Αριθμός 761/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη με αριθμό ……/20.12.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………… που οι εκκαλούντες επικαλούνται και προσκομίζουν, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 9.12.2019 με αριθμό …………./2019 εφέσεως, κατά της με αριθμό 3266/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών με δικονομικά απούσα την πρώτη εναγομένη και εδώ πρώτη εφεσίβλητη και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την υπόθεσης επί της με αριθμό …../30.8.2018 αγωγής των ήδη εκκαλούντων με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νόμιμα δια επιδόσεως σε σύνοικο και πριν τριάντα ημέρες, κατ’άρθρο 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ στην πρώτη εφεσίβλητη που δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και δεν πήρε μέρος στην συζήτηση. Το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).
Οι υπό κρίση από 9.12.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../11.12.2019 και από 18.5.2020 με αριθμό ……………/16.6.2020 εφέσεις αφενός μεν, της εν μέρει ηττηθείσας δεύτερης ενάγουσας παρεμπιπτόντως εναγομένης και τους ηττηθέντος πρώτου ενάγοντος, αφετέρου δε, της ηττηθείσας εναγομένης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας κατά της με αριθμό 3266/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, με τη δικονομική απουσία της πρώτης με την αγωγή εναγομένης οδηγού και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 παρ. 6 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) και δέχθηκε κατά ένα μέρος τόσο την κύρια με αριθμό κατάθεσης ……../2018 όσο και την παρεμπίπτουσα με αριθμό κατάθεσης ………/20.11.2018 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομίμως με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ενώ από την δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των κρινομένων εφέσεων δεν παρήλθε διετία (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι ως προς τον πρώτο εκκαλούντα της από 9.12.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../11.12.2019 εφέσεως δεν υφίσταται ούτε ένας σαφής και ορισμένος λόγος εφέσεως και συνεπώς το δικόγραφο της παραπάνω εφέσεως είναι άκυρο και η έφεση πρέπει να απορριφθεί και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη ως προς αυτόν (βλ. Σ.Σαμουήλ Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ δ’ έκδοση 1993, 169). Κατά τα λοιπά οι εφέσεις πρέπει, να γίνουν τυπικώς δεκτές, να συνεκδικασθούν λόγω της συνάφειάς τους και της διευκολύνσεως διεξαγωγής της δίκης (άρθρ. 31, 246 και 524 παρ. 1 εδάφ. α΄ του Κ.Πολ.Δ) και να ερευνηθούν κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρ. 522, 524 παρ. 1, 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) με δεδομένο ότι για το παραδεκτό της συζήτησης αυτών έχουν κατατεθεί τα ηλεκτρονικά παράβολα εφέσεως με αριθμούς ………. και …………. αντίστοιχα.
Ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ασκήθηκαν: α) η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 αγωγή των εναγόντων κατοίκων Νίκαιας, Ελλήνων υπηκόων, με την οποία αυτοί εξέθεταν ότι στον Πειραιά, κατά το χρόνο και υπό τις συνθήκες που περιγράφονται ειδικότερα στην αγωγή, η πρώτη εναγόµενη (κάτοικος Νίκαιας Αττικής) οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας …………. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του µη διαδίκου συζύγου της, που ήταν ασφαλισµένο για την προς τρίτους αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του στη δεύτερη εναγόµενη ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσε από υπαιτιότητά της τροχαίο αυτοκινητικό ατύχηµα, µε αποτέλεσµα να τραυµατισθεί η κινούµενη πεζή ανήλικη θυγατέρα τους (ηλικίας τότε 7 ετών) -της οποίας ασκούν από κοινού τη γονική µέριµνα- και να υποστεί την αναφερόµενη θετική ζηµία και ηθική βλάβη. Ακολούθως αιτήθηκαν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόµενες (οδηγός και ασφαλιστική εταιρία) οφείλουν να τους καταβάλουν εις ολόκληρον η κάθε μία, το συνολικό ποσό των 63.600 ευρώ συµµέτρως, δηλαδή ποσό 31.800 ευρώ σεκαθένα από αυτούς, το οποίο ανέλυσαν ειδικότερα σε: α) ποσό 3.000 ευρώ (ήτοι 1.500 ευρώ σε κάθε ενάγοντα για 30 ηµέρες) αφενός για (πλασµατική) δαπάνη αποκλειστικής νοσοκόµας (4 ηµερών) κατά τη διάρκεια νοσηλείας του ανήλικου τέκνου τους σε Νοσοκοµείο και αφετέρου για (πλασµατική) δαπάνη οικιακής βοηθού (26 ηµερών) κατά την κατ’ οίκον νοσηλεία του τέκνου τους, β) ποσό (60 ευρώ Χ 10 ηµέρες =) 600 ευρώ (ήτοι 300 ευρώ σε κάθε ενάγοντα) για δαπάνη λήψης βελτιωµένης τροφής από το ανήλικο τέκνο τους και γ) ποσό 60.000 ευρώ (30.000 ευρώ σε κάθε ενάγοντα) ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για τον τραυµατισµό του ανήλικου τέκνου τους, και επιφυλάχθηκαν να αξιώσουν για την αυτή αιτία επιπλέον το ποσό των 44 ευρώ έκαστος, παριστάµενοι ως πολιτικώς ενάγοντες για λογαριασµό του ανήλικου τέκνου τους ενώπιον του αρµοδίου ποινικού Δικαστηρίου, β) η με αριθμό κατάθεσης …………./20.11.2018 παρεμπίπτουσα αγωγή της δεύτερης εναγομένης, με την οποίαν η τελευταία, επικουρικώς ισχυρίστηκε νόμιμα, αφού αποδέχθηκε ποσοστό συνυπαιτιότητας ύψους 5% στο επίδικο ατύχημα, ότι συνυπαίτιοι για τον τραυματισμό του ανηλίκου τέκνου τους κατά ποσοστό 95% είναι και οι ασκούντες την γονική του μέριμνα παρεμπιπτόντως εναγόμενοι γονείς του, λόγω της παραλείψεως αυτών να ασκήσουν την προσήκουσα εποπτεία επ’ αυτού, και αφού επικαλέστηκε αναγωγικό δικαίωμα αιτήθηκε να αναγνωριστεί ότι σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής υποχρεούνται αυτοί να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, οποιοδήποτε ποσό και επικουρικά το 95% του ποσού που τυχόν αυτή θα αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να τους καταβάλει, για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του. Επί της κυρίας αγωγής και της παρεμπίπτουσας αγωγής, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν (άρθρ. 246 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποίαν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού απέρριψε ως απαράδεκτη την κύρια και παρεμπίπτουσα αγωγή ως προς τον πρώτο των εναγόντων λόγω ελλείψεως ενεργητικής και παθητικής αντίστοιχα νομιμοποίησης δέχθηκε εν μέρει την κυρία αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και αναγνώρισε, μεταξύ άλλων, ότι η δεύτερη εναγομένη, εδώ παρισταμένη δεύτερη εφεσίβλητη – εκκαλούσα οφείλει να καταβάλει στη δεύτερη ενάγουσα ήδη δεύτερη εκκαλούσα παρεμπιπτόντως δεύτερη εναγομένη για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας της το ποσό των 2.400 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή ενώ δέχθηκε κατά ένα μέρος και την παρεμπίπτουσα αγωγή αναγνωρίζοντας ότι η δεύτερη παρεμπιπτόντως εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα το 70% του συνολικού ποσού το οποίο θα καταβάλει αυτή δυνάμει της εκκαλουμένης εντόκως από την ημερομηνία καταβολής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες με τις κρινόμενες αντίθετες εφέσεις τους και ζητούν την εξαφάνισή της, για τους λόγους που περιέχονται σ’ αυτές και ανάγονται σε κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν οι εκκαλούντες της από 9.12.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../11.12.2019 εφέσεως να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή ως προς αμφότερους και να απορριφθεί η παρεμπίπτουσα αγωγή η δε εκκαλούσα της από 18.5.2020 με αριθμό …………/16.6.2020 εφέσεως ασφαλιστική εταιρεία αιτείται να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να αναγνωριστεί ότι η εφεσίβλητη οφείλει να της καταβάλει το 95% οποιουδήποτε ποσού αναγνωριστεί ότι οφείλει να αυτή καταβάλει σε αυτή για λογαριασμό της ανήλικης θυγατρός της.
Από την διάταξη του άρθρου 300 του Α.Κ. που ορίζει ότι, αν εκείνος που ζημιώθηκε, συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στην ζημία ή την έκτασή της, το Δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της, σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 916 του Α.Κ., κατά την οποίαν όποιος δεν έχει συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας του, δεν ευθύνεται για την ζημιά που προξένησε, σαφώς προκύπτει ότι, αν πρόκειται για ζημιά που προξενήθηκε από υπαιτιότητα τρίτου προσώπου, εις βάρος προσώπου που δεν συμπλήρωσε το 10ο έτος της ηλικίας του, δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του ανηλίκου ενάγοντος, ούτε κατά των νομίμων εκπροσώπων γονέων του, το ίδιον αυτού πταίσμα για την μείωση των συνεπειών εις βάρος του αδικοπραγήσαντος, αφού οι επιτακτικοί κανόνες δικαίου δεν απευθύνονται στο στερούμενο βούληση πρόσωπο του ανηλίκου. Εξάλλου, ναι μεν, βάσει της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 1 περ. γ΄ του Ν. 3950/1911, όλοι οι εκ του νόμου αυτού ενεχόμενοι απαλλάσσονται, αν ισχυρισθούν και αποδείξουν αποκλειστικό πταίσμα τρίτου προσώπου, μη ανήκοντος στην υπηρεσία του αυτοκινήτου, ευρισκομένου, πάντως, στον τόπο του ατυχήματος, όμως, επί ανηλίκου ηλικίας κάτω των 10 ετών, ο οποίος τραυματίσθηκε από αυτοκίνητο και ζητεί αποζημίωση για την ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεν μπορεί να αντιταχθεί από τον εναγόμενο η αμέλεια των εποπτευόντων αυτό γονέων του, δηλαδή να χωρήσει εις βάρος αυτού καταλογισμός πταίσματος των νομίμων αντιπροσώπων του σε σχέση προς την από αυτούς ασκουμένη επιτήρηση και επίβλεψη. Και τούτο, διότι, αφενός μεν, ο αδικοπραγήσας τρίτος και οι εποπτεύοντες γονείς του ανηλίκου ευθύνονται εις ολόκληρον έναντι αυτού για την ζημία, που υπέστη λόγω του τραυματισμού του, αφετέρου δε, ο νομοθέτης θα αντέφασκε με τον εαυτό του αν στον έχοντα ανάγκη επιμελείας ανήλικο, προς τον οποίον παρέχει πολλαπλώς την προστασία του (άρθρ. 128, 129, 916, 1510, 1518 του ΑΚ), καταλόγιζε ευθύνη για πράξεις άλλων και δη ενέργειες ή παραλείψεις των γονέων του, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι εκ του νόμου για την επιμέλεια και την εκπροσώπησή του, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, οι επιτακτικοί κανόνες δικαίου δεν απευθύνονται στο στερούμενο βούληση πρόσωπο του ανηλίκου, αλλά στους νομίμους αντιπροσώπους αυτού. Αυτό, βεβαίως, συμβαίνει, αν ο νόμιμος εκπρόσωπος του ανηλίκου ασκήσει στο όνομα και για λογαριασμό του ανηλίκου αγωγή, με την οποίαν επιδιώκει την αποκατάσταση της ζημίας του ιδίου του ανηλίκου. Αντιθέτως, αν ο νόμιμος αντιπρόσωπος του αμέσως ζημιωθέντος από την αδικοπραξία ανηλίκου ασκήσει αγωγή, με την οποίαν ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας, που ο ίδιος υπέστη εμμέσως από την αδικοπραξία, τότε μπορεί επιτρεπτώς να προβληθεί η ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος του νομίμου αντιπροσώπου γονέα του ανηλίκου, που παραμέλησε την εποπτεία του (άρθρο 923 του Α.Κ.), αφού αυτός με την αγωγή του επιδιώκει αποκατάσταση της δικής του ζημίας (ΑΠ 532/2012 ΝοΒ 2012. 1965 = Ελλ. Δνη 2012. 1.252, ΑΠ 495/2012 Επιδικία 2012. 401, ΑΠ 1.446/2009 ΧΡΙΔ 2010. 342, ΑΠ 1676/2006 ΝοΒ 2007.63 = 1.548 = Ελλ. Δνη 2008. 1366). Είναι, όμως, δυνατόν, αν το ατύχημα οφείλεται και σε παραμέληση εποπτείας από τους γονείς του ανηλίκου (άρθρ. 923 του Α.Κ.), ο αποζημιώσας τον ανήλικο να στραφεί αναγωγικώς κατά των γονέων, σύμφωνα με το άρθρο 927 του Α.Κ., για να απαιτήσει όσα κατέβαλε, ισχυριζόμενος και αποδεικνύων ότι ο τραυματισμός του ανηλίκου οφείλεται σε παράβαση του καθήκοντος εποπτείας εκ μέρους εκείνων (ΑΠ 861/2012 ΝοΒ 2013. 74, ΑΠ 1.743/2007 ΕπΣυγκΔικ. 2007.387 = Ελλ. Δνη 2009. 1017, ΕφΠατρ. 133/2009 Αχ. Νομ. 2010.579). Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 923 παρ. 1 του Α.Κ., «Όποιος έχει την εποπτεία ανηλίκου ή ενηλίκου, ο οποίος τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση, ευθύνεται για την ζημία, που τα πρόσωπα αυτά προξενούν παράνομα σε τρίτον, εκτός αν αποδείξει, ότι άσκησε την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζημία δεν μπορούσε να αποτραπεί». Εποπτεία, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, είναι η επίβλεψη, επιτήρηση και προφύλαξη του εποπτευομένου, αναλόγως με τις περιστάσεις, ασκείται δε, κατ’ αρχήν, προκειμένου περί ανηλίκου, από τους έχοντες την γονική μέριμνα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1.510 του Α.Κ. Με τις πιο πάνω διατάξεις καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο εις βάρος του γονέα (εποπτεύοντος) για την ύπαρξη πταίσματός του περί την άσκηση της εποπτείας, το μέτρο της οποίας εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων και, ιδίως, την ηλικία, την ωριμότητα, την μόρφωση, αλλά και την κατάσταση της υγείας (σωματικής και πνευματικής) εποπτεύοντος και επoπτευομένου. Το τεκμήριο αυτό καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη, δηλαδή μπορεί να ανατραπεί, εφόσον ο εποπτεύων γονέας επικαλεσθεί, ότι άσκησε στην συγκεκριμένη περίπτωση την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζημία παρά την άσκηση της προσήκουσας εποπτείας, δεν μπορούσε να αποτραπεί (ΑΠ 532/2012 ΝοΒ 2012. 1965 = Ελλ. Δνη 2012. 1252, ΑΠ 1529/2011 ΝοΒ 2012. 687 = Ελλ.Δνη 2012. 366, ΑΠ 239/2010 ΝοΒ 2010. 1697 = 1745). ‘Ομως, σκοπός της ανωτέρω διατάξεως, όπως προκύπτει από αυτή, είναι η προστασία των τρίτων, έναντι των ανηλίκων ή των προσώπων που τελούν υπό δικαστική συμπαράσταση (τα οποία συνήθως είναι αφερέγγυα ή ανίκανα προς καταλογισμό) και όχι του ίδιου του εποπτευομένου, για ζημίες που υφίστανται λόγω της παραμελήσεως της εποπτείας των. ‘Ετσι, αν από την παραμέληση της εποπτείας του, υπέστη ζημία ο ίδιος ο εποπτευόμενος, από αδικοπραξία τρίτου, η ευθύνη του εποπτεύοντος έναντι του εποπτευομένου θα στηριχθεί όχι στην διάταξη αυτή (του άρθρου 923 ΑΚ) αλλά είτε στις διατάξεις που διέπουν την ιδιαίτερη σχέση (νομική ή συμβατική) από την οποία πηγάζει η υποχρέωση της εποπτείας είτε ενδεχομένως στην διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, συνεπεία παραβάσεως του καθήκοντος επιβλέψεως. Για την βλάβη δε του ίδιου του εποπτευομένου υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη μεταξύ του τρίτου και του εποπτεύοντος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 926, 927 του ΑΚ (ΑΠ 239/2010 δημ. νόμος). Επίσης, κατά την διάταξη του άρθ. 927 ΑΚ εκείνος που κατά το προηγούμενο άρθρο κατέβαλε ολόκληρη την αποζημίωση έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών. Η ως άνω διάταξη ρυθμίζει τη δυνατότητα που έχει εκείνος από τους περισσότερους συνοφειλέτες που κατέβαλε όλη την αποζημίωση να στραφεί κατά των άλλων συνοφειλετών και να απαιτήσει από αυτούς να αναλάβουν μέρος ή και όλη την αποζημίωση (δικαίωμα αναγωγής). Το δικαίωμα αναγωγής στην εσωτερική σχέση μεταξύ των περισσότερων συνοφειλετών, κατά κανόνα ασκείται με αγωγή. Η αγωγή έχει τη μορφή αυτοτελούς ή παρεμπίπτουσας, αναλόγως, του αν α) ο οφειλέτης στην εξωτερική σχέση αποκατέστησε όλη τη ζημία του ζημιωθέντος ή κατέβαλε περισσότερα από τη μερίδα του ή β) αν ο συνοφειλέτης, που ενήχθη, είτε μόνος, είτε μαζί με άλλους συνοφειλέτες στη δίκη αποζημιώσεως δεν έχει ακόμη καταβάλει τίποτε και για την περίπτωση ήττας του, εγείρει αγωγή (αναγωγή) κατά των λοιπών συνοφειλετών. Στην πρώτη περίπτωση το δικαίωμα αναγωγής ασκείται με αυτοτελή αγωγή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ασκείται με παρεμπίπτουσα αγωγή – ή και με ανταγωγή όταν ασκήθηκε αγωγή του εποπτεύοντος γονέα που ζητεί αποζημίωση από τον τρίτο για ίδια ζημία είτε χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη (ΑΠ 218/2014, ΑΠ 64/2011). Και στη μία όμως και στην άλλη περίπτωση, για να είναι νόμιμη η (αν)αγωγή, πρέπει ο ενάγων να αποδέχεται εξαρχής και τη δική του συνυπαιτιότητα. Αντίθετα, εάν δεν την αποδέχεται και υποστηρίζει ότι αποκλειστικά υπαίτιος είναι ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος ή ο ενάγων, τότε δεν έχει θέση η αναγωγή, διότι αυτή προϋποθέτει συνενοχή ενώ σε περίπτωση αποκλειστικής υπαιτιότητας, μία μόνον ενοχή γεννάται, εκείνη του υπαιτίου και συνεπώς δεν νοείται αναγωγή. Περαιτέρω, τόσο στην αυτοτελή όσο και στην παρεμπίπτουσα αγωγή εξ αναγωγής ο ενάγων πρέπει να επικαλεστεί το βαθμό πταίσματος του εναγομένου και τα πραγματικά περιστατικά που το θεμελιώνουν, αν δε ισχυρίζεται ότι ο ίδιος δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα και γι` αυτό πρέπει τη ζημία, στην εσωτερική σχέση, να φέρει αποκλειστικά ο εναγόμενος, οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό αυτό. Στην περίπτωση που δεν μπορέσει να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ή ο καθ` ου η αναγωγή προβάλλει γεγονότα που δικαιολογούν τον ισχυρισμό ότι ο βαθμός υπαιτιότητας και αιτιότητας καθενός από τους συνοφειλέτες δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί, το δικαστήριο θα εφαρμόσει τον κανόνα της ΑΚ 927 εδ. 3 και θα κατανείμει τη ζημία μεταξύ όλων των συνυποχρέων κατ` ίσα μέρη (ΑΠ 1491/2011). Το δικαστήριο της ουσίας στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας που έχει από το άρθρο 932 ΑΚ δύναται να καθορίσει το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης του δικαιούχου, με βάση τους οικείους προσδιοριστικούς παράγοντες, όπως είναι το πταίσμα του υποχρέου, το συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, η κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση των μερών. Το συντρέχον πταίσμα του θύματος λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό χρηματικής ικανοποίησης που οφείλεται σε τρίτους και όχι στο ίδιο, έστω και αν αυτό λόγω ηλικίας (π.χ. κάτω των 10 ετών) δεν έχει ικανότητα για αδικοπραξία. (ΑΠ 48/2016, ΑΠ 861/2012, ΑΠ 1261/2007 και ΑΠ 1676/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από τη μεταβατική διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 άρθρου ένατου Ν. 4335/2015 προκύπτει ότι οι νέες διατάξεις των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τις κατατεθειμένες από 1η-01-2016 αγωγές. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 591 παρ. 1 εδ. α’, 614 παρ.1, 615-620, 271 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το Ν. 4335/2015 και ισχύουν ως προς τις ειδικές διαδικασίες για τις κατατεθειμένες από 1-1-2016 αγωγές, προκύπτει ότι η ερημοδικία του εναγομένου συνεπάγεται την δυσμενή για τον εναγόμενο συνέπεια της πλασματικής ομολογίας των ισχυρισμών του ενάγοντος, εφόσον το Δικαστήριο εξετάσει αυτεπάγγελτα αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν σύννομα και εμπρόθεσμα, καθώς αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Στην παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζεται, ότι στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα, για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση, που εξετάζεται αυτεπάγγελτα. Προς αυτή την κατεύθυνση της πλασματικής ομολογίας των ισχυρισμών του ενάγοντος συνηγορεί: α) το γεγονός ότι στις νέες διατάξεις δεν υπάρχει διάταξη από την οποία να προβλέπεται ότι η ερημοδικία κάποιοι διαδίκου στη διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητα συνεπάγεται την εκδίκαση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, β) το γεγονός ότι στις νέες διατάξεις των ειδικών διαδικασιών, όπου, σε περίπτωση μη εμφάνισης διαδίκου, επιθυμούσε ο Νομοθέτης την εκδίκαση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι το προέβλεψε ρητά (βλ. άρθρο 595 του ΚΠολΔ που αφορά τις διαφορές από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση και άρθρο 621 του ΚΠολΔ που αφορά τις εργατικές διαφορές) και γ) το γεγονός ότι η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 271 παρ. 3 του ΚΠολΔ περί πλασματικής ομολογίας των ισχυρισμών του ενάγοντος στο πεδίο των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητα δεν φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τις εφαρμοζόμενες σε αυτές ειδικές και επομένως ελλείψει ειδικών διατάξεων πρέπει να εφαρμοστούν οι γενικές διατάξεις δηλαδή το άρθρο 271 του ΚΠολΔ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λόγω της ερημοδικίας της πρώτης εναγομένης εδώ πρώτης εφεσίβλητης οδηγού του οχήματος δέχθηκε πλασματική ομολογία ως προς την ιστορική βάση της αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της να καταβάλει στη μητέρα ενάγουσα ασκούσα την επιμέλεια επιπλέον το ποσό των 1200 ευρώ που αποτελείται από τα κονδύλια που κρίθηκαν παραδεκτά και νόμιμα αλλά απορρίφθηκαν ως ουσία αβάσιμα, δηλαδή το κονδύλι βελτιωμένης διατροφής (300 ευρώ) και δαπάνη περιποιητή (26χ50=1300-400 (που τελικά κρίθηκε βάσιμο κατ’ουσία)= 900 ευρώ). Το κεφάλαιο αυτό της απόφασης δεν έχει μεταβιβαστεί προς εξέταση αφού δεν υφίσταται έφεση της απολιπομένης πρώτης εφεσίβλητης. Τα παράπονα που διατυπώνονται στη με αριθμό …../11.12.2019 έφεση αφορούν το ότι κρίθηκε αόριστο το αγωγικό αίτημα για δαπάνη νοσοκόμας και ότι αναγνωρίστηκε ποσοστό συνυπαιτιότητας ύψους 70% στην εδώ εκκαλούσα μητέρα της παθούσας.Από την επανεκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του πρώτου ενάγοντος – εκκαλούντος πατρός της ανήλικης παθούσας, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του ανωτέρω Δικαστηρίου, του γεγονότος ότι η οδηγός του οχήματος δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι ομολογεί το περιεχόμενο της αγωγής, και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως, μεταξύ των οποίων είναι και αυτά της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, όπως σχεδιάγραμμα τροχαίας, έκθεση αυτοψίας, καταθέσεις διαδίκων και τρίτων, που ελήφθησαν κατά την διάρκεια της ποινικής διαδικασίας (προδικασίας) και τα οποία εκτιμώνται για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από την εκτός γάμου σχέση των εναγόντων ήδη εκκαλούντων (η δεύτερη Ελληνίδα υπήκοος σύμφωνα με το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης που προσκομίζεται) γεννήθηκε την 10-5-2010 η ελληνίδα υπήκοος παθούσα …………., η οποία αναγνωρίσθηκε εκουσίως από τον πατέρα της δυνάμει της με αριθμό ……/19-12-2013 συμβολαιογραφικής πράξεως αναγνώρισης τέκνου της Συμβολαιογράφου Αθηνών . ………….., και έκτοτε (και εφόσον δεν υφίσταται γάμος των γονέων ούτε αντίθετη συμφωνία τους ως προς την άσκηση της γονικής μέριμνας), η γονική μέριμνα της ανήλικης ασκείται αποκλειστικά από τη μητέρα της. Την 8 Δεκεμβρίου 2017, ημέρα Παρασκευή και περί ώρα 16:40, η παθούσα ηλικίας τότε 7 ετών βρισκόταν με την 11χρονη αδερφή της (χωρίς τη συνοδεία της μητρός της ή άλλου ενήλικου ανιόντος) στην περιφραγμένη παιδική χαρά επί της οδού Βαλαωρίτου έναντι αριθμού 41 στον Πειραιά. Τον προαναφερόμενο χρόνο, η απολιπόμενη πρώτη εφεσίβλητη, ενώ οδηγούσε το με αριθμό ……….. ΙΧE. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας τρίτου προσώπου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για προερχόμενη από την κυκλοφορία του έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………….» (δεύτερη εφεσίβλητη – εκκαλούσα) έβαινε στον Πειραιά επί της ιδίας ως άνω οδού Βαλαωρίτου, με κατεύθυνση από την οδό 25ης Μαρτίου προς την οδό Τζαβέλλα. Η οδός Βαλαωρίτου είναι μονόδρομος, ευθεία, ασφαλτοστρωμένη, με πλάτος οδοστρώματος 6 μέτρων και πεζοδρομίων εκατέρωθεν πλάτους 2 μέτρων έκαστο. Στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 41 της οδού Βαλαωρίτου και στο δεξιό τμήμα της οδού υφίσταται περιφραγμένη παιδική χαρά, δίχως να υπάρχει κοντά σε αυτή διάβαση πεζών ή φωτεινός σηματοδότης. Η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών ήταν κανονική, η ορατότητα δεν περιοριζόταν και επικρατούσε καλοκαιρία (η ώρα ήταν 16:40 και ο ήλιος θα έδυε στις 17:05). Όταν η οδηγός του αυτοκινήτου έφτασε στο ύψος της οδού Βαλαωρίτου με αριθμό 41, κινούμενη με ταχύτητα 50 χλμ./ώρα, η ανήλικη θυγατέρα της δεύτερης εκκαλούσας – εφεσίβλητης βγήκε από την παιδική χαρά ακολουθώντας τη μεγαλύτερη αδερφή της …., που βρισκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο της οδού και ενώ ήταν ορατή από τους κινούμενους στην οδό Βαλαωρίτου οδηγούς, κατέβηκε απότομα στο δρόμο χωρίς να ελέγξει αν κινούνται οχήματα σε αυτόν και διέσχισε το μεγαλύτερο μέρος αυτού, δηλαδή τα ¾ αυτού πριν όμως φτάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο χτυπήθηκε από το αυτοκίνητο που οδηγούσε η απολιπομένη πρώτη εφεσίβλητη με αποτέλεσμα να πεταχτεί από το χτύπημα σε απόσταση δέκα μέτρων και να προσγειωθεί στο οδόστρωμα. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ανωμοτί κατάθεση του πατρός της πρώτου εκκαλούντος ενάγοντος η θυγατέρα του δεν είχε τις αισθήσεις για ένα μισάωρο περίπου. Η παθούσα 7χρονη διακομίσθηκε αυθημερόν (8-12-2017) με τη συνδρομή και το όχημα της ανωτέρω οδηγού στο Γενικό Νοσοκομείο «Παίδων Αθηνών Π. & Α. Κυριακού», παρέμεινε νοσηλευόμενη στο Α’ Χειρουργικό Τμήμα από την 8-12-2017 έως την 12-12-2017, οπότε εξήλθε αφού εμφάνισε ομαλή πορεία (βελτίωση). Από τον εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η ανήλικη παθούσα έφερε εγκαύματα τριβής δεξιάς πλάγιας θωρακικής χώρας, δύο θλαστικά τραύματα δεξιά κροταφικά, ωτορραγία δεξιά, οίδημα ρινός χωρίς ρινορραγία, κάταγμα κρανίου δεξιά κροταφικά, ενώ η ορθοπεδική εκτίμηση ήταν χωρίς παθολογικά ευρήματα (βλ. σχετ. 3 δηλαδή την από 9.1.1998 βεβαίωση του γενικού νοσοκομείου παίδων Αθηνών Π. και Α. Κυριακού). Η επτάχρονη έπρεπε να παραμείνει κλινήρης μετά την έξοδο της από το παραπάνω νοσοκομείο, λόγω του προπεριγραφόμενου τραυματισμού της και για το λόγο αυτό χρειάστηκε πρόσωπο για να τη βοηθάει στο σπίτι για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ημερών, από 12-12-2017 έως 31-12-2017, προκειμένου να εξυπηρετούνται όλες οι καθημερινές προσωπικές της ανάγκες (ντύσιμο, μπάνιο, προσωπική υγιεινή, παρασκευή φαγητού κλπ.). Για το σκοπό αυτό, απασχολήθηκε επί 8ωρο ημερησίως ως οικιακή βοηθός η μητέρα της, προσφέροντας σε αυτήν, άνευ ανταλλάγματος, τις ανωτέρω παρεμφερείς υπηρεσίες με εκείνες που προσφέρει μια απλή οικιακή βοηθός. Το τροχαίο συνεπεία του οποίου υπέστη κάταγμα κεφαλής η επτάχρονη οφείλεται σε υπαιτιότητα της πρώτη απολιπομένης εφεσίβλητης η οποία δεν οδηγούσε το όχημά της με σύνεση και προσοχή, την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, όπως θα έπραττε οποιαδήποτε άλλη μέση συνετή οδηγός κάτω από παρόμοιες με αυτήν συνθήκες, ώστε να μην προκαλέσει κίνδυνο, κατά τους κανόνες της οδήγησης, της κοινής πείρας και της λογικής αφού αφενός δεν οδηγούσε το όχημα της με ταχύτητα κάτω και από το ανώτατο όριο των 50 χλμ./ώρα, δηλαδή με ταχύτητα που δεν υπερέβαινε τα 30 χιλιόμετρα την ώρα καίτοι τούτο ήταν επιβεβλημένο από τις επικρατούσες συνθήκες (διέλευση, από κατοικημένη περιοχή, δίπλα απο παιδική χαρά όπου παίζουν και μπαινοβγαίνουν ανήλικα παιδιά), ώστε να είναι σε θέση να διενεργήσει πρόσφορο αποφευκτικό ελιγμό τροχοπέδησης και να διακόψει πλήρως την πορεία του οχήματος (να το ακινητοποιήσει) μπροστά από οποιοδήποτε προβλεπτό εμπόδιο που βρίσκεται στο ορατό από αυτήν μπροστινό τμήμα της οδού, και επίσης δεν το οδηγούσε στη μέση του οδοστρώματος αλλά πολύ κοντά στη μια πλευρά του δρόμου με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στην επτάχρονη που ναι μεν πετάχτηκε στο οδόστρωμα, αλλά το είχε διασχίσει και σχεδόν είχε φτάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, ενώ δεν έκανε αν και ηδύνατο αποφευκτικό ελιγμό ώστε να αποφύγει την επαφή με το παιδί. Είναι χαρακτηριστική η ένορκη κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα ………….. που εξετάστηκε μέρες μετά το ατύχημα ο οποίος καταθέτει ότι του έκανε εντύπωση το γεγονός ότι το όχημα που οδηγούσε η πρώτη απολιπόμενη εναγομένη κινήθηκε πάρα πολύ κοντά ως προς το σταθμευμένο όχημα δίπλα στο πεζοδρόμιο και όχι στη μέση ή προς τα δεξιά του οδοστρώματος καίτοι υπήρχε επαρκής χώρος. Ακολούθως η πρώτη εφεσίβλητη οδηγός παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 2 και 3 του ν. 2696/1999 (κ.ο.κ.) και 330 εδ. β’ του ΑΚ υποχρεώσεις της, η παραβίαση των οποίων συνδέεται αιτιωδώς με το επίδικο συμβάν. Στην επτάχρονη δεν καταλογίζεται ποσοστό ευθύνης (άρθρο 916 του ΑΚ). Όμως την πρώτη εκκαλούσα μητέρα της βαρύνει συνυπαιτιότητα ποσοστού 30% η οποία όπως προαναφέρθηκε στην νομική σκέψη δεν αντιτάσσεται της ανήλικης στα πλαίσια της κύριας αγωγής (δηλαδή δεν μειώνεται το ύψος της αποζημίωσης ή της ηθικής βλάβης που επιδικάζεται), καθώς η μητέρα δε ζητεί τη δική της ζημία, αλλά αντιτάσσεται μόνο στα πλαίσια της παρεμπίπτουσας αγωγής (βλ. ad hoc ΑΠ 560/2013 δημ. νόμος). Τούτο δε διότι αποδείχθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου, την οποία επικαλείται η παρεμπιπτόντως ενάγουσα, αφού η δεύτερη εκκαλούσα εφεσίβλητη την άφησε χωρίς συνοδεία ενηλίκου πρόσωπου, έστω και στην παιδική χαρά δίπλα στην οικία της παρά μόνο με την εντεκάχρονη αδερφή της, η οποία φυσικά ούτε όφειλε ούτε ηδύνατο να φροντίζει για την ασφάλεια της, το γεγονός δε ότι η δεύτερη εκκαλούσα έχει έξι συνολικά τέκνα δεν αποτελεί λόγο άρσης της συνυπαιτιότητας της. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι τη δεύτερη εκκαλούσα εφεσίβλητη μητέρα βαρύνει συνυπαιτιότητα ύψους 70% εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί ως προς τους παρισταμένους διαδίκους το κεφάλαιο περί υπαιτιότητας της εκκαλουμένης και να κρατήσει το παρόν Δικαστήριο την υπόθεση και να την ξαναδικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 του ΚΠολΔ). Λεκτέον στο σημείο αυτό ότι το αγωγικό κονδύλιο περί αμοιβής νοσοκόμου το πρώτο επταήμερο νοσηλείας ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτο από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθώς κατά το άρθρο 929 εδάφ. α’ του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Ως νοσήλια νοούνται οι δαπάνες που είναι αναγκαίες για τη σωτηρία και την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος, όπως είναι, κατά ενδεικτική αναφορά, οι καταβολές για αγορά φαρμάκων, οι αμοιβές γιατρών, η δαπάνη για την παραμονή του στο νοσοκομείο ή την κλινική, για τη φυσικοθεραπεία, για μίσθωση αυτοκινήτου ΤΑΧΙ προς μεταφορά του παθόντος σε νοσοκομείο ή για τη μετάβασή του σε εξετάσεις και παρακολούθηση, για την πρόσληψη αποκλειστικής νοσοκόμου είτε στην οικία του είτε στο νοσοκομείο, αφού αυτό είναι άμεση και όχι έμμεση ζημία (Κρητικός Αποζημίωση από τροχαία 3η έκδοση 1998, 90επ.) για τη λήψη βελτιωμένης τροφής, όσο τούτο επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τα εν γένει έξοδα του συνοδού του, σε περίπτωση μετακίνησής του σε άλλη πόλη, εφόσον η παρουσία του συνοδού κρίνεται αναγκαία κ.ά. και έτσι με κριτήριο την αναγκαιότητα ή όχι πραγματοποίησης της δαπάνης θα υποχρεωθεί ή όχι ο υπόχρεος σε αποζημίωση να καταβάλει τη συγκεκριμένη δαπάνη ως οφειλόμενη ζημία (ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1935/2013, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 1545/2009, ΑΠ 2176/2009, ΑΠ 833/2005, ΕφΔωδ 215/2018 δημ. νόμος). Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση καθόλου δεν διευκρινίστηκε στην αγωγή το με ποιον τρόπο η παθούσα χρειάστηκε μια από τις προαναφερόμενες κατηγορίες υπηρεσιών και έτσι στερήθηκε η ασφαλιστική εταιρία τη δυνατότητα να αμυνθεί. Και ναι μεν οι γονείς έχουν νομική υποχρέωση να συμπαρίστανται και να παρέχουν φροντίδα και βοήθεια στα τέκνα τους, όμως, οι υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμου είναι πέραν των συνήθων υποχρεώσεων οι οποίες και θα πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο της αγωγής (Α.Π. 132/2010 ΝοΒ 2010. 1.490, Α.Π. 1.545/2009 ΝοΒ 2010.436, Α.Π. 809/2009 ΝοΒ 2009. 2.168). Σημειωτέον ότι τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν αρκούν για το παραδεκτό και βάσιμο του σχετικού κονδυλίου. Ακολούθως το σχετικό σκέλος του δεύτερου λόγου εφέσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο. Τέλος, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω συνθήκες του ατυχήματος, το βαθμό συνυπαιτιότητας της ασφαλισμένης οδηγού, (ενώ στο ανήλικο επτάχρονο δεν καταλογίζεται ποσοστό ευθύνης (άρθρο 916 του ΑΚ)), το είδος, την ένταση και την έκταση των σωματικών βλαβών της ανηλίκου, την διάρκεια της νοσηλείας της, τον πόνο που δοκίμασε και το γεγονός ότι λόγω του πολύ νεαρού της ηλικίας της ο ψυχικός τραυματισμός της είναι πολύ μεγάλος τόσο λόγω του κατάγματος κεφαλής που υπέστη, όσο και του γεγονότος ότι εκτινάχθηκε σε απόσταση δέκα μέτρων πριν προσγειωθεί στο οδόστρωμα, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, πλην της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (ΑΠ 532/2012 ΝοΒ 2012. 1965, ΑΠ 71/2011 ΝοΒ 2011. 1300, ΑΠ 716/2008 ΕπΣυγκΔικ. 2008. 307 = ΝοΒ 2010. 896, ΑΠ 439/2008 ΝοΒ 2008. 1891), κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί στην ανήλικο ως χρηματική ικανοποίησή του για την ηθική βλάβη που υπέστη ποσό 4.000 ευρώ και όχι το αιτηθέν με την αγωγή ποσό των 30.000 ευρώ. Από το ανωτέρω ποσό έχει αφαιρεθεί και δεν περιλαμβάνεται ποσό σαράντα τεσσάρων ευρώ (44€), για το οποίο η μητέρα της δεύτερη εκκαλούσα εφεσίβλητη επιφυλάχθηκε ρητώς και ειδικώς με την αγωγή της να υποστηρίξει την κατηγορία στην ποινική δίκη (Α.Π. 476/2004 Ελλ. Δνη 2004. 1.520). Το ανωτέρω επιδικασθέν ποσό είναι εύλογο (άρθρ. 932 του Α.Κ.), δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινομένης υποθέσεως, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α.), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως (Ολ. Α.Π. 6/2011 ΝοΒ 2011. 1.819 = Ελλ. Δνη 2011.695, Ολ. Α.Π. 6/2009 Δ.Ε.Ν. 2009.344 = ΝοΒ 2009.568 = Ελλ. Δνη 2009.91 = Επ. Συγκ. Δικ. 2009.96 = Αρμεν. 2009. 1.162). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι πρέπει να επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 2.000 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και επομένως κατά παραδοχή του σχετικού σκέλους του δεύτερου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ως προς το κεφάλαιο περί αναγνώρισης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Να σημειωθεί ότι στην περίπτωση αυτή που γίνεται κατά ένα μέρος δεκτή η από 9.12.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../11.12.2019 έφεση εξαφανίζεται και το κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης, ως συνεχόμενο με την ουσία της υπόθεσης, και για τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας αποφαίνεται το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (ΕφΠειρ. 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009.329, βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2009, σελ. 233). Η από 18.5.2020 με αριθμό ………../16.6.2020 έφεση της ηττηθείσας εναγομένης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας που με το μοναδικό λόγο της έκρινε το κεφάλαιο της συνυπαιτιότητας όπως κρίθηκε επί της παρεμπίπτουσας αγωγής της κρίνεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Οι υπόλοιπες διατάξεις που αφορούν την πρώτη εναγομένη εφεσίβλητη και τον πρώτο ενάγοντα εκκαλούντα δεν θίγονται αφού αφορούν κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης που δεν εξαφανίστηκαν. Ακολούθως αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο α) επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2018 αγωγής και β) επί της με αριθμό κατάθεσης …………/20.11.2018 παρεμπίπτουσα αγωγή της εναγομένης ασφαλιστική εταιρίας θα πρέπει αυτές (αγωγή και παρεμπίπτουσα αγωγή) να γίνουν δεκτές εν μέρει στην ουσία τους και α) να αναγνωριστεί ότι αμφότερες οι εναγόμενες της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 αγωγής, οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον στη δεύτερη εκκαλούσα ενάγουσα παρεμπιπτόντως εναγομένη το ποσό των 4.400 ευρώ εντόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και επιπλέον να αναγνωριστεί ότι η απολιπόμενη πρώτη εναγομένη εφεσίβλητη οφείλει επιπλέον να καταβάλει στην πρώτη εκκαλούσα ενάγουσα το ποσό των 1.200 ευρώ εντόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, Β) επί της με αριθμό κατάθεσης ………./20.11.2018 παρεμπίπτουσας αγωγής της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας να αναγνωρισθεί ότι η εφεσίβλητη δεύτερη παρεμπιπτόντως εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην εκκαλούσα παρεμπιπτόντως ενάγουσα ποσοστό 30% οποιοδήποτε ποσού αυτή καταβάλει σε αυτή, σύμφωνα με την πρώτη διάταξη της παρούσας απόφασης για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας της ……….. με το νόμιμο τόκο από την καταβολή και μέχρι την εξόφληση. Θα οριστεί παράβολο για την περίπτωση της ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από μέρος της μη παρισταμένης εφεσίβλητης (άρθρα 501, 502 § 1, 505 § 2 ΚΠολΔ), την οποία βαρύνει μέρος των δικαστικών εξόδων της δεύτερης εκκαλούσας, ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας ενώ τα υπόλοιπα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της νομικής δυσχέρειας των κανόνων που εφαρμόστηκαν (άρθρα 183, 178, 179 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος θα διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου εφέσεως που έγινε δεκτή κατά ένα μέρος στη δεύτερη εκκαλούσα ενώ το παράβολο της εφέσεως που απορρίφθηκε θα εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει με δικονομικά απούσα την πρώτη εφεσίβλητη και με τη δικονομική παρουσία των λοιπών διαδίκων α) την από 9.12.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../11.12.2019 και β) την από 18.5.2020 με αριθμό ………../16.6.2020 εφέσεις κατά της με αριθμό 3266/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, με τη δικονομική απουσία της πρώτης με την αγωγή εναγομένης και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της με αριθμό κατάθεσης ………./2018 αγωγή και της παρεμπίπτουσας με αριθμό κατάθεσης ………./20.11.2018 αγωγής,
Απορρίπτει τυπικά ως προς τον πρώτο εκκαλούντα την από 9.12.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../11.12.2019 έφεση και ό,τι άλλο έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.
Δέχεται τυπικά κατά τα λοιπά τις εφέσεις
Απορρίπτει κατ’ουσίαν τη από 18.5.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../16.6.2020 έφεση
Διατάσσει την εισαγωγή του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό …………. ποσού 100 ευρώ στο δημόσιο ταμείο
Δέχεται εν μέρει κατ’ουσία την από 9.12.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./11.12.2019 έφεση
Διατασσει την απόδοση του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ……….. ποσού 100 ευρώ στη δεύτερη εκκαλούσα
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 3266/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, με τη δικονομική απουσία της πρώτης με την αγωγή εναγομένης και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της με αριθμό κατάθεσης ……../2018 αγωγής και της παρεμπίπτουσας με αριθμό κατάθεσης ………./20.11.2018 αγωγής
Κρατεί και Αναδικάζει την υπόθεση επί της με αριθμό κατάθεσης ……../2018 αγωγής και της παρεμπίπτουσας με αριθμό κατάθεσης ………./20.11.2018 αγωγής.
Απορρίπτει την αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα και την παρεμπίπτουσα αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο
Δέχεται κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγή και την παρεμπίπτουσα αγωγή
Α) Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 αγωγής, οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον στη δεύτερη εκκαλούσα ενάγουσα παρεμπιπτόντως εναγομένη για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας της …………… (της οποίας ασκεί αποκλειστικά τη γονική μέριμνα) το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων (4.400) ευρώ εντόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και επιπλέον αναγνωρίζει ότι η πρώτη εναγομένη εφεσίβλητη οφείλει επιπλέον να καταβάλει στην πρώτη εκκαλούσα ενάγουσα για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας της ……….. (της οποίας ασκεί αποκλειστικά τη γονική μέριμνα) το ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ εντόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση,
Β) Αναγνωρίζει ότι η εφεσίβλητη δεύτερη παρεμπιπτόντως εναγομένη της με αριθμό κατάθεσης ……../20.11.2018 παρεμπίπτουσας αγωγής οφείλει να καταβάλει στην εκκαλούσα παρεμπιπτόντως ενάγουσα ποσοστό 30% οποιοδήποτε ποσού αυτή καταβάλει σε αυτή σύμφωνα με την πρώτη διάταξη της παρούσας απόφασης για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας της ………….. (της οποίας ασκεί αποκλειστικά τη γονική μέριμνα) με το νόμιμο τόκο από την καταβολή και μέχρι την εξόφληση.
Επιβάλει στον πρώτο εκκαλούντα της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./11.12.2019 έφεσης μέρος της δικαστικής δαπάνης της δεύτερης εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας δηλαδή το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, και στην πρώτη εφεσίβλητη μέρος της δικαστικής δαπάνης της δεύτερης εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των (400) ευρώ και συμψηφίζει τα υπόλοιπα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων μερών
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ