Αίτηση αναίρεσης αθωωτικής απόφασης από τον ΕισΑΠ -‘Εκθεση πραγματογνωμοσύνης-Αποδεικτικά μέσα
Απόρριψη αίτησης αναίρεσης κατά αθωωτικής απόφασης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου
Απορριπτέος ως αβάσιμος κρίθηκε, στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης αναίρεσης κατά αθωωτικής απόφασης, ο λόγος αναίρεσης του Εισαγγελέα για έλλειψη αιτιολογίας από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Λ’ του ΚΠΔ, επειδή δεν μνημονεύεται ειδικώς στην απόφαση η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αν και αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ούτε προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη (ΑΠ 1016/2024).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του ανωτάτου δικαστηρίου, η πραγματογνωμοσύνη, ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της απόφασης μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, εκτός αν αυτό προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι την έλαβε υπόψη του, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της απόφασης ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές.
Πάντως, το Δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από την πραγματογνωμοσύνη συμπεράσματα, οφείλει να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνωμοδότησής τους.
Περαιτέρω, οι πραγματογνώμονες δεν μπορούν να επεκταθούν στην έρευνα επιστημονικών ή τεχνικών ζητημάτων, που αφορούν άλλη συρρέουσα ποινική υπόθεση, με τον ίδιο κατηγορούμενο για το ίδιο ποινικό αδίκημα, με άλλο όμως μηνυτή, η οποία συνεκδικάζεται λόγω συνάφειας, έστω και αν η έρευνα αυτή, κατά την κρίση τους ενισχύει τις διαπιστώσεις τους.
Εν προκειμένω, ο Άρειος Πάγος διαπίστωσε ότι για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη και αξιολόγησε και μάλιστα με ιδιαίτερη αιτιολογική σκέψη και την προσήκουσα αποδεικτική θεμελίωση της σχετικής κρίσης του όλα τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και την ένδικη έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Συγκεκριμένα, στο προοίμιο του σκεπτικού της απόφασης, που παρατίθενται αναλυτικά τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη για τον σχηματισμό της αθωωτικής κρίσης, μνημονεύεται η λήψη υπόψη, εκτός άλλων και «…όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων και των εκθέσεων, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν λεπτομερώς στα ίδια πρακτικά», στο δε κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων μνημονεύονται ρητώς μόνο δύο εκθέσεις, ήτοι α) η ένδικη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, περιλαμβανόμενη πρώτη στον κατάλογο των αναγνωσθέντων έγγραφων της πρωτόδικης απόφασης, τα οποία βεβαιώνεται ότι αναγνώσθηκαν και στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, και β) δύο τεχνικές εκθέσεις, χωρίς να περιλαμβάνονται άλλες εκθέσεις στον κατάλογο.
Ανεξαρτήτως, όμως, των ανωτέρω, το δικαστήριο επεσήμανε πως η πραγματογνωμοσύνη αυτή αφορούσε την προανακριτική εξέταση που διενεργούσε ο πταισματοδίκης κατόπιν έτερης μήνυσης. Από την παραδεκτή επισκόπηση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, προκύπτει ότι ο πραγματογνώμονας δεν περιορίστηκε στα ζητήματα που του τέθηκαν, αλλά επεξέτεινε ανεπίτρεπτα την ερευνά του και στις άλλες συναφείς ποινικές υποθέσεις, για τις οποίες διενεργούσε προκαταρκτική εξέταση ο Πταισματοδίκης που τον διόρισε, για τις οποίες, όμως, δεν είχε ανακύψει ζήτημα διορισμού πραγματογνώμονα και μάλιστα εκφέροντας, ως μη ώφειλε, δικαιϊκές κρίσεις σχετικά με τέλεση υπεξαίρεσης, εκ μέρους του ίδιου κατηγορουμένου στην άλλη ποινική υπόθεση, για την οποία, όμως, δεν είχε διοριστεί, για τις οποίες (δικαιϊκές κρίσεις), είναι αρμόδιο μόνο το Δικαστήριο της ουσίας.
Κατόπιν των ανωτέρω, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι η προσκόμιση στο ακροατήριο της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκε για άλλη ποινική υπόθεση και η σχετική έρευνα είχε επεκταθεί αυθαιρέτως από τον πραγματογνώμονα και στην προκειμένη, συρρέουσα και συνεκδικαζόμενη, λόγω συνάφειας, υπόθεση με τον ίδιο κατηγορούμενο και για ίδιο αδίκημα, αλλά με άλλο μηνυτή, μόνο ως απλό έγγραφο μπορούσε να εκτιμηθεί από το δικαστήριο της ουσίας και δεν υπήρχε υποχρέωσή του για ειδική μνημόνευση αυτής, ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου και για αιτιολόγηση των αντιθέτων με αυτή πορισμάτων της απόφασής του για τη συνεκδικαζόμενη αυτή υπόθεση.
Απόσπασμα απόφασης
Εξάλλου, ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ’ είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά, κατ’ επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Μεταξύ των κυριότερων αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 του Κ.Ποιν.Δ., υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Η πραγματογνωμοσύνη, ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, εκτός αν αυτό προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι την έλαβε υπόψη του, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Πάντως, το Δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από την πραγματογνωμοσύνη συμπεράσματα, οφείλει να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνωμοδοτήσεώς τους. Διαφορετικά, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο ανωτέρω από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 911/0222, ΑΠ 502/2021, ΑΠ 132/2020, ΑΠ 704/2019). Ο πραγματογνώμονας, όμως, που διορίζεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ και η έκθεση του οποίου, αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, που απαιτείται να μνημονεύεται ειδικά στην απόφαση, καλείται με βάση τις ιδιαίτερες δυνατότητες του, να ερμηνεύσει επιστημονικά, ως ειδικός, τις δικές του και ξένες διαπιστώσεις. Το καθήκον του περατώνεται με την παρουσίαση και ερμηνεία των ευρημάτων του, ενώ η μεταφορά των ευρημάτων σε δικαιϊκές έννοιες, όπως της υπεξαίρεσης, εναποτίθεται στο δικαστή. Διότι ο πραγματογνώμονας μόνο για ορισμένο τμήμα της υπόθεσης πρέπει να γνωματεύσει (π.χ. ο λογιστικός πραγματογνώμονας για το θέμα που του τέθηκε, όπως είναι η έρευνα της τυχόν ύπαρξης οφειλής του κατηγορουμένου προς τον μηνυτή), ενώ ο δικαστής εκτιμά τη συνολική και δικαιϊκή κατάσταση (π.χ. αν ο κατηγορούμενος που, κατά την πραγματογνωμοσύνη, οφείλει στον μηνυτή, τέλεσε υπεξαίρεση). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 195 ΚΠΔ, η διάταξη του ανακριτικού υπαλλήλου, του δικαστικού συμβουλίου ή του Δικαστηρίου, με την οποία διορίζεται ο πραγματογνώμονας, κατά τη διάρκεια της προδικασίας ή της εκδίκασης συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης, πρέπει να αναφέρει κατ’ ελάχιστον τον σκοπό, για τον οποίο διορίζεται, τα κύρια και ουσιώδη υπό έρευνα ζητήματα, τα ερωτήματα στους πραγματογνώμονες με λογική σειρά και αλληλουχία, ώστε να αποτελέσουν οι αντίστοιχες απαντήσεις ένα εύληπτο και ορθολογικό κείμενο. Τα ζητήματα πρέπει να σχετίζονται αποκλειστικά με την επίλυση επιστημονικών και τεχνικών ζητημάτων της συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης για την οποία διορίζεται, όπως πχ αν από την έρευνα της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ συγκεκριμένου μηνυτή και συγκεκριμένου κατηγορούμενου, οφείλει ο τελευταίος στον πρώτο και όχι να τίθενται στους πραγματογνώμονες νομικά ζητήματα, όπως αν ο κατηγορούμενος τέλεσε υπεξαίρεση σε βάρος του μηνυτή, ούτε επιτρέπεται να τίθενται ζητήματα που μετατρέπουν τον πραγματογνώμονα σε μάρτυρα ή ακόμη περισσότερο σε δικαστή. Οι πραγματογνώμονες, εξάλλου, δεν περιορίζονται στην έρευνα των επιστημονικών και τεχνικών ζητημάτων, που τους τέθηκαν, αν ως ειδικοί, θεωρούν οι ίδιοι ως άξια λόγου και άλλα τέτοια επιστημονικά ή τεχνικά ζητήματα, που ενισχύουν ή επεξηγούν τις διαπιστώσεις τους. Πάντοτε όμως στα πλαίσια της συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης, για την οποία διορίστηκαν, αφού οι πραγματογνώμονες δεν μπορούν να επεκταθούν στην έρευνα επιστημονικών ή τεχνικών ζητημάτων, που αφορούν άλλη συρρέουσα ποινική υπόθεση, με τον ίδιο κατηγορούμενο για το ίδιο ποινικό αδίκημα (άρθρο 94 ΠΚ) με άλλο όμως μηνυτή, η οποία συνεκδικάζεται λόγω συνάφειας (128 ΚΠΔ), έστω και αν η έρευνα αυτή, κατά την κρίση τους ενισχύει τις διαπιστώσεις τους, πχ δεν μπορούν να επεκταθούν στην έρευνα άλλης συρρέουσας ποινικής υπόθεσης, που συνεκδικάζεται και να διαπιστώσουν ότι ο ίδιος κατηγορούμενος οφείλει και σε άλλο μηνυτή, προκειμένου, κατά την κρίση τους, να ενισχύσουν το πόρισμά τους ότι ο κατηγορούμενος οφείλει και στον μηνυτή της υπόθεσης, για την οποία διορίστηκαν. Κατ’ ακολουθίαν, η προσκόμιση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που δικάζει τη συρρέουσα ποινική υπόθεση, τέτοιας πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκε, δηλαδή, στα πλαίσια άλλης ποινικής υπόθεσης και η έρευνα των τεχνικών ζητημάτων που τέθηκαν για την υπόθεση αυτή, έχει επεκταθεί από τον πραγματογνώμονα και σε τεχνικά ζητήματα της ετέρας συρρέουσας ποινικής υπόθεσης, με ίδιο κατηγορούμενο και για ίδιο αδίκημα, αλλά με άλλο μηνυτή, μόνο ως απλό έγγραφο μπορεί να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο της ουσίας και δεν υπάρχει υποχρέωση του για ειδική μνημόνευση αυτής ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου και αιτιολόγησης των τυχόν αντιθέτων με αυτή πορισμάτων της απόφασής του για τη συρρέουσα αυτή υπόθεση, που συνεκδικάζεται, λόγω συνάφειας (ΑΠ 811/2023).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.