Αριθμός 157/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή – Εισηγήτρια και Κανέλλα Τζαβέλλα – Δημαρά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Μ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Σταματίας Μάρκου και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Μ. Κ. του Δ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία – Παναγιώτα Λιμνίου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/6/2015 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 28/2/2017 ανταγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 649/2017 μη οριστική και 8178/2021 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και η 2377/2022 οριστική του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/5/2022 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών υπ’ αριθμό 2377/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και ανέθεσε οριστικά την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανήλικου τέκνου των διαδίκων στην αναιρεσίβλητη. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 αρ.3 ΚΠολΔ).
Οι διατάξεις των άρθρων 1510 αριθ.1, 1511 αριθ.1 και 4, 1513 αριθ.1 εδ.α’ και 1514 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με το Ν 4800/21.05.2021, και οι οποίες (διατάξεις), δυνάμει του άρθρου 18 του ίδιου Νόμου, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος (16.09.2021), αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ορίζουν τα εξής: Στο άρθρο 1510 αριθ.1 ότι “Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού και εξίσου. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του”, στο άρθρο 1511 αριθ.1,4 ότι “Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου… Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και τα συμφέροντά του”, στο άρθρο 1513 αριθ.1 εδ.α’ ότι “Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα” και στο άρθρο 1514 ότι “1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1513, οι γονείς μπορούν με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ρυθμίζουν διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας, ιδίως να αναθέτουν την άσκησή της στον έναν από αυτούς, και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα. Το ανωτέρω έγγραφο ισχύει τουλάχιστον για δύο(2) έτη και παρατείνεται αυτοδικαίως, εκτός αν κάποιος από τους δύο γονείς δηλώσει εγγράφως στον άλλο γονέα, πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, ότι δεν επιθυμεί την παράτασή του.2. Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, όπως ο νόμος ορίζει. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο. 3. Το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση :α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Για τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για την άσκηση της γονικής μέριμνας”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του, η οποία, μεταξύ άλλων, εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του, το δε περιεχόμενο της επιμέλειας προσδιορίζεται από το συμφέρον του παιδιού και περιλαμβάνει επί μέρους πτυχές, που αποσκοπούν στη σωματική, πνευματική και συναισθηματική πρόοδο και ευεξία του παιδιού και στην υπεύθυνη και με κοινωνική συνείδηση ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση δε της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησης της είναι το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασής τους. Το κανονιστικό δε περιεχόμενο της έννοιας αυτής του συμφέροντος του παιδιού συγκεκριμενοποιείται εκάστοτε με βάση τις επικρατούσες συνθήκες σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, καθώς επίσης και κυρίως τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε παιδιού. Το συμφέρον του παιδιού προσδιορίζεται εξατομικευμένα με αναφορά σε συγκεκριμένο εκάστοτε παιδί και τις ανάγκες του, όπως αυτές προσδιορίζονται ιδίως από την κατάσταση της υγείας του, την ηλικία του, τις οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες, υπό τις οποίες διαβιώνει το παιδί, και αναλύεται στις επί μέρους πτυχές του δικαιώματος της προσωπικότητας του παιδιού, δηλαδή κυρίως στη ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, συναισθηματική και ψυχολογική ασφάλεια και σταθερότητα, διανοητική πρόοδο, κοινωνική ένταξη και αποδοχή, υπευθυνότητα, κοινωνική συνείδηση και ανεξαρτησία του παιδιού. Επίσης, το παιδί εξελίσσεται και μαζί του εξελίσσονται οι ανάγκες του και αναπροσδιορίζεται το συμφέρον του. Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 952/2007). Από το συνδυασμό, επίσης, των ίδιων ως άνω διατάξεων συνάγεται, ότι οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητάς του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 1218/2006). Επίσης, από το συνδυασμό των ίδιων πιο πάνω διατάξεων συνάγεται, και ότι το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμηση του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 1910/2005). Εξάλλου, εφόσον το συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το ουσιαστικό δικαστήριο, η κρίση του ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, αν η απόφαση περιέχει κρίση για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του τέκνου, πλην όμως αυτή είναι εσφαλμένη, δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 174/2015, ΑΠ 1976/2008, ΑΠ 1218/2006). Εξάλλου, το δικαστήριο, προκειμένου να ρυθμίσει την, αποτελούσα, κατά το άρθρο 1510 αριθ.1 εδ. α ΑΚ, περιεχόμενο της γονικής μέριμνας, επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου πρέπει, να ζητεί και να συνεκτιμά και τη γνώμη του τέκνου, εφόσον κρίνει ότι έχει την απαιτούμενη ωριμότητα, ότι δηλαδή έχει την ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του (ΑΠ 155/2022, ΑΠ 426/2021, ΑΠ 358/2019). Η συνεκτίμηση από το Δικαστήριο της γνώμης του τέκνου δεν αποτελεί ίδιο αποδεικτικό μέσο, αλλά πρέπει να διαλαμβάνεται στην απόφαση, γιατί συνιστά μέρος της αιτιολογίας αυτής χωρίς και να είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου η γνώμη του ανηλίκου, στην οποία άλλωστε το Δικαστήριο αυτό δεν είναι υποχρεωμένο να συμμορφώνεται. Υποχρέωση παραθέσεως της γνώμης του ανηλίκου στην απόφαση δεν προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1511 αριθ. 4 ΑΚ, πράγμα άλλωστε εύλογο, δεδομένου ότι η παράθεση αυτή (λαμβανομένης υπ’ όψη της υφής των εκδικαζομένων υποθέσεων αλλά και των ευαισθησιών και των αποστάσεων που πρέπει να τηρούνται ιδίως όταν το τέκνο βρίσκεται σε νηπιακή ηλικία) είναι βέβαιο ότι θα οξύνει έτι περαιτέρω τις ούτως ή άλλως τεταμένες σχέσεις των διαδίκων γονέων, προκαλώντας εξ αντανακλάσεως βλάβη στο συμφέρον του ίδιου του τέκνου (ΑΠ 824/2018, ΑΠ 1316/2009). Εξάλλου κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Παραβίαση υπάρχει, όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ` αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 2/2013, 7/2006, 4/2005).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ` επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της αποφάσεως. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (ΑΠ 325/2004), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006), οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 426/2021, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τους πρώτο και δεύτερο, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγους της αναιρέσεως, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου τους, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1511 αριθ. 4 του ΑΚ, αφού κατέληξε στο πόρισμα ότι η άσκηση της οριστικής επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων πρέπει να ανατεθεί στη μητέρα του- αναιρεσίβλητη, χωρίς να συνεκτιμήσει την διατυπωμένη στη δικαστική πραγματογνωμοσύνη ελεύθερη βούληση του τέκνου ότι επιθυμεί να διαμένει με τον πατέρα του (αναιρεσείοντα). Από την παραδεκτή, κατ’άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, ως προς το ενδιαφέρον τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα: < Οι διάδικοι από τον μεταξύ τους γάμο απέκτησαν ένα τέκνο, τον Δ. που γεννήθηκε στις 8-6-2007. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και από τον Νοέμβριο του 2014 επήλθε οριστική διακοπή της. Οι σχέσεις των διαδίκων είχαν επιδεινωθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα πριν από τη διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεώς τους συνεπεία διαφωνιών τους για διάφορα ζητήματα, κυρίως δε για το ζήτημα της ανανεώσεως του αμερικανικού διαβατηρίου του ανηλίκου τέκνου τους, περί της οποίας η μητέρα του αρνιόταν να συναινέσει με το φόβο μήπως ο πατέρας παραλάβει το τέκνο και αναχωρήσουν μαζί για τις ΗΠΑ… Ακολούθησε δικαστική διαμάχη μεταξύ των διαδίκων για διάφορα ζητήματα αφορώντα στις μεταξύ τους σχέσεις και στο ανήλικο τέκνο τους, που ασφαλώς επιβάρυναν σημαντικά το κλίμα στις μεταξύ τους σχέσεις, είχαν δε και αρνητικές συνέπειες στην ψυχολογία του ανηλίκου… Από την εκτίμηση και αξιολόγηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού μπορεί να εξαχθεί το ασφαλές συμπέρασμα ότι αμφότεροι οι διάδικοι, γονείς του ανηλίκου, αγαπούν το τέκνο τους και εμφορούνται από ειλικρινές ενδιαφέρον για τη σωστή ανατροφή και διαπαιδαγώγησή του, οι δε μομφές που έκαστος τούτων διατυπώνει για τον έτερο, οφείλονται κυρίως στο ότι η υπερβολική αγάπη τους για τον ανήλικο και η ένταση της μεταξύ τους αντιδικίας δεν τους επέτρεψαν να διαχωρίσουν τους δύο τομείς, των προσωπικών τους σχέσεων και διαφορών και της ανατροφής του ανηλίκου. Αντίθετα προκάλεσαν σύγχυση των δύο τομέων και οδήγησαν τα πράγματα σε αδιέξοδο που έχει διχάσει και τον ανήλικο, ο οποίος, καλούμενος είτε από τον Δικαστή του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είτε από την ψυχολόγο που διενήργησε την διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη να εκφράσει την άποψή του για το προκείμενο ζήτημα της επιμέλειας του προσώπου του από τον ένα ή τον άλλο γονέα, καταλαμβάνεται από έντονη συγκινησιακή φόρτιση και αμφιθυμία, όπως είναι φυσικό να συμβαίνει με ένα παιδί της ηλικίας του, που ούτε λίγο ούτε πολύ καλείται να λάβει θέση ή και να επιλύσει ένα σοβαρό πρόβλημα που αμφότεροι οι γονείς του με την εμπειρία ζωής και τη συναφή ωριμότητα που υποτίθεται ότι έχουν αποκτήσει, δεν μπόρεσαν όχι μόνο να το επιλύσουν, αλλ’ ίσως ούτε να το προσεγγίσουν ορθολογιστικά. Από το έτος 2014 που η ενάγουσα ασκεί προσωρινά την επιμέλεια του ανηλίκου δεν έχουν βεβαιωθεί περιστατικά που να υποδηλώνουν κακή ή έστω αμελή άσκηση των συνδεομένων με τη φροντίδα του ανηλίκου καθηκόντων της ούτε άλλωστε ο ίδιος ο ανήλικος έχει αναφερθεί με σαφήνεια σε κάτι τέτοιο. Ασφαλώς και ο εναγόμενος, πατέρας του ανηλίκου, θεωρείται άξιος και αφοσιωμένος σ’αυτόν, ώστε επίσης παρέχει τη βάσιμη προσδοκία ότι την τυχόν ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σ’αυτόν θα αντιμετώπιζε με ενδιαφέρον και προς την κατεύθυνση της προσφοράς όλων εκείνων των υπηρεσιών που θα οδηγούσαν στη διαμόρφωση υγιούς και ώριμης προσωπικότητας του ανηλίκου, ώστε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα και στις υποχρεώσεις της ενήλικης ζωής. Επικρατέστερη, εν τούτοις, προβάλλει εν προκειμένω η άποψη να διατηρηθεί ως οριστική η υφιστάμενη προσωρινή ρύθμιση που έγινε με την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ως προς την επιμέλεια του ανηλίκου, ώστε να διατηρηθεί η σταθερότητα και η συνέχεια στο περιβάλλον διαβιώσεως και στο σχολικό περιβάλλον του, με την πεποίθηση ότι η ενάγουσα μητέρα του θα ανταποκριθεί με την ίδια όπως μέχρι τώρα επιτυχία στα καθήκοντά της και με την προσδοκία ότι αμφότεροι οι διάδικοι θα διαχωρίσουν τις προσωπικές διαφορές τους από το κοινό καθήκον τους να μεριμνήσουν για τη σωστή ανατροφή του τέκνου τους και θα αφοσιωθούν με ειλικρίνεια και με πνεύμα συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης στο καθήκον αυτό…. Κατ’ακολουθίαν των παραπάνω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αναθέτοντας την οριστική επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στον αντενάγοντα πατέρα του και απορρίπτοντας κατ’ουσίαν το αντίστοιχο αίτημα της αγωγής της ενάγουσας, έσφαλε ως προς την εκτίμηση και την αξιολόγηση του ενώπιόν του προσκομισθέντος αποδεικτικού υλικού και πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν η υπό κρίση έφεση >. Από τις ως άνω παραδοχές προκύπτει ότι το Εφετείο συνεκτίμησε τη γνώμη του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, διαλαμβάνοντας ειδικώς στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι: < ο ανήλικος, καλούμενος είτε από τον Δικαστή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου είτε από την ψυχολόγο που διενήργησε την διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη να εκφράσει την άποψή του για το προκείμενο ζήτημα της επιμέλειας του προσώπου του από τον ένα ή τον άλλο γονέα, καταλαμβάνεται από έντονη συγκινησιακή φόρτιση και αμφιθυμία, όπως είναι φυσικό να συμβαίνει με ένα παιδί της δικής του ηλικίας, που καλείται να λάβει θέση ή και να επιλύσει ένα σοβαρό πρόβλημα που αμφότεροι οι γονείς του δεν μπόρεσαν όχι μόνο να το επιλύσουν, αλλά ίσως ούτε να το προσεγγίσουν>, χωρίς να είναι απαραίτητο να παρατίθεται στην απόφαση και η γνώμη του ανηλίκου, στην οποία (γνώμη) το δικαστήριο, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, δεν ήταν υποχρεωμένο να συμμορφωθεί, ενόψει και της επιβαρημένης συναισθηματικής καταστάσεως του ανηλίκου και του διχασμού του από τη σφοδρή αντιδικία των γονέων του, κρίνοντας ότι στην προκείμενη περίπτωση για το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου προέχει να διατηρηθεί, ως οριστική, η υφιστάμενη προσωρινή ρύθμιση της επιμέλειας αυτού, η οποία έχει ανατεθεί στη μητέρα του-αναιρεσίβλητη, ώστε να διατηρηθεί η σταθερότητα και η συνέχεια στο περιβάλλον διαβιώσεως και στο σχολικό περιβάλλον του. Επομένως, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1511 αριθ.4 ΑΚ, όπως ισχύει και μετά την αντικατάστασή της με το Ν 4800/2021, οι δε ως άνω πρώτος και δεύτερος, κατά το δεύτερο σκέλος του, αναιρετικοί λόγοι, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 328/2008). Δεν αποτελούν “πράγματα” και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 701/2008, ΑΠ 625/2008). Ο ισχυρισμός που στηρίζει τον λόγο αναιρέσεως πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος προτάσεως ή επαναφοράς του στο Εφετείο, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο αν αυτός ήταν νόμιμος και παραδεκτός (ΑΠ 1020/2019, ΑΠ 387/2019, ΑΠ 1681/2018, ΑΠ 869/2017). Με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι με την από 5-1-2021 παραίνεση-πρόσκλησή του προς την αναιρεσίβλητη, την κάλεσε να προσέλθει για τη διενέργεια διαμεσολαβήσεως, με θέματα την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους και την επικοινωνία με αυτό, ενόψει της ρητής επιθυμίας του τέκνου για ανάληψη της επιμέλειάς του απ’αυτόν (αναιρεσείοντα) και της αρνήσεώς του να επιστρέψει στην κατοικία της αναιρεσίβλητης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν παρατίθεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, όπως ακριβώς προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αναφέρεται ο τρόπος επαναφοράς του στο Εφετείο και ο λόγος για τον οποίο θα ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο αν αυτός ήταν παραδεκτός και νόμιμος.
Εξάλλου, κατά την έννοια του λόγου αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 2267/2013). Δηλαδή, ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσεως και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του και επομένως αιτιολογία της αποφάσεως ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1266/2011). Για να είναι δε ορισμένος και άρα παραδεκτός ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο α) ότι η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, στην περίπτωση δε της ανεπάρκειας ή αντιφάσεως των αιτιολογιών, ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει, ενώ στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών, που εντοπίζεται η αντίφαση, β) ο πραγματικός ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κ.λ.π.) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, καθώς και η σύνδεσή του με το διατακτικό, γ) η νόμιμη βάση, ήτοι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και μάλιστα ενάριθμα και δ) οι παραδοχές του δικαστηρίου, με πληρότητα και όχι αποσπασματικά, υπό τις οποίες συντελέσθηκε η παραβίαση (ΑΠ 1445/2017, ΑΠ 2267/2013, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 1438/2009). Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες κατέληξε στο πόρισμα ότι η οριστική επιμέλεια του ανήλικου τέκνου των διαδίκων πρέπει να ανατεθεί στην αναιρεσίβλητη, παρά την επιθυμία του τέκνου να ανατεθεί η επιμέλειά του στον αναιρεσείοντα. Ο αναιρετικός αυτός λόγος, παρεκτός του ότι είναι απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει η απόφαση και η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, είναι προεχόντως αβάσιμος, διότι το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως, καθόσον από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι διέλαβε σ’αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της αναθέσεως της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων με γνώμονα το συμφέρον αυτού, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις εφαρμοσθείσες διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1513, 1514 ΑΚ.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 106,176,183,189 αρ.1, 191 αρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος δεν γίνεται λόγος περί του κατ’άρθρο 495 αριθ. 3 ΚΠολΔ παραβόλου, διότι πρόκειται για οικογενειακή διαφορά του άρθρου 592 αριθ.3 ΚΠολΔ και ο αναιρεσείων απαλλάσσεται από την καταβολή του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-5-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ’αριθμό 2377/2022 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2023.
H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 157 / 2023 ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΤΕΚΝΟΥ – ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΤΕΚΝΟΥ ΚΑΙ ΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΑΘΕΡΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ
Πηγή :