ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)
της 12ης Δεκεμβρίου 2024 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου – Ρήτρα προβλέπουσα κυμαινόμενο επιτόκιο – Δείκτης αναφοράς βασιζόμενος στα συνολικά ετήσια πραγματικά επιτόκια (ΣΕΠΕ) των ενυπόθηκων δανείων τα οποία χορηγούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα – Επίσημος δείκτης ο οποίος καθορίζεται με δημοσιευμένη διοικητική πράξη – Στοιχεία τα οποία παρατίθενται στο προοίμιο της εν λόγω πράξεως – Έλεγχος συνδεόμενος με την απαίτηση διαφάνειας – Εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα – Αρχή της αποτελεσματικότητας »
Στην υπόθεση C‑300/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de Primera Instancia nº 8 de Donostia – San Sebastián (όγδοο τμήμα του πρωτοδικείου του Σαν Σεμπαστιάν, Ισπανία) με απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Μαΐου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
NB
κατά
Kutxabank SA,
παρισταμένου του:
Ministerio Fiscal,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),
συγκείμενο από τους S. Rodin, πρόεδρο του ογδόου τμήματος, προεδρεύοντα του ενάτου τμήματος, J. Passer και O. Spineanu‑Matei (εισηγήτρια), δικαστές,
γενική εισαγγελέας: L. Medina
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η NB, εκπροσωπούμενη από τους J. M. Erausquin Vázquez και M. Ortiz Pérez, abogados,
– η Kutxabank SA, εκπροσωπούμενη από τους I. Ortega Ochoa, abogado, και S. Tamés Alonso, procurador,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Gavela Llopis και A. Pérez-Zurita Gutiérrez,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Baquero Cruz, P. Kienapfel και N. Ruiz García,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία, πρώτον, του άρθρου 3, παράγραφος 1, του άρθρου 5, του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), δεύτερον, του άρθρου 7 της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ και 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές) (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22), καθώς και, τρίτον, της αρχής της αποτελεσματικότητας.
2 Η ανωτέρω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της NB και της Kutxabank SA σχετικά με το κύρος της ρήτρας περιοδικής αναθεωρήσεως του επιτοκίου συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 93/13
3 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13:
«Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.»
4 Το άρθρο 4 της οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.
2. Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»
5 Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«Στην περίπτωση συμβάσεων των οποίων όλες ή μερικές ρήτρες που προτείνονται στον καταναλωτή έχουν συνταχθεί εγγράφως, οι ρήτρες αυτές πρέπει να συντάσσονται πάντοτε με σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας ρήτρας, επικρατεί η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία. Αυτός ο ερμηνευτικός κανόνας δεν εφαρμόζεται στα πλαίσια των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2.»
6 Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»
7 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»
8 Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή.»
Η οδηγία 2005/29
9 Κατά το άρθρο 19 της οδηγίας 2005/29, τα κράτη μέλη όφειλαν να έχουν θεσπίσει και δημοσιεύσει, το αργότερο έως τις 12 Ιουνίου 2007, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την ανωτέρω οδηγία και να ενημερώσουν αμέσως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά. Οι διατάξεις αυτές έπρεπε να έχουν τεθεί σε εφαρμογή το αργότερο έως τις 12 Δεκεμβρίου 2007.
Το ισπανικό δίκαιο
Ο νόμος 7/1998
10 Η οδηγία 93/13 μεταφέρθηκε στο ισπανικό δίκαιο με τον ley 7/1998, sobre condiciones generales de la contratación (νόμο 7/1998 περί των γενικών όρων συναλλαγών), της 13ης Απριλίου 1998 (BOE αριθ. 89, της 14ης Απριλίου 1998, σ. 12304).
11 Το άρθρο 5, παράγραφος 5, του νόμου αυτού, όπως τροποποιήθηκε με τον Ley 5/2019, de regulación de los contratos de crédito inmobiliario (νόμο 5/2019 περί ρυθμίσεως των συμβάσεων στεγαστικού δανείου), της 15ης Μαρτίου 2019 (BOE αριθ. 65, της 16ης Μαρτίου 2019), προβλέπει ότι οι όροι που τίθενται με αδιαφανή τρόπο στις συμβάσεις εις βάρος των καταναλωτών είναι αυτοδικαίως άκυροι.
Ο γενικός νόμος περί προστασίας των καταναλωτών και των χρηστών
12 Το Real Decreto Legislativo 1/2007, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley General para la Defensa de los Consumidores y Usuarios y otras leyes complementarias (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2007 περί κυρώσεως του κωδικοποιημένου κειμένου του γενικού νόμου περί προστασίας των καταναλωτών και των χρηστών και άλλων συμπληρωματικών νόμων), της 16ης Νοεμβρίου 2007 (BOE αριθ. 287, της 30ής Νοεμβρίου 2007, σ. 49181), κύρωσε το κωδικοποιημένο κείμενο του νόμου αυτού, ο οποίος τροποποιήθηκε με τον νόμο 5/2019 (στο εξής: γενικός νόμος περί προστασίας των καταναλωτών και των χρηστών).
13 Το άρθρο 8 του γενικού νόμου περί προστασίας των καταναλωτών και των χρηστών ορίζει τα εξής:
«Αποτελούν βασικά δικαιώματα των καταναλωτών και των χρηστών:
[…]
b) Η προστασία των νόμιμων οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων τους, ιδίως έναντι των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και της εισαγωγής καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις.
[…]
d) Η ακριβής πληροφόρηση σχετικά με τα διάφορα αγαθά ή υπηρεσίες, καθώς και η εκπαίδευση και η εκλαΐκευση προκειμένου να διευκολυνθεί η γνώση σχετικά με την κατάλληλη χρήση, κατανάλωση ή απόλαυση των εν λόγω αγαθών ή υπηρεσιών.
[…]»
14 Το άρθρο 60, παράγραφος 1, του γενικού αυτού νόμου, με τίτλο «Προσυμβατική ενημέρωση», προβλέπει τα εξής:
«Προτού ο καταναλωτής ή ο χρήστης δεσμευθεί από σύμβαση ή αντίστοιχη προσφορά, ο επιχειρηματίας οφείλει να παράσχει σε αυτόν, με σαφή και κατανοητό τρόπο, τις καίριες, αληθείς και επαρκείς πληροφορίες όσον αφορά τα κύρια χαρακτηριστικά της συμβάσεως, και ιδίως τους νομικούς και οικονομικούς όρους αυτής […].»
15 Κατά το άρθρο 80, παράγραφος 1, του εν λόγω γενικού νόμου, με τίτλο «Απαιτήσεις όσον αφορά τις ρήτρες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως»:
«Στις συμβάσεις με καταναλωτές και χρήστες, στις οποίες χρησιμοποιούνται ρήτρες που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων που συνάπτονται από τη δημόσια διοίκηση και τους φορείς και τις επιχειρήσεις που εξαρτώνται από αυτή, οι εν λόγω ρήτρες πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:
a) Η διατύπωση πρέπει να είναι ακριβής, σαφής και απλή και πρέπει να μπορεί να γίνεται άμεσα κατανοητή, χωρίς παραπομπές σε κείμενα ή έγγραφα που δεν έχουν παρασχεθεί πριν ή κατά τη σύναψη της συμβάσεως και τα οποία, εν πάση περιπτώσει, αναφέρονται ρητώς στο έγγραφο της συμβάσεως.
[…]
c) Να είναι σύμφωνες προς την καλή πίστη και να διασφαλίζουν δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, όπερ, εν πάση περιπτώσει, αποκλείει τη χρήση καταχρηστικών ρητρών.»
16 Το άρθρο 82, παράγραφος 1, του γενικού νόμου περί προστασίας των καταναλωτών και των χρηστών, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έννοια των καταχρηστικών ρητρών», ορίζει τα εξής:
«Θεωρείται καταχρηστική κάθε ρήτρα που δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, καθώς και κάθε πρακτική που δεν προκύπτει από ρητή συμφωνία και που, παρά την απαίτηση καλής πίστεως, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή και του χρήστη σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων που απορρέουν από τη σύμβαση.»
17 Το άρθρο 83 του ως άνω γενικού νόμου, με τίτλο «Ακυρότητα των καταχρηστικών ρητρών και διατήρηση σε ισχύ της συμβάσεως», προβλέπει τα εξής:
«Οι καταχρηστικές ρήτρες είναι αυτοδικαίως άκυρες και λογίζονται ως μη τεθείσες. Προς τον σκοπό αυτόν, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, ο δικαστής διαπιστώνει την ακυρότητα των καταχρηστικών ρητρών της συμβάσεως, μολονότι η σύμβαση συνεχίζει να δεσμεύει τους συμβαλλομένους υπό τους ίδιους όρους, αν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.
Οι όροι οι οποίοι ενσωματώνονται κατά τρόπο αδιαφανή στις συμβάσεις εις βάρος των καταναλωτών είναι αυτοδικαίως άκυροι.»
Ο αστικός κώδικας
18 Το άρθρο 1303 του Código Civil (αστικού κώδικα) ορίζει τα εξής:
«Κηρυχθείσας άκυρης της ενοχής, οι αντισυμβαλλόμενοι οφείλουν να αποδώσουν αμοιβαίως τα πράγματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της συμβάσεως, με τους καρπούς τους, καθώς και το τίμημα με τους αναλογούντες τόκους, εξαιρουμένων των περιπτώσεων των επόμενων άρθρων.»
19 Κατά το άρθρο 1306, σημείο 2, του κώδικα αυτού:
«Εάν η πράξη που συνιστά την ανήθικη αιτία δεν αποτελεί αδίκημα, τηρούνται οι ακόλουθοι κανόνες:
[…]
2) Όταν υπαίτιος είναι μόνον ένας αντισυμβαλλόμενος, αυτός δεν μπορεί να αναζητήσει τυχόν γενόμενη δυνάμει της συμβάσεως παροχή ούτε να απαιτήσει την εκπλήρωση της αντιπαροχής. Ο έτερος αντισυμβαλλόμενος, ο οποίος δεν συνδέεται με την ανήθικη αιτία, μπορεί να αναζητήσει την παροχή, χωρίς να υπέχει υποχρέωση εκπληρώσεως της αντιπαροχής.»
Οι εγκύκλιοι 8/1990 και 5/1994
20 Η Banco de España (Τράπεζα της Ισπανίας) εξέδωσε την circular 8/1990, a entidades de crédito, sobre transparencia de las operaciones y protección de la tratela (εγκύκλιο 8/1990 προς τα πιστωτικά ιδρύματα, σχετικά με τη διαφάνεια των πράξεων και την προστασία των πελατών), της 7ης Σεπτεμβρίου 1990 (BOE αριθ. 226, της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, σ. 27498).
21 Η εγκύκλιος 8/1990 τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με την circular 5/1994, entidades de crédito (εγκύκλιο 5/1994 προς τα πιστωτικά ιδρύματα), της 22ας Ιουλίου 1994 (BOE αριθ. 184, της 3ης Αυγούστου 1994, σ. 25109), η οποία προσέθεσε, μεταξύ άλλων, ένα παράρτημα VIII στην εγκύκλιο 8/1990. Το Juzgado de Primera Instancia no 8 de Donostia – San Sebastián (όγδοο τμήμα του πρωτοδικείου του Σαν Σεμπαστιάν, Ισπανία), που είναι το αιτούν δικαστήριο, διευκρινίζει συναφώς ότι η εγκύκλιος 8/1990, όπως τροποποιήθηκε με την εγκύκλιο 5/1994 (στο εξής: εγκύκλιος 8/1990 όπως τροποποιήθηκε), δεν έχει δημοσιευθεί υπό μορφή ενοποιημένου κειμένου στην Boletín Oficial del Estado [Επίσημη Εφημερίδα της Ισπανίας].
22 Η εγκύκλιος 8/1990, όπως τροποποιήθηκε, θέσπισε ορισμένους επίσημους δείκτες αναφοράς για τα ενυπόθηκα δάνεια. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν διάφορα μέσα επιτόκια ενυπόθηκων δανείων διάρκειας άνω των τριών ετών, προοριζόμενα για την αγορά κατοικίας στην αγοραία τιμή (στο εξής: IRPH), μεταξύ των οποίων ο IRPH σχετικά με τα δάνεια που χορηγούν τα ταμιευτήρια (στο εξής: IRPH των ταμιευτηρίων).
23 Ο IRPH των ταμιευτηρίων ορίζεται στο παράρτημα VIII της εγκυκλίου 8/1990, όπως τροποποιήθηκε:
«[…] ο απλός μέσος όρος των μέσων επιτοκίων σταθμισμένων κατά τα κεφάλαια των ενυπόθηκων δανείων διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών για την αγορά κατοικίας στην αγοραία τιμή, τα οποία συνήφθησαν ή ανανεώθηκαν, κατά τον μήνα στον οποίο παραπέμπει ο δείκτης, από το σύνολο των ταμιευτηρίων. Αυτά τα μέσα σταθμισμένα επιτόκια είναι τα ισοδύναμα ετήσια επιτόκια που δηλώνονται στην Banco de España για τις διάρκειες αυτές από όλα τα ταμιευτήρια […]»
24 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο ορισμός αυτός συμπληρώνεται με την ένδειξη ότι τα «μέσα σταθμισμένα επιτόκια» είναι τα συνολικά ετήσια πραγματικά επιτόκια (ΣΕΠΕ) που δηλώνονται στην Τράπεζα της Ισπανίας από το σύνολο των ταμιευτηρίων για τις οικείες πράξεις.
25 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι η εγκύκλιος 5/1994 περιείχε προειδοποίηση προς τα πιστωτικά ιδρύματα, προς τα οποία απευθυνόταν, σύμφωνα με την οποία η άμεση και απλή χρήση των IRPH θα είχε ως συνέπεια να καταστεί το ΣΕΠΕ του ενυπόθηκου δανείου υψηλότερο του ισχύοντος επιτοκίου στην αγορά, κατάσταση η οποία θα μπορούσε να αποφευχθεί με την εφαρμογή του κατάλληλου αρνητικού περιθωρίου, του οποίου η αξία θα ποικίλλει ανάλογα με τις προμήθειες επί της συναλλαγής και τη συχνότητα των δόσεων.
Ο νόμος 14/2013
26 Ο Ley 14/2013, de apoyo a los emprendedores y su internacionalización (νόμος 14/2013 περί στηρίξεως των επιχειρηματιών και της διεθνοποιήσεώς τους), της 27ης Σεπτεμβρίου 2013 (BOE αριθ. 233, της 28ης Σεπτεμβρίου 2013, σ. 78787), περιλαμβάνει μια δέκατη πέμπτη πρόσθετη διάταξη προβλέπουσα την κατάργηση, από 1ης Νοεμβρίου 2013, μεταξύ άλλων, του IRPH των ταμιευτηρίων.
27 Οι παράγραφοι 2 έως 4 της πρόσθετης αυτής διατάξεως έχουν ως εξής:
«2. Οι παραπομπές στα επιτόκια της προηγούμενης παραγράφου αντικαθίστανται, από την επόμενη αναθεώρηση των εφαρμοστέων επιτοκίων, από το επιτόκιο ή τον δείκτη αναφοράς υποκαταστάσεως που προβλέπεται στη σύμβαση.
3. Ελλείψει επιτοκίου ή δείκτη αναφοράς προβλεπόμενου στη σύμβαση ή στην περίπτωση που αυτός είναι ένας από τους δείκτες ή τα επιτόκια των οποίων προβλέπεται η κατάργηση, το εν λόγω επιτόκιο ή δείκτης αντικαθίσταται από το επίσημο επιτόκιο με την ονομασία [IRPH των πιστωτικών ιδρυμάτων], με την εφαρμογή περιθωρίου ισοδύναμου προς τον αριθμητικό μέσον όρο των διαφορών μεταξύ του επιτοκίου του οποίο προβλέπεται η κατάργηση και του επιτοκίου που αναφέρεται ανωτέρω, το οποίο υπολογίζεται με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία μεταξύ της ημερομηνίας συνάψεως της συμβάσεως και της ημερομηνίας πραγματικής υποκαταστάσεως του επιτοκίου.
[…]
4. Τα μέρη δεν διαθέτουν κανένα ένδικο βοήθημα προκειμένου να ζητήσουν, αντί της εφαρμογής της παρούσας διατάξεως, την τροποποίηση, τη μονομερή μεταβολή ή την καταγγελία του δανείου ή της πιστώσεως.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
28 Στις 11 Σεπτεμβρίου 2006 η NB συνήψε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με την Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Gipuzkoa y San Sebastián, νυν Kutxabank (στο εξής: επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση δανείου), διάρκειας 35 ετών.
29 Κατά το άρθρο 3 bis της συμβάσεως (στο εξής: επίμαχη ρήτρα), το επιτόκιο είναι κυμαινόμενο, καθώς πρέπει να καθορίζεται περιοδικά νέο επιτόκιο σε σχέση με τον IRPH των ταμιευτηρίων.
30 Στην επίμαχη ρήτρα διευκρινίζεται ότι ο δείκτης αυτός αντιστοιχεί στον απλό μέσον όρο των μέσων επιτοκίων, σταθμισμένων βάσει του κεφαλαίου, των συμβάσεων ενυπόθηκου δανείου που συνάπτουν τα ταμιευτήρια, διάρκειας μεγαλύτερης ή ίσης των τριών ετών, για την αγορά κατοικίας στην αγοραία τιμή, χωρίς καμία μετατροπή, και ότι η τιμή αναφοράς είναι αυτή του τελευταίου δείκτη που δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ισπανίας κατά τον προηγούμενο μήνα κάθε καταληκτικής προθεσμίας που προβλέπεται για την αναθεώρηση του επιτοκίου ή, επικουρικώς, του τελευταίου δείκτη που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ισπανίας πριν από τον προαναφερθέντα προηγούμενο μήνα.
31 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη ρήτρα δεν μνημονεύει το τελικό τμήμα του ορισμού του IRPH των ταμιευτηρίων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα VIII της εγκυκλίου 8/1990, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο διευκρινίζει ότι αυτά τα «σταθμισμένα μέσα επιτόκια» είναι τα ΣΕΠΕ που δηλώνονται στην Τράπεζα της Ισπανίας από το σύνολο των ταμιευτηρίων για τις οικείες πράξεις.
32 Στις 4 Μαρτίου 2022 η NB άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας, μεταξύ άλλων, να διαπιστωθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας της επίμαχης ρήτρας.
33 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι IRPH καθορίζονται βάσει του μέσου όρου των ΣΕΠΕ που εφαρμόζονται σε παρόμοιες πράξεις. Κατά συνέπεια, τυχόν προσαρμογή του επιτοκίου συγκεκριμένης συμβάσεως βάσει του IRPH θα συνεπαγόταν αύξηση του επιτοκίου αυτού ενσωματώνοντας αυτό το οποίο οι δανειολήπτες, τους οποίους αφορά το σύνολο των συμβάσεων που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό του εν λόγω IRPH, κατέβαλαν όχι μόνον ως ονομαστικό επιτόκιο, αλλά και ως σύνολο εξόδων και ενδεχόμενων προμηθειών, παρά το γεγονός ότι στη σύμβαση της οποίας το επιτόκιο προσαρμόζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο έχουν ήδη προστεθεί, πέραν ενός περιθωρίου, παρόμοια έξοδα και παρά το γεγονός ότι έχει ήδη καταβληθεί προμήθεια. Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι ορισμένα στοιχεία που συνεκτιμήθηκαν στα ΣΕΠΕ τα οποία ελήφθησαν ως βάση για τον υπολογισμό του IRPH απέρρεαν από συμβατικές ρήτρες των οποίων αναγνωρίσθηκε εν συνεχεία ο καταχρηστικός χαρακτήρας ή των οποίων η νομιμότητα μπορεί να αμφισβητηθεί.
34 Εξετάζοντας κατά πρώτον την επίμαχη ρήτρα υπό το πρίσμα της απαίτησης διαφάνειας, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την τήρηση της απαίτησης αυτής, διότι η εν λόγω ρήτρα δεν παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να γνωρίζει επακριβώς τις απορρέουσες εξ αυτής οικονομικές συνέπειες στο πλαίσιο συμβάσεως διαρκείας 35 ετών.
35 Κατ’ αρχάς, αμφιβάλλει αν ο μέσος καταναλωτής μπορεί μόνος του να αντιληφθεί τις διαφορές μεταξύ των εννοιών του «επιτοκίου», του «δείκτη αναφοράς» ή του «ΣΕΠΕ» και, κατά συνέπεια, τη λειτουργία της μεθόδου υπολογισμού των δεικτών αναφοράς που καθορίζονται βάσει του ΣΕΠΕ.
36 Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η επίμαχη ρήτρα περιλαμβάνει ορισμό του IRPH των ταμιευτηρίων ο οποίος δεν περιλαμβάνει το τμήμα του ορισμού αυτού σχετικά με το γεγονός ότι ο δείκτης αυτός στηρίζεται σε ΣΕΠΕ. Εξ αυτού συνάγει ότι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος δεν γνωρίζει τις εγκυκλίους της Τράπεζας της Ισπανίας οι οποίες απευθύνονται στα πιστωτικά ιδρύματα και ο οποίος δεν ενημερώθηκε από τον αντισυμβαλλόμενό του για το γεγονός ότι ο IRPH των ταμιευτηρίων αντιστοιχεί σε ΣΕΠΕ ούτε για τις διευκρινίσεις που περιλαμβάνονται στην εγκύκλιο 5/1994 σχετικά με το επίπεδο των IRPH σε σχέση με το επιτόκιο της αγοράς, δεν έχει κανένα λόγο να ζητήσει πληροφορίες επ’ αυτού κατά το προσυμβατικό στάδιο, θεωρώντας ότι η πρόταση συμβάσεως που του υποβάλλεται είναι ενδιαφέρουσα, καθόσον προβλέπει περιθώριο χαμηλότερο από εκείνα που συνήθως προβλέπονται στις συμβάσεις των οποίων το επιτόκιο καθορίζεται σε σχέση με τον δείκτη αναφοράς Euribor (διατραπεζικό επιτόκιο το οποίο προσφέρεται σε ευρώ).
37 Οι εκτιμήσεις αυτές προβάλλονται προς στήριξη του πρώτου, του δεύτερου, του τρίτου και του πέμπτου ερωτήματος.
38 Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο παραθέτει τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), από την οποία προκύπτει ότι η απαίτηση διαφάνειας όσον αφορά τη σύνθεση και τον υπολογισμό των IRPH πληρούται κατ’ ανάγκην λόγω της δημοσιεύσεως στην Boletín Oficial del Estado της εγκυκλίου 8/1990 και του τρόπου υπολογισμού των δεικτών αυτών, οπότε ένα πιστωτικό ίδρυμα που ενσωματώνει έναν τέτοιο δείκτη στους συμβατικούς όρους δεν υποχρεούται να περιλάβει στη σύμβαση δανείου τον πλήρη ορισμό του δείκτη αυτού. Η νομολογία αυτή στηρίζεται αποκλειστικώς στις σκέψεις 53 και 56 της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch (C‑125/18, EU:C:2020:138), χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις σκέψεις της 51, 52, 54 και 55.
39 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι σκέψεις 53 και 56 της αποφάσεως αυτής στηρίζονται σε στοιχεία που δεν ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, αφενός, η εγκύκλιος 8/1990, στη δημοσίευση της οποίας στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, ουδόλως μνημονεύει IRPH, δεδομένου ότι αυτοί εισήχθησαν με την εγκύκλιο 5/1994. Αφετέρου, σε κάθε περίπτωση, από το περιεχόμενο της τελευταίας αυτής εγκυκλίου δεν προκύπτει η μέθοδος υπολογισμού των IRPH, διότι η μέθοδος αυτή δεν περιλαμβάνεται σε αυτήν, με αποτέλεσμα ο καταναλωτής να πρέπει να συναγάγει από δεδομένα τα οποία μπορεί να τα συμβουλευθεί ότι οι IRPH είναι ΣΕΠΕ, που περιλαμβάνουν ήδη περιθώριο, προμήθειες και έξοδα.
40 Οι εκτιμήσεις αυτές προβάλλονται προς στήριξη του τετάρτου, του έκτου, του εβδόμου και του ογδόου ερωτήματος.
41 Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει ως προς το αν η προαναφερθείσα πάγια νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), κατά την οποία τα πιστωτικά ιδρύματα απαλλάσσονται άνευ ετέρου από την υποχρέωση να περιλαμβάνουν στις συμβάσεις ενυπόθηκων δανείων πλήρη ορισμό του IRPH ο οποίος χρησιμοποιείται για την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου και να ενημερώνουν τους καταναλωτές για την προηγούμενη εξέλιξη του δείκτη αυτού, εφόσον αυτός έχει δημοσιευθεί επισήμως, είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη της σκέψεως 54 της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch (C‑125/18, EU:C:2020:138), και της σκέψεως 34 της διατάξεως της 17ης Νοεμβρίου 2021, Gómez del Moral Guasch (C‑655/20, EU:C:2021:943).
42 Επί των ανωτέρω αμφιβολιών ερείδεται το ένατο και το δέκατο ερώτημα.
43 Τέλος, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται επίσης στην οδηγία 2005/29, για την οποία θεωρεί ότι ετύγχανε εφαρμογής κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως δανείου. Εκτιμά ότι η έλλειψη σημαντικών στοιχείων στον περιλαμβανόμενο στην ως άνω σύμβαση ορισμό του IRPH των ταμιευτηρίων μπορεί να ισοδυναμεί με παράλειψη ουσιώδους πληροφορίας, κατά την έννοια του άρθρου 7 της ανωτέρω οδηγίας, και, ως εκ τούτου, να συνιστά παραπλανητική πρακτική. Εάν τούτο συνέβη, διερωτάται αν η διαπίστωση αυτή είναι ικανή να αποκλείσει κάθε καλή πίστη, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.
44 Οι εκτιμήσεις αυτές παρατίθενται προς στήριξη του ενδεκάτου και του δωδεκάτου ερωτήματος.
45 Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εξετάζει την περίπτωση κατά την οποία η επίμαχη ρήτρα πρέπει να θεωρηθεί ως μη συνάδουσα προς την απαίτηση διαφάνειας. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι θα πρέπει να εξετάσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής, όπερ ζητεί από το Δικαστήριο να επιβεβαιώσει, δεδομένου ότι οι προηγούμενες αποφάσεις του αφορούσαν μόνον την απαίτηση αυτή.
46 Στην περίπτωση αυτή, πρώτον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στους εθνικούς κανόνες οι οποίοι, από το 2019, προβλέπουν ότι οι συμβατικοί όροι που θεσπίζονται κατά τρόπο αδιαφανή εις βάρος των καταναλωτών είναι αυτοδικαίως άκυροι. Επισημαίνει ότι το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) δεν θεωρεί ότι οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται αναδρομικώς. Αντιθέτως, όσον αφορά τις λεγόμενες ρήτρες «κατώτατου ορίου», κατ’ εφαρμογήν των οποίων κυμαινόμενο επιτόκιο δεν μπορεί να μειωθεί κάτω από ορισμένο όριο, με πάγια νομολογία του το Ανώτατο Δικαστήριο αποφαίνεται ότι οι ρήτρες αυτές δεν είναι διαφανείς και, ως εκ τούτου, είναι καταχρηστικές, καθόσον προβλέπουν επιτόκιο φαινομενικά κυμαινόμενο, αλλά, στην πραγματικότητα, μεταβαλλόμενο μόνον προς τα άνω. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η νομολογία αυτή πρέπει να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογίαν εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του παραπλανητικού στοιχείου που περιέχει η επίμαχη ρήτρα ελλείψει οποιασδήποτε μνείας στον ορισμό του IRPH τον οποίο περιέχει η σύμβαση περί του ότι ο IRPH αποτελεί ΣΕΠΕ.
47 Τα ανωτέρω προβάλλονται προς στήριξη του δέκατου τρίτου και του δέκατου τέταρτου ερωτήματος.
48 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) κατά την οποία η χρήση επίσημου δείκτη από τις δημόσιες αρχές για τη χρηματοδότηση των επιδοτούμενων κατοικιών δεν μπορεί να αντιβαίνει στην απαίτηση καλής πίστεως.
49 Εντούτοις, παρατηρεί, αφενός, ότι η χρήση επίσημου δείκτη επιβάλλεται σε περίπτωση συνάψεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου και ότι οι δημόσιοι φορείς που χρησιμοποίησαν IRPH το έπραξαν λαμβάνοντας υπόψη την προειδοποίηση της Τράπεζας της Ισπανίας που περιλαμβάνεται στο προοίμιο της εγκυκλίου 5/1994.
50 Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα δεν αφορά την προσφυγή σε IRPH, αλλά τη ρήτρα που προέβλεψε τη χρήση αυτή σε σύμβαση δανείου. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της σκέψεως 69 της αποφάσεως της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164), είναι κρίσιμο να καθορισθεί αν ο δανειστής, συναλλασσόμενος καλόπιστα και δίκαια με τον δανειολήπτη, μπορούσε να αναμένει ότι ο δανειολήπτης θα δεχόταν την προσθήκη της επίμαχης ρήτρας στην επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση δανείου κατόπιν ατομικής διαπραγματεύσεως αν είχε κατανοήσει τη λειτουργία της μεθόδου υπολογισμού του IRPH των ταμιευτηρίων και, επομένως, ήταν σε θέση να εκτιμήσει, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από την εφαρμογή του δείκτη αυτού, αν είχε λάβει γνώση της εξέλιξής του κατά τα δύο έτη πριν από τη σύναψη της συμβάσεως και αν είχε πληροφορηθεί ότι η εγκύκλιος 5/1994 περιείχε προειδοποίηση σχετικά με την ανάγκη εισαγωγής, εφόσον παρίστατο ανάγκη, αρνητικού περιθωρίου, προειδοποίηση την οποία ο δανειστής επιθυμούσε να αγνοήσει.
51 Κατά το αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, πρέπει, μεταξύ άλλων, να συγκριθούν ο τρόπος υπολογισμού του συμβατικού επιτοκίου και το προκύπτον εξ αυτού πραγματικό συμβατικό επιτόκιο με τους συνήθως χρησιμοποιούμενους τρόπους υπολογισμού και το νόμιμο επιτόκιο καθώς και τα επιτόκια που εφαρμόζονταν στην αγορά κατά την ημερομηνία συνάψεως της οικείας συμβάσεως για συγκρίσιμα δάνεια, λαμβανομένης υπόψη της σκέψεως 67, δεύτερη περίπτωση, της αποφάσεως της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60).
52 Οι εκτιμήσεις αυτές διατυπώνονται προς στήριξη του δέκατου πέμπτου, του δέκατου έκτου, του δέκατου έβδομου και του δέκατου ογδόου ερωτήματος.
53 Τρίτον και τελευταίον, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η επίμαχη ρήτρα είναι καταχρηστική και ότι, κατ’ αρχήν, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση δανείου δεν θα μπορούσε να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς τη ρήτρα αυτή, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να παράσχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ της ακυρώσεως της συμβάσεως ή της διατηρήσεώς της μέσω της υποκαταστάσεως της επίμαχης ρήτρας με παραπομπή σε δείκτη προβλεπόμενο από τον νόμο ως ενδοτικό δίκαιο, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της σκέψεως 52 της διατάξεως της 17ης Νοεμβρίου 2021, Gómez del Moral Guasch (C‑655/20, EU:C:2021:943).
54 Πρώτον, στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής επιλέξει τη διατήρηση της συμβάσεως σε ισχύ, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η διάταξη ενδοτικού δικαίου την οποία προσδιορίζει, η οποία αποσκοπούσε στη διασφάλιση της συνέχειας των συμβάσεων μετά την κατάργηση του IRPH των ταμιευτηρίων και του IRPH των τραπεζών, χωρίς να υπάρξει αντιδικία, απέβλεπε, κατά το αιτούν δικαστήριο, στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των παροχών των μερών, ενώ η αναγνώριση του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας θα συνεπαγόταν ότι η ρήτρα αυτή δημιουργεί κατάσταση ανισορροπίας η οποία θα έπρεπε να αρθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των μερών θα οδηγούσε στην εφαρμογή αρνητικού περιθωρίου στον δείκτη αναφοράς που ορίζεται στην επίμαχη ρήτρα, σύμφωνα με όσα συνέστησε η Τράπεζα της Ισπανίας στο προοίμιο της εγκυκλίου 5/1994.
55 Δεύτερον, σε περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής επιλέξει την ακύρωση της συμβάσεως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η εφαρμογή του άρθρου 1303 του αστικού κώδικα, η οποία συνεπάγεται την αμοιβαία επιστροφή των παροχών εντόκως, θα ευνοούσε το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, ενώ, εξ ορισμού, αυτό θα ήταν υπεύθυνο για την ακύρωση της συμβάσεως. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου αυτού, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θα εδικαιούτο τόκους με το νόμιμο επιτόκιο, το οποίο υπερβαίνει το συμβατικό επιτόκιο, επί του συνόλου του κεφαλαίου του χορηγηθέντος δανείου από την ημερομηνία συνάψεως της εν λόγω συμβάσεως. Τούτο προφανώς δεν θα συνέβαινε αν έπρεπε να εφαρμοσθεί το άρθρο 1306, παράγραφος 2, του αστικού κώδικα, όπερ φαίνεται δυνατό, εφόσον γίνει δεκτό ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση δανείου πρέπει να ακυρωθεί λόγω «ανήθικης αιτίας», κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, και ότι η εν λόγω ανήθικη αιτία μπορεί να καταλογισθεί αποκλειστικώς στο εν λόγω ίδρυμα, δεδομένου ότι πρόκειται για σύμβαση προσχωρήσεως επιβληθείσα στον δανειολήπτη.
56 Οι εκτιμήσεις αυτές διατυπώνονται προς στήριξη του δέκατου ενάτου, του εικοστού, του εικοστού πρώτου και του εικοστού δευτέρου ερωτήματος.
57 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de Primera Instancia n° 8 de Donostia – San Sebastián (όγδοο τμήμα του πρωτοδικείου του Σαν Σεμπαστιάν) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Εάν ληφθεί υπόψη ότι η Τράπεζα της Ισπανίας, στην εγκύκλιο 5/1994 […], διά της οποίας ενσωμάτωσε στην ισπανική αγορά ενυπόθηκων δανείων τους [IRPH], προειδοποιούσε επίσης ότι η απλή άμεση χρήση τους θα είχε ως συνέπεια το ΣΕΠΕ […] της επίμαχης συναλλαγής να υπερβαίνει το ΣΕΠΕ της αγοράς και ότι, προκειμένου τούτο να αποφευχθεί, ήταν απαραίτητη η εισαγωγή του κατάλληλου αρνητικού περιθωρίου, πρέπει να θεωρηθεί ως τρόπος δημιουργίας ανισορροπίας, παρά την απαίτηση καλής πίστεως του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13], το γεγονός ότι αγνοήθηκε η συγκεκριμένη προειδοποίηση και δεν ενσωματώθηκε το ως άνω αρνητικό περιθώριο;
2) Πρέπει να θεωρηθεί ως τρόπος δημιουργίας ανισορροπίας, παρά την απαίτηση καλής πίστεως του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13], το γεγονός ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν, σύμφωνα με τις υποδείξεις της Τράπεζας της Ισπανίας, αρνητικά περιθώρια, συντελεστές μειώσεως ή ποσοστά του IRPH, αποκλειστικώς στις περιπτώσεις συμβάσεων ενυπόθηκων δανείων, που συνάπτονται για την απόκτηση κοινωνικής στέγης και εποπτεύονται από δημόσιους φορείς, ενώ, αντιθέτως, δεν εφαρμόζουν τα ως άνω αρνητικά περιθώρια, συντελεστές μειώσεως ή ποσοστά του IRPH, όταν η σύμβαση ενυπόθηκου δανείου αφορά την απόκτηση κατοικίας στην αγοραία τιμή, η οποία δεν τελεί υπό την επίβλεψη δημοσίων φορέων;
3) Σε περίπτωση που ορισμένα στοιχεία που ενσωμάτωσαν τα ΣΕΠΕ των ενυπόθηκων δανείων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό του IRPH των ταμιευτηρίων, σε μηνιαία βάση, όπως η προμήθεια για έξοδα φακέλου ή άλλες δαπάνες οι οποίες θα έπρεπε να καταβληθούν στον επαγγελματία, κρίθηκαν καταχρηστικά, πρέπει να θεωρηθεί ότι η διατήρηση ως έγκυρης ρήτρας, η οποία ενσωματώνει τον IRPH των ταμιευτηρίων, που καθορίσθηκε σε μηνιαία βάση, βάσει στοιχείων που προέκυψαν κατ’ εφαρμογήν ρητρών που κρίθηκαν καταχρηστικές, αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13];
4) Αντίκειται στις σκέψεις 51, 52, 54 και 55 της απόφασης [της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch (C‑125/18, EU:C:2020:138),] εθνική νομολογία, όπως αυτή του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), σύμφωνα με την οποία, ο εθνικός δικαστής, χωρίς να είναι απαραίτητο να προβεί στις απαιτούμενες, από τις ως άνω σκέψεις, εξακριβώσεις και ελέγχους, οφείλει να θεωρήσει ότι η απαίτηση διαφάνειας ρήτρας που ενσωματώνει το επιτόκιο ενυπόθηκου δανείου IRPH στη σύμβαση, η οποία συνάπτεται μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία, τηρείται σε κάθε περίπτωση, εκ του γεγονότος ότι ο ορισμός του συγκεκριμένου επιτοκίου προβλέπεται στην εγκύκλιο 5/1994 […], η οποία έχει δημοσιευθεί στην Boletín Oficial del Estado (BOE αριθ. 184, της 3ης Αυγούστου 1994), […] στοιχεία τα οποία αγνοεί ο καταναλωτής;
5) Εάν, προκειμένου να τηρηθεί η απαίτηση διαφάνειας ρήτρας που εισάγεται σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο αναπροσαρμόζει το ανταποδοτικό επιτόκιο βάσει επίσημου δείκτη, όπως ο IRPH, και το οποίο, από τον τρόπο υπολογισμού του, δεν αποτυπώνει μόνον τα ανταποδοτικά επιτόκια, αλλά απαιτεί την εφαρμογή ενός περιθωρίου που υπολογίζεται με τρόπο σύνθετο, που καθιστά δυσχερή τη σύγκρισή του με άλλους δείκτες, και συνεπάγεται τον κίνδυνο ο καταναλωτής να πρέπει να καταβάλλει τις διπλάσιες σχεδόν τραπεζικές προμήθειες, πρέπει να θεωρηθεί ότι αντίκειται στο άρθρο 5 της οδηγίας [93/13] νομοθεσία ή νομολογία που επιτρέπει στον επαγγελματία να μη συμπεριλάβει στη σύμβαση ούτε να παράσχει στον καταναλωτή, με ρητό τρόπο, και σε επαρκές χρονικό διάστημα πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, τις παρακάτω πληροφορίες; Και συγκεκριμένα:
α) ότι ο δείκτης αναφοράς δεν αντανακλά μόνον το ανταποδοτικό επιτόκιο, αλλά και τις προμήθειες,
β) τη συγκεκριμένη αύξηση που συνεπάγεται,
γ) κατά πόσον δε εφαρμόζεται αρνητικό περιθώριο επί του περιθωρίου κέρδους στο επιτόκιο αναφοράς ώστε να αντισταθμισθεί η αύξηση αυτή.
Όλα τα ανωτέρω, με απώτερο σκοπό να είναι σε θέση ο καταναλωτής να προβεί σε ουσιαστική σύγκριση μεταξύ των πιθανών δεικτών αναφοράς, αλλά και για να μπορεί να αντιληφθεί εάν με τη σύμβαση, που πρόκειται να συναφθεί, θα βαρύνεται με την καταβολή διπλάσιων σχεδόν προμηθειών, καθώς επίσης και μέχρι ποιο ποσό μπορεί, κατά περίπτωση, να τις προσβάλλει.
6) Αντιτίθενται το σημείο 57 των παρατηρήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής [στην υπόθεση C‑125/18], τα σημεία 2 και 125 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα [Μ. Szpunar στην υπόθεση Gómez del Moral Guasch (C‑125/18, EU:C:2019:695),] και οι σκέψεις 51, 52, 54 και 55 της αποφάσεως [της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch (C‑125/18, EU:C:2020:138),] σε εθνική νομολογία, όπως η παγιωμένη από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), κατά την οποία ο συμβαλλόμενος επαγγελματίας απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη πληροφορήσεως του καταναλωτή, σχετικά με τη λειτουργία της μεθόδου υπολογισμού του δείκτη [αναφοράς] IRPH, όπως και για τις συνακόλουθες οικονομικές συνέπειες, μετακυλίοντας την ευθύνη αυτή στον ίδιο τον καταναλωτή, ο οποίος, με τις μηδενικές του γνώσεις περί οικονομικών, οφείλει να αναζητήσει πληροφορίες από μόνος του, να εντοπίσει και να αντιληφθεί ορισμούς που δημοσιεύονται στην [Boletín Oficial del Estado], όπου ουδεμία πληροφορία μνημονεύεται περί εισαγωγής περιθωρίων και εξόδων στον [εν λόγω] δείκτη […], γεγονός το οποίο οφείλει ο ίδιος να συμπεράνει εκ του ότι το [εν λόγω] επιτόκιο […] καθορίζεται σε μηνιαία βάση, διά του μέσου όρου των ΣΕΠΕ των συναλλαγών αναφοράς;
7) Πρέπει να θεωρηθεί ότι η ερμηνεία των σκέψεων 53 και 56 της αποφάσεως [της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch (C‑125/18, EU:C:2020:138),] κατά την οποία η απλή δημοσίευση του ορισμού του IRPH στην [Boletín Oficial del Estado] επιτρέπει στον συμβαλλόμενο καταναλωτή να αντιληφθεί ότι ο συγκεκριμένος δείκτης περιλαμβάνει περιθώρια και δαπάνες των [πιστωτικών] ιδρυμάτων, συμβαδίζει, αφενός, με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία ο καταναλωτής είναι σε ασθενέστερη θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου επαγγελματία, ως προς το επίπεδο πληροφορήσεως, και, αφετέρου, με το σημείο 2 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα [Μ. Szpunar στην υπόθεση Gómez del Moral Guasch (C‑125/18, EU:C:2019:695),] κατά την οποία ο μέσος καταναλωτής δεν είναι σε θέση να κατανοήσει έννοιες, όπως “επιτόκιο”, “δείκτης αναφοράς” ή “[ΣΕΠΕ]”, και, ειδικότερα, τις διαφορές μεταξύ των εννοιών αυτών, ούτε και τη λειτουργία του συγκεκριμένου υπολογισμού, όχι μόνο των κυμαινόμενων επιτοκίων, αλλά και των επίσημων δεικτών αναφοράς των ενυπόθηκων δανείων και των ΣΕΠΕ, επί τη βάσει των οποίων υπολογίζονται τα εν λόγω επιτόκια;
8) Αντιβαίνει στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση με τον επαγγελματία όσον αφορά την πληροφόρηση, και στο σημείο 2 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα [Μ. Szpunar στην υπόθεση Gómez del Moral Guasch (C‑125/18, EU:C:2019:695)] τυχόν ερμηνεία των παραγράφων 53 και 56 της αποφάσεως [της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch (C‑125/18, EU:C:2020:138)], υπό την έννοια ότι ο καταναλωτής μπορεί να γνωρίζει ότι ο δείκτης […] IRPH περιλαμβάνει τα περιθώρια και τα έξοδα βάσει του ορισμού που δημοσιεύθηκε στην [Boletín Oficial del Estado], ενώ είναι αναγκαίο προς τούτο ο καταναλωτής να γνωρίζει τι είναι ΣΕΠΕ και τι αντιπροσωπεύει για να μπορεί να συναγάγει εξ αυτού ότι, δεδομένου ότι ο IRPH των ταμιευτηρίων καθορίζεται βάσει ενός απλού μέσου όρου των ΣΕΠΕ, θα περιλαμβάνει κατ’ ανάγκην τις προμήθειες, τα περιθώρια κέρδους και τα έξοδα που χρεώνουν τα [πιστωτικά] ιδρύματα;
9) Πρέπει να θεωρηθεί ότι η απαλλαγή του επαγγελματία είτε από την υποχρέωση εισαγωγής στη σύμβαση του πλήρους ορισμού του δείκτη αναφοράς, με βάση τον οποίο υπολογίζεται το κυμαινόμενο επιτόκιο είτε από την παροχή ενημερωτικού εντύπου, στο οποίο να καταγράφεται η προηγούμενη εξέλιξή του, όπως [η απαλλαγή αυτή] περιλαμβάνεται στη διάταξη [της 17ης Νοεμβρίου 2021, Gómez del Moral Guasch (C‑655/20, EU:C:2021:943)], έχει απόλυτο και απροϋπόθετο χαρακτήρα ή, αντιθέτως, εξαρτάται από το γεγονός ότι ο συμβαλλόμενος καταναλωτής, διά των πληροφοριών που του παρέχονται από τον επαγγελματία, είναι πλέον σε θέση να κατανοήσει τη λειτουργία του τρόπου υπολογισμού του [εν λόγω] δείκτη, και συνεπώς να αξιολογήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις δυνητικά σημαντικές επιπτώσεις για την οικονομική του κατάσταση;
10) Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ως άνω απαλλαγή καλύπτει επίσης τις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες, τόσο η συμπερίληψη στη σύμβαση του πλήρους ορισμού του δείκτη αναφοράς, βάσει του οποίου υπολογίζεται το κυμαινόμενο επιτόκιο, όσο και η παροχή ενημερωτικού εντύπου, στο οποίο καταγράφεται η προηγούμενη εξέλιξη αυτού, είναι υποχρεωτικές, κατ’ εφαρμογήν της ισχύουσας, κατά τη σύναψη της σύμβασης, εθνικής νομοθεσίας;
11) Εάν εν προκειμένω εφαρμόζεται η οδηγία [2005/29] για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά αθέμιτη πρακτική, υπό την έννοια του άρθρου 7 της ανωτέρω οδηγίας, η παράλειψη εκ μέρους του επαγγελματία κρίσιμων πληροφοριών, όπως [είναι οι σχετικές με την] ειδική λειτουργία του τρόπου υπολογισμού των […] IRPH, [με τον] καθορισμό τους βάσει των ΣΕΠΕ που εφαρμόζονται επί των συναλλαγών αναφοράς (με αποτέλεσμα να ενσωματώνεται στην ονομαστική τους αξία ο μέσος όρος των περιθωρίων, προμηθειών και εξόδων τέτοιων συναλλαγών) και [με τη] σταθερή εξέλιξή τους πάνω από τον [δείκτη αναφοράς] Euribor, όλα τα χρόνια από τη δημιουργία του τελευταίου, [καθόσον υφίσταται] προειδοποίηση της Τράπεζας της Ισπανίας προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ως προς την αναγκαιότητα εισαγωγής αρνητικού περιθωρίου, ώστε το ΣΕΠΕ της συναλλαγής να μην υπερβαίνει το ΣΕΠΕ της αγοράς;
12) Σε περίπτωση που ο εθνικός δικαστής κρίνει, υπό το πρίσμα της οδηγίας [2005/29], ότι η πρακτική του επαγγελματία είναι αθέμιτη, πρέπει να γίνει αμέσως δεκτό ότι η συμπεριφορά του προκαλεί σημαντική ανισορροπία, παρά την απαίτηση καλής πίστης του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13] ή, αντιθέτως, μπορεί ο επαγγελματίας να λειτουργεί με αθέμιτες μεθόδους υπό το πρίσμα της οδηγίας [2005/29] όντας καλόπιστος υπό το πρίσμα της οδηγίας [93/13];
13) Αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας, εθνική νομολογία, όπως η παγιωμένη από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση που κριθεί αδιαφανής η ρήτρα με την οποία εισάγεται ο IRPH των ταμιευτηρίων στη συναφθείσα από τον καταναλωτή και τον επαγγελματία σύμβαση, δεν είναι δυνατή η αναδρομική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 83 του [γενικού νόμου για την προστασία των καταναλωτών και των χρηστών] και του άρθρου 5, παράγραφος 5, του [νόμου 7/98, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 5/2019,] δημιουργώντας κατά τον τρόπο αυτό δύο διαφορετικά επίπεδα προστασίας για την ίδια καταχρηστική ρήτρα, ήτοι ένα για τους καταναλωτές που σύναψαν σύμβαση πριν την ως άνω τροποποίηση και ένα για τους καταναλωτές που σύναψαν σύμβαση μετά την ως άνω τροποποίηση;
14) Αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνική νομολογία, όπως αυτή που έχει παγιωθεί από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), σύμφωνα με την οποία η έλλειψη διαφάνειας ρήτρας σχετικά με την αξία της συμβάσεως, όπως η ρήτρα περί ελαχίστου επιτοκίου, την καθιστά καταχρηστική, λαμβανομένου υπόψη ότι περιέχει το στοιχείο της παραπλανήσεως, ενώ δεν ισχύει το ίδιο για την έλλειψη διαφάνειας ρήτρας η οποία εισάγει στη σύμβαση τον IRPH των ταμιευτηρίων, μολονότι και αυτή επηρεάζει το τίμημα της συμβάσεως;
15) Αντίκειται στη σκέψη 69 της αποφάσεως [της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164),] και στην έννοια της ανισορροπίας, “παρά την απαίτηση καλής πίστης”, εθνική νομολογία όπως αυτή που έχει παγιωθεί από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), σύμφωνα με την οποία στερείται λογικής να θεωρηθεί ότι ο επαγγελματίας δεν ενήργησε καλόπιστα κατά τη χρήση επίσημου [δείκτη αναφοράς], ο οποίος καθορίζεται από την Τράπεζα της Ισπανίας, και χρησιμοποιείται συχνά από δημόσιους φορείς σε επιδοτούμενα προγράμματα κοινωνικής στέγης, πράγμα από το οποίο [συνάγεται] ότι ο επαγγελματίας ενεργεί σε κάθε περίπτωση καλόπιστα, χωρίς ωστόσο να θεωρείται αναγκαίο να [εξακριβωθεί] κατά πόσον ο επαγγελματίας, έχοντας συμβληθεί νομίμως και θεμιτώς με τον καταναλωτή, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα είχε δεχθεί την επίμαχη ρήτρα στο πλαίσιο ατομικής διαπραγματεύσεως;
16) Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σκέψη 69 της αποφάσεως [της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164),] στο πλαίσιο δικαστικής διενέξεως που σχετίζεται με την εισαγωγή σε [σύμβαση ενυπόθηκου δανείου] ρήτρας η οποία προβλέπει επιτόκιο [τιμαριθμικώς αναπροσαρμοζόμενο βάσει του] IRPH των ταμιευτηρίων προκειμένου να καθορισθεί η συμβατική αμοιβή έχει την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξακριβώσει εάν ο επαγγελματίας μπορούσε να αντιληφθεί ότι ο καταναλωτής, εάν είχε κατανοήσει τη λειτουργία του τρόπου υπολογισμού του IRPH των ταμιευτηρίων, εάν γνώριζε την εξέλιξη του IRPH των ταμιευτηρίων τουλάχιστον κατά τα δύο προηγούμενα της συμβάσεως έτη και εάν είχε πληροφορηθεί την προειδοποίηση της Τράπεζας της Ισπανίας, διά της εγκυκλίου 5/1994, περί της, κατά περίπτωση, αναγκαιότητας εισαγωγής αρνητικού περιθωρίου, προειδοποίηση την οποία [ο επαγγελματίας] δεν σκόπευε να λάβει υπόψη του, θα αποδεχόταν τη συμπερίληψη της συγκεκριμένης ρήτρας στο πλαίσιο ατομικής διαπραγματεύσεως;
17) Πρέπει να θεωρηθεί ότι, σε σχέση με ρήτρα που εισάγει τον IRPH των ταμιευτηρίων στη σύμβαση [ενυπόθηκου δανείου] που συνήφθη μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, η σκέψη 67 της αποφάσεως [της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60),] έχει την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να αξιολογήσει την ύπαρξη ανισορροπίας, παρά την απαίτηση καλής πίστεως, οφείλει να συγκρίνει τη μέθοδο υπολογισμού [αυτού του IRPH] με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του δείκτη [αναφοράς] Euribor, που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο, και με τα πραγματικά επιτόκια που προκύπτουν αντιστοίχως για δάνεια αντίστοιχου ύψους και διάρκειας;
18) Πρέπει να θεωρηθεί ότι, σε σχέση με τη ρήτρα που εισάγει τον IRPH των ταμιευτηρίων σε σύμβαση [ενυπόθηκου δανείου] συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, προκειμένου να εκτιμηθεί η τυχόν ύπαρξη ανισορροπίας, παρά την απαίτηση καλής πίστεως, υπό το πρίσμα της σκέψεως 67 της αποφάσεως [της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60)], είναι κρίσιμο το γεγονός ότι το πραγματικό επιτόκιο που προκύπτει […] από τον δείκτη [αναφοράς] Euribor αντιπροσωπεύει την τιμή στην οποία τα [πιστωτικά] ιδρύματα προμηθεύονται τα χρήματα που θέτουν εν συνεχεία στη διάθεση των πελατών τους, μολονότι το πραγματικό επιτόκιο που προκύπτει από τον IRPH των ταμιευτηρίων, το οποίο είναι πάντοτε υψηλότερο, αντιπροσωπεύει το συνολικό κόστος το οποίο βαρύνει τους καταναλωτές, στους οποίους τα ταμιευτήρια δάνεισαν το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό;
19) Κηρυχθείσας ως καταχρηστικής της ρήτρας που εισάγει τον IRPH των ταμιευτηρίων στη συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή σύμβαση [ενυπόθηκου δανείου], με αποτέλεσμα η σύμβαση να μην μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται μετά την εξάλειψη της ρήτρας αυτής από τη σύμβαση, αντίκειται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13] η υποκατάσταση της ρήτρας αυτής σύμφωνα με [τον κανόνα ενδοτικού δικαίου που περιέχεται] στη δέκατη πέμπτη πρόσθετη διάταξη του νόμου [14/2013], εξυπακουομένου ότι η υποκατάσταση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση, υπέρ του επαγγελματία, της ίδιας ανισορροπίας με εκείνη που [προέκυπτε από τη ρήτρα] η οποία ακυρώθηκε από τον εθνικό δικαστή, δεδομένου ότι ο εν λόγω κανόνας ενδοτικού δικαίου θεσπίστηκε για την εξωδικαστική υποκατάσταση του δείκτη [τον οποίο προέβλεπε η ρήτρα αυτή] και είχε ως σκοπό να μη μεταβάλει η υποκατάσταση αυτή την υφιστάμενη πριν από την εξαφάνιση του [αρχικού] δείκτη [αναφοράς] κατάσταση;
20) Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Τράπεζα της Ισπανίας εκτιμά ότι όλες οι αιτιάσεις [σχετικά με] τη χρήση του IRPH των ταμιευτηρίων θα είχαν αποφευχθεί αν είχε συμπεριληφθεί αρνητικό περιθώριο κέρδους, έχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13] την έννοια ότι, κατόπιν της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας που ενσωματώνει τον IRPH των ταμιευτηρίων σε σύμβαση [ενυπόθηκου δανείου] συναφθείσα μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία, ο εθνικός δικαστής αντικαθιστά αναδρομικώς το περιθώριο κέρδους που [είχε αρχικώς προβλεφθεί] με το αρνητικό περιθώριο που θα έπρεπε να είχε προβλεφθεί κατά τη σύναψη της συμβάσεως αυτής, με την επιστροφή στον καταναλωτή του αχρεωστήτως [καταβληθέντος] ποσού, πλέον τόκων, προκειμένου να αποφευχθεί η ακυρότητα της εν λόγω συμβάσεως [μετατρέποντάς τη] σε εκείνη η οποία θα έπρεπε να είχε συναφθεί σύμφωνα με την προειδοποίηση της Τράπεζας της Ισπανίας;
21) Αντιβαίνει στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13], κατόπιν της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας με την οποία ενσωματώνεται ο IRPH των ταμιευτηρίων σε σύμβαση [ενυπόθηκου δανείου] συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, και της αναγνωρίσεως της ακυρότητας της συμβάσεως αυτής για τον λόγο ότι δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει μετά την εξάλειψη της εν λόγω ρήτρας, το να παράγει το άρθρο 1303 του αστικού κώδικα τα αποτελέσματά του κατά τρόπον ώστε ο υπαίτιος της παραβάσεως να επωφελείται μέσω της ανακτήσεως του συνόλου του [κεφαλαίου του δανείου], και δη με νόμιμο [επιτόκιο] υψηλότερο από το προβλεπόμενο στην εν λόγω σύμβαση και εφαρμοστέο για το συνολικό ποσό του δανείου από την πρώτη ημέρα;
22) Εάν, λαμβανομένου υπόψη ότι εν προκειμένω πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης περιλαμβάνουσα γενικούς όρους οι οποίοι δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως καθότι επιβλήθηκαν από τον επαγγελματία, και ότι ο ίδιος είναι αποκλειστικώς υπεύθυνος για την εισαγωγή καταχρηστικών ρητρών σε σχέση προς τα ουσιαστικά στοιχεία της τιμής, πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13] έχει την έννοια ότι ο επαγγελματίας είναι υπαίτιος για την ανήθικη αιτία που οδήγησε στην κήρυξη της συμβάσεως ως άκυρης στο σύνολό της, και, ως εκ τούτου, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 1306, παράγραφος 2, του αστικού κώδικα;»
Επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
Επί του παραδεκτού
58 Η Ισπανική Κυβέρνηση εκφράζει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Συναφώς, υποστηρίζει ότι, ελλείψει επαρκών ενδείξεων όσον αφορά το πραγματικό πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, πέραν του ότι δεν έχει ακόμη κριθεί το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν οι διάδικοι της κύριας δίκης και του ότι οι ισχυρισμοί των διαδίκων αυτών είναι άγνωστοι, το Δικαστήριο αδυνατεί να αποφανθεί λυσιτελώς επί των υποβληθέντων ερωτημάτων, ενώ η εκτίμηση της διαφάνειας και του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένης ρήτρας πρέπει να στηρίζεται στο σύνολο των ιδιαίτερων περιστάσεων της εκάστοτε υποθέσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο καλείται να προβεί σε γενική και αφηρημένη εξέταση της οδηγίας 93/13 σε σχέση με τη χρήση IRPH ως δείκτη αναφοράς σε συμβάσεις ενυπόθηκων δανείων. Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι η παρουσίαση της νομολογίας του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) στην απόφαση περί παραπομπής είναι αόριστη, αν όχι ανακριβής, και ότι η νομολογία του Δικαστηρίου έχει ήδη δώσει απάντηση σε πολλά από τα ερωτήματα αυτά.
59 Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, πρώτον, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής αποφάσεως να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο, τα οποία θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει κατ’ αρχήν να απαντήσει, εκτός αν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, αν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη αν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο ερώτημα (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Τράπεζα Πειραιώς, C‑243/20, EU:C:2021:1045, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Δεύτερον, κατά το άρθρο 94, στοιχεία αʹ και γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η απόφαση περί παραπομπής πρέπει να περιέχει «συνοπτική έκθεση» των πραγματικών περιστατικών και «έκθεση» του σκεπτικού της παραπομπής.
60 Εν προκειμένω, η παρούσα απόφαση περί παραπομπής περιέχει ορισμένα στοιχεία όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, τα οποία, αν και περιορισμένης εκτάσεως, είναι εντούτοις επαρκή για την κατανόηση του περιεχομένου των υποβληθέντων ερωτημάτων και της λυσιτέλειάς τους για την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και για να παρασχεθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα να δώσει χρήσιμες απαντήσεις, παρέχοντας συγχρόνως στις κυβερνήσεις των κρατών μελών καθώς και στους λοιπούς ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
61 Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή, και όχι στο Δικαστήριο, να λάβει υπόψη το σύνολο των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως προκειμένου να κρίνει αν, υπό το πρίσμα των κριτηρίων του άρθρου 3, παράγραφος 1, καθώς και του άρθρου 5 της οδηγίας 93/13, ορισμένη συμβατική ρήτρα πληροί τις απαιτήσεις της καλής πίστεως, της ισορροπίας και της διαφάνειας που επιβάλλει η ανωτέρω οδηγία (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C‑70/17 και C‑179/17, EU:C:2019:250, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
62 Εν συνεχεία, τα εθνικά δικαστήρια είναι ελεύθερα να υποβάλλουν ερωτήματα στο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας κρίνουν σκόπιμο, υπό την προϋπόθεση ότι εξηγούν, τουλάχιστον, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται τα προδικαστικά τους ερωτήματα [πρβλ. διάταξη της 25ης Μαρτίου 2022, IP κ.λπ. (Διαπίστωση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης), C‑609/21, EU:C:2022:232, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
63 Τέλος, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα υποβάλλονται από το εθνικό δικαστήριο εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 2016, Hünnebeck, C‑479/14, EU:C:2016:412, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
64 Η εναγομένη της κύριας δίκης αμφισβητεί επίσης, στην πράξη, το παραδεκτό του συνόλου των υποβληθέντων ερωτημάτων, για τον λόγο ότι η νομολογία του Δικαστηρίου έχει ήδη απαντήσει στα ερωτήματα αυτά.
65 Συναφώς, διαπιστώνεται ότι μια τέτοια περίσταση, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, θα μπορούσε απλώς να δικαιολογήσει την απάντηση με αιτιολογημένη διάταξη, στηριζόμενη στο άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας, και όχι την απόρριψη της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Κατά τα λοιπά, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η απάντηση σε ορισμένα ερωτήματα μπορεί να συναχθεί από τη νομολογία, εντούτοις τούτο δεν ισχύει για το σύνολο των ερωτημάτων.
66 Κατά συνέπεια, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή, με την επιφύλαξη της εξετάσεως του παραδεκτού ορισμένων ερωτημάτων.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
67 Το τέταρτο, το έκτο, το έβδομο, το όγδοο, το ένατο και το δέκατο ερώτημα καθώς και, εν μέρει, το πέμπτο ερώτημα αφορούν τη συμμόρφωση προς την απαίτηση διαφάνειας των ρητρών στις καταναλωτικές συμβάσεις στο πλαίσιο της συνάψεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου περιέχουσας ρήτρα όπως είναι η επίμαχη.
68 Το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το ενδέκατο, το δωδέκατο, το δέκατο τρίτο, το δέκατο τέταρτο, το δέκατο πέμπτο, το δέκατο έκτο, το δέκατο έβδομο και το δέκατο έβδομο ερώτημα καθώς και, εν μέρει, το πέμπτο ερώτημα αφορούν τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα μιας τέτοιας ρήτρας.
69 Το δέκατο ένατο, το εικοστό, το εικοστό πρώτο και το εικοστό δεύτερο ερώτημα αφορούν τις συνέπειες εκ της τυχόν διαπιστώσεως περί του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας αυτής.
70 Τα ανωτέρω ερωτήματα πρέπει να εξετασθούν με τη σειρά αυτή.
Επί του τετάρτου, του έκτου, του εβδόμου, του ογδόου, του ενάτου και του δεκάτου ερωτήματος καθώς και, εν μέρει, επί του πέμπτου ερωτήματος, σχετικά με τη συμμόρφωση προς την απαίτηση διαφάνειας
71 Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς μόνον επί της ερμηνείας των Συνθηκών και των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, δεν μπορεί να αποφανθεί επί της ερμηνείας ούτε των προτάσεων γενικού εισαγγελέα στο πλαίσιο προγενέστερης προδικαστικής παραπομπής ούτε των παρατηρήσεων που υπέβαλε θεσμικό όργανο στο πλαίσιο μιας τέτοιας προδικαστικής παραπομπής.
72 Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στο έκτο, στο έβδομο και στο όγδοο ερώτημα, καθόσον αυτά αφορούν την ερμηνεία τέτοιων προτάσεων ή παρατηρήσεων.
73 Τούτου λεχθέντος, με το τέταρτο, το έκτο, το έβδομο, το όγδοο, το ένατο και το δέκατο ερώτημα καθώς και, εν μέρει, με το πέμπτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι η απαίτηση διαφάνειας που απορρέει από τις διατάξεις αυτές τηρείται κατά τη σύναψη συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου όσον αφορά τη ρήτρα της συμβάσεως αυτής η οποία προβλέπει την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου σε συνάρτηση με την τιμή ενός επίσημου δείκτη που θεσπίζεται με διοικητική πράξη περιέχουσα τον ορισμό του, εκ του λόγου και μόνον ότι η πράξη αυτή καθώς και οι προγενέστερες τιμές του οικείου δείκτη δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα του οικείου κράτους μέλους, χωρίς, επομένως, ο πιστωτικός φορέας να πρέπει ο ίδιος να ενημερώσει τον καταναλωτή σχετικά με τον διδόμενο στον δείκτη αυτόν ορισμό και την προηγούμενη εξέλιξή του, έστω και αν, λόγω του τρόπου υπολογισμού του, ο δείκτης αυτός δεν αντιστοιχεί σε επιτόκιο ανταποδοτικού επιτοκίου, αλλά σε ΣΕΠΕ, δεδομένου ότι ο συγκεκριμένος τρόπος υπολογισμού λαμβάνει επίσης υπόψη τα περιθώρια, τις προμήθειες και τις επιβαρύνσεις που προβλέπονται από παρόμοιες συμβάσεις οι οποίες χρησιμεύουν για τον καθορισμό των διαδοχικών τιμών του εν λόγω δείκτη. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ενδεχόμενη επιρροή που ασκεί συναφώς το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία που ίσχυε κατά τον χρόνο συνάψεως της οικείας συμβάσεως προβλέπει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να περιλαμβάνουν στις συμβάσεις που συνάπτονται με ιδιώτες τον ορισμό του δείκτη αναφοράς ο οποίος χρησιμοποιείται για την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου και να παρέχουν έγγραφο όπου να απεικονίζεται η προηγούμενη εξέλιξη του εν λόγω δείκτη αναφοράς κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου.
74 Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει συναφώς ότι ο καταναλωτής ευρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση με τον επαγγελματία όσον αφορά την πληροφόρηση, ιδίως όσον αφορά το ακριβές περιεχόμενο της εννοίας του «ΣΕΠΕ», ότι ο τρόπος υπολογισμού ενός δείκτη όπως ο IRPH μπορεί να καταστήσει δυσχερή τη σύγκριση μιας προτάσεως συμβάσεως περιλαμβάνουσας ρήτρα προσαρμογής του επιτοκίου μέσω παραπομπής σε έναν τέτοιο δείκτη με προτάσεις που προβλέπουν προσαρμογή του επιτοκίου με παραπομπή σε δείκτες οι οποίοι αντιστοιχούν σε ονομαστικά επιτόκια, και όχι σε ΣΕΠΕ, και ότι είναι δύσκολο για τον καταναλωτή να καθορίσει σε ποιον βαθμό η χρήση ενός δείκτη όπως ο IRPH συνεπάγεται εμμέσως την καταβολή άλλων περιθωρίων, προμηθειών ή επιβαρύνσεων διαφορετικών εκείνων που προβλέπονται ρητώς στη σύμβασή του.
75 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα, όπως αυτά αναδιατυπώθηκαν στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η πληροφόρηση, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις συνέπειες της συνάψεώς της είναι ουσιώδους σημασίας για τον καταναλωτή. Βάσει ιδίως της πληροφορήσεως αυτής ο καταναλωτής αποφασίζει αν επιθυμεί να δεσμευθεί από τους όρους που έχει διατυπώσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Αναφορά σε επίσημο δείκτη), C‑265/22, EU:C:2023:578, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
76 Κατά συνέπεια, και δεδομένου ότι το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο καταναλωτής ευρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το επίπεδο πληροφορήσεως, η απαίτηση διαφάνειας επιβάλλεται να ερμηνεύεται με ευρύτητα [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Αναφορά σε επίσημο δείκτη), C‑265/22, EU:C:2023:578, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
77 Συγκεκριμένα, η απαίτηση μια συμβατική ρήτρα να είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό επιτάσσει, στις περιπτώσεις συμβάσεων δανείου, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Συναφώς, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται, κατά την εξέταση του συνόλου των περιστάσεων σχετικά με τη σύναψη της συμβάσεως, να ελέγξει αν ο καταναλωτής πληροφορήθηκε όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκταση της δεσμεύσεως που αναλάμβανε, ώστε να μπορεί να υπολογίσει, μεταξύ άλλων, το συνολικό κόστος του δανείου [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη), C‑265/22, EU:C:2023:578, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
78 Για την εκτίμηση αυτή κρίσιμα είναι, αφενός, το ζήτημα αν οι ρήτρες είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε να επιτρέπουν στον μέσο καταναλωτή, ήτοι τον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και συνετός, να υπολογίσει το κόστος αυτό και, αφετέρου, η αναφορά ή η έλλειψη αναφοράς, στη σύμβαση δανείου, πληροφοριών που θεωρούνται ουσιώδεις βάσει του είδους των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Αναφορά σε επίσημο δείκτη), C‑265/22, EU:C:2023:578, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
79 Όσον αφορά ειδικότερα ρήτρα προβλέπουσα, στο πλαίσιο συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, αμοιβή για τον δανεισμό αυτόν μέσω τόκων υπολογιζομένων με κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο καθορίζεται, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, διά παραπομπής σε επίσημο δείκτη, η απαίτηση διαφάνειας πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι επιβάλλει ιδίως να δύναται ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και συνετός, να κατανοήσει τη συγκεκριμένη λειτουργία του τρόπου υπολογισμού του εν λόγω επιτοκίου και, συνεπώς, να αξιολογήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας για τις χρηματοπιστωτικές του υποχρεώσεις [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη), C‑265/22, EU:C:2023:578, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
80 Μεταξύ των κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να λάβει υπόψη το εθνικό δικαστήριο κατά τη διενέργεια των αναγκαίων συναφώς ελέγχων περιλαμβάνονται όχι μόνον το περιεχόμενο των πληροφοριών που παρέχει ο πιστωτικός φορέας στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως της οικείας συμβάσεως δανείου, αλλά και το γεγονός ότι τα κύρια στοιχεία σχετικά με τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς είναι ευχερώς προσβάσιμα, λόγω της δημοσιεύσεώς τους [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη), C‑265/22, EU:C:2023:578, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
81 Πράγματι, στην περίπτωση συμβάσεως δανείου της οποίας το επιτόκιο είναι κυμαινόμενο, οπότε η ακριβής αξία του επιτοκίου αυτού δεν μπορεί να καθορισθεί για όλη τη διάρκεια της συμβάσεως, είναι κρίσιμο ο δείκτης αναφοράς στον οποίο παραπέμπει η σύμβαση να καθορίζεται με διοικητική πράξη η οποία έχει δημοσιευθεί επισήμως, διότι, κατ’ αρχήν, οι δανειολήπτες έχουν τοιουτοτρόπως πρόσβαση σε πληροφορίες που παρέχουν στον μέσο καταναλωτή τη δυνατότητα να κατανοήσει τον τρόπο υπολογισμού του εν λόγω δείκτη.
82 Εντούτοις, μολονότι μια τέτοια δημοσίευση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή επαγγελματία πιστωτικού φορέα από την υποχρέωση παροχής ορισμένων πληροφοριών σε υποψήφιο δανειολήπτη όσον αφορά τη ρήτρα περί περιοδικής προσαρμογής του επιτοκίου του προτεινόμενου δανείου, εντούτοις τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι, λαμβανομένων υπόψη των δημοσιοποιημένων και προσβάσιμων πληροφοριακών στοιχείων καθώς και των πληροφοριών που παρέσχε, κατά περίπτωση, ο επαγγελματίας, ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και συνετός, δύναται να κατανοήσει τη συγκεκριμένη λειτουργία του τρόπου υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, να αξιολογήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας για τις χρηματοπιστωτικές του υποχρεώσεις (πρβλ. διάταξη της 17ης Νοεμβρίου 2021, Gómez del Moral Guasch, C‑655/20, EU:C:2021:943, σκέψεις 29 και 34).
83 Εξ αυτού προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η ενημέρωση σχετικά με ορισμένες συμβατικές πτυχές την οποία χρειάζονται οι υποψήφιοι δανειολήπτες για να κατανοήσουν το περιεχόμενο της αποδοχής προτάσεως για τη σύναψη συμβάσεως δανείου μπορεί να προκύπτει από στοιχεία τα οποία δεν παρέχει άμεσα ο επαγγελματίας δανειστής, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά είναι δημοσιοποιημένα και προσβάσιμα, ενδεχομένως χάρη σε ορισμένες ενδείξεις που παρέχει προς τούτο ο επαγγελματίας.
84 Όσον αφορά, ειδικότερα, την προσβασιμότητα των πληροφοριακών στοιχείων που δεν παρέχονται άμεσα από τον επαγγελματία, από τη σκέψη 60 της αποφάσεως της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη) (C‑265/22, EU:C:2023:578), προκύπτει ότι ο επαγγελματίας αυτός πρέπει να παρέχει αρκούντως συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες στους υποψήφιους δανειολήπτες, ώστε αυτοί να μπορούν να λάβουν γνώση των στοιχείων αυτών χωρίς να προβούν σε ενέργειες προσιδιάζουσες σε νομική έρευνα οι οποίες δεν μπορούν ευλόγως να αναμένονται από τον μέσο καταναλωτή.
85 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση δανείου παραπέμπει στην Boletín Oficial del Estado ούτε στη σχετική εγκύκλιο της Τράπεζας της Ισπανίας. Από την προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η ανυπαρξία αξιόπιστων ενδείξεων συναφώς μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δυνατότητα προσβάσεως του μέσου καταναλωτή στις οικείες πληροφορίες.
86 Αντιθέτως, η επίμαχη ρήτρα περιέχει ορισμό του IRPH των ταμιευτηρίων. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής, διότι επαναλαμβάνει μόνον το πρώτο μέρος του επίσημου ορισμού του δείκτη αυτού, όπως αυτός παρατίθεται στην εγκύκλιο 5/1994, κατά το οποίο ο εν λόγω δείκτης αποτελεί τον μέσον όρο των μέσων επιτοκίων των συμβάσεων που είναι ανάλογες προς την επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση δανείου. Επομένως, δεν περιλαμβάνεται το δεύτερο μέρος αυτού του επίσημου ορισμού, το οποίο αναφέρει ότι τα εν λόγω «μέσα επιτόκια» είναι ΣΕΠΕ.
87 Η επίμαχη ρήτρα δεν παραπέμπει ούτε στην προειδοποίηση της Τράπεζας της Ισπανίας η οποία υπάρχει στο προοίμιο της εγκυκλίου αυτής σχετικά με το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, εφιστώντας την προσοχή των πιστωτικών ιδρυμάτων στις εντεύθεν συνέπειες όσον αφορά το επίπεδο των IRPH σε σχέση με το επιτόκιο της αγοράς και, ως εκ τούτου, στο γεγονός ότι είναι αναγκαία η εφαρμογή αρνητικής διαφοράς για την ευθυγράμμιση του ΣΕΠΕ της οικείας συναλλαγής με το ΣΕΠΕ της αγοράς.
88 Όσον αφορά, όμως, το εν λόγω χαρακτηριστικό και την προειδοποίηση αυτή, το Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 59 της αποφάσεως της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη) (C‑265/22, EU:C:2023:578), ότι συνιστά κρίσιμη ένδειξη της χρησιμότητας των πληροφοριών αυτών για τον καταναλωτή το γεγονός ότι το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την εγκύκλιο 5/1994 έκρινε σκόπιμο, με το προοίμιο αυτό, να επιστήσει την προσοχή των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά το επίπεδο των IRPH σε σχέση με το επιτόκιο της αγοράς και την ανάγκη εφαρμογής αρνητικής διαφοράς για την ευθυγράμμιση του ΣΕΠΕ της οικείας συναλλαγής με το ΣΕΠΕ της αγοράς.
89 Εξάλλου, υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο της ακριβούς διατυπώσεώς της, η εν λόγω προειδοποίηση, όπως παρατίθεται στη σκέψη 14 της αποφάσεως της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη) (C‑265/22, EU:C:2023:578), μπορεί επίσης να αποτελεί κρίσιμη ένδειξη για τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται την έννοια του ΣΕΠΕ σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεδομένου ότι η Τράπεζα της Ισπανίας φαίνεται να έκρινε χρήσιμο να διευκρινίσει ότι ακριβώς επειδή ενσωματώνουν επίσης τις συνέπειες των προμηθειών τα μέσα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της τιμής ενός IRPH είναι ΣΕΠΕ.
90 Αντιθέτως, η προσφυγή σε IRPH δεν φαίνεται ικανή να θίξει τη συγκρισιμότητα προτάσεως συμβάσεως η οποία προβλέπει τέτοιον δείκτη με άλλες προτάσεις οι οποίες παραπέμπουν σε δείκτη ο οποίος δεν αντιστοιχεί σε ΣΕΠΕ, υπό την προϋπόθεση ότι η τρέχουσα τιμή και οι διαδοχικές προγενέστερες τιμές των δύο αυτών δεικτών γνωστοποιούνται ή είναι προσβάσιμες κατά τρόπον ώστε οι υποψήφιοι δανειολήπτες να μπορούν να λάβουν γνώση αυτών χωρίς να προβούν σε ενέργειες οι οποίες δεν μπορούν ευλόγως να αναμένονται από τον μέσο καταναλωτή. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, ο μέσος καταναλωτής μπορεί να συγκρίνει τα επιτόκια που προβλέπουν οι διάφορες προτάσεις, δεδομένου ότι αρκεί, για καθεμία, να προσθέσει στις διαδοχικές τιμές του καθορισμένου δείκτη αναφοράς, όποιος και αν είναι αυτός, το προβλεπόμενο περιθώριο, ούτως ώστε να λάβει συγκρίσιμες τιμές.
91 Τούτου λεχθέντος, το γεγονός ότι, με τον τρόπο υπολογισμού τους, δείκτες όπως οι IRPH καθορίζονται με αναφορά σε ΣΕΠΕ δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή του περιοδικώς προσαρμοζόμενου επιτοκίου δανείου διά παραπομπής στις διαδοχικές τιμές ενός IRPH σε ΣΕΠΕ, το οποίο μπορεί να αναλυθεί, αφενός, σε καθαυτό ανταποδοτικό επιτόκιο και, αφετέρου, σε περιθώριο, προμήθειες και έξοδα. Πράγματι, η ρήτρα συμβάσεως δανείου η οποία καθορίζει τον δείκτη αναφοράς, όποιος και αν είναι αυτός, ο οποίος εφαρμόζεται στην περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου αποσκοπεί μόνον στον καθορισμό ενός συμβατικού τρόπου υπολογισμού του επιτοκίου αυτού, χωρίς να μεταβάλλει τη φύση του.
92 Τέλος, όσον αφορά το γεγονός ότι η εθνική ρύθμιση επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα ορισμένες ειδικές υποχρεώσεις ενημερώσεως έναντι των υποψήφιων δανειοληπτών, από τις σκέψεις 54 και 55 της αποφάσεως της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch (C‑125/18, EU:C:2020:138), προκύπτει ότι οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει να τηρούνται από τον επαγγελματία.
93 Πράγματι, το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, στον τομέα που διέπεται από την οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή. Πάντως, τέτοιες διατάξεις μπορούν να αφορούν ορισμένες πληροφορίες που πρέπει υποχρεωτικώς να παρέχονται από τους επαγγελματίες στο πλαίσιο της συνάψεως συγκεκριμένων συμβάσεων.
94 Επομένως, στο τέταρτο, στο έκτο, στο έβδομο, στο όγδοο, στο ένατο και στο δέκατο ερώτημα καθώς και, εν μέρει, στο πέμπτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι η απαίτηση διαφάνειας που απορρέει από τις ανωτέρω διατάξεις τηρείται κατά τη σύναψη συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου όσον αφορά τη ρήτρα της συμβάσεως αυτής που προβλέπει την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου σε συνάρτηση με την τιμή ενός επίσημου δείκτη καθοριζομένου με διοικητική πράξη η οποία περιέχει τον ορισμό του, εκ του λόγου και μόνον ότι η πράξη αυτή καθώς και οι προγενέστερες τιμές του συγκεκριμένου δείκτη έχουν δημοσιευθεί στην επίσημη εφημερίδα του οικείου κράτους μέλους, χωρίς, επομένως, ο πιστωτικός φορέας να πρέπει ο ίδιος να ενημερώσει τον καταναλωτή σχετικά με τον ορισμό του εν λόγω δείκτη και την προηγούμενη εξέλιξή του, έστω και αν, λόγω του τρόπου υπολογισμού του, ο δείκτης αυτός δεν αντιστοιχεί σε ανταποδοτικό επιτόκιο, αλλά σε ΣΕΠΕ, εφόσον, λόγω της δημοσιεύσεώς τους, τα στοιχεία αυτά είναι αρκούντως προσβάσιμα από τον μέσο καταναλωτή χάρη στις ενδείξεις που δίδει προς τούτο ο επαγγελματίας. Ελλείψει τέτοιων ενδείξεων, εναπόκειται στον επαγγελματία να παράσχει απευθείας πλήρη ορισμό του συγκεκριμένου δείκτη καθώς και κάθε σχετικό πληροφοριακό στοιχείο, ιδίως όσον αφορά ενδεχόμενη προειδοποίηση εκ μέρους της αρχής που θέσπισε τον εν λόγω δείκτη όσον αφορά τις ιδιομορφίες του και τις εξ αυτών συνέπειες που μπορούν να θεωρηθούν σημαντικές για τον καταναλωτή, προκειμένου να εκτιμηθούν ορθώς οι οικονομικές συνέπειες εκ της συνάψεως της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου η οποία του προτείνεται. Εν πάση περιπτώσει, εναπόκειται στον επαγγελματία να παράσχει στον καταναλωτή το σύνολο των πληροφοριών των οποίων η παροχή επιβάλλεται από την εθνική νομοθεσία η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως.
Επί του πρώτου, του δευτέρου, του τρίτου, του ενδεκάτου, του δωδεκάτου, του δεκάτου τρίτου, του δεκάτου τετάρτου, του δεκάτου πέμπτου, του δεκάτου έκτου, του δεκάτου εβδόμου, του δεκάτου ογδόου ερωτήματος καθώς και, εν μέρει, του πέμπτου ερωτήματος, σχετικά με τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας
95 Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι το ενδέκατο και το δωδέκατο ερώτημα αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 2005/29.
96 Όπως όμως διαπίστωσε το Δικαστήριο στη σκέψη 40 της αποφάσεως της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη) (C‑265/22, EU:C:2023:578), η οδηγία 2005/29 μεταφέρθηκε στο ισπανικό δίκαιο με τον Ley 29/2009, por la que se modifica el régimen legal de la competencia desleal y de la publicidad para la mejora de la protección de los consumidores y usuarios (νόμο 29/2009 περί τροποποιήσεως του νομικού καθεστώτος του αθέμιτου ανταγωνισμού και της διαφημίσεως με σκοπό τη βελτίωση της προστασίας των καταναλωτών και των χρηστών), της 30ής Δεκεμβρίου 2009 (BOE αριθ. 315, της 31ης Δεκεμβρίου 2009, σ. 112039).
97 Κατά συνέπεια, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 37 έως 39 και 42 της αποφάσεως της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη) (C‑265/22, EU:C:2023:578), δεδομένου ότι η οδηγία 2005/29 δεν είχε εφαρμογή κατά την ημερομηνία συνάψεως της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως δανείου, η οποία έλαβε χώρα στις 11 Σεπτεμβρίου 2006, η ερμηνεία της οδηγίας αυτής δεν έχει σχέση με την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.
98 Εν συνεχεία, με το δέκατο τρίτο ερώτημα ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της νομολογίας του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) σχετικά με το ratione temporis πεδίο εφαρμογής εθνικού νόμου που εισάγει διάταξη ευνοϊκότερη για τους καταναλωτές.
99 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας εθνικών διατάξεων ούτε να κρίνει αν η ερμηνεία τους από το αιτούν δικαστήριο είναι ορθή, δεδομένου ότι η ερμηνεία αυτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, IOS Finance EFC, C‑555/14, EU:C:2017:121, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
100 Τέλος, με το δέκατο τέταρτο ερώτημα ζητείται από το Δικαστήριο να ελέγξει τη συνοχή της νομολογίας του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) όχι σε σχέση με κανόνα του δικαίου της Ένωσης, αλλά σε σχέση με δύο στοιχεία της νομολογίας αυτής, ως προς τα οποία το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να θεωρεί ότι αποκλίνουν χωρίς βάσιμο λόγο.
101 Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο ούτε να ασκήσει τέτοιο έλεγχο, με την επιφύλαξη, ενδεχομένως, της αρχής της ισοδυναμίας, η οποία όμως δεν ασκεί επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση και, εξάλλου, δεν μνημονεύεται από το αιτούν δικαστήριο.
102 Επομένως, το ενδέκατο, το δωδέκατο, το δέκατο τρίτο και το δέκατο τέταρτο ερώτημα είναι απαράδεκτα.
– Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος
103 Η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό του δευτέρου ερωτήματος, σχετικά με τη συνήθη συμπεριφορά των πιστωτικών ιδρυμάτων όταν συνάπτονται συμβάσεις ενυπόθηκων δανείων υπό τον έλεγχο των δημόσιων φορέων, για τον λόγο ότι το ερώτημα αυτό στηρίζεται σε παραδοχή η οποία εκτίθεται ελλιπώς ή ανακριβώς. Συγκεκριμένα, το επιτόκιο που εφαρμόζεται στο πλαίσιο των συμβάσεων για την αγορά επιδοτούμενων κατοικιών καθορίστηκε από την εθνική νομοθεσία, οπότε δεν πρόκειται για πλαίσιο ελεύθερου καθορισμού των τιμών, σε αντίθεση με τις συμβάσεις ενυπόθηκων δανείων που συνάπτονται για την αγορά άλλων κατοικιών, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση δανείου.
104 Εντούτοις, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα υποβάλλονται από το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο.
105 Επομένως, το δεύτερο ερώτημα είναι παραδεκτό.
106 Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι είναι κρίσιμο για την εκτίμηση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο η οποία προβλέπει την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου σε συνάρτηση με την τιμή ενός επίσημου δείκτη το γεγονός ότι η ρήτρα αυτή παραπέμπει απλώς και μόνον στον εν λόγω δείκτη, ενώ από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη διοικητική πράξη με την οποία θεσπίσθηκε ο εν λόγω δείκτης προκύπτει ότι, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του τρόπου υπολογισμού του, είναι αναγκαία η εφαρμογή αρνητικής διαφοράς προκειμένου να ευθυγραμμισθεί το ΣΕΠΕ της οικείας πράξεως με το ΣΕΠΕ της αγοράς.
107 Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει συναφώς ότι τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν παρά ταύτα ένα τέτοιο αρνητικό περιθώριο σε ορισμένες συμβάσεις ενυπόθηκων δανείων, οι οποίες συνάπτονται υπό τον έλεγχο των δημόσιων φορέων.
108 Υπενθυμίζεται ότι, όταν εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι συμβατική ρήτρα η οποία έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό του τρόπου υπολογισμού κυμαινόμενου επιτοκίου σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, οφείλει να εξετάσει αν η ρήτρα αυτή είναι καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 67, δεύτερη περίπτωση· πρβλ., επίσης, διάταξη της 17ης Νοεμβρίου 2021, Gómez del Moral Guasch (C‑655/20, EU:C:2021:943, σκέψη 46).
109 Κατά συνέπεια, η απάντηση στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα όσον αφορά τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας όπως η επίμαχη προϋποθέτει ότι από προηγούμενη εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι η ρήτρα αυτή δεν τηρεί την απαίτηση διαφάνειας που επιβάλλει η οδηγία 93/13.
110 Εξάλλου, η διαφάνεια συμβατικής ρήτρας, όπως απαιτείται από το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13, αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας αυτής. Εντούτοις, από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον ότι η διατύπωση ρήτρας δεν είναι σαφής ούτε κατανοητή δεν αρκεί προκειμένου να την καταστήσει καταχρηστική [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη), C‑265/22, EU:C:2023:578, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
111 Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει ότι ρήτρα συμβάσεως που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστεως, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.
112 Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως την οποία πρέπει να διενεργεί το εθνικό δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, το δικαστήριο αυτό οφείλει να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, πρώτον, την ενδεχόμενη παράβαση της απαιτήσεως καλής πίστεως και, δεύτερον, την ύπαρξη ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως [απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη), C‑265/22, EU:C:2023:578, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
113 Όσον αφορά το ζήτημα υπό ποιες συνθήκες δημιουργείται μια τέτοια ανισορροπία «παρά την απαίτηση καλής πίστης», λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της δέκατης έκτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 93/13, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξακριβώσει αν ο επαγγελματίας, έχοντας συμβληθεί με έντιμο και δίκαιο τρόπο με τον καταναλωτή, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχθεί μια τέτοια ρήτρα κατόπιν ατομικής διαπραγματεύσεως [αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz, C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 69, και της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη), C‑265/22, EU:C:2023:578, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
114 Εξάλλου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια ρήτρα δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες που έχουν εφαρμογή στο εθνικό δίκαιο ελλείψει συμφωνίας των συμβαλλομένων, προκειμένου να εκτιμηθεί αν και, ενδεχομένως, σε ποιον βαθμό η σύμβαση αυτή περιάγει τον καταναλωτή σε νομική κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που προβλέπει το ισχύον εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά ρήτρα υπολογισμού των τόκων που συνδέονται με δανειακή σύμβαση, θα πρέπει επίσης να συγκριθούν ο τρόπος υπολογισμού του προβλεπόμενου από την ως άνω ρήτρα συμβατικού επιτοκίου και το προκύπτον εξ αυτού πραγματικό συμβατικό επιτόκιο με τους συνήθως εφαρμοζόμενους τρόπους υπολογισμού και το νόμιμο επιτόκιο καθώς και τα επιτόκια που εφαρμόζονταν στην αγορά, κατά τη σύναψη της οικείας συμβάσεως, για δάνειο ύψους και διάρκειας αντίστοιχων προς εκείνα της εν λόγω συμβάσεως δανείου [πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη), C‑265/22, EU:C:2023:578, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
115 Το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει τη σημασία, στην περίπτωση συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου περιέχουσας ρήτρα όπως η επίμαχη, των πληροφοριών οι οποίες περιέχονται σε εγκύκλιο και στις οποίες γίνεται λόγος για την ανάγκη εφαρμογής, λαμβανομένου υπόψη του τρόπου υπολογισμού του δείκτη αναφοράς, αρνητικής διαφοράς προς ευθυγράμμιση του ΣΕΠΕ της συμβάσεως με το ΣΕΠΕ της αγοράς [πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Banco Santander (Παραπομπή σε επίσημο δείκτη), C‑265/22, EU:C:2023:578, σκέψη 67].
116 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι είναι κρίσιμο για την εκτίμηση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο η οποία προβλέπει την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου σε συνάρτηση με την τιμή επίσημου δείκτη το γεγονός ότι η ρήτρα αυτή παραπέμπει απλώς και μόνον στον εν λόγω δείκτη, ενώ από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη διοικητική πράξη με την οποία θεσπίσθηκε ο εν λόγω δείκτης προκύπτει ότι, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του τρόπου υπολογισμού του, θα ήταν αναγκαία η εφαρμογή αρνητικής διαφοράς προκειμένου να ευθυγραμμισθεί το ΣΕΠΕ της οικείας συναλλαγής με το ΣΕΠΕ της αγοράς, εφόσον ο επαγγελματίας δεν είχε ενημερώσει τον καταναλωτή για τα στοιχεία αυτά και εφόσον αυτά δεν ήσαν επαρκώς προσβάσιμα από τον μέσο καταναλωτή.
– Επί του τρίτου ερωτήματος
117 Η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό του τρίτου ερωτήματος, διότι αυτό στηρίζεται σε παραδοχή η οποία εκτίθεται κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβή. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) δεν προκύπτει ότι συμβατικές ρήτρες που προβλέπουν τις προμήθειες και τα έξοδα τα οποία αφορά το ερώτημα αυτό πρέπει να θεωρούνται καταχρηστικές.
118 Εντούτοις, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως, ο καθορισμός του κρίσιμου εθνικού νομικού πλαισίου για τα υποβληθέντα ερωτήματα εμπίπτει αποτελεί αποκλειστική ευθύνη του αιτούντος δικαστηρίου. Η ευθύνη αυτή αφορά, κατά περίπτωση, την εθνική νομολογία την οποία θεωρεί κρίσιμη. Εν πάση περιπτώσει, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του τρίτου ερωτήματος, σχετικά με το ενδεχόμενο μια ρήτρα όπως η επίμαχη ρήτρα να είναι καταχρηστική εξ αντανακλάσεως, στο μέτρο που ενσωματώνει σε μια σύμβαση ορισμένα στοιχεία των ΣΕΠΕ που αφορούν άλλα δάνεια τα οποία χρησιμεύουν ως βάση για τον καθορισμό του εφαρμοστέου στη σύμβαση IRPH στην περίπτωση που τα στοιχεία αυτά απορρέουν από καταχρηστικές ρήτρες, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται όχι μόνο σε συμβατικές ρήτρες των οποίων ο καταχρηστικός χαρακτήρας έχει αποδειχθεί, αλλά και σε ρήτρες των οποίων η νομιμότητα είναι αμφισβητήσιμη.
119 Επομένως, το τρίτο ερώτημα είναι παραδεκτό.
120 Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι το ερώτημα αυτό αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, και δη σε σχέση με το κύρος ρήτρας όπως η επίμαχη, το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά κατ’ ουσίαν τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας τέτοιας ρήτρας, ο οποίος θα συνεπαγόταν την ακύρωσή της έναντι του καταναλωτή, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.
121 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το εν λόγω ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση προσφυγής, στο πλαίσιο ρήτρας προβλέπουσας την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, σε δείκτη αναφοράς καθοριζόμενο βάσει των ΣΕΠΕ που εφαρμόζονται στις συμβάσεις οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των διαδοχικών τιμών του δείκτη αυτού, το γεγονός ότι τα εν λόγω ΣΕΠΕ περιέχουν στοιχεία που απορρέουν από ρήτρες των οποίων ο καταχρηστικός χαρακτήρας διαπιστώνεται μεταγενέστερα συνεπάγεται ότι η ρήτρα προσαρμογής του επιτοκίου της οικείας συμβάσεως πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική και, ως εκ τούτου, μη αντιτάξιμη στον καταναλωτή.
122 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 91 της παρούσας αποφάσεως, η αναφορά σε επίσημο δείκτη για την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου που εφαρμόζεται σε δανειακή σύμβαση αποσκοπεί μόνον στον καθορισμό ενός συμβατικού τρόπου υπολογισμού του επιτοκίου αυτού, οπότε ο τρόπος καθορισμού της τιμής του δείκτη αυτού δεν ασκεί επιρροή στη φύση του επιτοκίου της οικείας συμβάσεως, ανεξαρτήτως των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο αυτού του τρόπου υπολογισμού. Κατά συνέπεια, το επιτόκιο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ΣΕΠΕ του οποίου ορισμένα στοιχεία θα μπορούσαν να θεωρηθούν άκυρα και να επιφέρουν την ακυρότητα της ρήτρας που προβλέπει την περιοδική αναπροσαρμογή του εν λόγω επιτοκίου.
123 Κατά τα λοιπά, το γεγονός ότι, στα ΣΕΠΕ των συμβάσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των διαδοχικών τιμών ενός δείκτη, ορισμένα στοιχεία μπορούν να απορρέουν από συμβατικές ρήτρες που αποδεικνύονται εκ των υστέρων καταχρηστικές δεν μπορεί ούτε να θέσει υπό αμφισβήτηση τον χαρακτήρα του δείκτη αυτού ως επίσημης αναφοράς ούτε να επηρεάσει αναδρομικά το κύρος ρήτρας άλλης συμβάσεως που παραπέμπει σε αυτόν. Πράγματι, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, καθώς και από το άρθρο 3 της οδηγίας 93/13, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας πρέπει να γίνεται με γνώμονα την ημερομηνία συνάψεως της οικείας συμβάσεως (απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, Dexia Nederland, C‑229/19 και C‑289/19, EU:C:2021:68, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
124 Κατά συνέπεια, στο τρίτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση προσφυγής, στο πλαίσιο ρήτρας προβλέπουσας την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, σε δείκτη αναφοράς καθοριζόμενο βάσει των ΣΕΠΕ που εφαρμόζονται στις συμβάσεις οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των διαδοχικών τιμών του δείκτη αυτού, το γεγονός ότι τα εν λόγω ΣΕΠΕ περιέχουν στοιχεία που απορρέουν από ρήτρες των οποίων ο καταχρηστικός χαρακτήρας διαπιστώνεται μεταγενέστερα δεν συνεπάγεται ότι η ρήτρα προσαρμογής του επιτοκίου της οικείας συμβάσεως πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική και, ως εκ τούτου, μη αντιτάξιμη στον καταναλωτή.
– Επί του δεκάτου πέμπτου και του δεκάτου έκτου ερωτήματος
125 Με το δέκατο πέμπτο και το δέκατο έκτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι πρέπει να τεκμαίρεται η καλή πίστη του επαγγελματία σε περίπτωση προσφυγής, στο πλαίσιο ρήτρας προβλέπουσας την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, σε δείκτη αναφοράς απλώς και μόνον επειδή πρόκειται για επίσημο δείκτη που καθορίζεται από διοικητική αρχή και χρησιμοποιείται από τους δημόσιους φορείς.
126 Συναφώς, πρέπει κατ’ αρχάς να υπογραμμισθεί ότι ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός συγκεκριμένης συμβατικής ρήτρας υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 πρέπει να καθορίζεται σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Kiss και CIB Bank, C‑621/17, EU:C:2019:820, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί a priori ότι η συμπερίληψη, από επαγγελματία, συγκεκριμένης ρήτρας σε σύμβαση η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως συνάδει κατ’ ανάγκην με την απαίτηση καλής πίστεως που επιβάλλει η διάταξη αυτή, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, το οποίο εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της τις συμβατικές ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, εξαίρεση η οποία δικαιολογείται από το τεκμήριο ότι ο εθνικός νομοθέτης καθιέρωσε ισορροπία μεταξύ του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε ορισμένες συμβάσεις, ισορροπία την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε ρητώς να διατηρήσει (απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Zagrebačka banka, C‑567/20, EU:C:2022:352, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο αποκλεισμός αυτός δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι IRPH αποτελούν δείκτες μεταξύ άλλων δεικτών οι οποίοι, εξάλλου, χρησιμοποιήθηκαν μόνον από μια μειοψηφία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
127 Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, συμβατική ρήτρα θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστεως, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.
128 Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 113 της παρούσας αποφάσεως, η εκτίμηση της απαιτήσεως καλής πίστεως σε σχέση με συγκεκριμένη ρήτρα συμβάσεως προϋποθέτει τον καθορισμό του αν ο επαγγελματίας, έχοντας συμβληθεί νομίμως και θεμιτώς με τον καταναλωτή, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχθεί τη ρήτρα κατόπιν ατομικής διαπραγματεύσεως.
129 Το κριτήριο αυτό προϋποθέτει ότι η ατομική διαπραγμάτευση πραγματοποιήθηκε με πλήρη επίγνωση, δηλαδή, στην περίπτωση που πρόκειται για ρήτρα υπολογισμού των τόκων από δανειακή σύμβαση, όταν ο καταναλωτής είχε πράγματι ενημερωθεί σχετικά με το σύνολο των στοιχείων που υπεισέρχονται στον τρόπο υπολογισμού του επιτοκίου και μπορούσε να εκτιμήσει τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες της ρήτρας αυτής στις οικονομικές του υποχρεώσεις.
130 Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 110 της παρούσας αποφάσεως, η διαφάνεια συμβατικής ρήτρας, όπως απαιτείται από το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13, αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας αυτής. Όπως, όμως, προκύπτει από τη σκέψη 109 της αποφάσεως, η εξέταση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας προϋποθέτει ότι έχει ήδη διαπιστωθεί ότι η ρήτρα αυτή δεν τηρεί την απαίτηση διαφάνειας, όπερ συνιστά κρίσιμο στοιχείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη.
131 Τέλος, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας ρήτρας εξαρτάται επίσης από την ύπαρξη ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13. Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 114 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου να εκτιμηθεί συναφώς ρήτρα σχετική με τον καθορισμό των τόκων που συνδέονται με σύμβαση δανείου, είναι επίσης σκόπιμο να συγκριθεί ο τρόπος υπολογισμού του συμβατικού επιτοκίου που προβλέπει η ρήτρα αυτή και το πραγματικό ύψος του επιτοκίου αυτού με τις μεθόδους υπολογισμού που συνήθως χρησιμοποιούνται και, ιδίως, με τα επιτόκια που εφαρμόζονταν στην αγορά κατά την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως αυτής για δάνειο ύψους και διάρκειας αντίστοιχων προς εκείνα της εν λόγω συμβάσεως.
132 Όσον αφορά ρήτρα όπως η επίμαχη, η οποία προβλέπει την προσαρμογή του επιτοκίου συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου διά παραπομπής σε επίσημο δείκτη ο οποίος, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του, είναι εκ πρώτης όψεως δυσμενής για τον καταναλωτή, η εκτίμηση αυτή απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον οι τιμές του εν λόγω δείκτη αναφοράς, αλλά και το περιθώριο που εφαρμόζεται συμβατικώς σε αυτόν, προκειμένου να συγκριθεί το προκύπτον πραγματικό επιτόκιο με τα συνήθη επιτόκια της αγοράς. Πράγματι, με την επιφύλαξη άλλων πτυχών που ενδέχεται να ασκούν επιρροή στον τρόπο υπολογισμού του συμβατικού επιτοκίου ή του δείκτη αναφοράς, η ενδεχόμενη ύπαρξη ανισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή λόγω μιας τέτοιας ρήτρας εξαρτάται κατ’ ουσίαν, εν τέλει, όχι από τον ίδιο τον δείκτη αναφοράς, αλλά από το επιτόκιο που απορρέει πράγματι από τη ρήτρα αυτή, λαμβανομένης υπόψη της προσαυξήσεως που εφαρμόζεται στην τιμή του δείκτη αυτού δυνάμει της εν λόγω ρήτρας.
133 Επομένως, στο δέκατο πέμπτο και στο δέκατο έκτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να τεκμαίρεται η καλή πίστη του επαγγελματία σε περίπτωση προσφυγής, στο πλαίσιο ρήτρας προβλέπουσας την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, σε δείκτη αναφοράς εκ του λόγου και μόνον ότι πρόκειται για επίσημο δείκτη που καθορίζεται από διοικητική αρχή και χρησιμοποιείται από τους δημόσιους φορείς. Ο ενδεχομένως καταχρηστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας ρήτρας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της μη τηρήσεως της απαιτήσεως διαφάνειας και συγκρινομένου του τρόπου υπολογισμού του συμβατικού επιτοκίου που προβλέπει η ρήτρα αυτή και του προκύπτοντος πραγματικού επιτοκίου με τους συνήθως χρησιμοποιούμενους τρόπους υπολογισμού και, μεταξύ άλλων, τα επιτόκια που εφαρμόζονταν στην αγορά κατά την ημερομηνία συνάψεως της οικείας συμβάσεως δανείου για δάνειο ύψους και διάρκειας αντίστοιχων προς εκείνα της συμβάσεως αυτής.
– Επί του δεκάτου εβδόμου και του δεκάτου ογδόου ερωτήματος
134 Με το δέκατο έβδομο και το δέκατο όγδοο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, για την εκτίμηση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο η οποία προβλέπει την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου σε συνάρτηση με την τιμή ενός συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς, είναι κρίσιμο, αφενός, να συγκρίνεται η μέθοδος υπολογισμού του δείκτη αυτού με τη μέθοδο άλλου δείκτη αναφοράς, η οποία χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στο οικείο κράτος μέλος για παρόμοιες συμβάσεις, καθώς και τα πραγματικά επιτόκια που προκύπτουν αντιστοίχως από την εν λόγω ρήτρα και από συγκρίσιμες ρήτρες που χρησιμοποιούν αυτόν τον άλλο δείκτη αναφοράς και, αφετέρου, να λαμβάνεται υπόψη αυτό το οποίο αντιπροσωπεύει in concreto καθένας από τους δείκτες αυτούς.
135 Σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 114 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου να καθορισθεί αν ρήτρα σχετική με τον υπολογισμό των τόκων που συνδέονται με δανειακή σύμβαση δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, θα πρέπει να συγκριθεί ο τρόπος υπολογισμού του προβλεπόμενου από την ως άνω ρήτρα συμβατικού επιτοκίου και το προκύπτον εξ αυτού πραγματικό συμβατικό επιτόκιο με τους συνήθως εφαρμοζόμενους τρόπους υπολογισμού και το νόμιμο επιτόκιο καθώς και τα επιτόκια που εφαρμόζονταν στην αγορά, κατά τη σύναψη της συνάψεως της οικείας συμβάσεως δανείου για δάνειο ύψους και διάρκειας αντίστοιχων προς εκείνα της συμβάσεως αυτής.
136 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης ως προς την ενδεχόμενη λυσιτέλεια της μεθόδου υπολογισμού των δύο δεικτών που μνημονεύει και ως προς αυτό το οποίο αντιπροσωπεύουν οι δύο αυτοί δείκτες, ήτοι, κατ’ ουσίαν, όσον αφορά έναν IRPH, το μέσο ΣΕΠΕ των συμβάσεων ενυπόθηκων δανείων που μπορούν να συγκριθούν με την επίμαχη σύμβαση δανείου και, όσον αφορά το Euribor, το οποίο είναι ο έτερος δείκτης αναφοράς τον οποίο μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, το μέσο επιτόκιο με το οποίο οι ευρωπαϊκές τράπεζες χορηγούν δάνεια σε ευρώ.
137 Συναφώς, διαπιστώνεται ότι τόσο η αντιστοιχία αυτή, η οποία απορρέει από τους τρόπους υπολογισμού των εν λόγω δεικτών, όσο και οι ίδιοι οι τρόποι αυτοί αποτυπώνονται συγκεκριμένα στις αντίστοιχες τιμές τους.
138 Εξάλλου, από τη σκέψη 132 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά γενικό κανόνα, η ενδεχόμενη ύπαρξη ανισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή απορρέουσα από ρήτρα περί υπολογισμού των τόκων που συνδέονται με δανειακή σύμβαση εξαρτάται κατ’ ουσίαν, εν τέλει, όχι από τον ίδιο τον δείκτη αναφοράς, αλλά από το επιτόκιο που απορρέει πράγματι από την εν λόγω ρήτρα, λαμβανομένης υπόψη της προσαυξήσεως που εφαρμόζεται στην τιμή του δείκτη αυτού δυνάμει της εν λόγω ρήτρας.
139 Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ορισμένες ιδιαιτερότητες του τρόπου υπολογισμού του συμβατικού επιτοκίου ή του ίδιου του δείκτη αναφοράς να είναι ικανές να δημιουργήσουν ανισορροπία εις βάρος του καταναλωτή, ιδίως λόγω της επιδράσεώς τους στην εξέλιξη του επιτοκίου ή του δείκτη αναφοράς.
140 Επομένως, στο δέκατο έβδομο και στο δέκατο όγδοο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι, για να εκτιμηθεί ο ενδεχομένως καταχρηστικός χαρακτήρας ρήτρας συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο η οποία προβλέπει την περιοδική αναπροσαρμογή του επιτοκίου σε συνάρτηση με την τιμή ορισμένου δείκτη αναφοράς, θα πρέπει να συγκρίνεται ο τρόπος υπολογισμού του συμβατικού επιτοκίου που προβλέπει η ρήτρα αυτή και το προκύπτον εξ αυτού πραγματικό συμβατικό επιτόκιο με τους συνήθως χρησιμοποιούμενους τρόπους υπολογισμού και, ιδίως, τα επιτόκια που εφαρμόζονται στην αγορά κατά την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως αυτής για δάνειο ύψους και διάρκειας αντίστοιχων προς εκείνα της εν λόγω συμβάσεως. Άλλες πτυχές του τρόπου υπολογισμού του συμβατικού επιτοκίου ή του δείκτη αναφοράς ενδέχεται να είναι σημαντικές εάν είναι ικανές να δημιουργήσουν ανισορροπία εις βάρος του καταναλωτή.
Επί του δεκάτου ενάτου, του εικοστού, του εικοστού πρώτου και του εικοστού δευτέρου ερωτήματος σχετικά με τις συνέπειες εκ της ενδεχόμενης διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας
141 Το δέκατο ένατο, το εικοστό, του εικοστό πρώτο και το εικοστό δεύτερο ερώτημα αφορούν τις συνέπειες της ενδεχόμενης διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας όπως η επίμαχη στην περίπτωση κατά την οποία, κατ’ αρχήν, η σύμβαση δεν θα μπορούσε να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς τη ρήτρα αυτή.
– Επί του δεκάτου ενάτου και του εικοστού ερωτήματος
142 Με το δέκατο ένατο και το εικοστό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση που σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο δεν θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς τη ρήτρα που προβλέπει την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου σε συνάρτηση με την τιμή συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς, του οποίου διαπιστώθηκε ο καταχρηστικός χαρακτήρας, πλην όμως η ακύρωση της συμβάσεως στο σύνολό της θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, ο εθνικός δικαστής οφείλει να αντικαταστήσει τη ρήτρα αυτή με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου, ακόμη και αν η εφαρμογή της θα συνεπαγόταν τη διατήρηση ανισορροπίας εις βάρος του καταναλωτή ανάλογης με εκείνη που θα είχε ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν ο εν λόγω δικαστής μπορεί να προσαρμόσει αναδρομικώς την εν λόγω ρήτρα εισάγοντας στον τρόπο υπολογισμού του επιτοκίου ένα στοιχείο ικανό να εξαλείψει την εν λόγω ανισορροπία.
143 Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να αφήνει ανεφάρμοστες τις καταχρηστικές ρήτρες προκειμένου αυτές να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός αν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτό. Η σύμβαση πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει, κατ’ αρχήν, χωρίς καμία άλλη τροποποίηση πέραν εκείνης που προκύπτει από την απάλειψη των καταχρηστικών ρητρών, κατά το μέτρο που, βάσει των κανόνων του εσωτερικού δικαίου, η διατήρηση σε ισχύ της συμβάσεως είναι νομικώς εφικτή (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Banca B., C‑269/19, EU:C:2020:954, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
144 Όταν η διατήρηση σε ισχύ της συμβάσεως δεν είναι εφικτή, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν απαγορεύει στον εθνικό δικαστή, κατ’ εφαρμογήν των αρχών του δικαίου των συμβάσεων, να αφήσει ανεφάρμοστη την καταχρηστική ρήτρα, αντικαθιστώντας τη με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου στις περιπτώσεις στις οποίες η ακύρωση της συμβάσεως στο σύνολό της θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, με αποτέλεσμα, αφενός, να λειτουργεί ως τιμωρία του καταναλωτή και, αφετέρου, να διακυβεύεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας που απορρέει από την ακύρωση της συμβάσεως. Ειδικότερα, όσον αφορά δανειακή σύμβαση, τοιαύτη ακύρωση θα είχε κατ’ αρχήν ως συνέπεια να καταστεί αμέσως απαιτητό το υπολειπόμενο οφειλόμενο ποσό του δανείου, σε έκταση η οποία ενδέχεται να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή και, ως εκ τούτου, θα είχε μάλλον ως αποτέλεσμα να βρεθεί αυτός σε δυσμενέστερη θέση και όχι ο δανειστής (πρβλ. απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Banca B., C‑269/19, EU:C:2020:954, σκέψεις 32 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
145 Μια τέτοια υποκατάσταση προϋποθέτει, ωστόσο, ότι η οικεία διάταξη είναι πράγματι ενδοτικού δικαίου και ότι έχει περιεχόμενο ισοδύναμο με εκείνο της ρήτρας που πρόκειται να υποκατασταθεί.
146 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να εκκινεί από την παραδοχή ότι οι προϋποθέσεις αυτές θα μπορούσαν να πληρούνται όσον αφορά τη δέκατη πέμπτη πρόσθετη διάταξη του νόμου 14/2013.
147 Όσον αφορά, πρώτον, τη φύση της διατάξεως αυτής, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν διάταξη του εθνικού δικαίου μπορεί να θεωρηθεί ενδοτικού χαρακτήρα υπό το πρίσμα του δικαίου αυτού (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Gómez del Moral Guasch, C‑125/18, EU:C:2020:138, σκέψεις 65 και 66). Προς τούτο, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει το ακριβές περιεχόμενο της δέκατης πέμπτης πρόσθετης διατάξεως του νόμου 14/2013.
148 Πάντως, η διάταξη αυτή φαίνεται να εισάγει ένα μεταβατικό καθεστώς κατόπιν της καταργήσεως, από 1ης Νοεμβρίου 2013, δύο IRPH ορίζοντας ότι, στις ρήτρες συμβάσεων ενυπόθηκων δανείων που προβλέπουν την προσαρμογή του επιτοκίου σε σχέση με καταργούμενο IRPH, η παραπομπή στον εν λόγω IRPH αντικαθίσταται, για το μέλλον, από παραπομπή σε άλλον IRPH, ο οποίος εξακολουθεί να υφίσταται, με ορισμένες προσαρμογές που απαιτούνταν για τη διασφάλιση της ισοδυναμίας.
149 Υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες θα πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται ότι ένας τέτοιος μεταβατικός κανόνας δεν ανταποκρίνεται στον γενικώς αποδεκτό ορισμό ενός ενδοτικού κανόνα, ο οποίος, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι συμβαλλόμενοι είτε δεν απέκλεισαν τον βασικό κανόνα τον οποίο προβλέπει ο εθνικός νομοθέτης για τις οικείες συμβάσεις είτε επέλεξαν ρητώς τη δυνατότητα εφαρμογής κανόνα θεσπισθέντος από τον εθνικό νομοθέτη προς τούτο (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Dziubak, C‑260/18, EU:C:2019:819, σκέψη 60).
150 Δεύτερον, όσον αφορά το περιεχόμενο της δέκατης πέμπτης πρόσθετης διατάξεως του νόμου 14/2013, η υποκατάσταση που προβλέπει η διάταξη αυτή δεν αφορά, προφανώς, τις προαναφερθείσες ρήτρες, αλλά μόνον ένα από τα στοιχεία των ρητρών αυτών, ήτοι τον δείκτη αναφοράς που αυτές προσδιορίζουν, ενώ, εν προκειμένω, εξετάζεται η υποκατάσταση ρήτρας.
151 Προσέτι, πρέπει να επισημανθεί ότι ένας τέτοιος μηχανισμός υποκαταστάσεως φαίνεται να προϋποθέτει την εγκυρότητα των οικείων ρητρών, ενδεχόμενο το οποίο οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην απόφαση περί παραπομπής δεν φαίνεται να αποκλείουν απολύτως εν προκειμένω, δεδομένου ότι από τις αναπτύξεις της παρούσας αποφάσεως σχετικά με την εξέταση των ερωτημάτων τα οποία αφορούν τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας όπως η επίμαχη προκύπτει ότι οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν κυρίως όχι τόσο την προσφυγή σε IRPH όσο την προσφυγή σε αυτόν χωρίς εφαρμογή αρνητικής διαφοράς, όπως αναφέρεται στο προοίμιο της εγκυκλίου 5/1994. Εντούτοις, από τη σκέψη 142 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, εν προκειμένω, το δέκατο ένατο και το εικοστό ερώτημα υποβάλλονται για την περίπτωση που ήθελε διαπιστωθεί η ακυρότητα μιας τέτοιας ρήτρας λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της.
152 Κατά τα λοιπά, στην περίπτωση που η κριθείσα ως καταχρηστική ρήτρα δεν μπορεί να αποκλεισθεί και να αντικατασταθεί από διάταξη ενδοτικού δικαίου, υπενθυμίζεται ότι, όταν ο εθνικός δικαστής διαπιστώνει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, δεν μπορεί ο ίδιος να συμπληρώσει την εν λόγω σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της ρήτρας. Πράγματι, εάν ο εθνικός δικαστής είχε την εξουσία να αναθεωρεί το περιεχόμενο των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται σε τέτοιες συμβάσεις, η ευχέρεια αυτή θα καθιστούσε ενδεχομένως δυσχερέστερη την επίτευξη του μακροπρόθεσμου σκοπού του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13. Η ευχέρεια αυτή θα συνέτεινε στην εκμηδένιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που ασκεί στους επαγγελματίες η πλήρης απαγόρευση εφαρμογής τέτοιων καταχρηστικών ρητρών έναντι των καταναλωτών, στο μέτρο που οι επαγγελματίες θα εξακολουθούσαν να υπόκεινται στον πειρασμό να χρησιμοποιούν τις ρήτρες αυτές, γνωρίζοντας ότι, ακόμη και αν αυτές κηρύσσονταν άκυρες, η σύμβαση θα μπορούσε παρά ταύτα να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο ώστε να εξασφαλισθεί το συμφέρον των επαγγελματιών αυτών (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, Banca B., C‑269/19, EU:C:2020:954, σκέψεις 30 και 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
153 Ωστόσο, η προσθήκη στον τρόπο υπολογισμού του επιτοκίου, όπως αυτός προβλέπεται σε ρήτρα όπως είναι η επίμαχη, ενός συμπληρωματικού στοιχείου για την άρση της συμβατικής ανισορροπίας η οποία συνετέλεσε στη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας αυτής θα ισοδυναμούσε με αναθεώρηση του περιεχομένου της.
154 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δέκατο ένατο και στο εικοστό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο δεν θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς τη ρήτρα που προβλέπει την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου σε συνάρτηση με την τιμή συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς, του οποίου διαπιστώθηκε ο καταχρηστικός χαρακτήρας, πλην όμως η ακύρωση της συμβάσεως αυτής στο σύνολό της θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, δεν απαγορεύουν στον εθνικό δικαστή να υποκαταστήσει την εν λόγω ρήτρα με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι η διάταξη ενδοτικού δικαίου έχει περιεχόμενο ισοδύναμο προς εκείνο της ρήτρας την οποία καλείται να υποκαταστήσει. Αντιθέτως, ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να αναθεωρήσει τη συγκεκριμένη ρήτρα προσθέτοντας σε αυτήν στοιχείο ικανό να άρει την ανισορροπία την οποία συνεπάγεται εις βάρος του καταναλωτή.
– Επί του εικοστού πρώτου ερωτήματος
155 Η εναγομένη της κύριας δίκης και η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στο εικοστό πρώτο ερώτημα, καθόσον αφορά την εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου.
156 Εντούτοις, με το ερώτημα αυτό δεν ζητείται από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τη διάταξη του εθνικού δικαίου την οποία αυτό αφορά, αλλά να αποφανθεί επί του συμβατού με την οδηγία 93/13 των συνεπειών οι οποίες, κατά το αιτούν δικαστήριο, απορρέουν από την ανωτέρω διάταξη, στην περίπτωση που αυτή έχει εφαρμογή.
157 Επομένως, πρέπει να απαντηθεί το εν λόγω ερώτημα.
158 Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, πρέπει να ληφθεί και αυτό υπόψη, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή προβλέπει τις συνέπειες της ακυρότητας συμβατικής ρήτρας.
159 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το εικοστό πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση που σύμβαση ενυπόθηκου δανείου δεν θα μπορούσε να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς ρήτρα της οποίας ο καταχρηστικός χαρακτήρας έχει διαπιστωθεί, αντιτίθενται στην εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου δυνάμει της οποίας ο επαγγελματίας δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή του συνόλου του ποσού του δανείου πλέον τόκων υπολογιζομένων με το νόμιμο επιτόκιο από την ημερομηνία κατά την οποία το ποσό αυτό τέθηκε στη διάθεση του καταναλωτή.
160 Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές «τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας». Εντούτοις, η διαμόρφωση από το εθνικό δίκαιο του πλαισίου για την προστασία την οποία εγγυάται στους καταναλωτές η οδηγία 93/13 δεν επιτρέπεται να τροποποιήσει την έκταση ούτε, επομένως, την ουσία της προστασίας αυτής ούτε και να υπονομεύσει την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εν λόγω προστασίας με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων για τις καταχρηστικές ρήτρες, σκοπό τον οποίο επιδίωξε ο νομοθέτης της Ένωσης, όπως επισημαίνεται στη δέκατη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας [απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
161 Όσον αφορά τις πρακτικές συνέπειες της ακυρότητας συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου λόγω της υπάρξεως καταχρηστικών ρητρών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης εθνικών κανόνων που διέπουν τις εν λόγω συνέπειες εξαρτάται από το ζήτημα αν οι κανόνες αυτοί, αφενός, καθιστούν δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν είχε συναφθεί η σύμβαση αυτή και, αφετέρου, δεν διακυβεύουν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που επιδιώκει η οδηγία 93/13 [απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 68].
162 Επομένως, οι αξιώσεις που ένας επαγγελματίας μπορεί να εγείρει έναντι καταναλωτή ευρισκόμενου σε μια τέτοια κατάσταση μπορούν να γίνουν δεκτές μόνον αν δεν διακυβεύουν τους σκοπούς που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.
163 Πλην όμως η παροχή σε πιστωτικό ίδρυμα του δικαιώματος να ζητήσει από τον καταναλωτή αποζημίωση επιπλέον της επιστροφής του κεφαλαίου που χορηγήθηκε προς εκτέλεση της συμβάσεως και, ενδεχομένως, της καταβολής τόκων υπερημερίας θα μπορούσε να διακυβεύσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που επιδιώκει η οδηγία 93/13 [απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 76].
164 Η δυνατότητα του επαγγελματία να εισπράξει τέτοιους τόκους υπερημερίας πρέπει να περιλαμβάνει τόκους από της οχλήσεως για την επιστροφή των ποσών που ελήφθησαν σε εκτέλεση της ακυρωθείσας συμβάσεως. Πράγματι, στην περίπτωση κατά την οποία ο επαγγελματίας θα μπορούσε να απαιτήσει τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία ο δανειολήπτης έλαβε το κεφαλαίο του δανείου σε εκτέλεση της ακυρωθείσας συμβάσεως, ο επαγγελματίας θα ήταν σε θέση να αξιώσει αμοιβή για τη χρήση του κεφαλαίου αυτού από τον καταναλωτή. Πλην όμως τοιαύτη δυνατότητα θα διακύβευε τόσο το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που έχει για τους επαγγελματίες η δυνατότητα ακυρώσεως των συμβάσεων οι οποίες περιέχουν καταχρηστική ρήτρα όσο και την αποτελεσματικότητα της προστασίας που παρέχει στους καταναλωτές η οδηγία 93/13, δεδομένου ότι οι καταναλωτές θα μπορούσαν να περιέλθουν σε κατάσταση στην οποία θα ήταν επωφελέστερο γι’ αυτούς να συνεχίσουν την εκτέλεση της συμβάσεως που περιέχει καταχρηστική ρήτρα αντί να ασκήσουν τα δικαιώματα που αντλούν από την ανωτέρω οδηγία [πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψεις 78, 79 και 84].
165 Πρέπει ακόμη να υπογραμμισθεί ότι μια τέτοια λύση είναι σύμφωνη με την αρχή nemo auditur propriam turpitudinem allegans (ουδείς δύναται να επικαλεσθεί προς ίδιον όφελος δική του παράνομη συμπεριφορά), καθόσον δεν μπορεί να επιτραπεί να αντλεί ένας συμβαλλόμενος οικονομικά οφέλη από την παράνομη συμπεριφορά του ούτε να αποζημιώνεται αυτός για τις δυσμενείς συνέπειες που προκάλεσε η εν λόγω συμπεριφορά [πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 81].
166 Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν το νόμιμο επιτόκιο που εφαρμόζεται σε περίπτωση υποχρεώσεως επιστροφής των ποσών που ελήφθησαν σε εκτέλεση ακυρωθείσας συμβάσεως δανείου υπερβαίνει το προβλεπόμενο στη σύμβαση αυτή, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.
167 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο εικοστό πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία σύμβαση ενυπόθηκου δανείου δεν θα μπορούσε να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τη ρήτρα της οποίας ο καταχρηστικός χαρακτήρας έχει διαπιστωθεί, αντιτίθενται στην εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου δυνάμει της οποίας ο επαγγελματίας δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή του συνολικού ποσού του δανείου πλέον τόκων υπολογιζομένων με το νόμιμο επιτόκιο από την ημερομηνία κατά την οποία το ποσό αυτό τέθηκε στη διάθεση του καταναλωτή.
– Επί του εικοστού δευτέρου ερωτήματος
168 Η εναγομένη της κύριας δίκης και η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν επίσης ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στο εικοστό δεύτερο ερώτημα, διότι αυτό αφορά την εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου.
169 Διαπιστώνεται ότι με το ερώτημα αυτό ζητείται κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν η συμπερίληψη σε σύμβαση, εκ μέρους επαγγελματία, καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και της οποίας η ακυρότητα συνεπάγεται την ακυρότητα της συμβάσεως συνιστά «ανήθικη αιτία», κατά την έννοια του άρθρου 1306, σημείο 2, του αστικού κώδικα.
170 Η εξέταση όμως του εν λόγω ερωτήματος προϋποθέτει την ερμηνεία της εννοίας αυτής του εθνικού δικαίου, ερμηνεία η οποία, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
171 Κατά συνέπεια, παρέλκει η απάντηση στο εικοστό δεύτερο ερώτημα.
Επί των δικαστικών εξόδων
172 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές,
έχουν την έννοια ότι:
η απαίτηση διαφάνειας που απορρέει από τις ανωτέρω διατάξεις τηρείται κατά τη σύναψη συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου όσον αφορά τη ρήτρα της συμβάσεως αυτής που προβλέπει την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου σε συνάρτηση με την τιμή ενός επίσημου δείκτη καθοριζομένου με διοικητική πράξη η οποία περιέχει τον ορισμό του, εκ του λόγου και μόνον ότι η πράξη αυτή καθώς και οι προγενέστερες τιμές του συγκεκριμένου δείκτη έχουν δημοσιευθεί στην επίσημη εφημερίδα του οικείου κράτους μέλους, χωρίς, επομένως, ο πιστωτικός φορέας να πρέπει ο ίδιος να ενημερώσει τον καταναλωτή σχετικά με τον ορισμό του εν λόγω δείκτη και την προηγούμενη εξέλιξή του, έστω και αν, λόγω του τρόπου υπολογισμού του, ο δείκτης αυτός δεν αντιστοιχεί σε ανταποδοτικό επιτόκιο, αλλά σε συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο (ΣΕΠΕ), εφόσον, λόγω της δημοσιεύσεώς τους, τα στοιχεία αυτά είναι αρκούντως προσβάσιμα από τον μέσο καταναλωτή χάρη στις ενδείξεις που δίδει προς τούτο ο επαγγελματίας. Ελλείψει τέτοιων ενδείξεων, εναπόκειται στον επαγγελματία να παράσχει απευθείας πλήρη ορισμό του συγκεκριμένου δείκτη καθώς και κάθε σχετικό πληροφοριακό στοιχείο, ιδίως όσον αφορά ενδεχόμενη προειδοποίηση εκ μέρους της αρχής που θέσπισε τον εν λόγω δείκτη όσον αφορά τις ιδιομορφίες του και τις εξ αυτών συνέπειες που μπορούν να θεωρηθούν σημαντικές για τον καταναλωτή, προκειμένου να εκτιμηθούν ορθώς οι οικονομικές συνέπειες εκ της συνάψεως της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου η οποία του προτείνεται. Εν πάση περιπτώσει, εναπόκειται στον επαγγελματία να παράσχει στον καταναλωτή το σύνολο των πληροφοριών των οποίων η παροχή επιβάλλεται από την εθνική νομοθεσία η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως.
2) Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13
έχει την έννοια ότι:
είναι κρίσιμο για την εκτίμηση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο η οποία προβλέπει την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου σε συνάρτηση με την τιμή επίσημου δείκτη το γεγονός ότι η ρήτρα αυτή παραπέμπει απλώς και μόνον στον εν λόγω δείκτη, ενώ από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη διοικητική πράξη με την οποία θεσπίσθηκε ο εν λόγω δείκτης προκύπτει ότι, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του τρόπου υπολογισμού του, θα ήταν αναγκαία η εφαρμογή αρνητικής διαφοράς προκειμένου να ευθυγραμμισθεί το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο (ΣΕΠΕ) της οικείας συναλλαγής με το ΣΕΠΕ της αγοράς, εφόσον ο επαγγελματίας δεν είχε ενημερώσει τον καταναλωτή για τα στοιχεία αυτά και εφόσον αυτά δεν ήσαν επαρκώς προσβάσιμα από τον μέσο καταναλωτή.
3) Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13
έχει την έννοια ότι:
σε περίπτωση προσφυγής, στο πλαίσιο ρήτρας προβλέπουσας την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, σε δείκτη αναφοράς καθοριζόμενο βάσει των συνολικών ετήσιων πραγματικών επιτοκίων (ΣΕΠΕ) που εφαρμόζονται στις συμβάσεις οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των διαδοχικών τιμών του δείκτη αυτού, το γεγονός ότι τα εν λόγω ΣΕΠΕ περιέχουν στοιχεία που απορρέουν από ρήτρες των οποίων ο καταχρηστικός χαρακτήρας διαπιστώνεται μεταγενέστερα δεν συνεπάγεται ότι η ρήτρα προσαρμογής του επιτοκίου της οικείας συμβάσεως πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική και, ως εκ τούτου, μη αντιτάξιμη στον καταναλωτή.
4) Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13
έχει την έννοια ότι:
δεν μπορεί να τεκμαίρεται η καλή πίστη του επαγγελματία σε περίπτωση προσφυγής, στο πλαίσιο ρήτρας προβλέπουσας την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, σε δείκτη αναφοράς εκ του λόγου και μόνον ότι πρόκειται για επίσημο δείκτη που καθορίζεται από διοικητική αρχή και χρησιμοποιείται από τους δημόσιους φορείς. Ο ενδεχομένως καταχρηστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας ρήτρας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της μη τηρήσεως της απαιτήσεως διαφάνειας και συγκρινομένου του τρόπου υπολογισμού του συμβατικού επιτοκίου που προβλέπει η ρήτρα αυτή και του προκύπτοντος πραγματικού επιτοκίου με τους συνήθως χρησιμοποιούμενους τρόπους υπολογισμού και, μεταξύ άλλων, τα επιτόκια που εφαρμόζονταν στην αγορά κατά την ημερομηνία συνάψεως της οικείας συμβάσεως δανείου για δάνειο ύψους και διάρκειας αντίστοιχων προς εκείνα της συμβάσεως αυτής.
5) Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13
έχει την έννοια ότι:
για να εκτιμηθεί ο ενδεχομένως καταχρηστικός χαρακτήρας ρήτρας συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο η οποία προβλέπει την περιοδική αναπροσαρμογή του επιτοκίου σε συνάρτηση με την τιμή ορισμένου δείκτη αναφοράς, θα πρέπει να συγκρίνεται ο τρόπος υπολογισμού του συμβατικού επιτοκίου που προβλέπει η ρήτρα αυτή και το προκύπτον πραγματικό συμβατικό επιτόκιο με τους συνήθως χρησιμοποιούμενους τρόπους υπολογισμού και, ιδίως, τα επιτόκια που εφαρμόζονταν στην αγορά κατά την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως αυτής για δάνειο ύψους και διάρκειας αντίστοιχων προς εκείνα της εν λόγω συμβάσεως. Άλλες πτυχές του τρόπου υπολογισμού του συμβατικού επιτοκίου ή του δείκτη αναφοράς ενδέχεται να είναι σημαντικές εάν είναι ικανές να δημιουργήσουν ανισορροπία εις βάρος του καταναλωτή.
6) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13
έχουν την έννοια ότι:
σε περίπτωση κατά την οποία σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο δεν θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς τη ρήτρα που προβλέπει την περιοδική προσαρμογή του επιτοκίου σε συνάρτηση με την τιμή συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς, του οποίου διαπιστώθηκε ο καταχρηστικός χαρακτήρας, πλην όμως η ακύρωση της συμβάσεως αυτής στο σύνολό της θα εξέθετε τον καταναλωτή σε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες, δεν απαγορεύουν στον εθνικό δικαστή να υποκαταστήσει την εν λόγω ρήτρα με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι η διάταξη ενδοτικού δικαίου έχει περιεχόμενο ισοδύναμο προς εκείνο της ρήτρας την οποία καλείται να υποκαταστήσει. Αντιθέτως, ο εθνικός δικαστής δεν μπορεί να αναθεωρήσει τη συγκεκριμένη ρήτρα προσθέτοντας σε αυτήν στοιχείο ικανό να άρει την ανισορροπία την οποία συνεπάγεται εις βάρος του καταναλωτή.
7) Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13
έχουν την έννοια ότι:
σε περίπτωση κατά την οποία σύμβαση ενυπόθηκου δανείου δεν θα μπορούσε να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τη ρήτρα της οποίας ο καταχρηστικός χαρακτήρας έχει διαπιστωθεί, αντιτίθενται στην εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου δυνάμει της οποίας ο επαγγελματίας δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή του συνολικού ποσού του δανείου πλέον τόκων υπολογιζομένων με το νόμιμο επιτόκιο από την ημερομηνία κατά την οποία το ποσό αυτό τέθηκε στη διάθεση του καταναλωτή.
(υπογραφές)