ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
ΑΠΟΦΑΣΗ 1222/2024
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2024, με την εξής σύνθεση: Μιχαήλ Πικραμένος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σοφία Βιτάλη, Αγορίτσα Σδράκα, Κωνσταντία Λαζαράκη, Μαρία Σταματοπούλου, Σύμβουλοι, Νικόλαος Σεκέρογλου, Νικόλαος Νικολάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Καλλιόπη Ανδρέου.
Για να δικάσει την από 1η Οκτωβρίου 2021 αίτηση:
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία παρέστη με τη Ζωή Φάμα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της …., κατοίκου … (….), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Νικόλαο Νάνο (Α.Μ. … Δ.Σ. …), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Αρχή επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 107/2021 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου ….
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Αγορίτσας Σδράκα.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά νόμο, καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 107/2021 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου …, με την οποία, απορρίφθηκε έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 131/2019 οριστικής απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου …. Με την τελευταία απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης και α) ακυρώθηκε η τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) του Υπουργείου Οικονομικών της …/ …2014 ενδικοφανούς προσφυγής, που άσκησε η αναιρεσίβλητη κατά του από 31.1.2014, με αριθμ. χρηματικού καταλόγου …-2014 και αριθμό ειδοποίησης …, εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου ακίνητης περιουσίας φυσικών προσώπων (Φ.Α.Π.), έτους 2013, της Δ.Ο.Υ. Α΄ …, β) έγινε δεκτή η ενδικοφανής προσφυγή, γ) ακυρώθηκε το από 31.1.2014, με αριθμό χρηματικού καταλόγου …-2014 και αριθμ. ειδοποίησης …, εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου ακίνητης περιουσίας φυσικών προσώπων (Φ.Α.Π.), έτους 2013, της Δ.Ο.Υ. Α΄ …, καθ’ ο μέρος με αυτό είχε συμπεριληφθεί στη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας της ήδη αναιρεσίβλητης, επί της οποίας υπολογίσθηκε ο εν λόγω φόρος, η αξία των με αριθμό ταυτότητας ακινήτου (Α.Τ.ΑΚ.) ακινήτων που αναφέρονται στην απόφαση δ) αποφάνθηκε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι τα ως άνω ακίνητα δεν υπόκεινται, για το έτος 2013, σε φόρο ακίνητης περιουσίας και ε) διατάχθηκε η διενέργεια από τη Δ.Ο.Υ. … νέας εκκαθάρισης του οφειλόμενου από την αναιρεσίβλητη φόρου ακίνητης περιουσίας, έτους 2013.
2. Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με το από 31.1.2014, με αριθμ. χρηματικού καταλόγου …-2014 και αριθμό ειδοποίησης …, εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου ακίνητης περιουσίας φυσικών προσώπων (Φ.ΑΠ.), έτους 2013, της Δ.Ο.Υ. Α΄ …, αφού προσδιορίσθηκε η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας (σύνολο δικαιωμάτων 56) της αναιρεσίβλητης στο ποσό των 2.473.450,80 ευρώ, επιβλήθηκε σε βάρος της τελευταίας φόρος ακίνητης περιουσίας, ποσού 19.134,51 ευρώ. Εξάλλου, στο ως άνω εκκαθαριστικό σημείωμα περιελήφθησαν και τα ευρισκόμενα εντός του σχεδίου της πόλης …, δεκαεννέα (19) συνολικά ακίνητα, των οποίων η αναιρεσίβλητη είναι συγκυρία σε ποσοστό 8,88330% εξ αδιαιρέτου τα οποία αναφέρονται αναλυτικώς στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Στο εν λόγω εκκαθαριστικό σημείωμα τα ως άνω ακίνητα σημειώνονται ως ειδικών συνθηκών, ειδικά δε, τα υπό στοιχ. 2 (με Α.Τ.ΑΚ. …) και 3 (με Α.Τ.ΑΚ. …) ακίνητα, με τον κωδικό 1 «Κτίσματα, τα οποία τελούν υπό αναγκαστική απαλλοτρίωση, περιλαμβανομένων και των επεκτάσεων σχεδίου πόλης πριν την κύρωση της πράξης εφαρμογής, καθώς και κτίσματα για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια ή πρωτόκολλο κατεδάφισης», και τα υπόλοιπα, με τον κωδικό 5 «Οικόπεδο, το οποίο δεν είναι οικοδομήσιμο και δεν μπορεί να τακτοποιηθεί». Κατά του ανωτέρω εκκαθαριστικού σημειώματος, η αναιρεσίβλητη άσκησε ενώπιον της ΔΕΔ της ΓΓΔΕ του Υπουργείου Οικονομικών -όπως μετονομάστηκε η Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης του άρθρου 63 του ν. 4174/2013, σύμφωνα με την Δ6Α 1198069 ΕΞ2013 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 3367/ 31.12.2013)- την με αριθμ. πρωτ. …/…2014 ενδικοφανή προσφυγή, ζητώντας να αφαιρεθεί από τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας της, επί της οποίας υπολογίσθηκε ο φόρος, η, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό του 1.013.990,05 ευρώ, αξία των ανωτέρω δεκαεννέα (19) ακινήτων της. Ειδικότερα, με την ενδικοφανή προσφυγή, η αναιρεσίβλητη υποστήριξε ότι τα ως άνω ακίνητα, τα οποία περιήλθαν στην κυριότητά της, σε ποσοστό 8,8833% εξ αδιαιρέτου, από κληρονομία εξ αδιαθέτου της αποβιώσασας στις 2.5.2000 μητέρας της, … συζ. …, ήταν κατά το χρόνο θανάτου της κληρονομουμένης και εξακολουθούσαν, κατά το χρόνο φορολογίας, να είναι δεσμευμένα, σύμφωνα με το σχέδιο πόλης της … (ΦΕΚ ….), για δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. πρωτ. …. βεβαίωση της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Λαρισαίων προς την ίδια και τους λοιπούς δύο (2) συγκληρονόμους της αποβιώσασας, …. … και … …. Επίσης, υποστήριξε ότι η μη απαλλαγή από το Φ.Α.Π. των ανωτέρω δεσμευμένων ακινήτων της αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 17, 25 παρ. 1 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι έχει ως αποτέλεσμα να υφίσταται υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση για ακίνητα, τα οποία, λόγω της εν ισχύι δέσμευσής τους, αδυνατεί να χρησιμοποιήσει και να εκμεταλλευθεί κατά τον προορισμό τους. Η σχετική προθεσμία για την έκδοση απόφασης επί της εν λόγω ενδικοφανούς προσφυγής παρήλθε άπρακτη, με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται η σιωπηρή απόρριψη αυτής από τη ΔΕΔ. Με την από 9.7.2014 προσφυγή, η αναιρεσίβλητη, επαναφέροντας τους προβληθέντες με την ενδικοφανή προσφυγή ισχυρισμούς και επικαλούμενη την 520/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, προέβαλε ότι η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας σε ακίνητο που έχει απαλλοτριωθεί, λόγω ρυμοτομίας, συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας, κατά παράβαση της αρχής της φορολογικής ισότητας, της αναλογικότητας, του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και ότι η μακρόχρονη, κατά τ’ ανωτέρω, πολεοδομική δέσμευση των προαναφερόμενων ακινήτων της, της έχει στερήσει τη χρήση και εκμετάλλευσή τους και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να μην συνυπολογισθεί η αξία των ακινήτων αυτών στην αξία της ακίνητης περιουσίας της που υποβλήθηκε σε φόρο. Ενόψει δε αυτών, ζήτησε να ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής και να ακυρωθεί το από 31.1.2014, με αριθμ. χρηματικού καταλόγου …-2014 και αριθμό ειδοποίησης …, εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου ακίνητης περιουσίας φυσικών προσώπων (Φ.ΑΠ.), έτους 2013, της Δ.Ο.Υ. …, κατά το μέρος που συμπεριελήφθησαν τα προαναφερόμενα δεσμευμένα ακίνητα, ώστε να μην συνυπολογισθεί στην αξία της ακίνητης περιουσίας της, η αξία των εν λόγω ακινήτων, η οποία ανέρχεται σε 1.013.990,05 ευρώ. Το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο …, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα από την αναιρεσίβλητη έγγραφα και δεν αμφισβητείται από το καθ’ ού, τα επίμαχα δέκα εννέα (19) ακίνητα, τα οποία περιελήφθησαν στο ένδικο εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου ακίνητης περιουσίας, εξακολουθούσαν κατά το χρόνο της φορολογίας (έτος 2013) να είναι ρυμοτομικά δεσμευμένα, για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, σύμφωνα με το σχέδιο πόλης της … και, μάλιστα, επί ιδιαίτερα μακρό χρονικό διάστημα (από το έτος 1989), χωρίς να έχει συντελεσθεί, με την καταβολή πλήρους αποζημίωσης, η απαλλοτρίωσή τους και β) για τον ως άνω λόγο, τα ανωτέρω ακίνητα, η συνολική αξία των οποίων προσδιορίσθηκε από τη φορολογική αρχή στο ποσό του 1.013.990,05 ευρώ, εμπίπτουν στην κατηγορία των ακινήτων εκείνων, των οποίων η δέσμευση με το σχέδιο πόλης έχει οδηγήσει, με ενέργειες της Διοίκησης, σε αδυναμία χρήσης και κάρπωσης, σύμφωνα με τον προορισμό τους, έκρινε (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) με την 131/2019 απόφαση ότι τα ως άνω ρυμοτομικά δεσμευμένα ακίνητα εξαιρούνταν από την επιβολή του φόρου ακίνητης περιουσίας και ότι, συνεπώς, η αξία αυτών δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί στην αξία της ακίνητης περιουσίας της αναιρεσίβλητης, επί της οποίας υπολογίσθηκε ο εν λόγω φόρος, για το έτος 2013, κατ’ αποδοχή, ως βασίμων των σχετικών ισχυρισμών της προσφυγής. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω: α) δέχθηκε την προσφυγή της αναιρεσίβλητης και ακύρωσε την τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη από τον Προϊστάμενο της ΔΕΔ της ΓΓΔΕ του Υπουργείου Οικονομικών της …/…2014 ενδικοφανούς προσφυγής, που άσκησε η ήδη αναιρεσίβλητη κατά του από 31.1.2014, με αριθμ. χρηματικού καταλόγου …-2014 και αριθμ. ειδοποίησης …, εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου ακίνητης περιουσίας φυσικών προσώπων (Φ.Α.Π.), έτους 2013, της Δ.Ο.Υ. Α΄ …, β) ακύρωσε το ανωτέρω από 31.1.2014, με αριθμ. χρηματικού καταλόγου …-2014 και αριθμ. ειδοποίησης …, εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου ακίνητης περιουσίας φυσικών προσώπων (Φ.Α.Π.), έτους 2013, της Δ.Ο.Υ. Α΄ …, καθ’ ο μέρος συμπεριελήφθη στη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας της ήδη αναιρεσίβλητης, επί της οποίας υπολογίσθηκε ο εν λόγω φόρος, η αξία των με αριθμό ταυτότητας ακινήτου (Α.Τ.ΑΚ.) των αναφερόμενων ακινήτων, γ) αποφάνθηκε ότι τα ως άνω ακίνητα δεν υπόκεινται, για το έτος 2013, σε φόρο ακίνητης περιουσίας και δ) διέταξε τη διενέργεια από τη Δ.Ο.Υ. … νέας εκκαθάρισης του οφειλόμενου από την αναιρεσίβλητη φόρου ακίνητης περιουσίας, έτους 2013. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι «[…] τα επίμαχα δέκα εννέα (19) ακίνητα, τα οποία περιελήφθησαν στο ένδικο εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου ακίνητης περιουσίας, εξακολουθούσαν κατά το χρόνο της φορολογίας (έτος 2013) να είναι ρυμοτομικά δεσμευμένα, για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, σύμφωνα με το σχέδιο πόλης της … και, μάλιστα, επί ιδιαίτερα μακρό χρονικό διάστημα (από το έτος 1989), χωρίς να έχει συντελεσθεί, με την καταβολή πλήρους αποζημίωσης, η απαλλοτρίωσή τους, γεγονός που δεν αμφισβητείται από το Ελληνικό Δημόσιο. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά τα οποία η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 του ν. 3842/ 2010, με την οποία προβλέπεται η εφαρμογή ειδικού μειωμένου συντελεστή για τα ακίνητα που έχουν κηρυχθεί αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα ή έχουν ρυμοτομηθεί, είναι ανίσχυρη, κατά το μέρος της αυτό, ως αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εν λόγω ακίνητα εμπίπτουν στην κατηγορία των ακινήτων εκείνων, των οποίων η δέσμευση με το σχέδιο πόλης έχει οδηγήσει, με ενέργειες της Διοίκησης, σε αδυναμία χρήσης και κάρπωσης, σύμφωνα με τον προορισμό τους, που είναι η δόμηση, και ότι συνεπώς τα εμπράγματα δικαιώματα της εφεσίβλητης σε καθένα από τα ανωτέρω ακίνητα θα έπρεπε να εξαιρούνται από το φόρο ακίνητης περιουσίας του ν. 3842/2010. Επομένως, νομίμως και ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση, όσα δε περί του αντιθέτου προβάλλονται με την κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα[…]».
3. Επειδή, όπως προκύπτει από το συνημμένο στην κρινόμενη αίτηση σημείωμα της ΑΑΔΕ, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου με την παρούσα αίτηση (10.139,90 ευρώ) υπολείπεται του προβλεπόμενου στο άρθρο 53 παρ. 4 του πδ 18/1989, όπως ισχύει, χρηματικού ορίου. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ωστόσο, κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 του ν. 3842/2010, είναι αντισυνταγματική, ως αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, η κρινομένη αίτηση ασκείται παραδεκτώς, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 3900/2010.
4. Επειδή, με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως πλήττεται η νομιμότητα της κρίσης της αναιρεσιβαλλομένης, σύμφωνα με την οποία η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 του ν. 3842/2010 (με την οποία προβλέπεται η εφαρμογή ειδικού μειωμένου συντελεστή για τα ακίνητα που έχουν κηρυχθεί αναγκαστικώς απαλλοτριωτέα ή έχουν ρυμοτομηθεί) είναι ανίσχυρη, κατά το μέρος της αυτό, ως αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 17 του Συντάγματος και 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α.. Προβάλλεται ότι η επιβολή, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 3 περ. 3.3.2 του ν. 3842/2010, Φ.Α.Π. με ειδικό μειωμένο συντελεστή 0,80 αντί μηδενικού συντελεστή για τα ως άνω 19 επίμαχα ακίνητα του αναιρεσιβλήτου, που τελούν υπό ρυμοτομική απαλλοτρίωση, δεν έρχεται σε αντίθεση προς τα άρθρα 4 παρ. 5 και 17 του Συντάγματος, ούτε προς το άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., με συνέπεια νομίμως τα εν λόγω ακίνητα να μην εξαιρεθούν από τον Φ.Α.Π. για το έτος 2013, το δε δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, δεχόμενο τα αντίθετα και απορρίπτοντας την έφεση της αναιρεσείουσας, έσφαλε καθιστώντας την απόφασή του αναιρετέα.
5. Επειδή, με τη ΣτΕ 1439/2023, η οποία δημοσιεύθηκε μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, κρίθηκαν τα εξής: «6. […] ο ν. 3842/ 2010, θεσπίζοντας τον ΦΑΠ ως φόρο επί της ακίνητης περιουσίας, απέβλεψε στον καθορισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας των ακινήτων ως βάσης επιβολής του φόρου. Προς τούτο, για τα ακίνητα φυσικών προσώπων σε περιοχές που ισχύει το αντικειμενικό σύστημα, ο νομοθέτης, ως προς τις τιμές εκκίνησης, παρέπεμψε στη σχετική νομοθεσία, ενώ, περαιτέρω, προέβλεψε την εφαρμογή επ’ αυτών συγκεκριμένων συντελεστών αυξομείωσης ανάλογα με το είδος του ακινήτου ή κτιρίου. Προκειμένου, ειδικότερα, για ακίνητα που εμπίπτουν στην κατηγορία των “οικοπέδων”, ο νόμος προβλέπει ότι η φορολογητέα αξία τους είναι ίση με το γινόμενο του συντελεστή οικοπέδου επί τη συνολική τιμή εκκίνησης οικοπέδου, το συντελεστή πρόσοψης, την επιφάνεια του οικοπέδου, τους συντελεστές ειδικών συνθηκών, το συντελεστή ποσοστού αξίας οικοπέδου, το συντελεστή συνιδιοκτησίας και το ποσοστό συνιδιοκτησίας αναλόγως του είδους εμπράγματου δικαιώματος. Τέτοιος “συντελεστής ειδικών συνθηκών” εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, προκειμένου περί “απαλλοτριωτέων ακινήτων”- ο οποίος, ειδικώς στην περίπτωση αυτή, ορίζεται σε 0,80- ενώ, περαιτέρω, προβλέφθηκε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις (απαλλοτριωτέων ακινήτων) δεν εφαρμόζεται ο “συντελεστής πρόσοψης”. Ωστόσο, προκειμένου περί ακινήτων που τελούν υπό ειδικές συνθήκες από άποψη πολεοδομικών βαρών και περιορισμών, όπως είναι, μεταξύ άλλων, εκείνα που έχουν απαλλοτριωθεί λόγω ρυμοτομίας χωρίς να έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση ή εκείνα για τα οποία, παρά την έκδοση διοικητικής ή δικαστικής αποφάσεως με την οποία βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη άρση ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή διαπιστώνεται υποχρέωση άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως, η Διοίκηση δεν έχει προβεί -ως όφειλε- στην εκ νέου ρύθμιση του πολεοδομικού καθεστώτος του συγκεκριμένου ακινήτου (το οποίο, πάντως, δεν καθίσταται εκ νέου οικοδομήσιμο με μόνη τη δημοσίευση της ως άνω αποφάσεως), με συνέπεια, κατά τα προεκτεθέντα, το ακίνητο αυτό να εξακολουθεί να παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν συντελεστές τέτοιοι που να αποδίδουν, κατά το δυνατόν, την πραγματική επίδραση που έχει η απαλλοτρίωση, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, στην αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της φορολογίας. Ειδικότερα δε, θα έπρεπε να ρυθμίζεται ιδιαιτέρως, με την πρόβλεψη μηδενικού συντελεστή, και, κατ’ ακολουθίαν, εξαίρεσης από τον φόρο, η περίπτωση εκείνη, κατά την οποία οι νόμιμες συνέπειες της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ακινήτου, σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες, χρονικές και άλλες, περιστάσεις, ιδίως δε τις σχετικές ενέργειες ή παραλείψεις του Δημοσίου, έχουν ουσιαστικά καταστήσει αδύνατη την κατά προορισμό χρήση και εκμετάλλευση του ακινήτου για τον ιδιοκτήτη του. Γιατί, η υπαγωγή ενός τέτοιου ακινήτου σε φόρο ακίνητης περιουσίας, όπως ο ένδικος φόρος ακίνητης περιουσίας, αφ’ ενός μεν θα συνιστούσε υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφ’ ετέρου δε θα ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αφού, υπό τις συνθήκες αυτές, η κυριότητα του ακινήτου, ως αντικείμενο του φόρου, δεν θα αποτελούσε, για τον ιδιοκτήτη, ένδειξη αντίστοιχης φοροδοτικής ικανότητας, διασφαλίζοντας, όπως θα έπρεπε, τη φορολόγησή του «ανάλογα με τις δυνάμεις του». […]. Τέτοια όμως ρύθμιση, πρόβλεψη δηλ. για την τελευταία αυτή περίπτωση μηδενικού συντελεστή, δεν περιέχεται στον ν. 3842/2010, με τον οποίο καθορίζεται αδιακρίτως, για όλα τα “απαλλοτριωτέα ακίνητα”, ενιαίος συντελεστής 0,80 επί της αξίας τους. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 περ. 3.3, υποπερ. 3.3.2 του ν. 3842/2010, καθ’ ο μέρος προβλέπει εφαρμογή του ενιαίου αυτού συντελεστή, αντί μηδενικού, και σε περιπτώσεις ακινήτων εντός σχεδίου των οποίων η απαλλοτρίωση λόγω ρυμοτομίας έχει οδηγήσει, κατά τ’ ανωτέρω, σε αδυναμία χρήσης και εκμετάλλευσης κατά τον προορισμό τους, που είναι, κατ’ αρχήν, η δόμηση, είναι αντίθετη στις ως άνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και τις απορρέουσες από αυτές αρχές και, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέα. 7. […] με την απόφαση 520/2014 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι, η έννοια της (εξουσιοδοτικής) διάταξης του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 3634/2008 («Κατάργηση φόρου κληρονομιών και γονικών παροχών – Απαλλαγή πρώτης κατοικίας – Ενιαίο τέλος ακινήτων […]», Α΄ 9)- με την οποία, προκειμένου να προσδιορισθεί η φορολογητέα αξία των ακινήτων για την επιβολή του ενιαίου τέλους ακινήτων (Ε.Τ.ΑΚ), παρασχέθηκε εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών όπως, με απόφασή του, καθορίσει κανονιστικώς τους εφαρμοστέους (επί των τιμών εκκίνησης του αντικειμενικού συστήματος) “συντελεστές αυξομείωσης” ανά είδος ακινήτου ή κτηρίου είναι ότι, προκειμένου περί ακινήτων που τελούν υπό ειδικές συνθήκες από άποψη πολεοδομικών βαρών και περιορισμών, όπως είναι εκείνα που έχουν απαλλοτριωθεί λόγω ρυμοτομίας χωρίς να έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση, θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται συντελεστές τέτοιοι που να αποδίδουν, κατά το δυνατόν, την πραγματική επίδραση που έχει η απαλλοτρίωση, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, στην αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο της φορολογίας. Ειδικότερα, όπως κρίθηκε με την απόφαση αυτή, θα έπρεπε να ρυθμίζεται ιδιαιτέρως, με την πρόβλεψη μηδενικού συντελεστή (και, κατ’ ακολουθίαν, εξαίρεσης από το φόρο), η περίπτωση εκείνη, κατά την οποία οι νόμιμες συνέπειες της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ακινήτου, σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες, χρονικές και άλλες, περιστάσεις, ιδίως δε τις σχετικές ενέργειες ή παραλείψεις του Δημοσίου, έχουν ουσιαστικά καταστήσει αδύνατη την κατά προορισμό χρήση και εκμετάλλευση του ακινήτου για τον ιδιοκτήτη του. Και τούτο διότι η υπαγωγή ενός τέτοιου ακινήτου σε φόρο ακίνητης περιουσίας, όπως το ενιαίο τέλος ακινήτων, αφ’ ενός μεν θα συνιστούσε υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφ’ ετέρου δε θα ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αφού, υπό τις συνθήκες αυτές, η κυριότητα του ακινήτου, ως αντικείμενο του φόρου, δεν θα αποτελούσε, για τον ιδιοκτήτη, ένδειξη αντίστοιχης φοροδοτικής ικανότητας, διασφαλίζοντας, όπως θα έπρεπε, τη φορολόγησή του «ανάλογα με τις δυνάμεις του». Επομένως, όπως κρίθηκε με την απόφαση αυτή, η σχετικώς εκδοθείσα 1085787/888/0013/13.8.2008 κανονιστική απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (Β΄1714), με την οποία καθορίζεται αδιακρίτως, για όλα τα ακίνητα που «έχουν κηρυχθεί απαλλοτριωτέα», ενιαίος συντελεστής 0,80 επί της αξίας τους και δεν προβλέπεται μηδενικός συντελεστής σε περιπτώσεις ακινήτων εντός σχεδίου των οποίων η απαλλοτρίωση λόγω ρυμοτομίας έχει οδηγήσει, κατά τ’ ανωτέρω, σε αδυναμία χρήσης και εκμετάλλευσης κατά τον προορισμό τους, που είναι, κατ’ αρχήν, η δόμηση, είναι ανίσχυρη, ως εκτός εξουσιοδοτήσεως, με συνέπεια, τα εν λόγω ακίνητα να εξαιρούνται από το ενιαίο τέλος του ν. 3634/2008 ευθέως εκ του νόμου τούτου. 8. … η διάταξη του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζει τα εξής: «Όταν Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου αυτού. […]». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, δεν επιβάλλεται η παραπομπή από Τμήμα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου του ζητήματος της συνταγματικότητας διάταξης τυπικού νόμου όταν η Ολομέλεια ή το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει για την συνταγματικότητα άλλης μεν διάταξης τυπικού νόμου, πλην ταυτόσημης κατά περιεχόμενο με την εφαρμοστέα, ώστε στην περίπτωση αυτή να πρόκειται αναμφίβολα για το ίδιο κατ’ ουσία νομικό ζήτημα (βλ. ΣτΕ 1763/2021, 678/2017 επταμ., 112/2016 επταμ., 1476/2004 Ολομ., κ.ά.). 9. … όπως προαναφέρθηκε, με την απόφαση 520/2014 της Ολομελείας κρίθηκε ότι η υπαγωγή σε φόρο ακίνητης περιουσίας, όπως ο ΕΤΑΚ, ακινήτων που τελούν υπό ειδικές συνθήκες από άποψη πολεοδομικών βαρών και περιορισμών, όπως είναι εκείνα που έχουν απαλλοτριωθεί λόγω ρυμοτομίας χωρίς να έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση, δεν είναι σύμφωνη με τις ως άνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και απορρέουσες από αυτές αρχές και ότι, επομένως η ως άνω 1085787/888/0013/13.8.2008 κανονιστική απόφαση που προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή 0,80 (αντί μηδενικού) προκειμένου περί τέτοιων ακινήτων είναι ανίσχυρη ως εκτός εξουσιοδοτήσεως. Η κριθείσα, εξ άλλου, κατά τα ανωτέρω (σκέψη 6), ως αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 περ. 3.3, υποπερ. 3.3.2 του ν. 3842/2010 περί ΦΑΠ προβλέπει, επίσης, όπως και η διάταξη της ως άνω 1085787/888/0013/13.8.2008 υπουργικής απόφασης, που κρίθηκε ως εκτός εξουσιοδοτήσεως με την απόφαση 520/2014 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, την εφαρμογή σε περιπτώσεις όπως οι ανωτέρω, του ίδιου ως άνω μειωτικού συντελεστή 0,80 (αντί μηδενικού). Επομένως, η διάταξη της ως άνω 1085787/888/0013/13.8.2008 κανονιστικής απόφασης που κρίθηκε με την απόφαση 520/2014 της Ολομελείας ως εκτός εξουσιοδοτήσεως είναι ταυτόσημη κατά περιεχόμενο, ως προς τα στοιχεία της που ασκούν επιρροή στην ταυτότητα του συνταγματικού ζητήματος που τίθεται (πρβλ. ΣτΕ 1763/2021, 678/2017 επταμ, 112/2016 επταμ.), με την εφαρμοσθείσα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 32 παρ. 3 περ. 3.3, υποπερ. 3.3.2 του ν. 3842/2010, με την οποία τίθεται το ίδιο κατ’ ουσίαν νομικό ζήτημα της, κατά παράβαση των ως άνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων και απορρεουσών από αυτές αρχών, υπαγωγής σε φόρο ακίνητης περιουσίας ακινήτων των οποίων οι νόμιμες συνέπειες της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσής τους, σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες, χρονικές και άλλες, περιστάσεις, ιδίως δε τις σχετικές ενέργειες ή παραλείψεις του Δημοσίου, έχουν ουσιαστικά καταστήσει αδύνατη την κατά προορισμό χρήση και εκμετάλλευση τους για τους ιδιοκτήτες τους. Κατόπιν τούτου, εφόσον πρόκειται για το ίδιο κατ’ ουσίαν νομικό ζήτημα, το οποίο επιλύθηκε με την ως άνω απόφαση της Ολομέλειας, δεν συντρέχει περίπτωση υποχρεωτικής παραπομπής σε αυτήν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, του ζητήματος της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα των διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 3 περ. 3.3, υποπερ. 3.3.2 του ν. 3842/2010 (πρβλ. ΣτΕ 176/2020, 545/2019, 172/2018 επταμ., 678/2017 επταμ., 112/2016 επταμ.)». Όμοια κρίση διατυπώνεται και στη ΣτΕ 1620/2023.
6. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω κριθέντων με τις ΣτΕ 1439, 1620/2023, ο μοναδικός προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, προβάλλεται αβασίμως και πρέπει να απορριφθεί, όπως και η αίτηση στο σύνολό της.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο αναιρεσείον Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2024
Ο Πρόεδρος του Β´ Τμήματος
Μιχαήλ Πικραμένος
Η Γραμματέας
Καλλιόπη Ανδρέου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2024.
Ο Πρόεδρος
Ηλίας Μάζος
Η Γραμματέας
του Γ΄ Θερινού Τμήματος
Ελένη Τουρόγιαννη