Περίληψη
– Όπως έχει κριθεί, για την άρση, τελικώς, ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ύστερα από σχετική δικαστική απόφαση πρέπει να τηρείται η προβλεπόμενη στο άρθρο 154 του ΚΒΠΝ διαδικασία, δηλαδή η ανάρτηση του σχεδίου στο δημοτικό κατάστημα, η γνωστοποίηση της τροποποίησης δια του τύπου και η εκδίκαση των ενστάσεων που τυχόν υποβάλλονται, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους περίοικους και λοιπούς ενδιαφερομένους να εκφράσουν την άποψή τους για τα κρίσιμα ζητήματα που ανακύπτουν, είτε όσον αφορά στην κατάργηση του κοινόχρηστου χώρου και στην ανάγκη τυχόν επανεπιβολής της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, τα οποία, από τη φύση τους δεν αφορούν μόνο τον ιδιοκτήτη του ρυμοτομούμενου ακινήτου, αλλά ευρύτερο κύκλο πολιτών, είτε όσον αφορά στα ζητήματα που σχετίζονται με τις δυνατότητες του Δήμου να καλύψει τη δαπάνη της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Εξάλλου, με την τήρηση των διατυπώσεων αυτών ή, εφόσον η διαδικασία κινείται με πρωτοβουλία της Διοίκησης, την άπρακτη πάροδο ορισμένης προθεσμίας, εκδίδεται σύμφωνα με το νόμο η διοικητική πράξη, με την οποία εγκρίνεται ή τροποποιείται το ρυμοτομικό σχέδιο. Σε κάθε πάντως περίπτωση, εάν η αρμόδια δημοτική αρχή δεν προβεί στη διατύπωση γνώμης ή δεν τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις δημοσιότητας της παρ. 1 του άρθρου 154 του ΚΒΠΝ, εντός της ανωτέρω σχετικής προθεσμίας, η διαδικασία συνεχίζεται και χωρίς αυτές. Προβάλλεται ότι δεν συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις για την επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης, κατά παράβαση του άρθρου 32 παρ. 4 του ν. 4067/2012 και, πάντως, το ποσό των 76.541,10 ευρώ που έχει υπολογισθεί ως αποζημίωση δεν ανταποκρίνεται στην αξία του ακινήτου.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η επιβληθείσα, με το προσβαλλόμενο π.δ., ρύθμιση εξυπηρετεί πολεοδομική αναγκαιότητα. Ειδικότερα, η διατήρηση του ακινήτου ως κοινόχρηστου χώρου διασφαλίζει, σύμφωνα και με σχετική πρόβλεψη του ισχύοντος ΓΠΣ του Δήμου, την Λειτουργικότητα και την αρτιότερη οργάνωση της πόλης, με τον καθορισμό αναγκαίου κοινοχρήστου χώρου στο κεντρικότερο σημείο της πόλης, τυχόν δε άρση της απαλλοτρίωσης θα υποβάθμιζε το φυσικό, πολιτιστικό και οικιστικό περιβάλλον της περιοχής. Περεραιτέρω, στον ειδικό κωδικό του οικείου προϋπολογισμού του Δήμου έχει εγγραφεί, κατά τα προεκτεθέντα, ποσό για την επανεπιβολή της δέσμευσης, ήδη δε έχουν εκδοθεί τα οικεία χρηματικά εντάλματα από τη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου. Συντρέχουν, συνεπώς, αμφότερα τα κριτήρια για την επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ο ειδικότερος δε ισχυρισμός ότι το ποσό δεν καλύπτει ούτε κατ’ ελάχιστο την αξία του ακινήτου δεν είναι κρίσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι, προεχόντως, για τη νομιμότητα, από την εξεταζόμενη άποψη, της επανεπιβολής ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης αρκεί να συνάγεται σοβαρή πρόθεση και δυνατότητα αποζημίωσης των θιγομένων ιδιοκτητών, την σοβαρότητα δε της πρόθεσης αυτής δεν κλονίζει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η φερόμενη ως απόκλιση μεταξύ των ως άνω ποσών. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της σοβαρής πολεοδομικής ανάγκης καθώς και της πρόθεσης και δυνατότητας για την άμεση κατά νόμον συντέλεση της νέας απαλλοτρίωσης με την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης, η Διοίκηση δεν κωλυόταν να προβεί στην επανεπιβολή της δέσμευσης, η πράξη δε αυτή δεν αντιβαίνει στις αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας του δικαίου, όπως αβασίμως υπολαμβάνουν οι αιτούντες, ούτε στη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας ή στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Είναι δε άλλο το ζήτημα αν οι αιτούντες θα μπορούσαν τυχόν να διεκδικήσουν ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από πράξεις και παραλείψεις οργάνων της Διοίκησης, οι οποίες είχαν ως συνέπεια να στερηθούν επί μακρό χρονικό διάστημα τη χρήση και κάρπωση της ιδιοκτησίας τους.
Η διάταξη του άρθρου εικοστού παρ. 1 του ν. 4787/2021 δεν έχει ερμηνευτικό – πολλώ δε μάλλον ψευδοερμηνευτικό – χαρακτήρα, όπως αβασίμως προβάλλουν οι αιτούντες, δεδομένου ότι με αυτήν δεν επιχειρείται η ερμηνεία προηγούμενης διάταξης, ασαφούς ή αμφίβολης έννοιας, που χρήζει τυχόν ερμηνείας. Πρόκειται αληθώς για μεταβατική διάταξη, με την οποία αντιμετωπίζονται εκκρεμείς περιπτώσεις τροποποίησης ρυμοτομικών σχεδίων μετά από άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, με κριτήριο διάκρισης μεταξύ του παλαιού και νέου νομικού καθεστώτος το χρονικό σημείο θέσης σε ισχύ του ν. 4759/2020 (9.12.2020), δηλαδή με κριτήριο όχι συμπτωματικό και τυχαίο αλλά, αντιθέτως, αντικειμενικό και συμβατό με την αρχή της ισότητας, το οποίο αποσκοπεί, κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου, στην ταχεία περάτωση των ως άνω χρονιζουσών περιπτώσεων. Με τα δεδομένα αυτά, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Πρόεδρος : Μ. Γκορτζολίδου
Εισηγητής: Αν. Σκούφαλος