Οι προσφεύγοντες επικαλούνται συνταγματικούς λόγους, ζητώντας την ακύρωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων με τον φόρο που προκύπτει από την τεκμαρτή φορολόγησή τους, καθώς δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά τους εισοδήματα
Απορρίπτονται η μία μετά την άλλη από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ οι προσφυγές των ελευθέρων επαγγελματιών κατά του τεκμαρτού τρόπου φορολόγησης.
Οι προσφεύγοντες επικαλούνται συνταγματικούς λόγους, ζητώντας την ακύρωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων με τον φόρο που προκύπτει από την τεκμαρτή φορολόγησή τους, καθώς δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά τους εισοδήματα.
Νίπτει τας χείρας
Ωστόσο, η ΔΕΔ… νίπτει τας χείρας, επισημαίνοντας για το σύνολο των περιπτώσεων ότι η συνταγματικότητα αφορά τα αρμόδια δικαστήρια, ενώ παραθέτει τα βασικά χαρακτηριστικά σημεία του ψηφισθέντος νόμου και προσθέτει ότι οι προσφεύγοντες δεν συμπλήρωσαν τον κωδικό 443 στο Ε1, για διενέργεια φορολογικού ελέγχου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΔΕΔ, οι προσφυγές απορρίπτονται για τους ακόλουθους λόγους:
Οι προσφεύγοντες που αμφισβητούν τον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης όφειλαν να συμπληρώσουν τον κωδικό 443-444 του εντύπου Ε1, δηλαδή να υποβάλλουν αίτημα για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου από την ΑΑΔΕ, αλλά δεν το έπραξαν.
Η αρχή της νομιμότητας
Η Δημόσια Διοίκηση δεσμεύεται από την αρχή της νομιμότητας, όπως αυτή καθιερώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 2, 43, 50, 82, 83 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 8721/1992, 2987/1994) και η οποία συνεπάγεται ότι η Διοίκηση οφείλει ή μπορεί να προβαίνει μόνο σε ενέργειες που προβλέπονται και επιβάλλονται ή επιτρέπονται από τους κανόνες που θεσπίζουν το Σύνταγμα, οι νομοθετικές πράξεις, οι διοικητικές κανονιστικές πράξεις, που έχουν εκδοθεί βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθώς και από κάθε κανόνα ανώτερης ή ισοδύναμης προς αυτούς τυπικής ισχύος.
Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων βασίζονται σε συνταγματικούς κανόνες και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, ο έλεγχος των οποίων ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Δικαστηρίων.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση επαγγελματία, για τον οποίο προέκυψε, με βάση το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα, εισόδημα 11.043 ευρώ από επιχειρηματική δραστηριότητα και του επιβλήθηκε φόρος 1.316,76 ευρώ.
Ο επαγγελματίας υπέβαλε ενδικοφανή προσφυγή και ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχει το εισόδημα αυτό, δήλωσε αδυναμία πληρωμής του καταλογισθέντα φόρου και προχώρησε σε παύση λειτουργίας της ατομικής επιχείρησης κατά τη διάρκεια του 2023 λόγω μη ύπαρξης εσόδων. Ωστόσο, η αίτηση απορρίφθηκε, γιατί, μεταξύ άλλων, δεν συμπλήρωσε τον κωδικό 443 του εντύπου Ε1, που αφορά το αίτημα για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου από την ΑΑΔΕ.
Διενέργεια φορολογικού ελέγχου
Υπενθυμίζεται ότι με την υποβολή της δήλωσης, ο φορολογούμενος ζητά τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου, προκειμένου να αποδείξει ότι το εισόδημά του είναι μικρότερο του τεκμαρτού.
Ο φορολογούμενος υποχρεούται, το αργότερο εντός 60 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, να συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με την περιουσιακή του κατάσταση και τις συνθήκες διαβίωσης του ιδίου, της/του συζύγου/ΜΣΣ και των προστατευόμενων μελών. Αυτές οι πληροφορίες θα αξιολογηθούν κατά τον φορολογικό έλεγχο.
Λίγες οι προσφυγές
Σε σύνολο περίπου 400.000 ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων που φορολογήθηκαν φέτος με βάση το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα, μόνο 1.037 επέλεξαν να αμφισβητήσουν το νέο σύστημα και να μπουν σε διαδικασία τακτικού ελέγχου για να αποδείξουν ότι αδικούνται.
Επίσης, 686 επαγγελματίες που υπέβαλαν αίτηση αμφισβήτησης του τεκμαρτού εισοδήματος επικαλέστηκαν αντικειμενικούς λόγους, όπως νοσηλεία, στρατιωτική θητεία ή άλλους λόγους για μειωμένη απασχόληση, με αποτέλεσμα το πραγματικό τους εισόδημα το 2023 να είναι χαμηλότερο από το τεκμαρτό.
Ο μικρός αριθμός προσφυγών οφείλεται στο γεγονός ότι η αμφισβήτηση των τεκμηρίων περνάει μέσα από εξονυχιστικό έλεγχο για την εισοδηματική και περιουσιακή τους κατάσταση σε βάθος πενταετίας, με πιθανό τον κίνδυνο να χρεωθούν με έξτρα φόρο και πρόστιμα.