– Προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 23 του ν. 2242/1994, καθώς το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλει την επίμαχη κύρωση είχε παραγραφεί δυνάμει της αρχής της χρηστής διοίκησης και της ανάλογης εφαρμογής των διατάξεων του Αστικού Κώδικα. Εσφαλμένα, εξάλλου, κρίθηκε, κατά την αναιρεσείουσα, ότι δεν προβλέπεται χρόνος παραγραφής για το επίμαχο πρόστιμο. Προκειμένου να δικαιολογηθεί η κατ’ εξαίρεση παραδεκτή άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, προβάλλεται, σε σχέση με τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, ότι επί του τεθέντος ζητήματος δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας.
Επί του ως άνω νομικού ζητήματος, το οποίο ανάγεται στην ερμηνεία της εφαρμοσθείσας από το δικάσαν διοικητικό εφετείο διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 23 του ν. 2242/1994 και είναι κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, δεν υπάρχει πράγματι νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας. Ως εκ τούτου, ο ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού και είναι εξεταστέος ως προς τη βασιμότητά του.
Η αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων στον ευαίσθητο τομέα του δικαίου προστασίας του παράκτιου χώρου και, εν γένει, του δικαίου της προστασίας του περιβάλλοντος, συναγόμενη ως ειδικότερη πτυχή των αρχών της ασφάλειας του δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της διαφάνειας της διοικητικής δράσης, επιβάλλει την ταχεία διεξαγωγή των περιβαλλοντικών ελέγχων και τη λήψη των σχετικών αποφάσεων, καθώς και την αποφυγή αδράνειας της διοικήσεως για μακρά χρονικά διαστήματα που δεν δύνανται, αναλόγως των περιστάσεων, ευλόγως να δικαιολογηθούν. Πράγματι, η ταχεία έρευνα και έκδοση αποφάσεων σχετικά με τη διάπραξη παραβάσεων στον σχετικό τομέα συνιστά κρίσιμη παράμετρο για την πλήρη και αποτελεσματική προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο έχει αναχθεί σε αντικείμενο ιδιαίτερης έννομης προστασίας σύμφωνα με το Σύνταγμα για τη διασφάλιση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης που αποτελεί ευθύνη του Κράτους, για την ενίσχυση της αποτρεπτικής λειτουργίας των διοικητικών κυρώσεων που επιβάλλονται εν προκειμένω, αλλά και για την προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των φυσικών ή νομικών προσώπων, σε βάρος των οποίων επιβάλλονται οι επίμαχες κυρώσεις, τόσο ενώπιον της Διοικήσεως όσο και ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι πράξη επιβολής κύρωσης για παράβαση της νομοθεσίας περί αιγιαλού, κατά το άρθρο 3 παρ. 23 του ν. 2242/1994 καθίσταται παράνομη, εάν έχει εκδοθεί καθ’ υπέρβαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, το χρονικό εύρος της οποίας προσδιορίζεται ανάλογα με τις περιστάσεις εκάστης υποθέσεως (όπως το μέγεθος και το πλήθος των αυθαίρετων κατασκευών, η σοβαρότητα των διαπιστούμενων παραβάσεων κ.λπ.), όχι όμως εξαιτίας και μόνο της παρόδου συγκεκριμένου -χρονικού διαστήματος μεταξύ της ημερομηνίας εκδόσεώς της και της ημερομηνίας τελέσεως της παραβάσεως, ενόψει και του πραγματοπαγούς χαρακτήρα του πρωτοκόλλου κατεδάφισης αυθαιρέτου στον αιγιαλό, πρόστιμο επιβάλλεται όχι μόνον στον κατασκευαστή αλλά και σε όποιον έχει σχέση με τις αυθαίρετες κατασκευές επί του αιγιαλού, αρκεί οι κατασκευές αυτές, ανεξαρτήτως του φυσικού ή νομικού προσώπου που τις ανήγειρε, να έλαβαν χώρα μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2242/1994 (3.10.1994). Υπό το πρίσμα αυτό, χρονικό σημείο, από το οποίο εκκινεί η διαδικασία επιβολής προστίμου σε βάρος του προσώπου που έχει, κατά τα ανωτέρω, σχέση με τις αυθαίρετες κατασκευές σε’ αιγιαλό, και το οποίο αποτελεί την αφετηρία υπολογισμού της εύλογης διάρκειάς της, είναι ο χρόνος διαπίστωσης από τα αρμόδια διοικητικά όργανα της ύπαρξης αυθαίρετων κατασκευών στον αιγιαλό, εφόσον βεβαίως αυτές έχουν ανεγερθεί μετά τις 3.10.1994, κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης.
Η έκδοση της αρχικής πράξης επιβολής προστίμου 2 έτη και 3 μήνες μετά τη διαπίστωση της ύπαρξης αυθαίρετων κατασκευών με τις οποίες έχει σχέση η αναιρεσείουσα και της προσβαλλόμενης 3,5 περίπου έτη μετά τη μερική αποδοχή της σχετικής αίτησης θεραπείας, δεν παραβίασε την αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων στον ευαίσθητο τομέα του δικαίου προστασίας του παράκτιου χώρου. Ουδόλως δε διαπιστώνεται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης ή κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους της Διοίκησης. Ως εκ τούτου, και ανεξαρτήτως των επιμέρους αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.