Αριθμός 1555/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βάρκα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Κωστούλας Φλουρή – Χαλεβίδου), Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αθανάσιο Τσουλό, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη και Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Μαρτίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ……, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην ….., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Αγγελική Αναστοπούλου, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Ν., κατοίκου … και 2) Κ. Σ., κατοίκου …, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευστάθιο Ευσταθίου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-8-2012 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1065/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5657/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-4-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Βάρκα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 του ΚΠολΔ), είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των επί μέρους λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚπολΔ).
Με το άρθρο 1 του ν. 1406/1983 υπήχθησαν, μεταξύ άλλων, στην δικαιοδοσία των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και οι διαφορές που αφορούν στην ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και δεν σχετίζονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Έτσι, παρά τα μειονεκτήματα της απόψεως αυτής παγίως οι διαφορές από αυτοκίνητα του Δημοσίου κατά την εκτέλεση της δημόσιας υπηρεσίας υπήγοντο στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων. Περαιτέρω με το άρθρο 9 του ιδίου ως άνω νόμου ορίστηκαν οι κατηγορίες των υποθέσεων που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων, ο χρόνος από τον οποίο τα Δικαστήρια αυτά καθίστανται αρμόδια για την εκδίκαση κάθε κατηγορίας των υποθέσεων αυτών και ότι για την εφαρμογή των διατάξεων που καθορίζουν τον χρόνο ενάρξεως ισχύος των περί αρμοδιότητας διατάξεων λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος κατά τον οποίο εκδόθηκε η διοικητική πράξη ή συντελέστηκε η παράλειψη ή κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Ο νόμος, δηλαδή, αυτός οριοθέτησε την έναρξη της δικαιοδοσίας των Διοικητικών Δικαστηρίων, με βάση τον χρόνο γεννήσεως της απαιτήσεως και τον χρόνο κατά τον οποίο κατέστη εφικτή η δικαστική της επιδίωξη. Έτσι, μόνο οι απαιτήσεις – διαφορές της περ. η’ της παρ. 2 του άρθρου 1 που γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες μετά τις 11-6-1985 υπήχθησαν στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων (ΑΕΔ 31/1998 ΣτΕ 473/2011). Νομοθετικός λόγος της ρυθμίσεως αυτής ήταν, κατά την εισηγητική έκθεση, να προετοιμασθεί ο νομικός κόσμος και τα Δικαστήρια με την σημαντική μεταβολή που επέφερε το νομοθέτημα αυτό (αύξηση των οργανικών θέσεων, δημιουργία, όπου χρειάζεται νέων Δικαστηρίων κ.λπ.).Εξάλλου, με το άρθρο 48 παρ. 1 του ν. 3900/2010, ΦΕΚ Α 213/17.12.2010 ορίστηκαν τα ακόλουθα: “Στην περίπτωση η’ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 προστίθενται εδάφια ως εξής: “Εξαιρούνται οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο. Οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Η ισχύς του προηγούμενου εδαφίου αρχίζει τρεις μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα Κυβερνήσεως”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στο πλαίσιο της δυνατότητας που παρέχεται με το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος για την μεταφορά αρμοδιοτήτων στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια, προκειμένου να επιτυγχάνεται ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας, μεταφέρονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημιώσεως οποιασδήποτε μορφής για ζημιές που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητα, δεδομένου ότι στις διαφορές αυτές, κατά κανόνα, δεν τίθενται θέματα δημοσίου δικαίου. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής αρχίζει από 18-3-2011, αφού η δημοσίευση του ως άνω νόμου στο ΦΕΚ έγινε την 17-12-2010 και καταλαμβάνει όλες τις απαιτήσεις που αφορούν απαιτήσεις αποζημιώσεως οποιασδήποτε μορφής, για ζημιές που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητα, δηλαδή, και εκείνες οι οποίες γεννήθηκαν και κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές πριν από την άνω ημερομηνία (18-3-2011), που τέθηκε σε ισχύ η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 1 του νόμου 3900/2010, δεδομένου ότι, ούτε μεταβατική διάταξη που να ορίζει το αντίθετο θεσπίστηκε, ούτε δικαιολογητικός λόγος περί τούτου (αντιθέτου) προκύπτει από το κείμενο του νόμου, ενώ η αιτία και ο λόγος εφαρμογής του, που είναι ο εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διαδικασίας της διοικητικής δίκης, επιτυγχάνεται, πλήρως, με την εκδίκαση όλων των διαφορών που έχουν ήδη προκληθεί από τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια.
Συνεπώς, από την 18-3-2011 όλες οι απαιτήσεις αποζημιώσεως από αυτοκίνητα, ακόμη και αν κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές πριν από την άνω ημερομηνία, εισάγονται προς εκδίκαση στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια (ΑΠ 1135/2018, ΑΠ 665/2016, ΑΠ 706/2016, ΑΠ 329/2014). Τέλος, ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 4 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ. ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας υπερέβη θετικά την δικαιοδοσία του, έκρινε δηλαδή ότι έχει δικαιοδοσία και δίκασε υπόθεση που κατά νόμο ανήκε στην δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., επισκόπηση των αμέσως παρακάτω σημειουμένων, κατά περίπτωση, διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ένδικη από 10-8-2012 αγωγή, την οποία απηύθυναν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες, αφού ισχυρίστηκαν ότι, στις 3-8-2008, από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία επιπροσθέτως ενήργησαν και αμελώς, κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους είχε ανατεθεί, ήτοι κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης σύλληψης τρίτου, ονόματι Α. Α., που είχε μόλις προκαλέσει εκ προθέσεως τον θάνατο της συζύγου του και, ο οποίος προκειμένου να διαφύγει τη σύλληψη, κατέλαβε το με αριθμό κυκλ. … υπηρεσιακό όχημα της Ελληνικής Αστυνομίας, που τη στιγμή εκείνη τα αρμόδια όργανα του εναγομένου είχαν αφήσει χωρίς να το κλειδώσουν, με τα κλειδιά επί της μηχανής και αφύλακτο και, οδηγώντας αυτό με αυξημένη ταχύτητα, επί της επαρχιακής … στη …, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα πορείας και συγκρούστηκε με το οδηγούμενο από την πρώτη ενάγουσα υπ’ αριθμ. κυκλ. … δίκυκλο μοτοποδήλατο, επί του οποίου επέβαινε και η δεύτερη ενάγουσα, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό τους, ζήτησαν, μετά τον εξ ολοκλήρου περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, κυρίως με τη διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ και επικουρικώς, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι δεν στοιχειοθείται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου κατά την ως άνω διάταξη, με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ.2 (αναριθμηθέν σε παρ.3 με το άρθρο 31 του ν.3746/2009) του π.δ/τος 489/1976) σε συνδυασμό με άρθρα 19 του ίδιου π.δ/τος και 914 ΑΚ, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει ως αποζημίωση για θετική ζημία, ως πρόσθετη αποζημίωση για την αναπηρία και παραμόρφωση που υπέστη εκάστη των εναγουσών κατ’άρθρο 931 ΑΚ και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, λόγω ηθικής βλάβης, τα αναφερόμενα σ’ αυτή (αγωγή) ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από την σύμβαση ασφαλίσεως αυτού (άρθρα 666, 667, 670 έως 676 και 681Α’ του Κ.Πολ.Δικ.), εκδόθηκε η με αριθμό 1065/2016 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και κατ’ουσίαν βάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, την από 20-6-2018 έφεσή του, με την οποία, παραπονούμενο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζήτησε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή, οι δε ενάγουσες με την από 18-2-2019 αντέφεσή τους, ζήτησαν την εξαφάνιση της απόφασης, ώστε να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου η αγωγή τους. Το Εφετείο, με την προσβαλλομένη 5657/2020 απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν την προβληθείσα από το εναγόμενο – εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ένσταση ότι η ένδικη αξίωση αποζημιώσεως από αυτοκίνητο υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, με την ακόλουθη, αναγκαία για την έκβαση του συναφούς αναιρετικού λόγου, αιτιολογία: “Στην προκειμένη περίπτωση, η με το άνω περιεχόμενο και αίτημα αγωγή , ως προ την κύρια βάση της, με την οποία οι ενάγουσες, ισχυριζόμενες ότι από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους είχε ανατεθεί και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης σύλληψης τρίτου, ο διαφυγών αυτή (τρίτος-ιδιώτης /πολίτης), επελήφθη αυτογνωμόνως υπηρεσιακού οχήματος της Ελληνικής Αστυνομίας και προκάλεσε σύγκρουση αυτού με το οδηγούμενο από την πρώτη ενάγουσα δίκυκλο μοτοποδήλατο, επί του οποίου επέβαινε και η δεύτερη ενάγουσα, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό τους και την εξ αυτού ζημία τους, ζήτησαν, από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, την επιδίκαση αποζημίωσης, ειδικής αποζημίωσης εκ του άρθρου 931 ΑΚ και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων σύμφωνα με το προαναφερόμενο εδάφιο που προστέθηκε στο άρθρο 48 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α 213/17-12-2010) στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 1 ν. 1406/1983, κατά το οποίο στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες που “έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο”, όπως στην ένδικη περίπτωση, καθόσον μάλιστα η ένδικη αγωγή κατατέθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στις 10-8-2012, ενώ είχε ήδη μεταφερθεί από (18-3-2011), η δικαιοδοσία όλων των ως άνω απαιτήσεων αποζημιώσεως που “έχουν προκληθεί” από αυτοκίνητα, στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, ανεξαρτήτως του αν γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες πριν τη θέση σε ισχύ του ως άνω νόμου. Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου, περί απαραδέκτου της αγωγής ως προς την κύρια βάση της, ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων [γεγονός που εξάλλου κρίνεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 4 εδ. α ΚπολΔ σε συνδυασμό με 522 ΚπολΔ)], είναι αβάσιμος και απορριπτέος”. Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, από τον αριθμό 4 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση των άρθρων 94 του Συντάγματος, 1 παρ. 2 περ. η του ν. 1406/1983 και 48 παρ. 1 του ν. 3900/2010, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία επί της ένδικης απαιτήσεως αποζημιώσεως από αυτοκίνητα, αφού το ζημιογόνο αποτέλεσμα επήλθε από τις πράξεις και παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων, ήτοι αποδίδεται στο δικάσαν Εφετείο η πλημμέλεια της υπέρβασης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος αβάσιμος, εφόσον, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη νομική σκέψη της παρούσας, κατά τον χρόνο καταθέσεως του δικογράφου της ένδικης αγωγής των ήδη αναιρεσιβλήτων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στις 10-8-2012, είχε ήδη μεταφερθεί (από 18.3.2011), η δικαιοδοσία στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια όλων των απαιτήσεων αποζημιώσεως που “έχουν προκληθεί” από αυτοκίνητα, ανεξαρτήτως του αν γεννήθηκαν και κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες πριν την θέση σε ισχύ του ως άνω νόμου.
Επειδή, κατά το άρθρο 105 εδ.α` Εισ.Ν.ΑΚ, για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και προς τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ, προκύπτει ότι το δημόσιο ευθύνεται σε αποζημίωση για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του από τις οποίες επήλθε ζημία τρίτου, ήτοι για εκείνες με τις οποίες παραβιάστηκε ορισμένη διάταξη νόμου που προστατεύει δικαίωμα ή συμφέρον αυτού που ζημιώθηκε, εφόσον η παράνομη αυτή ενέργεια έγινε κατά την ενάσκηση της ανατεθειμένης στο όργανο δημόσιας υπηρεσίας, χωρίς να είναι απαραίτητο να υφίσταται και υπαιτιότητα του οργάνου τούτου ως αναγκαίος όρος της ευθύνης του δημοσίου. Συνάμα πρέπει να συντρέχει και πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια της ζημιογόνας συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας. Τούτο συμβαίνει όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και υπό τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, χωρίς τη μεσολάβηση έκτακτου και ασυνήθιστου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία ( Ολ.ΑΠ 226/1982). Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση των οποίων ιδρύει τους αναιρετικούς λόγους του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δικ. Αντίθετα η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά πράγματα και δεν ελέγχεται ακυρωτικώς (ολΑΠ 2/2019). Σε κάθε περίπτωση η παράβαση των διατάξεων του Κ.Ο.Κ. δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση του αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας κρίνεται σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξεως και του επελθόντος αποτελέσματος. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο αναιρετήριο πρέπει ν` αναφέρεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης, από όσους περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 559 ΚΠολΔ, θεμελιώνει η αποδιδόμενη αιτίαση. Διαφορετικά ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως αόριστος, αφού δεν είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση των ελλιπών στοιχείων με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο καθώς και στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεν αρκούν οι γενικές εκφράσεις για έλλειψη νόμιμης βάσης ή για ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, αλλά θα πρέπει να καθορίζεται ειδικά το αποδιδόμενο στην απόφαση σφάλμα. Συγκεκριμένα, αν η αιτίαση αναφέρεται σε ανεπάρκεια αιτιολογιών, πρέπει να καθορίζεται σε τι συνίσταται, δηλαδή ποιο είναι το επιπλέον στοιχείο που ήταν αναγκαίο για την πληρότητα των αιτιολογιών, ενώ αν αναφέρεται σε αντιφατικές αιτιολογίες πρέπει να καθορίζεται η αντίφαση και από ποια αντιτιθέμενα μέρη προκύπτει. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να εκτίθεται στο λόγο αναίρεσης σε τι συνίσταται η νόμιμη βάση και να αναφέρονται οι παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά αυτό δέχθηκε ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις. Η υποχρέωση αυτή της παράθεσης των παραδοχών του δικαστηρίου της ουσίας είναι απολύτως σύμφωνη με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, διότι διασφαλίζει την από αυτό αξιούμενη δίκαιη δίκη, αφού συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα του και συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος πρόσβασης του καθενός στα δικαστήρια, το οποίο (δικαίωμα) μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με την άσκηση ορισμένης, σύμφωνα με το νόμο, προσφυγής οιασδήποτε μορφής, η οποία επιτρέπει, λόγω του ορισμένου περιεχομένου της, την από το δικαστήριο κρίση. Γι` αυτό τ` απαιτούμενα από το νόμο, για το ορισμένο της εν γένει προσφυγής στα δικαστήρια, μορφή της οποίας είναι και το ένδικο μέσο της αναίρεσης, δε δυσχεραίνουν αλλά διευκολύνουν την πρόσβαση στα δικαστήρια, για παροχή έννομης προστασίας, αφού με αυτά συγκεκριμενοποιείται το είδος αυτής (ΑΠ 835/2019, ΑΠ 618/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.), σχετικώς με το κρίσιμο για την έκβαση του συναφούς δευτέρου αναιρετικού λόγου ζήτημα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ” Στις 3 Αυγούστου 2008 κατά τις ώρες 14.00′ έως την 22.00′ ο Ανθυπαστυνόμος Σ. Ν. εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία αξιωματικού υπηρεσίας στο Αστυνομικό Τμήμα (Α.Τ.) ….., ο πρωτοετής δόκιμος Αστυφύλακας Π. Α., εκπαιδευόμενος στο Τ.Δ.Α. …., πραγματοποιούσε την πρακτική του εκπαίδευση στο Α.Τ. ….. και εκτελούσε ένστολος διατεταγμένη υπηρεσία σκοπού του αστυνομικού καταστήματος, ο πρωτοετής, επίσης, δόκιμος Αστυφύλακας Γ. Δ., εκπαιδευόμενος στο Τ.Δ.Α. ….., πραγματοποιούσε την πρακτική του εκπαίδευση στο Α.Τ….. και εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία στο Γραφείο Ασφαλείας του ιδίου αστυνομικού καταστήματος, ο Αρχιφύλακας Κ. Γ., εκτελούσε ένστολος διατεταγμένη υπηρεσία εποχούμενης περιπολίας στην περιοχή του Α.Τ. …..οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας … τύπου τζιπ υπηρεσιακό αυτοκίνητο (περιπολικό), ενώ ο δευτεροετής δόκιμος Αστυφύλακας Γ. Α., εκπαιδευόμενος στο Τ.Δ.Α. …, πραγματοποιούσε την πρακτικού του εκπαίδευση στο Α.Τ. ….. και εκτελούσε ένστολος διατεταγμένη υπηρεσία συνοδηγού στο ανωτέρω με αριθμό κυκλοφορίας … υπηρεσιακό όχημα. Περί ώρα 18.30′ της αυτής ημέρα (03.08.2008), μετά από τηλεφωνική ενημέρωση του ως άνω αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. ….. Ν. Σ. για εξέλιξη έντονου οικογενειακού επεισοδίου στο χωριό … ειδοποιήθηκαν σχετικά από τον τελευταίο οι εκτελούντες εποχούμενη περιπολία Αρχιφύλακας Γ. Κ. και δόκιμος Αστυφύλακας Α. Γ., προκειμένου να επιληφθούν αυτό’ εν συνεχεία, και αφού ενημερώθηκε εκ νέου το ως άνω Α.Τ. ότι επεισόδιο είχε λάβει σοβαρές διαστάσεις, διότι ένας άνδρας είχε σφάξει έναν σκύλο και έκαιγε ένα βιβλιάριο τράπεζας και ακολούθως ότι το επεισόδιο είχε καταλήξει σε ανθρωποκτονία από τον ανωτέρω της συζύγου του, κλήθηκε από τον ως άνω αξιωματικό υπηρεσίας ο εκτελών εποχούμενη περιπολία Γ. Κ. στο Α.Τ. ….., με σκοπό να πάρει ενισχύσεις, προκείμενου να επιληφθούν του συμβάντος. Όταν ο Γ. Κ. έφτασε στο Α.Τ. …..επιβιβάστηκε στο οδηγούμενο από αυτόν ως άνω περιπολικό (…) ο Αξιωματικός Υπηρεσίας Ανθυπαστυνόμος Ν. Σ. και παράλληλα, διέταξε τους ως άνω (τρεις) δόκιμους αστυφύλακες να τον ακολουθήσουν προς το χωριό … με έτερο διαθέσιμο υπηρεσιακό αυτοκίνητο, με αριθμό κυκλοφορίας …, στο οποίο, όντως, επιβιβάστηκαν αυτοί με οδηγό τον αρχικό συνοδηγό του περιπολικού εποχούμενης περιπολίας Α. Γ., με σκοπό να εντοπίσουν και συλλάβουν τον δράστη της ανθρωποκτονίας, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαν λάβει. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο μεν Γ. Κ. έφερε μαζί του το υπηρεσιακό του περίστροφο, το οποίο είχε μέσα τέσσερις (4) σφαίρες, ο δε Ν. Σ. δεν έφερε μαζί του το υπηρεσιακό του περίστροφο και γενικώς οπλισμό, ενώ οι δόκιμοι αστυφύλακες ήταν άοπλοι αφού απαγορεύεται να φέρουν οπλισμό. Στον δρόμο, μεταξύ των περιοχών … συνάντησαν τρίτον ονόματι Α. Π., ο οποίος τους σταμάτησε και τους ενημέρωσε ότι ο δράστης της ανθρωποκτονίας βαδίζει πεζός στον δρόμο από το χωριό … προς την περιοχή …, κρατώντας στο ένα χέρι του το κεφάλι μιας γυναίκας και στο άλλο του χέρι ένα μεγάλο μαχαίρι. Πράγματι, λίγο πιο κάτω, οι ανωτέρω αστυνομικοί εντόπισαν τον Α. Α., να βαδίζει στην άκρη του δρόμου, στην αντίθετη προς αυτούς κατεύθυνση, κρατώντας στο δεξί του χέρι μαχαίρι μήκους 38 εκατοστών με αίματα και στο αριστερό την αποτετμημένη κεφαλή της συζύγου του Α. Κ., στην ανθρωποκτονία της οποίας μόλις προ ολίγου είχε προβεί. Μόλις οι αστυνομικοί έφτασαν στο ύψος του δράστη, αποβιβάστηκαν από τα περιπολικά οχήματα και ο Γ. Κ. επιχείρησε να πείσει τον Α. Α., ο οποίος έλεγε διάφορες ακατάληπτες φράσεις και λέξεις, να παραδοθεί, να πέσει μπρούμυτα στο έδαφος και να αφήσει το αποκοπέν κεφάλι της δολοφονηθείσας συζύγου του και το μαχαίρι στο έδαφος, όπως και πράγματι προς στιγμήν αυτός έπραξε όταν όμως ο Γ. Κ. πλησίασε, θέτοντας το δεξί του χέρι στην πλάτη του Α. Α. προκειμένου να τον δεσμεύσει με χειροπέδες, ο τελευταίος τινάχθηκε όρθιος και αφού πήρε με το ένα χέρι το μαχαίρι και με το άλλο το αποτετμημένο κεφάλι της συζύγου του, κινήθηκε εναντίον του Γ. Κ. τότε ο τελευταίος έβγαλε από τη θήκη του το υπηρεσιακό του περίστροφο και το πρότεινε προς αυτόν, ο οποίος όμως συνέχισε να κινείται εναντίον του, οπότε ο τελευταίος πυροβόλησε στον αέρα προς εκφοβισμό του δράστη Α. Α., χωρίς, όμως, να μπορέσει να σταματήσει την σε βάρος του κίνηση αυτού. Έτσι ο Γ. Κ. αναγκάστηκε και πυροβόλησε εκ νέου και τον έπληξε στο αριστερό του χέρι τραυματίζοντάς τον. Παρά όμως τον ως άνω τραυματισμό του, ο Α. Α., κατόρθωσε και τραυμάτισε τον Αρχιφύλακα Γ. Κ. με το μαχαίρι στο κάτω χείλος (προκαλώντας του θλαστικό τραύμα κάτω χείλους), οπότε ο τελευταίος πυροβόλησε και πάλι, τραυματίζοντας αυτόν (Α. Α.) στην κοιλιά, ο οποίος έσκυψε και, περπατώντας λίγο πιο πίσω, πήγε ανάμεσα στα δύο (2) περιπολικά και γονάτισε, δίνοντας την (λανθασμένη) εντύπωση ότι είχε πλέον εξουδετερωθεί η αντίστασή του εξαιτίας του παραπάνω τραυματισμού του, με αποτέλεσμα τον προς στιγμήν εφησυχασμό των αστυνομικών όμως, σηκώθηκε και πάλι και, κρατώντας στο ένα του χέρι το μαχαίρι και στο άλλο το αποτετμημένο κεφάλι της δολοφονηθείσας συζύγου του, κατευθύνθηκε αρχικά προς το με αριθμό κυκλοφορίας … υπηρεσιακό όχημα (περιπολικό, με το οποίο είχαν φθάσει στον τόπο του συμβάντος κατά τα ανωτέρω οι δόκιμοι αστυφύλακες) και, αφού έριξε από το ανοιχτό παράθυρο του οδηγού το κεφάλι της συζύγου του στο κάθισμα του συνοδηγού, έσκυψε στο εσωτερικό του οχήματος, αναζητώντας τα κλειδιά της μηχανής αυτού, όταν όμως διαπίστωσε ότι αυτά δεν υπήρχαν, κινήθηκε προς το άλλο περιπολικό, με αριθμό κυκλοφορίας … μάρκας … (με το οποίο είχαν φθάσει στον τόπο του συμβάντος κατά τα ανωτέρω ο -οδηγός αυτού- Αρχιφύλακας Γ. Κ. με τον Ανθυπαστυνόμο Ν. Σ.), το οποίο ήταν ξεκλείδωτο και εντός του οποίου ο Γ. Κ. είχε αφήσει τα κλειδιά της μηχανής στη σχετική υποδοχή. Βλέποντάς τον ο Γ. Κ. πυροβόλησε και πάλι, ρίχνοντας την τελευταία σφαίρα που είχε στο όπλο του, και τον έπληξε μπροστά ψηλά στα πόδια, πλην όμως αυτός (Α. Α.) εισήλθε εντός του παραπάνω περιπολικού, όπου, όπως προαναφέρθηκε, υπήρχαν τα κλειδιά της μηχανής του, και αφαιρώντας αυτό από την κατοχή των αστυνομικών οργάνων προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τη διαφυγή του, έθεσε αυτό σε λειτουργία και κινήθηκε με μεγάλη ταχύτητα προς τα …, όμως, πριν το …, το ανωτέρω όχημα (περιπολικό) που οδηγούσε ο Α. Α., εντοπίστηκε από δύο περιπολικά του Α.Τ. ….. (οδηγούμενα το ένα από τον αστυφύλακα Α. Τ. και το άλλο από τον διοικητή του Α.Τ….. Δ. Π. με συνεπιβάτες το καθένα δόκιμους αστυφύλακες) και ακολούθησε καταδίωξη. Τότε ο Α. Α. κινήθηκε μέσω της πλατείας των … στην επαρχιακή οδό … – …, με μεγάλη ταχύτητα, τελώντας επικίνδυνους ελιγμούς, εμποδίζοντας την κίνηση των αντιθέτως κινούμενων οχημάτων, τα οποία αναγκάζονταν να κινούνται όσο το δυνατόν πιο δεξιά του οδοστρώματος, προκειμένου να αποφύγουν τη σύγκρουση. Την αυτή χρονική στιγμή, επί της ανωτέρω επαρχιακής οδού … – … και στο αντίθετο ρεύμα πορείας σε σχέση με αυτό που κινούταν ο Α. Α. με το υπηρεσιακό όχημα της ελληνικής αστυνομίας (περιπολικό), κινούταν, με χαμηλή ταχύτητα, το με αριθμό κυκλοφορίας … δίκυκλο μοτοποδήλατο, οδηγούμενο από την πρώτη ενάγουσα Α. Ν. (που κατείχε την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ΖΙ 12078, εκδοθείσα στις 03.07.2006, άδεια οδήγησης μοτοποδηλάτου), αγροτική ιατρό υπηρετούσα στο Κέντρο Υγείας ……, με συνεπιβαίνουσα την, επίσης αγροτική ιατρό στο Κέντρο Υγείας ….. δεύτερη ενάγουσα Κ. Σ., οι οποίες, ενώ βρίσκονταν στην παραλία Περιβόλου, είχαν κληθεί από το Κέντρo Υγείας ……, προκειμένου να συνδράμουν σε ιατρικό” περιστατικό εξ εγκληματικής ενέργειας (της ανωτέρω). Κατά την πορεία τους, η πρώτη ενάγουσα, οδηγός του μοτοποδηλάτου, αντιλήφθηκε το περιπολικό, το οποίο οδηγούσε ο Α. Α., ακολουθούμενο από δύο άλλα περιπολικά οχήματα με τους φόρους σε λειτουργία, να κινείται μεγάλη ταχύτητα, πάνω από εκατό (100) χιλιόμετρα την ώρα και να εισέρχεται στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ήτοι στο ρεύμα πορείας του δίκυκλου μοτοποδηλάτου, και να κατευθύνεται προς το μέρος τους’ τότε η πρώτη ενάγουσα, προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση, κινήθηκε, μειώνοντας κι άλλο την ήδη χαμηλή ταχύτητα του μοτοποδηλάτου, δεξιά σε σχέση με την πορεία της, χωρίς όμως να καταφέρει να την αποφύγει (σύγκρουση), καθόσον το περιπολικό όχημα, που οδηγούσε ο Α. Α., έπεσε (πλαγιομετωπικά) πάνω στο δίκυκλο μοτοποδήλατο με μεγάλη σφοδρότητα, με συνέπεια οι επιβαίνουσες σ’ αυτό ενάγουσες να εκτιναχτούν και να τραυματιστούν σοβαρό, όπως ειδικότερα κατωτέρω αναφέρεται. Εκ των ανωτέρω αποδειχθέντων προκύπτει ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ένδικου τροχαίου ατυχήματος, που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό των εναγουσών, υπήρξε ο οδηγός (ιδιώτης/πολίτης) του με αριθμού κυκλοφορίας … υπηρεσιακού οχήματος της Ελληνικής Αστυνομίας (περιπολικού), που το είχε αφαιρέσει κατά τα ανωτέρω και ο οποίος δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ούτε είχε τον πλήρη έλεγχο του οχήματος του ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να προβεί στους απαιτούμενους χειρισμούς και οδηγούσε με αυξημένη κατά τα ανωτέρω ταχύτητα και επικινδύνως και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας όπου εκινείτο κανονικά το με αριθμό κυκλοφορίας … δίκυκλο μοτοποδήλατο, στο οποίο επέβαιναν οι ενάγουσες (η μεν πρώτη ως οδηγός, η δε δεύτερη ως επιβάτης), παραβιάζοντας έτσι τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1, 16 παρ. 1, 4 και 19 παρ. 1-3 του ΚΟΚ. Εξάλλου από τις ως άνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου κατά την διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης σύλληψης του δράστη, της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας της συζύγου του, Α. Α., ήτοι κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους είχε ανατεθεί, προκλήθηκε ο ανωτέρω τραυματισμός των εναγουσών και εντεύθεν η εξ αυτού ζημία τους με αποτέλεσμα να ευθύνεται το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο σε αποζημίωση (άρθρο 105 ΕισΝΑΚ)’ συγκεκριμένα, ο ανθυπαστυνόμος Ν. Σ., παρά το ότι ξεκίνησε από το Α.Τ. Θήρας, όπου εκτελούσε χρέη αξιωματικού υπηρεσίας για τη σύλληψη του δράστη, της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας της συζύγου του, Α. Α., εν τούτοις παρέλειψε να πάρει μαζί του τον υπηρεσιακό του οπλισμό, ως υποχρεούτο εκ του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 3169/2003, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να συνδράμει τον αρχιφύλακα Γ. Κ. κατά την προσπάθειά του σύλληψης του δράστη Α. Α. στην περιοχή του χωρίου …, παραμένοντας έτσι αμέτοχος και όταν ακόμη τελείωσαν οι τέσσερις σφαίρες του (μοναδικού φέροντος όπλου) Γ. Κ., με αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η σύλληψη του τελευταίου, συμβάλλοντας έτσι στη διαφυγή αυτού (δράστη), κατά τα ανωτέρω’ επίσης ο αρχιφύλακας Γ. Κ., οδηγός του με αριθμό κυκλοφορίας … υπηρεσιακού οχήματος της Ελληνικής Αστυνομίας (περιπολικού), με το οποίο έφθασε στον τόπο όπου συνάντησε τον ανωτέρω δράστη της ανθρωποκτονίας Α. Α., παρέλειψε να αναλάβει τα κλειδιά της μηχανής του ανωτέρω περιπολικού και άφησε αυτό ξεκλείδωτο, αλλά και αφύλακτο, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης σύλληψης του ανωτέρω, με αποτέλεσμα να εκμεταλλευτεί την παράλειψή του αυτή ο Α. Α. και να το αφαιρέσει, εισερχόμενος σ’ αυτό και φεύγοντας οδηγώντας αυτό με μεγάλη ταχύτητα, διαφεύγοντας έτσι τη σύλληψη και προκαλώντας το επίδικο τροχαίο ατύχημα [απώλεσε δηλαδή το υπηρεσιακό όχημα, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 1 περ. η του π.δ/τος 22/1996, αλλά και κατά παράλειψη των ιδιαίτερων υποχρεώσεων που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία ως οδηγού του περιπολικού (άρθρο 34 παρ. 7 του ν. 2696/1999 – ΚΟΚ, ως και εκείνων που, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και της καλής πίστεως, προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη δημόσια υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως). Οι ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις των παραπάνω αστυνομικών οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου κατά την άσκηση της προαναφερόμενη δημόσιας εξουσίας που τους είχε ανατεθεί (σύλληψη του άνω δράστη της ανθρωποκτονίας) συνδέονται αιτιωδώς με την πρόκληση της ζημίας των εναγουσών, ενόψει του ότι συνέβαλαν στη διαφυγή του δράστη της ειδεχθούς ανθρωποκτονίας της συζύγου του Α. Α. με το πυρπολικό, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης σύλληψής του στην περιοχή του χωρίου …, έχοντας μόλις προβεί με το ειδεχθή ως άνω τρόπο στην ανθρωποκτονία της συζύγου του και κρατώντας στο ένα χέρι το μαχαίρι τέλεσης αυτής και στο άλλο το αποκομμένο κεφάλι της συζύγου του, επιτιθέμενος στους αστυνομικούς που επιχειρούσαν τη σύλληψή του, ευρισκόμενος σε κατάσταση σχεδόν ανεξέλεγκτης (υπερ)διέγερσης και επιδιώκοντας την οπωσδήποτε διαφυγή του, η αφαίρεση του περιπολικού και η οδήγηση αυτού από αυτόν ήταν ικανή (πρόσφορη) και μπορούσε αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τροχαίο ατύχημα, το οποίο και επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις εντεύθεν αυτού ζημίες. Περαιτέρω πράξεις και παραλείψεις οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου κατά τη διαδικασία σύλληψης του ανωτέρω που να συνδέονται αιτιωδώς με την επίδικη ζημία δεν αποδείχθηκαν. Επομένως, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση των εναγουσών και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ανωτέρω αστυνομικά όργανα αυτού, με την 411,443,444/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κειου …, που κατέστη αμετάκλητη με την έκδοση της 1207/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου, απηλλάγησαν της κατηγορίας της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρ’ υποχρέου εις βάρος των ήδη εναγουσών (…). Η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε κατ’αποτέλεσμα όμοια με τα παραπάνω ως προς την ύπαρξη ευθύνης του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου ορθά έκρινε και πρέπει, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της δι’αυτών της παρούσας (άρθρο 534 ΚπολΔ), οι δεύτερος και τρίτοι λόγοι της εφέσεως του εναγομένου, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, να απορριφθούν ως αβάσιμοι”. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι οι εκτιθέμενες πράξεις και παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων του ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά την άσκηση της προαναφερόμενης δημόσιας εξουσίας που τους είχε ανατεθεί συνδέονται αιτιωδώς με την πρόκληση της ζημίας των ήδη αναιρεσιβλήτων και επομένως, το αναιρεσείον ενέχεται σε αποζημίωση αυτών. Με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως το αναιρεσείον αποδίδει στο δικάσαν Εφετείο την πλημμέλεια εκ του αρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚπολΔ και ειδικότερα ότι με την προσβαλλομένη απόφασή του παραβίασε τα διδάγματα κοινής πείρας ως προς τη διάγνωση ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην παράνομη συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων και στο ζημιογόνο αποτέλεσμα. Ο λόγος αυτός, κατά το μέρος του που αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η, από τον αρ. 19 του άρθρου 559ΚΠολΔ, αιτίαση, για έλλειψη νόμιμης βάσης και, συγκεκριμένα για ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, είναι απορριπτέος ως αόριστος διότι δεν περιέχει τις ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου, δεν προσδιορίζει σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια και η αντίφαση των αιτιολογιών και όσον αφορά την ανεπάρκεια ποιο το επί πλέον στοιχείο ήταν αναγκαίο για την επάρκεια των αιτιολογιών. Περαιτέρω, ο ίδιος ως άνω δεύτερος λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, καθόσον, υπό την επίκληση των αιτιάσεων της παραβιάσεως του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, πλήττεται η εσφαλμένη, κατά τον αναιρεσείοντα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι οι γενόμενες δεκτές πράξεις και παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων υπήρξαν αναγκαίοι όροι του αποτελέσματος, ήτοι κρίση η οποία είναι ακυρωτικά ανέλεγκτη. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος και διότι, με την επίφαση αναιρετικής πλημμέλειας από το λόγο αυτόν, προβάλλονται αιτιάσεις (που ανάγονται σε διεξοδική ανάλυση λεπτομερειών) για την, κατ` άρθρ.561 παρ.1ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, ως προς τις οποίες το αναιρεσείον έχει διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση, καθώς και για τη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα που εκτίθεται σαφώς, ως προς το παραπάνω ζήτημα. Ανεξαρτήτως και πέραν αυτών, έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914 ΑΚ, 105 ΕισΝΑΚ και αυτές του άρθρου 2 ν. 3169/2003 (περί οπλοφορίας κλπ από αστυνομικούς) και αυτή του άρθρου 43 παρ. 7 του ΚΟΚ (η επικαλούμενη από το αναιρεσείον ως παραβιασθείσα διάταξη του άρθρου 10 π.δ. 22/1996 είναι διάταξη δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου), τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, αφού οι προαναφερόμενες ουσιαστικές παραδοχές του πληρούσαν το πραγματικό τους και δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους. Εξάλλου, το Εφετείο ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ούτε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, καθόσον περιέλαβε σ` αυτήν σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια εκτίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των ως άνω νόμιμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόστηκαν και έπρεπε να εφαρμοστούν, ενώ δεν υφίστανται ελλείψεις ασάφεια, και ανεπάρκεια στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης σχετικά με το χαρακτηρισμό των ως άνω περιστατικών, που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, καθόσον το Εφετείο περιέλαβε στην προσβαλλόμενη τις παραπάνω αυτολεξεί παρατιθέμενες παραδοχές του, σε σχέση με τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στην παράνομη συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων και στο ζημιογόνο αποτέλεσμα, στις οποίες ουδεμία αντίφαση υφίσταται ως προς το εν λόγω κρίσιμο ζήτημα και που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Συγκεκριμένα, ως προς το στοιχείο της παράνομης συμπεριφοράς των αστυνομικών, περιλαμβάνεται στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, ότι οι εκτιθέμενες παραλείψεις τους, εν ώρα υπηρεσίας, προκάλεσαν την αφαίρεση του περιπολικού οχήματος και την εν συνεχεία, σε άμεση τοπική και χρονική εγγύτητα -και χωρίς την διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου- πρόκληση του ζημιογόνου συμβάντος σε βάρος των αναιρεσιβλήτων. Συγκεκριμένα, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, το ζημιογόνο γεγονός προκλήθηκε συνεπεία των παρανόμων πράξεων και παραλείψεων των αστυνομικών που επέτρεψαν στο δράστη να αποσπάσει το υπηρεσιακό όχημα και να συγκρουστεί με το μοτοποδήλατο, στο οποίο επέβαιναν οι αναιρεσίβλητες, κατά την προσπάθεια διαφυγής αυτού (δράστη), ήτοι (το γεγονός) συνδεόταν αιτιωδώς με τις ως άνω παραλείψεις των οργάνων του αναιρεσείοντος, που αν δεν είχαν λάβει χώρα, το αποτέλεσμα με βεβαιότητα δεν θα επερχόταν. Επίσης, όσον αφορά την αιτίαση του αναιρεσείοντος για την παραβίαση των διατάξεων του ΚΟΚ, πρέπει να λεχθεί ότι ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού η ευθύνη του αναιρεσείοντος θεμελιώθηκε σε συγκεκριμένη παράνομη συμπεριφορά από την οποία προκλήθηκε αιτιωδώς η ζημία. Περαιτέρω δε και καθ` όσον αφορά την επικαλούμενη από το αναιρεσείον υπ’ αριθμ. 1207/2017 αθωωτική απόφαση του Αρείου Πάγου, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Λόγω της αυτοτέλειας των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (πολιτικής και ποινικής), το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Ειδικά επί αθωωτικής αποφάσεως, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ` ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής. Ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις,η απαλλαγή, δηλαδή, από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών. Οι παραδοχές και η εν γένει συλλογιστική της πολιτικής αποφάσεως δεν πρέπει να θέτουν, άμεσα ή έμμεσα, υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, αντίθετα το πολιτικό δικαστήριο πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος,διαλαμβάνοντας δηλώσεις καταλογισμού ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα (ΟλΑΠ 4/2020). Επομένως, η συναφής αιτίαση του δευτέρου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, στο σημείο που υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί. Συνακόλουθα, απορριπτέος κρίνεται στο σύνολό του ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά τις προαναφερθείσες διακρίσεις.
Κατά το άρθρο 21 του κ.ν. της 26.6/10.7.1944 “περί δικών του Δημοσίου”, που εξακολουθεί να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 109 εδ. δ/ του Εισ.Ν.Α.Κ., “ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται σε 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής”. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 45 § 1 του ν. 4607/24.4.2019 “το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (…), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (…), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α) τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της § 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013, β) τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος”. Η ανωτέρω παράγραφος, σύμφωνα με την § 3 του ίδιου άρθρου του ν. 4607/2019, εφαρμόζεται “…..και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος”, ήτοι από 1.5.2019. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητες με την αγωγή τους ζήτησαν (μετά την τροπή του αρχικά εν όλω καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου, ήδη αναιρεσείοντος, Ελληνικού Δημοσίου, να τους καταβάλει, κατ’ άρθρ. 105 Εισ.Ν.Α.Κ., τα αναφερόμενα αναλυτικά χρηματικά ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. 1065/2016 απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στις ενάγουσες τα αναφερόμενα στην καθεμία χρηματικά ποσά, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της αποφάσεως οι διάδικοι άσκησαν αντίθετες εφέσεις και το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, δικάζοντας επί της αγωγής, δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στις ενάγουσες τα επακριβώς αναγραφόμενα στην καθεμία χρηματικά ποσά με τόκο 6% ετησίως, από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το αναιρεσείον, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, επικαλούμενο πλημμέλεια της προσβαλλόμενης αποφάσεως από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αιτιάται ότι το Εφετείο, το οποίο το υπολόγισε τα οφειλόμενα ποσά με τόκο 6% ετησίως, μέχρι την εξόφλησή τους, εσφαλμένα δεν εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 45 § 1 του ν. 4607/24.4.2019, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της. Με την παραπάνω παραδοχή της, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε πράγματι την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 45 § 1 του ν. 4607/24.4.2019, την οποία δεν εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της, αφού επιδίκασε τα χρηματικά ποσά υπέρ των αναιρεσίβλητων και σε βάρος του αναιρεσείοντος με τόκο 6% ετησίως μέχρι την εξόφληση, και όχι με τόκο 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την 31-4-2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 § 1 του ν. 4607/24.4.2019, από 1-5-2019 έως την εξόφληση. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται σχετική, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., πλημμέλεια, παραδεκτά προβαλλόμενος, αφού στηρίζεται σε σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 562 παρ. 2 περ. β’ Κ.Πολ.Δ.), είναι βάσιμος.
Συνεπώς, κατά παραδοχή αυτού, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής περί επιδικάσεως τόκων επί των συνολικά επιδικασθέντων αμετάκλητα με αυτήν ποσών, με τόκο 6% ετησίως μέχρι την εξόφλησή τους, αλλά και κατά τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης. Κατά το άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.: “Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση, παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο, ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Αν, όμως, αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα”. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι “Οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν”, συνάγεται ότι, οσάκις μετά την αναίρεση της αποφάσεως δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υποθέσεως από το δικαστήριο της ουσίας, υπολείπεται δε μόνο η διατύπωση του διατακτικού της αποφάσεως, με βάση την έκταση της αναιρέσεως, η παραπομπή σε ισόβαθμο δικαστήριο ουσίας δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο δίκης, αλλά μπορεί η τελειωτική επί της υποθέσεως απόφαση να εκδοθεί και από τον Άρειο Πάγο (Ολ.Α.Π. 25/2001, Α.Π. 673/2020, Α.Π. 353/2020, Α.Π. 1101/2019, Α.Π. 1287/2018). Τέτοιο δικονομικό έδαφος, για την μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως επανεκδίκαση της υποθέσεως από το Εφετείο στην ουσία, δεν υπάρχει και στην κρινόμενη περίπτωση. Ειδικότερα, ενόψει του ότι το αίτημα του αναιρεσιβλήτου για επιδίκαση τόκων από την επίδοση της αγωγής είναι βάσιμο, το δε Εφετείο, με την παραπομπή της υποθέσεως σ’ αυτό, δεσμεύεται από την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ως προς το ύψος του τόκου, δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υποθέσεως από το δικαστήριο της ουσίας, αλλά υπολείπεται μόνο η διατύπωση του διατακτικού της αποφάσεως, με βάση την έκταση της αναιρέσεως.
Κατ’ ακολουθίαν, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά το προαναφερόμενο κεφάλαιο αυτής, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί, κατά το μέρος αυτό, η από 22-12-2014 (αρ. κατ. 6148/2014) αγωγή και να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στις ενάγουσες τόκους επί των αμετακλήτως επιδικασθέντων με την προσβαλλόμενη απόφαση ποσών των: α) εβδομήντα μία χιλιάδων διακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (71.255,22) στην πρώτη ενάγουσα Α. Ν. και β) εβδομήντα μία χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα επτά ευρώ και οκτώ λεπτών (71.937,08) στην δεύτερη ενάγουσα Κ. Σ., με επιτόκιο 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την 31-4-2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 § 1 του ν. 4607/24.4.2019, από 1-5-2019 έως την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν, λόγω της μερικής νίκης και ήττας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του ν. 3693/1957.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 5657/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο αιτιολογικό.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει, κατά το μέρος τούτο, την από 10-8-2012 (αρ. κατ. 5354/2012) αγωγή των αναιρεσίβλητων κατά του αναιρεσείοντος.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στις ενάγουσες τόκους επί των αμετακλήτως επιδικασθέντων με την προσβαλλόμενη απόφαση ποσών των: α) εβδομήντα μία χιλιάδων διακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (71.255,22) στην πρώτη ενάγουσα Α. Ν. και β) εβδομήντα μία χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα επτά ευρώ και οκτώ λεπτών (71.937,08) στην δεύτερη ενάγουσα Κ. Σ., με επιτόκιο 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την 31-4-2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 45 §1 του ν. 4607/24.4.2019, από 1-5-2019 έως την εξόφληση. Και Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Σεπτεμβρίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1555 / 2022 Αποζημίωση εναντίον του Δημοσίου για τραυματισμό από αστυνομικές ενέργειες
Πηγή :