ΑΠΟΦΑΣΗ
Kezerashvili κατά Γεωργίας της 05.12.2024 (προσφ. αριθ. 11027/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων ήταν πρώην Υπουργός. Ο ανωτέρω κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση δικάστηκε και αθωώθηκε από τα δικαστήρια ουσίας. Στη συνέχεια εισαγγελέας που ανήκε στην Γενική Εισαγγελία άσκησε αναίρεση κατά της αθωωτικής απόφασης του προσφεύγοντος, η οποία έγινε δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο, που τελικά μέσω γραπτής διαδικασίας καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε φυλάκιση πέντε ετών και απαγόρευση ανάληψης δημόσιου αξιώματος για 18 μήνες.
Στη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου που εκδίκασε την ανωτέρω αναίρεση του εισαγγελέα συμμετείχε ως δικαστής ο Sh.T., ο οποίος είχε διατελέσει Γενικός Εισαγγελέας της Γεωργίας, και είχε την ιδιότητα αυτή κατά τον χρόνο που άσκησε την αναίρεση υφιστάμενός του εισαγγελέας.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η συμμετοχή του δικαστή Sh.T., στη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδίκασε την Αναίρεση κατά της δευτεροβάθμιας αθωωτικής απόφασης ήταν αρκετή για να θέσει υπό αμφισβήτηση την αντικειμενική αμεροληψία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της αναίρεσης.
Ταυτόχρονα, όμως εξέτασε την απόφαση και την αιτιολογία της, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διαπιστώσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν ήταν αυθαίρετες ή προδήλως παράλογες σε σημείο που να παραβιάζουν τη δίκαιη διαδικασία ή να οδηγούν σε άρνηση απονομής δικαιοσύνης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε: α) παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (άρθρου 6 § 1) λόγω έλλειψης αντικειμενικής αμεροληψίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και β) μη παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 στην αναιρετική διαδικασία κατά το μέρος που καταδικάστηκε ο προσφεύγων και τέλος έκρινε ότι η διαπίστωση της ανωτέρω παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για τυχόν ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1,
Άρθρο 6 παρ. 3
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, David Kezerashvili, που έχει παράλληλα γεωργιανή και ισραηλινή υπηκοότητα, γεννήθηκε το 1978 και ζει στο Λονδίνο. Ήταν ιδρυτικό μέλος του Ενωμένου Εθνικού Κινήματος («UNM»), ενός πολιτικού κόμματος που κυβέρνησε τη Γεωργία μεταξύ 2003 και 2012, κατέχοντας διάφορα αξιώματα, μεταξύ των οποίων διευθυντής στο Υπουργείο Οικονομικών από το 2004-2006 και Υπουργός Άμυνας από το 2006-2008.
Στη συνέχεια εγκατέλειψε τα δημόσια αξιώματα. Από το 2019, είναι ιδρυτής και μέτοχος μιας γεωργιανής εταιρείας ΜΜΕ (Formula TV).
Μεταξύ 2013 και 2015, ασκήθηκαν πέντε ποινικές διαδικασίες κατά του προσφεύγοντος. Ο ίδιος αθωώθηκε σε τρεις από αυτές, οι οποίες αφορούσαν κατηγορίες για διαφθορά, υπεξαίρεση και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η τέταρτη, που αφορούσε φερόμενη κατάχρηση εξουσίας, είναι προφανώς σε εξέλιξη. Στην πέμπτη, που ασκήθηκε στις 7 Μαΐου 2014, ο προσφεύγων, και ο πρώην διευθυντής προμηθειών του υπουργού Άμυνας, A.N., κατηγορήθηκαν για υπεξαίρεση. Οι κατηγορίες αφορούσαν μια σύμβαση που συνήψε το Υπουργείο το 2008 με μια υπεράκτια εταιρεία για την παροχή πολεμικής εκπαίδευσης στις αμυντικές μονάδες του Υπουργείου. Το Υπουργείο κατέβαλε πάνω από 5 εκατ. ευρώ για υπηρεσίες που φέρεται να μην παρασχέθηκαν ποτέ.
Σύμφωνα με τις κατηγορίες, η σύναψη της σύμβασης δεν είχε πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τους κανονισμούς. Συγκεκριμένα, ο διευθυντής προμηθειών δεν είχε πραγματοποιήσει έλεγχο του ιστορικού της εταιρείας, δεν είχε αξιολογήσει την αγοραία αξία των προσφερόμενων υπηρεσιών και δεν είχε συμβουλευτεί τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου και του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Ούτε είχε λάβει τραπεζικές ή άλλες εγγυήσεις από την εταιρεία, παρά το γεγονός ότι η σύμβαση απαιτούσε την πληρωμή προκαταβολής. Ο διευθυντής προμηθειών και ο προσφεύγων, ο οποίος ήταν Υπουργός εκείνη την εποχή, κατηγορήθηκαν ότι ενήργησαν από κοινού, με τον πρώτο να εκδίδει πλαστή ενδιάμεση έκθεση.
Το δικαστήριο της Τιφλίδας άλλαξε την κατηγορία σε παραμέληση υπηρεσιακών καθηκόντων και επέβαλε στον A.N. 18μηνη ποινή φυλάκισης με αναστολή. Ο προσφεύγων αθωώθηκε, καθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι δεν διαπίστωσε την ενοχή του για υπεξαίρεση, ούτε ότι ήταν υπεύθυνος για την παραμέληση των υπηρεσιακών καθηκόντων του A.N.
Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Εφετείο της Τιφλίδας τον Μάιο του 2018. Ωστόσο, ο Εισαγγελέας άσκησε αναίρεση κατά της αθωωτικής δευτεροβάθμιας απόφασης.
Μόλις πληροφορήθηκε τον Αύγουστο του 2021 ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα εξέταζε την αναίρεση μέσω γραπτής διαδικασίας, και ότι ένας από τους τρεις δικαστές θα ήταν ο δικαστής Sh. T., ο οποίος είχε διατελέσει Γενικός Εισαγγελέας από το 2018-2019, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτημα εξαίρεσής του. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε επειδή η αναίρεση είχε υποβληθεί πριν ο Sh. T. ξεκινήσει τη θητεία του στη θέση αυτή.
Στη συνέχεια, το Ανώτατο Δικαστήριο, με τον Sh.Τ. να συμμετέχει στη σύνθεση ως δικαστής, ανέτρεψε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, έκρινε τον προσφεύγοντα ένοχο υπεξαίρεσης και τον καταδίκασε σε φυλάκιση πέντε ετών και απαγόρευση ανάληψης δημόσιου αξιώματος για 18 μήνες.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει ότι ο δικαστής Sh.T. είχε επιδείξει προσωπική προκατάληψη στην εν λόγω διαδικασία. Ωστόσο, όσον αφορά την αντικειμενική αμεροληψία, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την ιεραρχική δομή της Γενικής Εισαγγελίας στη Γεωργία, τον εξέχοντα ρόλο και τις εκτεταμένες εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία καθώς και τη σημασία του πολιτικά ευαίσθητου πλαισίου σε μια δίκη υψηλού προφίλ. Δεν θα μπορούσε να παραβλέψει ότι από τη στιγμή που ο Sh.T. είχε διοριστεί ως Γενικός Εισαγγελέας, ήταν υπόλογος για τις τρέχουσες δραστηριότητες της εισαγγελίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούσαν την υπόθεση υψηλού προφίλ του προσφεύγοντος, καθώς η αναίρεση είχε κατατεθεί από αυτόν μόλις ένα μήνα πριν. Η συμπερίληψή του στην σύνθεση του δικαστηρίου που εκδίκασε αργότερα την υπόθεση του προσφεύγοντος ήταν, υπό αυτές τις συνθήκες, επαρκής για να θέσει υπό αμφισβήτηση την αντικειμενική αμεροληψία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 λόγω έλλειψης αντικειμενικής αμεροληψίας.
Όσον αφορά την αναίρεση της αθωωτικής απόφασης του προσφεύγοντος από το Ανώτατο Δικαστήριο, το Δικαστήριο εξέτασε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαδικασίας και τον τρόπο με τον οποίο τα συμφέροντα του προσφεύγοντος είχαν παρουσιαστεί και υπερασπιστεί. Παρατήρησε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της Γεωργίας περιοριζόταν σε συγκεκριμένα νομικά ζητήματα και δεν προέβαινε σε πλήρη επανεξέταση των υποθέσεων. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αιτιολογήσει την απόφασή του να ανατρέψει τις αθωωτικές αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων αναφέροντας ότι ήταν παράνομες, ιδίως επειδή η απόφαση να μην καταδικαστεί ο προσφεύγων είχε βασιστεί σε γενικά και αόριστα συμπεράσματα ανεπαρκών αποδείξεων. Στη συνέχεια είχε καθορίσει, κατ’ αρχήν, το είδος των αποδεικτικών στοιχείων – συγκεκριμένα έγγραφα σε αντιδιαστολή με τις καταθέσεις μαρτύρων – που ήταν απαραίτητα για την τεκμηρίωση ενός γεγονότος το οποίο επικαλούνταν ο προσφεύγων κατά την υπεράσπισή του.
Μολονότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εξετάσει την υπόθεση μόνο για νομικούς λόγους, το Δικαστήριο έπρεπε να αξιολογήσει αν υπήρχε επαρκής βάση για την καταδίκη του προσφεύγοντος και αν η ποινή ήταν κατάλληλη. Ωστόσο, ο προσφεύγων είχε επιλέξει να μην συμμετάσχει αυτοπροσώπως σε καμία από τις προφορικές ακροάσεις που διεξήχθησαν από τα κατώτερα δικαστήρια και είχε αναθέσει ρητά στους δικηγόρους της επιλογής του να τον εκπροσωπήσουν, συναινώντας στην μη αυτοπρόσωπη εμφάνισή του. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να μην πραγματοποιήσει προφορική ακρόαση δεν είχε παρέμβει στο δικαίωμά του να είναι παρών, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος.
Παρ’ όλα αυτά, ήταν επίσης αναγκαίο να εκτιμηθεί κατά πόσον το Ανώτατο Δικαστήριο, παραιτούμενο από την προφορική ακρόαση, έδωσε στον προσφεύγοντα επαρκή ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Από την άποψη αυτή, το Δικαστήριο σημείωσε ότι γνώριζε πολύ καλά τη θέση της κατηγορούσας αρχής – την οποία είχε υποστηρίξει καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και στα τρία επίπεδα δικαιοδοσίας. Οι συνήγοροί του είχαν απαντήσει κατά τη διάρκεια των προφορικών ακροάσεων στη δίκη και ενώπιον του εφετείου, και είχε τη δυνατότητα να υποβάλει λεπτομερή γραπτό υπόμνημα στην αναιρετική διαδικασία. Είχε επίσης ενημερωθεί δεόντως ότι το Ανώτατο Δικαστήριο επρόκειτο να εξετάσει την υπόθεσή του μέσω γραπτής διαδικασίας, και οι δικηγόροι του πρέπει να γνώριζαν καλά την προφανώς συνήθη πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ανατρέπει αθωωτικές αποφάσεις μέσω της γραπτής διαδικασίας. Ωστόσο, δεν είχε προβάλει καμία αντίρρηση εκείνη τη στιγμή, ακόμη και αν θα έπρεπε να γνωρίζει ότι υπήρχε η πιθανότητα το Ανώτατο Δικαστήριο να τον κρίνει ένοχο και να τον καταδικάσει.
Όσον αφορά την καταγγελία του προσφεύγοντος σχετικά με το σκεπτικό της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το βασικό επιχείρημα που είχε προβάλει ο ίδιος ενώπιον του δικαστηρίου αυτού είχε εξεταστεί, έστω και σιωπηρά. Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων είχε υποστηρίξει σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για υπεξαίρεση, διότι πραγματοποιήθηκε ένα μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος, όπως αποδεικνύεται από τις καταθέσεις των μαρτύρων. Το Ανώτατο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα αυτό, αλλά έκρινε ότι οι καταθέσεις μαρτύρων ήταν άσχετες με τον προσδιορισμό του κατά πόσον εφαρμόστηκε η σύμβαση. Από την άποψη αυτή, το Δικαστήριο τόνισε ότι η απουσία των σχετικών εγγράφων – της τελικής τριμηνιαίας έκθεσης και του πιστοποιητικού παράδοσης και παραλαβής που έπρεπε να υπογραφεί με το Υπουργείο Άμυνας μετά την ολοκλήρωση του εκπαιδευτικού προγράμματος – τα οποία το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ότι ήταν το κρίσιμο στοιχείο που δικαιολογούσε την καταδίκη του προσφεύγοντος, δεν είχε αμφισβητηθεί από τον προσφεύγοντα σε κανένα στάδιο της διαδικασίας. Μολονότι η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορούσε να ήταν επιδεκτική κάποιας κριτικής λόγω της σχετικά σύντομης αντιμετώπισης του κατά πόσον είχαν συντρέξει και τα δύο στοιχεία του εγκλήματος της υπεξαίρεσης όσον αφορά τον προσφεύγοντα, αφού εξέτασε την απόφαση και την αιτιολογία του, το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε ότι η εκδοθείσα απόφαση ήταν αυθαίρετη ή προδήλως παράλογη σε σημείο που να θίγει το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας ή που να οδηγούσε σε άρνηση απονομής δικαιοσύνης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 6 §§ 1 και 3 λόγω της αναίρεσης της αθωωτικής απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου μέσω της μη προφορικής αλλά γραπτής διαδικασίας.
Άρθρο 18
Το Δικαστήριο είχε υπόψη του τα πολιτικά γεγονότα που είχαν λάβει χώρα στη Γεωργία μεταξύ 2012 και 2014 και κατανοούσε γιατί θα μπορούσε να υπάρχει ένας βαθμός υποψίας ότι τα πολιτικά δρώμενα βρισκόταν πίσω από την κατηγορίες που απαγγέλθηκαν κατά του προσφεύγοντος. Ωστόσο, το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο από μόνο του δεν ήταν επαρκής απόδειξη. Τα άλλα σημεία που έθεσε ο προσφεύγων, ιδίως οι ισχυρισμοί που αφορούσαν τις σχέσεις του Sh.Τ. με το κυβερνών κόμμα και μια αυθόρμητη απάντηση που έδωσε ο Πρωθυπουργός σε ερώτηση μετά από ομιλία που είχε εκφωνήσει στο Κοινοβούλιο, δεν αποτελούσαν επαρκή απόδειξη ύπαρξης απώτερου κίνητρου πίσω από τη δίωξη και την καταδίκη του. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απέρριψε την καταγγελία του βάσει του άρθρου 18 ως προδήλως αβάσιμη.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης στην περίπτωση αυτή αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για τυχόν ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων. Δεν επιδικάστηκαν δε ούτε έξοδα δεδομένου ότι δεν υπήρχε σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος.