Αριθμός 1378/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Χρήστο Κατσιάνη, Στέφανο – Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου – Εισηγητή και Κορνηλία Πανούτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Μαΐου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Γ. – Ζ. του Α., κατοίκου…, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Ζιώζια με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.” και τον διακριτικό τίτλο “ALPHA BANK”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Νταυλούρου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/1/2014 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 950/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 9248/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21/10/2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 21.10.2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλονται η αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσες 9248/2018 και 950/2014 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου και Ειρηνοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα. Με την 9248/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 950/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία το τελευταίο Δικαστήριο, απέρριψε την από 23.1.2014 αγωγή της για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία της ιστορούμενης αδικοπραξίας, συνιστάμενης στην παραβίαση των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυτού.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 553 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η απόφαση του Εφετείου, αφού, αν μεν η έφεση γίνει δεκτή, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, ενώ αν η έφεση απορριφθεί, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και ενσωματώνεται στην εφετειακή (Ολ.ΑΠ 40/1996, Ολ.ΑΠ 16/1990, ΑΠ 1656/2017, ΑΠ 335/2017, ΑΠ 222/2015). Η κρινόμενη, επομένως, αίτηση αναίρεσης, καθόσον απευθύνεται κατά της κατά της πρωτόδικης απόφασης 950/2014 του Ειρηνοδικείου Αθηνών, επί της εφέσεως κατά της οποίας , μετά από εξέταση της ουσίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη 9248/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη . Κατά τα λοιπά, η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 § 3, 566 § 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 § 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα του λόγου της (άρθρο 577 § 3 ΚΠολΔ). Η διάταξη του άρθρου 560 παρ. 6 ΚΠολΔ, εννοιολογικά ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 559 αρ. 19 του ίδιου κώδικα, που προστέθηκε με το τρίτο άρθρο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ορίζεται ότι κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 6 του άρθρ. 560 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ ΑΠ 1/1999, Α.Π. 1127/2021, Α.Π.1275/2020, Α.Π.2267/2013, Α.Π.26/2004). Δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Επίσης και στις δύο περιπτώσεις, ανεπάρκειας ή αντίφασης των αιτιολογιών της απόφασης, πρέπει επιπρόσθετα να εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι υποβλήθηκε στο Εφετείο ισχυρισμός, για την αντιμετώπιση του οποίου εσφαλμένα εφαρμόστηκε ή, ενώ έπρεπε να εφαρμοστεί, εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε ο επικαλούμενος κανόνας ουσιαστικού δικαίου, ώστε από το αναιρετήριο να προκύπτει η προβαλλόμενη νομική πλημμέλεια, δοθέντος ότι η αοριστία του λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (Ολ ΑΠ 20/2005). Εξάλλου, κατά το άρθρο 560 αρ.1 Κ.Πολ.Δ., κατά των αποφάσεων των Πρωτοδικείων και εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτός απαιτεί, καθώς και αν στο δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέxθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.
Τέλος ο ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28 Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2068/1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, τη θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: “Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων … β) …, γ) “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) “Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, στ) …, ζ) “Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) “Εκτελών την επεξεργασία”, οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) “Τρίτος” κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) “Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) “Συγκατάθεση” του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο “επεξεργασίας” τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) “Αρχή”, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ` του παρόντος νόμου”. Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: “Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο”. Στη διάταξη του άρθρου 4 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: “Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) … (παρ.1). Η τήρηση των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας …(παρ.2)”. Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 αυτού, όπως το εδ. γ’ της παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 2915/2001, ορίζεται ότι: “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. (παρ.1). Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων…. β) … γ)… δ) … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 10, όπως η παρ.3 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: “Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ’ εντολή του (παρ. 1). Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου (παρ. 2). Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας … (παρ. 3). Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ’ εντολή του υπευθύνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν (παρ. 4)”. Στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 έως 3 αυτού ορίζεται ότι : “Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης (παρ.1). Εάν για τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώσει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματά του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως και 13 του παρόντος νόμου… (παρ. 2). Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς (παρ.3). Με το άρθρο 12 παρ.1 αυτού ορίζεται ότι: “Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως”, ενώ στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ότι “Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών. γ) Την εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. δ) Τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. Το δικαίωμα πρόσβασης μπορεί να ασκείται από το υποκείμενο των δεδομένων και με τη συνδρομή ειδικού. ε) Κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα) των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ιδίως λόγω του ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων και στ) την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή δέσμευσης (κλειδώματος) που διενεργείται σύμφωνα με την περίπτωση ε’, εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατο ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες (παρ. 2). Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας… (παρ. 3). Με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 εδ. α αυτού, ορίζεται ότι “το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή…”. Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του νόμου αυτού προβλέπονται, για την περίπτωση παραβίασης των διατάξεών του για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και υπό τις οριζόμενες ειδικότερα προϋποθέσεις, ποινικές κυρώσεις, για όσες συμπεριφορές κρίνονται αξιόποινες, καθώς και υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, προκύπτει, ότι, στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου και της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9 Α Συντάγματος) και αφετέρου της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσης τους (άρθρο 5 Α Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας ενημέρωση του υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός των περιπτώσεων που, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997, εξαιρούνται από την υποχρέωση συγκατάθεσης. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ν. 2472/1997, καθιερώνεται βασική υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, για την ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για την επεξεργασία των δεδομένων του, με σαφή και πρόσφορο τρόπο, ιδίως ως προς τα στοιχεία της ταυτότητάς του και της ταυτότητας του τυχόν εκπροσώπου του, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων, την ύπαρξη του δικαιώματος του υποκειμένου για πρόσβαση αυτού σε πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των δεδομένων του. Η ενημέρωση, όταν τα δεδομένα συλλέγονται απευθείας από το υποκείμενο αυτών, γίνεται κατά τη συλλογή τους. Η ενημέρωση γίνεται εγγράφως και μπορεί να περιλαμβάνεται και σε έντυπο αίτησης, με την οποία το υποκείμενο δηλώνει για συγκεκριμένο σκοπό τα προσωπικά του δεδομένα, αρκεί να πληροί τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Ταυτόχρονα, η ενημέρωση, αποτελεί και δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων. Το δικαίωμά του αυτό προστατεύεται με το άρθρο 12 του άνω νόμου. Η υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας και το δικαίωμα του υποκειμένου για την ενημέρωση, αποσκοπούν αφενός στην με ελεύθερη, ρητή, ειδική και με πλήρη επίγνωση δήλωση βουλήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για παροχή της συγκατάθεσής του να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, όπως αξιώνεται από τα άρθρα 5 παρ. 1 και 2 περ. ια’ του ν. 2472/1997, και γι’ αυτό, άλλωστε, πρέπει να προηγείται της συγκατάθεσης, αφετέρου για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου α) για πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, ήτοι τη συλλογή και τον τρόπο αυτής, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, την εξέλιξη της επεξεργασίας, τις μεταβολές, τις διορθώσεις των δεδομένων, την τυχόν κοινοποίηση σε τρίτους των δεδομένων, με την ικανοποίηση από την πλευρά του υπεύθυνου επεξεργασίας σχετικής αίτησής του, εντός των οριζόμενων προθεσμιών, και τη δυνατότητα του υποκειμένου να προσφύγει στην αρμόδια Αρχή για την ικανοποίηση του αιτήματός του, σύμφωνα με το άρθρο 12 του άνω νόμου και β) για την προβολή αντίρρησης, κατά το άρθρο 13 του νόμου αυτού, δηλαδή του δικαιώματος του υποκειμένου να προβάλει στον υπεύθυνο επεξεργασίας, οποτεδήποτε, έγγραφες αντιρρήσεις για την επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν και να ζητήσει συγκεκριμένη ενέργεια, όπως, ενδεικτικά, τη διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ειδικότερα, δε, ως προς το στοιχείο της ενημέρωσης για τους αποδέκτες των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, του οποίου έτσι θα προκύπτει η ταυτότητα, είτε, κατά ρητή αναφορά του νόμου, ως προς την κατηγορία των αποδεκτών, οπότε, σ’ αυτή την περίπτωση, δεν προσδιορίζεται κάθε πρόσωπο της κατηγορίας, ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του. Πληροί, δε, την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 περ. γ’ του ν. 2472/1997, για τη νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, προϋπόθεση της ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων, η αναφορά της κατηγορίας των αποδεκτών των δεδομένων, όπως ρητά αναγράφεται στην οικεία διάταξη. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων μεταβιβάσει αυτά στον εκτελούντα την επεξεργασία, ο οποίος υπάγεται σε κάποια από τις αναφερόμενες κατηγορίες αποδεκτών για την οποία έχει γίνει η ενημέρωση, δεν είναι αναγκαίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας να προβεί σε νέα ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, όταν ανακοινώσει στον εκτελούντα την επεξεργασία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου. Τούτο, μάλιστα, διότι, ο εκτελών την επεξεργασία, ενεργεί την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας αυτών και όχι για δικό του λογαριασμό. Η αναφορά στο άρθρο 11 παρ. 1 περ. α’ του ν. 2472/1997, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να ενημερώσει το υποκείμενο για την ταυτότητά του “και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του”, αφορά τον τυχόν εκπρόσωπο του υπεύθυνου επεξεργασίας, προς τον οποίο το υποκείμενο θα μπορεί να απευθύνεται για την άσκηση των δικαιωμάτων του και όχι τον εκτελούντα την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, Εξάλλου, ο εκτελών την επεξεργασία, δεν ταυτίζεται με τον “τρίτο”, όπως ρητά εξειδικεύεται στο σχετικό ορισμό του άρθρου 2 περ. θ’ του άνω νόμου. Έτσι, η πρόβλεψη του άρθρου 11 παρ. 3 περί υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας να ενημερώσει το υποκείμενο για την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτο, πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων στον τρίτο, δεν έχει εφαρμογή και για την περίπτωση μεταβίβασης των δεδομένων στον εκτελούντα την επεξεργασία για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η ως άνω κρίση, εκτός της αναφοράς της ενημέρωσης σε “κατηγορίες αποδεκτών”, στηρίζεται και στο ότι η ίδια διατύπωση διαλαμβάνεται και στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. β’ του νόμου αυτού, που ορίζει ότι, μεταξύ των πληροφοριών τις οποίες το υποκείμενο έχει δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων, είναι και “οι κατηγορίες των αποδεκτών” των δεδομένων, χωρίς να απαιτεί συγκεκριμένη ταυτότητα του αποδέκτη. Επίσης, στηρίζεται και στο ότι, δεν θεσπίζεται υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, πέραν εκείνης της ενημέρωσης του υποκειμένου κατά τη συλλογή των δεδομένων περί των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και για τη μεταγενέστερη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, σε κάθε είδους εξέλιξη της επεξεργασίας, χωρίς σχετική αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων, εκτός της περίπτωσης που προαναφέρθηκε, της ενημέρωσης δηλαδή του υποκειμένου πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτον. Προκειμένου, όμως, να εξασφαλίζονται οι αρχές της διαφάνειας, της ασφάλειας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά και να μπορεί το υποκείμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα της πρόσβασης και των αντιρρήσεων, προβλέπεται με σαφήνεια, ότι το υποκείμενο των δεδομένων, μπορεί να υποβάλει αίτηση στον υπεύθυνο επεξεργασίας και να ζητήσει την αναλυτική ενημέρωση για όλα τα στοιχεία και την εξέλιξη της επεξεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. Μεταξύ δε αυτών των στοιχείων, περιλαμβάνεται ασφαλώς και η πληροφόρησή του για την κοινοποίηση των δεδομένων σε συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αρχή, υπηρεσία ή οργανισμό, που επεξεργάζεται τα δεδομένα για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (εκτελούντα την επεξεργασία) και το οποίο θα ανήκει στην κατηγορία αποδεκτών για την οποία έχει ενημερωθεί. Αντίστοιχη αυτοτελής υποχρέωση ενημέρωσης με εκείνη του υπεύθυνου επεξεργασίας δεν βαρύνει τον εκτελούντα την επεξεργασία, ενόψει του ότι αυτός ενεργεί για λογαριασμό και υπό την εποπτεία του υπεύθυνου επεξεργασίας, εκτός εάν και ο εκτελών την επεξεργασία των δεδομένων συλλέγει με σκοπό και αποφασισμένο τρόπο περαιτέρω επεξεργασίας τα δεδομένα, δηλαδή επεξεργασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους της εκτέλεσης της σχετικής σύμβασης ανάθεσης της επεξεργασίας για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (Ολ.Α.Π.3/2020, ΑΠ 73/2023, ΑΠ 63/2023, ΑΠ 38/2023, ΑΠ 1460/2021, ΑΠ 1167/2021, ΑΠ 435/2021). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης με την αναίρεση απόφασης, προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα Ε. Γ. – Ζ. συνήψε με την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.” στις … 2006 την υπ’ αριθμ. …σύμβαση χορήγησης στεγαστικού δανείου. Κατά την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη Τράπεζα συνέλεξε από την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα προσωπικά δεδομένα της τα οποία ήταν απαραίτητα για την κατάρτιση της σύμβασης, όπως τα στοιχεία της ταυτότητας της, ήτοι επώνυμο, όνομα, όνομα πατρός και αριθμό ταυτότητάς της, τον αριθμό του φορολογικού μητρώου της, τη διεύθυνση κατοικίας της κλπ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη Τράπεζα είχε συνάψει με τις εταιρίες ενημέρωσης οφειλετών με τις επωνυμίες “FALADiNO S.A.” και “EOS MATRIX Α.Ε.” συμβάσεις ανάληψης ενημέρωσης των οφειλετών της γκι την ύπαρξη των απαιτήσεών της και νια τη διαπραγμάτευση των όρων αποπληρωμής αυτών. Στις 25-6-2013 περί ώρα 17:00 μ.μ. η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα δέχθηκε τηλεφωνική κλήση στο κινητό της τηλέφωνο, με την οποία η αρμόδια υπάλληλος της εταιρίας με την επωνυμία “PALADINO S.A.”. ενεργώντας για λογαριασμό της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης Τράπεζας, ζήτησε την επιβεβαίωση των προσωπικών στοιχείων της ταυτότητας αυτής (ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας) και της γνωστοποίησε την οφειλή της από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση. Επίσης, στις 22-7-2013, περί ώρα 16:50 μ.μ., η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα δέχθηκε τηλεφωνική κλήση στο κινητό της, με την οποία ο αρμόδιος υπάλληλος της εταιρίας “EOS MATRIX Α.Ε.”, ενεργώντας για λογαριασμό της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης Τράπεζας, ζήτησε ομοίως την επιβεβαίωση των προσωπικών στοιχείων αυτής (ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας) της γνωστοποίησε εκ νέου την οφειλή της από την ίδια ως άνω δανειακή σύμβαση. Το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εκτιμώντας το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), άγεται στη δικανική πεποίθηση ότι οι προαναφερόμενες εκ μέρους των αρμοδίων υπαλλήλων των ανωτέρω δύο εταιριών τηλεφωνικές κλήσεις προς την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα δεν συνιστούσαν προσβολή προοσωπικότητας της τελευταίας, σχετιζόμενη με διαβίβαση προσωπικών δεδομένων της προς τρίτους. Ειδικότερα, οι προστηθέντες υπάλληλοι των εν λόγω δύο εταιριών, οι οποίοι και στις δύο ως άνω κλήσεις είπαν τα ονόματά τους στην ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα και την ενημέρωσαν ότι τηλεφωνούν εκ μέρους συγκεκριμένης εταιρίας ενημέρωσης οφειλετών, θεωρούνται εν προκειμένω ως προστηθέντες εταιριών “που εκτελούσαν την επεξεργασία για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας”. Αυτές, δε, οι δύο εταιρίες, εφόσον επεξεργάστηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας με την καταχώρηση τους στον ηλεκτρονικό υπολογιστή τους και προέβησαν στη χρήση τους κατά τις προαναφερόμενες τηλεφωνικές κλήσεις τους προς αυτήν (ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα) έχοντας την παραπάνω ιδιότητα και ενεργώντας αποκλειστικά στο πλαίσιο των εγγράφων εντολών που τους δόθηκαν από την υπεύθυνη επεξεργασίας εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη Τράπεζα ως αντιπρόσωποι της και για λογαριασμό της, δεν είναι “τρίτοι” με την έννοια του άρθρ. 2 εδ.θ Ν.2472/1997, αλλά απλοί αποδέκτες των εν λόγω δεομένων. Επομένως, για τη διαβίβαση αυτών και μόνο των δεδομένων η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη δεν ήταν υποχρεωμένη vα λάβει την προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου για τη συγκεκριμένη διαβίβαση, ήτοι της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας.” Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών που δίκασε ως εφετείο, δέχτηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας ήδη αναιρεσείουσας κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεχόμενο ότι η ενάγουσα, ως υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων της, που συνηλέγησαν από την εναγομένη τράπεζα κατά τη χορήγηση σε αυτήν πίστωσης, δεν έχει έννομο συμφέρον από την χωρίς την συγκατάθεση της διαβίβασή των σε τρίτους, για το λόγο ότι οι αποδέκτες των δεν είναι τρίτοι σύμφωνα με το άρθρο 2 εδ. θ του νόμου 2472/1997, αλλά απλοί αποδέκτες των εν λόγω δεδομένων και για τη διαβίβασή τους, εξ αιτίας του ότι αυτοί λειτουργούσαν ως αντιπρόσωποι της, δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει την προηγούμενη συγκατάθεσή του υποκειμένου για τη συγκεκριμένη διαβίβαση, ήτοι της αναιρεσείουσας και την ενημέρωση της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ.1 περ.β’, γ’ του ν.2472/1997, και συνεπώς η ενέργεια της αυτή δεν συνιστούσε παραβίαση των ρυθμίσεων των ως άνω διάταξης και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας, προς θεμελίωση αξίωσής της για καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής του βλάβης. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, αφενός μεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 2 εδ. θ και 11 παρ.1 περ.β’, γ’ του ν.2472/1997 μη εφαρμόζοντας τις συγκεκριμένες διατάξεις στην υπό κρίση αγωγή μη υπαγάγοντας τα πραγματικά περιστατικά στην έννοια των παραπάνω διατάξεων αφετέρου στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθ’ όσον δεν διέλαβε σ’ αυτή την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή αυτής, την οποία έτσι παραβίασε. Τούτο, διότι δεν εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφασή του, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν περιεχόμενό της, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις, όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, σχετικά με το ζήτημα της κατά νόμο απαιτούμενης ελάχιστης ενημέρωσης της ενάγουσας ως υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων εκ μέρους της εναγομένης αναιρεσίβλητης, λόγω της διαβίβασης της κατ’άρθρο 2 εδ. θ και 11 παρ.1 περ. β’, γ’ του ν.2472/1997, που συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση του αγωγικού του δικαιώματος αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης με επίκληση της παραβίασης της άνω διάταξης, και ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να καταστήσει ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, δέχεται ότι η εναγομένη – αναιρεσίβλητη συνέλεξε από την ενάγουσα – αναιρεσείουσα τα προσωπικά δεδομένα της τα οποία ήταν απαραίτητα για την κατάρτιση της σύμβασης με αριθμό … σύμβαση χορήγησης στεγαστικού δανείου, τα προσωπικά αυτά δεδομένα τα διαβίβασε στις εταιρείες “PALADINO S.A.” και “EΟS MATRIX A.E.” με σκοπό για την ύπαρξη των απαιτήσεων της και για τη διαπραγμάτευση των όρων αποπληρωμής αυτών, στη συνέχεια αντιφατικά δέχεται ότι οι τα φυσικά πρόσπωπα που εργαζόντουσαν στις ανωτέρω εταιρείες και είχαν γίνει αποδέκτες των προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας αναιρεσείουσας δεν είναι τρίτοι σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. θ του νόμου 2472/1997 διότι θεωρούνται ως προστηθέντες εταιρειών που εκτελούσαν την επεξεργασία για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας, και επομένως δεν εφαρμόζεται ο νόμος 2472/1997. Εν κατακλείδι, το Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές για τη στήριξη του ανωτέρω αποδεικτικού πορίσματος δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του και στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, εξαιτίας αντιφατικών, ελλιπών και ανεπαρκών αιτιολογιών, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 2θ και 11 παρ.1 περ. β’ και γ’ του ν.2472/1997, τις οποίες παραβίασε. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 1 και 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, εκ πλαγίου παραβίαση των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι βάσιμος. Κατόπιν τούτων, χωρίς να ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι της αίτησης αναίρεσης, η εξέταση των οποίων παρέλκει, γιατί καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του λόγου αυτού, που κρίθηκε βάσιμος, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου, που κατέθεσε για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης (άρθρο 495 παρ. 4, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, που ηττήθηκε στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου της, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη ως δικόγραφο την από 21.10.2019 αίτηση αναίρεσης κατά το μέρος που αυτή στρέφεται εναντίον της 950/2014 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών,
ΑΝΑΙΡΕΙ την 9248/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, συγκροτούμενο από διαφορετικό από εκείνο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση δικαστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Σεπτεμβρίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ήδη Πρόεδρος του Αρείου Πάγου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Σεπτεμβρίου 2023.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1378/2023 Αναίρεση κατά απόφασης που είχε απορρίψει την αγωγή για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας παραβίασης των διατάξεων προστασίας προσωπικών δεδομένων από τράπεζα
Πηγή :