ΑΠΟΦΑΣΗ
Svrtan κατά Κροατίας της 03.12.2024 (προσφ. αρ. 57507/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
O δωδεκάχρονος υιός των προσφευγόντων σκοτώθηκε σε περιστατικό με πυροβολισμούς το 2003. Ο θύτης, S.Κ., είχε ιστορικό κατάχρησης αλκοόλ, βίαιης συμπεριφοράς και ήταν ύποπτος παράνομης κατοχής πυροβόλων όπλων.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές δεν είχαν προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για να διασφαλίσουν τη δημόσια ασφάλεια και, τελικά, τη ζωή του υιού των προσφευγόντων. Η αστυνομία είχε διεξαγάγει έρευνα στο σπίτι του S.Κ. αρκετές εβδομάδες πριν από το τραγικό περιστατικό. Είχαν, ωστόσο, ερευνήσει το σπίτι μόνο για μισή ώρα, χωρίς να βρουν και να κατασχέσουν το αυτόματο πυροβόλο όπλο που χρησιμοποιήθηκε στους εν λόγω πυροβολισμούς. Πράγματι, οι αρχές δεν είχαν ανακρίνει τον S.Κ., την οικογένειά του ή γείτονες, ούτε έλαβαν οποιαδήποτε άλλα μέτρα, παρά το γεγονός ότι η αστυνομία είχε διαταχθεί να διενεργήσει περαιτέρω έρευνες, έχοντας ενημερωθεί ότι ο S.Κ. κατείχε όπλα στην οικία του χωρίς άδεια.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, ομόφωνα, παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2) και επιδίκασε στους προσφεύγοντες 30.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι ένα ζευγάρι, ο Željko και η Biljana Svrtan, που γεννήθηκαν το 1967 και το 1968, αντίστοιχα. Είναι και οι δύο υπήκοοι Κροατίας.
Στις 12 Οκτωβρίου 2003 ο υιός τους περνούσε με το ποδήλατό του έξω από το σπίτι ενός άνδρα, του S.Κ., ο οποίος πυροβολούσε τον πρώην κουνιάδο του. Ο υιός των προσφευγόντων βρέθηκε στη γραμμή πυρών και πυροβολήθηκε στο κεφάλι. Απεβίωσε αργότερα στο νοσοκομείο. Ο κουνιάδος του S.Κ. σκοτώθηκε επί τόπου.
Αποδείχθηκε ότι τους μήνες πριν από το περιστατικό, πολλά άτομα ισχυρίστηκαν ότι ο S.Κ. είχε στην κατοχή του όπλα χωρίς άδεια, συμπεριλαμβανομένου ενός αυτόματου τουφεκιού. Οι αναφορές ανέφεραν ότι χρησιμοποιούσε τα όπλα για να πυροβολεί τυχαία στη γειτονιά, και ότι είχε γίνει επικίνδυνος από τότε που η γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει, απειλώντας την ίδια αλλά και άλλους συγγενείς. Ήταν επίσης γνωστός στην αστυνομία λόγω της χρήσης αλκοόλ και για αντικοινωνική συμπεριφορά.
Παρόμοιες αναφορές δόθηκαν από τους μάρτυρες που εξετάστηκαν στην προδικασία και στα αστικά δικαστήρια που εκδίκασαν την αγωγή αποζημίωσης που άσκησαν οι προσφεύγοντες.
Ο S.Κ. ομολόγησε την ενοχή του. Κατέθεσε ότι είχε περιέλθει στην κατοχή του αυτόματο τουφέκι κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κροατία και ότι η αστυνομία ερεύνησε βιαστικά το σπίτι του – την 1η Σεπτεμβρίου 2003 – πριν από το συμβάν, αλλά δεν είχε ανακαλύψει το τουφέκι που είχε κρυμμένο σε ένα τυλιγμένο χαλί.
Ο S.Κ. κρίθηκε ένοχος στις 16 Μαρτίου 2004 για σωρεία αδικημάτων και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια κάθειρξη.
Στην εκδίκαση της αγωγής για αποζημίωση, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι το Δημόσιο ήταν υπεύθυνο για το θάνατο του υιού τους επειδή η αστυνομία δεν είχε ερευνήσει εξονυχιστικά το σπίτι του S.Κ. ούτε είχε βρει το όπλο που χρησιμοποιήθηκε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή κατά του Δημοσίου τον Μάρτιο του 2014,. Ωστόσο, η πρωτόδικη απόφαση ανατράπηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο διαπίστωσε ότι η έρευνα ήταν ενδελεχής και νόμιμη. Η ασκηθείσα αναίρεση κατά της εν λόγω απόφασης και η συνταγματική προσφυγή απορρίφθηκαν.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το κανονιστικό πλαίσιο που ίσχυε τότε στην Κροατία ήταν ικανοποιητικό. Ειδικότερα, ο νόμος περί όπλων απαγόρευε στα άτομα να κατέχουν αυτόματα όπλα και η οπλοκατοχή αποτελούσε ποινικό αδίκημα. Επιπλέον, υπήρχε ένα σύστημα επαρκών και αποτελεσματικών διασφαλίσεων που έχουν σχεδιαστεί για την πρόληψη της κατάχρησης πυροβόλων όπλων.
Ωστόσο, οι αρχές δεν είχαν εφαρμόσει αυστηρά αυτό το σύστημα στην περίπτωση των προσφευγόντων, με αποτέλεσμα την συσσώρευση ελλείψεων.
Ειδικότερα, παρότι υπήρξαν σοβαρές καταγγελίες ότι ο S.Κ. είχε ασκήσει βία και πιθανώς κατείχε παρανόμως όπλα, οι αρχές δεν είχαν ενεργήσει έγκαιρα και αποφασιστικά με τη λήψη σειράς μέτρων που θα μπορούσαν να αποτρέψουν την τραγική εξέλιξη.
Καταρχήν, η έρευνα ήταν προβληματική. Κανένας από τους αστυνομικούς που είχαν συμμετάσχει στην έρευνα δεν σκέφτηκε να ξετυλίξει το χαλί στο οποίο, σύμφωνα με τον S.Κ., βρισκόταν κρυμμένο το αυτόματο όπλο. Ως εκ τούτου, ήταν δύσκολο να γίνει κατανοητό πώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έρευνα, η οποία διήρκεσε μόλις 30 λεπτά, ήταν ενδελεχής.
Ομοίως, ήταν δύσκολο για το Δικαστήριο να καταλάβει γιατί οι αρχές δεν είχαν καν σκεφτεί να ανακρίνουν τον S.Κ. για τις πολύ σοβαρές κατηγορίες εναντίον του, όπως μπορούσαν και έπρεπε να κάνουν σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο. Επίσης δεν εξετάστηκαν άλλοι μάρτυρες ή η πρώην σύζυγος ή μέλη της οικογένειας του S.Κ.
Κανένα δε από τα δικαστήρια δεν είχε εξετάσει το ευρύτερο ζήτημα της υπόθεσης, δηλαδή εάν οι αρχές είχαν λάβει επαρκή μέτρα για τον εντοπισμό και την πρόληψη της κατάχρησης όπλων χωρίς άδεια, με δυνητικά θανατηφόρες συνέπειες. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην πολιτική δίκη επικεντρώθηκε στην απόδειξη των προσφευγόντων ότι το όπλο ήταν κρυμμένο στο τυλιγμένο χαλί, θέτοντας ένα υπερβολικά υψηλό, αν όχι αδύνατο, βάρος απόδειξης, δεδομένου ότι δεν είχαν τρόπο συμμετοχής στην έρευνα.
Τέλος, το Δικαστήριο εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από το γεγονός ότι, λίγες μόλις ημέρες μετά την έρευνα, η τοπική αστυνομία είχε λάβει διαταγή να διενεργήσει περαιτέρω επιτόπιους ελέγχους βάσει καταγγελιών ότι ο S.Κ. είχε κρύψει όπλα χωρίς άδεια στη σοφίτα της οικίας του. Η τοπική αστυνομία είχε, ωστόσο, απαντήσει ότι είχε ήδη πραγματοποιηθεί έρευνα, δεν είχαν βρεθεί όμως όπλα και θεώρησαν ότι το θέμα έχει κλείσει.
Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, ήτοι το γενικό μεταπολεμικό πλαίσιο και το φαινόμενο της εκτεταμένης παράνομης κατοχής όπλων στην Κροατία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές δεν είχαν ενεργήσει κατάλληλα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, για τη διασφάλιση της δημόσιας ασφάλειας και, εν τέλει, της ζωής του υιού των προσφευγόντων και διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στους προσφεύγοντες 30.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 830 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.