Αριθμός 2458/2023
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Νοεμβρίου 2023, με την εξής σύνθεση: Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Δημήτριος Βανδώρος, Χρήστος Παπανικολάου, Σύμβουλοι, Θεώνη Κανελλοπούλου, Θεοδώρα Ζιάμου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δημητρία Τετράδη, Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 11 Ιανουαρίου 2021 έφεση:
του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος παρέστη με τη Χριστίνα Γιωτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά των: 1. Ζ.Γ., κατοίκου …, 2. Μ.Γ., κατοίκου … και 3. Κ.Γ., κατοίκου …, οι οποίες δεν παρέστησαν,
και κατά της υπ’ αριθμ. 54/2020 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η αντιπρόσωπος του Υπουργού δήλωσε, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσει.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Θεοδώρας Ζιάμου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
- Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου, ζητείται η εξαφάνιση της 54/2020 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καθ’ ο μέρος, με την απόφαση αυτή, έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως των εφεσιβλήτων και ακυρώθηκε εν μέρει, ήτοι ως προς ορισμένα εδαφικά τμήματα, η αναδάσωση που κηρύχθηκε με την 240/2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής (Δ΄ 46/3.2.2010). Ως συμπροσβαλλόμενη πρέπει να θεωρηθεί και η προηγηθείσα της ήδη εκκαλούμενης, 445/2018 προδικαστική (αναβλητική) απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (βλ. ΣτΕ 1163-1164/2023 7μ., 488/2020, 1285/2019, 1695/2016 κ.ά.).
- Επειδή, με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010), ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 70 του νόμου, άρχισε να ισχύει από 1.1.2011, προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 58 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), δεύτερο εδάφιο, το οποίο ορίζει τα εξής: “Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου”. Η ανωτέρω διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ/τος 18/1989, όπως είχε τροποποιηθεί με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/ 22.12.2016), η ισχύς του οποίου άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ως εξής: “Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση”. Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, η οποία επαναλήφθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016, ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της εφέσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλούμενης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, ΑΠ, Ελ Σ) ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Στην τελευταία περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης, πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς και το κριθέν με αυτές νομικό ζήτημα θα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων διαφορών. Εξάλλου, ως αντίθεση σε νομολογιακό προηγούμενο ή ως έλλειψη νομολογίας, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δεν νοείται η αναφερόμενη σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως, αλλά μόνον εκείνη που αφορά στην ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως αν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλουμένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (ΣτΕ 1918/2018, 1717/2018, 2706/2016 κ.ά.).
- Επειδή, με την εκκαλούμενη απόφαση έγιναν δεκτά, μεταξύ άλλων, τα εξής: Ορισμένα εδαφικά τμήματα των ιδιοκτησιών των εφεσιβλήτων δεν έχουν κηρυχθεί ως αναδασωτέα με την προσβαλλόμενη πράξη, καθότι κάποια εξ αυτών φέρονται στον κυρωμένο -ως προς αυτά- δασικό χάρτη της περιοχής ως ανέκαθεν αγροτικές εκτάσεις, ενώ άλλα τμήματα χαρακτηρίζονται με το σύμβολο ΑΔ και κάποια άλλα έχουν μεν κηρυχθεί ως αναδασωτέα με την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά στη συνέχεια η πράξη ανακλήθηκε ως προς αυτά. Κατά την κρίση του δικάσαντος εφετείου, ενόψει των ανωτέρω, για τα οποία δεν προβάλλεται ειδικότερη αμφισβήτηση με την αίτηση ακυρώσεως, οι εφεσίβλητες στερούνται εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της, η οποία πρέπει, κατά τα ως άνω τμήματα, να απορριφθεί ως απαράδεκτη (βλ. ΣτΕ 1911/2018). Κατά τα λοιπά κρίθηκε ότι η αίτηση ακυρώσεως ασκείται με έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς και είναι εξεταστέα περαιτέρω κατ’ ουσίαν: Όσον αφορά στα τμήματα της ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων, τα οποία έχουν κηρυχθεί ως αναδασωτέα με την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνεται υπόψη ότι, τόσο στην υπ’ αρ. 141/18.1.2010 πρόταση του αρμοδίου Δασαρχείου Καπανδριτίου, όσο και στην από 11.1.2010 έκθεση αυτοψίας του Δασολόγου Δ.Σ., που αποτελούν το νόμιμο έρεισμά της, αναφέρεται γενικώς, για τη συνολική καείσα έκταση των 66.832 στρ., το είδος της δασικής βλάστησης -βλάστηση χαλεπίου πεύκης και υπόροφου βλάστησης αείφυλλων πλατύφυλλων- με αόριστη αναφορά σε φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών των ετών 1938 ή 1945-1978 και 2007. Επίσης, η αναφορά στους κτηματικούς χάρτες του ν. 248/ 1976, γίνεται χωρίς να καταγράφονται τα δεδομένα αυτών, καθώς και τα στοιχεία, βάσει των οποίων προσδίδεται στις εκτάσεις αυτές δασική βλάστηση, τόσο κατά το παρελθόν, όσο και κατά το χρόνο που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά. Τέλος, ο χαρακτηρισμός στους αναρτηθέντες, το έτος 2017, δασικούς χάρτες της περιοχής των επίμαχων τμημάτων, με τα σύμβολα ΑΝ/ΑΔ, δηλαδή άλλης μορφής στις αεροφωτογραφίες παλαιότερης λήψης (1945) και δάση – δασικές εκτάσεις στις αεροφωτογραφίες πρόσφατης λήψης, δεν καθιστά δεδομένη και αυταπόδεικτη τη δασική μορφή των εν λόγω εκτάσεων, αφενός μεν διότι αναφέρονται αορίστως σε αεροφωτογραφίες πρόσφατης λήψης, αφετέρου δε διότι τα δεδομένα αυτά δεν είναι δεσμευτικά όσον αφορά στον δασικό χαρακτήρα των επίδικων εκτάσεων, καθότι, ως προς αυτές, όπως βεβαιώνεται σχετικά, ο δασικός χάρτης δεν έχει κυρωθεί. Ενόψει των παραπάνω διαπιστώσεων, με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναδασώσεως παρίσταται ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά στις εκτάσεις αυτές και πρέπει, ως προς αυτές, να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή ως βασίμου του σχετικώς προβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως.
- Επειδή, με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλονται οι ακόλουθοι λόγοι εφέσεως: α) Κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας το δικάσαν εφετείο δεν κήρυξε, ως όφειλε, το απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως ελλείψει ενεστώτος εννόμου συμφέροντος των αιτουσών και ήδη εφεσιβλήτων, και για τα τμήματα της ιδιοκτησίας τους που έχουν κηρυχθεί αναδασωτέα, καθόσον, με το δεδομένο ότι οι επίδικες εκτάσεις έχουν αποτυπωθεί στους αναρτηθέντες δασικούς χάρτες ως δασικές, η αμφισβήτηση -και μόνο- του δασικού τους χαρακτήρα, προκειμένου να ακυρωθεί η πράξη κηρύξεως αναδασώσεως, δεν δύναται να μεταβάλει τον δασικό τους χαρακτήρα, ο χαρακτήρας δε αυτός δύναται να μεταβληθεί μόνο μετά την εξέταση των αντιρρήσεων των εφεσιβλήτων από τις αρμόδιες Επιτροπές Εξέτασης Αντιρρήσεων του άρθρου 18 του
ν. 3889/2010 και μετά από την έκδοση της σχετικής αποφάσεως από τις εν λόγω Επιτροπές, δυνάμει της οποίας ήθελε τυχόν διορθωθεί ο οικείος δασικός χάρτης. β) Αντίθετα με όσα έκρινε το δικάσαν εφετείο, η κατάρτιση, θεώρηση και κύρωση των δασικών χαρτών, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 13 του ν. 3889/2010, πραγματοποιείται δυνάμει των παλαιότερης και πρόσφατης λήψης αεροφωτογραφιών, μέχρι δε την κύρωσή τους οι δασικές χάρτες έχουν προσωρινή ισχύ και η διόρθωσή τους μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο κατόπιν τηρήσεως της διαδικασίας των αντιρρήσεων του άρθρου 15 του
ν. 3889/2010 ενώπιον των Επιτροπών του άρθρου 18 του ίδιου νόμου, η οποία υπόκειται στον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας. γ) Εφόσον, όπως γίνεται νομολογιακώς δεκτό, η απόφαση του Δασάρχη σχετικά με τον χαρακτήρα ορισμένης εκτάσεως ως δασικής ή μη είναι ειδικώς αιτιολογημένη βάσει της περιγραφής της μορφολογίας του εδάφους, του είδους της σύνθεσης, της πυκνότητας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της βλάστησης, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 4933/2014, 4436/2014, 2937/2014), η προσβαλλόμενη πράξη κηρύξεως αναδασώσεως είναι απολύτως αιτιολογημένη. Τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της εκκαλούμενης αποφάσεως, η συνολική καείσα έκταση των 66.832 στρεμμάτων καλύπτεται από βλάστηση χαλεπίου πεύκης με υπόροφο αείφυλλων – πλατύφυλλων, γεγονός που διαπιστώθηκε κατόπιν διαχρονικής ερμηνείας αεροφωτογραφιών. Περαιτέρω, για το παραδεκτό της εφέσεως κατά το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα ακόλουθα νομικά ζητήματα, τα οποία τίθενται με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και τα οποία προσδιορίζονται στην επισυναπτόμενη, στο εισαγωγικό δικόγραφο, συνοπτική έκθεση τιθέμενων νομικών ζητημάτων, ως εξής: α) Εάν ο αιτών την ακύρωση πράξεως αναδασώσεως έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την εν λόγω ακύρωση σε περίπτωση που η έκταση, στην οποία αφορά η αναδάσωση, περιλαμβάνεται σε αναρτημένους δασικούς χάρτες ως δασική, ακόμη και αν έχουν ασκηθεί αντιρρήσεις κατ’ αυτών. β) Εάν η αιτιολόγηση του δασικού ή μη χαρακτήρα μίας εκτάσεως ικανοποιείται από τη χρήση φωτοερμηνευτικών δεδομένων εξαγομένων από αεροφωτογραφίες παλαιότερης και πρόσφατης λήψης. γ) Εάν οι δασικοί χάρτες παράγουν όλα τα έννομα αποτελέσματά τους έως την οριστική τους κύρωση. Περαιτέρω προβάλλεται ότι υπάρχει αντίθεση της εκκαλούμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 4933/2014, 4436/2014, 2937/2014) όσον αφορά στην επάρκεια της αιτιολογίας που παρέχει το δικάσαν εφετείο αναφορικά με τον μη δασικό χαρακτήρα της επίμαχης εκτάσεως, η οποία εξαντλείται στην περιγραφή της μορφολογίας του εδάφους και των δασικών ειδών που ευρίσκονται επ’ αυτής. - Επειδή, ο υπό α΄ ισχυρισμός του εκκαλούντος Δημοσίου για το παραδεκτό της εφέσεως, ότι οι εφεσίβλητοι στερούνταν εννόμου συμφέροντος να ζητήσουν την ακύρωση της πράξεως κηρύξεως αναδασώσεως, καθόσον η έκταση στην οποία αφορούσε η αναδάσωση περιλαμβανόταν σε αναρτημένο δασικό χάρτη ως δασική, σε συνδυασμό με τον υπό γ΄ ισχυρισμό ότι το γεγονός αυτό καθεαυτό παράγει έννομα αποτελέσματα, έως την οριστική κύρωση του δασικού χάρτη, παρά την άσκηση αντιρρήσεων από τους εφεσίβλητους, προβάλλονται βασίμως από την άποψη του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, όπως ερμηνεύεται σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω στη σκέψη 2. Τούτο διότι, πράγματι, κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της κρινομένης εφέσεως δεν υπήρχε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ανωτέρω κρίσιμο νομικό ζήτημα, η δε 2399/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία επιλύθηκε ρητώς το ζήτημα αυτό, δημοσιεύθηκε μετά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, αυτόν, δηλαδή, της ασκήσεως της κρινόμενης εφέσεως στις 12.1.2021. Ειδικότερα, με την 2399/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι, όσον αφορά στην ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 13 έως και 19 του ν. 3889/2010 “Κύρωση Δασικών Χαρτών και άλλες διατάξεις” (Α΄ 182), όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, μόνη η παραδεκτή άσκηση αντιρρήσεων κατά του αναρτηθέντος δασικού χάρτη αποκλείει την κύρωσή του, κατά το αμφισβητούμενο με αυτές μέρος, πριν από την εξέταση των αντιρρήσεων αυτών. Κατά συνέπεια, δασικός χάρτης που κυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 3889/2010, δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνει, ως δασικού χαρακτήρα, εκτάσεις ως προς τις οποίες έχουν ασκηθεί παραδεκτές αντιρρήσεις, πριν από την ολοκλήρωση της εξετάσεώς τους. Περαιτέρω, από τις αυτές ως άνω διατάξεις, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τις πάγιες διατάξεις για την κήρυξη ως αναδασωτέων εκτάσεων που καταστρέφονται ή αποψιλώνονται [άρθρα 117 παρ. 3 του Συντάγματος, 38 και 41 του ν. 998/1979 (Α΄ 289), όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο], όπως οι διατάξεις αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι οι Επιτροπές Εξέτασης Αντιρρήσεων δεσμεύονται, κατά τον χαρακτηρισμό εκτάσεως, από τις πράξεις αναδασώσεως, όταν αυτές καλύπτονται από το τεκμήριο νομιμότητας, δεδομένου ότι ο χαρακτήρας μιας εκτάσεως ως αναδασωτέας αρκεί καθεαυτόν για την υπαγωγή της στη δασική νομοθεσία, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 998/1979. Βάσει των ανωτέρω, δεν στερείται εννόμου συμφέροντος ο φερόμενος ως ιδιοκτήτης εκτάσεως να προσβάλει με αίτηση ακυρώσεως πράξη με την οποία κηρύσσεται αυτή ως αναδασωτέα, στην περίπτωση που η έκταση περιληφθεί σε αναρτημένους δασικούς χάρτες κατά των οποίων εκκρεμούν αντιρρήσεις ασκηθείσες από αυτόν, ενώπιον της Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων. Και τούτο, αφενός μεν διότι η μερική κύρωση δασικού χάρτη, κατά το άρθρο 17 του ν. 3889/2010, δεν αναπτύσσει έννομα αποτελέσματα όσον αφορά σε εκτάσεις οι οποίες, κατά την ανάρτηση του δασικού χάρτη, είχε μεν θεωρηθεί ότι είχαν δασικό χαρακτήρα, ωστόσο ως προς αυτές ασκήθηκαν παραδεκτώς αντιρρήσεις, αφετέρου δε διότι με την άσκηση της ως άνω αιτήσεως ακυρώσεως κωλύεται η συναγωγή τεκμηρίου νομιμότητας ως προς την προσβληθείσα πράξη αναδασώσεως με αποτέλεσμα να παρίσταται λυσιτελής και η εξέταση των εκκρεμών αντιρρήσεων, κατά του αναρτηθέντος δασικού χάρτη, από τις αρμόδιες Επιτροπές Εξέτασης Αντιρρήσεων. Ως εκ τούτου, η εμμέσως συναγόμενη κρίση του δικάσαντος εφετείου, σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως αναρτήθηκε για την επίμαχη περιοχή δασικός χάρτης, κατά του οποίου οι εφεσίβλητες είχαν ασκήσει αντιρρήσεις, δεν αποστερούσε τις τελευταίες από το έννομο συμφέρον τους για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως αναδασώσεως, στηρίχθηκε σε ορθή ερμηνεία του άρθρου 47 του π.δ. 18/1989, σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί κυρώσεως των δασικών χαρτών και περί διαδικασίας αναδασώσεως και οι σχετικώς προβαλλόμενοι ισχυρισμοί για το παραδεκτό καθώς και οι συνδεόμενοι με αυτούς λόγοι εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι (βλ. ad hoc 1177/ 2023, 691/2023, 2399/2021).
- Επειδή, με τον υπό β΄ ισχυρισμό του εκκαλούντος Δημοσίου περί ελλείψεως νομολογίας ως προς την αιτιολόγηση του μη δασικού χαρακτήρα εκτάσεως με βάση φωτοερμηνευτικά δεδομένα εξαγόμενα από αεροφωτογραφίες παλαιότερης και πρόσφατης λήψης, καθώς και με τον ισχυρισμό περί αντιθέσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας όσον αφορά στην ανεπάρκεια της ως άνω αιτιολογίας ως ερειδόμενης αποκλειστικά στην περιγραφή της μορφολογίας του εδάφους της εκτάσεως και των ευρισκόμενων επ’ αυτής δασικών ειδών, δεν τίθενται ζητήματα ερμηνείας κανόνα δικαίου, κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, αλλά πλήττεται η ορθότητα, πληρότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως ως προς τον χαρακτηρισμό της επίμαχης εκτάσεως ως μη δασικής, καθώς και η εκτίμηση των αποδείξεων από το δικάσαν εφετείο. Από τυχόν δε πλημμέλεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως, που συνδέεται με το πραγματικό της υποθέσεως και από τον χαρακτηρισμό ως προς τη φύση της εκτάσεως, δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση προς την νομολογία, που να καθιστά παραδεκτό τέτοιο λόγο εφέσεως, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως (βλ. ΣτΕ 2399/2021, 965/2021, 412/2021, 2046/2019, 1937, 1940/2019, 805/2019 κ.ά.). Εξάλλου, από το περιεχόμενο της εκκαλούμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι το δικάσαν εφετείο ερμήνευσε τις οικείες διατάξεις κατά τρόπο που δημιουργεί νέο νομικό ζήτημα για τη νομολογία. Τούτο διότι, κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, ερμηνευόμενου ενόψει και του σκοπού του νόμου όπως εκτίθεται ανωτέρω στη σκέψη 2, η έλλειψη νομολογίας, ως προϋπόθεση του παραδεκτού των προβαλλόμενων λόγων εφέσεως, δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε νομικό ζήτημα θα ήταν δυνατόν να τεθεί στην κρινομένη υπόθεση, αλλά μόνο σε νομικά ζητήματα που πράγματι αντιμετωπίστηκαν από το δικάσαν δικαστήριο κατά τρόπο πρωτότυπο, προκειμένου, επί των ανωτέρω ζητημάτων, να υπάρξει ενότητα της νομολογίας (βλ. ΣτΕ 412/ 2021, πρβλ. ΣτΕ 886/2019, 656/2018, 1358/2017, 4961/2014 κ.ά.). Συνεπώς, οι προαναφερόμενοι λόγοι εφέσεως, σε σχέση με τους οποίους προβάλλονται οι ως άνω ισχυρισμοί κατά το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
- Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την έφεση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2023 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29ης Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Η Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Ε´ Τμήματος
Μαργαρίτα Γκορτζολίδου Δημητρία Τετράδη