Αριθμός 915/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2024, με την εξής σύνθεση: Άννα Καλογεροπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Χρήστος Λιάκουρας, Σουλτάνα Κωνσταντίνου, Σύμβουλοι, Χαράλαμπος Κομνηνός, Αλίκη Πασιπουλαρίδου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Νικόλαος Αθανασίου.
Για να δικάσει την από 20 Μαΐου 2019 αίτηση:
του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) και ήδη Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγίου Κωνσταντίνου 16-18), ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Ιωάννα Ζωγράφου (Α.Μ. …..), που την διόρισε με πληρεξούσιο, και η οποία κατέθεσε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4509/2017, περί μη εμφανίσεώς της,
κατά του ……, κατοίκου ……. (…), ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Φορέας επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. ……. απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Αλίκης Πασιπουλαρίδου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
- Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή παραβόλου (άρθρο 62 παρ. 3 περ. Θ του ν. 4387/ 2016, Α΄ 85, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 4445/2016, Α΄ 236, καθώς και άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998, Α΄ 31).
- Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της ……. απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), ως καθολικού διαδόχου του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.), κατά της ……. απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί αγωγή του Ο.Α.Ε.Ε., με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την καταβολή εκάστου μηνιαίου ποσού σύνταξης, το ποσό των 114.758,54 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, αντιστοιχούσε στις συντάξεις που είχε εισπράξει αχρεωστήτως, κατά το χρονικό διάστημα από …….1987 έως ……2005.
- Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 Α παρ. 1 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020 (Α΄ 43), νομίμως παρέστη στην παρούσα δίκη ως αναιρεσείων διάδικος ο Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.), όπως μετονομάστηκε από 1.3.2020 ο ασκήσας την κρινόμενη αίτηση Ε.Φ.Κ.Α..
- Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, η παράγραφος 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως με χρηματικό αντικείμενο άνω των 40.000 ευρώ, ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να προβάλει και να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 1740/2022, 1150, 1149, 768, 766/2021, 1649, 1373/2020, 3010, 1776, 1699/2019, 2763, 2438, 2385, 1956, 1073, 1072/2018, 1637, 884/2017, 1302/2015, 1913/2014, 4163/2012 7μ. κ.ά.). Ως νομολογία δε, νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος που επιλύθηκε σε υπόθεση υπό τα ίδια ή ουσιωδώς παρεμφερή πραγματικά περιστατικά και όχι επί ανάλογου ή παρόμοιου (ΣτΕ 1740/2022, 227/2021, 2896/2020, 2667, 2115, 1391/2019, 2395, 1836/2018, 4428/2015, 4163/2012 7μ. κ.ά.). Εξάλλου, η αντίθεση σε υπάρχουσα νομολογία πρέπει να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας ή εκτίμησης αποδείξεων, συνδεόμενα με το πραγματικό της εκάστοτε κρινόμενης υπόθεσης, αλλά να αφορά αποκλειστικά την ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής δυναμένης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (ΣτΕ 1740, 1445/2022, 1150, 1149, 768, 766/2021, 1649, 1373/2020, 3010, 1776, 1699/2019, 2763, 2438, 2385, 1956, 1073, 1072/2018, 1637, 884/2017, 1302/2015, 1913/2014 κ.ά.).
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος, ο οποίος εγγράφηκε στα μητρώα του Τ.Ε.Β.Ε. στις ……1970, ως ασκών το επάγγελμα του …….., με την …… απόφαση του Διευθυντή Συντάξεων του εν λόγω Ταμείου έλαβε σύνταξη γήρατος από 1.8.1984 με βάση χρόνο ασφάλισης 42 έτη και 7 μήνες (από 1.1.1942 έως 30.7.1984). Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου λαμβάνοντας υπόψη την…….εισήγηση της Ομάδας Εργασίας του Ταμείου, που διενήργησε επανέλεγχο για διάφορες περιπτώσεις ασφαλισμένων, μεταξύ των οποίων και για τον αναιρεσίβλητο, με την ….. απόφαση του, αποφάσισε την ανάκληση της ανωτέρω συνταξιοδοτικής απόφασης με την αιτιολογία, ότι ο αναιρεσίβλητος παραπλάνησε τον Οργανισμό με πλαστά στοιχεία και, επομένως, δεν θεμελίωνε συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Ακολούθως, με την …….. απόφαση του Διευθυντή Συντάξεων, ανακλήθηκε η απόφαση συνταξιοδότησης του αναιρεσιβλήτου (…….) και αποφασίστηκε να επιστραφούν οι συντάξεις τις οποίες είχε εισπράξει αχρεωστήτως από……1984 ως …….1987. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με την ……. απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Ταμείου. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης, ο αναιρεσίβλητος άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έγινε δεκτή με την …… απόφασή του και ακυρώθηκε η εν λόγω απόφαση. Σε συμμόρφωση με τη δικαστική αυτή απόφαση, ο Διευθυντής Συντάξεων του Ταμείου εξέδωσε την ……. πράξη, με την οποία ανακάλεσε την …… ανωτέρω απόφασή του και επαναχορήγησε την επίμαχη σύνταξη. Το Ταμείο άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία απορρίφθηκε με την …… απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Κατά της εφετειακής αυτής απόφασης, το Τ.Ε.Β.Ε. άσκησε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έγινε δεκτή με την ….. απόφαση του Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών στη συνέχεια, με την ….. απόφασή του δέχτηκε τελικά την έφεση του Τ.Ε.Β.Ε., εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δέχτηκε εν μέρει την προσφυγή και αναγνώρισε ότι το Ταμείο δεν δικαιούταν να αναζητήσει τα ποσά των συντάξεων που κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο από …….1984 ως …….1987. Εξάλλου, παράλληλα με τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, είχε ξεκινήσει και εξελισσόταν η ποινική διαδικασία, με κατηγορούμενους υπαλλήλους του Τ.Ε.Β.Ε. και ασφαλισμένους-συνταξιούχους του Ταμείου, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσίβλητος, για τελεσθείσες αξιόποινες πράξεις, οι οποίες είχαν σχέση με τα δικαιολογητικά που είχαν χρησιμοποιηθεί, μεταξύ άλλων, και στην περίπτωση του αναιρεσιβλήτου, για την έκδοση συνταξιοδοτικών αποφάσεων. Με την ……. απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την……. απόφαση του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι πράγματι τα δικαιολογητικά που χρησιμοποιήθηκαν στην περίπτωση του αναιρεσιβλήτου για την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης 30 ετών ήταν αναληθή, καταδικάστηκαν ως ένοχοι κάποιοι από τους υπαλλήλους του Ταμείου που χειρίστηκαν τις σχετικές υποθέσεις, ενώ ο αναιρεσίβλητος, όπως και οι λοιποί ασφαλισμένοι -συνταξιούχοι του Ταμείου, κρίθηκαν αθώοι ελλείψει δόλου. Με βάση τα νέα δεδομένα και θεωρώντας ότι το χρονικό διάστημα 1942-1971 αποτελούσε πλαστό χρόνο ασφάλισης και ότι με τον εναπομείναντα πραγματικό χρόνο ασφάλισης (12 μήνες και 7 ημέρες) ο αναιρεσίβλητος δεν θεμελίωνε συνταξιοδοτικό δικαίωμα, η Διευθύντρια συντάξεων του Ταμείου, με την ……… απόφασή της, ανακάλεσε τις ……..και …… προηγούμενες αποφάσεις, με τις οποίες είχε χορηγηθεί σύνταξη σε αυτόν. Την απόφαση αυτή ο αναιρεσίβλητος προσέβαλε με ένσταση ενώπιον της οικείας Τ.Δ.Ε., η οποία απορρίφθηκε με την………. απόφασή της. Κατά της απόφασης της Τ.Δ.Ε., ο αναιρεσίβλητος άσκησε προσφυγή, η οποία έγινε δεκτή με την ……απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Σε συμμόρφωση με την απόφαση αυτή, εκδόθηκε η……απόφαση του Διευθυντή Συντάξεων του Τ.Ε.Β.Ε., με την οποία ανακλήθηκε η …… προηγούμενη απόφασή του και επανήλθε σε ισχύ η αρχική απόφαση συνταξιοδότησης του αναιρεσιβλήτου. Έφεση του Ταμείου κατά της …… απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών έγινε δεκτή με την ….. απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι ήταν νόμιμη η ….. απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων του Τ.Ε.Β.Ε., με την αιτιολογία ότι είχε κριθεί αμετάκλητα, με την …….. απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ότι ο αναιρεσίβλητος χρησιμοποίησε αναληθή δικαιολογητικά προκειμένου να αναγνωριστεί από το Ταμείο χρονικό διάστημα 30 ετών ως ασφαλιστέος χρόνος, ενώ δεν είχε καταβάλει τις νόμιμες ασφαλιστικές εισφορές. Ενόψει της τελευταίας αυτής απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, εκδόθηκε από τον Διευθυντή Συντάξεων του Τ.Ε.Β.Ε. η ……. απόφαση, με την οποία ανακλήθηκε η……. προηγούμενη απόφασή του και επανήλθε σε ισχύ η …… ανακλητική της απόφασης συνταξιοδότησης του αναιρεσιβλήτου απόφαση. Ακολούθως, εκδόθηκε το …….. σημείωμα της Διευθύντριας Οικονομικού του Ο.Α.Ε.Ε. (καθολικού διαδόχου του Τ.Ε.Β.Ε.), σύμφωνα με το οποίο η οφειλή του αναιρεσιβλήτου προς τον Οργανισμό από αχρεωστήτως εισπραχθείσες συντάξεις χρονικού διαστήματος από….1987 έως …..2005, ανερχόταν (στις …….2005) σε 105.893,80 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω, ο Ο.Α.Ε.Ε. άσκησε αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και ζήτησε να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να του καταβάλει το ποσό των αχρεωστήτως εισπραχθεισών συντάξεων για το ως άνω χρονικό διάστημα, βάσει των ανωτέρω ………και …… ανακλητικών αποφάσεων, ανερχόμενο, κατά τους ισχυρισμούς του, σε 114.758,45 ευρώ. Με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε ότι η αγωγή αυτή ασκήθηκε απαραδέκτως, δεδομένου ότι στην επίμαχη περίπτωση, της λήψης από τον αναιρεσίβλητο σύνταξης χωρίς να συντρέχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησής του και της λόγω αυτού ανάκλησης της σχετικής συνταξιοδοτικής πράξης, η αναζήτηση των αχρεωστήτως εισπραχθεισών συντάξεων, έπρεπε να γίνει εκ μέρους του Ταμείου, σύμφωνα με το άρθρο 35 του ν.1902/1990, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), κατόπιν προσδιορισμού της σχετικής οφειλής με έκδοση ατομικής εκτελεστής διοικητικής πράξης και όχι με την άσκηση αγωγής. Κατά της πρωτόδικης απόφασης ο Ε.Φ.Κ.Α. άσκησε έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχτηκε ότι από την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 16 πρ. 1, 2 και 3 και 33 παρ. 1 του π.δ. 258/2005 και των διατάξεων των άρθρων 19 παρ. 2 του προϊσχύσαντος π.δ. 116/1988 και 35 παρ. 1 και 2 του ν. 1902/1990 προκύπτει ότι οι προβλεπόμενες από τα άρθρα αυτά δυσμενείς για το συνταξιούχο συνέπειες (ανάκληση της συνταξιοδοτικής απόφασης και, σωρευτικά, αναζήτηση των καταβληθεισών συντάξεων) επέρχονται, χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, είτε στην περίπτωση που με κάθε νόμιμο μέσο αποδεικνύεται ότι για την απονομή της σύνταξης ο λαβών αυτήν χρησιμοποίησε απατηλά μέσα, είτε στην περίπτωση που με προηγούμενη της ανακλητικής πράξης αμετάκλητη δικαστική απόφαση βεβαιώνεται η αναλήθεια δικαιολογητικών στοιχείων (σχετικών με το συνταξιοδοτικό δικαίωμα), βάσει των οποίων απονεμήθηκε η σύνταξη, στην περίπτωση δε, που η αναλήθεια των σχετικών με τη συνταξιοδότηση δικαιολογητικών βεβαιώνεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η έννομη συνέπεια της άνευ χρονικών περιορισμών ανάκλησης της συνταξιοδοτικής πράξης επέρχεται εφόσον προκύπτει η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ανάμιξη του προς συνταξιοδότηση ασφαλισμένου στη σύνταξη των αναληθών δικαιολογητικών ή η γνώση της αναλήθειας αυτών. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ανάκλησης των συνταξιοδοτικών πράξεων, όπως κρίθηκε, τα καταβληθέντα βάσει αυτών ποσά συντάξεων αναζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις περί είσπραξης των δημοσίων εσόδων. Εξ άλλου, κατά την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, κατά την έννοια των ίδιων ως άνω διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 2 του π.δ. 116/1988 και 33 παρ. 1 του π.δ. 258/2005, δεν αποκλείεται, έστω κι αν δεν συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις που διαζευκτικώς τάσσει η διάταξη αυτή, η, κατ’ εφαρμογή των γενικών αρχών περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων, ανάκληση της συνταξιοδοτικής απόφασης σε περίπτωση παράβασης νόμου και, ιδίως, σε περίπτωση αντικειμενικής ανυπαρξίας των νομίμων προϋποθέσεων απονομής της σύνταξης. Κατά τις εν λόγω γενικές αρχές, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι παράνομες διοικητικές πράξεις, όπως είναι οι συνταξιοδοτικές αποφάσεις που εκδόθηκαν παρά την αντικειμενική ανυπαρξία των νομίμων προϋποθέσεων απονομής της σύνταξης, ανακαλούνται σε κάθε περίπτωση, ακόμη δηλαδή κι αν δεν συνέτρεξε υπαιτιότητα του ενδιαφερόμενου ως προς την έκδοσή τους, εντός ευλόγου χρόνου, ο οποίος κρίνεται εκάστοτε αναλόγως των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Και στην περίπτωση αυτή, όπως δέχτηκε το δικάσαν δικαστήριο, της ανάκλησης συνταξιοδοτικής πράξης, λόγω παρανομίας της, σύμφωνα με τις γενικές αρχές ανάκλησης των διοικητικών πράξεων, τα καταβληθέντα ποσά συντάξεων αναζητούνται, ως αφορώντα επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 35 του ν. 1902/1990. Ενόψει τούτων, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι εφόσον, εν προκειμένω, ανακλήθηκε η πράξη απονομής σύνταξης λόγω έλλειψης των νόμιμων προϋποθέσεων χορήγησής της και αναζητήθηκαν τα ποσά των συντάξεων που αχρεωστήτως εισπράχθηκαν, έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 35 παρ. 1 του ν. 1902/1990, δεδομένου ότι πρόκειται για επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο αυτό εισπράττονται από το Τ.Ε.Β.Ε. κατά τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων. Επομένως, κατά την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, απαραδέκτως ασκήθηκε από τον Ε.Φ.Κ.Α. αγωγή για την είσπραξη των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών συντάξεων.
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε στις …..2019 στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και άρα διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά η οποία ανέκυψε κατόπιν άσκησης αγωγής και έχει χρηματικό αντικείμενο ύψους 114.758,54 ευρώ. Επομένως, για το παραδεκτό της αίτησης αυτής απαιτείται, κατά τα εκτεθέντα στην τέταρτη σκέψη, η προβολή ισχυρισμών περί αντίθεσης προς τη νομολογία ή έλλειψης νομολογίας για τα τιθέμενα με τους λόγους αναίρεσης νομικά ζητήματα.
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 35 παρ. 1 του ν. 1902/1990 και ότι σύμφωνα με την διάταξη αυτή απαραδέκτως ασκήθηκε από τον Ο.Α.Ε.Ε. αγωγή για την είσπραξη των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών συντάξεων, είναι εσφαλμένη διότι αφενός στην προκειμένη περίπτωση έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 16 παρ.1 και 33 παρ. 1 εδ. β΄ του π.δ. 258/2005, αφετέρου, σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, η διαδικασία είσπραξης κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ προβλέπεται μόνο στην περίπτωση της είσπραξης καθυστερουμένων εισφορών, προσθέτων τελών κ.λπ. και της είσπραξης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών συντάξεων που χορηγήθηκαν δυνάμει απατηλών μέσων ή ψευδών δικαιολογητικών, ενώ, στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, ο ασφαλισμένος δεν αναμίχθηκε στη σύνταξη των αναληθών δικαιολογητικών ή δεν ήταν γνώστης της αναλήθειας αυτών, η αναζήτηση των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών συντάξεων, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στις ανωτέρω διατάξεις, επιδιώκεται παραδεκτώς με αγωγή. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αυτού, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι για το τιθέμενο νομικό ζήτημα της δυνατότητας του Ο.Α.Ε.Ε. να ασκήσει αγωγή για την καταβολή των ως άνω αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται βασίμως και, συνεπώς, ο λόγος αναίρεσης προβάλλεται παραδεκτώς και είναι περαιτέρω εξεταστέος.
- Επειδή, στο άρθρο 94 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3…. 4….». Περαιτέρω, στις παραγράφους και 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182) ορίζεται ότι: «1. Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σε αυτή. 2. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά: α) …η) την ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα … ια) την είσπραξη των δημοσίων εσόδων (Ν.Δ. 356/1974 ΦΕΚ 90)». Ακολούθως, στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου 1406/1983 ορίζεται ότι: «Στις περιπτώσεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και όπου αλλού το Δημόσιο και τα πρόσωπα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο ενέχονται σε αποζημίωση, εγείρεται από τον δικαιούμενο αγωγή». Περαιτέρω, στο άρθρο 71 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζεται ότι: «1. Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. 2…». Εξάλλου, στο ν.δ. 356/1974 «περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (ΚΕΔΕ, Α΄ 90), όπως ίσχυε πριν καταργηθεί με το άρθρο 85 παρ. 5 του νέου ΚΕΔΕ που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4978/2022 (Α΄ 190), ορίζεται, στο μεν άρθρο 1 ότι: «1. Η είσπραξις των εκ πάσης αιτίας δημοσίων εσόδων ενεργείται κατά τας διατάξεις του παρόντος Ν. Διατάγματος» στο δε άρθρο 2 ότι: «2. Για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος τίτλος … νόμιμο τίτλο αποτελούν: α) Τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής. β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή. … 3. Η είσπραξη στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου πραγματοποιείται από τη Φορολογική Διοίκηση μετά την καταχώριση των στοιχείων του νόμιμου τίτλου στα βιβλία εισπρακτέων εισόδων, είτε κατόπιν αποστολής στη Φορολογική Διοίκηση χρηματικού καταλόγου από την αρχή που απέκτησε το νόμιμο τίτλο είτε με βάση μόνο το νόμιμο τίτλο, εφόσον αυτός έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στη Φορολογική Διοίκηση …». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου μπορεί να ασκήσει αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και να επιδιώξει την είσπραξη απαίτησής του, η οποία πηγάζει από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, μόνο αν η νομοθεσία, η οποία το διέπει, δεν περιέχει διατάξεις για την αναγκαστική είσπραξη των διεκδικούμενων με αγωγή απαιτήσεών του ούτε είναι εφαρμοστέες για το νομικό αυτό πρόσωπο, κατά την ίδια ή άλλη νομοθεσία, οι διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (πρβ. ΣτΕ 2321/2023, 2575/2020, 2801/2006, 1052 – 1053/2004 7μ.).
- Επειδή, με το άρθρο 1 του ν. 2676/1999 «Σύσταση ΟΑΕΕ, Οφειλές ΙΚΑ, λοιπές διατάξεις» (Α΄ 1) συστάθηκε ο Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών. Στο άρθρο 4 του ίδιου νόμου προβλέφθηκε ότι από την έναρξη ισχύος του Οργανισμού του νέου αυτού νπδδ καταργούνται τα Ταμείο Ασφαλίσεως Εμπόρων (ΤΑΕ), Ταμείο Ασφαλίσεως Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος (ΤΕΒΕ) και Ταμείο Συντάξεων Αυτοκινητιστών (ΤΣΑ) και ότι το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας τους περιέρχεται αυτοδικαίως στον Κλάδο Σύνταξης και στον Κλάδο Υγείας του ΟΑΕΕ. Ο Οργανισμός του ΟΑΕΕ, ο οποίος θεσπίστηκε με το π.δ. 154/2006 (Α΄ 167), άρχισε να ισχύει από την 1η.1.2007 κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 39 αυτού. Στο άρθρο 16 του π.δ. 258/2005 «Καταστατικό του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.)» (Α΄ 316), το οποίο άρχισε να ισχύει από την 1.1.2006 σύμφωνα με το άρθρο 38 αυτού και το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου άσκησης της ανωτέρω αγωγής (22.11.2011, βλ. ΣτΕ 2321/2023, 2801/2006), ορίστηκε ότι: «1. Οι απαιτήσεις του Ο.Α.Ε.Ε., από πάσης φύσεως καθυστερούμενες εισφορές, πρόσθετα τέλη και ειδικές προσαυξήσεις, εισπράττονται κατά τη διαδικασία του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει κάθε φορά. Τίτλους για τη βεβαίωση και την αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεων του Οργανισμού αποτελούν οι Πράξεις Επιβολής Εισφορών και Προσθέτων Τελών (Π.Ε.Ε.Π.Τ.) που συντάσσονται από τα αρμόδια προς τούτο όργανά του. … 2. Με βάση τους τίτλους της προηγούμενης παραγράφου και αφού προηγουμένως διαπιστωθεί η μη πληρωμή της οφειλής από τους υπόχρεους, συντάσσονται καταστάσεις οφειλετών, οι οποίες αφού υπογραφούν από το αρμόδιο όργανο, επέχουν θέση τίτλου εκτέλεσης και εκτελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. 3…». Περαιτέρω, στο άρθρο 33 του π.δ. 258/2005 ορίζεται ότι: «1. Στερούνται ή εκπίπτουν του δικαιώματος της σύνταξης όσοι επεδίωξαν να θεμελιώσουν ή θεμελίωσαν δικαίωμα με απατηλά μέσα ή ψευδή δικαιολογητικά, τούτο δε προκύπτει από αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Οι αποφάσεις με τις οποίες χορηγήθηκαν συντάξεις με απατηλά μέσα ή ψευδή δικαιολογητικά, ανακαλούνται και τα καταβληθέντα ποσά συντάξεων αναζητούνται και εισπράττονται, σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπουν την είσπραξη καθυστερούμενων εισφορών».
- Επειδή, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 16 του π.δ. 258/2005, οι απαιτήσεις του Ο.Α.Ε.Ε. από ληξιπρόθεσμες εισφορές, πρόσθετα τέλη και επιβαρύνσεις εισπράττονται σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, τίτλο δε βεβαίωσης και είσπραξης των ανωτέρω απαιτήσεων αποτελούν οι σχετικές καταλογιστικές πράξεις (ΠΕΕΠΤ) του ασφαλιστικού αυτού φορέα. Εξάλλου, όπως προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 33 του ίδιου π.δ., η ίδια διαδικασία ακολουθείται και στην περίπτωση αναζήτησης ποσών συντάξεων που έχουν καταβληθεί, κατόπιν ανάκλησης της συνταξιοδοτικής απόφασης, όταν με κάθε νόμιμο μέσο αποδεικνύεται ότι για την απονομή της σύνταξης ο δικαιούχος χρησιμοποίησε μέσα απατηλά ή όταν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, προηγούμενη της πράξης με την οποία ανακλήθηκε η συνταξιοδοτική απόφαση, βεβαιώνεται η αναλήθεια δικαιολογητικών στοιχείων σχετικών με το συνταξιοδοτικό δικαίωμα, βάσει των οποίων απονεμήθηκε η σύνταξη. Και στην περίπτωση αυτή τα καταβληθέντα ποσά συντάξεων αναζητούνται και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπουν την είσπραξη καθυστερούμενων εισφορών, δηλαδή σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), κατόπιν έκδοσης σχετικής καταλογιστικής πράξης που αποτελεί τίτλο βεβαίωσης και είσπραξης των εν λόγω απαιτήσεων. Τούτο δε, ανεξαρτήτως εάν προκύπτει η ανάμιξη του προς συνταξιοδότηση ασφαλισμένου στη σύνταξη των αναληθών δικαιολογητικών ή η γνώση της αναλήθειας αυτών, δεδομένου ότι η διάκριση αυτή αφορά στο χρόνο που ανατρέχει η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών συντάξεων (πρβλ. ΣτΕ 7μ. 540/2014, 2545/2010, ΣτΕ 2998/2019, 612/2012) και όχι στη διαδικασία που οφείλει να τηρήσει ο ασφαλιστικός αυτός οργανισμός προκειμένου να τα εισπράξει. Σύμφωνα δε με τα εκτεθέντα στη σκέψη 8, η τήρηση εκ μέρους του Ο.Α.Ε.Ε. της διαδικασίας του ΚΕΔΕ είναι υποχρεωτική και, ως εκ τούτου, ο ασφαλιστικός αυτός φορέας, ο οποίος ως νπδδ διέπεται από την αρχή της νομιμότητας, δεν έχει ευχέρεια επιλογής άλλου τρόπου είσπραξης απαιτήσεών του από εισφορές ή καταβληθέντα ποσά συντάξεων που χορηγήθηκαν με απατηλά μέσα ή ψευδή δικαιολογητικά (ανεξαρτήτως δόλιας συμπεριφοράς του ασφαλισμένου) πέραν αυτού που προβλέπεται ειδικώς στη νομοθεσία που τον διέπει. Επομένως, ο Ο.Α.Ε.Ε. δεν μπορεί να επιδιώξει την είσπραξη των ως άνω απαιτήσεων ασκώντας αγωγή κατά του οφειλέτη – ασφαλισμένου, η δε αγωγή που ασκείται από τον Ο.Α.Ε.Ε. κατά ασφαλισμένου του με το ως άνω αίτημα, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (πρβλ. ΣτΕ 2321/2023, ΣτΕ 2801/2006).
- Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, έστω και αν δεν ήταν εν προκειμένω εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 35 πρ. 1 του ν. 1902/1990, αλλά οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 16 και 33 του π.δ. 258/2005 οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, ήταν εφαρμοστέες ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής, νομίμως κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η ασκηθείσα στις 22.11.2011 αγωγή του Ο.Α.Ε.Ε. κατά του αναιρεσίβλητου με αίτημα την καταβολή των ποσών συντάξεων που του είχαν χορηγηθεί με αναληθή δικαιολογητικά ήταν απαράδεκτη, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις του ασφαλιστικού αυτού φορέα εισπράττονταν υποχρεωτικώς κατόπιν τήρησης της προβλεπόμενης στις διατάξεις αυτές διαδικασίας του ΚΕΔΕ, χωρίς να καταλείπεται στον ασφαλιστικό φορέα ευχέρεια επιλογής άλλου τρόπου είσπραξής τους. Επομένως, ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται ότι εν προκειμένω παραδεκτώς επιδιώχθηκε με αγωγή η αναζήτηση των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών συντάξεων, δεδομένου ότι ο ασφαλισμένος δεν είχε αναμιχθεί στη σύνταξη των αναληθών δικαιολογητικών ή δεν ήταν γνώστης της αναλήθειας αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφόσον, όπως προκύπτει από όσα έχουν πιο πάνω εκτεθεί (σκέψη 5), με την ….. απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθήνας κρίθηκε αμετακλήτως ότι ο αναιρεσίβλητος είχε χρησιμοποιήσει αναληθή δικαιολογητικά για να αναγνωρίσει ως ασφαλιστέο χρόνο στο Ταμείο χρονικό διάστημα 30 ετών, η δε αθώωσή του λόγω έλλειψης δόλου δεν επηρεάζει, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 10, τη διαδικασία που οφείλει να ακολουθήσει ο ασφαλιστικός αυτός φορέας για να εισπράξει τα ποσά συντάξεων που είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως.
- Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2024
Η Προεδρεύουσα ΣύμβουλοςΟ Γραμματέας
Άννα Καλογεροπούλου Νικόλαος Αθανασίου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 20ής Ιουνίου 2024.
Η Πρόεδρος του Α´ ΤμήματοςΗ Γραμματέας
Μαρίνα-Ελένη ΚωνσταντινίδουΒασιλική Κατσιώνη