ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Σύμφωνα με την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 10 παρ.14 του ν. 3156/2003 και 2 παρ.4 του ν. 4354/2015, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), όπως εν προκειμένω η εφεσίβλητη, έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Ολ.ΑΠ 1/2023, με αντίθετη μειοψηφία). Εξάλλου, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος κατ΄ άρθρο 281 ΑΚ, απαιτείται να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί το δικαίωμα, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, να εξέρχεται των υπό της ως άνω διάταξης διαγραφομένων ορίων. Μόνο δε το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 556/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Νικολάου Παϊπέτη.
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία ‘………’’ πρώην ‘……….., που εδρεύει στο ….. Αττικής (οδός ………..), με ΑΦΜ …… – ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ενεργούσα ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ‘………….., που εδρεύει στο …….. της Ιρλανδίας κι εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 18.4.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (που καταχωρίστηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αρ. πρωτ. …./19.4.2022), η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ΕΚΚΑΛΩΝ – ΑΝΑΚΟΠΤΩΝ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, την από 8.12.2022, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./2022 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ΄αρ. 1233/2023 οριστική απόφασή του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο εκκαλών – ανακόπτων με την κρινόμενη από 11.10.2023 έφεσή του κατά της καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, στο δικόγραφο της οποίας σώρευσε και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……./12.10.2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../13.10.2023, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 42.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην έφεση και τις έγγραφες προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύεται και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά της υπ΄αρ. 1233/20.4.2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 8.12.2022, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ανακοπή του ανακόπτοντος – ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.2, 517 εδ.α΄, 591 παρ.1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε ο εκκαλών επικαλείται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρ.19, 533 παρ.1,2) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ερήμην της εφεσίβλητης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την υπ’αρ. …./23.10.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………, που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω έφεσης, με την πράξη κατάθεσης, προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Ωστόσο, η τελευταία δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ.4 εδ.α΄ ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε, από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο για την άσκηση της έφεσης, όπως αναφέρεται στην ως άνω έκθεση κατάθεσής της στο Πρωτοδικείο Πειραιώς.
O ανακόπτων – ήδη εκκαλών, ζητούσε με την ως άνω από 8.12.2022, κατ΄ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ανακοπή του (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……./2022), την ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύσθηκε σε βάρος του από την καθ΄ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητη και συγκεκριμένα α) της από 5.10.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄αρ. ……../2009 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου και β) της υπ΄αρ. …../21.11.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….., δυνάμει της οποίας η καθ΄ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητη, με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ιδιότητά της, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ‘………’’ (ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ‘……….’’), επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση, προς ικανοποίηση της μεταβιβασθείσας απαίτησης πηγάζουσας από σύμβαση πίστωσης διά ανοιχτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού, επί της, περιγραφόμενης στην ανακοπή και παρακάτω, αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) κυριότητας του ανακόπτοντος, που βρίσκεται στον Πειραιά.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 1233/2023), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε παραδεκτή την ανακοπή, ακολούθως την απέρριψε συνολικά, κρίνοντας τον πρώτο λόγο της ως νομικά αβάσιμο και τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της ως ουσιαστικά αβάσιμο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτή.
Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο ανακόπτων – εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, στο δικόγραφο της οποίας, όπως προεκτέθηκε, σωρεύεται και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, για τους (δύο) λόγους που εκθέτει σ΄ αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 60 ν. 4842/2021, που, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ.6 περ.γ΄ του νόμου τούτου, εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, δηλαδή την 1.1.2022, στην κατάσχεση ακινήτων εξακολουθεί να μην παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας με την άσκηση της ανακοπής, παρά μόνο κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης, που εκδόθηκε επί της ανακοπής, όχι αυτοδικαίως, αλλά μετά από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο, που υποβάλλεται στο Δικαστήριο του ένδικου μέσου όχι αυτοτελώς, αλλά είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ΄ αυτού. Το Δικαστήριο του ένδικου μέσου δικάζει την αίτηση αυτή με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί η πρόοδος της αναγκαστικής εκτέλεσης αφού δοθεί εγγύηση. Η αναστολή ή η εγγυοδοσία παρέχεται στην περίπτωση αυτή μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί του ένδικου μέσου, κατ’ άρθρο 938 παρ.5 ΚΠολΔ, δεδομένου όμως ότι η αίτηση δεν υποβάλλεται κατά τα προαναφερθέντα αυτοτελώς, αλλά με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού, είναι βέβαιο ότι θα συνεκδικασθεί με το ένδικο μέσο και συνεπώς, θα εκδοθεί ενιαία απόφαση και επί της αίτησης αναστολής και επί του ένδικου μέσου. Ως εκ τούτου, πρακτικά η σημασία της υποβολής αίτησης αναστολής, κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου, έγκειται στο ότι παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ.3 ΚΠολΔ, η δυνατότητα να ζητηθεί σημείωμα (προσωρινή διαταγή) μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου (Χ. Απαλαγάκη, Σ. Σταματόπουλος, Ο Νέος ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους ν. 4842 και 4855/2021, τομ. Β, άρθρο 938, σελ.3029 και Π. Ρεντούλη, Ο ΚΠολΔ μετά τους ν. 4842/2021 και 4855/2021, Παρουσίαση των τροποποιήσεων και των θεωρητικών/πρακτικών προεκτάσεων τους, σελ.79).
Εν προκειμένω, η σωρευθείσα στο δικόγραφο της ένδικης έφεσης, αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας και δη της διενέργειας του δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού, του κατασχεθέντος με την προαναφερθείσα προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του ανακόπτοντος – ήδη εκκαλούντος, που είχε οριστεί στις 25.10.2023, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών … ……, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ΄ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ [όπως προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 60 ν. 4842/2021 που, εφαρμόζεται στην ένδικη περίπτωση, εφόσον πρόκειται για την από 5.10.2022 επιταγή προς εκτέλεση, επιδοθείσα στις 17.10.2022 ήτοι μετά την έναρξη ισχύος (1.1.2022) του εν λόγω νόμου], μαζί με το ένδικο μέσο της έφεσης, κατά της εκκαλουμένης απορριπτικής οριστικής απόφασης επί της από 8.12.2022 ανακοπής του εκκαλούντος κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του εκτέλεσης, όπως παραπάνω αναφέρθηκε. Σημειωτέον ότι, στο πλαίσιο της ως άνω σωρευθείσας στο δικόγραφο της έφεσης, αίτησης αναστολής, ο ανακόπτων ζήτησε με αίτημά του, που περιέχεται στο ίδιο δικόγραφο (της έφεσης), τη χορήγηση προσωρινής διαταγής. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό από την Πρόεδρο Υπηρεσίας – Εφέτη ………….., η οποία, με το από 19-10-2023 σημείωμά της, διέταξε την αναστολή της ένδικης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ΄ής εις βάρος του ανακόπτοντος δυνάμει των προσβαλλόμενων πράξεων, και δη της διενέργειας του ως άνω πλειστηριασμού, έως τη συζήτηση της παρούσας έφεσης και υπό τον όρο της συζήτησής της κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, την οποία όρισε η ίδια δικαστής. Δεδομένου δε ότι, έχει χορηγηθεί η ανωτέρω προσωρινή διαταγή, χωρίς αυτή να έχει ανακληθεί μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο για τη συζήτηση της ένδικης έφεσης, καθίσταται άνευ αντικειμένου, ελλείψει έννομου συμφέροντος, η εξέταση της σωρευμένης στο ίδιο δικόγραφο αίτησης αναστολής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της παρούσας έφεσης (βλ. και Μον.Εφ.Πειρ.353/2023 Ιστοσελ.Εφ.Πειρ.)
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3156/2003 “Ομολογιακά δάνεια, τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κ.λπ.”, για τους σκοπούς του νόμου αυτού, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” μόνο νομικό πρόσωπο – ανώνυμη εταιρεία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρεία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρεία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, “ομολογίες”, ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πώλησης) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρεία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολόγων εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β` 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β` 4944/09-11-2020 – απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 16), η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή” (παρ. 14). Εξάλλου, με τον ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λπ.”, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1β του ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρείες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1α του ως άνω ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ.1 του ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: ήτοι, αα) σε ανώνυμες εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρείες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27-6-2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ΄ της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρείες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ.1 περ.α΄, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α΄ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ.1 – 3 του ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 70 του ν. 4389/2016, προβλέπει ότι, στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (Εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ.1α του ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) (ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ.1β περιπτ. ββ και γγ του ν. 4354/2015) και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει, κατ` ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ` αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ` εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περιπτ. γ΄ του ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρείας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιρειών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ως άνω νόμου 4354/2015, οι Εταιρείες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ` αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση τον νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ.4 του ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ του ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του ν. 3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με τον ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λ.χ. συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κ.λπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχόμενων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ.4 του ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ` αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του ν. 3156/2003 από εκείνες του ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι` αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1δ΄ του ν. 4354/2015, ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι “παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με τον ν. 4354/2015). Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση τον ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ.4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ.1 εδ.α΄ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ` αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ. Συνεπώς, με βάση τον ως άνω νόμο, που προηγήθηκε του ν. 3156/2003, το Ελληνικό Δημόσιο ως διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων έχει την αποκλειστική εξουσία να ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος όλες τις αναγκαίες ενέργειες και διαδικασίες για την είσπραξη των εκχωρημένων ή μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ενώ ο εκδοχέας των απαιτήσεων στερείται νομιμοποίησης. Η υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης σ` αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του ν. 4354/2015, λόγω του ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης στους δύο νόμους, καθώς ο ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση τον ν. 4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη διαφορετική άποψη. Επίσης, το επιχείρημα υπέρ της ίδιας ως άνω άποψης, λόγω του ότι ο ν. 4354/2015 θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των καταναλωτών την προηγούμενη πρόσκληση του συνεργάσιμου δανειολήπτη και του εγγυητή για να διακανονίσουν τις οφειλές τους (άρθρο 3 παρ.2 του ν. 4354/2015), ενώ ο ν. 3156/2003 δεν περιλαμβάνει τέτοια πρόβλεψη, είναι ατελέσφορο, διότι η τήρηση αυτής της προϋπόθεσης δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις, αφού εξαιρούνται από την προϋπόθεση αυτή απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων (άρθρο 3 παρ.2 εδ.β΄ του ν. 4354/2015). [Ολ.ΑΠ 1/2023 (με αντίθετη μειοψηφία) ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ}.
Με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης, ο ανακόπτων – εκκαλών παραπονείται ότι, κατ΄ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως νομικά αβάσιμο τον ισχυρισμό που είχε προβάλει με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ότι δηλαδή η καθ΄ης η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητη, δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικά, ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, να διενεργήσει τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης ενεργώντας για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ‘……….’’. Ειδικότερα, ο ανακόπτων – εκκαλών υποστηρίζει ότι, εφόσον η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε, υπέρ της αρχικής δανείστριας τράπεζας ‘………’’, η υπ΄αρ. ………./2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, η οποία αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο για την επισπευδόμενη σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση, φέρεται να μεταβιβάσθηκε στην παραπάνω αλλοδαπή εταιρεία, λόγω τιτλοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, δυνάμει της από 17.7.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, και, αντίστοιχα, η ανάθεση της διαχείρισής της στην καθ΄ής, δυνάμει της από 18.4.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διέπεται από τις διατάξεις του ίδιου ως άνω νομοθετήματος. Ως εκ τούτου, όπως ισχυρίζεται ο ανακόπτοντων, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4354/2015, με τις οποίες προβλέπεται η δυνατότητα των εταιρειών διαχείρισης να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό του δικαιούχου της απαίτησης και η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησή τους.
Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός του ανακόπτοντος και συνεπώς και ο ως άνω λόγος της έφεσής του, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, όπως κρίθηκε με την υπ’αρ.1/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κρίση η οποία είναι δεσμευτική, ως προς την ερμηνεία των εφαρμοζομένων διατάξεων, κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 10 παρ.14 του ν. 3156/2003 και 2 παρ.4 του ν. 4354/2015, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), όπως η εφεσίβλητη, έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων. Επομένως, η εφεσίβλητη, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ‘……………….’’, νομιμοποιείται, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων της, μεταξύ των οποίων και της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η προσβαλλομένη αναγκαστική εκτέλεση, έχει δε τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξη αυτής διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου και συνεπώς, νομιμοποιείται να διενεργήσει την επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση στο δικό της όνομα για την ικανοποίηση της χρηματικής αξίωσης της ως άνω δικαιούχου και σε διεξαγωγή της παρούσας δίκης περί την εκτέλεση, παρά τα όσα αβάσιμα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο ανακόπτων. Οι δε επικαλούμενες από αυτόν προς υποστήριξη του ισχυρισμού του δικαστικές αποφάσεις, είναι όλες προγενέστερες της ανωτέρω αναφερθείσας υπ΄αρ.1/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου, που έλυσε το ζήτημα αυτό με τον προαναφερόμενο τρόπο.
Περαιτέρω, από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο ανακόπτων – εκκαλών, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:
Δυνάμει της υπ΄αρ. …./2009 διαταγής πληρωµής του Δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Σύρου, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της από 15.11.2009 αίτησης της ανώνυµης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυµία ‘……………’’, ο ανακόπτων διατάχθηκε να καταβάλει στην ως άνω τράπεζα το ποσό των 372.517,50 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από 16.6.2009 µέχρι την εξόφληση, µε το συµβατικό επιτόκιο υπερηµερίας και µε ανατοκισµό των τόκων ανά εξάµηνο, για απαίτηση πηγάζουσα από την υπ΄αρ. ……/30.10.1998 σύµβαση πίστωσης µε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασµό και τις πρόσθετες πράξεις της, καθώς και το ποσό των 9.300 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Ακολούθως, όπως προεκτέθηκε, δυνάµει της από 17.7.2020 σύµβασης πώλησης και µεταβίβασης επιχειρηµατικών απαιτήσεων, η οποία δηµοσιεύθηκε µε αρ. πρωτ. …./17.7.2020 στον τόµ. … µε αρ. …. του βιβλίου του ν. 2844/2000 που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, η ανωτέρω δανείστρια τράπεζα µεταβίβασε λόγω τιτλοποίησης, σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν. 3156/2003, απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις προς την εδρεύουσα στο ………. Ιρλανδίας εταιρεία ειδικού σκοπού µε την επωνυµία ‘’…….. ………… Μεταξύ των απαιτήσεων που µεταβιβάσθηκαν στην αλλοδαπή αυτή εταιρεία περιλαµβάνεται και εκείνη από την παραπάνω αναφερόµενη σύµβαση πίστωσης, για την οποία εκδόθηκε υπέρ της αρχικής δανείστριας τράπεζας η προαναφερόµενη υπ’ αρ. ………/2009 διαταγή πληρωµής, γεγονός που δεν αµφισβητείται από τον ανακόπτοντα. Με την από 17.7.2020 σύµβαση διαχείρισης επιχειρηµατικών απαιτήσεων, η διάρκεια ισχύος της οποίας επεκτάθηκε σταδιακά έως τις 17.5.2022, δυνάμει των από 3.2.2021, 17.3.2021, 17.5.2021, 14.7.2021, 15.10.2021, 15.12.2021 και 17.2.2021 πρόσθετων πράξεών της, που δηµοσιεύθηκαν αντίστοιχα µε αρ. πρωτ. ../17.7.2020, …/4.2.2021, …/24.3.2021, …/20.5.2021, …./15.7.2021, …/18.10.2021, …/17.12.2021 και …/21.2.2021 στο προαναφερθέν βιβλίο του ν. 2844/2000, η ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ανέθεσε αρχικά τη διαχείριση των απαιτήσεων, οι οποίες της µεταβιβάσθηκαν, στην εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις µε την επωνυµία ‘……………’’. Στη συνέχεια, µε την από 18.4.2022 πρόσθετη πράξη, η οποία δηµοσιεύθηκε µε αρ.πρωτ. …/19.4.2022 στον τόµ…. µε αρ. …. του ίδιου βιβλίου, περιορίσθηκαν οι επιχειρηµατικές απαιτήσεις που διαχειριζόταν η παραπάνω διαχειρίστρια εταιρεία. ‘Ηδη δε, µε την από 18.4.2022 σύµβαση διαχείρισης επιχειρηµατικών απαιτήσεων, η οποία δηµοσιεύθηκε µε αριθ. πρωτ. …./19.4.2022 στον τόµ. 14 µε αρ. 54 του ανωτέρω βιβλίου, η διαχείριση απαιτήσεων που µεταβιβάσθηκαν στην αλλοδαπή εταιρεία (µεταξύ των οποίων και εκείνες από την παραπάνω αναφερόµενη σύµβαση πίστωσης) ανατέθηκε στην καθ΄ης η ανακοπή – εφεσίβλητη εταιρεία µε την επωνυµία ‘……………’’, γεγονός που επίσης δεν αµφισβητείται ειδικά από τον ανακόπτοντα. Με την ιδιότητά της αυτή, η καθ΄ής η ανακοπή επέδωσε στις 17.10.2022 στον ανακόπτοντα την προσβαλλόµενη από 5.10.2022 επιταγή προς πληρωµή, συνταχθείσα κάτω από αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αρ. ………/2009 διαταγής πληρωµής. Με την εν λόγω επιταγή προς πληρωμή, με την οποία συγκοινοποιήθηκαν, κατά το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, τα νοµιµοποιητικά έγγραφα της ειδικής διαδοχής, η καθ΄ής η ανακοπή επιτάσσει τον ανακόπτοντα να της καταβάλει: α) το ποσό των 372.517,50 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, β) το ποσό των 9.300 ευρώ για δικαστικά έξοδα, γ) το ποσό των 50 ευρώ για αµοιβή σύνταξης της επιταγής, και δ) το ποσό των 50 ευρώ για δαπάνη επίδοσης της επιταγής και συνολικά το ποσό των 381.917,50 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από 16.6.2009, ως προς το επιµέρους ποσό των 372.517,50 ευρώ, µε το νόµιµο επιτόκιο υπερηµερίας και µε εξαµηνιαίο ανατοκισµό των τόκων, και από την εποµένη της επίδοσης της επιταγής, ως προς το υπόλοιπο ποσό των 9.400 ευρώ. Στη συνέχεια, δυνάµει της συµπροσβαλλόµενης υπ΄αρ. …./21.11.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιµελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, µε έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………., η καθ΄ής επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση για το ποσό των 50.000 ευρώ, που αποτελεί µέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου, µε ρητή επιφύλαξη για την είσπραξη του υπόλοιπου επιτασσόµενου ποσού, επί της µε ΚΑΕΚ ……… οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαµερίσµατος, πλήρους κυριότητας του ανακόπτοντος, που βρίσκεται στον τρίτο πάνω από το ισόγειο όροφο (υπό στοιχ.Γ1) πολυκατοικίας επί της οδού ………….. στον Πειραιά και έχει εμβαδό 98,70 τ.μ. Ο αναγκαστικός ηλεκτρονικός πλειστηριασµός του κατασχεθέντος ακινήτου είχε ορισθεί για να διενεργηθεί ενώπιον της συµβολαιογράφου Αθηνών . ……….. στις 28.6.2023, ημερομηνία κατά την οποία ανεστάλη ένεκα των εθνικών εκλογών του Ιουνίου του 2023, μετά δε από δήλωση συνέχισής του, στην οποία προέβη η καθ΄ής, ορίστηκε εκ νέου η διενέργειά του για τις 25.10.2023, οπότε ανεστάλη, δυνάμει της προαναφερθείσας προσωρινής διαταγής, μέχρι τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης, κατά την οποία διατηρήθηκε από τη Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου έως την έκδοση της παρούσας απόφασης.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, σύμφωνα με τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαίτερα επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επίσης, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διάταξης διαγραφομένων ορίων. Η δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην μικρότερο του για την παραγραφή του δικαιώματος από τον νόμο προβλεπόμενου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολ. ΑΠ 7/2002, Ολ.ΑΠ 8/2001, ΑΠ 151/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο δε το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ` άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 311/2020, ΑΠ 333/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τον συνδυασμό, εξάλλου, των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί, και η μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η πρόδηλη αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 Α.Κ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 1519/2017, ΑΠ 1077/2015, Μον.Εφ.Αθ.1637/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ο ανακόπτων παραπονείται ότι κακώς απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο προβληθείς με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της ανακοπής του, ισχυρισμός του – ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης, κατ΄ άρθρο 281 ΑΚ, εκ μέρους της καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, του δικαιώματός της να προβεί στις ανακοπτόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο ανακόπτων – εκκαλών, ενώ, από το καλοκαίρι του 2022, οι διάδικοι βρίσκονταν σε διαπραγµατεύσεις προκειµένου να ρυθµισθεί η οφειλή του, εκκρεμούσε δε η αποστολή προς αυτόν του τελικού δοσολογίου της ρύθµισης από την καθ΄ής, εντούτοις η τελευταία προέβη καταχρηστικά στη διενέργεια των προσβαλλόµενων πράξεων εκτέλεσης, παρότι αυτή του είχε δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση ότι θα ρυθµισθεί η οφειλή του και ότι δεν θα προβεί σε τέτοιες πράξεις. Προς επίρρωση των ως άνω ισχυρισμών του, ο ανακόπτων επικαλείται και προσκομίζει, όπως και πρωτοδίκως, τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mails) που εστάλησαν μεταξύ αυτού και της αντιδίκου του, κατά το χρονικό διάστημα από 27.6.2022 έως 23.11.2022. Με βάση τα μηνύματα αυτά, προκύπτει ότι, στις 27.6.2022 υπήρξε τηλεφωνική επικοινωνία του ανακόπτοντος µε τον υπάλληλο της καθ΄ής, ……….., σε συνέχεια της οποίας ο τελευταίος απέστειλε την ίδια ηµέρα προς τον ανακόπτοντα ηλεκτρονικό µήνυµα όπου αναφέρονταν τα εξής: ‘’Σε συνέχεια της σηµερινής τηλεφωνικής µας επικοινωνίας, σας αποστέλλω τα στοιχεία επικοινωνίας µου και αναµένουµε την πρότασή σας για ρύθµιση των δανειακών σας οφειλών. Οίκοθεν νοείται ότι ουδεµία νοµική ενέργεια δεν δύναται να διακοπεί µέχρις ότου επιτευχθεί συµφωνία ρύθµισης των οφειλών, η οποία θα έχει αποτυπωθεί και υπογραφεί σε συµβατικά έγγραφα. Παρακαλώ επιβεβαιώστε µας για την λήψη του παρόντος’’. Ακολούθως, στις 20.7.2022, απεστάλη νέο ηλεκτρονικό μήνυμα από τη λογίστρια του ανακόπτοντος, …………., µε το οποίο αυτή ρωτούσε τον παραπάνω υπάλληλο της καθ΄ής αν υπάρχει κάποια εξέλιξη, χωρίς να προκύπτει ότι έλαβε κάποια απάντηση. Δεν αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι, έκτοτε και µέχρι τις 17.10.2022, ηµεροµηνία επίδοσης της συµπροσβαλλόµενης επιταγής προς πληρωµή στον ανακόπτοντα, ο ανακόπτων υπέβαλε πρόταση προς την καθ΄ής για την ρύθµιση της οφειλής του ή ότι προχώρησαν οι συζητήσεις µεταξύ τους, µε σκοπό την επίτευξη τέτοιας συµφωνίας ρύθμισης. Στη συνέχεια, στις 14.11.2022 η ανωτέρω λογίστρια του ανακόπτοντος έστειλε ηλεκτρονικό µήνυµα προς τον υπάλληλο της καθ’ής µε το εξής περιεχόµενο: ‘’Αναµένω το δοσολόγιο της Εθνικής από το τµήµα της ….., όπου την διαχείριση την έχει η ….. Θα θέλατε να ενηµερώσει, έτσι ώστε να δούµε πως θα δροµολογήσουµε ρύθµιση’’. Η ίδια, στις 15.11.2022, έστειλε το εξής µήνυµα: ‘’Έκανα online αίτηµα για τα δοσολόγια από την …… Αναµένω να τα αποστείλουν, έτσι ώστε να µπορέσουµε να προχωρήσουµε’’ και τέλος, στις 23.11.2022, έστειλε το παρακάτω µήνυµα: ‘’Ενώ έχουµε κάνει αίτηµα για τα δοσολόγια, έτσι ώστε να προχωρήσουµε επιτέλους, ο πελάτης µου σήµερα έλαβε κατασχετήρια, θεωρώ ότι κάτι γίνεται λάθος και µπαίνουµε σε διαδικασία εξόδων. Εµείς περιµένουµε τα δοσολόγια, παρόλα αυτά θεωρώ ότι θα έπρεπε να προχωρήσουµε ή στο αίτηµά µας ή στην αντιπρότασή σας’’. Από το περιεχόµενο των παραπάνω ηλεκτρονικών µηνυµάτων, όπως ορθά επισημάνθηκε και στην εκκαλουμένη, δεν προέκυψε ότι η καθ΄ής, διά των υπαλλήλων της, δηµιούργησε στον ανακόπτοντα την εύλογη πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησης µε τις προσβαλλόµενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς δεν αποδεικνύεται ότι, κατά το χρονικό διάστηµα από τις 27.6.2022, ηµεροµηνία κατά την οποία έλαβε χώρα για πρώτη φορά επικοινωνία µεταξύ των µερών, µέχρι την επιβολή της κατάσχεσης στις 21.11.2022, ο ανακόπτων ανταποκρίθηκε στο αίτηµα της καθ΄ής για την υποβολή σχετικής πρότασης προς ρύθµιση της οφειλής του, την οποία η τελευταία επεξεργαζόταν, ούτε ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστηµα προχώρησε η διαδικασία αυτή (της ρύθμισης μεταξύ των μερών). Εξάλλου, η καθ΄ής είχε ρητά ενημερώσει τον ανακόπτοντα, στο ως άνω πρώτο αναφερθέν μήνυμά της προς αυτόν, ότι ‘’ουδεµία νοµική ενέργεια δεν δύναται να διακοπεί µέχρις ότου επιτευχθεί συµφωνία ρύθµισης των οφειλών’’. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά της καθ΄ής να προβεί στη διενέργεια των επίδικων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και η καλή συναλλακτική πίστη. Το γεγονός δε ότι, η άσκηση του ως άνω δικαιώµατος εκ μέρους της καθ΄ής, δύναται να επιφέρει βλάβη, έστω και µεγάλη, στον ανακόπτοντα, δεν αρκεί από µόνο του για να στοιχειοθετήσει, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, αυτή καταχρηστική, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη. Τα επικαλούμενα, εξάλλου, από τον ανακόπτοντα με την έφεσή του, τα οποία προσκομίζει για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που εστάλησαν μεταξύ του ίδιου και της καθ΄ής η ανακοπή – εφεσίβλητης, μετά τη συζήτηση της επίδικης ανακοπής μέχρι και σήμερα, δεν ασκούν επιρροή στην απόδειξη του ισχυρισμού του περί καταχρηστικής άσκησης εκ μέρους της καθ΄ής του δικαιώματός της να προβεί στις προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του, διότι, τα εν λόγω μηνύματα, έλαβαν χώρα μετά την επίδοση των παραπάνω πράξεων στον ανακόπτοντα από την καθ΄ής. Πέραν τούτου, ακόμη και σε αυτά τα μηνύματα η καθ΄ής, όχι μόνο δεν δημιουργεί στον ανακόπτοντα, την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα συνεχίσει την επιδίωξη των νομίμων δικαιωμάτων της, αλλά τον ενημερώνει και πάλι για το αντίθετο. Ειδικότερα, στο μήνυμα (e-mail) της 13ης.10.2023, η καθ΄ής, διά της εκπροσώπου της ……….. (corporate & SME Relationship Manager), απαντά στον ανακόπτοντα: ‘’Αναφορικά με την υποβληθείσα από 27.6.2023 πρότασή σας περί οριστικής διευθέτησης της οφειλής της ατομικής σας επιχείρησης και μετά την πρόσφατα (10.10.2023) ολοκληρωθείσα αποστολή των οικονομικών σας στοιχείων, σας ενημερώνουμε ότι: Ο προτεινόμενος από εσάς τρόπος μερικής αποπληρωμής σε βάθος 10ετίας υπολείπεται σημαντικά τόσο της συνολικής οφειλής σας, όσο και της διασφαλιστικής αξίας των ενυπόθηκων ακινήτων. Επιπλέον από την, κατ΄αρχήν, αξιολόγηση των οικονομικών σας στοιχείων, δεν προκύπτει ότι έχει τη δυνατότητα αποπληρωμής, ακόμη και του προτεινόμενου μέρους της οφειλής σας. Δεδομένων των ανωτέρω η υποβληθείσα πρότασή σας δεν έγινε αποδεκτή’’. Καταλήγει δε η καθ΄ής στο ως άνω μήνυμά της προς τον ανακόπτοντα ότι: ‘’Ευνόητο είναι ότι ουδεμία ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης αναστέλλεται καθώς επίσης και ότι η ανταλλαγή επιστολών/email, δεν αποτελεί στοιχείο στο οποίο μπορεί να στηριχθεί οποιαδήποτε έννοια δέσμευσης από πλευράς μας για ρύθμιση/διευθέτηση της οφειλής σας’’. Περαιτέρω, το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, η καθ΄ής η ανακοπή, μετά την αναστολή της διενέργειας του επίμαχου πλειστηριασμού, λόγω των εθνικών εκλογών, κατά την αρχικά ορισθείσα ημερομηνία της 28.6.2023, προέβη σε δήλωση συνέχισης αυτού για τις 25.10.2023 (δυνάμει της υπ΄αρ….. πράξης δήλωσης-εντολής συνέχισης πλειστηριασμού της αναφερθείσας και παραπάνω συμβολαιογράφου Αθηνών ………), δεν κατατείνει στην ενίσχυση της βασιμότητας του ισχυρισμού του περί καταχρηστικότητας της συμπεριφοράς της καθ΄ής η ανακοπή, όπως επίσης υποστηρίζει επίσης με την έφεσή του, αλλά αντιθέτως καταδεικνύει, αφενός μεν, ότι ούτε κατά το διάστημα αυτό προέβη σε κάποια καταβολή έναντι της οφειλής του, αφετέρου δε, ότι η καθ΄ής ουδέποτε του είχε δημιουργήσει την εύλογη εντύπωση ότι δεν θα ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά της προς ικανοποίηση της απαίτησής της. Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ο ως άνω λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την ανακοπή, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ΄ουσία, καθώς και η σωρευθείσα στο δικόγραφό της αίτηση αναστολής εκτέλεσης κατά τα προεκτεθέντα και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του παραβόλου, που κατέθεσε ο εκκαλών, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ. Δεν θα οριστεί δε παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 παρ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ, κατά της απόφασης αυτής δεν προβλέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Τέλος, δεν θα περιληφθεί στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, διάταξη περί επιβολής των δικαστικών εξόδων, εις βάρος του ηττηθέντος και στην εκκλητή δίκη ανακόπτοντος – εκκαλούντος και υπέρ της εφεσίβλητης, καθώς αυτή δεν παραστάθηκε κατά τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, οπότε δεν υποβλήθηκε σε έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, ερήμην της εφεσίβλητης, την έφεση κατά της 1233/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) και την σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο με αυτή (έφεση) αίτηση αναστολής εκτέλεσης.
Απορρίπτει την αίτηση αναστολής εκτέλεσης.
Δέχεται τυπικά την έφεση και
Απορρίπτει αυτή στην ουσία.
Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης, παράβολο (e-παράβολο με αρ. ………../2023, ποσού 100 ευρώ).
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις18 Νοεμβρίου 2024, απόντων των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ