Γ΄ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ` αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία, εφόσον ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και, κατά συνέπεια, δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Ν. 3833/2010 και το άρθρο 3 του Ν. 3845/2010 προβλέφθηκε η μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών του Ν. 3429/2005, τόσο του Κεφαλαίου Α΄ όσο και του Κεφαλαίου Β΄, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο δεν υπολείπεται του 50%. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α΄ ΑΚ: ‘’Κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή’’. Η νέα όμως αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 ΑΚ, την ύπαρξη αξίωσης, που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή.
Τέλος, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να εξετάσει τις καταλυτικές της αγωγικής αξίωσης ενστάσεις (εξόφλησης, παραγραφής κ.λπ.), που είχαν προταθεί στον πρώτο βαθμό, χωρίς αυτοί να επαναφερθούν με λόγο έφεσης ή με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων. Μόνο αφού εξαφανισθεί η πρωτοβάθμια απόφαση για άλλο λόγο, είναι δυνατή πλέον η εξέταση των ενστάσεων αυτών.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 286 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυµης εταιρίας µε την επωνυµία ‘’ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ’’ και τον διακριτικό τίτλο ‘’ Ο.Λ.Π. Α.Ε ‘’, ……………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κίμωνα Γκιουλιστάνη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ) .
ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) …………… και 2) ………………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Σαξώνη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Οι ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 11.9.2017 με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης, αντίστοιχα, (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………../12.9.2017 αγωγή τους κατά της εναγόμενης – ήδη εκκαλούσας. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την υπ΄αρ. 826/14.4.2021 οριστική απόφασή του, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Ήδη η εναγόμενη – εκκαλούσα προσβάλλει την παραπάνω απόφαση με την κρινόμενη, από 7.5.2021 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./7.5.2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………../24.5.2021. Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 10.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 826/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ.3, 621, 622 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), και εντός της προθεσμίας των 30 ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εναγόμενη – εκκαλούσα στις 26.4.2021 (βλ. υπ΄αρ. …../26.4.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……………..) και η έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 7.5.2021, όπως προκύπτει από την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας έκθεση κατάθεσης. Δεν απαιτείται δε η κατάθεση εκ μέρους της εκκαλούσας του προβλεπόμενου, από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παραβόλου, καθώς, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ.3 του ως άνω άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι διαφορές του άρθρου 614 περ.3 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).
Ι. Από τις διατάξεις των άρθ. 57, 59, 281, 299, 914 και 932 ΑΚ και του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945 προκύπτει ότι: α) Χρηματική ικανοποίηση παρέχεται, με τη συνδρομή απαραιτήτως και του στοιχείου της υπαιτιότητας, και στις περιπτώσεις παρανόμων ενεργειών (πράξεων ή παραλείψεων) του εργοδότη, με τις οποίες προσβάλλεται η προσωπικότητα του εργαζομένου υπό οποιαδήποτε εκδήλωσή της: σωματική, ψυχική, πνευματική, κοινωνική (Ολ.ΑΠ 8/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). β) Η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από την σύμβαση εργασίας αποτελεί ποινικό αδίκημα. Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής αυτού (ολικά ή εν μέρει) ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και συνεπώς δεν υπάρχει ζημία που να έχει αιτία την παράνομη, σε σχέση με τον Α.Ν. 690/1945, συμπεριφορά του εργοδότη. Επομένως, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ` αυτόν δεν συνιστά αδικοπραξία και κατά περαιτέρω συνέπεια δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας, αφού και αυτή προϋποθέτει αδικοπραξία (ΑΠ 359/2020, ΑΠ 105/2020, ΑΠ 670/2016, ad hoc ΑΠ 1114/2013 και Εφ.Αιγ.153/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Ν. 3833/2010 και το άρθρο 3 του Ν. 3845/2010 προβλέφθηκε η μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών του Ν. 3429/2005, τόσο του Κεφαλαίου Α΄ όσο και του Κεφαλαίου Β΄, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο δεν υπολείπεται του 50%, ανεξαρτήτως τυχόν αντίθετης συμφωνίας. Από το γράμμα και το πνεύμα των εν λόγω νομοθετημάτων συνάγεται ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να περικοπούν, κατά τα οριζόμενα ποσοστά, οι αποδοχές όλων όσων αμείβονται από το δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προκειμένου να μειωθεί η μισθολογική δαπάνη του δημοσίου, προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ανεξάρτητα από τη σχέση με την οποία οι απασχολούμενοι συνδέονται με αυτό (σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αμειβόμενης εντολής κλπ.), ακόμη και αν υπάρχει οποιαδήποτε αντίθετη γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή συμφωνία. Η αληθής αυτή έννοια των ως άνω διατάξεων προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 6 του Ν. 3867/2010, κατά το οποίο ‘’δεν εξαιρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν. 3833/2010 φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα που διέπονται από ειδικά καθεστώτα, όπως οι ανώνυμες εταιρίες, οι οποίες έχουν ιδρυθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου πρώτου του Ν. 1955/1991’’, οι οποίες κατά την παρ. 2 του πρώτου άρθρου του εν λόγω νόμου λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάγονται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σε αυτές οι διατάξεις, που διέπουν εταιρίες, που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο Δημόσιο (ΑΠ 1147/2015, ΑΠ 1459/2018, 1460/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 720/2018, Εφ.Πειρ. 635/2017 αδημ. στον νομικό τύπο).
ΙΙΙ. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α ΑΚ: ‘’ Κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή ’’. Η νέα όμως αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 Α.Κ., την ύπαρξη αξίωσης, που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή (Ολ.ΑΠ 23/1994, 38/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η άποψη αυτή, ότι δηλαδή η έναρξη εικοσαετούς παραγραφής κατά το άρθρο 268 ΑΚ προϋποθέτει τη μη συμπλήρωση της αρχικής, συντομότερης, παραγραφής μέχρι την τελεσιδικία, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης του ΑΚ, εντάσσοντας την άνω διάταξη μεταξύ των ρυθμιζόμενων στον Κώδικα ‘’τρόπων διακοπής’’ της παραγραφής (260-269 ΑΚ), αποδίδει και στην τελεσίδικη βεβαίωση την έννοια υπό την οποία λαμβάνει την ‘’διακοπή’’ της παραγραφής, ήτοι της παύσης της διαδρομής αυτής πριν από τη συμπλήρωση του κατά το νόμο χρόνου της, καθώς και του μη υπολογισμού του διαδραμόντος μέχρι το γεγονός της διακοπής χρόνου (άρθρο 271 ΑΚ, βλ. Ολ.ΑΠ 24/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IV. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια. ‘’Κεφάλαιο’’ θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης. Από τον συνδυασμό της ως άνω διάταξης με τις διατάξεις των άρθρων 520, 525 και 527 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ή οι ενστάσεις του εναγόμενου, που απορρίφθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση, επαναφέρονται παραδεκτά στο Εφετείο μόνο με λόγο της έφεσή τους κατά της απόφασης αυτής, αρχικό ή πρόσθετο, και όχι με τις προτάσεις κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, εκτός αν πρόκειται για υπόθεση δικαζόμενη κατά διαδικασία, στην οποία οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης επιτρέπεται να ασκηθούν και με τις προτάσεις, το ίδιο δε ισχύει και για ισχυρισμούς ή ενστάσεις του εκκαλούντος, των οποίων συγχωρείται κατά το άρθρο 527 αρ. 2 και 3 ΚΠολΔ η προβολή τους για πρώτη φορά στο Εφετείο (ΑΠ 1272/2021, ΑΠ 15/2020, ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 101/2012, Εφ.Δωδ. 181/2015, Εφ.Θρακ. 321/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με βάση δηλ. τα παραπάνω, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να εξετάσει τις καταλυτικές της αγωγικής αξίωσης ενστάσεις (εξόφλησης, παραγραφής κ.λπ.), που είχαν προταθεί στον πρώτο βαθμό, χωρίς αυτοί να επαναφερθούν με λόγο έφεσης ή με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων. Μπορεί δηλαδή ο εναγόμενος να μεταβίβασε με την έφεσή του συγκεκριμένο κεφάλαιο στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατηγορώντας λ.χ, την απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το ύψος της αποζημίωσης από αδικοπραξία, αν όμως δεν υποβάλει λόγο έφεσης και για την απόρριψη της ένστασής του παραγραφής, που είχε υποβάλει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το δευτεροβάθμιο εμποδίζεται να την εξετάσει. Μόνο αφού εξαφανισθεί η πρωτοβάθμια απόφαση για άλλο λόγο, είναι δυνατή πλέον η εξέταση των ενστάσεων αυτών. Η μεταχείριση αυτή αρμόζει για τις καταχρηστικές και τις γνήσιες ενστάσεις, που δεν στηρίζονται σε αυτοτελές, αγώγιμο δικαίωμα και δεν συνιστούν ιδιαίτερο κεφάλαιο. Αντίθετα, οι γνήσιες ενστάσεις, που στηρίζονται σε αυτοτελές αγώγιμο δικαίωμα, αν απορριφθούν στον πρώτο βαθμό, δεν μπορούν να επανεξετασθούν ούτε μετά την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης, αν δεν έχουν μεταβιβασθεί στο Εφετείο με έφεση, αντίθετη έφεση ή αντέφεση (βλ. Νικ. Νίκα, Πολ.Δικονομία, εκδ.2016, σελ. 815 παρ.20).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες – ήδη εφεσίβλητοι, εξέθεταν στην ως άνω, από 11.9.2017, αγωγή τους, ότι η εναγόμενη -εργοδότριά τους οφείλει, στον μεν πρώτο εξ αυτών το συνολικό ποσό των 29.564,57 ευρώ, στον δε δεύτερο, το συνολικό ποσό των 15.653,56 ευρώ, ως διαφορές νομίμων αποδοχών τους για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 έως 31.12.2010, όπως αυτές αναλύονται στην αγωγή, οι οποίες προκύπτουν από την υπαγωγή τους στη Δ.Ε.2 μισθολογική κατηγορία αντί της Δ.Ε.3, σύμφωνα με την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ε. του υπαλληλικού προσωπικού της ‘’Ο.Λ.Π. Α.Ε.’’, στην οποία έπρεπε να υπαχθούν με βάση τα εργασιακά τους προσόντα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Επιπλέον, εξέθεταν ότι η εναγόμενη οφείλει να τους καταβάλει το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, κατά τους ισχυρισμούς τους, από την άρνηση της τελευταίας να τους κατατάξει στην ως άνω μισθολογική κατηγορία Δ.Ε.3. Ζητούσαν ακολούθως, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό μέχρι την εξόφληση, το συνολικό ποσό των 31.564,57 ευρώ στον πρώτο ενάγοντα και των 17.653,56 ευρώ στον δεύτερο ενάγοντα.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, εξέδωσε την υπ΄αρ. 826/2021 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα για τη στοιχειοθέτησή της ένδικης αξίωσης στοιχεία, καθώς και τα επιμέρους κονδύλια των οφειλόμενων στους ενάγοντες διαφορών αποδοχών (παρά τον αβάσιμο περί του αντιθέτου ισχυρισμό της εναγόμενης – εκκαλούσας) και νόμιμη. Ακολούθως, την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες, νομιμοτόκως, αφενός μεν τις αιτούμενες με την αγωγή ανωτέρω διαφορές αποδοχών, αφετέρου δε το ποσό των 500 ευρώ, σε καθένα από αυτούς, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ήτοι συνολικά το ποσό των 30.064,57 ευρώ στον πρώτο και το ποσό των 16.153,56 ευρώ στον δεύτερο εξ αυτών.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της (άλλως τη μεταρρύθμισή της), ώστε να απορριφθεί συνολικά, η αγωγή των αντιδίκων της.
Όσον αφορά στο αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης στους ενάγοντες χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αυτό είναι απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για την καταβολή των ενοχικώς οφειλομένων αποδοχών και η παρακράτησή τους απ` αυτόν, όπως εν προκειμένω με βάση τα αναφερόμενα στην αγωγή, δεν συνιστά αδικοπραξία, οπότε δεν θεμελιώνει ούτε αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε νόμιμο το αίτημα αυτό της αγωγής και ακολούθως το έκανε εν μέρει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, επιδικάζοντας σε καθένα από τους ενάγοντες το ποσό των 500 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη – εκκαλούσα με τον σχετικό τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης και πρέπει, ως εκ τούτου, ως προς το κεφάλαιό της αυτό, να εξαφανιστεί.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα της εναγόμενης ……………….., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Δυνάμει των υπ΄αρ.182/2002 και 204/2004 αποφάσεων του Δ.Σ. της εναγόμενης, αντίστοιχα, οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από αυτήν, στις 8.8.2002 ο πρώτος και στις 14.9.2004 ο δεύτερος, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστούν με την ειδικότητα του χειριστή ανυψωτικών μηχανημάτων. Κατά την πρόσληψή τους, η εναγόμενη τους κατέταξε στην Δ.Ε.2 μισθολογική κατηγορία προσωπικού σύμφωνα με την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ε., κατά την οποία το υπαλληλικό προσωπικό της εναγόμενης κατατάσσεται σε μισθολογικά κλιμάκια ανάλογα με τα τυπικά προσόντα των εργαζόμενων. Ειδικότερα, για την Κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε.), στην οποία υπάγονται οι ενάγοντες, προβλέπεται στο άρθρο 2 της Σ.Σ.Ε. του Υπαλληλικού Προσωπικού της ‘’Ο.Λ.Π. Α.Ε.’’ (εναγόμενης) ότι ‘’… Στην Κατηγορία Δ.Ε. οι υποκατηγορίες:- Δ.Ε.3 για τους κατόχους πτυχίου Μέσων Τεχνικών Σχολών που καταργήθηκαν με τον Ν. 576/1977. – Δ.Ε.2 για τους κατόχους πτυχίου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και για τους ανήκοντες στη Δ.Ε. Κατηγορία με τίτλο σπουδών των Σχολών Μαθητείας Ο.Α.Ε.Δ., των Κατώτερων Τεχνικών Σχολών και της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης με την απαιτούμενη από τις σχετικές διατάξεις εμπειρία’’. Όσον αφορά στα τυπικά και αναγκαία για την πρόσληψή τους προσόντα, ο πρώτος ενάγων είναι απόφοιτος του 1ου Τεχνικού Επαγγελματικού Λυκείου ……., του τμήματος Ηλεκτρολογικών Εγκαταστάσεων και Αυτοματισμού του Ηλεκτρολογικού και Ηλεκτρονικού τομέα και κάτοχος του από 1991 σχετικού πτυχίου (άρθρο 59 του Ν. 1566/1985) και ο δεύτερος είναι απόφοιτος του Τεχνικού – Επαγγελματικού Λυκείου ……., του τμήματος Βιομηχανικών Εγκαταστάσεων και Βιομηχανικής Παραγωγής του Μηχανολογικού τομέα και κάτοχος του από 1993 σχετικού πτυχίου, στο κείμενο του οποίου σημειώνεται ‘’Το παρόν αποτελεί Τίτλο ΑΠΟΛΥΣΕΩΣ Δ.Ε. παρ. 6 άρθρο 6 Ν. 1566/1985’’). Τα παραπάνω πτυχία κατέθεσαν οι ενάγοντες, κατά την πρόσληψή τους, στην αρμόδια Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγόμενης. Με βάση δε τα εν λόγω τυπικά τους προσόντα, έπρεπε να υπαχθούν στην Δ.Ε.3 μισθολογική κατηγορία προσωπικού της τελευταίας (εναγόμενης), δεδομένου ότι τα πτυχία τους, σύμφωνα με την αναφερόμενη νομοθεσία, είναι ισότιμα των πτυχίων των Μέσων Τεχνικών Σχολών που λειτούργησαν, κατά την προ του Ν. 576/1977 νομοθεσία. Την υπαγωγή τους αυτήν στην ως άνω Δ.Ε.3 κατηγορία, αιτήθηκε ο καθένας από τους ενάγοντες, τόσο προφορικά όσο και εγγράφως. Οι αιτήσεις τους, όμως, αυτές απορρίφθηκαν από τη Διεύθυνση Προσωπικού της εναγόμενης, με το σκεπτικό ότι ‘’…σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 της από 14.4.2000 Σ.Σ.Ε. και της από 23.10.2002 όμοιας, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο 5 της από 26.10.2006 Σ.Σ.Ε., στην υποκατηγορία Δ.Ε.3 κατατάσσονται οι υπάλληλοι της Δ.Ε. κατηγορίας, που κατέχουν πτυχία Μέσων Τεχνικών Σχολών, που καταργήθηκαν με τον Ν. 576/71977 ’’. Στη συνέχεια, οι ενάγοντες, άσκησαν, μαζί με άλλους συναδέλφους τους, κατά της εναγόμενης εταιρίας, την από 23.12.2010, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2010, αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αίτημα να υποχρεωθεί να τους εντάξει στην Δ.Ε.3 μισθολογική κατηγορία και να αναγνωρισθεί ότι τους οφείλονται οι μισθολογικές διαφορές που προκύπτουν από την υπαγωγή τους σε χαμηλότερο μισθολογικό κλιμάκιο από την 1-1-2005 μέχρι την άσκηση της αγωγής. Η αγωγή αυτή έγινε δεκτή, με την υπ΄αρ. 4214/2014 απόφασή του ως άνω Δικαστηρίου, όπως συμπληρώθηκε με την υπ΄αρ. 2728/2015 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τους ενάγοντες η από 2.9.2015, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2015, έφεση και από την εναγόμενη εταιρία η από 25.9.2015, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2015, έφεση, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄αρ. 403/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που απέρριψε τις αντίθετες αυτές εφέσεις, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και υποχρέωσε την εναγόμενη να εντάξει τους ενάγοντες στη Δ.Ε.3 μισθολογική κατηγορία προσωπικού και ακόμη αναγνώρισε ότι τους οφείλει από την αιτία αυτή, μισθολογικές διαφορές από 1.1.2005. Η ένδικη αγωγή των εναγόντων ασκήθηκε βάσει του δεδικασμένου που απορρέει από την ως άνω υπ΄αρ. 403/2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και αφορά στην έννομη σχέση που τους συνδέει με την εναγόμενη. Με βάση τις παραδοχές της εν λόγω τελεσίδικης απόφασης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε ότι οφείλονται από την εναγόμενη εταιρία στους ενάγοντες, ως μισθολογικές διαφορές από την υπαγωγή τους στη Δ.Ε.2 μισθολογική κατηγορία αντί της προσήκουσας Δ.Ε.3, σύμφωνα και με τα ειδικότερα αναλυόμενα στην αγωγή κονδύλια, τα παρακάτω ποσά: Α. Στον πρώτο ενάγοντα: Για διαφορές μισθών: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.7.2005, 243,07 ευρώ, 2) από 1.8.2005 έως 31.12.2005, 378,40 ευρώ, 3) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 3.126,59 ευρώ, 4) από 1.1.2007 μέχρι 31.7.2007, 1.651,88 ευρώ, 5) από 1.8.2007 μέχρι 31.12.2007, 943,33 ευρώ, 6) από 1.1.2008 μέχρι 31.12.2008, 2.837,56 ευρώ, 7) από 1.1.2009 μέχρι 31.7.2009, 871,38 ευρώ, 8) από 1.8.2009 μέχρι 31.12.2009, 1.066,80 ευρώ και 9) από 1.1.2010 έως 31.12.2010, 3.160,37 ευρώ. Για διαφορές υπερωριών κατά τις καθημερινές: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 105,64 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 1.125,41 ευρώ, 3) από 1.l.2007 μέχρι 31.12.2007, 514,76 ευρώ, 4) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 49,98 ευρώ και από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 115,08 ευρώ. Για διαφορές νυχτερινής εργασίας: 1) για το χρoνικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 1.680,29 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 2.188,80 ευρώ, 3) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 1.739,36 ευρώ, 4) από 1.1.2008 μέχρι 31.12.2008, 109,95 ευρώ, 5) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 391,75 ευρώ και 6) από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 695,82 ευρώ. Για διαφορές από την εργασία του τα Σάββατα: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 89,29 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 708,01 ευρώ, 3) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 543,11 ευρώ, 14) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 87,60 ευρώ και 5) από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 404,61 ευρώ. Για διαφορές από την εργασία του τις Κυριακές και αργίες: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 115,03 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 975,10 ευρώ, 3) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 593,09 ευρώ, 4) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 124,80 ευρώ και 5) από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 458,33 ευρώ. Για διαφορές επιδομάτων εορτών: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 30.4.2005, διαφορά δώρου Πάσχα, 94,56 ευρώ, 2) για το χρονικό διάστημα από 1.5.2005 μέχρι 31.12.2005, διαφορά δώρου Χριστουγέννων, 60,51 ευρώ, 3) από 1.1.2006 μέχρι 30.4.2006, διαφορά δώρου Πάσχα, 293,32 ευρώ, 4) από 1.5.2006 μέχρι 31.12.2006, διαφορά δώρου Χριστουγέννων, 302,19 ευρώ, 5) από 1.1.2007 μέχρι 30.4.2007, διαφορά δώρου Πάσχα, 294,50 ευρώ, 6) από 1.5.2007 μέχρι 31.12.2007, διαφορά δώρου Χριστουγέννων, 64,36 ευρώ, 7) από 1.5.2008 μέχρι 31.12.2008, διαφορά δώρου Χριστουγέννων, 344,55 ευρώ, 8) από 1.1.2009 μέχρι 30.4.2009, διαφορά δώρου Πάσχα, 251,81 ευρώ και 9) από 1.1.2010 μέχρι 30.4.2010, διαφορά δώρου Πάσχα, 452,15 ευρώ. Για διαφορές επιδόματος αδείας για το έτος 2006, 36,27 ευρώ και για το έτος 2009, 275,16 ευρώ. Β. Στον δεύτερο ενάγοντα: Για διαφορές μισθών: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 513,03 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 30.6.2006, 608,99 ευρώ, 3) από 1.7.2006 μέχρι 31.12.2006, 485,98 ευρώ, 4) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 786,90 ευρώ, 5) από 1.1.2008 μέχρι 30.6.2008, 471,04 ευρώ, 6) από 1 7.2008 μέχρι 31.12.2008, 945,40 ευρώ, 7) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 1.800,74 ευρώ, 8) από 1.1.2010 έως 30.6.2010, 1.128,37 ευρώ και 9) από 1.7.2010 μέχρι 31.12.2010, 1.734,26 ευρώ. Για διαφορές υπερωριών κατά τις καθημερινές: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 53,69 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 340,90 ευρώ, 3) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 433,41 ευρώ, 4) από 1.1.2008 μέχρι 31.12.2008, 5,52 ευρώ, 5) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 32,25 ευρώ και 6) από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 12 ευρώ. Για διαφορές νυχτερινής εργασίας: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 297,28 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 872,31 ευρώ, 3) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 1.037,74 ευρώ, 4) από 1.1.2008 μέχρι 31.12.2008, 17,31 ευρώ, 5) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 50,45 ευρώ και από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 143,85 ευρώ. Για διαφορά από την εργασία του κατά τα Σάββατα: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 25,74 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 142,76 ευρώ, 3) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 167,91 ευρώ, 4) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 108,11 ευρώ και 5) από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 206,26 ευρώ. Για διαφορές από την εργασία του κατά τις Κυριακές και αργίες: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2005, 21,04 ευρώ, 2) από 1.1.2006 μέχρι 31.12.2006, 172,64 ευρώ, 3) από 1.1.2007 μέχρι 31.12.2007, 194,85 ευρώ, 4) από 1.1.2009 μέχρι 31.12.2009, 54,20 ευρώ και από 1.1.2010 μέχρι 31.12.2010, 245,42 ευρώ. Για διαφορές επιδομάτων εορτών: 1) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2005 μέχρι 30.4.2005, διαφορά δώρου Πάσχα, 5,70 ευρώ, 2) για το χρονικό διάστημα από 1.5.2005 μέχρι 31.12.2005 διαφορά δώρου Χριστουγέννων, 103,40 ευρώ, 3) από 1.1.2006 μέχρι 30.4.2006, διαφορά δώρου Πάσχα, 123,04 ευρώ, 4) από 1.5.2006 μέχρι 31.12.2006, διαφορά δώρου Χριστουγέννων, 181,18 ευρώ, 5) από 1.1.2007 μέχρι 30.4.2007, διαφορά δώρου Πάσχα, 380,67 ευρώ, 6) από 1.5.2007 μέχρι 31.12.2007, διαφορά δώρου Χριστουγέννων, 184,62 ευρώ, 7) από 1.1.2008 μέχρι 30.4.2008, διαφορά δώρου Πάσχα, 66,10 ευρώ, 8) από 1.5.2008 μέχρι 31.12.2008, διαφορά δώρου Χριστουγέννων, 255,09 ευρώ, 9) από 1.1.2009 μέχρι 30.4.2009, διαφορά δώρου Πάσχα, 212,60 ευρώ, 10) από 1.5.2009 μέχρι 31.12.2009, διαφορά δώρου Χριστουγέννων, 303,50 ευρώ και 11) από 1.1.2010 μέχρι 30.4.2010, διαφορά δώρου Πάσχα, 342,38 ευρώ. Για διαφορές επιδόματος αδείας για το έτος 2006, 118,91 ευρώ, για το έτος 2007, 75,13 ευρώ και για το έτος 2009, 190,89 ευρώ. Ήτοι συνολικά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε, για τις ως άνω αιτίες, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 29.564,57 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 15.653,56 ευρώ.
Η εκκαλούσα – εναγόμενη παραπονείται με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσής της, κατ΄ εκτίμησή του δικογράφου της, ότι, εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση, παρά τον πρωτοδίκως προταθέντα σχετικό ισχυρισμό της, αφενός μεν δεν υπολόγισε, στις επιδικασθείσες στους ενάγοντες ως άνω διαφορές αποδοχών, τις μειώσεις που επέφεραν οι εφαρμοστικοί των μνημονίων νόμοι Ν. 3833/2010 και 3845/2010 (στις τακτικές αποδοχές, στο ύψος των επιδομάτων εορτών κ.λπ.), οι οποίοι καταλαμβάνουν και το προσωπικό της εναγόμενης, αφετέρου δε, δεν μείωσε τις επιδικασθείσες αυτές διαφορές αποδοχών, ανάλογα με τις ημέρες απουσίας των εναγόντων από την εργασία, όπως ασθένεια, απεργία, κατά 1/25 ανά ημέρα απουσίας και δεν υπολόγισε τα αναδρομικά που έχουν λάβει. Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του ως άνω ισχυρισμού, αορίστως προβάλλεται κι ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέος, καθώς η εναγόμενη παραθέτει μόνο τα ποσά που θα έπρεπε να λάβουν οι ενάγοντες συνολικά για διαφορές μισθών, διαφορές υπερωριακής εργασίας και εργασίας κατά τα Σάββατα, Κυριακές και αργίες, και διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας, χωρίς να εξειδικεύει ποιες ήταν οι ημέρες απουσίας τους ή ασθένειάς τους που πρέπει να αφαιρεθούν, καθώς και το ποσό των τυχόν αναδρομικών που έλαβαν και επίσης πρέπει να αφαιρεθούν, έτσι ώστε οι ενάγοντες να μην μπορούν να αμυνθούν κατά των ισχυρισμών αυτών. Πέραν τούτου, οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγόμενη καταστάσεις έχουν συνταχθεί εκ των υστέρων για την παρούσα δίκη και δεν φέρουν την υπογραφή των εναγόντων, ενώ οι υπολογισμοί των τελευταίων έγιναν βάσει των εκκαθαριστικών σημειωμάτων των αποδοχών τους που ελάμβαναν για τα επίδικα διαστήματα. Όσον αφορά, όμως, στο πρώτο σκέλος του ως άνω ισχυρισμού της εναγόμενης, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην υπό στοιχείο IΙ μείζονα σκέψη, πράγματι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε τις οφειλόμενες στους ενάγοντες διαφορές αποδοχών για το έτος 2010 υπολογίζοντας αυτές χωρίς να λάβει υπόψη τις μειώσεις που είχαν υποστεί από 1.1.2010, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των ως άνω νόμων (της παρ. 5 του άρθρου 1 του Ν.3833/2010 και της παρ.4 του άρθρου 3 του Ν.3845/2010) για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, έσφαλε. Ειδικότερα, όπως αναφέρθηκε στη σχετική μείζονα σκέψη, με το άρθρο 1 του Ν. 3833/2010 και το άρθρο 3 του Ν. 3845/2010 προβλέφθηκε η μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών του Ν. 3429/2005, τόσο του Κεφαλαίου Α΄ όσο και του Κεφαλαίου Β΄, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο δεν υπολείπεται του 50%. Η εναγόμενη εμπίπτει δε στο Κεφάλαιο Β΄ του Ν. 3429/2005, καθώς είναι εισηγμένη ανώνυμη εταιρία, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας το Δημόσιο, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έναρξης ισχύος του Ν. 3833/2010 (15-3-2010), συμμετείχε με ποσοστό 74,14%, και, επομένως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 8 του Ν. 3833/2010, εφαρμόζονται σε αυτήν οι ρυθμίσεις των παραγράφων 5, 6 και 7 του Ν. 3833/2010 (βλ. Εφ.Πειρ. 720/2018, Εφ.Πειρ. 635/2017 αδημ. στο νομικό τύπο). Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί οι ως άνω λόγοι της έφεσης ως βάσιμοι κατ΄ ουσία και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση όσον αφορά στο κεφάλαιό της σχετικά με τις επιδικασθείσες διαφορές αποδοχών των εναγόντων που αφορούν στο έτος 2010, ενώ δεν θίγονται τα κεφάλαιά της που αφορούν στο προγενέστερο διάστημα των ετών 2005-2009, καθώς, κατά τα έτη αυτά, δεν ίσχυαν οι προαναφερθέντες μνημονιακοί νόμοι και οι μειώσεις των αποδοχών, που αυτοί επέφεραν. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση να ερευνηθεί ως προς τα πρωτοδίκως υποβληθέντα προς οριστική διάγνωση της διαφοράς ζητήματα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η παρακάτω αναφερόμενη καταλυτική της αγωγής ένσταση παραγραφής, την οποία η εναγόμενη είχε προβάλει νόμιμα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρει με τις προτάσεις της και στο Δικαστήριο τούτο, για την εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας της οποίας, αυτό, στο βαθμό που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, καθίσταται αρμόδιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία (υπό στοιχείο IV) μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, όσον αφορά στην ένσταση παραγραφής, που είχε προβληθεί στον πρώτο βαθμό από την εναγόμενη με τις πρωτόδικες προτάσεις της και η οποία απορρίφθηκε σιγή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απαραδέκτως καταρχάς επαναφέρεται με τις προτάσεις της εκκαλούσας – εναγόμενης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην υπό στοιχείο IV μείζονα σκέψη, διότι η απόρριψή της δεν περιέχεται ως λόγος έφεσης στο δικόγραφο αυτής. Εφόσον, όμως, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίστηκε από το Δικαστήριο τούτο, κατά τα προαναφερθέντα, για άλλους λόγους, όπως οι τελευταίοι εκτέθηκαν ανωτέρω και ως προς τα κεφάλαιά της αυτά, κατά τα επίσης αναφερθέντα στην ίδια μείζονα σκέψη, το παρόν Δικαστήριο θα εξετάσει την προβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση (παραγραφής) για τις ένδικες αξιώσεις των εναγόντων που αφορούν στο έτος 2010, όχι όμως για τις αξιώσεις τους που αφορούν στα προηγούμενα έτη, καθώς ως προς αυτά δεν εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, οπότε το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να εξετάσει την ως άνω ένσταση παραγραφής, διότι αυτή, όπως εκτενώς προεκτέθηκε, δεν επαναφέρθηκε με το δικόγραφο της έφεσης ή πρόσθετων λόγων της, αλλά μόνο με τις προτάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Σχετικά λοιπόν με τις επίδικες αξιώσεις του έτους 2010, η εναγόμενη υποστηρίζει ότι έχουν υποπέσει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 250 ΑΚ, πενταετή παραγραφή καθώς από το τέλος του έτους που γεννήθηκαν έως την άσκηση της ένδικης από 11.7.2017 αγωγής (η οποία κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 12.9.2017 και της επιδόθηκε στις 14.9.2017) έχει παρέλθει χρόνος μεγαλύτερος της πενταετίας. Οι ενάγοντες προβάλλοντας αντένσταση, ισχυρίστηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, ότι, με την τελεσιδικία της υπ΄αρ. 403/2017 απόφασης, επί τη βάσει του δεδικασμένου της οποίας ασκήθηκε η ένδικη αγωγή, ο χρόνος παραγραφής των επίδικων αξιώσεων επιμηκύνθηκε σε 20 έτη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 268 Α.Κ. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα σκέψη, ναι μεν, κατά τη διάταξη του άρθρου 268 Α.Κ., ‘’Κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή’’, αλλά η νέα αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου την ύπαρξη αξίωσης, που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή. Στην προκείμενη περίπτωση κατά το χρόνο έκδοσης της προαναφερθείσας (υπ΄αρ. 403/25-7-2017) τελεσίδικης απόφασης (με την οποία υποχρεώθηκε η εναγόμενη να εντάξει τους ενάγοντες στην Δ.Ε.3 μισθολογική κατηγορία προσωπικού και αναγνωρίσθηκε ότι οφείλονται σε αυτούς οι ανάλογες, από την εν λόγω ένταξη, μισθολογικές διαφορές), είχε ήδη παρέλθει ο χρόνος της βραχυχρόνιας παραγραφής των πέντε (5) ετών για τις ένδικες αξιώσεις των εναγόντων και συνεπώς δεν επήλθε παράταση αυτής σε είκοσι (20) έτη. Επομένως, οι αξιώσεις των εναγόντων για το έτος 2010, (για το οποίο μόνο δύναται να εξετάσει την εν λόγω ένσταση το παρόν Δικαστήριο, όπως ανωτέρω σημειώθηκε), πρέπει να απορριφθούν κατ΄ ουσία λόγω παραγραφής. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, από το συνολικά επιδικασθέν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ποσό σε κάθε έναν από τους ενάγοντες για τις διαφορές αποδοχών, πρέπει να αφαιρεθούν τα ποσά που αφορούν στο έτος 2010. Πιο συγκεκριμένα, ως προς τον πρώτο ενάγοντα, από το ποσό των 29.564,57 ευρώ, πρέπει να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 5.286,36 ευρώ, που σχετίζεται με το ως άνω έτος (ήτοι διαφορές: μισθών 3.160,37 ευρώ, υπερωριών 115,08 ευρώ, νυχτερινής εργασίας 695,82 ευρώ, εργασίας κατά τα Σάββατα 404,61 ευρώ, εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες 458,33 ευρώ και διαφορά δώρου Πάσχα 452,15 ευρώ) και να διαμορφωθεί το τελικό ποσό που θα επιδικασθεί σε αυτόν σε 24.278,21 ευρώ. Ως προς τον δεύτερο ενάγοντα, από το ποσό των 15.653,56 ευρώ, πρέπει να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 3.812,54 ευρώ, που σχετίζεται με το ως άνω έτος {ήτοι διαφορές: μισθών 1.128,37 ευρώ (από 1.1.2010 έως 30.6.2010) και 1.734,26 ευρώ (από 1.7.2010 έως 31.12.2010), υπερωριών 12 ευρώ, νυχτερινής εργασίας 143,85 ευρώ, εργασίας κατά τα Σάββατα 206,26 ευρώ, εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες 245,42 ευρώ και διαφορά δώρου Πάσχα 342,38 ευρώ} και να διαμορφωθεί το τελικό ποσό που θα επιδικασθεί σε αυτόν σε 11.841,02 ευρώ.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που, με την εκκαλουμένη απόφαση, κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει, συνεπώς, κατά τους βάσιμους περί τούτου σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσης, όπως παραπάνω αναφέρθηκαν, αυτή (εκκαλουμένη) να εξαφανισθεί ως προς τα προαναφερθέντα κεφάλαιά της. Ακολούθως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση και ως βάσιμη και κατ΄ουσία κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, μέσα στα πλαίσια που εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 24.278,21 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 11.841,02 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, σύμφωνα με τις ΣΣΕ του υπαλληλικού προσωπικού της ΟΛΠ Α.Ε. και την εργατική νομοθεσία, έως την πλήρη εξόφληση. Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών κι ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων- εφεσίβλητων κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εις βάρος της εναγόμενης- εκκαλούσας, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει: την έφεση, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την εφέση αυτή κατά το τυπικό και εν μέρει και κατά το ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 826/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρατεί την από 11.7.2017 αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας αυτήν.
Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι που αναφέρεται στο σκεπτικό κατέστη απαιτητό, έως την εξόφληση, στον μεν πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (24.278,21 ευρώ), στον δε δεύτερο ενάγοντα, το συνολικό ποσό των έντεκα χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα ενός ευρώ και δύο λεπτών (11.841,02 ευρώ).
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων – εφεσίβλητων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 16 Μαΐου 2022, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ