Αριθμός 1051/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α’ Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χριστίνα-Ζαφειρία Γαβριηλίδου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Γεώργιο Σχοινοχωρίτη-Εισηγητή, Ευτύχιο Νικόπουλο, Κορνηλία Πανούτσου και Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιουλίου 2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Άννας Καλουτά και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει: Α) την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, περί αναιρέσεως της 167/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, με κατηγορούμενο τον Σ. Χ. του Β., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Ν. Χατζηνικολάου και Παναγιώτα Τσίχλα και Β) την αίτηση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Σ. Χ. του Β., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Ν. Χατζηνικολάου και Παναγιώτα Τσίχλα, για αναίρεση της ίδιας ως άνω αποφάσεως και με υποστηρίζουσες την κατηγορία τις: 1) εταιρία με την επωνυμία “Ο. Ε. Ε. Δ. Μ. Ε..Π..Ε.”, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 2) εταιρία με την επωνυμία “Α. Μ. Ο..Ε.”, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 3) Β. Ο. του Δ., κάτοικο …, η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Κοσμίδου.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και α) ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17-3-2023 αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης Νικολάου Δεληδήμου και β) ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4-4-2023 αίτησή του αναίρεσης, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 302/2023.
Αφού άκουσε Α) Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: 1) να γίνει δεκτή η ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης Ν. Δεληδήμου και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ως προς το αναιρούμενο σκέλος της πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως και 2) πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος Σ. Χ. και Β) τους πληρεξουσίους δικηγόρους των παραστάντων διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 17-3-2023 του Αντεισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και 4-4-2023 του Σ. Χ. του Β. αιτήσεις για την αναίρεση της υπ’ αριθ. 167/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμ/των Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αιτών Σ. Χ. κηρύχθηκε, κατά πλειοψηφία, αθώος για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και ένοχος για την πράξη του εμπρησμού από αμέλεια και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, ανασταλείσα επι τριετία, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα.
Ι
.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 § 1 του καταργηθέντος ΠΚ, υπό την ισχύ του οποίου παραπέμφθηκε και καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Σ. Χ., ” Όποιος επιφέρει από αμέλεια τον θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ “από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων οι οποίες δεν τροποποιήθηκαν με το νέο ΠΚ που ισχύει από 1/7/2019, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση θανάτωσης άλλου υποκειμενικά δε: α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλομένης κατ` αντικειμενική κρίση προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και με βάση τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και β) δυνατότητα αυτού βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων του να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε (μη συνειδητή αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια) και ακόμη να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος. Η παράλειψη, που αποτελεί την αρνητική εκδήλωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς με την οποία μπορεί να τελεσθεί η ανθρωποκτονία από αμέλεια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής. Όταν όμως η αμέλεια συνίσταται σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, για τη θεμελίωση των παραπάνω εγκλημάτων ως εγκλημάτων που τελούνται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ. Κατά τη διάταξη αυτή, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως και η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη (δηλαδή ειδική και όχι γενική) νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υποχρέου ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος (ΑΠ 799/2019). Όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο της συνδρομής (συγκλίνουσας) αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά υπέχει ευθύνη αυτοτελώς και χωριστά από τα άλλα κατά τα λόγο της αμέλειας που επιδείχθηκε από αυτό και εφόσον το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή κατά την κοινή αντίληψη είναι εκείνη που από μόνη της ή μαζί με τη συμπεριφορά άλλου προσώπου βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Αρκεί, δηλαδή, προς θεμελίωση της ευθύνης η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν για την πρόκλησή του συνέβαλαν και άλλοι όροι αμέσως ή εμμέσως (λ.χ. αμέλεια του παθόντος ή τρίτου). Στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση που αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, αν γινόταν δηλαδή η επιβεβλημένη ενέργεια, η οποία τελικά δεν έγινε, τότε με μεγάλη πιθανότητα (η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας) θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (ΑΠ 1041/2019, ΑΠ 318/2017). Για τη θεμελίωση αιτιώδους συνδέσμου αρκεί η σχετική παράλειψη να ήταν ένας μόνο από τους περισσότερους όρους παραγωγής του εγκληματικού αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο αυτό δεν θα επερχόταν (ΑΠ 726/2015). Διακοπή της αιτιώδους συνάφειας υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η παρεμβαλλόμενη συμπεριφορά του παθόντος ή τρίτου εξουδετερώνει και καθιστά ανενεργό την αρχική συμπεριφορά του δράστη.
Συνεπώς, αν το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια είναι απότοκο της αμέλειας πολλών, το κάθε πρόσωπο υπέχει ευθύνη αυτοτελώς και χωριστά από τα άλλα κατά τον λόγο της αμέλειάς του που αποδείχθηκε και εφόσον το αποτέλεσμα που επήλθε τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (ΟλΑΠ 4/2010, ΑΠ 940, 1079/2015, ΑΠ 337, 1527/2010, ΑΠ 1441/2002).
ΙΙ. Με τις διατάξεις του Ν.3850/2010 “Κώδικας νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων”, ορίζονται μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: “Ο παρών κώδικας έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή μέτρων για την προαγωγή της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων κατά την εργασία” (άρθρο 1 εδ. α`). “Οι διατάξεις του κώδικα εφαρμόζονται, εφόσον δεν ορίζεται αλλιώς, σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα” (άρθρο 2 παρ. 1). “Για την εφαρμογή του παρόντος, νοείται ως: α)….β) εργοδότης: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συνδέεται με σχέση εργασίας με τον εργαζόμενο και έχει την ευθύνη για την επιχείρηση ή και την εγκατάσταση” (άρθρο 3 παρ. 1 περ. β`). “1. Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων 5. Στο πλαίσιο των ευθυνών του, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων” (άρθρο 42 § 1 και 5). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 § 1 του αυτού νόμου 3850/2010 “Στις επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζομένους ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τεχνικού ασφάλειας, σύμφωνα και με το άρθρο 12 παράγραφος 4, ενώ κατά την παρ.2 “Στις επιχειρήσεις που απασχολούν 50 και άνω εργαζομένους, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας, σύμφωνα με το κεφάλαιο Β` του παρόντος. Κατά δε το άρθρο 14 “Συμβουλευτικές αρμοδιότητες του τεχνικού ασφάλειας 1. Ο τεχνικός ασφάλειας παρέχει στον εργοδότη υποδείξεις και συμβουλές, γραπτά ή προφορικά, σε θέματα σχετικά με την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων. Τις γραπτές υποδείξεις ο τεχνικός ασφάλειας καταχωρεί σε ειδικό βιβλίο της επιχείρησης, το οποίο σελιδομετρείται και θεωρείται από την Επιθεώρηση Εργασίας. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει γνώση ενυπογράφως των υποδείξεων που καταχωρούνται σε αυτό το βιβλίο. 2. Ειδικότερα ο τεχνικός ασφάλειας: α) συμβουλεύει σε θέματα σχεδιασμού, προγραμματισμού, κατασκευής και συντήρησης των εγκαταστάσεων…, β) ελέγχει την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και των τεχνικών μέσων, πριν από τη λειτουργία τους, καθώς και των παραγωγικών διαδικασιών και μεθόδων εργασίας πριν από την εφαρμογή τους και επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και πρόληψης των ατυχημάτων, ενημερώνοντας σχετικά τους αρμόδιους προϊσταμένους των τμημάτων ή τη διεύθυνση της επιχείρησης και κατά το άρθρο 15 “1. Για την επίβλεψη των συνθηκών εργασίας ο τεχνικός ασφάλειας έχει υποχρέωση: α) να επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας από πλευράς υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, να αναφέρει στον εργοδότη οποιαδήποτε παράλειψη των μέτρων υγείας και ασφάλειας, να προτείνει μέτρα αντιμετώπισης της και να επιβλέπει την εφαρμογή τους,., β).. γ)…δ)… 2. Για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στην επιχείρηση ο τεχνικός ασφάλειας έχει υποχρέωση: α) να μεριμνά ώστε οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση να τηρούν τους κανόνες υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και να τους ενημερώνει και καθοδηγεί για την αποτροπή του επαγγελματικού κινδύνου που συνεπάγεται η εργασία τους, β) να συμμετέχει στην κατάρτιση και εφαρμογή των προγραμμάτων εκπαίδευσης των εργαζομένων σε θέματα υγείας και ασφάλειας. 3…. 4…5…”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο νομοθέτης, προκειμένου να εξασφαλίσει τη σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων, προσδιορίζει επακριβώς το πλαίσιο ενέργειας του τεχνικού ασφάλειας, ο οποίος ως επιστήμονας και εξειδικευμένος στους τόπους παροχής εργασίας έχει υποχρέωση να ελέγχει τυχόν ελλείψεις των τεχνικών εγκαταστάσεων, οι οποίες δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων. Ο έλεγχος επιβάλλεται να είναι ουσιαστικός και να υποδεικνύεται η λήψη των αναγκαίων μέτρων ασφάλειας, παραλλήλως δε αναγνωρίζεται η υποχρέωση στον τεχνικό ασφάλειας να σημειώνει σε ειδικό βιβλίο τις υποδείξεις του προκειμένου να λαμβάνει γνώση ο εργοδότης, η κατά συνέχεια δε συμπλήρωση του βιβλίου αυτού εξασφαλίζεται με τη θεώρηση από την επιθεώρηση εργασίας. Η κατά νόμο συμμόρφωση του τεχνικού ασφάλειας εξαντλεί το πλαίσιο της ευθύνης του και εναπόκειται στον εργοδότη να υλοποιήσει τα όσα υποδεικνύονται (ΑΠ 1396/2020, ΑΠ 545/2019, ΑΠ 1172/2017).
ΙΙΙ.Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ` του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ” αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ” επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η εταιρεία με την επωνυμία “Σ. Χ. & Σ. Ο.” και το διακριτικό τίτλο “Χ.”, της οποίας διαχειριστής είναι ο κατηγορούμενος, δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εμπορία ειδών χρωματισμού, καθαρισμού, θερμομόνωσης και συναφών προϊόντων και διαθέτει τις κεντρικές εγκαταστάσεις της στο Ο.Τ. 20 της ΒΙ.ΠΕ.Θ. …. Δυνάμει του από 15-10-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού, καταρτίστηκε μεταξύ των Ι. Μ., Φ. Μ. και Λ. Μ. και του κατηγορουμένου, με την προαναφερθείσα ιδιότητά του, σύμβαση μίσθωσης, με βάση την οποία μισθώθηκε, από την εταιρία “Χ.” χώρος, έκτασης 600 τ.μ., μετά της έμπροσθεν αυτού “αυλής”, εμβαδού 400 τ.μ. περίπου, της μισής ακάλυπτης και της υπόλοιπης σκεπασμένης με λαμαρινοσκεπή. Ο χώρος αυτός, ο οποίος βρίσκεται σε απόσταση 450 μέτρων από τις κεντρικές εγκαταστάσεις της επιχείρησης, μισθώθηκε από τον κατηγορούμενο, ως αποθηκευτικός χώρος (δομικών υλικών, χρωμάτων, εξοπλισμού κ.λ.π.), όπως ρητά αναφέρεται στο ανωτέρω συμφωνητικό, στο οποίο (ιδιωτικό συμφωνητικό), μεταξύ άλλων, υπήρχαν οι όροι, ότι: “Η μισθώτρια οφείλει να τηρεί…τις πολεοδομικές διατάξεις νόμων που αφορούν την επιχείρησή της, να μην τοποθετεί εντός του μισθίου, ιδιαιτέρως εύφλεκτα και εκρηκτικά υλικά” και ότι “Τροποποίηση οποιοσδήποτε όρου του παρόντος, αποδεικνύεται μόνο εγγράφως και με την έγγραφη συναίνεση του εκμισθωτή”. Αρχικά, ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε τον ανωτέρω χώρο, ο οποίος ήταν κατασκευασμένος με τοιχοποιία από οπτόπλινθο και μεταλλικά πάνελ, σκελετό από μεταλλικούς δοκούς και οροφή από ελενίτ, ως αποθήκη εμπορευμάτων, ενώ, περί τον Απρίλιο του 2015, τοποθέτησε σ’αυτόν ένα μηχάνημα και συγκεκριμένα, ένα συρρικνωτικό συσκευαστικό μηχάνημα, το οποίο αρχικά χειριζόταν ο θανών, Ν. Κ. και στη συνέχεια, ο εργαζόμενος Μ. Ζ.. Το εν λόγω μηχάνημα, το οποίο ήταν τοποθετημένο διαγώνια δεξιά από την κύρια είσοδο και σε απόσταση περίπου 12 μέτρων από αυτήν (βλ. από 26-8-2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Χ. Γ.), αποτελείται από διάφορα επι μέρους τμήματα, διαθέτει: α) είσοδο τροφοδοσίας, β) τροφοδοσία φιλμ συσκευασίας, γ) φούρνο “τούνελ” θερμοσυρρίκνωσης, δ) τμήμα ψύξης ετοίμων με αέρα και ε) τμήμα εξόδου ετοίμων προϊόντων. Πρόκειται για ένα μεγάλο σε μέγεθος μηχάνημα, καθαρά επαγγελματικό-για χρήση εργοστασιακή, κατά τη λειτουργία του οποίου, αναπτύσσονται ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες. Σ’αυτό, όπως αναφέρεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, τοποθετείται στην είσοδό του χαρτονένια βάση με τα προς συσκευασία εμπορεύματα με στοιβασιά, τα οποία αφού τυλιχτούν με ειδικό πλαστικό φιλμ πολυαιθυλενίου, προωθούνται στον φούρνο θερμοσυρρίκνωσης, όπου με την επενέργεια θερμού αέρα θερμοκρασίας 150 με 200 βαθμούς Κελσίου, η νάιλον επικάλυψη της στοιβασίας αυτοσυρρικνώνεται σφίγγοντας τα εμπορεύματα ώστε να παρουσιάζουν συμπαγές σύνολο. Στο χώρο της αποθήκης ήταν αποθηκευμένες πρώτες ύλες συσκευασίας (χαρτόνια και φύλλα από πλαστικό υλικό), μεταλλικοί και πλαστικοί περιέκτες (δοχεία, μπουκάλια) εύφλεκτων υγρών (βλ. προαναφερθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Χ. Γ.) αλλά και έτοιμα προϊόντα προς πώληση. Την 25-8-2015, περί ώρα 09.32′, κατά τη λειτουργία του μηχανήματος, προκλήθηκε φωτιά μέσα στο φούρνο, η οποία επεκτάθηκε και έλαβε διαστάσεις πυρκαγιάς. Από αυτήν κάηκε ολοσχερώς η αποθήκη, το πατάρι και όλα τα περιεχόμενα της αποθήκης ενώ κατέπεσε και η οροφή της. Η φωτιά επεκτάθηκε και σε όμορη επιχείρηση της εταιρίας με την επωνυμία “Ο. Ε. Ε. Δ. Μ. Ε..Π..Ε..”, εμβαδού 700 τ.μ. περίπου, καίγοντας ολοσχερώς τον αποθηκευτικό χώρο αυτής με το σύνολο του περιεχομένου της. Κατά την ώρα εκδήλωσης της φωτιάς, στο χώρο της αποθήκης, εργάζονταν, ο Ζ. Μ., που βρισκόταν μπροστά στο συρρικνωτικό μηχάνημα και ο θανών, Ν. Κ., που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση και σε σημείο όπου έκοβε κομμάτια χαρτονιού, που προορίζονταν να τοποθετηθούν στη βάση των συσκευασιών. Επιχείρησαν και οι δύο με τους υπάρχοντες (δύο) φορητούς πυροσβεστήρες να κατασβέσουν την φωτιά, πλην τούτο δεν κατέστη εφικτό και διέκοψαν την προσπάθεια τους. Όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 25-8-2015 έκθεση απλής αυτοψίας των επιληφθέντων του συμβάντος ανακριτικών υπαλλήλων, εντός του χώρου και πλησίον της πόρτας εισόδου-εξόδου, βρέθηκε απανθρακωμένος ο Κ. Ν., ο θάνατος του οποίου προκλήθηκε από καθολικά εγκαύματα συνεπεία της πυρκαγιάς (βλ. υπ’αριθμ. πρωτ. 1653/15-9-2015 ιατροδικαστική έκθεση). Από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η ένδικη πυρκαγιά οφείλεται στην αμελή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος, λόγω έλλειψης της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, όπως ο μέσος συνετός άνθρωπος υπό τις ίδιες συνθήκες και με βάση τους νομικούς κανόνες, τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής καθώς και τις επικρατούσες συνήθειες και την επαγγελματική του εμπειρία, παρέλειψε να λάβει και τα ελάχιστα μέτρα ασφάλειας, με συνέπεια να προκληθεί η πυρκαγιά, γεγονός που αυτός (κατηγορούμενος) δεν προέβλεψε. Είχε δε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ο κατηγορούμενος, λόγω της εργοδοτικής του ιδιότητας και ρητών διατάξεων νόμων, να αποτρέψει αυτό το αποτέλεσμα λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα ασφάλειας. Από την άνω δε πυρκαγιά προέκυψε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και σε άνθρωπο, αφού κατέκαψε την αποθήκη, ιδιοκτησίας των Ι. Μ., Φ. Μ. και Λ. Μ. και μεταδόθηκε στην γειτονική αποθήκη της όμορης επιχείρησης της εταιρίας με την επωνυμία “Ο. Ε. Ε. Δ. Μ. Ε..Π..Ε..”, εμβαδού 700 τ.μ. περίπου, καίγοντας ολοσχερώς αυτήν με το σύνολο του περιεχομένου της. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος ο οποίος κατά το κρίσιμο χρόνο ήταν υπεύθυνος, λόγω της ανωτέρω ιδιότητάς του, να μεριμνά για την προστασία και ασφάλεια των εργαζομένων του και για την τήρηση των επιβαλλόμενων κατά το νόμο μέτρων ασφαλείας, δεν έλαβε, από αμέλεια του, τα απαραίτητα μέτρα πρόληψης και προστασίας προς αποφυγή εκδήλωσης πυρκαγιάς αλλά και έγκαιρης κατάσβεσής της και ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην από 20-1-2016 έκθεση αυτοψίας θανατηφόρου εργατικού ατυχήματος, συνταχθείσα από τις Π. Ρ., Επιθεωρήτρια Ασφάλειας και Υγείας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Μ. Α., Επιθεωρήτρια Ασφάλειας και Υγείας του Τμήματος Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία- Β’Τομέα Θεσσαλονίκης-Πέλλας: α) παρέλειψε να εκδώσει από την αρμόδια αρχή άδεια λειτουργίας του χώρου ως χώρου εργασίας συσκευασίας εμπορευμάτων: κατά παράβαση του ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης του συγκεκριμένου χώρου, η χρήση του οποίου προοριζόταν για αποθήκη εμπορευμάτων, μετέτρεψε αυτόν σε χώρο εργασίας, τοποθετώντας και θέτοντας σε λειτουργία το συρρικνωτικό μηχάνημα χωρίς να λάβει τη σχετική άδεια από την αρμόδια αρχή, για την έκδοση της οποίας απαιτείτο έγκριση από την Πυροσβεστική Υπηρεσία της σχετικής μελέτης πυροπροστασίας, η οποία συντάσσεται από μηχανικό και αναλύει τα συστήματα ενεργητικής και παθητικής πυροπροστασίας που εφαρμόζει η επιχείρηση (παρ. 4 και 5 του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ I, του άρθρου 10, του ΠΔ 16/1996), β) παρέλειψε να εκδώσει από την αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία, πιστοποιητικό πυροπροστασίας, το οποίο εκδίδεται μετά την έγκριση της μελέτης πυροπροστασίας, η οποία υποβάλλεται από την επιχείρηση και ελέγχεται από την Πυροσβεστική Υπηρεσία για την πληρότητα της και την επάρκεια των προβλεπόμενων πυροσβεστικών μέσων αλλά και την απαιτούμενη οργάνωση της επιχείρησης στην αντιμετώπιση εκδήλωσης πυρκαγιάς, γ) παρέλειψε να διορίσει τεχνικό ασφαλείας, γνωστοποιώντας τα καθήκοντα του στην αρμόδια υπηρεσία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 3850/2010 “περί μέτρων για την βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία”, ο οποίος στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του που περιγράφονται στα άρθρα 14 και 15 του ίδιου νόμου, για την επίβλεψη των συνθηκών εργασίας, θα επόπτευε την εκτέλεση ασκήσεων πυρασφάλειας και συναγερμού για τη διαπίστωση ετοιμότητας προς αντιμετώπιση ατυχημάτων, δ) παρέλειψε να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την πυρασφάλεια και την εκκένωση των χώρων από εργαζόμενους, όπως αυτά είναι προσαρμοσμένα στο μέγεθος και στη φύση των δραστηριοτήτων της επιχείρησής του και να ορίσει τους εργαζόμενους που είναι υπεύθυνοι για την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων, όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 και 2 του Ν. 3850/2010. Οι ως άνω αμέλειες και παραλείψεις του κατηγορουμένου συνδέονται αιτιωδώς με την πρόκληση της ένδικης πυρκαγιάς και τη μη έγκαιρη κατάσβεσή της, αφού εάν είχαν ληφθεί τα προαναφερόμενα προληπτικά αλλά και κατασταλτικά μέτρα πυροπροστασίας και είχε εκδοθεί η σχετική άδεια, η αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία, που είναι σε θέση να εκτιμήσει και προσδιορίσει την καταλληλότητα και την επάρκεια συγκεκριμένων μέτρων που κρίνονται απαραίτητα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, θα καθόριζε με ποιόν τρόπο θ’ αντιμετωπιζόταν σχετικός κίνδυνος από πρόκληση πυρκαγιάς και θα όριζε τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν, ενώ επιπλέον η έλλειψη τεχνικού ασφαλείας οδήγησε στην αδυναμία αντιμετώπισης του επελθόντος γεγονότος πρόκλησης της φωτιάς, η οποία έλαβε διαστάσεις πυρκαγιάς. Ο κατηγορούμενος, ισχυρίζεται ότι έλαβε μέτρα πυρασφάλειας, όπως ο ίδιος έκρινε ότι απαιτούντο και συγκεκριμένα διέθετε δύο φορητούς πυροσβεστήρες, τους οποίους χρησιμοποίησαν οι δύο εργαζόμενοι καθώς και πυροσβεστική φωλιά στερεωμένη σε τοίχο της αποθήκης. Όπως προαναφέρθηκε οι εργαζόμενοι έκαναν χρήση των πυροσβεστήρων, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού δεν κατάφεραν να περιορίσουν την φωτιά, ενώ από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι έκαναν χρήση της πυροσβεστικής φωλιάς. Ο κατηγορούμενος, ενεργώντας αλλαζονικά και απαξιωτικά προς τους θεσμούς, παρέκαμψε την αρμόδια υπηρεσία και καθόρισε ο ίδιος τα μέτρα πυρασφάλειας, που, κατά την κρίση του, έπρεπε να λάβει. Αντίθετα, εάν ακολουθούσε τη νόμιμη οδό, θα καθορίζονταν τα μέτρα πυροπροστασίας που έπρεπε να λάβει και ανάλογα με την κατηγορία βαθμού κινδύνου, όπως αυτές ορίζονται στη σχετική Πυροσβεστική διάταξη, θα καθορίζονταν και οι πυροσβεστήρες και πυροσβεστικές φωλιές που έπρεπε να διαθέτει. Στη χρήση δε αυτών καθοριστική θα ήταν η συμβολή του τεχνικού ασφαλείας, ο οποίος με ασκήσεις πυρασφάλειας που θα πραγματοποιούσε στους εργαζόμενους, θα τους υποδείκνυε και τη χρήση της πυροσβεστικής φωλιάς, που όπως αποδείχθηκε δεν χρησιμοποίησαν οι εργαζόμενοι. Κατόπιν τούτων, εφόσον αποδείχθηκε ότι οι ως άνω, οφειλόμενες σε μη συνειδητή αμέλεια του, παραλείψεις του κατηγορουμένου ο οποίος με βάση όσα προεκτέθησαν, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση της πυρκαγιάς, τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση της, το Δικαστήριο πείσθηκε, κατ’ομόφωνη κρίση, ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτόν με το κατηγορητήριο αξιόποινη πράξη του εμπρησμού από αμέλεια τελεσθείσα με παράλειψη (του υπόχρεου} και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος όπως κατηγορείται”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και αλληλοσυμπληρώνονται με όσα περιέχονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος του εμπρησμού από από αμέλεια, που τελέστηκε με παράλειψη, για το οποίο καταδικάστηκε o αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος αυτού, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 15, 26 εδ.β, 28, 79, 264 § 2 ΝΠΚ, σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθ. 8,10, 14,15,42 §§ 1,5,7 (δ), 45 §§ 1,2 του ν.3850/2010 και παρ.4 και 5 του Παραρτ. Ι του άρθ. 10 του ΠΔ 16/1996 τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα στο άρθ. 8 § 1 του ν.3850/2010 προβλέπεται ότι σε επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζομένους ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τεχνικού ασφάλειας, σύμφωνα και με το άρθρο 12 § 4, ενώ κατά την παρ.2, σε επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερος από 50 εργαζόμενους υπάρχει υποχρέωση χρησιμοποιήσεως τεχνικού ασφαλείας σύμφωνα με το κεφάλαιο Β` του παρόντος. Επομένως, η υποχρέωση να χρησιμοποιείται τεχνικός ασφαλείας υπάρχει σε κάθε επιχείρηση που ανήκει στην κατηγορία Α’ ανεξάρτητα από τον αριθμό των εργαζομένων, εκείνο δε που διαφέρει είναι το επίπεδο γνώσεων των χρησιμοποιουμένων τεχνικών ασφαλείας, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 12 ν.3850/2010. Επειδή δε η επιχείρηση του κατηγορουμένου ανήκει, σύμφωνα με το αντικείμενο οικονομικής της δραστηριότητος, στην κατηγορία Α (άρθ. 10 του ν.3850/2010), δεν είχε τη δυνατότητα αυτός να αναπληρώσει τον τεχνικό ασφαλείας είτε με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό είτε εκτελώντας ο ίδιος αυτά τα καθήκοντα, κατά τους ορισμούς της παρ.5 του άρθρου 12. Κατά συνέπεια, για την σαφήνεια και πληρότητα της αιτιολογίας δεν χρειαζόταν να αναφέρεται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης ο αριθμός των εργαζομένων ρητώς, αφού σε κάθε περίπτωση η παραπομπή γίνεται στην παρ.1 του άρθρου 8 ν.3850/2010. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης του κατηγορουμένου εκ του στοιχ. Δ της παρ.1 το άρθρου 510 ΚΠοινΔ είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, η υπ’αυτού παράλειψη εκδόσεως αδείας λειτουργίας και πιστοποιητικού πυροπροστασίας και η παράκαμψη της αρμόδιας υπηρεσίας και ο υπό του ιδίου καθορισμός των μέτρων πυρασφάλειας, αποτέλεσαν όρους της επελεύσεως του αποτελέσματος, αφού αν ακολουθούσε τη νόμιμη οδό, θα καθορίζονταν τα μέτρα πυροπροστασίας που έπρεπε να λάβει και ανάλογα με την κατηγορία βαθμού κινδύνου, όπως αυτές ορίζονται στη σχετική πυροσβεστική διάταξη, θα καθορίζονταν και οι πυροσβεστήρες και πυροσβεστικές φωλιές που έπρεπε να διαθέτει. Στη χρήση δε αυτών καθοριστική θα ήταν η συμβολή του τεχνικού ασφαλείας, ο οποίος με ασκήσεις πυρασφάλειας που θα πραγματοποιούσε στους εργαζόμενους, θα τους υποδείκνυε και τη χρήση της πυροσβεστικής φωλιάς, που όπως αποδείχθηκε δεν χρησιμοποίησαν οι εργαζόμενοι.
Συνεπώς και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης εκ του στοιχ.Δ είναι αβάσιμος. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης πλήττεται απαραδέκτως η περί την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του Δικαστηρίου. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο απάντησε σε όλους τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του κατηγορουμένου σχετικά με την θεμελίωση της υπ’αυτού ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης να εμποδίσει την πραγμάτωση της ποινικής υποστάσεως του εγκλήματος, με βάση τις παρατεθείσες αναλυτικά παραλείψεις του σχετικά με την λήψη των καταλλήλων μέτρων, όπως προεκτέθηκε. Παραβίαση δε του τεκμηρίου αθωότητος δεν αποδείχθηκε, αφού το Δικαστήριο πείστηκε πλήρως για την ενοχή του κατηγορουμένου. Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος. IV. Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς, που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 171 § 2 και 333 § 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγούν στο ευνοϊκότερο για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, ακόμη δε περισσότερο να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη των οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 § 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή των οποίων βεβαίως, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης, ερευνά και αυτεπαγγέλτως, χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Προϋπόθεση, όμως, της δυνατότητας αξιολόγησης και σε περίπτωση ευδοκίμησής τους, της επέλευσης του ευνοϊκότερου για τον κατηγορούμενο αποτελέσματος, είναι η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή, με ανάπτυξή τους κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους, άλλως το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους, ενώ δεν αρκεί για το ορισμένο του σχετικού ισχυρισμού η επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή τον χαρακτηρισμό με τον οποίον είναι αυτή γνωστή στη νομική ορολογία. Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 § 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΝΠΚ, μεταξύ άλλων, η υπό στοιχ. α` που συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”. Κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, του Δικαστηρίου δυνάμενου να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από το άρθρο 178 ΚΠοινΔ. Όπως δε αναγράφεται σχετικά στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω νέου ΠΚ, αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης της “νόμιμης” ζωής, ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η ασφαλής διαπίστωση εκείνου, το οποίο είναι νομικώς κρίσιμο στο κράτος δικαίου, στο οποίο ο ελεύθερος και υπεύθυνος πολίτης οφείλει τούτο και μόνο, να συμμορφώνεται στο νόμο. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικαστεί για ελαφρό πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 § 1 εδαφ. β) “απαραβίαστη” προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Το Δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει μόνο τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Για το ορισμένο του ισχυρισμού πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά θεμελιωτικά σύννομης προηγούμενης ζωής του υπαιτίου, η οποία υπάρχει όταν αυτός δεν έχει παραβιάσει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δηλαδή στη διάρκεια του χρόνου σέβεται τα έννομα αγαθά και συμμορφώνεται με τις επιταγές του νόμου, ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως μοναδική παραφωνία, κάτι που κανένας δεν περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Ο προηγούμενος σύννομος βίος του υπαιτίου αποδεικνύεται πρωτίστως με την απουσία από το ποινικό του μητρώο καταδικών για αξιόποινες πράξεις. Το λευκό ποινικό μητρώο του υπαίτιου το οποίο κατ` ελάχιστον απαιτείται για την αναγνώριση του εν λόγω ελαφρυντικού συνιστά αναμφίβολα ένα ισχυρό (μαχητό) τεκμήριο προηγούμενης σύννομης ζωής, ωστόσο δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για την ουσιαστική αξιολόγηση του βίου ως σύννομου, αφού η σύννομη ζωή δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο, αλλά με τον πραγματικό σεβασμό των εννόμων αγαθών στον καθημερινό βίο. Ενώ επίσης, όπως σαφώς προκύπτει από την ως άνω διάταξη, η αναγνώριση της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του υπαιτίου για ελαφρό πλημμέλημα, εναπόκειται δε στο Δικαστήριο να αξιολογήσει αυτό ως ελαφρό ή μη, συνεκτιμώντας παράλληλα τις περιστάσεις τέλεσης του εκδικαζόμενου εγκλήματος και τη χρονική απόσταση της παλαιότερης καταδίκης από τη νέα τελεσθείσα πράξη (ΑΠ 64/2023). Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος, μετά την κατάφαση της ενοχής του, υπέβαλε γραπτώς δια των συνηγόρων του το ακόλουθο αίτημα αναγνωρίσεως ελαφρυντικών εκ του άρθ. 84 § 2α και 2δ ΠΚ: “α)(…) Είμαι διαχειριστής εταίρος στην εταιρία με την επωνυμία “Χ. Σ.. και Σ. Ο..Ε..” και τον διακριτικό τίτλο “Χ.”, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της παραγωγής και εμπορίας προϊόντων χρωματισμού, καθαρισμού, θερμομόνωσης και συναφών προϊόντων. Λειτουργώ την επιχείρησή μου ανελλιπώς από το 2001 και έχω προσφέρει δουλειά και απασχολώ πλέον 32 άτομα. Διαθέτω πλείστες πιστοποιήσεις για την ποιότητα των προϊόντων που παράγω με ευαισθησία για την προστασία του περιβάλλοντος. Η επιχείρησή μου διαθέτει πιστοποιήσεις ISO 14001 και 9001 από την Αυστριακή εταιρία …, είμαι ενεργό μέλος της … και ανάδοχος παιδιού στη …. Ουδέποτε απασχόλησα τη δικαιοσύνη με οποιαδήποτε φύσης υπόθεση προτού λάβει χώρα το τραγικό αυτό συμβάν, ενώ και το ποινικό μου μητρώο είναι “λευκό”. β)(…) Όπως τονίστηκε, έπραξα ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να ενημερωθεί άμεσα η πυροσβεστική υπηρεσία και να περιορίσει τις ζημίες στο ελάχιστο εφικτό, εμποδίζοντας την εστία της φωτιάς να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Μάλιστα στην προσπάθειά μου αυτή και από το άγχος και τη βιασύνη μου έπεσα από το όχημα που οδηγούσα και χτύπησα το χέρι μου. Τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα του ατυχούς γεγονότος, δεν είχα μεταβεί στο χώρο όπως συνήθιζα κάθε μέρα, αλλά βρισκόμουν στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου. Στη διαδρομή και πλησιάζοντας στο χώρο, διαπίστωσα την ύπαρξη καπνών να προέρχονται από εκεί και αμέσως προκειμένου να μην χρονοτριβούμε κατευθύνθηκα στην πυροσβεστική, που βρισκόταν σε απόσταση 500 μέτρων από την αποθήκη. Αφού ενημέρωσα τους πυροσβέστες για τη φωτιά και έλαβα την απάντηση ότι ήταν ήδη σε γνώση τους, έφυγα αμέσως για να μεταβώ στο χώρο της πυρκαγιάς. Φτάνοντας εκεί και από την βιασύνη μου να βοηθήσω στην κατάσβεση της φωτιάς και την αναστάτωσή μου έπεσα από τη μηχανή και χτύπησα μάλιστα το χέρι μου. Σχεδόν ταυτόχρονα με εμένα έφτασε και η πυροσβεστική, η οποία ξεκίνησε την κατάσβεση της πυρκαγιάς. Εγώ μη βρίσκοντας κανέναν στον προαύλιο χώρο, ούτε και τα άτομα της διπλανής επιχείρησης του Χ. Σ., επιχείρησα να πλησιάσω στην αποθήκη προκειμένου να διαπιστώσω με βεβαιότητα ότι όλοι είχαν εξέλθει του χώρου και ήταν ασφαλείς, αλλά οι πυροσβέστες δεν με άφησαν να προσεγγίσω περαιτέρω. Περαιτέρω, την 25.08.2015 αμέσως μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς, στο χώρο του μισθίου διενήργησαν αυτοψία το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και η Διεύθυνση Περιβάλλοντος και για πρώτη φορά με ενημέρωσαν, καθότι δεν είχαμε λάβει καμία ενημέρωση από τους εκμισθωτές, ότι η στέγη του μισθίου, η οποία καταστράφηκε από τη φωτιά και έπεσε στο δάπεδο, ήταν κατασκευασμένη από αμιαντολαμαρίνα και για τον λόγο αυτό θα έπρεπε να προσληφθεί εξειδικευμένη και αδειοδοτημένη εταιρία προκειμένου να συλλέξει τον αμίαντο, που ήταν πλέον πεσμένος εντός του χώρου του μισθίου και να τον απομακρύνει, προκειμένου να καταστραφεί με ειδικό τρόπο. Παρά το γεγονός ότι δεν είχαμε καμία υποχρέωση να συλλέξουμε τον αμίαντο, καθότι η αφαίρεσή του από την στέγη και αντικατάστασή του με ασφαλές υλικό, ήταν υποχρέωση των ιδιοκτητών, κινήθηκα αμέσως, καθώς συνέτρεχαν λόγοι προστασίας της δημόσιας υγείας κι έδωσα σχετική εντολή στην εταιρία Π. Α. η οποία είναι αδειοδοτημένη για την ασφαλή μεταφορά και καταστροφή ταυ. Το συνολικό κόστος για την ασφαλή απομάκρυνση του αμιάντου ανήλθε στις 94.148,65 Ε το οποίο και αποπλήρωσα στην εν λόγω εταιρία, ενώ πλέον σήμερα όπως πιστοποιείται από την έκθεση του επιθεωρητή Χημικού Μηχανικού κ. Κ., η αποθήκη είναι καθαρή από αμίαντο”. Απαντώντας η προσβαλλομένη στον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου διέλαβε τα εξής: “Στην προκειμένη περίπτωση, ο προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί αναγνώρισης συνδρομής στο πρόσωπό του, της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α’ του ΠΚ, είναι απορριπτέος, ως ουσία αβάσιμος, αφού δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος έζησε σύννομα μέχρι την εκ μέρους του τέλεση της ένδικης αξιόποινης πράξης, αφού από το συνημμένο στη δικογραφία δελτίο του ποινικού του μητρώου προκύπτει ότι αυτός έχει τιμωρηθεί για τις αξιόποινες πράξεις της παράβασης του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης τριάντα (30) ημερών και χρηματική ποινή καθώς και φυλάκισης δεκαπέντε (15) ημερών και για παράβαση νόμου για την εξοικονόμηση ενέργειας και του επιβλήθηκε χρηματική ποινή. Εξάλλου, ο προταθείς από τους συνηγόρους υπεράσπισης του κατηγορουμένου αυτοτελής ισχυρισμός περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του, της προβλεπόμενης από το άρθρο 84 παρ. 2δ’ του ΠΚ, ελαφρυντικής περίστασης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος από ουσιαστική άποψη, καθόσον δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν, ειδικότερα δε δεν προέκυψαν πραγματικά περιστατικά που να υποδηλώνουν ειλικρινή μεταμέλειά του και επιδίωξη, εκ μέρους του, άρσης ή μείωσης των συνεπειών της ως άνω παράνομης και αξιόποινης πράξης του, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος, καθόσον προς αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης της ειλικρινούς μεταμέλειας, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα νομική σκέψη, προϋποτίθεται τουλάχιστον η ομολογία της πράξης, την οποία όμως ο κατηγορούμενος στην κρινόμενη υπόθεση, αρνείται ότι τέλεσε, προσαρμόζοντας τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν στους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς”. Ετσι που έκρινε το Εφετείο και απέρριψε αμφότερους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου δεν υπέπεσε στην παράβαση που ελέγχεται αναιρετικά με τον υπό στοιχ. Δ του άρθ. 510 § 1 ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, αφού αιτιολόγησε πλήρως και χωρίς ασάφειες ότι απέρριψε το ελαφρυντικό εκ του άρθ. 84 § 2α’ΠΚ λόγω του ότι το ποινικό του μητρώο δεν ήταν λευκό, χωρίς να υπάρχει ανάγκη περαιτέρω αιτιολογίας σχετικά με τον χαρακτήρα των αδικημάτων για τα οποία είχε καταδικασθεί αυτός, ενώ ορθά, πλήρως και χωρίς ασάφειες αιτιολόγησε και την απόρριψη του ελαφρυντικού της παρ.2δ, με την επισήμανση ότι ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι τέλεσε την πράξη του εμπρησμού. Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. V.Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 § 2 και 498 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η αιτίαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 § 3 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ “Η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη”. Από την τελευταία αυτή διάταξη, που έχει εν προκειμένω εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 589 § 3 του νέου ΚΠοινΔ, εφόσον η υπ’αριθ. ΒΤΠΘ637,993,1472,1927/2019 εν μέρει αθωωτική απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμ/κείου Θεσσαλονίκης, κατά τις οποίας ασκήθηκε η ένδικη έφεση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, εκδόθηκε υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ, από τον οποίο ρυθμίζονται οι διατυπώσεις άσκησής της, προκύπτει, ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου αυτού μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων της έφεσης, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ` αυτή με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Μόνη δε η παράθεση στην έκθεση εφέσεως των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει η ενοχή του κατηγορουμένου και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της έφεσης του Εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης, εφόσον δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την κρίση του δικαστηρίου περί της αθωότητας του κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 9/2005). Περαιτέρω, η έφεση του Εισαγγελέα στερείται της επιβαλλόμενης από την ως άνω διάταξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όταν, μεταξύ άλλων, δεν μνημονεύονται σ` αυτή τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Η επιλεκτική παράθεση ορισμένων, από την οποία δημιουργείται αμφιβολία για το αν συνεκτιμήθηκαν και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τα οποία ούτε κατά κατηγορία μνημονεύονται, συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εκτός εάν, από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας της έφεσης, προκύπτει, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα. Όταν η εισαγγελική έφεση κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και παρά ταύτα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την κρίνει παραδεκτή και, εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης, καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, ενώ έπρεπε, ως αναιτιολόγητη, να την απορρίψει ως απαράδεκτη, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η` (ήδη Θ`) ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 963/2022, ΑΠ 721/2020, ΑΠ 939/2020, ΑΠ 181/2019).
Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης ο κατηγορούμενος πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για θετική υπέρβαση εξουσίας που συνίσταται στο ότι παρά το νόμο δεν απέρριψε την υπ’αριθ.238/6-3-2019 έφεση της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης κατά της πρωτόδικης υπ’αριθ. ΒΤΠΘ637,993,1472,1927/2019 αποφάσεως του Β’ Τριμελούς Πλημμ/κείου Θεσσαλονίκης, κατά το σκέλος που ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος της αποδιδόμενης σ’αυτόν κατηγορίας για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Επειδή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνοντας παραδεκτή την ως άνω έφεση της Εισαγγελέως πρωτοδικών και ερευνώντας την ουσία της υπόθεσης αναφορικά με την σ’αυτόν αποδιδόμενη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο, αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλλει αναιρετικά την κρίση αυτή του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο δεν υπέπεσε σε υπέρβαση εξουσίας και συνεπώς ο πέμπτος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η από 4-4-2023 αίτηση του Σ. Χ. του Β. για την αναίρεση της υπ’ αριθ. 167/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμ/των Θεσσαλονίκης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, κατά το άρθρο 578 § 1 ΚΠοινΔ. VI. Κατά το άρθρο 506 στοιχ. β` του ΚΠοινΔ, “Την αναίρεση αθωωτικών αποφάσεων μπορεί να ζητήσει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ή εφετών, κατά τις διακρίσεις του προηγούμενου άρθρου, αν η αθώωση οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, επί αθωωτικών αποφάσεων δικαιούνται να ασκήσουν αναίρεση οι Εισαγγελείς του Πλημ/κείου, του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου και του Εφετείου, μόνον αν η αθώωση οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όχι δε και για τους λοιπούς αναφερόμενους στο άρθρο 510 § 1 ίδιου Κώδικα λόγους, αποκλειόμενης στην περίπτωση αυτή και της αυτεπάγγελτης έρευνας από τον Άρειο Πάγο, η οποία προβλέπεται, κατά το άρθρο 511 του ΚΠΔ, για τους διαλαμβανόμενους σ` αυτό λόγους αναίρεσης, επί των αποφάσεων υπέρ του κατηγορουμένου, επειδή η αυτεπάγγελτη εφαρμογή των λόγων αυτών προϋποθέτει : α) αναίρεση κατηγορουμένου β) εμφάνιση αυτού και γ) ωφέλεια του κατηγορουμένου από την αυτεπάγγελτη εφαρμογή και όχι χειροτέρευση της θέσεως του (ΑΠ 17/2015).
Εν προκειμένω με τον μοναδικό λόγο της υπ’αριθ. 5/17-3-2023 αίτησης αναίρεσης ο εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης προσβάλλει την εφετειακή απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 15,26,28, 302 ΠΚ. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως υπάρχουν κενά και ασάφειες που καθιστούν μη εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο αναφορικά με την ορθή εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων. Πλέον συγκεκριμένα επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι “Ακόμα δε και αν η επανείσοδος του θύματος στην αποθήκη μετά την έξοδο του και με καθαρό το διάδρομο από φλόγες σκόπευε στην προστασία κάποιου εννόμου αγαθού του ιδίου (κατ’ υπόθεσιν προσδιορίσθηκε τούτο στη δίκυκλη μοτοσικλέτα) τούτο διόλου δεν μεταβάλλει τα πράγματα, ότι δηλαδή ο θάνατος του υπήρξε αποτέλεσμα του κινδύνου για τη ζωή του που προκάλεσε με την συμπεριφορά του ο κατηγορούμενος. Εν πάση περιπτώσει η όποια κρίση επ’αυτού πρέπει να είναι όμοια έναντι όλων των ενδεχομένων, δηλαδή είτε η επανείσοδος του θύματος οφείλετο σε διάσωση περιουσιασικού στοιχείου του ιδίου είτε οφείλετο στην διάσωση κάποιου κινδυνεύοντος ανθρώπου είτε οφείλετο στη διάσωση περιουσιακών στοιχείων του εργοδότη είτε οφείλετο στην προσπάθεια του να κατασβέσει τη φωτιά. Σε όλα αυτά τα θεωρητικώς πιθανά ενδεχόμενα, κρίσιμο στοιχείο παραμένει η πραγμάτωση του προκληθέντος από τον Χ. κινδύνου. Σε κάθε περίπτωση η υπαιτιότητα (αμέλεια) του αθωωθέντος Χ. θεμελιώνεται στη δυνατότητα της πρόβλεψης από αυτόν του τελικού αποτελέσματος, ο οποίος όφειλε να προβλέψει τούτο : α) βάσει του είδους του κινδύνου (πυρκαγιά) που ενέχει τον κίνδυνο θανάτωσης τρίτου (εξ’ άλλου, καταδικάσθηκε ομοφώνως για εμπρησμό εξ αμελείας, από τον οποίο ήταν δυνατόν να προκόψει κίνδυνος για άνθρωπο), δίχως πάντως να απαιτείται η πρόβλεψη των ειδικότερων συνθηκών και όρων επέλευση του αποτελέσματος αυτού, β) βάσει της ευθύνης αυτού για την διαχείριση της λειτουργίας της επιχειρήσεως του, που καθιστά αυτόν σε, εγγυητική θέση έναντι των τρίτων και ιδίως έναντι των υπ’ αυτού απασχολουμένων, καθότι η πρόκληση του κινδύνου από την πυρκαγιά αναπτύχθηκε στον τομέα ευθύνης του, δηλαδή στον χώρο όπου ανέπτυσσε ο ίδιος επαγγελματική δραστηριότητα και μάλιστα δίχως τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων ως προς τους όρους πυρασφάλειας”. Αναφορικά με τον λόγο τούτο αναίρεσης, η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: “Περαιτέρω, αναφορικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο, αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, κατά την πλειοψηφούσα άποψη του Δικαστηρίου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Παρά το ότι κρίθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη της εξ αμελείας πρόκλησης πυρκαγιάς, από την οποία μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα και σε άνθρωπο, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ο θάνατος του Ν. Κ. δεν οφείλεται στην ανωτέρω πράξη του κατηγορουμένου, διότι ναι μεν ο θάνατος επήλθε από την πυρκαγιά, πλην όμως ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος διακόπηκε. Ειδικότερα, σύμφωνα με την από 25.8.2015 έκθεση απλής αυτοψίας των επιληφθέντων του συμβάντος ανακριτικών υπαλλήλων, αποδείχθηκε ότι η αρχική εστία της πυρκαγιάς ήταν εντός της αποθήκης και στο μέσο περίπου αυτής, όπου υπήρχε μηχάνημα συσκευασίας “συρρικνωτής”. Η φωτιά, σύμφωνα με την από 26.8.2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εκκίνησε στην περιοχή όπου βρίσκεται το ως άνω ημιαυτόματο θερμοσυρρικνωτικό συσκευαστικό μηχάνημα, που βρίσκεται διαγώνια δεξιά από την κύρια είσοδο και σε απόσταση περίπου 12 μέτρων από αυτή. Κατά την ώρα εκδήλωσης της πυρκαγιάς η αποθήκη βρισκόταν σε λειτουργία και εντός αυτής εργαζόταν οι Ν. Κ. και Ζ. Μ., οι οποίοι προσπάθησαν από κοινού να σβήσουν τη φωτιά με τη χρήση δύο πυροσβεστήρων, ακολούθως εξήλθαν από κοινού από την ανωτέρω αποθήκη στο προαύλιο, ήτοι διέφυγαν από τον προκληθέντα από τον εξ αμελείας εμπρησμό κίνδυνο και βρέθηκαν σε ασφαλή θέση, ο Ν. Κ. φώναξε να καλέσουν την πυροσβεστική, και αμέσως μετά αυτοβούλως ξαναμπήκε στην αποθήκη. Το γεγονός αυτό με σαφήνεια κατάθεσε ο μάρτυρας Μ. Ζ. ο οποίος όταν είδε τον Κ. να ξαναμπαίνει στην αποθήκη τον ρώτησε “που πας;” χωρίς να λάβει απάντηση, και στη συνέχεια ο ίδιος (Μ. Ζ.) έφυγε για να βρει τον πατέρα του, που εργαζόταν σε παρακείμενη επιχείρηση. Ο μάρτυρας Μ. Ζ. κατέθεσε τα ανωτέρω τόσο στον πρώτο βαθμό όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Το ότι ο Ν. Κ. εξήλθε της αποθήκης το κατέθεσε επίσης ο μάρτυρας Χ. Σ., ο οποίος ήταν αυτός που κάλεσε την πυροσβεστική και καταθέτοντας στον πρώτο βαθμό δήλωσε σαφώς ότι “ο Μ. και ο Ν. προσπαθούσαν με δύο πυροσβεστήρες να σβήσουν τη φωτιά, δεν μπόρεσαν και βγήκαν,…, το θύμα είχε βγει έξω με τον Μ., ήταν στο όριο της πόρτας,…, τελευταία φορά που είδα τον Κ. ήταν στην οριογραμμή της πόρτας”, ενώ και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου σαφώς κατέθεσε ότι οι Μ. και Κ. είχαν “βγει έξω από το κτίριο” οπότε και ο ίδιος έφυγε από τον προαύλιο χώρο και πήρε το αυτοκίνητο του και το μετακίνησε πιο πέρα. Επίσης, ο μάρτυρας Λ. Α. ναι μεν κατά την εξέτασή του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου στην ερώτηση αν είδε τον Κ. έξω από την αποθήκη, απάντησε αρνητικά, και στη συνέχεια δήλωσε ότι δεν θυμάται και ότι νομίζει πως όχι, πλην όμως εξεταζόμενος στον πρώτο βαθμό σαφώς κατάθεσε, και μάλιστα κατ’ επανάληψη, ότι “είδα το Ν. στον προαύλιο χώρο”, “είχαν ξεκινήσει να φεύγουν ο Μ. και ο Κ.”, “όταν βγήκα έξω με το μηχανάκι ο Ν. μου είπε πάρε την πυροσβεστική”, “είδα το Μ. και το Ν. έξω στην αυλή”, “όταν βγήκα με τη μηχανή και οι δύο ήταν έξω στον προαύλιο χώρο”, “δεν είδα το Ν. να ξαναμπαίνει, τους είδα και τους δύο στην αυλή, έξω στον προαύλιο χώρο τους είδα”, “όσο ήμουν στον προαύλιο χώρο με είδε ο Κ. με τη μηχανή”. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι ο θάνατος του Ν. Κ. δε θα επερχόταν, αν ο ίδιος δεν είχε αποφασίσει να ενεργήσει, όπως ενήργησε, πράγμα που εξάλλου δεν είχε ούτε καθήκον να κάνει προκειμένου να σβήσει τη φωτιά, ώστε να ισχυρίζεται κανείς τυχόν, ότι κατά την αναμενόμενη εξέλιξη των πραγμάτων στον κοινωνικό χώρο θα φτάναμε στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Ούτε αποδείχθηκε ότι το θύμα κάηκε στα πλαίσια μιας προσπάθειας κατάσβεσης της φωτιάς από ενεργοποίηση στοιχείων που δεν μπόρεσε να προβλέψει ή να χειριστεί σωστά, όπως π.χ. από μία ξαφνική αναζωπύρωση της φωτιάς, δεδομένου ότι σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα Μ. Ζ. είχαν ήδη αδειάσει τους πυροσβεστήρες, οι οποίοι μάλιστα βρέθηκαν στο προαύλιο της αποθήκης, γεγονός που αποδεικνύει ότι αμφότεροι οι Μ. Ζ. και Ν. Κ. εξήλθαν της αποθήκης με τους πυροσβεστήρες και τους πέταξαν στο προαύλιο, το ίδιο το θύμα είχε φωνάξει στον Λ. Α. να καλέσει την πυροσβεστική, συνεπώς είχε πλήρως αντιληφθεί ότι δεν ήταν μια φωτιά που μπορούσαν να σβήσουν με δικές τους δυνάμεις από κοινού με τον συνάδελφό του, πολύ περισσότερο δεν θα μπορούσε να το κάνει μόνος του. Η μόνη πιθανή εξήγηση που δόθηκε από τους μάρτυρες είναι ότι τη στιγμή που το θύμα βγήκε από την πόρτα της αποθήκης είδε τον Λ. Α. να μεταφέρει το μηχανάκι του σε ασφαλές σημείο και τότε θέλοντας να πάρει τα κλειδιά της δικής του μεγάλου κυβισμού μηχανής, την οποία είχε αποκτήσει πολύ πρόσφατα και είχε σταθμεύσει παραπλεύρους της αποθήκης, ξαναγύρισε πίσω, προβαίνοντας έτσι σε μία επιλεγμένη πράξη αυτοπροσβολής του εαυτού του, αναλαμβάνοντας ουσιαστικά με την είσοδό του στην εστία της φωτιάς τον κίνδυνο της απώλειας της ζωής του. Έτσι, ο θάνατος του ανωτέρω δεν μπορεί να αποδοθεί στην τυπική επικινδυνότητα του εμπρησμού, αφού δεν αποτέλεσε κατάληξη της αιτιακής διαδρομής της πράξης του εμπρησμού καθεαυτήν, που εξελίχθηκε αυτοδύναμα μέχρι του θανάτου του, αλλά η αιτιακή διαδρομή διακόπηκε από την πράξη αυτοπροσβολής, η οποία (πράξη) παρεμβλήθηκε στην εξέλιξη της πυρκαγιάς (βλ. σχετ. ΑΠ 1487/1991 Τρ.Νομ.Πληρ. Νόμος, Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, 3η έκδ., 2005, σ. 139). Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω προκύπτει ότι ο θάνατος του Ν. Κ. οφειλόταν σε δική του μόνη υπαιτιότητα, γιατί ενώ είχε εξέλθει της αποθήκης και είχε διαφύγει τον κίνδυνο, τον οποίο είχε πλήρως αντιληφθεί, επιχείρησε, χωρίς να έχει κανένα μέσο προστασίας, την επάνοδό του στο εσωτερικό της αποθήκης και με αυτό τον τρόπο έγινε υπαίτιος του δικού του θανάτου, χωρίς για την επέλευση του συμβάντος να ευθύνεται ο κατηγορούμενος, αφού η διαπιστούμενη αποκλειστική αμέλεια του παθόντα αποκόπτει τον απαιτούμενο αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ ενέργειας ή παράλειψης του κατηγορουμένου (παράνομη λειτουργία συσκευαστηρίου και μη λήψη απαραίτητων μέτρων πυροπροστασίας) και αποτελέσματος (θανάτου). Κατόπιν αυτών ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, λόγω της μη συνδρομής των πραγματικών προϋποθέσεων εφαρμογής των άρθρων 28 και 302 ΠΚ”. Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, υπαγάγοντας σ’αυτές τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά χωρίς κενά, ασάφειες ή αντιφάσεις. Όπως εκτέθηκε στην υπό Ι μείζονα πρόταση, διακοπή της αιτιώδους συνάφειας υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η παρεμβαλλόμενη συμπεριφορά του παθόντος ή τρίτου εξουδετερώνει και καθιστά ανενεργό την αρχική συμπεριφορά του δράστη.
Εν προκειμένω, κατά τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, με την έξοδό του από την αποθήκη, ο παθών εξουδετέρωσε την πλημμελή συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ακριβώς επειδή είχε θέσει εαυτόν σε ασφαλή θέση. Εισερχόμενο το θύμα στη συνέχεια εκ νέου εντός της αποθήκης, ενεργοποίησε με δική του πρωτοβουλία και αυτόνομη απόφαση τον κίνδυνο που το ίδιο με την προγενέστερη έξοδό του είχε εξουδετερώσει. Πρόκειται για ενέργεια που αποτέλεσε προϊόν ελεύθερης βούλησης του θύματος, στην οποία προέβη χωρίς ασφαλώς να είναι υποχρεωμένο προς τούτο και χωρίς η ίδια συμπεριφορά να συνδέεται καθοιονδήποτε τρόπο με τα εργασιακά του καθήκοντα. Επιπλέον, το θύμα αναμφίβολα τελούσε σε γνώση της φωτιάς που είχε ξεσπάσει εντός της αποθήκης, αποδεχόμενο τη διακινδύνευση της ζωής του ή τουλάχιστον ελπίζοντας ότι θα εξέλθει σώο για δεύτερη φορά. Πρόκειται, για πράξη αυτοδιακινδύνευσης, όμοια με αυτήν στην οποία θα προέβαινε κάθε άνθρωπος που θα αποφάσιζε να προσεγγίσει εν γνώσει του μία οποιαδήποτε πηγή κινδύνου. Είδε δε αδιάφορο το τι ώθησε τον Ν. Κ. να εισέλθει και πάλι στην φλεγόμενη αποθήκη διακινδυνεύοντας ακόμη και την ίδια του τη ζωή. Εκείνο όμως που είναι κρίσιμο είναι το γεγονός ότι, ανεξαρτήτως των παραγωγικών αιτίων της βουλήσεώς του, το θύμα αποφάσισε ελεύθερα να μεταφέρει τον εαυτό του από μια ασφαλή σε ανασφαλή θέση, ελέγχοντας έτσι και δρομολογώντας απόλυτα την αιτιώδη διαδρομή προς το αποτέλεσμα του θανάτου του. Η επισήμανση του αναιρεσείοντος εισαγγελέα ότι το δικαστήριο παρείδε την κατάθεση του Μ. Ζ. πλήττει απαραδέκτως την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, η αιτίαση ότι στην προσβαλλομένη απόφαση εμφιλοχωρεί αντίφαση από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για το έγκλημα του εμπρησμού από αμέλεια, από τον οποίο προέκυψε κοινός κίνδυνος για πράγματα και άνθρωπο, ενώ απηλλάγη για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια του Ν. Κ. είναι αβάσιμη. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι καθώς το θύμα ενέπιπτε στην εμβέλεια του κινδύνου που τέθηκε με τον εμπρησμό, κάθε μετεξέλιξη τούτης της διακινδύνευσης σε βλάβη θα έπρεπε -για την ταυτότητα του νομικού λόγου- να αποδοθεί στον δράστη. Τούτο ωστόσο αποτελεί ακριβώς το ζητούμενο στην προβληματική του αιτιώδους συνδέσμου και της διακοπής του. Διότι το γεγονός ότι το θύμα ενέπιπτε καταρχήν στην εμβέλεια του κινδύνου που τέθηκε με την πράξη του εμπρησμού είναι ορθό. Ζητούμενο όμως είναι εάν τούτη η διακινδύνευση μετεξελίχθηκε σε βλάβη, ήτοι στη θανάτωση του θύματος, ως αποτέλεσμα της αρχικής πηγής κινδύνου ή αν αντιθέτως η τελευταία υπερκεράστηκε- διεκόπη από την αυτοδιακινδύνευση του θύματος, όπως η τελευταία αιτιολογήθηκε πλήρως στην προσβαλλόμενη απόφαση. Είναι επομένως ασφαλώς εφικτό και ουδόλως αντιφατικό και το έγκλημα του εμπρησμού να πραγματώνεται και ο επελθών θάνατος να μη συνδέεται αιτιωδώς με αυτόν όταν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η υπ’αριθ. 5/17-3-2023 αίτηση αναίρεσης του εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, και να καταδικασθεί ο κατηγορούμενος στα έξοδα της δίκης (άρθ. 578 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 17-3-2023 του Αντεισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και 4-4-2023 του Σ. Χ. του Β. αιτήσεις για την αναίρεση της υπ’ αριθ. 167/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμ/των Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα Σ. Χ. στα έξοδα της δίκης εκ ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιουλίου 2023. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Ιουλίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :