη δεν απέδειξε ότι η συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της ανταποκρινόταν στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλουν οι κανόνες που διέπουν την επαγγελματική της δραστηριότητα, δεδομένου ότι η λειτουργία της θαλάσσιας παιδικής χαράς πρέπει να πραγματοποιείται μέσα σε συγκεκριμένο προστατευτικό πλαίσιο, το οποίο θα εξασφαλίζει την προστασία της υγείας και της ζωής των συμμετεχόντων σε αυτήν ανηλίκων. Άλλωστε, είναι προφανές ότι η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας συνδέεται αιτιωδώς με την ζημία που υπέστη το ανήλικο τέκνο των εναγόντων, δοθέντος ότι αυτή συντελέστηκε κατά την εν λόγω δραστηριότητα, για την οποία δεν τηρήθηκαν οι κανόνες ασφαλείας, κατά τα προαναφερθέντα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της πρώτης εναγόμενης. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η υποβληθείσα από την πρώτη εναγόμενη ένσταση ότι το ανήλικο τέκνο των εναγόντων είναι συνυπαίτιο κατά ποσοστό 95% στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, αφού από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι αυτό ήταν απρόσεκτο και παρορμητικό και ότι δεν επέδειξε τη δέουσα προσοχή κατά το ανέβασμα στη φουσκωτή τσουλήθρα. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το ανήλικο τέκνο των εναγόντων κατέβαλε το συνολικό ποσό των ογδόντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτών (86,30 ευρώ) για την αγορά φαρμάκων (βλ. τις προσκομιζόμενες από 30.08.2019, 02.09.2019, 19.12.2019 και 09.01.2020 αποδείξεις φαρμακείων, ποσού 65,00 ευρώ, 6,90 ευρώ, 8,30 ευρώ και 6,10 ευρώ, αντίστοιχα). Αποδείχθηκε επίσης ότι μετά την έξοδο του ανηλίκου τέκνου των εναγόντων από το Νοσοκομείο, κατά τη διάρκεια της κατ’ οίκον νοσηλείας του από την 27.08.2019 έως την 26.10.2019 που άρχισε να παρακολουθεί τα μαθήματα της ΣΤ’ Τάξης του …. Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου Κερατσινίου, ήτοι για χρονικό διάστημα 2 μηνών, είχε την ανάγκη συμπαράστασης τρίτου προσώπου, επί οκτώ (8) ώρες ημερησίως, προκειμένου αυτό να μεριμνήσει για τις ανάγκες του. Για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών του ανηλίκου τέκνου (την κάλυψη της προσωπικής του περιποίησης και υγιεινής, της προσωπικής του διατροφής και της συνοδείας αυτού κατά τις απαραίτητες μετακινήσεις), καθ’ όλο το ανωτέρω διάστημα, οι ενάγοντες, πατέρας και μητέρα του, παρείχαν σ’ αυτόν την απαιτούμενη βοήθεια και φροντίδα, καθ’ υπέρβαση των συγγενικών καθηκόντων. Το ανήλικο τέκνο εάν είχε προσλάβει βοηθό για το ανωτέρω χρονικό διάστημα των 2 μηνών, με απασχόληση επί οκτάωρο ημερησίως, που κρίνεται επαρκής για την αντιμετώπιση των ανωτέρω αναγκών του, χωρίς να χρειάζεται μεγαλύτερης διάρκειας συμπαράσταση τρίτου προσώπου, ενώ το επιπλέον αιτούμενο ποσό κρίνεται υπερβολικό και μη ανταποκρινόμενο στις ανάγκες του ανηλίκου τέκνου, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα της παραμονής στην οικία του δεν είχε ανάγκη πρόσληψης εξειδικευμένου νοσοκόμου, που αμείβεται με αυξημένο ημερομίσθιο, για την καθημερινή φροντίδα του, θα του κατέβαλε το ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ μηνιαίως, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και την κοινή πείρα των ανθρώπων, ήτοι το συνολικό ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ (2 μήνες Χ 600 ευρώ). Συνεπώς, η ζημία του ανηλίκου τέκνου, από την αιτία αυτή, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ, η δε πρώτη εναγόμενη δεν απαλλάσσεται, καθώς το γεγονός ότι τις υπηρεσίες αυτές κάλυψαν οι γονείς του ανηλίκου τέκνου ενάγοντες δεν μπορεί να οδηγήσει σε ωφέλειά της, κατ’ άρθρο 930 παρ. 3 του ΑΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι το ανωτέρω ποσό κρίνεται εύλογο, λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες αμοιβές που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, καταβάλλονται, για ανάλογες υπηρεσίες, σε οικιακές βοηθούς – περιποιήτριες, και με δεδομένο ότι το κονδύλιο αυτό δεν ζητείται προς αποζημίωση της συνολικής βοήθειας, αλλά της υπερβαίνουσας της εκ της συγγενικής σχέσης επιβαλλόμενης. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα της κατ’ οίκον νοσηλείας του ανηλίκου τέκνου από την 27.08.2019 μέχρι την 26.10.2019, ήτοι για χρονικό διάστημα 2 μηνών, το ανήλικο τέκνο υποχρεώθηκε να δαπανήσει για τη λήψη βελτιωµένης τροφής, πλούσιας σε πρωτεϊνες, ασβέστιο και φώσφορο, η οποία κρίνεται, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, επιβεβληµένη λόγω της φύσης του τραυµατισµού του, το ποσό των 5,00 ευρώ ηµερησίως, επιπλέον εκείνου που θα διέθετε για τη συνήθη διατροφή του, σύµφωνα µε τις τιµές των αγαθών κατά τον ανωτέρω χρόνο, και ως εκ τούτου κατά το χρονικό αυτό διάστηµα δαπάνησε για τη συγκεκριµένη αιτία το ποσό των τριακοσίων ευρώ (300,00 ευρώ) (2 μήνες Χ 150 ευρώ). Η ως άνω δαπάνη, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόψει του είδους του τραυματισμού του ανηλίκου τέκνου, καθώς και του χρόνου που απαιτήθηκε για την ανάρρωσή του, κρίνεται δικαιολογημένη και ως προς την αναγκαιότητά της και ως προς το ανωτέρω ημερήσιο ύψος της. Περαιτέρω, εξαιτίας της ως άνω αξιόποινης συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης εναγόμενης που συνιστά αδικοπραξία, το ανήλικο τέκνο των εναγόντων υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας που βίωσε, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του βαθμού του πταίσματος των προστηθέντων υπαλλήλων της πρώτης εναγόμενης, της έλλειψης συνυπαιτιότητας του παθόντος ανηλίκου τέκνου των εναγόντων στον τραυματισμό του, της ηλικίας του τελευταίου κατά τον χρόνο του συμβάντος (11 ετών), του είδους και της έκτασης του τραυματισμού αυτού, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, το εύλογο ποσό της χρηματικής ικανοποίησης που πρέπει να επιδικαστεί ανέρχεται στο ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000,00 ευρώ). Ο ανωτέρω προσδιορισμός του ποσού των 5.000,00 ευρώ, ως εύλογης χρηματικής ικανοποίησης του ανηλίκου τέκνου, δεν παραβιάζει ούτε την αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), αλλά ούτε και το δικαίωμα της πρώτης εναγόμενης για δίκαιη δίκη (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ), με την έννοια της πλήρους αιτιολογίας της απόφασης, με έρευνα όλων των ισχυρισμών και των αποδεικτικών στοιχείων της υπόθεσης, αφού κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, το ως άνω χρηματικό ποσό δεν είναι ούτε μεγαλύτερο, ούτε μικρότερο από το επιδικαζόμενο σε παρόμοιες περιπτώσεις ποσό. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτών γενομένων και ως ουσιαστικά βάσιμου του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου λόγου της κρινόμενης έφεσης.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και κατ’ ουσίαν και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 1422/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η από 28.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό ..…/2019 αγωγή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στους ενάγοντες, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτών (6.586,30 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων – εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος της πρώτης εφεσίβλητης – εναγόμενης λόγω της μερικής ήττας της (άρθρα 178 και 183 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στους εκκαλούντες – ενάγοντες του παραβόλου των 100,00 ευρώ, λόγω της νίκης τους, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 16.05.2023 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1422/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 16.05.2023 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 28.11.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους μεταξύ των εναγόντων και της δεύτερης εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στους ενάγοντες, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτών (6.586,30 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες – ενάγοντες του παραβόλου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με το υπ’ αριθ. ………/2023 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Καταδικάζει την πρώτη εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30.10.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ