Αριθμός 1545/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2024, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, Φραντζέσκα Γιαννακού, Κασσιανή Μαρίνου, Ιωάννης Μιχαλακόπουλος, Σύμβουλοι, Βασιλική Ρέτσα, Αικατερίνη Σούκη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Λάμπρος Ρίκος.
Για να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, που υποβλήθηκε με την 1151/2024 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, σχετικά με την από 22 Ιουνίου 2021 έφεση:
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Προϊσταμένου του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων), η οποία παρέστη με τη Σοφία Μπίκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του […] Με την έφεση αυτή η εκκαλούσα Αρχή επιδιώκει να εξαφανισθεί η υπ’ αριθ. 17597/2020 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Κασσιανής Μαρίνου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο της εκκαλούσας Αρχής, η οποία τοποθετήθηκε επί του προδικαστικού ερωτήματος και των λόγων της εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την 17597/2020 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά μερική αποδοχή ανακοπής του […], ακυρώθηκαν η υπ’ αριθμ. 196/1.7.2016 έκθεση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Αναστασίου Σαρβανίδη περί αναγκαστικής κατασχέσεως ακίνητης περιουσίας του ανακόπτοντος καθώς και οι από 16.6.2016 υπ’ αριθμ. 16726 και 167272 εκθέσεις κατασχέσεως του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.), με τις οποίες επιβλήθηκε κατάσχεση εις χείρας […], αντιστοίχως, ως τρίτων, σε όσα οφείλουν ή πρόκειται να οφείλουν στον ανακόπτοντα, για χρέη της εταιρείας […], της οποίας ο ανακόπτων διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος. Ειδικότερα, το διοικητικό πρωτοδικείο, αφού ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (εφεξής ΚΦΔ), σε συμφωνία με τα άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, δεχόμενο ότι για να είναι έγκυρη η με συστημένη επιστολή επίδοση πράξεως που εκδίδεται από τη φορολογική διοίκηση, πρέπει να συντάσσεται από τα όργανα των Ελληνικών Ταχυδρομείων (εφεξής ΕΛΤΑ) αποδεικτικό παραλαβής, το οποίο πρέπει, επί ποινή ακυρότητος να περιλαμβάνει ορισμένα ουσιώδη στοιχεία, όπως είναι ο αριθμός της επιδοθείσας πράξεως, η ημέρα και η ώρα επιδόσεως καθώς και το ονοματεπώνυμο και η υπογραφή του οργάνου που επέδωσε και του προσώπου που παρέλαβε την πράξη, εν συνεχεία, έκρινε ότι εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει η περιέλευση στον ανακόπτοντα ατομικής ειδοποιήσεως του άρθρου 47 του ΚΦΔ, διότι το Δημόσιο δεν προσκόμισε αποδεικτικά παραλαβής των συστημένων επιστολών των ΕΛΤΑ τις οποίες είχε αποστείλει στον ανακόπτοντα, από τα οποία να προκύπτει η ημερομηνία και το πρόσωπο που παρέλαβε το συστημένο, υπογράφοντας το σχετικό αποδεικτικό παραλαβής. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, επιληφθέν της από 22.6.2021 εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως, αγόμενο σε αντίθετη κρίση, δεχόμενο δηλαδή ότι το τεκμήριο (πλασματικής) κοινοποιήσεως που θεσπίζεται από το ως άνω άρθρο 5 του ΚΦΔ, δεν τελεί «σε δυσαρμονία» προς τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται πραγματική επίδοση, υπέβαλε με την 1151/2024 απόφασή του -δεδομένης και της υπάρξεως σειράς αντιθέτων αποφάσεων άλλων διοικητικών εφετείων, καθώς και του ότι «η κρίση επί του ζητήματος αυτού έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων στους οποίους κοινοποιούνται τέτοιες ατομικές ειδοποιήσεις […]»- το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010: «εάν η θέσπιση με την διάταξη του εδ. α΄ της παρ. 5 του άρθρου 5 του ν. 4174/2013, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 47 του ίδιου νόμου, μαχητού τεκμηρίου περί της σύννομης κοινοποίησης στον οφειλέτη του Δημοσίου φορολογούμενο ατομικής ειδοποίησης μετά την παρέλευση δεκαπέντε ημερών από την ημέρα αποστολής της σε αυτόν με συστημένη επιστολή τελεί σε αρμονία με το κατοχυρωμένο στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. δικαίωμά του σε έννομη δικαστική προστασία που συνίσταται στην άσκηση ανακοπής κατά της ατομικής αυτής ειδοποίησης με την οποία δύναται να αμυνθεί αποτελεσματικά πριν την επιβολή κατάσχεσης εις βάρος του».
[….] 4.Ως προς τις εν λόγω διατάξεις, εν όψει και της αιτιολογικής τους εκθέσεως, καθώς και σχετικής ερμηνευτικής εγκυκλίου της Διοικήσεως, με τις πρόσφατες 922-924/2024 αποφάσεις της επταμελούς συνθέσεως του Στ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδοθείσες, κατ’ αναίρεση σε υποθέσεις επί ανακοπών φυσικών προσώπων κατά εκθέσεων αναγκαστικής κατασχέσεως ακίνητης περιουσίας των ανακοπτόντων (οι δύο πρώτες αποφάσεις) και κατά ταμειακής βεβαιώσεως ποσού εις βάρος της ανακόπτουσας (η τρίτη απόφαση) έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: «[…] από τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, την ειδικότερη αρχή της φανερής δράσεως της Διοίκησης, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 3, 66 παρ. 1, 93 παρ. 2 του Συντάγματος (ΣτΕ Ολομ. 3319/2010, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2386/1970, 2638/1973, ΣτΕ 7μ. 1361/2013, 2310/2014, ΣτΕ 1940/1983, 159, 1732/2017 κ.ά.), καθώς και το δικαίωμα για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α.), απορρέει ο κανόνας ότι δυσμενής ατομική διοικητική πράξη μη δημοσιευτέα κατά νόμο, επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι εκείνου στον οποίο αφορά, μόνον από την κοινοποίησή της σε αυτόν ή τουλάχιστον από το χρονικό σημείο κατά το οποίο αυτός έλαβε γνώση, δίχως, πάντως, η κοινοποίηση να καθίσταται συστατικό στοιχείο της πράξεως (ΣτΕ 616-618/2021, 602/2003 Ολομ., 157/2023 7μ.). Περαιτέρω, διατάξεις από την εφαρμογή των οποίων (δια της εκδόσεως των σχετικών διοικητικών πράξεων), δύνανται να επέλθουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στα πρόσωπα στα οποία αυτές αφορούν, όπως είναι οι προβλέπουσες την επιβολή επιβαρύνσεων υπό τη μορφή φόρων, τελών, εισφορών και οποιασδήποτε φύσεως κυρώσεις καθώς και διατάξεις από την εφαρμογή και τήρηση των οποίων εξαρτάται η έναρξη των διαδικασιών της αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη των ως άνω φόρων, τελών κ.λπ., πρέπει να τελούν σε συμφωνία με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 157/2023) και να ερμηνεύονται υπό το φως των συνταγματικών αυτών αρχών. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω […], η κοινοποίηση των πράξεων της Φορολογικής Διοικήσεως ρυθμίζεται, ήδη, από πλέγμα διατάξεων του ΚΦΔ, και, εφ’ όσον γίνει νόμιμα, συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την έναρξη προθεσμιών για την άσκηση διοικητικών προσφυγών και ενδίκων βοηθημάτων καθώς και την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος των οφειλετών του Δημοσίου. Ειδικότερα, από τη συστηματική ερμηνεία των προαναφερθεισών διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 5 του ΚΦΔ, ενόψει και των διαληφθέντων στην οικεία αιτιολογική έκθεση, συνάγεται ότι στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού των σχέσεων κράτους πολιτών, εκσυγχρονισµού της λειτουργίας των υπηρεσιών του και προσαρμογής τους στη ραγδαία ταχύτητα των τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά και ενόψει, μεταξύ άλλων, της δυσανάλογης αυξήσεως του αριθμού πράξεων της φορολογικής αρχής, οι οποίες χρήζουν κοινοποιήσεως, καθώς και στο πλαίσιο εξοικονομήσεως ανθρωπίνων και οικονομικών πόρων, ο νομοθέτης θέλησε, από τούδε και στο εξής οι κοινοποιήσεις των πράξεων της Φορολογικής Διοικήσεως να γίνονται πρωτίστως ηλεκτρονικώς [την κατά κανόνα ψηφιακή κοινοποίηση υιοθετεί, πλέον, άλλωστε και ο -μη ισχύων εν προκειμένω- νέος ΚΦΔ (άρθρο 5 παρ. 1 ν. 5104/2024 Α΄ 58)] (πρβλ. ΣτΕ 615/2024 7μ.), ούτως ώστε η Φορολογική Διοίκηση να διευκολυνθεί και να εξυπηρετηθεί ο δημοσίου συμφέροντος σκοπός της επισπεύσεως των διαδικασιών βεβαιώσεως και εισπράξεως των φορολογικών και λοιπών εσόδων (πρβλ. ΣτΕ 157/2023 7μ.). Η ως άνω δε προβλεφθείσα διαδικασία ηλεκτρονικής κοινοποιήσεως, όπως αυτή έχει εξειδικευτεί με σειρά άλλων συναφών διατάξεων, κρίθηκε, ήδη, ως διασφαλίζουσα, κατ’ αρχήν, την ταυτοποίηση και επιβεβαίωση της ταυτότητας του φορολογουμένου, τελούσα, ως εκ τούτου, σε συμφωνία με τη συνταγματική αρχή της ασφάλειας δικαίου, αλλά και του κατοχυρωμένου στο άρθρο 5Α του Συντάγματος γενικού δικαιώματος πληροφορήσεως του πολίτη αναφορικά με υπάρχουσες υποχρεώσεις του, δυνάμενες να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στην περιουσία του (βλ. ΣτΕ 157/2023 7μ.). Εξάλλου, και η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις δυνατότητα κοινοποιήσεως των πράξεων της Φορολογικής Διοικήσεως στους φορολογουμένους με συστημένη επιστολή, εντασσόμενη στο ως άνω σύστημα διατάξεων (προβλεπόμενη, άλλωστε, και στο -ταυτοσήμου διατυπώσεως- άρθρο 5 του νέου ΚΦΔ και επιτρεπόμενη, κατ’ εξαίρεσιν στις, κατά το άρθρο 83 αυτού, ορισθησόμενες περιπτώσεις), εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, ήτοι τον σκοπό της επισπεύσεως των διαδικασιών βεβαιώσεως και εισπράξεως των φορολογικών και λοιπών εσόδων. Κατά τα ήδη δε κριθέντα, αλλά και γενόμενα δεκτά από την ίδια τη Φορολογική Αρχή, με την […] ΠΟΛ 1180/ 27.9.2018 του Διοικητού της ΑΑΔΕ, με την οποία, κατά τούτο, αποδίδεται ορθώς το νόημα του νόμου, το τεκμήριο νόμιμης κοινοποιήσεως, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις αυτές και το οποίο έχει μαχητό χαρακτήρα δεν έχει, πάντως, έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία, από το συνταχθέν αποδεικτικό επιδόσεως της ταχυδρομικής υπηρεσίας, προκύπτει ότι η πράξη της Φορολογικής Διοικήσεως επιδόθηκε στον προς ον η επίδοση σε συγκεκριμένη ημερομηνία (βλ. ΣτΕ 1115/2021) και δη μεταγενέστερη του δεκαπενθημέρου, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 5 ως χρονικό σημείο συναγωγής του τεκμηρίου. Ομοίως, εφ’ όσον η επίδοση αμφισβητείται από τον προς ον, εφ’ όσον δηλαδή αυτός αμφισβητεί ότι πράγματι παρέλαβε τη συστημένη επιστολή, τότε κατά την αληθή έννοια της ως άνω διατάξεως, ερμηνευόμενης υπό το φως των προαναφερθεισών συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου και της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν εφαρμόζεται το προαναφερθέν τεκμήριο, αλλά η Φορολογική Διοίκηση οφείλει, πλέον, να αποδείξει, με κάθε πρόσφορο τρόπο, την πραγματική παραλαβή της πράξεως από τον προς ον αυτή αφορά ή την πλήρη γνώση του περιεχομένου της από αυτόν (πρβλ. ΣτΕ 2592/2021)».
5. Επειδή, εν όψει της, κατά τ’ ανωτέρω, επιλύσεως, με την παρατεθείσα νομολογία του Δικαστηρίου, του ζητήματος που τίθεται και εν προκειμένω με το πιο πάνω προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε, δια της 1151/2024 αποφάσεώς του, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, πρέπει να δοθεί η ακόλουθη, σύμφωνη με την ως άνω νομολογία, απάντηση, εν συνεχεία δε η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο διοικητικό εφετείο, προκειμένου να εκδοθεί οριστική απόφαση επ’ αυτής.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απαντά ως ακολούθως στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα:
Το τεκμήριο νόμιμης κοινοποιήσεως, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 5 του ΚΦΔ, και το οποίο έχει μαχητό χαρακτήρα, δεν έχει, πάντως, έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία η επίδοση αμφισβητείται από τον προς ον, ήτοι εφ’ όσον αυτός αμφισβητεί ότι πράγματι παρέλαβε τη συστημένη επιστολή. Στην περίπτωση αυτή, κατά την αληθή έννοια της ως άνω διατάξεως, ερμηνευόμενης υπό το φως των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου, της φανερής δράσεως της Διοικήσεως, της ασφάλειας δικαίου και της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν εφαρμόζεται το προαναφερθέν τεκμήριο, αλλά η Φορολογική Διοίκηση οφείλει, πλέον, να αποδείξει, με κάθε πρόσφορο τρόπο, την πραγματική παραλαβή της πράξεως από τον προς ον αυτή αφορά ή την πλήρη γνώση του περιεχομένου της από αυτόν.
Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, για την έκδοση οριστικής αποφάσεως επ’ αυτής.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 2024
ΣΤΕ 1545/2024 Έγκυρη κοινοποίηση πράξεων της φορολογικής διοίκησης που αφορούν αναγκαστική κατάσχεση
Πηγή :