Νέα θετικά δικαστικά δεδομένα φέρνουν αποφάσεις για τον τρόπο αμοιβής απασχολούμενων που έχουν λάβει σύνταξη.
Το έτος 2024 είχε ανακύψει ένα τεράστιο, πανελλαδικά, πρόβλημα αναφορικά με τον τρόπο αμοιβής απασχολούμενους, οι οποίοι αμείβονται με το ενιαίο μισθολόγιο και παράλληλα λάμβαναν μειωμένη, λόγω της εργασίας τους, σύνταξης.
Τότε και μετά την έκδοση της με αριθμό 8/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, επί της οποίας είχε ασκηθεί έφεση και απορρίφθηκε με την με αριθμό 379/2024 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, δημοσιεύθηκε ο νόμος 5113/2024, στο άρθρο 64 του οποίου προβλέφθηκε τόσο η ρύθμιση του τρόπου μισθοδοσίας της συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων αλλά και οι τυχόν καταλογισμοί, που είχαν επιβληθεί, ή επρόκειτο να επιβληθούν δε θα εκτελούνταν.
Στο συγκεκριμένο, όμως, άρθρο προβλέφθηκε από τη μία, ότι αυτό θα αφορούσε τους απασχολούμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και από την άλλη, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 73 του ίδιου νόμου, θα είχε αναδρομική ισχύ από την 24 Ιουνίου του έτους 2023 και μεταγενέστερα.
Να επισημανθεί, με το άρθρο 64 του νόμου 5113/2024, προστέθηκε στο άρθρο 11 του νόμου 4354/2015 (περί χρόνου και τρόπου μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων), νέα παράγραφος η οποία αναφέρει τα εξής:
«Ειδικά οι υπάλληλοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου που υπάγονται στον παρόντα και συνεχίζουν να απασχολούνται μετά την υποβολή αίτησης συνταξιοδότησής τους, διατηρούν το μισθολογικό κλιμάκιο που κατείχαν έως την υποβολή της αίτησης και δεν εξελίσσονται μισθολογικά σε ανώτερο κλιμάκιο έως τη λύση της εργασιακής τους σχέσης».
Αντισυνταγματική η διάκριση εργαζομένων και συνταξιούχων
Τώρα, σύμφωνα, με την με αριθμό 18/2025 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί αίτησης που είχαν άσκησαν εργαζόμενοι σε Δήμο, στους οποίους επιχειρήθηκε να καταλογισθούν υπέρογκα ποσά (έως και 67.000 ευρώ) ως μισθολογικές διαφορές, καθώς είχαν συνταξιοδοτηθεί πριν την 24 Ιουνίου 2023 και συνέχισαν να απασχολούνται, έγινε δεκτό, ότι η περιορισμένη αναδρομικότητα του άρθρου 64 του ν. 5113/2024 δεν είναι συνταγματικά ανεκτή.
Σε ίδια κρίση έχει καταλήξει και η με αριθμό 264/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας επί αντίστοιχης υπόθεσης.
Το Πρωτοδικείο Αθήνας δέχθηκε, ότι «βάσει δε του άρθρου 4 του Συντάγματος η προβλεφθείσα στο άρθρο 73 παρ. 2 του ν. 5113/2024 ημερομηνία της 24.06.2023 ως χρόνος αναδρομικής ισχύος του άρθρου 64 του ίδιου νόμου, δεν αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο που να δικαιολογεί διάκριση μεταξύ των εργαζομένων από την άνω διάταξη αλλά συνιστά γεγονός τυχαίο. Δεν συντρέχει δε λόγος γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί την ως άνω διάκριση.
Κατ’ ακολουθία αυτών, ο κατά τα άνω αποκλεισμός της αναδρομικότητας της ευνοϊκής διάταξης και για τους υποβάλλοντες αίτησης συνταξιοδότησης και συνεχίζοντας την εργασία τους στον ίδιο εργοδότη σε χρόνο προγενέστερο της αναδρομικότητάς της, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος.
Επομένως, και εκείνοι, που συνταξιοδοτήθηκαν πριν από τον χρόνο αναδρομικής ισχύος της ανωτέρω διάταξης, συνεχίζουν να παρέχουν την εργασία τους στον εργοδότη με το ίδιο μισθολογικό κλιμάκιο και μετά την υποβολή της με βάση την ίδια διάταξη, που ισχύει και για τους υποβάλλοντες την αίτηση από 24.06.2023 και μετά».
Με τις αιτιολογίες αυτές το Πρωτοδικείο Αθηνών διέταξε (ασφαλιστικό μέτρο), την απαγόρευση καταλογισμού και αναγκαστικής είσπραξης σε βάρος των εργαζομένων.
Ήδη, με προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς, υποχρεώθηκε Δήμος να καταβάλει σε εργαζόμενη με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μέσω ΕΣΠΑ, αποδοχές με το πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο του ενιαίου μισθολογίου λόγω του ότι λαμβάνει σύνταξη δεχόμενο τον ισχυρισμό, πως μη νομίμως και αντίθετα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν συμπεριλήφθηκαν στο άρθρο 64 του ν. 5113/2024 και οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου, στους οποίους εφαρμόζεται, σε κάθε περίπτωση, όμοια με τους αορίστου χρόνου το ενιαίο μισθολόγιο.