Αριθμός 2139/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Οκτωβρίου 2021, με την εξής σύνθεση: Ευαγγελία Νίκα, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Βαρβάρα Ραφτοπούλου, Κασσιανή Μαρίνου, Σύμβουλοι, Δημήτριος Τομαράς, Παναγιώτης Χαλιούλιας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Παναγιώτα Μπιρμπίλη.
Για να δικάσει την από 12 Νοεμβρίου 2018 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου (Α.Α.Δ.Ε.), το οποίο παρέστη με τη Σοφία Μπίκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που κατέθεσε δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της,
κατά του …του …., κατοίκου ……. ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. …… απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Βαρβάρας Ραφτοπούλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
- Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της ……. απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της …….απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση, κατ’ αποδοχή ανακοπής του ήδη αναιρεσιβλήτου, ακυρώθηκε η …….. έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία κατασχέθηκε, σε εκτέλεση έγγραφης παραγγελίας του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) … Αθηνών, το περιγραφόμενο σε αυτή ακίνητο του αναιρεσιβλήτου για χρέη του προς το Ελληνικό Δημόσιο, ως κληρονόμου του αρχικού οφειλέτη, συνολικού ποσού 144.832,04 ευρώ.
- Επειδή, στο άρθρο 53 παρ. 3 και 4 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), και, όπως ήδη ισχύει, ορίζονται τα εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου […]. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ […]». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ήτοι και του ελαχίστου ποσού της διαφοράς κατά την παράγραφο 4 και των αναφερομένων στην παράγραφο 3 προϋποθέσεων σχετικά με τη νομολογία. Εξάλλου, στις προαναφερθείσες ρυθμίσεις περιλαμβάνονται και οι αιτήσεις, με τις οποίες ζητείται η αναίρεση απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, με την οποία επιλύθηκε διαφορά που ανέκυψε κατά το στάδιο της είσπραξης των βεβαιωθέντων ήδη, με την έκδοση του οικείου νομίμου τίτλου, φόρων, δασμών, τελών και συναφών δικαιωμάτων, ασφαλιστικών εισφορών, προστίμων και λοιπών κυρώσεων, δεδομένου ότι και κατά το στάδιο αυτό, η αγόμενη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως διαφορά εξακολουθεί να έχει χρηματικό αντικείμενο (ΣτΕ 242, 3/2020 σκ. 2, 2636/2018 σκ. 3, 5/2018 σκ. 2). Χρηματικό δε αντικείμενο συνιστά, στην περίπτωση ανακοπής κατά έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, το αναγραφόμενο επ’ αυτής ποσό (ΣτΕ 352/2018, 1129-1130/2017, 67/2014, πρβλ. ΣτΕ 1700/2010 επταμ.). Επομένως, και επί διαφοράς, με χρηματικό αντικείμενο που δεν υπολείπεται του ελάχιστου νομίμου ορίου ή χωρίς χρηματικό αντικείμενο, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του αναιρετικού αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, ΑΠ, ΕλΣυν) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά τα παγίως κριθέντα, ως νομολογία, κατά τις ως άνω διατάξεις, νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρισίμου νομικού ζητήματος και όχι επί αναλόγου ή παρομοίου (βλ. ΣτΕ 242, 112/2020, 2637, 1859, 1188, 1179, 973, 786/2018 κ.ά.).
- Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκηθείσα στις 12.11.2018 διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, με την αίτηση δε αυτή άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά με χρηματικό αντικείμενο που, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά και από το από 12.11.2018 σημείωμα προσδιορισμού του ποσού της διαφοράς που προσκόμισε το αναιρεσείον Δημόσιο, υπερβαίνει το νόμιμο όριο των 40.000 ευρώ και ειδικότερα, ανέρχεται στο ποσό των 144.832,04 ευρώ. Επομένως, για το παραδεκτό της ασκήσεως της υπό κρίση αιτήσεως απαιτείται η προβολή με το εισαγωγικό δικόγραφο συγκεκριμένων ισχυρισμών με το ως άνω εκτιθέμενο στον νόμο περιεχόμενο.
- Επειδή, στον Αστικό Κώδικα ορίζονται τα εξής: Άρθρο 1847 «Ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και τον λόγο της […]», Άρθρο 1850 «[…] Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή», Άρθρο 1527 «Η κληρονομία που επάγεται στο ανήλικο τέκνο θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής, και το τέκνο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 1912, δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα αυτό […]», Άρθρο 1902 «Όσο ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία, μπορεί να δηλώσει ότι την αποδέχεται με το ευεργέτημα της απογραφής. Η δήλωση γίνεται στον γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας. Η δήλωση αποδοχής θεωρείται ότι έγινε με το ευεργέτημα της απογραφής, αν ο κληρονόμος είναι πρόσωπο για το οποίο η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται κατά τον νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής», Άρθρο 1903 «Ο κληρονόμος με απογραφή οφείλει να τελειώσει την απογραφή της κληρονομικής περιουσίας μέσα σε τέσσερις μήνες αφότου γίνει η δήλωση του προηγούμενου άρθρου», Άρθρο 1912 «Σε περίπτωση προσώπων ανικάνων ή με περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία, για τα οποία η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται κατά τον νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής, έκπτωση από το ευεργέτημα, επειδή δεν συντάχθηκε απογραφή, επέρχεται αν μέσα σ’ ένα χρόνο, αφότου τα πρόσωπα έγιναν απεριορίστως ικανά, δεν έκαναν την απογραφή». Όπως έχει κριθεί, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, σε συνδυασμό με τις προηγούμενες, σε περίπτωση μη σύνταξης απογραφής από τους έχοντες τη γονική μέριμνα ανήλικου κληρονόμου, το σχετικό δικαίωμα περιέρχεται στον ενηλικιωμένο κληρονόμο, ο οποίος οφείλει, με την απειλή έκπτωσης από το ευεργέτημα, να συντάξει την απογραφή εντός έτους από την ενηλικίωσή του. Εφόσον, επομένως, στην περίπτωση αυτή ο ενηλικιωμένος κληρονόμος δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα της απογραφής, δικαιούται, πολύ περισσότερο, μέσα στην ίδια ετήσια προθεσμία, να αποποιηθεί την κληρονομία (βλ. ΣτΕ 1884/2015, 371/2014, 2862/2013).
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα ληπτέα υπόψη κατ’ αναίρεση διαδικαστικά έγγραφα προκύπτουν τα εξής: Ο θανών στις ….. πατέρας του αναιρεσιβλήτου ήταν αρχικός οφειλέτης του Ελληνικού Δημοσίου με οφειλή από φόρο εισοδήματος, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης, πλέον λοιπών προσαυξήσεων, ποσού 144.832,04 ευρώ. Ο αναιρεσίβλητος, ο οποίος γεννήθηκε στις ….., υπέβαλε ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών την …… δήλωση αποποίησης της κληρονομίας του θανόντος πατέρα του, αμέσως μετά την ενηλικίωσή του, στις ……. Μεταγενέστερα, δυνάμει της ……έκθεσης κατάσχεσης δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, σε εκτέλεση της …….έγγραφης παραγγελίας του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) …. Αθηνών, επιβλήθηκε για την παραπάνω οφειλή, μέχρι του ποσοστού της κληρονομικής του μερίδας, αναγκαστική κατάσχεση ακίνητης περιουσίας του αναιρεσιβλήτου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του πατέρα του, αρχικού οφειλέτη του Δημοσίου. Ειδικότερα, η εν λόγω κατάσχεση αφορά πέντε συνορευόμενες αποθήκες που βρίσκονται σε πολυκατοικία κτισμένη στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων, στη διασταύρωση των οδών ……… και ………, που περιήλθαν στον αναιρεσίβλητο δυνάμει της …….. αγοραπωλησίας οριζόντιας ιδιοκτησίας-αποθηκών Συμβολαιογράφου Αθηνών. Κατά της προαναφερόμενης έκθεσης ο αναιρεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από……. ανακοπή, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι μη νόμιμα εκδόθηκε η παραπάνω έκθεση, εφόσον μετά την, κατά τους ισχυρισμούς του, εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομίας δεν είχε την ιδιότητα του κληρονόμου του πατέρα του. Με την ……. απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατ’ επίκληση της ως άνω νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, έγινε δεκτή η ανακοπή και ακυρώθηκε η έκθεση κατάσχεσης, με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσίβλητος εμπροθέσμως είχε αποποιηθεί την κληρονομία του πατέρα του, μετά την ενηλικίωσή του, με την από ….. δήλωση αποποίησης ενώπιον του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, εντός της ετήσιας προθεσμίας που τάσσεται από το άρθρο 1912 του Αστικού Κώδικα για τη διενέργεια της απογραφής, και ως εκ τούτου, δεν είχε πλέον δικαιώματα και υποχρεώσεις από την εν λόγω κληρονομία και μη νομίμως, χωρίς να έχει προηγουμένως ανατραπεί ή να έχει αμφισβητηθεί από το Δημόσιο το γεγονός της ως άνω αποποιήσεως, επιβλήθηκε κατάσχεση εις βάρος του, ως μη κατά νόμο υποχρέου. Κατά της πρωτόδικης απόφασης, το Δημόσιο άσκησε έφεση, με την οποία προέβαλε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έκρινε ότι η κατά το άρθρο 1912 του Α.Κ. ενιαύσια προθεσμία για τη σύνταξη της απογραφής, η οποία αρχίζει από την ενηλικίωση του κληρονόμου, αφορά και τη δυνατότητα αποποίησης της κληρονομίας. Με την ……. ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επικυρώθηκε η ως άνω κρίση της πρωτόδικης απόφασης και, κατ’ επίκληση της αυτής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, απορρίφθηκε η έφεση του Δημοσίου.
- Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, έκρινε ότι η κατά το άρθρο 1912 του Α.Κ. ενιαύσια προθεσμία, η οποία αρχίζει από την ενηλικίωση του κληρονόμου, αφορά και τη δυνατότητα αποποίησης της κληρονομίας και όχι μόνο τη σύνταξη της απογραφής. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1902 παρ. 2, 1527 εδ. α΄ και 1912 του Α.Κ., η αποδοχή της κληρονομίας που επάγεται σε ανήλικο, κατά πλάσμα δικαίου, θεωρείται αναγκαστικώς ότι γίνεται με το ευεργέτημα της απογραφής, προνόμιο που διαρκεί μέχρι και ένα έτος μετά την ενηλικίωση του ανηλίκου. Η ενιαύσια αυτή προθεσμία, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, δεν αφορά το δικαίωμα αποποίησης του ανηλίκου, καθώς ως προς αυτό η τετράμηνη προθεσμία ξεκινάει από τον χρόνο που οι γονείς του ανηλίκου έλαβαν γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής. H δε προθεσμία απογραφής δεν μπορεί να νοηθεί ταυτόχρονα και ως προθεσμία αποποίησης, αφού, πριν ξεκινήσει η προθεσμία απογραφής, πρέπει να έχει λάβει χώρα αποδοχή της κληρονομίας.
- Επειδή, προς θεμελίωση του παραδεκτού της υπό κρίση αιτήσεως προβάλλεται ότι, ως προς το κρίσιμο, εν προκειμένω, ζήτημα σχετικά με το εάν η ετήσια προθεσμία για τη σύνταξη απογραφής του άρθρου 1912 του Α.Κ. ισχύει και ως προθεσμία αποποίησης για τον ανήλικο κληρονόμο, η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχεται σε αντίθεση με τις 1087/2011 και 1211/2008 αποφάσεις του Αρείου Πάγου αν και επισημαίνεται ότι με τις 1884/2015, 371/2014 και 2862/2013 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, των οποίων γίνεται επίκληση στις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων της ουσίας, έχει γίνει δεκτό ότι ο ανήλικος μπορεί να προβεί σε αποποίηση της κληρονομίας σε χρονικό διάστημα ενός έτους μετά την ενηλικίωσή του.
- Επειδή, ενόψει της αμφισβήτησης, ως προς την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1847, 1850 και 1912 του Αστικού Κώδικα, η οποία, κατά το Δημόσιο, ανέκυψε από την αντίθεση των ως άνω αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, ζητήθηκε από το Δημόσιο και την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), με την από 19.2.2019 αίτησή τους ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου η άρση αυτής. Σχετικά δε δημοσιεύθηκε η 5/2021 απόφαση αυτού, με την οποία κρίθηκε ότι δεν υφίστατο αντίθεση μεταξύ των ανωτέρω αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας αφενός και του Αρείου Πάγου αφετέρου, ως προς την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου και, συνεπώς, δεν καθιδρυόταν δικαιοδοσία του Α.Ε.Δ. προς άρση της σχετικής αμφισβήτησης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και 6 περ. ε΄ και 48 παρ. 1 του Κώδικα περί Α.Ε.Δ.. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι δεν υφίστατο αντίθεση με την 1087/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία δεν συνιστούσε κατά ένα μέρος τελειωτική απόφαση, καθώς είχε αναβληθεί η υπόθεση και ως εκ τούτου, η εκκρεμοδικία είχε διατηρηθεί. Σε κάθε δε περίπτωση, ο Άρειος Πάγος ναι μεν δέχθηκε ότι «η προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει (άρθρα 1847, 1850 του Α.Κ.), τρέχει και κατά προσώπων ανικάνων προς δικαιοπραξία», όμως, ακολούθως, τοποθετήθηκε επί του ζητήματος της αναστολής της προθεσμίας αυτής, εκκινώντας ειδικώς από τη διάταξη του άρθρου 1847 παρ. 3 του Α.Κ., και ακολούθως, κάνοντας επίκληση και άλλων διατάξεων, όπως των διατάξεων των άρθρων 255 και 258 παρ. 2 του Α.Κ., αλλά και εκείνων των άρθρων 1526, 1647 εδ. α΄ του Α.Κ. και 797 του Κ.Πολ.Δ.. Περαιτέρω, κρίθηκε από το Α.Ε.Δ. ότι δεν υφίστατο αντίθεση ούτε σε σχέση με την 1211/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία στο πλαίσιο αντιμετώπισης του ζητήματος ύπαρξης ή μη πλάνης στο πρόσωπο των γονέων ανήλικης, ως προς το αφετήριο γεγονός της προθεσμίας αποποίησης, είχε κριθεί ότι η τετράμηνη προθεσμία αποποίησης, που προβλέπεται στο άρθρο 1847 του Α.Κ., τρέχει και κατά προσώπων ανικάνων προς δικαιοπραξία, καθ’ ερμηνεία των άρθρων 1847 και 1850 του Α.Κ., επιπροσθέτως δε και ότι, αν ο κληρονόμος τελεί υπό νόμιμη εκπροσώπηση (λ.χ. γονική μέριμνα), το στοιχείο της γνώσης κρίνεται στο πρόσωπο του νομίμου εκπροσώπου. Από την άλλη πλευρά, το Συμβούλιο της Επικρατείας με τις 1884/2015, 371/2014 και 2862/2013 αποφάσεις του, τις οποίες επικαλέσθηκε το δικάσαν δικαστήριο, έκρινε ότι ο ενηλικιούμενος κληρονόμος δικαιούται να αποποιηθεί την κληρονομία εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 1912 του Α.Κ., δηλαδή εντός της προθεσμίας που πρόσωπο ανίκανο ή με περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία δικαιούται να προβεί στη σύνταξη απογραφής για την κληρονομία που του επήχθη, καθ’ ερμηνεία της ως άνω διάταξης του άρθρου 1912 του Αστικού Κώδικα, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1847, 1850, 1527, 1902 και 1903 του ίδιου Κώδικα, και όχι μεμονωμένα καθ’ ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 1847 και 1850 του Α.Κ., όπως έπραξε ο Άρειος Πάγος με την 1211/2008 απόφασή του, χωρίς να περιλάβει αφενός εκείνη του άρθρου 1912 του Α.Κ., η οποία, άλλωστε, είναι και εκείνη που προβλέπει την επίμαχη ετήσια προθεσμία, και αφετέρου τις λοιπές πιο πάνω αναφερόμενες, μεταξύ αυτών και εκείνη του άρθρου 1527 του Α.Κ., που αφορά ειδικώς το ανήλικο τέκνο που κληρονομεί, ορίζοντας ότι η κληρονομία που επάγεται σ’ αυτό θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής και το τέκνο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 1912, δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα αυτό. Υπό τα δεδομένα αυτά, σύμφωνα με τα κριθέντα με την ως άνω απόφαση του Α.Ε.Δ., εμφανίζεται διαφοροποίηση, τόσο ως προς το νομικό ζήτημα που επέλυσαν οι παραπάνω αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, όσο και ως προς τις νομικές διατάξεις που προς τούτο χρησιμοποίησαν, η δε αίτηση προς άρση της αμφισβήτησης απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
- Επειδή, κατόπιν αυτών, ο προς θεμελίωση του παραδεκτού ισχυρισμός του Δημοσίου περί αντιθέσεως της αναιρεσιβαλλομένης προς τις αποφάσεις 1087/2011 και 1211/2008 του Αρείου Πάγου είναι αβάσιμος και συνεπώς, ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως είναι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 3, απορριπτέος ως απαράδεκτος.
- Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, καθώς δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη στο σύνολό της.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 2021
Η Προεδρεύουσα ΑντιπρόεδροςΗ Γραμματέας
Ευαγγελία ΝίκαΠαναγιώτα Μπιρμπίλη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2023.
Η Προεδρεύουσα ΑντιπρόεδροςΗ Γραμματέας
Μαρίνα ΠαπαδοπούλουΕυδοκία Κιλισμανή