ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΕΔΡΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΧΑΪΑΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 94/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΧΑΪΑΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗΣ ΕΔΡΑΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ
Αποτελούμενο από την Πρωτόδικη Ε.Ε. Θεοδώρα Φισκατώρη, με τον Γραμματέα Ιωάννη Δαφαλιά, συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 09 Οκτωβρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1. Της . κατοίκου Ηλιούπολης Αττικής οδός ., με ΑΦΜ ., 2. Του ., κατοίκου Ηλιούπολης Αττικής οδός .6, με ΑΦΜ . και 3. Του . κατοίκου Βροχίτσας Πύργου Ηλείας με ΑΦΜ ., εκ των οποίων η πρώτη παραστάθηκε κατά την συζήτηση της υπό κρίση αίτησης μετά και οι δεύτερος και τρίτος διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Μάρκου (ΑΜ ΔΣΠατρών 518), (υπ’ αρ. Α./15-10-2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων).
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Του . κατοίκου Σειρών Καλαβρύτων Αχαΐας με ΑΦΜ ., ο οποίος παραστάθηκε κατά την συζήτηση της υπό κρίση αίτησης μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Παναγιώτη Κουρή (ΑΜ ΔΣΚαλαβρύτων 19), (υπ’ αρ. Δ./09-10-2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων).
Η συζήτηση της από 01-08-2024 αίτησης με αριθμό κατάθεσης ./02-08-2024 ενώπιον της Γραμματείας του πρώην Ειρηνοδικείου Καλαβρύτων, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων για την δικάσιμο της 04-09-2024, ότε και αναβλήθηκε για την ως άνω δικάσιμο της 09-10-2024, κατά την οποία αφού εκφωνήθηκε, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω αναφέρεται.
Ακολούθησε η συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, όπως αυτή αναφέρεται στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικώς τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στα αντίστοιχα σχετικά με την επίδικη υπόθεση δικόγραφά τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111, 118 περ. 4, 216 παρ. 1, 217 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την τήρηση της για κάθε αίτηση δικαστικής προστασίας εγγράφου προδικασίας με ποινή απαράδεκτου, απαιτείται να αναγράφεται σε αυτή, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο της δίκης κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο. Ειδικότερα δε κατά το άρθρο 688 παρ. 1 ΚΠολΔ στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απαιτείται να αναφέρονται συνοπτικά τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν το δικαίωμα για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται η λήψη του μέτρου ή για την κατάσταση της οποίας ζητείται η ρύθμιση με το μέτρο αυτό, καθώς και του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης, αλλιώς η αίτηση είναι απορριπτέα για έλλειψη του άνω στοιχείου (ΑΠ 127/1973, ΝοΒ 21, 890, ΜΠρΠειρ 1020/1978, Δίκη 9, 339, ΜΠρΑθ 54/1974, ΕΕΝ 41, 38). Ειδικά για το ορισμένο και παραδεκτό της απήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων νομής, ισχύουν τα οριζόμενα από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111, 118, 688 παρ. 1, 733 και 734 ΚΠολΔ. Πλέον συγκεκριμένως κατ’ άρ. 688, παρ. 1, ΚΠολΔ, πρέπει να γίνεται αναφορά και περιγραφή από τον αιτούντα στο δικόγραφο της αιτήσεως, του τρόπου της προσβολής της νομής ή οιονεί νομής του (δι’ αποβολής ή διαταράξεως), η οποία αφ’ εαυτής δημιουργεί την ανάγκη να συνεχίσει ο νομέας ή οιονεί νομέας να ασκεί προσωρινά το διαφιλονικούμενο δικαίωμά του, να ορίζεται το μέτρο το οποίο ζητείται, να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν το δικαίωμα για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται η λήψη μέτρου ή για την κατάσταση της οποίας ζητείται η ρύθμιση με το μέτρο αυτό, καθώς και τον επικείμενο κίνδυνο ή την επείγουσα περίπτωση, σε χρηματικές δε απαιτήσεις πρέπει να αναφέρεται το οφειλόμενο χρηματικό ποσό ή η χρηματική αξία του αντικειμένου που οφείλεται.
Η έκθεση των παραπάνω πραγματικών περιστατικών πρέπει να γίνεται με πληρότητα και σαφήνεια, ώστε η αίτηση να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή στον αντίδικο η απάντηση σ’ αυτήν. Ως προς τα στοιχεία του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης, για την επαρκή εξειδίκευση της συνδρομής τους δεν αρκεί γενική μνεία αυτών στο δικόγραφο, αλλά προσαπαιτείται μνεία, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, της συνδρομής ασυνήθους ανάγκης προς παροχή έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, η οποία δικαιολογείται από τη συνδρομή υφισταμένων περιστατικών και ειδικότερα κινδύνου ματαίωσης της ικανοποίησης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής. Όταν πρόκειται για ασφαλιστικά μέτρα η αξίωση αυτή του νόμου αποβαίνει περισσότερο επιτακτική, δεδομένου ότι στις υποθέσεις αυτές είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη (άρθρο 690 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεπεία της οποίας ο αποδεικτικός έλεγχος των παραγωγικών του προστατευτέου δικαιώματος γεγονότων γίνεται κατ’ ανάγκη μόνο βάσει των περιλαμβανομένων στην αίτηση ισχυρισμών, ενώ τα περιστατικά που περιέχονται στο υποβαλλόμενο μετά τη συζήτηση σημείωμα, άγνωστα στο Δικαστήριο και στον καθ’ ου η αίτηση, δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο της διεξαγόμενης προαπόδειξης κατά τη μοναδική συζήτηση της υπόθεσης. Όταν στο δικόγραφο της αίτησης δεν περιλαμβάνονται όλα τα παραπάνω στοιχεία ή περιέχονται αυτά ασαφώς ή ελλιπώς, τότε η αίτηση απορρίπτεται ως αόριστη. Τούτο ερευνάται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο γιατί ανάγεται στην προδικασία και δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με το γραπτό σημείωμα ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 915/1980, ΝοΒ 29, 296). Κατά συνέπεια, στην αίτηση πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν τη συνδρομή του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης αλλιώς απορρίπτεται ως αόριστη (ΑΠ 127/1973, ό.π., ΜονΠρωτΚω 349/1988, Δ/νη 31, 616, ΜονΠρωτΑθ 20368/1987, Δ/νη 29, 580, ΜονΠρωτΑθ 12407/1986, Δίκη 16, 725, ΜονΠρωτΑθ 12407/1983, Δίκη 16, 725, ΕιρΡόδ 98/2014, ΕιρΡόδ 148/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΑΘ 348/1971, Δ/νη 23, 54).
ΙΙ. Κατά το άρ. 682 παρ. 1 του ΚΠολΔ «κατά την ειδική διαδικασία των άρ. 683 έως 703 τα δικαστήρια, σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος μπορούν να διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα πρέπει εκτός από την ύπαρξη δικαιώματος του ουσιαστικού δικαίου να υπάρχει· «επείγουσα περίπτωση» ή «επικείμενος κίνδυνος». Επείγουσα περίπτωση νοείται εκείνη που χρειάζεται άμεση ρύθμιση με δικαστική παρέμβαση, όπως συμβαίνει όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να φέρει ουσιώδη βλάβη οποιοσδήποτε έκτασης στην υλική φύση του αντικειμένου, ενώ επικείμενος κίνδυνος υπάρχει όταν η απειλούμενη βλάβη από στιγμή σε στιγμή επικρέμεται επί του πράγματος ή των διαδίκων. Η προσωρινή ρύθμιση της νομής ειδικότερα στα πλαίσια των άρθρων 733, 734 ΚΠολΔ, προϋποθέτει τη συνδρομή άμεσης και επείγουσας ανάγκης να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η εξουσίαση του κρίσιμου αντικειμένου και δεν αποτελεί αστυνομικό μέτρο, ώστε να δικαιολογείται από μόνο τον απειλούμενο κίνδυνο διαπληκτισμών και ερίδων των διαδίκων, επομένως στην έννοια της επείγουσας περίπτωσης δεν περικλείεται κατ’ αρχήν και ο κίνδυνος διαπληκτισμών και συγκρούσεων αφού από τον κίνδυνο αυτό δεν μπορεί να επέλθει βλάβη του επίδικου δικαιώματος (Μακρής, Δ., «Ασφαλιστικά Μέτρα Νομής και Κατοχής», 2005, σελ. 76, 77, ΑΠ 127/1973, ΝοΒ 21, 889, ΠολΠρωτΡοδ 30/2005, ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΛαρ 67/1999, ΑρχΝ ΝΑ, 546, ΕιρΑταλ 36/2015, ΕιρΡόδ 98/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΡόδ 105/2000, ΔωδΝομ 2003, 151, ΕιρΝικ 52/1995, ΑρχΝ ΜΣΤ, 586). Εξάλλου, η επίκληση του κινδύνου διαπληκτισμών είναι νομικά αβάσιμος ισχυρισμός, κατ’ αντίθεση προς το προϊσχύον δίκαιο που οριζόταν ρητώς η συνδρομή του (άρθρο 4 παρ. 3 Ν. ΓΨΗΖ 2/1911). Έτσι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν αρκεί η επίκληση απλής πιθανότητας ενδεχόμενης περιουσιακής μεταβολής στο μέλλον, ούτε συνιστά επείγουσα περίπτωση η περιουσιακή ζημία του νομέα (ΕιρΝικ 52/1995, ό.π., Μακρής, ό.π., σελ. 76), όπως επίσης δεν αρκεί ο απών να αποβλέπει μόνο στην εξασφάλιση του δικαιώματος της νομής και κατοχής του επί του πράγματος (ΕιρΡόδ 148/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ούτε αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ο κίνδυνος να ανεγείρει ο διάδικος κτίσμα στο επίδικο κτήμα (Παπαδόπουλος, Α., «Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου», τόμος Α’, σελ. 211), (βλ. και ΕιρΡόδ 97/2016 (ΑΣΦ.), ΜΠρΠειρ 45/2017 (ΑΣΦ.), δημοσιευθείσες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 983 ΑΚ, με το οποίο ορίζεται ότι η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα, συνάγεται ότι ο κληρονόμος, χωρίς να αποκτήσει τη φυσική εξουσία επί των κληρονομιαίων πραγμάτων και, ακόμη, χωρίς να γνωρίζει την επαγωγή της κληρονομιάς και των αντικειμένων της αυτής, θεωρείται (κατά πλάσμα δικαίου) ως νομέας αυτών, διαδεχόμενος ολόκληρη την έννομη σχέση της νομής και τα εξ αυτής δικαιώματα και με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο κληρονομούμενος είχε τη νομή κατά το χρόνο του θανάτου του, συνεπώς μπορεί να ασκήσει και τις αγωγές περί νομής (984 ΑΚ), για να αποκτήσει δε ο κληρονόμος φυσική εξουσία επί κληρονομιαίου πράγματος πρέπει να καταλάβει το πράγμα σωματικά, ώστε η έννοια της ανωτέρω διάταξης (άρθρου 983 ΑΚ) είναι ότι στον κληρονόμο μεταβιβάζεται το δικαίωμα της νομής, δυνάμει του οποίου μπορεί πλέον αυτός να επιληφθεί του πράγματος και να ιδρύσει νέα φυσική εξουσία, ήτοι δική του νομή (ΑΠ 1526/2006), ενώ εάν μετά το θάνατο του κληρονομουμένου τρίτος καταλάβει τη νομή κληρονομιαίου πράγματος, πριν ο κληρονόμος επιληφθεί αυτού, τότε ο μεν τρίτος αποκτά τη νομή του κληρονομιαίου πράγματος, ο δε κληρονόμος θεωρείται ότι την απώλεσε και έχει κατά του τρίτου την αγωγή περί αποβολής από τη νομή και εάν, όμως ο κληρονόμος επιχειρήσει την εκ νέου ανάκτηση της νομής αυτογνωμόνως και χωρίς τη θέληση του τρίτου προσβάλλει παράνομα τη νομή που απέκτησε ο τρίτος, εκτός εάν ο τρίτος είχε αποκτήσει τη νομή επιλήψιμα παρ’ αυτού εντός του τελευταίου έτους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 988 ΑΚ, (βλ. ΑΠ 1079/2019 δημοσιευθείσα στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), (βλ. σχετικά και σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), τόμος II, άρ. 947-2035, Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, Αθήνα 2013, άρ. 983, σελ. 80). Σημειωτέον ότι όπως προκύπτει ιδίως από τα άρθρα 988 και 990 ΑΚ, ο επιλήψιμος χαρακτήρας της νομής είναι σχετικός: επιλήψιμη είναι η νομή μόνο έναντι του αποβληθέντος πρότερου νομέα και των διαδόχων του, επιλήψιμος δε είναι ο νομέας μόνο έναντι του αποβληθέντος πρότερου νομέα και των διαδόχων του, ενώ έναντι των τρίτων όμως η νομή αυτή είναι ανεπίληπτη -και ο νομέας, (βλ. I. Σπυριδάκης, Εμπράγματο Δίκαιο, 2η έκδ., 2021, Εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ, σ. 245).
Επίσης, σύμφωνα με την διάταξη του άρ. 1710 του ΑΚ, κληρονομιά είναι η περιουσία του κληρονομούμενου κατά τον χρόνο του θανάτου του (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), τόμος II, άρ. 947-2035, Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, Αθήνα 2013, άρ. 1710, σελ. 1143).
Περαιτέρω, παράγωγη, είναι η κτήση της νομής όταν γίνεται με τη θέληση άλλου προσώπου, που είχε προηγουμένως τη νομή και επίσης, παράγωγη είναι η κτήση της νομής, που γίνεται τόσο με κληρονομική διαδοχή (ΑΚ 983) όσο και με ειδική διαδοχή, που γίνεται δηλαδή με μεταβίβαση του μέχρι τώρα νομέα (άρθρο 976 ΑΚ), η δε σύμβαση μεταβίβασης της νομής δεν απαιτείται να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο, γιατί είναι άτυπη και αναιτιώδης και αν αφορά ακίνητο και επιπλέον η νομή δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα και το μεταβιβαστικό της νομής αποτέλεσμα επέρχεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι της υποκείμενης αιτίας (υποσχετικής σύμβασης) ή την εγκυρότητα της (ΟλΑΠ 1593/1979, βλ. ΑΠ 2029/2009 δημοσιευθείσα στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), εκτός αν κατά τη βούληση των μερών, το κύρος της μεταβίβασης της νομής εξαρτήθηκε από την απία που την υπαγόρευσε, τούτο δε διατυπώθηκε ως αίρεση της τελευταίας αυτής δικαιοπραξίας (ΑΠ 1417/2002 44,184, ΑΠ 1082/2000 Ελ Δνη 42,421, ΑΠ 1368/1996 Ελ Δνη 1128, βλ. ΕφΘεσσ 401/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Δυνάμει της παρ. 3 του άρ. 115 του ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου με τον ν. 4842/2021, ορίζεται ότι «Με την επιφύλαξη των υποθέσεων των μικροδιαφορών, η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική.». Λαμβανομένων επίσης υπόψη των διατάξεων του άρ. 148 του ΚΠολΔ, καθώς και της συναίνεσης μεταξύ των διαδίκων, παρέχεται η δυνατότητα χορήγησης προθεσμίας για την κατάθεση του δικογράφου των προτάσεων, ως σημείωμα στις υποθέσεις των ασφαλιστικών μέτρων, (βλ. επίσης X. Απαλαγάκη, Στ. Σταματόπουλο, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους ν. 4842 και 4855/2021, τόμος I, άρ. 1-494, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 2022, άρ. 115, σελ. 470, καθώς και άρ. 148, σελ. 634 επ.). Περαιτέρω, δυνάμει της παρ. 7 του άρ. 686 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι «Αν κατά τη συζήτηση της αίτησης ή της ανταίτησης στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.». Από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων, λαμβανομένης υπόψη και της χορηγηθείσας σχετικής προθεσμίας με την συναίνεση για τον καθ’ ού (βλ. και ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά) προκειμένου να κατατεθούν σημειώματα εκ μέρους των διαδίκων για την επίδικη υπόθεση, καθώς και λαμβανομένων υπόψη των σχετικών επισημειώσεων εκ της Γραμματείας καθώς και επί του δικογράφου του αντίστοιχου σημειώματος για τους αιτούντες, προκύπτει ότι η μεν κατάθεση σημειώματος για τον καθ’ ού στην επίδικη υπόθεση τυγχάνει εμπρόθεσμη, η δε κατάθεση για τους αιτούντες στην επίδικη υπόθεση τυγχάνει εκπρόθεσμη, ωστόσο, παρά την μη νόμιμη συμμετοχή των αιτούντων ως εμφανίστηκαν κατά τα προαναφερόμενα με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους στην-συζήτηση για την επίδικη υπόθεση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρ. 686 παρ. 7 του ΚΠολΔ).
Με την κρινόμενη αίτηση, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, οι αιτούντες εκθέτουν άτι την 04-06-2015 απεβίωσε στην κατοικία του, στην Τοπική Κοινότητα Σειρών Δ.Ε. Αροανίας Δήμου Καλαβρύτων, ο θείος τους . χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο οποίος κατά το χρόνο του θανάτου του, κατέλιπε εγγύτερους συγγενείς του, που υπεισήλθαν ως νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, στην κληρονομιαία περιουσία του, τα εξής πρόσωπα: 1) την σύζυγό του, ., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου και τους αιτούντες ανίψια του, ήτοι 2) την . και τον . κατά ποσοστό 1/8, έκαστο, τέκνα του προαποβιώσαντος αδερφού του, . και της . και τον . του . και της ., κατά ποσοστό 1/4, τέκνο της προαποβιώσασας αδερφής του, . του . και της .. Ότι επιπλέον, η κληρονομιά του θείου των ασούντων βαρύνεται με το εξαίρετο που υπήχθη αμέσως και εμπραγμάτως στην ως άνω σύζυγό του κατ’ άρ. 1820 του ΑΚ. Ότι στην κληρονομιαία περιουσία του θείου των αιτούντων περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και το 1/2 εξ αδιαιρέτου -του λοιπού 1/2 ανήκοντος στη σύζυγό του, .- του κειμένου στον οικισμό Αγίου Βασιλείου και εντός των ορίων αυτού, της Τοπικής Κοινότητας Σειρών της Δημοτικής Ενότητας Αροανίας του Δήμου Καλαβρύτων, της Περιφερειακής Ενότητας Αχαΐας της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, του πρώην Δημοτικού Διαμερίσματος Σειρών του πρώην Δήμου Αροανίας Αχαΐας, αστικού ακινήτου – οικοπέδου, επιφάνειας 692,50 τ.μ., με τα εντός αυτού κτίσματα, ήτοι: α) μια ισόγεια οικία, επιφάνειας 50,60 τ.μ., β) τρεις συνεχόμενους ισόγειους βοηθητικούς – αποθηκευτικούς χώρους, εκ των οποίων ο πρώτος έχει επιφάνεια 24,50 τ.μ., ο δεύτερος 11,90 τ.μ. και ο τρίτος 9,00 τ.μ., γ) ένα ισόγειο W.C., επιφάνειας 2,52 τ.μ. και δ) μια ισόγεια αποθήκη του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου, επιφάνειας 10,30 τ.μ.. Ότι το ως άνω οικόπεδο αποτυπώνεται, αναλυτικά, στο από μήνα Απρίλιο 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Τ.Ε. ., το οποίο προσαρτάται στην υπ’ αρ. ./23-09-2016 Πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Τρίπολης, πρώην Ορχομενού, ., με την οποία, η σύζυγος του αποβιώσαντος θείου των απούντων προέβη σε αποδοχή του εξ αδιαθέτου επαγόμενου σε αυτή τμήματος της κληρονομιάς του θείου των αιτούντων και εμφαίνεται σε αυτό περιμετρικά με τα στοιχεία Α1-Α2-Α3-Α4-Α5-Α6-Α7-Α8-Α9-Α10-Α11-Α12-Α13-Α14-Α15-Α16-Α1, και συνορεύει σύμφωνα με αυτό νοτιοδυτικά σε συνεχόμενη πλευρά Α1-Α2-Α3, με απαλλστριωμένο εδαφικό τμήμα και πέραν αυτού με την Εθνική Οδό Τρίπολης – Πάτρας (111), δυτικά σε πλευρά Α3-Α4 με ιδιοκτησία αγνώστου και σε ανεξάρτητη συνεχόμενη πλευρά Α8-Α9-Α10 με ιδιοκτησία Δημοτικού Σχολείου, βορειοδυτικά σε συνεχόμενη πλευρά Α4-Α5-Α6-Α7-Α8 με ιδιοκτησία Δημοτικού Σχολείου, βορειοανατολικά σε συνεχόμενη πλευρά Α10-Α11-Α12-Α13-Α14 με ιδιοκτησία . και σε συνεχόμενη πλευρά Α14-Α15-Α16-Α1 με ιδιοκτησία ., όπως ειδικότερα περιγράφεται στην υπό κρίση αίτηση. Ότι μετά την επαγωγή των αιτούντων και της συζύγου του θείου των αιτούντων στην κληρονομιά του, άπαντες κατέστησαν συννομείς, μεταξύ άλλων ακινήτων της περιουσίας του και του ως άνω οικοπέδου, μετά των εντός αυτού κτισμάτων κατ’ άρ. 983 ΑΚ. Ότι επίσης, οι αιτούντες κατέστησαν και κύριοι του εν λόγω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθ. 7/2023 Διάταξης κληρονομητηρίου Ειρηνοδίκη Καλαβρύτων νομίμως μεταγεγραμμένης έχουν δε προβεί και σε σιωπηρή αποδοχή της κληρονομιάς. Ότι κατόπιν τούτου, οι μεν αιτούντες τυγχάνουν και συγκύριοι εξ αδιαιρέτου του ως άνω ακινήτου και συγκεκριμένα, οι πρώτη και δεύτερος των αιτούντων κατά ποσοστό 1/16 έκαστος και ο τρίτος των αιτούντων κατά ποσοστό 2/16, η δε σύζυγος κατά ποσοστό 12/16 έως το χρόνο του θανάτου της, ήτοι έως την 06-10-2022, δυνάμει της ως άνω υπ’ αρ. ./23-09-2016 Πράξης αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Τρίπολης, πρώην Ορχομενού, .. Ότι την 04-06-2015, με το θάνατο του θείου των αιτούντων και νομέα του εν λόγω ακινήτου, έως και το χρόνο του θανάτου του, η νομή αυτού μεταβιβάσθηκε στους αιτούντες και την σύζυγό του, ., αυτοδικαίως κατ’ άρ. 983 ΑΚ, έκτοτε δε, η τελευταία, ως συννομέας των αιτούντων, κατείχε το κοινά ακίνητο, επ’ ονόματι και των αιτούντων, ως συγκληρονόμων, και διέμενε στην εντός αυτού ισόγεια κατοικία, έως και το χρόνο του θανάτου της, την 06-10-2022, μετά δε και το θάνατο της ίδιας, συννομείς του εν λόγω ακινήτου κατέστησαν αποκλειστικά και μόνο οι τρεις αιτούντες, ωστόσο πληροφορήθηκαν ότι η ., είχε συντάξει εν ζωή δημόσια διαθήκη με την υπ’ αρ. ./07-06-2016 πράξη της ίδιας ως ανωτέρω Συμβολαιογράφου Τρίπολης, πρώην Ορχομενού, .. Ότι σύμφωνα με το περιεχόμενο της ως άνω διαθήκης, η θεία τους κατέστησε μοναδικό κληρονόμο σε ολόκληρη την περιουσία της συμπεριλαμβανομένου του τμήματος του κρίσιμου ακινήτου, που της άνηκε, τον καθ’ ού, . του ., με τον οποίο καμία συγγενική σχέση δεν την συνέδεε, αλλά επί τη βάσει, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της διαθήκης ότι ο αντίδικος φρόντιζε, όσο βρισκόταν εν ζωή, τόσο την ίδια όσο και τον σύζυγό της και θείο των αιτούντων, .. Ότι τούτο τους προξένησε μεγάλη απορία, δεδομένου ότι, όσο ζούσαν ο θείος των αιτούντων και η σύζυγός του, ουδεμία ιδιαίτερη σχέση διατηρούσαν με τον αντίδικο. Ότι μόλις έλαβαν γνώση τόσο του περιεχομένου της ως άνω δημόσιας διαθήκης καθώς και της υπ’ αρ. ./23-09-2016 Πράξης αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας Συμβολαιογράφου, αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο για άκυρη διαθήκη, συνταχθείσα με την συνεννοημένη σύμπραξη της συντάξασας αυτής συμβολαιογράφου και του καθ’ ού, καθώς και των συμπραττόντων μαρτύρων, φίλων του καθ’ ού, ώστε ο τελευταίος να καρπωθεί την περιουσία της θείας των αιτούντων εξ αγχιστείας .. Ότι ενδεικτικό δε της συμπαιγνίας αυτής είναι ότι η θεία τους ., καταλείπει με την ως άνω διαθήκη της στον αντίδικο και άλλα τρία ακίνητα, πέραν του επιδίκου, των οποίων ουδέποτε ήταν αποκλειστικώς κυρία, καθώς αυτά ανήκαν, τα μεν δύο κατά πλήρη κυριότητα, το δε τρίτο κατά το ήμισυ στον σύζυγό της και θείο των αιτούντων, ., του οποίου κληρονόμοι κατέστησαν και οι αιτούντες από κοινού με την θεία τους και συγκεκριμένα το κείμενο στη θέση «Γρασίδι» στους Αγίους Θεοδώρους Σειρών Αροανίας αγροτεμάχιο επιφάνειας 4.200,00 τ.μ., πλήρους κυριότητας του θείου των αιτούντων, το κείμενο στη θέση «ΠΑΠΑ» στους Αγίους Θεοδώρους Σειρών Αρσανίας, οικόπεδο επιφάνειας τεσσάρων (4) περίπου στρεμμάτων, κατά το ήμισυ ανήκον στο θείο των αιτούντων και το κείμενο στη θέση «Μύλος» στους Αγίους Θεοδώρους Σειρών Αροανίας αγροτεμάχιο πλήρους κυριότητας του θείου των αιτούντων. Ότι για την αναγνώριση της απόλυτης ακυρότητας της μεταβίβασής τους, λόγω ακυρότητας της ως άνω διαθήκης επιφυλάσσονται παντός νομίμου δικαιώματος σύμφωνα και με όσα περαιτέρω αναφέρουν στην υπό κρίση αίτησή τους. Ότι η ακυρότητα της εν λόγω διαθήκης συνίσταται αφενός μεν στην έλλειψη ικανότητας της θείας τους για την σύνταξη διαθήκης κατά το χρόνο σύνταξης αυτής διότι η ίδια, πάσχουσα από γεροντική άνοια, αγράμματη σε σημείο που αδυνατούσε να γράψει ακόμη και τα αρχικά του ονόματος της και βρισκόταν σε διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησής της, αφετέρου δε, στην παράλειψη τήρησης των νομίμων διατυπώσεων σύνταξης δημόσιας διαθήκης και συγκεκριμένα, στην παράλειψη ανάγνωσης αυτής, ενώπιον της διαθέτιδος και των μαρτύρων, κατ’ άρ. 1733 παρ. 1 ΑΚ, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, όπου δεν αναφέρεται πουθενά άτι αυτή αναγνώστηκε από την συντάξασα Συμβολαιογράφο, γεγονός που δεν αναπληρώνεται από την τυποποιημένη διατύπωση που παρατίθεται στο τέλος αυτής ότι: «… το οποίο, αφού διαβάστηκε καθαρά και μεγαλόφωνα στη διαθέτιδα και τους μάρτυρες και βεβαιώθηκε, .„», αφού, από αυτή την διατύπωση, δεν προκύπτει ποιο κείμενο διαβάστηκε και ειδικά, δεν προκύπτει, άνευ οποιοσδήποτε αμφιβολίας, ότι διαβάστηκε η διαθήκη, καθώς η εν λόγω πρόταση δεν διαθέτει υποκείμενο και ολόκληρη έχει ως εξής: «Επί των εισπραχθέντων δικαιωμάτων (μικτή αμοιβή) εισπράχθηκε Φ.Π.Α. Ευρώ έξι και 0,48 (6,48) το οποίο, αφού διαβάστηκε καθαρά και μεγαλόφωνα στη διαθέτιδα και τους μάρτυρες και βεβαιώθηκε, υπογράφηκε από τους μάρτυρες και από εμένα νόμιμα και η διαθέτης έθεσε τα αρχικά του ονόματος της». Ότι ούτε, άλλωστε, συνάγεται εμμέσως από το περιεχόμενο της διαθήκης ότι αυτή αναγνώσθηκε, αφού το προαναφερόμενο απόσπασμα αυτής αποτελεί τυποποιημένο κείμενο, το περιεχόμενο του οποίου αποτελεί απλή επανάληψη της κρίσιμης διάταξης του νόμου (ΑΚ 1733 παρ. 1) και δεν αποδίδει την περιγραφή της πραγματικής τήρησης της διαδικαστικής προϋπόθεσης ανάγνωσης της διαθήκης, κατά το χρόνο σύνταξής της, όπως μαρτυρά ο τυποποιημένος χαρακτήρας της διατύπωσης, αλλά και το κατά γράμμα περιεχόμενό της, από το οποίο παραλείπεται το υποκείμενο του ρήματος «διαβάσθηκε», δηλαδή δεν αναφέρεται καθόλου στην διαθήκη ότι αυτή διαβάσθηκε. Ότι η προαναφερόμενη ακυρότητα είναι απόλυτη και καθιστά αυτοδικαίως άκυρη την διαθήκη, κατ’ άρ. 1718 και 180 ΑΚ και ως εκ τούτου, επιφυλάσσονται ως έχοντες προς τούτο ειδικό έννομο συμφέρον να ζητήσουν την αναγνώρισή της ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου. Ότι σε κάθε περίπτωση, αυτή είναι όπως προαναφέρθηκε, απολύτως άκυρη, με αποτέλεσμα ο καθ’ ού να μην έχει καταστεί εκ κληρονομιάς ούτε νομέας ούτε κύριος του κρίσιμου ακινήτου. Ότι το Μάιο του έτους 2023, πληροφορήθηκαν ότι τον ίδιο χρόνο ο καθ’ ού εισήλθε στο εν λόγω ακίνητο και άρχισε να κάνει χρήση της οικίας του οικοπέδου, διαμένοντας σε αυτή και χρησιμοποιώντας και τα λοιπά κτίρια του οικοπέδου, αποθηκεύοντας προσωπικά του αντικείμενα σε αυτά. Ότι παρά τις συνεχείς διαμαρτυρίες τους, αστός εξακολουθούσε να εισέρχεται στο ακίνητό τους, έχοντας και τα κλειδιά της οικίας, διαταράσσοντας τη νομή τους, με διαδοχικά επαναλαμβανόμενες πράξεις εισόδου και χρήσης του ακινήτου τους, ως χώρου προσωρινής διαμονής και αποθήκευσης προσωπικών του αντικειμένων, από το Μάιο του έτους 2023 έως την 07-04-2024, οπότε τους απέβαλε από την νομή του ακινήτου, όταν η πρώτη των αιτούντων προσπάθησε να εισέλθει στο ακίνητο συγκυριότητας και συννομής των αιτούντων, όμως εμποδίσθηκε από άγρια σκυλιά που όρμησαν προς την ίδια, όσο βρισκόταν ακόμα στην εξωτερική είσοδο του οικοπέδου, και την οδήγησαν, φοβούμενη άτι θα της επιτεθούν, έξω από αυτό, ο δε αντίδικος, ευρισκόμενος εντός του οικοπέδου, της είπε ότι δεν την αφήνει να μπει, γιατί το ακίνητο είναι δικό του. Ότι την ίδια ημέρα, ήτοι την 07-04-2024, ανέφερε το συμβάν στην αστυνομία, η οποία κάλεσε τον αντίδικο, για να λάβει γνώση της καταγγελίας της και ο ίδιος ρητά ενώπιον των αστυνομικών οργάνων αμφισβήτησε την ιδιότητά της ως νομέα, αλλά και ως συγκυρίας του ακινήτου. Ότι έκτοτε, άπαντες οι αιτούντες, ως μόνοι αληθινοί κληρονόμοι του θανόντος θείου τους, ., έχουν αποβληθεί παρανόμως από τον αντίδικο, φερόμενο ως κληρονόμο της συζύγου του θείου των αιτούντων, ., από την νομή τους επί του ακινήτου, αφού αδυνατούν να εισέλθουν ακόμα και στον εξωτερικό χώρο της αυλής του, πράγμα που έχουμε επιχειρήσει πολλάκις από το ως άνω συμβάν της 07-04-2024, αλλά δεν έχουν κατορθώσει να πετύχουν, λόγω της απειλής να τους επιτεθούν τα άγρια σκυλιά, που βρίσκονται σε αυτή, αλλά και της άρνησης του καθ’ ού να τους παραδώσει τα κλειδιά της εντός του οικοπέδου οικίας και των λοιπών κτιρίων, ενώ ο ίδιος νέμεται παρανόμως αυτό έως και σήμερα, έχοντας αποκλείσει τους αιτούντες καθ’ ολοκληρίαν από την φυσική εξουσία τους επί του οικοπέδου και των εντός αυτού κτισμάτων. Ότι από τον χρόνο της παράνομης αποβολής τους, από την νομή του ακινήτου, από τον αντίδικο, ο τελευταίος μεταχειρίζεται αυτό και ιδίως την εντός αυτού οικία με εξαιρετικά επιβλαβή τρόπο, έχοντας μετατρέψει την οικία σε αποθηκευτικό χώρο και σε χώρο φιλοξενίας ζώων φόρμας και συγκεκριμένα, πουλερικών (κότες). Ότι αναλυτικότερα, στο ισόγειο, ο αντίδικος διατηρεί την τροφή των πουλερικών που εκτρέφει, αλλά και τα ίδια τα ζωντανά εισέρχονται εντός αυτής, προκαλώντας ακαθαρσίες σε όλους τους χώρους του σπιτιού, έχοντας καταστήσει αυτό αδύνατο να χρησιμοποιηθεί για την χρήση που προορίζεται, δηλαδή ως κατοικία και επιπροσθέτως προκαλώντας σημαντικού μεγέθους φθορές σε αυτό, όπως καταστροφή του δαπέδου και της τοιχοποιίας του, τα οποία φθείρονται από τις ακαθαρσίες και την εν γένει παρουσία των πουλερικών στο χώρο (ροκανίζουν το ξύλο του δαπέδου και τους σοβάδες των τοίχων) και προκαλώντας μια δυσάρεστη μυρωδιά στο χώρο. Ότι όλες οι ανωτέρω φθορές εντείνονται, από την παράνομη νομή και χρήση του ακινήτου των αιτούντων από τον αντίδικο, οι εργασίες για την αποκατάσταση των οποίων και για την επαναφορά του σε κατοικήσιμο κτίριο, απαιτούν υψηλού κόστους δαπάνες, το οποίο, με τον καιρό, όλο και αυξάνεται, εξαιτίας της επιβλαβούς χρήσης του από τον αντίδικο. Ότι ως εκ τούτου, συνάγεται ότι παρίσταται και συντρέχει εν προκειμένω επείγουσα περίπτωση και άμεσος κίνδυνος, από την ενεστώσα σε βάρος των αιτούντων παράνομη συμπεριφορά του αντιδίκου, εντοπιζόμενη στη ζημιογόνα από μέρους του, χρήση του ακινήτου ιδιοκτησίας τους η οποία έχει προκαλέσει τέτοιου βαθμού φθορές στην οικία, που βρίσκεται εντός του οικοπέδου, ώστε, αφενός μεν να προκαλείται σε βάρος των αιτούντων ως ιδιοκτητών και νομίμων νομέων κίνδυνος να υποστούν σημαντική περιουσιακή βλάβη καταβολής εξαιρετικά υψηλών δαπανών αποκατάστασης φθορών, αφετέρου δε να δημιουργείται κίνδυνος δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης του ακινήτου έως του σημείου να καταστεί αδύνατο να ξαναχρησιμοποιηθεί αυτό ως κατοικία, λόγω του κινδύνου να εγκατασταθεί μονίμως σε αυτό η δυσάρεστη μυρωδιά χώρου εκτροφής πουλερικών, απαιτώντας προς τούτο την εξ ολοκλήρου ανακατασκευή του.
Με το ανωτέρω ιστορικό, οι αιτούντες ζητούν με την λήψη ασφαλιστικών μέτρων α) να υποχρεωθεί ο καθ’ ού υπό την ιδιότητά του ως επιλήψιμου νομέα, φερόμενου ως κληρονόμου της ., άλλως και όλως επικουρικώς στην αδόκητη περίπτωση που κριθεί ως έγκυρη η δημόσια διαθήκη της . (με την υπ’ αρ. ./07-06-2016 πράξη της Συμβολαιογράφου Τρίπολης πρώην Ορχομενού, .), υπό την ιδιότητά του ως συννομέα τους προσβάλλοντα την νομή τους και νεμόμενο για δικό του λογαριασμό ολόκληρο το ακίνητο, να τους αποδώσει την νομή και την χρήση του καταληφθέντος παρανόμως από τον ίδιο επιδίκου οικοπέδου με τα εντός αυτού κτίσματα κατά το ποσοστό εξ αδιαιρέτου που ανήκει στον καθένα των αιτούντων, ήτοι κατά το ποσοστό 1/16 της πρώτης και του δεύτερου των αιτούντων και κατά το ποσοστό 2/16 του τρίτου των αιτούντων, όπως το εν λόγω ακίνητο ειδικότερα περιγράφεται, β) να απαγορευθεί στον καθ’ ού κάθε μελλοντική προσβολή της νομής των αιτούντων στο ως άνω επίδικο ακίνητο, με απειλή χρηματικής ποινής 5.000,00 ευρώ για κάθε πράξη προσβολής καθώς και γ) να καταδικαστεί ο καθ’ ού στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αίτηση ως αίτηση περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων νομής και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της υπό κρίση αίτησης περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων λόγω αποβολής από την νομή από τον καθ’ ού, λαμβανομένων υπόψη της χρονικά ύστερης κατ’ ισχυρισμό προβαλλόμενης αποβολής από την νομή, καθώς και του αιτήματος περί απόδοσης της νομής επί του επιδίκου ακινήτου, με το παραδεκτά προβαλλόμενο επικουρικά αίτημα (κατ’ άρ. 218 και 219 του ΚΠολΔ) της συννομής λόγω αποβολής από τον καθ’ ού κατά τα προαναφερόμενα (βλ. σχετικά σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), τόμος Π, άρ. 947-2035, Αθήνα 2013, Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, άρ. 984, σελ. 80-81), παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρ. 734, 683 παρ. 1 και 4, 29, ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά τον ν. 5134/2024, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρ. 9, ΕισΝΚΠολΔ), κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρ. 682 επ. ΚΠολΔ), δοθέντος ότι εν προκειμένω το επικουρικά προβαλλόμενο αίτημα περί απόδοσης από τον καθ’ ού λόγω αποβολής κατά τα ιδανικά μερίδια συννομής κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εκάστου των αιτούντων, και όχι λόγω διατάραξης, δεν αφορά αιτούμενη προστασία για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στον καθένα κατ’ άρ. 994 του ΑΚ, εκ της μεταξύ τους κοινωνίας, (βλ. σχετικά και Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), τόμος Π, άρ. 947-2035, Αθήνα 2013, Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, άρ. 994, σελ. 100-101). Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη και των προεκτεθέντων στο σκεπτικό της παρούσας η υπό κρίση αίτηση κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατ’ άρ. 216 και 682 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πρωτίστως δεδομένου σπ οι αιτούντες στο υπό κρίση εισαγωγικό δικόγραφο δεν αναφέρουν ειδικότερες πράξεις φυσικής εξουσίασης επί του επιδίκου ακινήτου, με διάνοια κυρίου, του κληρονομούμενου νομέα, ., παρά μόνο ισχυρίζονται ότι απέκτησαν κατά τα προαναφερόμενα ιδανικά μερίδια εκάστου των αιτούντων και της συζύγου του ως άνω κληρονομούμενου, ., την συννομή στο επίδικο ακίνητο πλασματικά κατ’ άρ. 983 του ΑΚ λόγω κληρονομικής διαδοχής του αποβιώσαντος κληρονομούμενου νομέα του επιδίκου ακινήτου, ., κατά τα περαιτέρω εκτεθέντα στην υπό κρίση αίτησή τους ενώ περαιτέρω, οι αιτούντες δεν αναφέρουν εκτός της κατά τα προαναφερόμενα πλασματικής άλλο τρόπο κτήσης της συννομής κατά τα αναφερόμενα ιδανικά τους μερίδια στο επίδικο ακίνητο με την τυχόν διενέργεια μερικότερων πράξεων εξουσίασης επί του επιδίκου ακινήτου με διάνοια κυρίου κατ’ άρ. 974 του ΑΚ, καθώς επίσης αντιφατικά και αορίστως με τα αιτήματα της υπό κρίση αίτησης ισχυρίζονται ότι οι ίδιοι οι αιτούντες κατέστησαν αποκλειστικοί συννομείς επί του επιδίκου ακινήτου μετά και το θάνατο της μέχρι πρότινος συννομέα τους ., καθόσον κατά το ιδανικό μερίδιο συννομής της τελευταίας αποκτούν πλασματικά κατ’ άρ. 983 του ΑΚ οι κληρονόμοι της και δεν αναφέρεται κληρονομική διαδοχή εκάστου των αιτούντων της κληρονομούμενης . ή άλλα πραγματικά περιστατικά πώς τυχόν οι αιτούντες απέκτησαν την συννομή και κατά το ιδανικό μερίδιο της . μετά το θάνατό της.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων των άρ. 699 και 734 παρ. 4 του ΚΠολΔ, δεν ορίζεται παράβολο ανακοπής ερημοδικίας για τους αιτούντες. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων κατ’ ίσα μέρη λόγω της ερημοδικίας τους και της κατά τα προαναφερόμενα ήττας τους (άρ. 176, 180, 184, 189 και 191, ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την υπό κρίση αίτηση ερήμην των αιτούντων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό κρίση αίτηση ως απαράδεκτη.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στους αιτούντες κατ’ ίσα μέρη τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου, τα οποία ορίζει στο ποσό των 244,50 ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στα Καλάβρυτα στις 4-11-2024 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους με την παρουσία του Γραμματέως ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΧ. ΔΑΦΑΛΙΑΣ
Η Πρωτόδικης Ε.Ε. Ο Γραμματέας