Αριθμός απόφασης 557/2024
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο, που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα, που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα εκείνου που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προς εκείνες των άρθρ. 18 και 21 του ν. ΔΞΗ’ /1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν.δ. της 22/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, συνάγεται ότι προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων (ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου), στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ’ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έπρεπε η τριακονταετής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη του νομέα, νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11.9.1915.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 557 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, με ΑΦΜ ………, που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Σπυριδούλα Φωτοπούλου.
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κούτση (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Η ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ – ΕΝΑΓΟΥΣΑ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εναγόμενου – εκκαλούντος, την από 25.8.2010, με αριθμό κατάθεσης …./3.9.2010 αγωγή. Το παραπάνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε επί της αγωγής αυτής αρχικά την υπ΄αρ. 4783/2013 εν μέρει οριστική απόφασή του και κατόπιν την υπ΄αρ. 1508/2021 οριστική απόφασή του με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει το εναγόμενο με την κρινόμενη από 6.7.2023 έφεσή του κατά της ενάγουσας – εφεσίβλητης, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …../11.7.2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./12.7.2023, προσδιορίστηκε δε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 4.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της έφεσης από το πινάκιο, η δικαστική πληρεξούσια του εκκαλούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην έφεση και τις προτάσεις του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ως άνω υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 1508/20.7.2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση των διατάξεών της με τον ν. 4335/23.7.2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές, οι οποίες ασκήθηκαν πριν την 1.1.2016, όπως εν προκειμένω (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευση της τελευταίας έως την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, το εκκαλούν Ελληνικό δημόσιο δεν υποχρεούται στην κατάθεση του προβλεπόμενου, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλου (άρθρο 19 παρ. 1 του καν. δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου»).
Κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο, που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα, που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα εκείνου που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν. 20,12 Πανδ.(5.8) ν. 27 Πανδ. (18.1), 10,15 παρ.3,17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 και 5 παρ.1 Πανδ. (41.10), 109 Πανδ. (50.16) και 2παρ.7 και 1 Πανδ. (51.4), ως “καλή πίστη” θεωρούνταν η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προς εκείνες των άρθρ. 18 και 21 του ν. ΔΞΗ’/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν.δ. της 22/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, συνάγεται ότι προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων (ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου), στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ’ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έπρεπε η τριακονταετής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη του νομέα, νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11.9.1915 (Ολ.ΑΠ 75/1987, ΑΠ 1133/2020, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 1443/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μον.Εφ.Πειρ. 340/2024, Μον.Εφ.Πειρ. 626/2023, Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 Ιστοσελ.Εφ.Πειρ.). Εφόσον δε, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα, που αποκτήθηκε με αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 “περί δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ` αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνο η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 7/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π.). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημόσιου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του” και πολύ περισσότερο η εκδιδόμενη με βάση το άρθρο 191 του ν.δ. 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέα (Ολ.ΑΠ 21/2005, ΑΠ 279/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις, που ακολούθησαν της Συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6./1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6./9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του ν. της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι, όμως, και όσα, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί). Σημειωτέον ότι, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος, στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6./9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25-5-1827 έως 31-3-1833) και, ειδικότερα, κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία εφ’ όλης της γης, που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους -Οθωμανούς και Έλληνες- την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1./3-2-1830 Πρωτόκολλο “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και με την προαναφερόμενη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 73/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 826/2018, Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 ό.π.). Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του β.δ. της 3/1.12.1833, 1 και 3 του β.δ της 17/29.11.1836, συνάγεται ότι για τις εδαφικές εκτάσεις, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος των εν λόγω β.δ., είχαν το χαρακτήρα λιβαδίου ή δάσους και για τις οποίες δεν είχαν αναγνωριστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα τρίτων, υπάρχει υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο μπορούσε να ανατραπεί μόνον εφόσον αποδεικνυόταν 30ετής καλόπιστη νομή του τρίτου έως τις 11.9.1915 (ΑΠ 826/2018 ό.π.).
Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 369, 1192, 1194 και 1198 ΑΚ, συνάγεται ότι, αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, επίσης, ότι, μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση, είναι, ο μεταβιβάσας να ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ` άρθρο 1051 ΑΚ. Ακόμη, από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από το δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στην φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (στις 23.2.1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής, σ` αυτήν την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο (ΑΠ 1125/2018, ΑΠ 96/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2065/2009 ΝοΒ 2010.1991, AΠ 1879/2008, Εφ.Πειρ. 584/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η αγωγή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού δημοσίου (ως εναγόμενου). Στη σχετική δίκη ο ιδιώτης έχει υποχρέωση, για το ορισμένο της αγωγής του, να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος (π.χ. αγορά, εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1125/2018 ό.π., Εφ.Πειρ. 584/2015 ό.π.). Όμως, ο ιδιώτης δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11.9.1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του Ν.Δ 22.4/16-5-1926 και 4 του Ν.Δ 1539/1938), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 1125/2018 ό.π., ΑΠ 1535/2003, ΑΠ 325/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Σύμφωνα, τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998, όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο διάστημα « … σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής µπορεί να ζητηθεί, µε αγωγή ενώπιον του αρµόδιου καθ’ ύλη και κατά τόπο Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώµατος που προσβάλλεται µε την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή µερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννοµο συµφέρον µέσα σε αποκλειστική προθεσµία οκτώ (8) ετών, εκτός εάν πρόκειται για το Ελληνικό Δηµόσιο και για µόνιµους κατοίκους εξωτερικού ή εργαζόµενους µόνιµα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της πενταετούς αυτής προθεσµίας, για τους οποίους η προθεσµία άσκησης της αγωγής είναι δέκα (10) έτη (…) Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόµενου ως δικαιούχου του δικαιώµατος, στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων.
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη εξέθετε στην ως άνω αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις της και κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι είναι κυρία του ακινήτου (αγροτεμαχίου) που βρίσκεται στη θέση …. στη . …. ή … της περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, έκτασης, κατά τον τίτλο κτήσης του 280 τ.μ. και 275 τ.μ. κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου, στο οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ …………., όπως περαιτέρω αυτό περιγράφεται κατά θέση, όρια και αξία στην αγωγή. Ότι, την κυριότητα του ακινήτου αυτού απέκτησε με παράγωγο τρόπο, δυνάμει του υπ΄αρ. …/22.2.1974 συμβολαίου αγοράς του Συμβολαιογράφου Πειραιά . …., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας από τη δικαιοπάροχό της …………….. Ότι, επικουρικά, την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου απέκτησε δυνάμει τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας, κατόπιν προσµέτρησης του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της, οι οποίοι, όπως αναλυτικά εκθέτει, διακατείχαν αυτό ως τµήµα μείζονος ακινήτου και ασκούσαν επ’ αυτού τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο πράξεις νομής, οι οποίες προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισµό του (καλλιέργεια, βόσκηση ζώων κ.α.), με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τόσο η ίδια όσο και προηγουµένως, διά της εκτιθέμενης σειράς, διαδοχικώς οι κατονοµαζόµενοι δικαιοπάροχοί της προ του έτους 1850 και έκτοτε συνεχώς και αδιαλείπτως έως την άσκηση της ένδικης αγωγής. Ότι, κατά τη διαδικασία της κτηµατογράφησης της περιοχής το ακίνητο αυτό καταχωρήθηκε εσφαλµένα στο οικείο Κτηµατολογικό Γραφείο Αµπελακίων νήσου Σαλαµίνος υπό τον προαναφερθέντα ΚΑΕΚ ως ιδιοκτησία του εναγοµένου Ελληνικού Δηµοσίου. Βάσει των ανωτέρω και επικαλουµένη έννοµο συµφέρον, η ενάγουσα ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία του επιδίκου και να διορθωθεί ως ανακριβής η ως άνω πρώτη κτηµατολογική εγγραφή.
Το ανωτέρω Δικαστήριο εξέδωσε επί της αγωγής αυτής, δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, αρχικά την υπ΄αρ. 4783/2013 εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, καθώς τηρήθηκε η απαιτούμενη από τον νόμο προδικασία και εμπροθέσμως ασκηθείσα, ακολούθως απέρριψε: α) ως αόριστη την κύρια βάση της αγωγής περί παράγωγου κτήσης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου, διότι δεν ανέφερε ποιος ήταν ο απώτατος πρόγονος και δικαιοπάροχός της που βρισκόταν εν ζωή κατά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους και εάν αυτός κατείχε κάποιο τίτλο, έστω και άκυρο, βάσει του οποίου αναγνωρίσθηκε κύριος του ένδικου ακινήτου από το Οθωµανικό Δηµόσιο και στη συνέχεια από το Ελληνικό Δηµόσιο ή από την Κοινότητα Αµπελακίων Σαλαµίνας και β) ως νομικά αβάσιμη την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής περί κτήσης της κυριότητας του ακινήτου δυνάμει τακτικής χρησικτησίας έναντι του Ελληνικού Δηµοσίου, διότι ο εν λόγω τρόπος κτήσης έχει αποκλεισθεί από το προϊσχύσαν του ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Στη συνέχεια, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής περί κτήσης κυριότητας του ίδιου ακινήτου δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειµένου: 1) να προσκοµισθεί, µε επιµέλεια της ενάγουσας, σχετικό έγγραφο από την αρµόδια προς τούτο υπηρεσία, από το οποίο να προέκυπτε εάν στην ….. Σαλαµίνας υφίσταται οικισµός οριοθετηµένος ο πληθυσμός του οποίου σύµφωνα µε την τελευταία (προ της έναρξης εφαρµογής του Ν. 3127/2003) απογραφή δεν υπερβαίνει του 2.000 κατοίκους και 2) να διενεργηθεί πραγµατογνωµοσύνη, σχετικά µε το: α) εάν, σε περίπτωση που υφίσταται τέτοιος οικισμός, το επίδικο ακίνητο βρίσκεται τοποθετηµένο εντός αυτού, β) εάν το εν λόγω ακίνητο εµπίπτει εντός του ΑΒΚ …. ή του ΑΒΚ … δηµόσιου κτήµατος και γ) εάν το επίδικο ακίνητο εµπίπτει στη χωρική αρµοδιότητα της τέως Κοινότητας … ή της τέως Κοινότητας ….. Μετά τη διενέργεια της ανωτέρω διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης από τον αγρονόµο – τοπογράφο µηχανικό ΕΜΠ ………, κατόπιν αντικατάστασης του αρχικά διορισθέντα πραγματογνώμονα, κατατέθηκε στο πρωτοβάθµιο Δικαστήριο, η υπ΄αρ. κατάθ. …../6.3.2020 έκθεση πραγµατογνωµοσύνης του ως άνω πραγματογνώμονα, εκδόθηκε δε η υπ΄αρ. 1508/2021 οριστική απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), η οποία έκανε δεκτή την αγωγή κατά το μέρος που είχε κριθεί νόμιμη, ήτοι ως προς τη δεύτερη επικουρική της βάση, και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι η ενάγουσα είναι αποκλειστική κυρία (σε ποσοστό 100%) του επίδικου ακινήτου µε ΚΑΕΚ …………….., δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, διέταξε δε επίσης τη διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα κτηµατολογικά βιβλία του Κτηµατολογικού Γραφείου Σαλαµίνας ως προς το ανωτέρω ακίνητο, ώστε να αναγραφεί η ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία αυτού με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία ενώ, τέλος, επέβαλε, εις βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δηµοσίου, τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, μειωμένη κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη).
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης καθώς και της συμπροσβαλλόμενης με αυτήν προαναφερθείσας μη οριστικής απόφασης, κατά το σκέλος της που έκρινε ορισμένη και νομικά βάσιμη τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, παραπονείται το εναγόμενο – εκκαλούν με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί, στο σύνολό της, η αγωγή της αντιδίκου του και να καταδικαστεί η τελευταία στη δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η κρινόμενη αγωγή, ως προς την επικουρική της βάση περί κτήσης κυριότητας εκ μέρους της ενάγουσας δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, είναι ορισμένη, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τον νόμο για τη θεμελίωσή της στοιχεία, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγόμενου – εκκαλούντος, που επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, ο οποίος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην ενάγουσα, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, όχι ως μέρος ευρύτερης έκτασης, αλλά αυτοτελώς ως διακριτό ακίνητο και όπως αυτό περιγράφεται κατά θέση, είδος, έκταση, όρια και όμορους ιδιοκτήτες, χωρίς να ενδιαφέρει αν σε παρελθόντα χρόνο στην απώτερη δικαιοπάροχο της ενάγουσας αυτό είχε περιέλθει ως τμήμα μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης και επομένως δεν απαιτείται η λεπτομερής περιγραφή του επιδίκου εντός της μείζονος έκτασης, όπως υποστηρίζει το εναγόμενο – εκκαλούν (βλ. και Μον.Εφ.Πειρ. 669/2023 Ιστοσελ. Εφ.Πειρ.). Εκτός αυτού, αναφέρεται στην αγωγή το ΚΑΕΚ (Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου), που έχει λάβει το επίδικο ακίνητο κατά την κτηματογράφησή του, που είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998), έτσι ώστε να μην υφίσταται ουδεμία αμφιβολία για την ταυτότητά του (ΑΠ 462/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αναφέρονται στην αγωγή, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, συγκεκριμένες πράξεις νομής, τις οποίες ασκούσαν οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας επί του επιδίκου (καλλιέργειας γεωργικών προϊόντων και πιο συγκεκριμένα αμπελιών και βοσκής ζώων, καταμέτρηση κ.α.). Ως προς την κληρονομική διαδοχή του απώτερου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, προκύπτει από το αγωγικό δικόγραφο ότι οι κληρονόμοι αναμείχθηκαν στην κληρονομία με πρόθεση κληρονόμου, ασκώντας τις αναφερόμενες στο δικόγραφο υλικές πράξεις νομής, οι οποίες κατά τα ανωτέρω προσδιορίζονται, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί από το Δικαστήριο η σιωπηρή δήλωσή τους για την υπεισέλευσή τους στην κληρονομία, χωρίς να χρειάζονται περαιτέρω διευκρινίσεις ότι αυτοί ήταν ενήλικες και όχι ανήλικοι κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου (βλ. και ΑΠ 615/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αντίθετα με τους ισχυρισμούς του εναγόμενου που επαναλαμβάνει στον ως άνω λόγο της έφεσης. Περαιτέρω, στην κτήση με κληρονομική διαδοχή δεν απαιτείται να αναγράφεται στην αγωγή ο τόμος και αριθμός μεταγραφής της πράξης αποδοχής κληρονομίας από τους κληρονόμους (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ’, ημίτομος Α’, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 2007, σελ. 614, άρθρο 1094). Πέραν τούτου, η μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας, αλλά και ο τρόπος κληρονομικής διαδοχής (εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης) σχετίζεται με τον παράγωγο κτήσης κυριότητας, ως προς τον οποίο η αγωγή κρίθηκε αόριστη με την εκκαλουμένη, και όχι με την κριθείσα ως ορισμένη και νομικά βάσιμη επικουρική αγωγική βάση περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Το γεγονός δε ότι δεν προσδιορίζεται το έτος θανάτου του …………… δεν καθιστά αόριστη την αγωγή, δεδομένου ότι, βάσει αυτής, ο εν λόγω δικαιοπάροχος των εναγόντων νεμόταν την παραπάνω έκταση πριν από το 1850, έλκοντας σχετικά δικαιώματα νομής ήδη από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους. Όσον αφορά, τέλος, το επικαλούμενο στοιχείο της καλής πίστης κατά την άσκηση νομής από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας – εφεσίβλητης στο επίδικο ακίνητο, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία με βάση το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν χρειαζόταν να εξειδικεύεται στο αγωγικό δικόγραφο σε τι συνίσταται αυτή και να παρατίθενται στοιχεία κατ’ εκτίμηση των οποίων να μπορεί να ελεγχθεί η συνδρομή της ενδιάθετης αυτής κατάστασης, παρότι η ενάγουσα, κατά τα ανωτέρω, εκθέτει στην αγωγή της τέτοια στοιχεία και δη την ιστορία της περιοχής ….. ήδη πριν από την Επανάσταση του 1821 και ότι, από τότε ακόμη, οι κάτοικοι του χωριού Αμπελακίων εκμεταλλεύονταν την εν λόγω έκταση (για γεωργική καλλιέργεια και βοσκή ζώων), γνωρίζοντάς την ως ιδιωτική, προκειμένου να στηρίξει την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων της (βλ. και Μον.ΕφΠειρ. 437/2019 Ιστοσελ. Εφ.Πειρ.).
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προαναφερθείσα (υπ΄αρ. 4783/2013) εν μέρει μη οριστική απόφαση πρακτικά αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και της υπ΄αρ. …../6.3.2020 έκθεσης πραγµατογνωµοσύνης του προαναφερθέντος αγρονόµου – τοπογράφου µηχανικού ΕΜΠ ………., μετά των συνοδευόμενων αυτήν τοπογραφικών διαγραμμάτων, αλλά και επί των πορισμάτων αυτής συνταχθείσας, με επιμέλεια του εναγόμενου, από 28.8.2020 τεχνικής έκθεσης της τοπογράφου – μηχανικού ………… και τέλος της υπ΄αρ. ……./2013 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ………, την οποία προσκομίζει η ενάγουσα – εφεσίβλητη και ελήφθη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……../4.4.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………… [σημειωτέον δε ότι, εκ παραδρομής αναφέρεται στην ως άνω ένορκη βεβαίωση ως ημερομηνία λήψης αυτής η 11η.3.2013 αντί της ορθής 11.4.2013, η οποία (ορθή) σαφώς συνάγεται τόσο από την τελευταία σελίδα σφράγισης του ακριβούς αντιγράφου της, αλλά και την ημερομηνία της ως άνω κλήσης, καθώς επίσης από το γεγονός ότι η αναγραφόμενη εσφαλμένα ημερομηνία (11.3.2013) δεν ήταν ημέρα Πέμπτη, που αναφέρεται στη βεβαίωση ότι αυτή ελήφθη, αλλά ημέρα Δευτέρα, ενώ αντίθετα η ορθή ημερομηνία (11.4.2013) αντιστοιχεί σε ημέρα Πέμπτη], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Το επίδικο ακίνητο κατά την αγωγή, είναι ένα αγροτεμάχιο που βρίσκεται στη θέση … στη …… ή ……. της περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, έκτασης, κατά τον τίτλο κτήσης του 280 τ.μ. και 275 τ.μ. κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου, στο οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ …………. Το ακίνητο αυτό εμφαίνεται επίσης στον αριθμό τέσσερα (4) του Ρ Οικοδομικού Τετραγώνου στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού …….., αντίγραφo του οποίου είναι προσαρτημένο στο υπ΄αρ. …./1961 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιά . …., σύμφωνα με το οποίο συνορεύει: Βόρεια με πλευρά μήκους είκοσι (20,00) μέτρων με το υπ΄αρ. δύο (2) αγροτεμάχιο του ιδίου τετραγώνου και σχεδιαγράμματος (με ΚΑΕΚ …….), Ανατολικά με ιδιωτική οδό με πλευρά μήκους, δεκατεσσάρων (14,00) μέτρων (με ΚΑΕΚ …………), Νότια με πλευρά μήκους είκοσι (20,00) μέτρων με το υπ΄αρ. έξι (6) αγροτεμάχιο του ίδιου τετραγώνου και σχεδιαγράμματος (με ΚΑΕΚ 0………) και Δυτικά με πλευρά μήκους δεκατεσσάρων (14,00) μέτρων, με το υπ΄αρ. τρία (3) αγροτεμάχιο του ιδίου τετραγώνου και σχεδιαγράμματος (με ΚΑΕΚ ………). Όπως αναφέρεται δε στην προαναφερθείσα με αριθμό ………../6.3.2020 έκθεση πραγµατογνωµοσύνης του αγρονόµου – τοπογράφου µηχανικού ΕΜΠ ……., το εν λόγω ακίνητο εμπίπτει στη χωρική αρμοδιότητα της τέως Κοινότητας Αμπελακίων. Η νομή δε αυτού, είχε περιέλθει στην ενάγουσα, δυνάμει του υπ΄αρ. …/22.2.1974 συμβολαίου αγοράς του ως άνω Συμβολαιογράφου Πειραιά … …., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τόμ…. με α.α. …), από τη δικαιοπάροχό της …….., η οποία είχε αποκτήσει τη νομή του εν λόγω ακινήτου, ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης 95.987 τ.µ., από αγορά, δυνάµει του υπ΄αρ. συμβολαίου …/1961 συµβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε επίσης νόμιμα στα βιβλία µεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαµίνας (τόμ. …. με α.α. …). Η …… ακολούθως, προέβη σε κατάτµηση της έκτασης και πώληση αγροτεµαχίων, ένα εκ των οποίων είναι και το επίδικο. Οι δικαιοπάροχοι της …… ήταν διάδοχοι λόγω κληρονοµικής διαδοχής, του απώτερου δικαιοπαρόχου τους ……….., που απεβίωσε το έτος 1932, χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονοµήθηκε από τη σύζυγό του …….. και τα δέκα τέκνα του: …………, οι οποίοι αναµίχθηκαν στην κληρονοµία ασκώντας τις υλικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση του ακινήτου, όπως επίβλεψη, καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων στο καλλιεργήσιμο τμήμα αυτού και βόσκηση ζώων στο υπόλοιπο, µε καλή πίστη και την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωµα τρίτου. Στην κυριότητα του ……… ανήκε µεγαλύτερη έκταση, 111.987 τ.µ., από την οποία αυτός µεταβίβασε τµήµα 16.000 τ.µ. λόγω πώλησης στον ………, το έτος 1925, οπότε απέµεινε το ακίνητο των 95.987 τ.µ., το οποίο οι διάδοχοί του πώλησαν κατά τα προαναφερθέντα, το έτος 1961, στην ως άνω ……… Ο …….. είχε αποκτήσει τη νομή στο παραπάνω ακίνητο (των 111.987 τ.µ.) κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου από κληρονοµία του αποβιώσαντος το έτος 1899 πατρός του Αναστασίου και κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου από αγορά από τους κληρονόμους του ………., … και ………., δυνάµει του υπ΄αρ. …/1908 συµβολαίου του συµβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαµίνος ……., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία µεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαµίνας (τόµ…. με α.α….). Όσο ζούσε δε ο ……… και µέχρι τον θάνατό του το έτος 1932, το νεµόταν µε διάνοια κυρίου, καλλιεργώντας (αμπέλια) το πεδινό τµήµα του και ασκώντας κτηνοτροφία στο υπόλοιπο. Ιδίως δε η επίδικη έκταση χρησιμοποιείτο ως βοσκότοπος. Το έτος 1937 απεβίωσε και η σύζυγος του ………., …………, η οποία κληρονοµήθηκε εξ αδιαθέτου από τα ως άνω τέκνα της, που αναµίχθηκαν στην κληρονοµία ασκώντας τις προαναφερθείσες πράξεις νοµής, τις οποίες ασκούσε κι ο δικαιοπάροχός τους, που προσιδίαζαν στη φύση του, µε καλή πίστη και µε την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωµα τρίτου. Το έτος 1951 απεβίωσε ο εκ των ανωτέρω συγκυρίων …….. και κληρονοµήθηκε εξ αδιαθέτου από τη συζύγό του … και τα πέντε τέκνα του ……….., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονοµία δυνάμει της υπ΄αρ. ……../1961 δήλωσης αποδοχής του Συµβολαιογράφου Αθηνών ……… Το έτος 1952, απεβίωσε ο εκ των ανωτέρω συγκυρίων …….. και κληρονοµήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του ……… και τα έξι τέκνα του ………., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1954 και κληρονοµήθηκε εξ αδιαθέτου από τη µητέρα του ……. και τα ανωτέρω πέντε αδέλφια του, οι οποίοι αποδέχθηκαν τις ανωτέρω κληρονοµίες, κατά το ποσοστό εκάστου, δυνάμει της υπ΄αρ. ………../1961 δήλωσης αποδοχής του ως άνω Συμβολαιογράφου. Το έτος 1958, απεβίωσε ο εκ των ως άνω συγκυρίων ………. και κληρονοµήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του ….. και τα επτά εν ζωή αδέλφια του ………., τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ……., και τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ……….., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονοµία. Το έτος 1960, απεβίωσε η εκ των συγκυρίων ………., η οποία κληρονοµήθηκε εξ αδιαθέτου από το σύζυγό της …… και τα πέντε τέκνα της ………., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονοµία, δυνάμει της υπ΄αρ. ……./1961 δήλωσης αποδοχής του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου. Όλοι οι ανωτέρω, δυνάµει του προαναφερθέντος υπ΄αρ. ……../1961 συµβολαίου, πώλησαν και µεταβίβασαν στην ……….. το ανωτέρω ακίνητο (95.987 τ.µ.), µέρος του οποίου αποτελεί και το επίδικο. Περαιτέρω αποδείχθηκε, το επίδικο ακίνητο ως τµήµα του προαναφερθέντος µεγαλύτερου ακινήτου των 111.987 τµ, είχε περιέλθει στους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, ήτοι ………ο και …………., κατά τα προεκτεθέντα, οι οποίοι το καλλιεργούσαν, ως προς ορισµένα τµήµατά του και κυρίως το χρησιµοποιούσαν ως βοσκότοπο, πριν από το 1845, οπότε ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της Επιτροπής επί των διαφιλονικουµένων δασών στη Σαλαµίνα. Η Επιτροπή αυτή, µε την 305/24.1.1845 απόφασή της, αναγνώρισε τα δάση ως ιδιωτικά, εκτός από εκείνα που ανήκαν στην διαλελυµένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, καθώς και εκείνων που είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία δηµοσίων κτηµάτων και στα οποία δεν ανήκε το ανωτέρω ακίνητο των 111.987 τ.µ. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός, ότι το έτος 1963, δηµιουργήθηκε αµφισβήτηση για το δικαίωµα της απώτερης δικαιοπαρόχου του ενάγοντος ….. ., για το ακίνητο των 95.987 τ.µ., από την Κοινότητα Σεληνίων, η οποία άσκησε την από 5.8.1963 αγωγή εναντίον της, ζητώντας να αναγνωρισθεί κυρία ενός τµήµατος 15 στρεµµάτων και 600 µέτρων και να της αποδοθεί αυτό. Ωστόσο, η αγωγή αυτή ουδέποτε συζητήθηκε. Ακολούθως, η Κοινότητα Αµπελακίων άσκησε κατά της ……….. την από 30.12.1964 αγωγή της, ζητώντας να αναγνωρισθεί κυρία έκτασης 90 στρεµµάτων, ισχυριζόµενη ότι η εναγόμενη την είχε παρανόµως ιδιοποιηθεί. Τελικώς, η δίκη καταργήθηκε µε συµβιβασµό µεταξύ των διαδίκων, ο οποίος εγκρίθηκε µε την υπ΄αρ. 31/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συµβουλίου και την υπ΄αρ. 17802/1969 απόφαση της Νοµαρχίας Πειραιώς, η δε ………. κατέβαλε στην Κοινότητα, στο πλαίσιο του συμβιβασμού αυτού, το ποσό των 200.000 δραχμών. Εποµένως, ήδη από το έτος 1845, όπως προαναφέρθηκε, οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας είχαν τη νομή του ακινήτου των 111.987 τ.μ. και ακολούθως των 95.987 τ.μ., μέρος του οποίου αποτελεί και το επίδικο, χωρίς ποτέ να την απωλέσουν. Κατά δε την κρίσιμη ημερομηνία (11.9.1915), ο ως άνω απώτερος δικαιοπάροχος αυτών και της ενάγουσας ………….. είχε καταστεί κύριος του ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο δηλαδή με έκτακτη χρησικτησία του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αφού κατά την ανωτέρω ημερομηνία είχε συμπληρώσει με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχτηκε στη νομή, 30ετή συνεχή και αδιατάρακτη καλόπιστη νομή σε αυτό, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναλυτικά εκτεθέντα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Δεν ασκεί δε επιρροή το γεγονός ότι το επίδικο έχει καταχωρηθεί ως τμήμα του δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ ….. και ως τμήμα της δασικής έκτασης με ΔΑ 75503, αφού η καταχώρηση αυτή δεν αναιρεί τις πράξεις νομής των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας. Ενισχυτικό δε της κρίσης του Δικαστηρίου, ότι το επίδικο δεν αποτελεί δημόσιο κτήμα αποτελεί το γεγονός ότι το έτος 1969, και δυνάμει της Ε 13862/5745/2.8.1969 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Nαυτιλίας, κηρύχθηκε απαλλοτρίωση (η οποία αργότερα ανακλήθηκε μερικώς) μεταξύ άλλων και σε έκταση από το ως άνω ακίνητο της …….. ., γεγονός που δε θα συνέβαινε εάν το ακίνητο ανήκε στο Δημόσιο. Όσον αφορά δε τον ισχυρισμό του εναγόμενου ότι η απαλλοτρίωση αφορούσε διαφορετική έκταση, δεν προέκυψε, καθώς, όπως αναφέρεται και στην προαναφερθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης, για την απαλλοτρίωση αυτή και για έκταση που εμπίπτει στο ΒΚ …….., αποζημιώθηκαν πολλοί συνιδιοκτήτες μεταξύ των οποίων και η …….. – δικαιοπάροχος της ενάγουσας. Επίσης σύμφωνα με το υπ΄αρ. 4601/3.8.1974 έγγραφο της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας, που επίσης μνημονεύεται στην εν λόγω πραγματογνωμοσύνη, το Ελληνικό Δημόσιο, από το έτος 1927 και εντεύθεν, βάσει των υφιστάμενων εγγράφων και φακέλων του, δεν κατέχει τίτλους, η δε έκταση αποτελείται από αγρούς και δεν είναι δασική. Τα παραπάνω δεν αντικρούονται από τα αναφερόμενα στην επίσης προαναφερθείσα τεχνική έκθεση. Εξάλλου, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι το επίδικο αποτελούσε δημόσιο κτήμα, πράγμα που ουδόλως προέκυψε, από τα εκτεθέντα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, αυτό δεν εμποδίζει την κτήση κυριότητας δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, ο χρόνος της οποίας είχε συμπληρωθεί στις 11.9.1915. Δεν αποδείχθηκαν δε σαφείς πράξεις νομής εκ μέρους του εναγόμενου επί της επίμαχης έκτασης, τα δε επικαλούμενα από το τελευταίο από 7.4.1940 πρωτόκολλα αποζημίωσης – γνωμοδότησης με τα οποία προσδιορίστηκε το μίσθωμα που έπρεπε να καταβληθεί στο Δημόσιο από τους αγρότες της περιοχής για τη φερόμενη εκ μέρους τους ως κατεχόμενη αυθαίρετα έκταση, ακυρώθηκαν, μετά από ασκηθείσες από τους τελευταίους ανακοπές, με τις υπ΄αρ. 19-38/1970 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας. Άλλωστε, όπως ο ίδιος ο μάρτυρας του εναγόμενου …………. επιβεβαιώνει, αυτό δεν εξέδωσε πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής σχετικά με την κατοχή της εν λόγω ευρύτερης έκτασης. Σε κάθε περίπτωση, οι επικαλούμενες πράξεις νομής εκ μέρους του Δημοσίου στο μείζον ακίνητο, στις οποίες αναφέρεται και ο ως άνω μάρτυράς του (παραχώρηση στην ΕΥΔΑΠ το έτος 2005 κ.λπ.) είναι πολύ μεταγενέστερες του έτους 1915, οπότε είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, σύμφωνα με τα παραπάνω εκτεθέντα και συνεπώς δεν τίθεται και ζήτημα απαράγραπτου των δικαιωμάτων του Δημοσίου, όπως το τελευταίο υποστηρίζει στον δεύτερο λόγο της έφεσης, καθώς αυτό ισχύει μετά το έτος 1915. Δεν απαιτείται δε η αναφορά στην εκκαλουμένη για την πληρότητα της αιτιολογίας της, ότι τηρήθηκε ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου στην πώληση του ως άνω ακινήτου στον ……… από τους δικαιοπαρόχους του, όπως αβάσιμα υποστηρίζει το εναγόμενο στον ως άνω επίσης λόγο της έφεσης, αφού τέτοια αναφορά δεν είναι απαραίτητη στον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, όπως εν προκειμένω. Συνεπώς, εφόσον οι απώτεροι καθώς και η άμεση δικαιοπάροχος της ενάγουσας, είχαν αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου των 95.987 τ.μ. στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο, και η τελευταία κατέστη κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία, παραμένοντας στη νομή αυτού. Τα αντίθετα δε ισχυριζόμενα από το εναγόμενο στους δεύτερο και τρίτο λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, η ενάγουσα, από το χρόνο που περιήλθε η νομή του επίδικου ακινήτου σε αυτήν, δυνάμει του προαναφερθέντος υπ΄αρ. ……../1974 συμβολαίου, προχώρησε σε καταμέτρηση, περίφραξη, φύτευση καλωπιστικών φυτών και δέντρων σε αυτό, συνέχισε δηλ. να ασκεί πράξεις νομής συνεχώς και αδιαλείπτως, διανοία κυρίας, έως και σήμερα. Με τον δευτέρο και τρίτο επίσης λόγους της έφεσης το εναγόµενο Ελληνικό Δηµόσιο υποστηρίζει, επαναλαµβάνοντας τους πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισµούς, ότι η κυριότητα του επίδικου ακινήτου το οποίο αποτελεί τμήμα του υπ’αρ. ΑΒΚ ….. δηµόσιου κτήµατος και δασική έκταση, περιήλθε σε αυτό: α) µε τη συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, β) άλλως κατά τις διατάξεις των άρθρων 1,2,3 του από 29.11.1836 β.δ., γ) άλλως κατά τις διατάξεις του από 3/15.12.1833 β.δ. ως λιβάδι ή βοσκότοπος, δ) άλλως κατά τις διατάξεις του από 10.7.1837 β.δ. ως αδέσποτο κατά το χρόνο εκείνο και ε) άλλως µε τακτική και έκτακτη χρησικτησία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση. Οι ισχυρισµοί αυτοί όμως, και συνεπώς οι ως άνω λόγοι της έφεσης, είναι απορριπτέοι για τους εξής λόγους: ο πρώτος, προεχόντως ως µη νόµιµος, διότι, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, για ακίνητα, όπως το επίδικο, τα οποία ευρίσκονται εντός της Αττικής, δεν δύναται να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στο Ελληνικό Δηµόσιο «δικαιώµατι πολέµου», αφού η Αττική δεν είχε κατακτηθεί διά των όπλων αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως. Οι δε δεύτερος, τρίτος και τέταρτος εκ των ως άνω ισχυρισμών, πέραν της αοριστίας τους (καθώς το εναγόμενο επαναλαμβάνει το πραγματικό των ως άνω διατάξεων, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό), αλυσιτελώς προβάλλονται, καθώς, όπως και ανωτέρω σημειώθηκε, ακόμη κι αν θεωρηθεί το επίδικο δημόσιο κτήμα και δασική έκταση ή αδέσποτο, δεν αναιρείται η δυνατότητα κτήσης κυριότητας επ΄αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, συμπληρωθέντος του χρόνου αυτής, έως το έτος 1915, όπως συνέβη εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των ανωτέρω, καθώς και του πέμπτου (ο οποίος απαντήθηκε παραπάνω), των προαναφερθέντων ισχυρισμών του εναγόμενου – εκκαλούντος, αφού από το προδιαληφθέν αποδεικτικό υλικό δεν προέκυψε ότι το επίδικο ανήκε κάποτε σε Οθωµανούς ή ότι υπήρξε λιβάδι ή βοσκότοπος κατά την ηµεροµηνία της 3/15.12.1833 ή ότι ήταν αδέσποτο. Αντίθετα, αποδείχθηκε, κατά τα αναλυτικά παραπάνω εκτεθέντα, ότι το ακίνητο αυτό, αρχικά ως τµήµα µείζονος ακινήτου και ακολούθως ως αυτοτελές αγροτεµάχιο χρησιδέσποσαν με καλή πίστη και διάνοια κυρίων από το έτος 1850 περίπου, συνεχώς και αδιαλείπτως, µέχρι την καταχώρηση της ανακριβούς πρώτης κτηµατολογικής εγγραφής αλλά και την άσκηση της ένδικης αγωγής, η ενάγουσα και πριν από αυτήν οι ανωτέρω κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοί της, ασκούντες επ΄αυτού τις επίσης ανωτέρω αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις (βόσκηση ζώων, καταμέτρηση κ.α.). Συνεπώς, συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος έκτακτης χρησικτησίας σε βάρος του εναγόμενου επί του επιδίκου ακινήτου τόσο κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, όσο και με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1045 και 1051 ΑΚ. Τα παραπάνω, εκτός από την σαφή και πειστική κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ………….., [ο οποίος ήταν ήδη 77 ετών κατά το χρόνο της κατάθεσής του (13.5.2013) και έχει ιδίαν αντίληψη κάποιων εκ των περιστατικών που καταθέτει, καθώς γνωρίζει την περιοχή παιδιόθεν, κάποια άλλα δε από τα γεγονότα που αναφέρει, τα πληροφορήθηκε, από τον πρώτο που ανήγειρε κτίσμα στο επίμαχο μείζον ακίνητο, το έτος 1960 (Ευσταθίου)], προκύπτουν και από άλλα στοιχεία, όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν. Απορριπτέος λοιπόν τυγχάνει και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, που περιέχεται στον τέταρτο λόγο της έφεσης, ότι η εκκαλουμένη, κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, έκανε δεκτό ότι έλαβαν χώρα πράξεις νομής επί του επίδικου ακινήτου από τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, χωρίς ουσιαστικά απόδειξη.
Περαιτέρω, επειδή, κατά την τηρούμενη διαδικασία κτηματογράφησης του επίδικου ακίνητου, το τελευταίο καταχωρήθηκε ως ανήκον στο εναγόμενο – εκκαλούν και ειδικότερα ως τμήμα δημοσίου κτήματος, καταχωρήθηκε ανακριβώς και πρέπει, αφού αναγνωριστεί η ενάγουσα αποκλειστική κυρία αυτού, να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής ώστε να αναγραφεί αυτή ως κυρία του επίδικου ακινήτου με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί και ο πέμπτος και τελευταίος λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται ότι εσφαλμένα επιδικάσθηκαν με την εκκαλουμένη εις βάρος του τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, χωρίς να υφίσταται σχετικό αίτημά της στην αγωγή, διότι το αίτημα αυτό μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις, όπως συνέβη στην ένδικη περίπτωση, που τέτοιο αίτημα περιλαμβάνεται στις πρωτόδικες προτάσεις της ενάγουσας, οι οποίες κατατέθηκαν πριν τη συζήτηση της ένδικης αγωγής (Β.Βαθρακοίλη ΕρμΚΠολΔ, υπό το άρθρο 191 παρ.3).
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την επικουρική περί έκτακτης χρησικτησίας βάση της, διέταξε δε ακολούθως, κατά τα προεκτεθέντα, τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, ν΄ απορριφθεί κατ΄ ουσία, ενώ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, θα επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την έκδοση της Κ.Υ.Α. 134423/8.12.1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β` 11/20.1.1993), η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 του Ν. 1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 1508/2021 οριστικής απόφασης (και της συμπροσβαλλόμενης με αυτή υπ΄αρ. 4783/2013 εν μέρει μη οριστικής απόφασης) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 18 Νοεμβρίου 2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ