ΑΠΟΦΑΣΗ
Χ. κ.α. κατά Σλοβενίας της 19.12.2024 (προσφ. αρ. 27746/22 και 28291/22)
Βλ. Εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η υπόθεση αφορούσε τις αποφάσεις επιμέλειας και επικοινωνίας μετά τον χωρισμό της Χ από τον πατέρα των παιδιών της το 2018. Η αντιδικία μεταξύ πατέρα και μητέρας ήταν έντονη και στα περισσότερα δικαστήρια εκδικάστηκαν από συγκεκριμένη δικαστή.
Τα εθνικά δικαστήρια αρχικά έδωσαν την επιμέλεια των τριών παιδιών στην προσφεύγουσα μητέρα τους Χ, όμως στη συνέχεια χορηγήθηκε στον πατέρα τους Υ η προσωρινή τους επιμέλεια το 2019, όταν διαπιστώθηκε ότι η Χ προσπαθούσε να τα αποξενώσει από αυτόν. Ο υιός, 8 ετών, και οι δίδυμες αδελφές του, ηλικίας 6 ετών, αναγκάστηκαν με τη βία να απομακρυνθούν από την μητέρα τους με δικαστικό επιμελητή, μετά από επιχείρηση που διήρκεσε τέσσερις ώρες ενώπιον γειτόνων, αστυνομίας και κοινωνικών λειτουργών. Τα παιδιά σύρθηκαν σε ένα αυτοκίνητο όπου τα περίμενε ο πατέρας τους. Η υπόθεση προσέλκυσε σημαντική προσοχή από τα ΜΜΕ. Στη συνέχεια για μεγάλο χρονικό διάστημα έμεναν μέσω προσωρινών διαταγών με τον πατέρα τους, από το σπίτι του οποίου συχνά το «έσκαγαν» και τελικά στο τέλος του 2023 δόθηκαν στην μητέρα τους.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Πρόεδρος του περιφερειακού δικαστηρίου, ανέθετε τις επίδικες υποθέσεις σε συγκεκριμένη δικαστή, κατά παράβαση αντικειμενικών προκαθορισμένων κριτηρίων, έχοντας παρακάμψει το σαφές σκοπό του νόμου – δηλαδή, να διασφαλίσει την τυχαιότητα στην ανάθεση των υποθέσεων. Επίσης, έκρινε ότι δύο προσωρινές διαταγές και μια απόφαση που απαγόρευε την επικοινωνία των παιδιών με τη μητέρα τους δεν είχαν αιτιολογηθεί και ότι η μεταξύ τους απομάκρυνση δεν είχε υποστηριχθεί από σχετική και επαρκή αιτιολογία. Το Στρασβούργο έκρινε επίσης ότι η παράλειψη των εθνικών δικαστηρίων να διασφαλίσουν την ορθή εκπροσώπηση των συμφερόντων των παιδιών κατά τη διάρκεια των διαδικασιών επικοινωνίας και επιμέλειας ισοδυναμούσε, από μόνη της, με παραβίαση του δικαιώματος των παιδιών για σεβασμό της οικογενειακής τους ζωής.
Κατά το Δικαστήριο η απομάκρυνση των παιδιών με δικαστικό επιμελητή ήταν τραυματική γι’ αυτά και θα έπρεπε το εθνικό δικαστήριο να έχει καταφύγει σε λιγότερο αυστηρά – και πιο κατάλληλα – μέτρα. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η αιτιολογία για την προσωρινή διαταγή απομάκρυνσης ήταν ανεπαρκής και παραβίασε τα δικαιώματα των παιδιών σύμφωνα με το άρθρο 8.
Πλέον αυτού το ΕΔΔΑ διαπίστωσε επι πλέον παραβιάσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1), όσον αφορά το δικαίωμα της Χ να δικαστεί από δικαστήριο που νομίμως λειτουργεί (επειδή εκδικάστηκαν οι υποθέσεις από μία συγκεκριμένη δικαστή) και του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8) τόσο των προσφευγόντων παιδιών, για τις προσωρινές διαταγές απομάκρυνσης και μη επικοινωνίας με τη μητέρα τους καθώς και για την μη εκπροσώπησή τους στις διαδικασίες, όσο και της προσφεύγουσας Χ επειδή δεν της επετράπη η επικοινωνία με τα παιδιά της.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 7.000 ευρώ στη μητέρα και 20.000 ευρώ από κοινού στα τρία παιδιά για ηθική βλάβη και 9.500 για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1,
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η πρώτη προσφεύγουσα Χ, είναι Σλοβένα υπήκοος η οποία γεννήθηκε το 1976. Οι υπόλοιποι προσφεύγοντες είναι τα τρία της παιδιά. Κατέθεσε τις προσφυγές για λογαριασμό της και για λογαριασμό τους.
Η Χ και ο Υ, πρώην σύζυγοι, έχουν έναν γιο που γεννήθηκε το 2011 και δύο δίδυμες κόρες που γεννήθηκαν το 2014. Χώρισαν το 2018 και κατέθεσαν αίτηση διαζυγίου και επιμέλειας των παιδιών. Ο χωρισμός ήταν με αντιδικία και δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν σχετικά με την διευθέτηση της επιμέλειας ή της επικοινωνίας. Δύο κέντρα πρόνοιας και διάφοροι εμπειρογνώμονες συμμετείχαν στη διαδικασία.
Παρόλο που η Χ ήταν αυτή που κυρίως φρόντιζε τα παιδιά τους και της δόθηκε αρχικά η επιμέλεια των παιδιών, χορηγήθηκε στον Υ προσωρινή επιμέλεια των παιδιών το 2019, όταν διαπιστώθηκε ότι η Χ προσπαθούσε να αποξενώσει τα παιδιά από αυτόν. Ο υιός, ηλικίας οκτώ ετών, και οι δίδυμες αδελφές του, ηλικίας έξι ετών, στη συνέχεια αναγκάστηκαν με τη βία να απομακρυνθούν από την Χ τον Μάρτιο του 2020 με δικαστικό επιμελητή. Η επιχείρηση διήρκεσε τέσσερις ώρες και οι γείτονες, η αστυνομία και κοινωνικοί λειτουργοί ήταν μάρτυρες. Κατέληξε τα παιδιά να σύρονται σε ένα αυτοκίνητο όπου τα περίμενε ο πατέρας τους. Η υπόθεση προσέλκυσε σημαντική προσοχή από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Από τον Μάρτιο του 2020, η Χ δεν είχε καμία επικοινωνία με τα παιδιά της μετά την έκδοση προσωρινής διαταγής. Της αρνήθηκαν και πάλι την οποιαδήποτε επικοινωνία τον Αύγουστο του 2022 με άλλο προσωρινό μέτρο. Τα παιδιά προσπαθούσαν συνεχώς να το σκάσουν για να συναντήσουν τη μητέρα τους. Τελικά επανήλθαν στη μητέρα τους με δικαστική απόφαση στα τέλη του 2023.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της οικογενειακής διαδικασίας, τόσο η Χ όσο και ο Υ χρησιμοποίησαν πολλά ένδικα μέσα και κατέθεσαν επίσης πολλές αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και μηνύσεις: (i) ζητώντας την έκδοση προσωρινών διαταγών, (ii) αμφισβητώντας δικαστικές αποφάσεις ή αιτήσεις που κατέθεσε το άλλο μέρος, καθώς και τις γνωμοδοτήσεις των κέντρων πρόνοιας ή των εμπειρογνωμόνων και (iii) ζητώντας από τον άλλο γονέα να του επιβληθεί πρόστιμο για τη μη συμμόρφωσή του με τις δικαστικές αποφάσεις. Κατέθεσαν επίσης πολυάριθμες μηνύσεις, διατυπώνοντας κατηγορίες για απαγωγή παιδιών και παραμέλησή τους.
Οι διαδικασίες επιμέλειας και επικοινωνίας διεξήχθησαν κατά το μεγαλύτερο μέρος υπό την προεδρία της δικαστού Ρ., στην οποία η υπόθεση είχε ανατεθεί μετά την αποχώρηση του δικαστή που ήταν αρχικά επιφορτισμένος με την υπόθεση. Το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης του απουσιάζοντος δικαστή είχαν ανατεθεί στη δικαστή Ρ., με το σκεπτικό ότι αυτή ήταν η δικαστής με το μικρότερο αριθμό εκκρεμών υποθέσεων οικογενειακού δικαίου κατά την ημέρα της ανάθεσης, αντί να κατανεμηθούν στους δικαστές τυχαία, όπως ήταν ο κανόνας. Η Χ υπέβαλε διάφορα αιτήματα να εξαιρεθεί η δικαστής Ρ. από τη διαδικασία χωρίς επιτυχία.
Κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης από το ΕΔΔΑ δεν είχε ακόμη εκδοθεί οριστική απόφαση σχετικά με τη επιμέλεια και την επικοινωνία.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι στη Σλοβενία υπήρχαν κανόνες, μεταξύ άλλων στο Σύνταγμά της, που ρύθμιζαν τη μεταφορά υποθέσεων όταν οι δικαστές απουσίαζαν για παρατεταμένες περιόδους. Ωστόσο, όχι μόνο ο Πρόεδρος του περιφερειακού δικαστηρίου παρέλειψε να δημοσιεύσει εκ των προτέρων τα κριτήρια που είχε επιλέξει για την ανάθεση των εν λόγω υποθέσεων, αλλά υιοθετώντας τα κριτήρια αυτά είχε επίσης παρακάμψει τους κανόνες που διέπουν τον τρόπο ανάθεσης υποθέσεων χωρίς αιτιολογία. Αναθέτοντας υποθέσεις οικογενειακού δικαίου στη δικαστή με τον μικρότερο αριθμό ανεπίλυτων υποθέσεων αυτού του τύπου, ο Πρόεδρος είχε ουσιαστικά αναθέσει τις υποθέσεις αυτές σε συγκεκριμένη δικαστή, σε αντίθεση με αντικειμενικά προκαθορισμένα κριτήρια και παρακάμπτοντας τον σαφή σκοπό του νόμου, δηλαδή να διασφαλίσει την τυχαιότητα στην ανάθεση των υποθέσεων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποφάσεις, που εκδόθηκαν με προσωρινή διαταγή, είχαν παραβιάσει κατάφωρα την εθνική νομοθεσία και τη δικαστική τάξη, είχαν υπονομεύσει την εμπιστοσύνη της Χ στη διαδικασία ανάθεσης υποθέσεων και είχαν βλάψει την ουσία του δικαιώματος σε δικαστήριο που λειτουργεί νομίμως. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1.
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το να μπορούν τα παιδιά και οι γονείς να απολαμβάνουν χρόνο μαζί ήταν θεμελιώδες στοιχείο της οικογενειακής ζωής – ακόμη και όταν η σχέση μεταξύ των γονέων είχε πληγεί. Μόνο εξαιρετικές περιστάσεις θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη διακοπή των οικογενειακών δεσμών και θα πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διατήρηση των προσωπικών σχέσεων. Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, με πρωταρχικό το συμφέρον του παιδιού, η βλάβη που προκαλείται στα παιδιά από την αποξένωση των γονέων και παράλληλα τα συμφέροντα καθώς και τα δικαιώματα όλων των ενδιαφερομένων.
Κατά την εξέταση του κατά πόσον η απόφαση για την απομάκρυνση των παιδιών από τη μητέρα τους τον Μάρτιο του 2020 ήταν δικαιολογημένη, το Δικαστήριο σημείωσε την άποψη του Περιφερειακού Δικαστηρίου ότι η αντίσταση των παιδιών να περάσουν χρόνο με τον πατέρα τους ήταν αποτέλεσμα των προσπαθειών της μητέρας τους να τα αποξενώσει από αυτόν.
Ωστόσο, η προσωρινή διαταγή του Περιφερειακού Δικαστηρίου να απομακρυνθούν τα παιδιά από τη μητέρα τους με δικαστικό επιμελητή, δεν περιελάμβανε καμία αιτιολογία για το γιατί δεν είχαν εξεταστεί άλλες εναλλακτικές και λιγότερο περιοριστικές προσεγγίσεις. Επίσης, δεν φάνηκε να έχουν ληφθεί σοβαρά μέτρα για την προετοιμασία των παιδιών να περάσουν χρόνο στο σπίτι του πατέρα τους, αν και η αντίστασή τους να πάνε εκεί σαφώς αποτελούσε εξ αρχής ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο στις ρυθμίσεις επιμέλειας και επικοινωνίας.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι υπήρχαν και άλλες κυρώσεις, όπως τα πρόστιμα – ωστόσο δεν επιβλήθηκε στην Χ κανένα πρόστιμο. Δεν υπήρχε επίσης καμία ένδειξη ότι είχε λάβει προηγούμενη δικαστική απόφαση που να της δίνει οδηγίες για το πότε, πού και πώς να παραδώσει τα παιδιά στον Υ, ή ότι είχε ποτέ αρνηθεί να παρουσιάσει τα παιδιά στις αρχές. Την ημέρα της απομάκρυνσης, δεν είχε προσπαθήσει ενεργά να εμποδίσει τα παιδιά να ακολουθήσουν τον πατέρα τους. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι η απομάκρυνση ήταν τραυματική για τα παιδιά και τους είχε προκαλέσει σημαντική αγωνία. Η δικαστής Ρ. πρέπει να γνώριζε ότι τα παιδιά θα εναντιώνονταν στην απομάκρυνσή τους, ωστόσο διέταξε την απομάκρυνσή τους με δικαστικό επιμελητή, χωρίς να καταφύγει πρώτα σε λιγότερο αυστηρά – και πιο κατάλληλα – μέτρα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολογία για την προσωρινή διαταγή απομάκρυνσης ήταν ανεπαρκής και παραβίασε τα δικαιώματα των παιδιών σύμφωνα με το άρθρο 8.
Όσον αφορά την προσωρινή διαταγή του Μαρτίου 2020 για τη μη ύπαρξη επικοινωνίας μεταξύ της Χ και των παιδιών της, το Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε ότι αποσκοπούσε στη διασφάλιση των οικογενειακών δεσμών μεταξύ των παιδιών και του πατέρα τους.
Ωστόσο, δεν περιείχε καμία εκτίμηση ως προς τον αντίκτυπο που θα είχε στα παιδιά, παρόλο που ήταν πολύ κοντά στη μητέρα τους και είχαν συνηθίσει να είναι η κύρια φροντιστής τους. Επίσης, δεν συνοδευόταν από κάποιο σχέδιο για την παροχή συγκεκριμένης βοήθειας στην οικογένεια και ένα χρονοδιάγραμμα, εντός του οποίου η κατάσταση θα επανεξεταζόταν και το μέτρο ενδεχομένως θα αναπροσαρμόζονταν.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η προσωρινή διαταγή του Αυγούστου 2022 είχε βασιστεί σε πρόσφατη έκθεση πραγματογνώμονα η οποία, χωρίς να έχει ληφθεί κατάθεση από τα μέλη της οικογένειας, είχε συστήσει να μην επιτραπεί καμία επικοινωνία μεταξύ των παιδιών και της μητέρας τους, παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει 18 μήνες αφότου η οικογενειακή κατάσταση είχε αξιολογηθεί και ότι οι πραγματογνώμονες, στη γνωμοδότησή τους του Σεπτεμβρίου 2021, είχαν διαπιστώσει ότι η παρεμπόδιση της επικοινωνίας δεν θα ήταν προς το συμφέρον των παιδιών.
Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε αποδώσει ευθύνη στην Χ για το γεγονός ότι η οκτάχρονη τότε κόρη το είχε σκάσει από το σπίτι του πατέρα της τον Μάιο του 2022, αλλά δεν είχε διερευνήσει τα κίνητρα του παιδιού για την φυγή του. Ομοίως, όταν ο 11χρονος υιός τους είχε φύγει τον Ιανουάριο του 2023, το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε απορρίψει το αίτημα της Χ για τη λήψη προσωρινής διαταγής κατά του Υ για φερόμενη παραμελητική και βίαιη συμπεριφορά και χωρίς καν να ακούσει το παιδί είχε διαπιστώσει ότι η συμπεριφορά του πατέρα ήταν «πολύ ευεργετική για τα παιδιά». Στην πραγματικότητα, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε εξετάσει ποτέ τα παιδιά, ούτε καν το μεγαλύτερο από τα τρία, το οποίο είχε πάντα επιδείξει την αντίθεσή του στις αποφάσεις του δικαστηρίου, μεταξύ άλλων με το να το σκάει επανειλημμένα. Η κλιμάκωση της κατάστασης τελικά οδήγησε το κέντρο πρόνοιας να ζητήσει να παραδοθούν τα παιδιά στη μητέρα τους, διαπιστώνοντας ότι παραμελούνταν στο σπίτι του πατέρα τους και ότι το 11χρονο αγόρι ενδεχομένως κινδύνευε, λόγω πιθανότητας αυτοτραυματισμού. Τα επανειλημμένα αιτήματα του κέντρου πρόνοιας για αλλαγές στις ρυθμίσεις, τονίζοντας τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης, παρέμειναν αναπάντητα από το Περιφερειακό Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δύο προσωρινές διαταγές και η απαγόρευση επικοινωνίας που διατάχθηκε από τις απόφαση του Νοεμβρίου 2022 δεν βασίστηκαν σε ενδελεχή εξέταση ολόκληρης της οικογενειακής κατάστασης και δεν είχαν αιτιολογηθεί. Είχαν παραβιάσει το δικαίωμα των προσφευγόντων στο σεβασμό της οικογενειακής ζωής.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παράλειψη των εθνικών δικαστηρίων να εξασφαλίσουν την κατάλληλη εκπροσώπηση των συμφερόντων των παιδιών κατά τη διάρκεια των διαδικασιών επικοινωνίας και επιμέλειας ισοδυναμούσε, από μόνη της, με παραβίαση του δικαιώματος των παιδιών για σεβασμό της οικογενειακής τους ζωής.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Σλοβενία έπρεπε να καταβάλει στη μητέρα 7.000 ευρώ και στα παιδιά από κοινού 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.000 ευρώ σε όλους τους προσφεύγοντες από κοινού και επιπλέον 2.500 ευρώ στη μητέρα για έξοδα και δαπάνες.
Ξεχωριστή γνώμη
Ο δικαστής Σεργίδης εξέφρασε εν μέρει αντίθετη γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση, σύμφωνα με την οποία μετά τη διαπίστωση ότι δεν υπήρχε δικαστήριο που να λειτούργησε νομίμως, οι «υπόλοιπες καταγγελίες» βάσει του άρθρου 6 § 1 κατέστησαν άνευ αντικειμένου και στερήθηκαν αμέσως και αυτομάτως ex tunc. Επομένως, θα έπρεπε να απορριφθούν ως απαράδεκτες ratione materiae, δυνάμει του άρθρου 35 §§ 3 (α) και 4. Η συνέπεια αυτή δεν είναι κάτι που το Δικαστήριο θα μπορούσε να παραβλέψει ή να θεωρήσει περιττό να εξετάσει.