Αριθμός 553 /2020
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, ορισθέντα με την με αριθμό 47/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα, Ε.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι α) από 4.12.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2019 β) από 3.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2020 και γ) από 7.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2020 εφέσεις κατά της με αριθμό 3913/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, ενόψει του ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εναγόμενη ( ένωση συνιδιοκτητών) στις 9.12.2019 (βλ. τη σχετική σημείωση της δικαστικής επιμελήτριας επί του αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως) και η υπό στοιχ α έφεση ασκήθηκε στις 5.12.2019 ( βλ. την υπ αριθμ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./5.12.2019 έκθεση κατάθεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς), ενώ η υπό στοιχ. β έφεση ασκήθηκε στις 3.1.2020 (βλ. την υπ αριθμ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./3.1.2020 έκθεση κατάθεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς), χωρίς, να προκύπτει η επίδοση αυτής (εκκαλουμένης) στην παρεμπιπτόντως εναγόμενη, αρμοδίως δε φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό τους έχουν προκατατεθεί από τους εκκαλούντες, τα παράβολα ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ για κάθε έφεση αντίστοιχα, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, πρέπει οι ως άνω εφέσεις να συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας, ως πλήττουσες την ίδια πρωτόδικη απόφαση (άρθρο 31, 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει.» Με βάση τη διάταξη αυτή για την ύπαρξη αδικοπραξίας και συνακόλουθα υποχρέωσης του δράστη για αποζημίωση του παθόντος, απαιτείται εκτός από τη ζημία, η ζημία αυτή να έχει προξενηθεί από το δράστη παράνομα και υπαίτια, από δόλο δηλαδή ή από αμέλεια (αρθρ. 330 ΑΚ), η δε παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και τέλος να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Και η μεν ζημία που προξενήθηκε από το δράστη είναι παράνομη όταν προσβάλλεται με την ενέργεια (πράξη ή παράλειψη) τούτου, δικαίωμα του παθόντος, προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η δε υπαίτια παράλειψη του δράστη γεννά την προς αποζημίωση υποχρέωσή του, όταν ο παραλείψας ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 5 του ν. 3741/1929 προκύπτει ότι κάθε συνιδιοκτήτης οικοδομής που υπάγεται στις διατάξεις για την οριζόντια ιδιοκτησία συμμετέχει υποχρεωτικά στη συντήρηση και επισκευή των κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, και ευθύνεται ατομικά ή και παράλληλα με τους λοιπούς συνιδιοκτήτες για την επισκευή τους, κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του. Για κάθε δε υπαίτια ζημιογόνο παράλειψη των άνω συνιδιοκτητών ή του διαχειριστή εντολοδόχου τους σε σχέση με τις ανατεθείσες κατ` άρθρα 4 και 13 του ως άνω νόμου από τον Κανονισμό υποχρεώσεις του, για συντήρηση και επισκευή των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, ο βλαπτόμενος τρίτος έχει αξίωση αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 926, 932, 714, 297, 298 ΑΚ. Δηλαδή, όταν δημιουργείται ζημία από πταίσμα του διαχειριστή, αυτός μεν ευθύνεται προσωπικώς έναντι του ζημιωθέντος λόγω αδικοπραξίας, οι δε συνιδιοκτήτες, επίσης, ως προστήσταντες (Β.Τσούμας, Η Διαιρεμένη ιδιοκτησία, έκδ. 2003, σελ.187). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι και ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία. Οι ενώσεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 64 παρ. 3 ίδιου Κώδικα, αν και δεν έχουν νομική προσωπικότητα, παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεων τους. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του ως νόμου (3741/1929) “1) Επιτρέπεται εις τους συνιδιοκτήτας ίνα δι` ιδιαιτέρας συμφωνίας, εις ην είναι, απαραίτητος η κοινή πάντων συναίνεσις, κανονίσωσι τα της συνιδιοκτησίας δικαιώματα και υποχρεώσεις, να καθορίσωσι γενικάς συνελεύσεις και να δώσωσιν εις καθορισμένη πλειοψηφία δυναμένην να μεταβληθεί αναλόγως της σοβαρότητος των ληφθησομένων αποφάσεων, το δικαίωμα vα λαμβάνει εν τω κοινώ συμφέροντι, πάσαν απόφασιν σχετικήν με την συντήρησιν, βελτίωσιν και χρήσιν των κοινών μερών της οικίας. 2) Οι συνιδιοκτήται, δύνανται, εν ελλείψει παντός κανονισμού κατά τα ανωτέρω και δια παμψηφίας να ορίσωσιν ένα διαχειριστήν παρέχοντες αυτώ δικαιώματα διαχειρίσεως τα πλέον εκτεταμένα, συμπεριλαμβανομένων των της εκτελέσεως των εργασιών της συντηρήσεως, της κατανομής των δαπανών και βαρών και της επ` ονόματι του επί δικαστηρίω παραστάσεως είτε ως εναγομένου είτε ως ενάγοντος”. Επομένως, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ως άνω νόμου οι συνιδιοκτήτες πολυώροφης οικοδομής, με συμφωνία, για την οποία είναι απαραίτητη η συναίνεση όλων, μπορούν να ορίσουν ένα πρόσωπο ως διαχειριστή της οικοδομής, επίσης μπορούν με τον κανονισμό της πολυκατοικίας να καθορίσουν πώς θα διορίζεται ο διαχειριστής αυτός, (πότε, για ποιο διάστημα, με ποια πλειοψηφία). Ο διοριζόμενος διαχειριστής της πολυκατοικίας, ως εντολοδόχος των συνιδιοκτητών, τους εκπροσωπεί ενώπιον παντός δικαστηρίου, παριστάμενος ως ενάγων ή εναγόμενος για υποθέσεις που σχετίζονται με τη διαχείριση της πολυκατοικίας, δυνάμενος να εναγάγει συνιδιοκτήτη ή τρίτο ή να εναχθεί απ` αυτούς για κάθε διαφορά από τη σχέση της συνιδιοκτησίας (ΑΠ 791/2009, Νόμος). Έτσι, διάδικος στο δικαστήριο είναι η ενότητα των συνιδιοκτητών και όχι ο διαχειριστής που την εκπροσωπεί κατά το άρθρο 64 §3 του ΚΠολΔ ( ΑΠ 462/2017, ΑΠ 914/2005, ΕφΑνΚρητ 56/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΕφΑθ 5471/2003, ΕλλΔνη 47. 933, ΕφΑθ 8577/1993, ΕφΑθ 11364/1991, δημοσιευμένες στη Νόμος, Νίκας, σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι έκδ.2000, άρθρο 62 αριθ. 6). ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση” νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή η παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ προβλέπει επιδίκαση από το Δικαστήριο χρηματικής παροχής στον έχοντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου, η ένεκα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, δηλαδή ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του ισχύοντος Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ των πολιτών σχέσεις, χωρίς αναγκαία η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 931 ΑΚ, την οποία υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Επομένως, το ποσό που δικαιούται ο παθών κατά το άρθρο 931 του ΑΚ, δεν υπολογίζεται με τα μέτρα της αποζημίωσης, αλλά εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή να το καθορίσει κατά δίκαιη κρίση σε εύλογο χρηματικό ποσό, με βάση αφενός το είδος, την έκταση και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης του παθόντος και αφετέρου την ηλικία, το φύλο, τις κλίσεις του παθόντος και τον βαθμό συνυπαιτιότητάς του. Είναι πρόδηλο ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ αξίωση για αποζημίωση λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης είναι διαφορετική από την κατά τη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ αξίωση αποζημίωσης για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και από την κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικά είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη και των λοιπών (ΑΠ 441/2017, ΕφΑΘ 342/2019, ΕφΑθ 264/2019, ΕφΛαμ 60/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος). ΙΙΙ. Με την διάταξη του άρθ. 932 ΑΚ ορίζεται ότι «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του» . Από την διατύπωση της άνω διατάξεως αλλά και από το σκοπό αυτής ο οποίος αποβλέπει στον περιορισμό εν γένει της συνολικής υπό ευρεία έννοια αποζημιώσεως, γίνεται δεκτό ότι δικαιούχος της σχετικής αξιώσεως είναι κατά κανόνα το φυσικό πρόσωπο το οποίο αμέσως υπέστη ηθική βλάβη από την αδικοπραξία. Τέτοιο πρόσωπο είναι ο φορέας του εννόμου αγαθού που προσβλήθηκε και εμπίπτει στο πεδίο της προστασίας της ΑΚ 914, δηλαδή το πρόσωπο που τραυματίσθηκε. Τρίτα πρόσωπα έστω και αν ανήκουν στο στενό οικογενειακό περιβάλλον του αμέσου θύματος της αδικοπραξίας όπως είναι οι γονείς του ανηλίκου ο οποίος συνεπεία του ατυχήματος τραυματίσθηκε και διατηρείται στην ζωή ως «φυτό» δεν είναι φορείς της αξιώσεως από την ΑΚ 932, έστω και αν τα πρόσωπα αυτά δοκιμάζουν πράγματι ψυχική στενοχώρια (βλ. ΑΠ 624/2010, ΑΠ 1425/2010, ΕφΑθ 48/2020, ΕφΛαρ 104/2012, δημοσιευμένες στη Νόμος). Αποτελεί διαφορετική περίπτωση όταν ο σοβαρός τραυματισμός στενού συγγενούς (π.χ. του ανηλίκου τέκνου) γίνεται μπροστά, στα μάτια της μητέρας του η οποία παθαίνει νευρικό κλονισμό, αναγκάζεται να νοσηλευθεί σε κλινική και να υποβληθεί σε δαπάνες. Στην περίπτωση αυτή, εκτός από τον υιό της και η μητέρα υπέστη σωματική κάκωση που αποτελεί αδικοπραξία και αυτή δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (βλ. AΠ 624/2010, όπ.α, ΑΠ 1824/2007 ΝοΒ 2008.707, ΕφΑθ 4630/2018 ΕπΣυγκΔ 2018, 376 με Σημείωμα υπό την απόφαση Αθαν. Κρητικού -βλ. και Κρητικού, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα , 5η έκδ. 2019 § 20 π.αρ. 21 επ. σελ. 592 επ.). Για την αναγνώριση δηλαδή δικαιώματος χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη υπέρ των οικείων του άμεσα προσβληθέντος απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία, δηλαδή η ηθική βλάβη την οποία υφίσταται αυτός (οικείος) να υπερβαίνει εκείνες τις συνέπειες τις οποίες οι οικείοι υφίστανται σε τέτοιες περιπτώσεις και να αποκτά σημασία χωριστής βλάβης του οικείου (Αθ. Κρητικός, όπ.α, 4η έκδοση, σελ.401-402).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες της υπό στοιχ. α και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2019 εφέσεως με την από 21.3.2018 και με αριθμό καταθέσεως …………/2018 αγωγή τους, την οποία άσκησαν τόσο για τον εαυτό τους-ατομικά, όσο και για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας τους ……….., ως συνασκούντες τη γονική μέριμνα αυτής, εξέθεταν ότι στις 19.6.2013 στον Πειραιά Αττικής, συνέβη ατύχημα, που είχε ως συνέπεια τον σοβαρότατο και ειδικότερα εκτιθέμενο στην αγωγή τραυματισμό της ανήλικης κόρης τους, όταν αυτή ευρισκόμενη υπό την άμεση εποπτεία της γιαγιάς της …….., λόγω αποκλειστικής υπαιτιότητας του νομίμως εκλεγμένου διαχειριστή της πολυκατοικίας, κειμένης επί της οδού .. αριθ. …, ως εντολοδόχου και προστηθέντα της εναγόμενης-ένωσης συνιδιοκτητών αυτής, ο οποίος όφειλε σύμφωνα με τον κανονισμό της πολυκατοικίας, αλλά και σύμφωνα με την γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας των τρίτων να προβεί στην λήψη κατάλληλων μέτρων προς αποτροπή πρόκλησης ζημιών και ατυχημάτων, ο τελευταίος δεν έπραξε τούτο, με αποτέλεσμα η μία εκ των τριών προστατευτικών μπαρών (αποτρεπτικών κιγκλιδωμάτων σε σχήμα Π) που βρίσκονται στη είσοδο της στοάς επί της ακτής … αριθμ. ….. και οι οποίες αποτελούν κοινόχρηστα μέρη – εγκαταστάσεις της πολυκατοικίας με σκοπό να εμποδίζουν την διέλευση μοτοποδηλάτων και εν γένει οχημάτων εντός στοάς – να μην είναι σταθερή και ασφαλής. Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ενώ οι άλλες δύο μπάρες ήταν εμπηγμένες σε μεταλλική βάση – στόμιο στο έδαφος και σταθεροποιημένες με δύο λουκέτα (αριστερά & δεξιά) τα οποία ένωναν κάθε σωλήνα με τη βάση του, αντιθέτως η τρίτη μπάρα ήταν εντελώς ανασφάλιστη, απλά τοποθετημένη στο έδαφος, δίχως να είναι εμπηγμένη και δίχως λουκέτα, με αποτέλεσμα η ανήλικη ………., η οποία είχε επισκεφθεί τον χώρο, καθώς βάδιζε ανάμεσα στις μπάρες, τις άγγιξε και η μία εξ αυτών, δίχως να είναι με ασφάλεια σταθερά τοποθετημένη και αμετακίνητη, έφυγε από τη θέση της, έγειρε προς το μπροστινό – τρίτο κιγκλίδωμα που είχε ως συνέπεια να σφηνωθούν τα δάκτυλα της αριστερής χειρός της ανήλικης ανάμεσα στα δύο κιγκλιδώματα. Ότι με τον τρόπο αυτό υπέστη την αναλυτικά περιγραφόμενη στην αγωγή σωματική βλάβη. Με βάση το ως άνω ιστορικό, οι ενάγοντες ζητούσαν, όπως παραδεκτά περιόρισαν καθ’ ολοκληρίαν τα αγωγικά κονδύλια από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να τους καταβάλει, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση 1) σ’ αυτούς ατομικά α) για δαπάνες αγοράς φαρμάκων, νοσήλια, έξοδα και έξοδα ιατρικής περίθαλψης το ποσό των 3.888,68 ευρώ σε έκαστο εκ των δύο εναγόντων γονέων, το οποίο οι ίδιοι δαπάνησαν για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη της κόρης τους, β) το ποσό των 50.000 ευρώ σε έκαστο εκ των εναγόντων για την ηθική βλάβη που υπέστησαν λόγω του τραυματισμού της κόρης τους, καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αν και αυτός (τραυματισμός) δεν έλαβε χώρα ενώπιόν τους, εξαιτίας αυτού ταράχθηκαν πολύ, στενοχωρέθηκαν αρκετά, δοκίμασαν έντονο σοκ, έφτασαν στα όρια της λιποθυμίας, αντιμετώπισαν διαταραχές στον ύπνο, αγχώδη συμπεριφορά και φοβία ως προς την κατάσταση της υγείας του παιδιού τους και 2) για λογαριασμό της ανήλικης κόρης τους, ως συνασκούντες τη γονική μέριμνά της α) το ποσό των 150.000 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία αυτή υπέστη από τον επίδικο τραυματισμό της και β) το ποσό των 150.000 ευρώ ως ειδική αποζημίωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 931 του Α.Κ, καθώς ο τραυματισμός της ανήλικης, που είχε ως αποτέλεσμα την παραμόρφωση των δακτύλων του αριστερού άνω άκρου της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, ασκεί ιδιαζόντως δυσμενή επίδραση στην κοινωνικοοικονομική αλλά και επαγγελματική μετέπειτα πορεία της, καθώς οι γονείς της διαθέτουν μια αξιοπρεπή και αναγνωρίσιμη θέση στο καλλιτεχνικό στερέωμα ως επαγγελματίες τραγουδοποιοί και συνθέτες, και η ανήλικη, ως γεννημένη σε περιβάλλον με καλλιτεχνικές επιρροές και εμφανίζοντας έμφυτα μουσικά χαρίσματα και προορισμένη να αναπτύξει εύρος καλλιτεχνικών δυνατοτήτων, εξαιτίας του επίδικου τραυματισμού της και του μερικού ακρωτηριασμού του παράμεσου του αριστερού της χεριού, υφίσταται περιορισμό της κλίσης της να καταγίνεται επαγγελματικά με καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως ο χειρισμός μουσικών οργάνων, το οποίο με μεγάλη βεβαιότητα προοριζόταν να κάνει, όλα δε τα ανωτέρω ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και τέλος να καταδικαστεί η εναγόμενη στην δικαστική τους δαπάνη. Η εναγομένη της ως άνω αγωγής και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. β και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2020 εφέσεως με το δικόγραφο της από 21.5.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2018 ανακοίνωσης δίκης-προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση, στην οποία σώρευσε και παρεμπίπτουσα αγωγή, ανακοίνωσε τη δίκη και προσεπικάλεσε ως κυρίως εναγομένη στην ανωτέρω κύρια αγωγή των εναγόντων, με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης από αδικοπραξία, το δικόγραφο της οποίας ενσωμάτωσε στο δικό της δικόγραφο, την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…………..», επικαλούμενη ότι η ίδια κατήρτισε με την εταιρία αυτή ισχυρή, κατά τον χρόνο της αδικοπραξίας που της αποδίδεται με την κύρια αγωγή, σύμβαση ασφάλισης, δυνάμει της οποίας ασφάλισε σ’ αυτήν την αστική της ευθύνη για ζημίες τρίτων, που προκαλούνται από την άσκηση των καθηκόντων του διαχειριστή, εφόσον αυτός κριθεί υπεύθυνος για ατυχήματα που προκαλούνται σε τρίτους. Περαιτέρω, με τη σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή της κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημά της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ζητούσε, κατ’ εκτίμηση του αιτητικού της αγωγής, να αναγνωρισθεί ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται, να της καταβάλει, όποιο ποσό υποχρεωθεί να καταβάλει η ίδια στην κυρία ενάγουσα, με τους νόμιμους τόκους από την άσκηση της κύριας αγωγής, άλλως από την επίδοση της παρεμπίπτουσας και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 πρόσθετη παρέμβασή της, η καθ ης η ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση-παρεμπιπτόντως εναγομένη και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. γ και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2020 έφεσης ασφαλιστική εταιρία ισχυρίσθηκε ότι κατάρτισε με την κυρίως εναγόμενη-ανακοινώνουσα τη δίκη – προσεπικαλούσα-παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική σύμβαση, με βάση την οποία αυτή ανέλαβε την κάλυψη της αστικής ευθύνης έναντι τρίτων της διαχείρισης πολυκατοικίας-Μεγάρου της οδού …….. στον Πειραιά για σωματικές βλάβες σε τρίτους, που σχετίζονται με την διαχείριση και λειτουργία των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των τελευταίων, για τη χρονική περίοδο από 11.12.2012 έως 11.12.2013, εντός της οποίας έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, στο οποίο αναφέρεται η κύρια αγωγή, υπό τους ειδικότερους όρους και περιορισμούς που εκτίθενται στο δικόγραφό της. Με βάση τους ισχυρισμούς της αυτούς η καθ ης η ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 ανακοίνωσης δίκης-προσεπικαλούμενη παρεμπιπτόντως εναγόμενη-προσθέτως παρεμβαίνουσα, επικαλούμενη την ύπαρξη εννόμου συμφέροντός της ως προς την έκβαση της κύριας δίκης, που θεμελιώνεται στην υποχρέωσή της προς αποζημίωση της εναγομένης- ανακοινώνουσας τη δίκη-προσεπικαλούσας-παρεμπιπτόντως ενάγουσας-υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση σε περίπτωση ευδοκίμησης της κύριας αγωγής, ζητούσε την απόρριψη αυτής και την καταδίκη των εναγόντων-καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές (κύρια και παρεμπίπτουσα), προσεπίκληση και πρόσθετη παρέμβαση, έκρινε την κύρια αγωγή καθ όλα ορισμένη, πλην του κονδυλίου της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ, που απέρριψε ως αόριστο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ αυτήν, και νόμιμη πλην των αιτημάτων της α) περί επιδίκασης ποσού 3.888,68 ευρώ σε έκαστο των εναγόντων γονέων, για τις δαπάνες νοσηλείας της ανήλικης (κρίση της εκκαλουμένης που δεν πλήττεται με τις υπό κρίση εφέσεις) β) επιδίκασης ποσού 50.000 ευρώ σε έκαστο των εναγόντων-γονέων, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και του παρεπόμενου περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, που απέρριψε ως μη νόμιμα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη, έκρινε καθ όλα ορισμένη και νόμιμη την προσεπίκληση της κυρίως εναγόμενης με τη σωρευόμενη σε αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή, πλην των παρεπομένων αυτής αιτημάτων (περί τόκων και προσωρινής εκτελεστότητας), που απέρριψε ως μη νόμιμα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρωτοβάθμια απόφαση (κρίση της που επίσης δεν πλήττεται με τις ένδικες εφέσεις), καθώς και ως νόμιμη την πρόσθετη παρέμβαση, δέχτηκε εν μέρει την κύρια αγωγή και δη αναγνώρισε ότι η κυρίως εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες, ως ασκούντες τη γονική μέριμνα της ανήλικης και για λογαριασμό της το ποσό των 60.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, καταδικάζοντάς τους στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, ποσού 2.200 ευρώ, δέχτηκε την πρόσθετη παρέμβαση, καταδικάζοντας την προσθέτως παρεμβαίνουσα στη δικαστική δαπάνη των καθ ων η πρόσθετη παρέμβαση, ποσού 200 ευρώ και δέχτηκε την παρεμπίπτουσα αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ποσό των 50.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της καταβολής στους κυρίως ενάγοντες, καταδικάζοντάς την στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, που όρισε σε 600 ευρώ. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις ως άνω εφέσεις τους για τους αναφερόμενους σ αυτές λόγους, οι οποίοι ανάγονται, σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ζητούν δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνουν δεκτά καθ ολοκληρία όσον αφορά τους εκκαλούντες της ως άνω υπό στοιχ. α έφεσης τα αιτηθέντα κονδύλια της αγωγής τους περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για τον εαυτό τους ατομικά και για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους ως και της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ για λογαριασμό του ανηλίκου, όσον αφορά τους εκκαλούντες των ως άνω άνω υπό στοιχ. β και γ εφέσεων να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί η κύρια αγωγή των εναγόντων, άλλως να μεταρρυθμιστεί αυτή προς όφελός τους, ώστε να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους προς καταβολή στους ενάγοντες μικρότερων ποσών σε σχέση με αυτά που επιδίκασε η εκκαλουμένη.
Με τον πρώτο λόγο των ως άνω υπό στοιχ. β (αριθμ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2020 και γ (αριθμ. εκθ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2020) εφέσεών τους οι εκκαλούσες αυτών αντίστοιχα παραπονούνται για το ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απέρριψε ως απαράδεκτη την ένδικη αγωγή, κάνοντας δεκτή την προταθείσα πρωτόδικα απ αυτούς ένστασή τους περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης της εναγόμενης στην κύρια αγωγή ένωσης συνιδιοκτητών της ένδικης πολυκατοικίας. Ο ως άνω λόγος των παραπάνω εφέσεων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενόψει του ότι, κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικά στην υπό στοιχ.Ι μείζονα σκέψη της παρούσας, όταν δημιουργείται ζημία από πταίσμα του διαχειριστή της ένωσης συνιδιοκτητών, κατά την άσκηση της εκ του κανονισμού υποχρέωσής του προς συντήρηση των κοινοχρήστων μερών και πραγμάτων, ως εν προκειμένω εκτίθεται στην ένδικη (κύρια) αγωγή, νομιμοποιείται παθητικά έναντι του ζημιωθέντος τρίτου, η ενότητα των συνιδιοκτητών, ήτοι στην ένδικη αγωγή η κυρίως εναγόμενη, με την ιδιότητά της ως προστήσασα αυτόν, ως εντολοδόχο της, κατά τα νομίμως εκτιθέμενα στην αγωγή. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, ήτοι απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό της κυρίως εναγόμενης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, που αυτές επαναφέρουν με τον ως άνω λόγο των εφέσεών τους, ορθά εφάρμοσε το νόμο, τα περί του αντιθέτου δε υποστηριζόμενα από τις εκκαλούσες πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, ως και ο ως άνω λόγος εκάστης των ως άνω εφέσεων, κατά τα προαναφερόμενα.
Aπορριπτέος, εξάλλου, ως αβάσιμος τυγχάνει ο 3ος λόγος της υπό στοιχ. α εφέσεως των εναγόντων (αριθμ. εκθ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2019), με τον οποίο παραπονούνται για την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νομίμου του αιτήματος της αγωγής τους περί επιδίκασης σε έκαστο εξ αυτών ατομικά ποσού 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν. Ειδικότερα, κατά τα προαναφερόμενα, με την ένδικη αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν, ότι αν και ο σοβαρός τραυματισμός της ανήλικης δεν έλαβε χώρα ενώπιόν τους, εξαιτίας αυτού ταράχθηκαν πολύ, στενοχωρέθηκαν αρκετά, δοκίμασαν έντονο σοκ, έφτασαν στα όρια της λιποθυμίας, αντιμετώπισαν διαταραχές στον ύπνο, αγχώδη συμπεριφορά και φοβία ως προς την κατάσταση της υγείας του παιδιού τους. Ως εκ τούτου, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν και αυτοί ηθική βλάβη, για την οποία ζήτησαν την επιδίκαση σε βάρος της εναγόμενης σε έκαστο εξ αυτών ατομικά του ως άνω ποσού, ως χρηματική ικανοποίηση. Όμως, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ. ΙΙΙ), η ηθική βλάβη των άνω εναγόντων είναι έμμεση, διότι τα επικαλούμενα απ’ αυτούς με την αγωγή τους ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν αποτελούν άμεση προσβολή των ιδίων από την επίδικη αδικοπραξία της εναγόμενης, δηλαδή η ηθική βλάβη την οποία επικαλούνται ότι υπέστησαν, κατά τα ανωτέρω, δεν υπερβαίνει εκείνες τις συνέπειες τις οποίες οι οικείοι συνήθως υφίστανται σε τέτοιες περιπτώσεις, ώστε να αποκτά σημασία χωριστής βλάβης των ιδίων, αλλά της κόρης τους, με τη βλάβη του σώματος της οποίας συνδέουν τη θλίψη και τη στενοχώρια που υπέστησαν, ως συνδεόμενοι με αυτήν με στενό συγγενικό δεσμό. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την κύρια αγωγή, ως προς το άνω αίτημά της, ως μη νόμιμη, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και ο περί του αντιθέτου ως άνω λόγος της υπό στοιχείο α έφεσης των εναγόντων-εκκαλούντων πρέπει να απορριφθεί.
Έσφαλε, όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, που έκρινε ως αόριστη και συνεπώς απορριπτέα την κύρια αγωγή, ως το επιμέρους αίτημά της, περί επιδίκασης στην ανήλικη της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 931 ΑΚ, καθώς, το αίτημα αυτό, το οποίο θεμελιώνεται στην προαναφερόμενη διάταξη, είναι σύμφωνα με τα εκτενώς διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, πλήρως ορισμένο, αφού, κατά τα προαναφερόμενα, εκτίθεται στην αγωγή το είδος της σωματικής βλάβης της ανήλικης, που είναι μόνιμη, και είχε ως αποτέλεσμα την παραμόρφωση των δακτύλων του αριστερού χεριού της και η επίδρασή της στη ζωή της παθούσας, καθώς και το ανάλογο για την αποκατάσταση της ζημιάς ποσό πρόσθετης αποζημιώσεως, δηλαδή διαλαμβάνονται στην αγωγή τα απαιτούμενα για τη θεμελίωση του πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνθέτουν την, κατά την πιο πάνω έννοια, επίδραση στο μέλλον της εξαιτίας της παραμόρφωσης που προξενήθηκε στην ανήλικη, από τα οποία ειδικά περιστατικά προκύπτουν οι ιδιαίτεροι λόγοι, εξαιτίας των οποίων γεννώνται δυσμενείς συνέπειες στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής της ζωής, ασχέτως του γεγονότος ότι δεν δύναται να διαγνωσθεί συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, καθόσον η ανήλικη δεν έχει εισέλθει στην παραγωγική διαδικασία και επομένως, δεν δύναται να λάβει χώρα πρόβλεψη για το ύψος αυτής. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου (2ου) της ως άνω εφέσεως (υπό στοιχ. α) των εναγόντων-εκκαλούντων, με τον οποίο παραπονούνται για την απόρριψη του ως άνω αιτήματος της αγωγής τους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιό της, δηλαδή τη διάταξή της για το σχετικό αίτημα παροχής έννομης προστασίας, που είναι καθ όλα ορισμένο και νόμιμο, να διακρατηθεί η αγωγή και να εξετασθεί κατ’ ουσίαν και ως προς αυτό.
IV.Από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις) αλλά, κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 211/2017, ΑΠ 90/2017, ΑΠ 705/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος).
V. Η υπαιτιότητα του παθόντος προϋποθέτει ικανότητα προς καταλογισμό. Κατά το άρθρο 916 AK, ο ανήλικος που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο (10ο) έτος της ηλικίας του, δεν ευθύνεται για τη ζημιά που προξένησε. Σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία άποψη, αφού ο μη συμπληρώσας το δέκατο έτος ανήλικος είναι μη ικανός προς καταλογισμό και δεν ευθύνεται για τη ζημία που προκάλεσε ο ίδιος σε τρίτον, ομοίως δεν ευθύνεται και στην περίπτωση που ο ίδιος συνέβαλε, με δική του ενέργεια ή παράλειψη, στην επέλευση της δικής του ζημίας και κατά συνέπεια δεν μπορεί, κατά νόμο, να αντιταχθεί από τον εναγόμενο η από το άρθρο 300 AK ένσταση, περί συντρέχοντος πταίσματος του ηλικίας κάτω των 10 ετών ανηλίκου (βλ. ΑΠ 218/2014, ΑΠ 495/2012, ΑΠ 731/2008, ΑΠ 1743/2007, ΑΠ 195/2007 ΕλλΔνη 48.1436, ΑΠ 1410/2006, EφΔυτΜακεδ 102/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος). Εξάλλου, επί ανηλίκου ηλικίας κάτω των 10 ετών, ο οποίος τραυματίσθηκε και ζητεί αποζημίωση για τη ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη, δεν μπορεί να αντιταχθεί από τον εναγόμενο η αμέλεια των εποπτευόντων αυτό γονέων του, δηλαδή να χωρήσει εις βάρος αυτού καταλογισμός πταίσματος των νομίμων αντιπροσώπων του σε σχέση προς την από αυτούς ασκούμενη επιτήρηση και επίβλεψη. Και τούτο, διότι, αφενός μεν, ο αδικοπραγήσας τρίτος και οι εποπτεύοντες γονείς του ανηλίκου ευθύνονται εις ολόκληρον έναντι αυτού για τη ζημία που υπέστη λόγω του τραυματισμού του, αφετέρου δε, ο νομοθέτης θα αντέφασκε με τον εαυτό του, αν στον έχοντα ανάγκη επιμελείας ανήλικο, προς τον οποίο παρέχει πολλαπλώς την προστασία του (άρθρ. 128, 129, 916, 1510, 1518 του ΑΚ), καταλόγιζε ευθύνη για πράξεις άλλων και δη ενέργειες ή παραλείψεις των γονέων του, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι εκ του νόμου για την επιμέλεια και την εκπροσώπησή του, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, οι επιτακτικοί κανόνες δικαίου δεν απευθύνονται στο στερούμενο βούλησης πρόσωπο του ανηλίκου, αλλά στους νομίμους αντιπροσώπους αυτού. Αυτό, βεβαίως, συμβαίνει, αν ο νόμιμος εκπρόσωπος του ανηλίκου ασκήσει στο όνομα και για λογαριασμό του ανηλίκου αγωγή, με την οποία επιδιώκει την αποκατάσταση της ζημίας του ιδίου του ανηλίκου. (ΕφΔυτΜακεδ 102/2015 όπ.α). Επιπρόσθετα, η διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, που προβλέπει αντικατάσταση των εσφαλμένων αιτιολογιών και απόρριψη της έφεσης, εάν το διατακτικό της απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση κρίνεται ορθό, δεν παρέχει στο Εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης με έφεση απόφασης, τη δυνατότητα να ερευνήσει παράπονα που δεν προβλήθηκαν με λόγους έφεσης ή ισχυρισμούς που δεν προβλήθηκαν από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης, αλλά προϋποθέτει ότι το Εφετείο ενεργεί χωρίς να υπερβαίνει τα οριοθετούμενα με τους λόγους της έφεσης όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Έτσι, εάν ο εναγόμενος παραπονείται με την έφεσή του, διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αόριστη κάποια ένστασή του, το Εφετείο δεν έχει την εξουσία να ερευνήσει την νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης και εάν την κρίνει νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη να απορρίψει την έφεση και να αντικαταστήσει απλώς την αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης, χωρίς να την εξαφανίσει, αλλά οφείλει να περιορισθεί μόνο στην έρευνα του διατυπομένου με το σχετικό λόγο της έφεσης παραπόνου και εάν κρίνει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ως αόριστη, ενώ αυτή ήταν ορισμένη, είναι υποχρεωμένο να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, μόνο δε μετά την εξαφάνισή της και διακράτηση της υπόθεσης, προς εξέταση της ουσίας της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), μπορεί να ερευνήσει τη νομιμότητα και την ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης. Εάν, χωρίς να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, το Εφετείο περιοριστεί να αντικαταστήσει, στην περίπτωση αυτή, την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, υπερβαίνει τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, δηλαδή λαμβάνει υπόψη λόγο έφεσης και συνεπώς “πράγμα”, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, που δεν προτάθηκε και έτσι ιδρύεται ο από το εδάφιο α` της τελευταίας αυτής διάταξης (άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ) προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης. Σε αντίθετη λύση δεν οδηγεί μόνο το γεγονός ότι εάν η σχετική ένσταση είναι καταχρηστική δε δημιουργείται δυσμενέστερο δεδικασμένο για τον εφεσίβλητο – εναγόμενο, διότι κατά το άρθρο 330 του ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται όχι μόνο στις καταχρηστικές ενστάσεις που προτάθηκαν και απορρίφθηκαν κατ’ ουσίαν, αλλά και σ’ εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν, ως ένσταση δε που δεν προτάθηκε θεωρείται και εκείνη που απορρίφθηκε ως αόριστη. Η διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 534 του ίδιου κώδικα, απαγορεύει, κατά την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, πριν από την εξαφάνισή της, την έκδοση απόφασης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα, και συνεπώς απόφασης με δυσμενέστερο γι’ αυτόν δεδικασμένο, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, δεν επιτρέπει υπέρβαση των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αλλά προϋποθέτει ότι το Εφετείο ενεργεί μέσα στα όρια αυτά, οπότε μόνο δεν απαγορεύεται η έκδοση απόφασης (πριν από την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης), με ισοδύναμο προς την πρωτόδικη δεδικασμένο, η οποία δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 829/2007, ΕφΠατρ 67/2019, ΕφΠατρ 39/2018, ΕφΔωδ 44/2015, ΕφΠειρ 283/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 340/2011 ΔΕΕ 2012.161), από την υπ’ αριθ …../4.5.2018 ένορκη βεβαίωση της …….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια των κυρίως εναγόντων κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης της κυρίως εναγόμενης (βλ. την αριθμ. …../2.4.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ……..), τις υπ’ αριθ. …./27.6.2018 και …/27.6.2018 ένορκες βεβαιώσεις των ……. ……., ……. αντίστοιχα, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της κυρίως εναγομένης κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης των κυρίως εναγόντων (βλ. τις υπ’ αριθ. …./8.6.2018 και …/8.6.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….. αντίστοιχα), την υπ’ αριθ. …./27.6.2018 ένορκη βεβαίωση του …………., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της παρεμπιπτόντως ενάγουσας – υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης της παρεμπιπτόντως εναγομένης – προσθέτως παρεμβαίνουσας και των κυρίως εναγόντων-καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. τις υπ’ αριθ. ……….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….. αντίστοιχα0, καθώς και τις προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 19.6.2013, η ανήλικη, γεννηθείσα στις 25.4.2009, …………., θυγατέρα των εναγόντων, συνοδευόμενη από την γιαγιά της … …, η οποία ασκούσε την ημέρα εκείνη, για λογαριασμό τους, την εποπτεία αυτής, βρισκόταν στην είσοδο της στοάς επί της Ακτής .., αριθ. …, στον Πειραιά. Η εν λόγω στοά είναι η είσοδος σε ένα οικοδομικό τετράγωνο που αποτελεί ένα κτίριο-συγκρότημα καταστημάτων και γραφείων. Συγκεκριμένα, το εν λόγω οικοδομικό τετράγωνο περιβάλλεται από τις οδούς …….. (επί της οποίας φέρει τον αριθμ. …..), παράλληλα σε αυτήν βρίσκεται η λεωφόρος …, επί της οποίας φέρει τον αριθμ. …, και οι κάθετες οδοί του οικοδομικού τετραγώνου είναι η οδός …, επί της οποίας φέρει τον αριθμ. … και η έτερη οδός είναι η οδός … επί της οποίας φέρει τον αριθμ. ….. Η ως άνω πολυκατοικία-συγκρότημα έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και έχουν συσταθεί σε αυτή οριζόντιες ιδιοκτησίες δυνάμει της υπ’ αριθμ. ../17.1.1974 συμβολαιογραφικής πράξης σύστασης οροφοκτησίας και κανονισμού μεγάρου καταστημάτων και γραφείων του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νόμιμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο … με αριθμό …… Σημειωτέον, ότι η κυρίως εναγόμενη-εκκαλούσα της υπό στοιχ. β έφεσης κατήρτισε με την προσθέτως υπέρ αυτής πρωτόδικα παρεμβαίνουσα- παρεμπιπτόντως εναγομένη-εκκαλούσα της υπό στοιχ. γ έφεσης ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία την με αριθμό συμβολαίου ….. σύμβαση ασφάλισης. Με βάση τη σύμβαση αυτή, η εν λόγω ασφαλιστική εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να καλύψει την αστική ευθύνη της κυρίως εναγόμενης, μεταξύ άλλων ασφαλιστικών κινδύνων, και για την περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης, που σχετίζονται με την διαχείριση και λειτουργία των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας, κατά το χρονικό διάστημα από 11.12.2012 έως 11.12.2013. Ειδικότερα, με βάση τους σχετικούς όρους της σύμβασης η ασφαλιστική ευθύνη της εν λόγω εταιρίας ανερχόταν μέχρι του ποσού των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000,00 ευρώ) και κάλυπτε και τα χρηματικά ποσά, τα οποία θα καταβάλλονταν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (παραδοχές, εξάλλου, της εκκαλούμενης που δεν πλήττονται με τις παρούσες εφέσεις). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η είσοδος στο ως άνω συγκρότημα από την οδό …. φέρει κλίμακα η οποία οδηγεί στα γραφεία του συγκροτήματος. Στο συγκρότημα αυτό, και συγκεκριμένα στο ισόγειο αυτού, υφίσταται στοά που συνδέει τις εισόδους του συγκροτήματος από την ……. προς την οδό ………… καθώς και τη Λεωφόρο ….. (σχήματος Τ) που εξυπηρετεί τα καταστήματα του ισογείου. Η είσοδος της στοάς από την πλευρά της …….., φέρει τρεις προστατευτικές σιδερένιες μπάρες σχήματος Π, τοποθετημένες κατά τέτοιο τρόπο που να εμποδίζουν την είσοδο και στη στοά οχημάτων και μοτοποδηλάτων εντός της στοάς, αφήνουν δε ελεύθερες προσβάσεις για τους πεζούς, δεξιά, αριστερά και ανάμεσα των μπαρών. Συγκεκριμένα και οι τρεις σιδερένιες μπάρες έχουν σχήμα Π, είναι κυλινδρικές, πάχους (διαμέτρου) 10 εκ., ύψους 70 εκ, και μήκους 1 μέτρου έκαστη. Οι εν λόγω μπάρες είναι κινητές, δηλαδή δεν είναι στερεωμένες στο έδαφος μόνιμα, αλλά «κουμπώνουν» στη βάση υποδοχής τους που έχει βάθος 5,5 εκατοστών, προκειμένου να μπορούν να αφαιρούνται σε περίπτωση που παρίσταται ανάγκη να εισέλθει κάποιο όχημα στη στοά. Κατά τον ως άνω χρόνο δε οι δύο από τις τρεις μπάρες, έφεραν μεταλλική κατασκευή στο κατώτερο μέρος τους, προκειμένου να εφαρμόζεται λουκέτο και να κλειδώνουν. Κατά τη φορά εισόδου στη στοά, οι δύο σιδηροσωλήνες – μπάρες βρίσκονται τοποθετημένες στην ίδια ευθεία, ο δε τρίτος πίσω από αυτές και σε απόσταση 40 εκ. περίπου. Η στοά στην οποία είναι τοποθετημένες οι μπάρες αποτελεί κοινόκτητο μέρος – εγκατάσταση της πολυκατοικίας επί της οδού …., αριθμ. …. και η τοποθέτησή τους έγινε κατόπιν απόφασης της εναγομένης ένωσης συνιδιοκτητών, ήδη από τη δεκαετία του 1980. Κάθε φορά λοιπόν που παρίστατο ανάγκη εισόδου ενός οχήματος ή μοτοποδηλάτου στη στοά, ειδοποιείτο ο διαχειριστής της πολυκατοικίας, ο οποίος διέθετε μάλιστα και τα κλειδιά για τα λουκέτα που κλείδωναν τις δυο από τις τρεις μπάρες, προκειμένου να αφαιρεθούν όσες από τις τρεις μπάρες χρειαζόταν και κατόπιν επανατοποθετούνταν με ασφάλεια στη θέση τους. Την ως άνω αναφερόμενη ημέρα, η ανήλικη ……, συνοδευόμενη από τη γιαγιά της, ……….., όπως προαναφέρθηκε, επιχείρησαν να εισέλθουν στη στοά από το κενό που σχηματίζουν οι δυο εμπρόσθιες μπάρες. Κι ενώ είχε ήδη εισέλθει η ανήλικη στο κενό που σχηματίζουν οι δυο εμπρόσθιες μπάρες, και είχε τοποθετήσει το αριστερό της χέρι επί της οπίσθιας μπάρας, από ανεπαίσθητη επαφή (απλό άγγιγμα) είτε της γιαγιάς, είτε του παιδιού με το σώμα τους, με την εμπρόσθια αριστερή μπάρα, η οποία απλά είχε τοποθετηθεί στο έδαφος χωρίς να είναι σταθερή και κουμπωμένη στη βάση της, έφυγε από τη θέση αυτή (δεδομένης της αστάθειας και ανισορροπίας σωλήνος τοποθετημένου με το στόμιο μόνο κάθετο στο έδαφος), έγειρε προς το οπίσθιο – τρίτο κιγκλίδωμα με αποτέλεσμα να επιπέσει με σφοδρότητα πάνω στο τρίτο κιγκλίδωμα και σφηνωθούν τα δάκτυλα της αριστερής χειρός της ανήλικης ανάμεσα στα δυο σιδερένια κιγκλιδώματα, προκαλώντας σε αυτήν σοβαρό τραυματισμό, εξαιτίας του βάρους του κιγκλιδώματος. Ο ως άνω τραυματισμός προκάλεσε στην ανήλικη αφόρητους πόνους και αιμορραγία στο αριστερό της χέρι. Αμέσως μετά τον ως άνω τραυματισμό η ανήλικη μεταφέρθηκε εσπευσμένα από την γιαγιά της ……….., σε διαγνωστικό κέντρο που βρισκόταν στο ισόγειο της πολυκατοικίας, με την επωνυμία «Διάγνωση», όπου της παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες και της αποστειρώθηκαν τα τραύματα. Ακολούθως, μόλις έφτασε στο σημείο και ο αδελφός της δεύτερης ενάγουσας, ………, τον οποίο η μητέρα του, ……… και η ανήλικη επρόκειτο να συναντήσουν, η ανήλικη μεταφέρθηκε με αυτοκίνητο στο «Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών Π. & Α. Κυριακού», και ειδικότερα στην Β’ Ορθοπεδική Κλινική του ως άνω νοσοκομείου, όπου διαπιστώθηκε συνθλιπτική κάκωση της ονυχοφόρου φάλαγγος των μέσου και παράμεσου δακτύλων της αριστεράς άκρας χειρός, οδηγήθηκε δε πάραυτα στη χειρουργική αίθουσα, όπου υπό γενική αναισθησία πραγματοποιήθηκε χειρουργικός καθαρισμός με την απομάκρυνση μη βιώσιμων ιστών και τη διαμόρφωση των κολοβωμάτων με τις δέουσες αρχές της πλαστικής τεχνικής. Έχουσα δε η ανήλικη ομαλή μετεγχειρητική πορεία, εξήλθε από την ως άνω κλινική την 21.6.2013, κατόπιν νοσηλείας τριών (3) ημερών. Ακολούθως, η ανήλικη επανεξετάστηκε στα Τακτικά Εξωτερικά Ιατρεία του ως άνω νοσοκομείου στις 03.07.2013 και στις 08.07.2013, όταν αφαιρέθηκαν οι επίδεσμοι (βλ. σχετικά την υπ’ αριθ. πρωτ. ……../15.7.2013 βεβαίωση του Διευθυντή της Β’ Ορθοπεδικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων Αθηνών Π. & Α. Κυριάκού]. Έκτοτε η μετεγχειρητική της πορεία παρακολουθείτο από ορθοπεδικό αλλά και πλαστικό χειρουργό, καθότι ο μέσος και ο παράμεσος δάκτυλος της αριστερής άκρας χειρός της ανήλικης είχαν υποστεί παραμόρφωση, στις 28.7.2015 υπεβλήθη σε νέα χειρουργική επέμβαση, στο Νοσοκομείο «ΜΗΤΕΡΑ» από τον χειρούργο-ορθοπεδικό, ……….. Σύμφωνα δε με την από 2.7.2018 ιατρική γνωμάτευση του τελευταίου, που εξέτασε αυτήν τον ως άνω χρόνο, γνωμάτευση που δεν αναιρείται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, η κατάσταση του αριστερού χεριού της ανήλικης, την ως άνω ημερομηνία είναι στην τελική της φάση. Συγκεκριμένα διαπιστώθηκαν τα εξής: Μέσος δάκτυλος: ατροφικό ακροδάκτυλο με ελαττωμένο όγκο και ελαττωμένη αισθητικότητα σε σχέση με το φυσιολογικό, με απώλεια της στρογγυλότητας και διογκώσεις στις πλάγιες επιφάνειες, που είναι αναμενόμενα λόγω των πολλαπλών κρημνών και τη χρήση μοσχευμάτων μετά από εκτεταμένη απώλεια ιστών για το δάκτυλο. Το νύχι είναι στενότερο και μικρότερο, αλλά χωρίς να είναι ιδιαίτερα παραμορφωμένο (σχετικά διαφανές και ομαλό και χωρίς προεγχειρητική γαμψότητα). Παράμεσος δάκτυλος: απώλεια της στρογγυλότητας κυρίως στην ωλένια (προς το μικρό δάκτυλο) πλευρά (λόγω των μοσχευμάτων), ουλοποίηση παλαμιαία, μείωση αισθητικότητας, μείωση του όγκου του ακροδάκτυλου με νύχι μικρότερο του φυσιολογικού, αλλά σχετικά διαφανές και χωρία γαμψότητα (γαμψονυχία). Η κίνηση των δακτύλων είναι καλή, αλλά η χρήση παρεμποδίζεται από την αναμενόμενη ευαισθησία που παρουσιάζουν στην επαφή με αντικείμενα, η οποία έχει μεν περιορισθεί αλλά δεν έχει εξαλειφθεί. Αυτής της μορφής η δυσλειτουργία λίγο αναμένεται να βελτιωθεί ακόμη αλλά θα πρέπει να θεωρείται μόνιμη. Επίσης μόνιμη θεωρείται και η παραμόρφωση των δακτύλων παρότι έχει σαφώς βελτιωθεί μετά το δεύτερο χειρουργείο. Το χέρι, πάντως, της ανήλικης δεν θα είναι ποτέ σαν το άλλο. Πρέπει να φτάσει αυτή σε ηλικία κοντά στο τέλος της ανάπτυξής της (συνήθως 15-16), για να γίνει νέα διορθωτική επέμβαση για περαιτέρω βελτίωση σε όποιο βαθμό αυτή είναι δυνατή. Σύμφωνα πάντως, με την ως άνω γνωμάτευση, η παραμόρφωση και η δυσλειτουργία (λόγω της ευαισθησίας) των ως άνω δακτύλων (μέσου και παράμεσου) του αριστερού της χεριού είναι μόνιμη. Ο ως άνω σοβαρός τραυματισμός της ανήλικης οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του διαχειριστή της πολυκατοικίας, προστηθέντος της κυρίως εναγομένης, σύμφωνα με τον ως άνω αναφερόμενο Κανονισμό. Ειδικότερα, ως ελέχθη ανωτέρω, οι στοές επί της οδού …. και επί της ………, αποτελούν κοινόκτητους χώρους της πολυκατοικίας και εξυπηρετούν την προσέγγιση στα καταστήματα του ισογείου, αλλά και την είσοδο υπαλλήλων και επισκεπτών στο μέγαρο. Ακριβώς μπροστά στην είσοδο της στοάς επί της ακτής …. (αρ. ….) με απόφαση της εναγόμενης συνιδιοκτησίας τοποθετήθηκαν τρεις σιδηροσωλήνες – αποτρεπτικά κιγκλιδώματα που αποτελούν κοινόκτητα μέρη της πολυκατοικίας και οι οποίοι εμποδίζουν τη διέλευση μοτοποδηλάτων και εν γένει οχημάτων εντός της στοάς, υπεύθυνος για την συντήρηση και επισκευή αυτών, ως κοινόχρηστων εγκαταστάσεων της συνιδιοκτησίας, σύμφωνα με τον κανονισμό της πολυκατοικίας, (αρ. 28 του Κανονισμού), είναι ο εκπρόσωπος αυτής- διαχειριστής της. Ήτοι ο εκάστοτε διαχειριστής της πολυκατοικίας, εν προκειμένω, ο νομίμως διορισμένος από την εναγόμενη συνιδιοκτησία, …………, ο οποίος οφείλει να επιμελείται για τη συντήρηση, την επισκευή, τη λειτουργία και την χρήση των κοινόκτητων χώρων, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού, και ως εκ τούτου, αυτός όφειλει να επιβλέπει και να μεριμνά για τις τακτικές αλλά και έκτακτες ανάγκες της πολυκατοικίας που μπορεί να ανακύψουν, όπως η συντήρηση των κοινόχρηστων εγκαταστάσεων, φέρει δε την ευθύνη για την ασφαλή τοποθέτηση και χρήση των επίμαχων κιγκλιδωμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, αποδείχθηκε, ότι ο εν λόγω διαχειριστής του συγκροτήματος, προστηθείς της εναγόμενης-συνιδιοκτησίας, από αμέλεια του, παρέλειψε να λάβει τα αναγκαία μέτρα ασφάλειας και προστασίας. Ειδικότερα, η παράλειψη του συνίσταται στο ότι καίτοι οι δύο μπάρες ήταν εμπηγμένες σε μεταλλική βάση – στόμιο στο έδαφος και σταθεροποιημένες με δύο λουκέτα (αριστερά και δεξιά) τα οποία ένωναν κάθε σωλήνα με τη βάση του, η τρίτη μπάρα (η αριστερή κατά την είσοδο στη στοά) ήταν ανασφάλιστη, απλά τοποθετημένη στο έδαφος, όχι εμπηγμένη και χωρίς λουκέτα, με αποτέλεσμα αυτή με την απλή επαφή να πέσει πάνω στην οπίσθια μπάρα και να προκαλέσει σωματική βλάβη στην ανήλικη ………. ΄Αλλωστε, σε βάρος του προαναφερόμενου διαχειριστή ασκήθηκε ποινική δίωξη για σωματική βλάβη από αμέλεια από υπόχρεο, παραπέμφθηκε δε να δικασθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, το οποίο, κατά τη συνεδρίασή του, στις 12.10.2018, με την με αριθμό ΑΜ 5935/2018 απόφασή του έκρινε αυτόν ένοχο της ως άνω πράξεως, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 β ΠΚ, καταδικάζοντάς τον σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών (σημειωτέον, μετά από την ασκηθείσα από τον ως άνω κατηγορούμενο έφεση, ενόψει του ύψους της ως άνω ποινής, το Α΄ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την με αριθμό ΑΤ 4735/2019 απόφασή του έπαυσε υφ όρον, κατ’ άρθρο 8 του Ν.4411/2016, την ποινική δίωξη κατ’ αυτού για την ως άνω πράξη). Η κυρίως εναγόμενη συνιδιοκτησία ισχυρίσθηκε πρωτόδικα, ισχυρισμό που επαναφέρει με το δεύτερο λόγο της εφέσεώς της (ως άνω με αριθμ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/../2020) ότι την ευθύνη για το επίδικο συμβάν φέρουν οι υπάλληλοι της τράπεζας «…..», που τότε στεγαζόταν στο ισόγειο του κτιρίου και είχε γραφεία στον πέμπτο όροφο, οι οποίοι την ημέρα του ατυχήματος μετέφεραν φακέλους και έντυπα σε υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας με ένα καρότσι σουπερμάρκετ και για το λόγο αυτό, χωρίς να ενημερώσουν το θυρωρό ή το διαχειριστή της συνιδιοκτησίας, έβγαλαν από τη θέση της υποδοχής της την ανασφάλιστη μπάρα και δεν την τοποθέτησαν σωστά στην συνέχεια εντός της υποδοχής της που είχε ως συνέπεια το ένδικο ατύχημα. Ο ισχυρισμός αυτός και αληθής υποτιθέμενος δεν αίρει την υπαιτιότητα του προστηθέντος από αυτήν διαχειριστή, στην πρόκληση του ατυχήματος και ως εκ τούτου αλυσιτελώς προβάλλεται από αυτή και για το λόγο αυτό τυγχάνει απορριπτέος, δεδομένου ότι αυτός (διαχειριστής) φέρει, λόγω της ιδιότητάς του, την ευθύνη για την απομάκρυνση και την επανατοποθέτηση των επίμαχων κιγκλιδωμάτων και ως εκ τούτου είχε την υποχρέωση να προβλέψει ότι η ύπαρξη μίας ανασφάλιστης μπάρας, ως εν προκειμένω, συνιστά πηγή κινδύνων, τους οποίους όφειλε να αποφύγει. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, αμέσως μετά το συμβάν, ως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την κυρίως εναγόμενη τεχνική έκθεση του μηχανολόγου-μηχανικού, ………….., πλέον όλες οι βάσεις των τριών μπαρών είναι κλειδωμένες με λουκέτα. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, τα ίδια δέχτηκε ως προς κεφάλαιο της υπαιτιότητας για την πρόκληση του ατυχήματος, ήτοι ότι αποκλειστικός υπαίτιος του τραυματισμού της ανήλικης είναι ο προστηθείς από την εναγόμενη συνιδιοκτησία ως άνω διαχειριστής αυτής, ορθώς εκτίμησε ως προς το κεφάλαιο αυτό της αποδείξεις, και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος εφέσεως (υπό στοιχ. β) της εκκαλούσας-εναγόμενης με τον οποίο υποστηρίζει τα αντίθετα τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Περαιτέρω, η κυρίως εναγόμενη ισχυρίσθηκε πρωτόδικα, ισχυρισμό που επαναφέρει με τον 3ο λόγο της υπό στοιχ. β εφέσεώς της ότι συνυπαίτια κατά ποσοστό 60% στην πρόκληση του ατυχήματος ήταν η γιαγιά της ανήλικης στην οποία είχε ανατεθεί από τους γονείς της η εποπτεία της, καθώς δεν κρατούσε από το χέρι την ανήλικη ή σε κάθε περίπτωση δε βρισκόταν δίπλα στο παιδί ώστε να αντιληφθεί έγκαιρα ότι η επίδικη μπάρα δεν ήταν στερεωμένη στη θέση της και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποτρέψει τον τραυματισμό της. Όμως ο ισχυρισμός αυτός, και αληθής υποτιθέμενος, γεγονός, πάντως, που κατά τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε, είναι σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται αναλυτικά ανωτέρω στην υπό στοιχ. V νομική σκέψη, απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τούτο διότι, ενόψει του ότι η παθούσα ανήλικη ήταν μικρότερη των δέκα (10) ετών και συνεπώς ακαταλόγιστη και με την αγωγή ασκούνται εν προκειμένω αξιώσεις αυτής της ίδιας (ανήλικης) και όχι των ασκούντων τη γονική της μέριμνα γονέων της, δεν μπορεί να αντιταχθεί σε αυτήν το πταίσμα των ασκούντων την εποπτεία της προσώπων, ως μη νομίμως ισχυρίζεται η κυρίως εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την προαναφερόμενη ένσταση ως ουσία αβάσιμη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Επομένως, ο σχετικός ως άνω λόγος της εφέσεως της κυρίως εναγομένης-εκκαλούσας, με τον οποία προσβάλλεται η εν λόγω απόρριψη, πρέπει να γίνει δεκτός. Η απόρριψη της ανωτέρω ενστάσεως ως μη νόμιμης ενώ κατά την εκκαλουμένη είχε απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν μπορεί να γίνει με αντικατάσταση αιτιολογίας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, κατά τα εκτενώς αναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη της παρούσας.
Εξάλλου, η ανήλικη εξαιτίας του προπεριγραφέντος τραυματισμού της και των συνακόλουθων επιπτώσεων του, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης. Το ποσό της τελευταίας, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών του ατυχήματος, του πταίσματος του προστηθέντος από την κυρίως εναγόμενη διαχειριστή, που βαρύνει την τελευταία (εναγόμενη) στην πρόκλησή του, του είδους των σωματικών κακώσεων της παθούσας, του τρόπου αποκατάστασής τους και των επιπτώσεών τους (υπέστη κατά τα προαναφερόμενα παραμόρφωση) και εν γένει της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας που υπέστη συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, αφού έχει ήδη υποβληθεί σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις και θα υποβληθεί, κατά προαναφερόμενα, στο μέλλον και σε τρίτη σε συνδυασμό και με την ηλικία της (4 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος), καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων φυσικών προσώπων, ανέρχεται στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, το οποίο, μετά από στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, ως αυτά αναφέρθηκαν ανωτέρω στην οικεία νομική σκέψη (υπό στοιχ. IV της παρούσας), κρίνεται εύλογο. Τυχόν μεγαλύτερο ποσά και δη το ως άνω αιτούμενο των 150.000 ευρώ από τους ενάγοντες της κύριας αγωγής-εκκαλούντες της υπό στοιχ. α έφεσης θα αποτελούσε ακραία εκτίμηση και θα κατέληγε σε οικονομική εξουθένωση της κυρίως εναγόμενης-εκκαλούσας της υπό στοιχ. β έφεσης και της υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβαίνουσας ασφαλιστικής εταιρίας, που με βάσει τα προαναφερόμενα ανέλαβε την υποχρέωση να καλύψει την αστική ευθύνη της κυρίως εναγόμενης μεταξύ άλλων ασφαλιστικών κινδύνων και για την περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης έναντι τρίτων με αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό των ως άνω κυρίως εναγόντων, με την ιδιότητά τους ως ασκούντων τη γονική μέριμνα της ανήλικης και σε παραβίαση ως εκ τούτου της συνταγματικώς κατοχυρωμένης δικαιϊκής αρχής της αναλογικότητας, που εξειδικεύεται στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο για τον καθορισμό του ευλόγου ποσού, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη σχετική οικεία νομική σκέψη της παρούσας. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο για την παραπάνω αιτία επιδίκασε στους ως άνω ενάγοντες ποσό μεγαλύτερο των προαναφερομένου και δη αυτό των 60.000 ευρώ) εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτών γενομένων (μερικώς) και ως ουσία βάσιμων των σχετικών 4ου και 2ου λόγου αντίστοιχα των ως άνω υπό στοιχ. β και γ εφέσεων, με τους οποίους παραπονούνται οι ως άνω εκκαλούντες για την κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του 1ου λόγου της υπό στοιχ. α εφέσεως των κυρίως εναγόντων, με τον οποίο αιτούνται την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την αναγνώριση για λογαριασμό της ανήλικης λόγω της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη μεγαλύτερου του επιδικασθέντος πρωτόδικα ποσού. Επιπλέον, εξαιτίας του ως άνω τραυματισμού της και παρά τις διορθωτικές επεμβάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί για την αποκατάστασή της η ανήλικη, κατά τα προαναφερόμενα υπέστη μόνιμη παραμόρφωση και δυσλειτουργία (λόγω της ευαισθησίας) των δακτύλων του αριστερού της χεριού (μέσου και παράμεσου δακτύλου). Εξαιτίας αυτής, η ανήλικη ενάγουσα, κόρη του γνωστού στο ευρύ κοινό τραγουδοποιού και κιθαρίστα, ………… και της επίσης τραγουδίστριας, ………, ήτοι ούσα γεννημένη σε περιβάλλον μουσικών, έχοντας μάλιστα ήδη παρουσιάσει έμφυτα μουσικά χαρίσματα, προοριζόμενη να ενασχοληθεί επαγγελματικά στο μέλλον με τη χρήση μουσικών οργάνων, ως ο πατέρας της, δεν θα μπορεί, εξαιτίας της ως άνω παραμόρφωσής της ή τουλάχιστον περιορίσθηκε σημαντικά η δυνατότητά της να ασχοληθεί επαγγελματικά με το χειρισμό αυτών και δη, μεταξύ άλλων, της κιθάρας, καθώς, σύμφωνα με την ως άνω ιατρική γνωμάτευση το αριστερό της χέρι δεν θα γίνει ποτέ όπως το δεξί και η δυσλειτουργία του μέσου δακτύλου και παράμεσου (λόγω της ευαισθησίας), απαραίτητων για τη χρήση μουσικών οργάνων και δη της κιθάρας, που χειρίζεται ο πατέρας της και που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, θα χειριζόταν και η ίδια. Συναφώς τα ανωτέρω δύνανται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επηρεάσουν δυσμενώς την επαγγελματική της εξέλιξη και να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική προαγωγή της, με τη μείωση των εσόδων της, ενώ θα επηρεάσουν δυσμενώς και την κοινωνική της ζωή και τις εν γένει συναναστροφές της, δοθέντος ότι θα αισθάνεται μειονεκτικά απέναντι των υγιών συνομηλίκων της, λαμβανομένου υπόψη και του φύλου της (κορίτσι). Με βάση το ως άνω είδος, το (μικρό) βαθμό της παραμόρφωσης και τις ως άνω επιπτώσεις της τελευταίας, την ηλικία της ανήλικης και την έλλειψη συνυπαιτιότητας αυτής, το εύλογο ποσό που δικαιούται η ενάγουσα ως ειδική αποζημίωση εκ του άρθρου 931 ΑΚ και που δεν καλύπτεται από τη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ανέρχεται σε 15.000 ευρώ. Δικαιούται συνεπώς η ανήλικη ενόψει των ανωτέρω ως χρηματική ικανοποίηση και ειδική αποζημίωση, εξαιτίας του σε βάρος της τραυματισμού, το συνολικό ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) ευρώ (30.000+15.000=45.000), ποσό που πρέπει να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να της καταβάλει η κυρίως εναγόμενη, με το νόμιμο τόκο επιδικίας, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση (πρέπει να σημειωθεί ότι το κεφάλαιο της εκκαλουμένης για τους τόκους δεν πλήττεται με τις κρινόμενες εφέσεις), και συνακόλουθα να αναγνωριστεί ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ως άνω ποσό των σαράντα χιλιάδων ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της καταβολής του στους κυρίως ενάγοντες και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Σημειωτέον ότι ο 5ος και τελευταίος λόγος της υπό στοιχ. β ως άνω έφεσης της κυρίως εναγόμενης-παρεμπιπτόντως ενάγουσας-εκκαλούσας, με τον οποίο αυτή παραπονείται, κατ ορθή εκτίμηση αυτού, για την παραδοχή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ ουσίαν της νομίμως προβληθείσας ένστασης της παρεμπιπτόντως εναγόμενης-προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας-ασφαλιστικής εταιρίας περί περιορισμού της ευθύνης της μέχρι του ασφαλιστικού ποσού των 50.000 ευρώ, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος και ως εκ τούτου απορριπτέος, αφού τα επιδικασθέντα ως άνω ποσά στους κυρίως ενάγοντες δεν υπερβαίνουν το ως άνω ασφαλιστικό ποσό. Άλλωστε, για τον ίδιο ως άνω λόγο, απορριπτέος (ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος) τυγχάνει ο ισχυρισμός της παρεμπιπτόντως ενάγουσας συνιδιοκτησίας περί καταχρηστικότητας της ως νομίμως προβληθείσας πρωτόδικα ένστασης της παρεμπιπτόντως εναγόμενης-προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας-ασφαλιστικής εταιρίας (ήτοι περί περιορισμού της ευθύνης της μέχρι του ασφαλιστικού ποσού των 50.000 ευρώ), επικαλούμενη το ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο και δη τον όρο 12 παρ.3 αυτού), ως αντικείμενος στην αρχή της διαφάνειας που επιτάσσουν τα άρθρα 1 και 2 του Ν.2251/1994.
Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνουν δεκτές ως βάσιμες και στην ουσία τους οι κρινόμενες εφέσεις για τους αναφερόμενους ως άνω βάσιμους λόγους εκάστης εξ αυτών, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 3913/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όχι μόνον ως προς τα κεφάλαια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης, αλλά στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 748/1984 Δ/νη 26,642, Σαμουήλ, έκδοση 2006, σελ. 430,431), καθώς και ως προς τη διάταξη της περί των δικαστικών εξόδων. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί η από 21.3.2018 και με αριθμό καταθέσεως ………./2018 (κύρια) αγωγή, συνεκδικαζόμενη με την από 21-5-2018 και με αριθμό καταθέσεως ………./2018 παρεμπίπτουσα αγωγή και την από 12-6-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2018 πρόσθετη παρέμβαση, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της η με αριθμό κατάθεσης ………./2018 αγωγή και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη αυτής οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, ως ασκούντες την γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας τους, ……., το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της η πρόσθετη παρέμβαση, ως και η με αριθμό καταθέσεως ………/2018 παρεμπίπτουσα αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, και να αναγνωρισθεί ότι η παρεμπιμπόντως εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ως άνω ποσό (των 45.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της καταβολής του ανωτέρω ποσού στους κυρίως ενάγοντες και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Μέρος δε της δικαστικής δαπάνης των κυρίως εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της κυρίως εναγομένης, λόγω της εκατέρωθεν νίκης και ήττας (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), για τον ίδιο λόγο δε και σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας (άρθρα 178 παρ.1, 182, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ τα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως ενάγουσας-συνιδιοκτησίας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, βαρύνουν την παρεμπιπτόντως εναγόμενη λόγω της ήττας της (άρθρο 176, 183 και 191 παρ.2). Τέλος, θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή των παραβόλων για την άσκηση των εφέσεων στους ως άνω εκκαλούντες αντίστοιχα, (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 4.12.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/../2019 β) από 3.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…/2020 και γ) από 7.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./2020 εφέσεις κατά της με αριθμό 3913/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και κατ` ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ’ αριθμόν 3913/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ και συνεκδικάζει την από 21.3.2018 και με αριθμό καταθέσεως ……/2018 αγωγή, την από 21-5-2018 και με αριθμό καταθέσεως ……./2018 παρεμπίπτουσα αγωγή και την από 12-6-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2018 πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 21.3.2018 και με αριθμό καταθέσεως ……/2018 ( κύρια) αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη συνιδιοκτησία οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες της ως άνω αγωγής, με την ιδιότητά τους ως ασκούντων τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης τους, ………., το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως τη ολοσχερή εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ως άνω εναγόμενη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την πρόσθετη παρέμβαση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την προσθέτως παρεμβαίνουσα σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των κυρίως εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας που ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. ΔΕΧΕΤΑΙ την ανωτέρω παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της καταβολής του ποσού αυτού στους κυρίως ενάγοντες ως την πλήρη εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την παρεμπιπτόντως εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της παρεμπιπτόντως ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των κάτωθι e-παραβόλων, ποσού εκατόν πενήντα ευρώ (150) έκαστο που καταβλήθηκε εκ μέρους εκάστου των εκκαλούντων κατά την άσκηση της αντίστοιχης εφέσεως εκάστου και δη α) του με αριθμ. ……. στους εκκαλούντες της από 4.12.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2019 έφεσης β) του με αριθμ. ……. στην εκκαλούσα της από 3.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2020 έφεσης και γ) του με αριθμ. ……… στην εκκαλούσα της από 7.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2020 έφεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε, σε μυστική διάσκεψη, στον Πειραιά, στις 14-8-2020 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στις 3-9- 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ